Κυριακή 8 Μαΐου 2022

Η ΔΙΟΝΥΣΙΑΚΗ ΚΟΣΜΟΘΕΑΣΗ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΛΙ­ΓΟ ΠΡΙΝ τό καλοκαίρι τοῦ 1870, με­τά τό «σά­λο» πού προ­κά­λε­σε ἡ δι­ά­λε­ξή του πε­ρί Σω­κρά­τη καί Τρα­γω­δί­ας, ὁ Νί­τσε ἐκ­μυ­στη­ρευ­ό­ταν στόν Ρόν­τε ὅτι δι­αρ­κῶς τοῦ ’ρχονται ἐμ­πνεύ­σεις γιά τό πρῶ­το του βι­βλί­ο.

Φο­βᾶ­μαι ὅτι στούς φι­λο­λό­γους δέ θά πεῖ ἀ­πο­λύ­τως τί­πο­τα. Ποιός ὅμως μπο­ρεῖ νά πά­ει κόν­τρα στή φύ­ση του; Με­τά ἀ­πό μι­ά πε­ρί­ο­δο χά­ρι­τος, τό λοι­πόν, ἀρ­χί­ζει ἡ πε­ρί­ο­δος τοῦ Σ κ α ν ­δ ά ­λ ο υ. Ὥς τά τώ­ρα ἤ­μου­να γε­νι­κά ἀ­γα­πη­τός: φό­ρα­γα, βλέ­πεις, τίς ἀρ­χαῖ­ες παν­τοῦ­φλες πού ὅλοι ξέ­ρουν κι ἀ­γα­πούν. Θέ­μα καί τί­τλος τοῦ μελ­λον­τι­κοῦ βι­βλί­ου: «Σω­κρά­της καί Ἔν­στι­κτο».*

Τό πα­ρόν δο­κί­μι­ο, γραμ­μέ­νο ἐ­κεῖ­νο τό καλοκαίρι, ἐν μέ­σῳ γαλ­λο­γερ­μα­νι­κοῦ πο­λέ­μου, πε­ρι­έ­χει τήν πρώ­τη ἀ­πό­πει­ρα τοῦ Νί­τσε νά ξε­τυ­λί­ξει τή δι­κή του θε­ω­ρί­α γιά τήν ἀρ­χαι­οελ­λη­νι­κή Τέ­χνη βά­σει ἑ­νός ἐν­νοι­ο­λο­γι­κοῦ ζεύγ­μα­τος. Δέν συμ­βου­λεύ­τη­κε ἐν προ­κει­μέ­νῳ τόν κα­θη­γη­τή καί μέν­τορά του Ritschl, οὔ­τε τό δη­μο­σί­ευ­σε σέ κά­ποιο φι­λο­λο­γι­κό πε­ρι­ο­δι­κό. Ἦ­ταν μι­ά προ­σω­πι­κή του προ­σπά­θει­α νά βρεῖ ἕνα κλει­δί ν’ ἀ­πο­κρυ­πτο­γρα­φή­σει τό αἴ­νιγ­μα τοῦ Ἀρ­χαί­ου Κό­σμου.

Πρό­κει­ται γιά με­λέ­τες πού πρός τό πα­ρόν μ ό ­ν ο γ ι ά μ έ ­ν α ἔ­χουν κά­ποια ση­μασί­α. Δέν θά ἐ­πι­θυ­μοῦ­σα τί­πο­τα πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀπ’ τό νά μοῦ δο­θεῖ χρό­νος, ὥ­στε νά ὡ­ρι­μά­σουν ἔ­τσι ὅπως πρέ­πει, κ’ ἔ­πει­τα νά μπο­ρέ­σω νά φτιά­ξω κά­τι ὁ­λο­κλη­ρω­μέ­νο.*

Τό κεί­με­νο, μέ ἐ­λά­χι­στες ἀλ­λα­γές, τό χά­ρι­σε στήν Κό­ζιμα Βάγ­κνερ τά Χρι­στού­γεν­να τοῦ 1870, μέ τί­τλο: Ἡ γέν­νη­ση τῆς τρα­γι­κῆς σκέ­ψης. Τό προ­σε­χές δι­ά­στη­μα, καί σέ συν­δυ­α­σμό μέ τή δεύ­τε­ρή του δι­ά­λε­ξη—Σω­κρά­της καί Τρα­γω­δί­α— ἄρ­χι­σε νά τό ἀ­να­πτύσ­σει,± χω­ρί­ζον­τάς το σέ κε­φά­λαι­α. Αὐτά θ’ ἀ­πο­τε­λοῦ­σαν με­γά­λο μέ­ρος τῆς Γέν­νη­σης τῆς Τρα­γω­δί­ας, πού θά ὁ­λο­κλή­ρω­νε σ’ ἕνα πε­ρί­που χρό­νο. Ἡ κρί­σι­μη ἐ­πί­δρα­ση στή συγ­γρα­φή τῆς Δι­ο­νυ­σι­α­κῆς κο­σμο­θ­έ­α­σης± (ΔΚ) δέν ἦ­ταν τό­σο ἡ δι­ά­κρι­ση τοῦ Westphal καί τοῦ Ritschl σχε­τι­κά μέ τήν κι­θα­ρι­στι­κή (ἀ­πολ­λώ­νι­α) καί τήν αὐ­λη­τι­κή (δι­ο­νυ­σι­α­κή) μου­σι­κή,$ οὔ­τε ἡ προ­ϊ­στο­ρί­α τοῦ πε­ρί­φη­μου ἐν­νοι­ο­λο­γι­κοῦ ζεύγ­μα­τος, ἀλλά ἡ ἀ­νά­γνω­ση τῶν Βακ­χῶν —τίς ὁ­ποῖες ὁ Νί­τσε δί­δα­ξε τήν ἄ­νοι­ξη τοῦ 1870 στό Padagogium—, καί φαί­νε­ται ἀπ’ τίς ση­μει­ώ­σεις του ὅτι τόν εἶ­χαν ἀ­πα­σχο­λή­σει πο­λύ...** Ἐ­κείνη ἀ­κρι­βῶς τήν πε­ρί­ο­δο γεν­νή­θη­καν καί οἱ πρῶ­τες του σκέ­ψεις σχε­τι­κά μέ τή θε­μα­το­λο­γί­α τῆς ΔΚ* ὅπου τό ζή­τη­μα τῆς ἔκ­στα­σης παίρ­νει κε­φα­λαι­ώ­δη δι­ά­στα­ση, σέ συ­νάρ­τη­ση μέ τή δυ­να­μι­κή τοῦ ἤ­χου, τῆς ἁρ­μο­νί­ας, μά καί τῆς γλώσ­σας. (Ἤ­δη ἀπ’ τή δι­ά­λε­ξη Σω­κρά­της καί Τρα­γω­δί­α ὑ­πάρ­χουν ἴ­χνη τῶν Βακ­χῶν - ἄν καί κύ­ρι­ος ἄ­ξο­νας ἐκεῖ εἶ­ναι οἱ Βά­τρα­χοι.)

Πρό­κει­ται, πράγ­μα­τι, γιά δο­κί­μι­ο - γιά ἕνα πεί­ρα­μα, δη­λα­δή. Μέ σο­πε­να­ου­ε­ρι­κή φρα­σε­ο­λο­γί­α (ἀ­να­πό­φευ­κτα!) καί τόν ρο­μαν­τι­σμό τοῦ 19ου αἰώνα παν­τα­χοῦ πα­ρόν­τα. Ἀ­ποτε­λεῖ καρ­πό συ­ζη­τή­σε­ων μέ φί­λους-συμ­φοι­τη­τές (Overbeck, Ρόν­τε, Romundt), τό χει­μῶ­να 1868-9, λί­γο πρίν τήν ἀ­να­χώ­ρη­σή του γιά τή Βα­σι­λεί­α, ὅταν τούς ἐμ­πι­στευ­ό­ταν τίς πρῶ­τες ὑ­πο­ψί­ες του πά­νω σέ ζη­τή­μα­τα Τέ­χνης, Μου­σι­κῆς καί, φυ­σι­κά, τῆς Τρα­γω­δί­ας.± ±

Δέν πρό­κει­ται γιά «αὐ­στη­ρά» φ ι ­λ ο ­λ ο ­γ ι ­κ ή πραγ­μα­τεί­α. Φα­νε­ρό πώς, προ­τοῦ συμ­πλη­ρώ­σει χρό­νο ὡς τα­κτι­κός κα­θη­γη­τής, κά­τι εἶ­χε ἀλλά­ξει μέ­σα του ὁ­ρι­στι­κά. Δέν μπο­ροῦ­σε ν’ ἀρ­κε­στεῖ στή «μέ­θο­δο». Πό­τε-πό­τε ἄ­φη­νε τήν πε­πα­τη­μέ­νη - γιά νά π λ α ­τ ύ ­ν ε ι ἡ ὀ­πτι­κή. Αὐτό οὐ­σι­α­στι­κά λέ­ει στήν πρώ­τη-πρώ­τη ἀ­ρά­δα τῆς Γέν­νη­σης τῆς Τρα­γω­δί­ας.± Κά­τι τέ­τοιο δέν σή­μαι­νε ἀ­πόρ­ρι­ψή της «με­θό­δου». Οἱ κα­θα­ρά φι­λο­λο­γι­κές του ἐρ­γα­σί­ες στόν Δι­ο­γέ­νη Λα­έρ­τι­ο, τόν Θέ­ο­γνι, τόν Σι­μω­νί­δη κ.λ., τό ἀ­πο­δεικνύ­ουν πε­ρί­τρα­να. Ὡ­στό­σο, οἱ φι­λό­λο­γοι, ἐ­λα­φρᾷ τῇ καρδίᾳ, ἔ­μει­ναν στόν «τύ­πο», προ­σπερ­νῶν­τας τό πρω­τό­λει­ό του, μή δι­α­κρί­νον­τας μέ­σα του καμ­μί­α «οὐσία». Ὁ Οὐ­λε­ρί­χος Βι­λα­μό­βιτς* δέν εἶ­δε πα­ρά τόν προ­φή­τη μί­ας «ἄ­θρη­σκης θρη­σκεί­ας» (!) καί μί­ας «ἀ-φι­λο­σο­φι­κῆς φι­λο­σο­φί­ας» (!),± πού ἔ­πρε­πε τό γρη­γο­ρώ­τε­ρο νά κα­τέ­βει ἀπ’ τήν ἕ­δρα.± ±

Ἀ­σχέ­τως τῶν ὅ­ποι­ων ἀ­το­πη­μά­των του, ὁ Νί­τσε θἄ­πρεπε νά γνω­ρί­ζει ὅτι οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι συ­νά­δελ­φοί του — ἀ­κόμα καί οἱ πι­ό προι­κι­σμέ­νοι— δέν μπο­ροῦν νά στο­χα­στοῦν πα­ρά μό­νο γιά τά τῆς με­θο­δο­λο­γί­ας τους. Ἀ­να­πό­φευ­κτα ὁ νοῦς τούς θἄ­πι­α­νε ἀ­μέ­σως τό «μή ἐ­παρ­κῶς τεκ­μη­ρι­ω­μέ­νο» —τήν πα­ρέκ­κλι­ση!— καί θά σή­μαι­νε συ­να­γερ­μό!

— «Μά... εἶ­ναι ἱ­στο­ρι­κά ἀ­να­κρι­βής ἐ­δῶ!», μοῦ εἶ­πε (ἐν ἔ­τει 2018!) φί­λος ἱ­στο­ρι­κός γιά τό ἐν λό­γῳ δο­κί­μι­ο, θορυ­βη­μέ­νος (ἡ κρυ­φο­χα­ρού­με­νος;) Καί ποῦ ἦ­ταν ἡ ἀ­να­κρί­βει­α; «Ὁ Δι­ό­νυ­σος δέν ἦρ­θε ἐξ Ἀ­σί­ας! Ἔ­χει βρε­θεῖ πιά σχε­τι­κή ἐ­πι­γρα­φή Γραμ­μι­κῆς Β’! Ὅ­λη ἡ σύλ­λη­ψή του κα­ταρ­ρέ­ει καί μό­νο ἀπ’ αὐτό!» Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό, ὅτι ὁ Βιλα­μό­βιτς ὄ­χι μό­νο ἀμ­φι­σβή­τη­σε τήν ἐ­πι­στη­μο­νι­κή ἐ­πάρκει­α τοῦ Νί­τσε, ἀλλά καί τόν ἀ­πο­κά­λε­σε «ἐ­χθρό της Ἀ­λή­θει­ας».* (Νἆ­ταν σύμ­πτω­ση πού, μῆ­νες με­τά± τό λί­βελ­λο τοῦ Οὐ­λε­ρί­χου, γρά­φει Τό πά­θος γιά τήν Ἀ­λή­θει­α;)

Ὁ Φρίν­τριχ δέν ἀ­πο­γο­η­τεύ­τη­κε ἐ­πει­δή μπῆ­κε τ’ ὄ­νομά του στή μαύ­ρη λί­στα (παίρ­νον­τας στό λαι­μό του, μά­λι­στα, καί τόν κα­λό του φί­λο Ρόν­τε, ὁ ὁ­ποῖος ἀ­ναγ­κά­στη­κε νά τόν ὑ­πε­ρα­σπι­στεῖ ἀ­πέ­ναν­τι στόν Βι­λα­μό­βιτς), ἀλλ’ ἐ­πει­δή ἀ­πο­δεί­χτη­κε ἀ­δύ­να­τη ἡ πρόσ­λη­ψη τοῦ προ­βλή­μα­τος πού ἔ­θε­σε. Πί­στε­ψε ὅτι ἡ λο­γι­ω­σύ­νη μπο­ροῦ­σε πράγ­μα­τι νά κά­νει τήν ὑ­πέρ­βα­ση: νά προ­σπε­λά­σει ζη­τή­μα­τα ζω­ῆς. Νά μή μέ­νει στήν πα­ρα­βο­λή κει­μέ­νων, στήν εἰ­κο­το­λο­γί­α ἤ στήν πα­ρά­θε­ση πη­γῶν καί στόν «αὐ­στη­ρά φι­λο­λο­γι­κό ὑ­πομνη­μα­τι­σμό». Νά φεύ­γει πό­τε-πό­τε ἀπ’ τήν κλει­σού­ρα τοῦ γρα­φεί­ου της καί τό κυνήγι «σφαλ­μά­των», καί νά βγαί­νει ἔ­ξω, στόν ζω­ο­γό­νο ἀ­έ­ρα τῶν Μύ­θων νά σκέ­φτε­ται πρωτο­γε­νῶς —πέ­ρα ἀ­πό «αὐ­θεν­τί­ες», «πη­γές» καί «βι­βλι­ο­γρα­φι­κές ἀ­να­φο­ρές»—, νά ἐν­τρυ­φεῖ στήν πρώ­τη ὕ­λη τῶν ἀνθρώ­πι­νων βι­ω­μά­των, ἀ­πο­θέ­τον­τας τόν στεῖ­ρο ἐν­νοι­ο­λο­γικό φόρ­το. (Ὄ­χι ὅτι ὁ ἴ­διος τόν εἶ­χε ἀ­πο­θέ­σει ἐ­παρ­κῶς, τά χρό­νι­α ἐκεῖ­να...)

Ἀ­σφα­λῶς, ὁ φι­λό­λο­γος-ἱ­στο­ρι­κός θά ἐ­λέγ­ξει, θά ἐξακρι­βώ­σει, θά τεκ­μη­ρι­ώ­σει βά­σει τῆς Με­θό­δου. «Ἡ Μέ­θο­δος εἶ­ναι τό πο­λυ­τι­μό­τε­ρο εὕ­ρη­μα» - ἡ σο­βα­ρό­τη­τα κ’ ἡ ἐν­τι­μό­τη­τα ἀ­πέ­ναν­τι στή Γνώ­ση.* Δέν ὀ­φεί­λει ὅμως ἄ­ρα­γε καί ν’ ἀ­να­δεί­ξει —ἤ ἁ­πλῶς νά δε­χτεῖ— τή δι­α­φο­ρε­τι­κή ὀ­πτι­κή,± τό ἐ­λεύ­θε­ρο, δη­μι­ουρ­γι­κό βλέμ­μα ὅπου τό βρεῖ; Κι ἄν τό κα­τα­δι­κά­σει ἤ —ἀ­κό­μα χει­ρό­τε­ρα— ἀ­δι­α­φο­ρή­σει, τό­τε δέν πρό­κει­ται ἄ­ρα­γε γιά βα­ρι­ά μορ­φή μη­δε­νι­σμοῦ ἀ­ξιῶν; Τό­τε ποιά «σο­βα­ρό­τη­τα» κ’ «ἐν­τι­μό­τη­τα» ἀ­πέ­ναν­τι στή Γνώ­ση, ποιά «αἴ­σθη­ση τοῦ πραγ­μα­τι­κοῦ»! ±± Δυ­στυ­χῶς, ὁ ση­με­ρι­νός θε­ω­ρη­τι­κός —θά γρά­ψει στή Γέν­νη­ση τῆς Τρα­γω­δί­α­ς— ὄ­χι μό­νο στε­ρεῖ­ται ὑ­γι­οῦς ἐν­θου­σι­α­σμοῦ, πα­ρά εἶ­ναι κα­τά βά­θος ἕνας βι­βλι­ο­θη­κά­ρι­ος καί δι­ορ­θω­τής, πού χα­λά­ει τά μά­τια του καμ­που­ρι­α­σμέ­νος πά­νω ἀ­πό σκο­νι­σμέ­να βι­βλί­α, κυ­νη­γῶν­τας τυ­πο­γρα­φι­κά λά­θη. Ἕ­να χρό­νο με­τά, ἔ­χον­τας νω­πή τήν ἐμ­πει­ρί­α τῆς ἀ­πόρ­ρι­ψης καί τῆς πα­γε­ρῆς ἀ­δι­α­φο­ρί­ας ἀ­πό συ­να­δέλ­φους (σέ λί­γο καί ἀ­πό τόν Βάγ­κνερ, γι’ ἄλ­λους λό­γους), θά πεῖ:

Ἐκεῖ πού σή­με­ρα μυ­ρί­ζε­ται κα­νείς τήν ἀ­δυ­να­μί­α ἑνός ἔρ­γου Τέ­χνης, τό­τε [στήν Ἀρ­χαι­ό­τη­τα] ἀ­να­ζη­τοῦ­σε τήν πη­γή τῆς με­γα­λύ­τε­ρης δύ­να­μής του!$

* * *

1

Οἱ Ἕλ­λη­νες, πού μέ τούς θε­ούς τους λέ­γουν καί συ­νά­μα κρύ­πτουν τίς μυ­στι­κές δι­δα­χές* τῆς κο­σμο­θέ­α­σής τους, ἔ­χουν γιά πη­γές τῆς Τέ­χνης τους δύ­ο θε­ό­τη­τες, τόν Ἀ­πόλ­λω­να καί τό Δι­ό­νυ­σο. Στήν Τέ­χνη, τά ὀ­νό­μα­τα αὐτά ἐκ­προ­σω­ποῦν δύ­ο ἀν­τι­δι­α­με­τρι­κά ὕ­φη, τά ὁ­ποῖα, μο­λο­νό­τι σχε­δόν πάν­τα ἀλ­λη­λο­συγ­κρού­ον­ταν, ὡ­στό­σο συμ­πο­ρεύ­ον­ταν κι­ό­λας, καί μό­νον μί­α φο­ρά, τόν και­ρό πού ἄν­θι­ζε ἡ ἀρ­χαι­ο­ελ­λη­νι­κή «Βού­λη­ση», ἐμ­φα­νί­στη­καν συν­ται­ρι­α­σμέ­να στήν ἀτ­τι­κή Τρα­γω­δί­α.

Σέ δύ­ο κα­τα­στά­σεις ὁ ἄν­θρω­πος ἀγ­γί­ζει τήν ἀ­πό­λαυ­ση τοῦ ὑ­πάρ­χειν: στ’ ὄ ­ν ε ι ­ρ ο καί στη μ έ ­θ η. Ἡ ὡ­ραί­α λάμ­ψη τοῦ φαί­νε­σθαι[1] στόν κό­σμο τῶν ὀ­νεί­ρων, ἐκεῖ πού κά­θε ἄν­θρω­πος εἶ­ναι ἀ­πό­λυ­τος καλ­λι­τέ­χνης, συνι­στᾶ τή μή­τρα τῶν εἰ­κα­στι­κῶν Τε­χνῶν,[2] κα­θώς κ’ ἑ­νός ση­μαν­τι­κοῦ μέ­ρους τῆς ποί­η­σης, ὅπως θά δοῦ­με πα­ρα­κά­τω. Στ’ ὄ­νει­ρο ἀ­πο­λαμ­βά­νου­με τήν μ ο ρ ­φ ή, κα­τα­νοῶν­τας την ἄ­με­σα - ὅλα τά σχή­μα­τα μᾶς μι­λοῦν δέν ὑ­πάρ­χει τί­πο­τα τό ἀ­δι­ά­φο­ρο, τί­πο­τα τό πε­ριτ­τό. Φτά­νοντας στό ἀ­πό­γει­ο αὐτῆς τῆς κα­τά­στα­σης, μᾶς συ­νο­δεύ­ει ἡ δι­α­λάμ­που­σα αἴ­σθη­ση τοῦ φ α ι ­ν ο ­μ ε ­ν ι ­κ ο ῦ. Μό­λις σβή­σει ἡ αἴ­σθη­ση αὐτή, ἀρ­χί­ζουν τά πα­θο­λο­γι­κά συμ­πτώ­μα­τα· τό­τε τ’ ὄ­νει­ρο δέν ἀ­να­ζω­ο­γο­νεῖ πιά, καί παύ­ει ἡ φύ­σει εὐ­ερ­γε­τι­κή του ἐ­πί­δρα­ση. Πέρ’ ἀπ’ τό ὁ­ρι­ο τοῦ­το δέν ὑ­πάρ­χουν μό­νον εὐ­χά­ρι­στες κ’ οἰ­κεῖ­ες ὄ­ψεις τίς ὁ­ποῖες ἀ­να­γνω­ρί­ζου­με ἄ­με­σα· ἡ ἴ­δια χα­ρά συ­νο­δεύ­ει τή θέ­α­ση τοῦ Σο­βα­ροῦ, τοῦ Λυ­πη­ροῦ, τοῦ Με­λαγ­χο­λι­κοῦ, τοῦ Ζο­φε­ροῦ - μό­νο πού κ’ ἐ­δῶ, τό πέ­πλο τοῦ φαί­νε­σθαι πρέ­πει ν’ ἀ ν ε μ ί ζ ε ι,.. νά μήν κα­λύ­πτει ὁ­λό­τε­λα τίς θε­με­λι­ώ­δεις μορ­φές τοῦ Πραγ­μα­τι­κοῦ. Ἄν λοι­πόν τ’ ὄ­νει­ρο εἶ­ναι τό παι­γνί­δι τοῦ κά­θε ἀνθρώπου μέ τό Πραγ­μα­τι­κό, ἡ Τέ­χνη τοῦ γλύ­πτη[3] (ὑ­πό τήν εὐ­ρεῖ­α ἔν­νοι­α τοῦ ὅρου) εἶ­ναι τό π α ι ­γ ν ί ­δ ι μ έ τ’ ὄ ­ν ε ι ­ρ ο. Τό ἄ­γαλ­μα, ὡς συμ­πα­γής ὄγκος μαρ­μά­ρου εἶ­ναι κά­τι ὅλως πραγ­μα­τι­κό, ὅμως τό «πραγ­μα­τι­κό» τοῦ ἀ­γάλ­μα­τος ὡς μορ­φή ὀ­νεί­ρου εἶ­ναι τό ζων­τα­νό πρό­σω­πο τοῦ θε­οῦ. Ὅ­σο τό ἄ­γαλ­μα μέ­νει με­τέ­ω­ρο σάν φά­σμα στά μά­τια τοῦ γλύ­πτη, ἐκεῖ­νος παί­ζει ἀ­κό­μη μέ τό πραγ­μα­τι­κό· ὅταν «με­τα­φρά­ζει» τήν πα­ρά­στα­ση αὐτή σέ μάρ­μα­ρο, παί­ζει μέ τ’ ὄ­νει­ρο.

Ὑ­πό ποιάν ἔν­νοι­α ὁ Ἀ ­π ό λ ­λ ω ν ἔ­γι­νε θ­εός τῆς Τ έ χ ν η ς; Στό βαθ­μό πού εἶν’ ὁ θε­ός τῶν ὀ­νει­ρι­κῶν πα­ρα­στά­σε­ων. Εἶν’ ὁ «Φεγ­γο­βό­λος»·[4] στή βα­θύ­τε­ρη ρί­ζα του, θε­ός τοῦ ἥ­λι­ου καί τοῦ φω­τός, ὁ θε­ός πού φα­νε­ρώ­νε­ται μές στό θάμ­πος. Τό στοι­χεῖ­ο του εἶν’ ἡ «ὡ­ραι­ό­τη­τα»: αἰ­ώ­νι­α νιό­τη τόν συ­νο­δεύ­ει. Κρύ­βε­ται ὅμως καί στήν ὡ­ραί­α λάμ­ψη πού ἐκ­πέμ­πουν τά ὄ­νει­ρα: ἡ ἀ­νώ­τε­ρη ἀ­λή­θει­α κ’ ἡ πλη­ρό­τη­τα αὐ­τῶν τῶν κα­τα­στά­σε­ων, σέ ἀν­τί­θε­ση μέ τή μο­νά­χα σπα­σμα­τι­κά κα­τα­νο­η­τή κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα, τόν ὑ­ψώ­νουν σέ θε­ό μάν­τη, ὅσο καί καλ­λι­τέ­χνη. Ὁ θε­ός πού ἑ­δρεύ­ει στήν ὡ­ραί­α λάμ­ψη τοῦ φαί­νε­σθαι[5] εἶ­ναι, λοι­πόν, κατ’ ἀ­νάγ­κην, καί θε­ός τῆς ἀ­λη­θι­νῆς Γνώσης. Μά καί τό λε­πτό ἐ­κεῖ­νο ὅριο πού δέν πρέ­πει νά ὑ­περ­βεῖ τ’ ὄνει­ρο, τό ὅριο πέ­ρα ἀπ’ τ’ ὁ­ποῖο τά φαι­νό­με­να δέν ἀ­πα­τοῦν ἁ­πλῶς, πα­ρά συ­νι­στοῦν κι ἀ­θέ­μι­το δό­λο —ἐ­πε­νερ­γῶν­τας νο­ση­ρά—, ἀ­νή­κει κι αὐτό στήν ἁρ­μο­δι­ό­τη­τα τοῦ Ἀ­πόλ­λω­να: τό μέ­τρο, ἡ ἐ­λευ­θε­ρί­α ἀπ’ τ’ ἄ­γρι­α συ­ναι­σθή­μα­τα, ἡ σο­φί­α κ’ ἡ γα­λή­νη τοῦ θε­οῦ γλύ­πτη. Ὁ ὀ­φθαλ­μός του γα­λή­νι­ος, «ἡ­λι­ο­ει­δής»-[6] ἀ­κό­μα κι ὅταν εἶν’ ὀρ­γι­σμέ­νος[7] ἤ δύ­σθυ­μος, κα­θα­γιά­ζει τήν ὡ­ραί­α λάμ­ψη τοῦ φαί­νε­σθαι.

Ἀν­τί­θε­τα, ἡ δι­ο­νυ­σι­α­κή Τέ­χνη βα­σί­ζε­ται στό παι­γνί­δι μέ τή μέ­θη, μέ τήν πα­ρά­φο­ρη ἔκ­στα­ση. Δύ­ο δυ­νά­μεις κα­τε­ξο­χήν ἀ­νυ­ψώ­νουν τόν ἀ­φε­λῆ ἄν­θρω­πο* τῆς Φύ­σης στήν αὐ­το­λη­σμο­σύ­νη τῆς μέ­θης: ἡ ὁρ­μή τῆς ἀ­νοίξε­ως καί τό ναρ­κω­τι­κό πο­τό. Σύμ­βο­λό τους: ὁ Δι­ό­νυ­σος. Ἡ Ἄρ­χή της ἀ­το­μι­κό­τη­τας± δι­α­σπᾶ­ται στίς δύ­ο αὐ­τές συν­θῆ­κες· τό ὑ­πο­κει­με­νι­κό σβή­νει μπρός στήν ὁρ­μή τοῦ πα­ναν­θρώ­πι­νου, τοῦ κα­θαυ­τό φυ­σι­κοῦ. Οἱ δι­ο­νυ­σι­α­κές γιο­ρτές δέν σφρα­γί­ζουν μό­νο τή συ­να­δέλ­φω­ση ἀν­θρώ­που μέ ἄν­θρω­πο,[8] πα­ρά συμ­φι­λι­ώ­νουν καί τόν ἄν­θρω­πο μέ τή Φύ­ση. Ἡ γῆ προ­σφέ­ρει τά δῶ­ρα της, καί τά πι­ό ἄ­γρι­α θη­ρί­α πλη­σι­ά­ζουν εἰ­ρη­νι­κά: πάν­θη­ρες καί τί­γρεις σέρ­νουν τό ἀν­θο­στό­λι­στο ἅρ­μα τοῦ Δι­ο­νύ­σου.[9] Κα­ταρ­γοῦν­ται ὅλες οἱ κά­στε­ς26 πού ἑ­δραί­ω­σαν οἱ ἀ­νάγ­κες κ’ οἱ αὐ­θαι­ρε­σί­ες τῶν ἀνθρώπων: ὁ δοῦ­λος εἶν’ ἐ­λεύ­θε­ρος, ὁ ἀ­ρι­στο­κρά­της κι ὁ τα­πει­νῆς κα­τα­γω­γῆς γί­νον­ται ἕ ν α σῶ­μα στά βακ­χι­κά χο­ρι­κά. Μέ ὁ­λο­έ­να με­γα­λύ­τε­ρους θι­ά­σους, στρο­βι­λί­ζε­ται ἀ­πό τό­πο σέ τό­πο τό εὐ­αγ­γέ­λι­ο τῆς «παγ­κό­σμι­ας ἁρ­μο­νί­ας»: τρα­γου­δῶν­τας καί χο­ρεύ­ον­τας ὁ ἄν­θρω­πος ἀ­να­δει­κνύ­ε­ται μέ­λος μι­ᾶς ἀ­νώ­τε­ρης, ἰδα­νι­κώ­τε­ρης κοι­νό­τη­τας·[10] ξέ­χα­σε πιά πῶς νά περ­πα­τᾶ, νά μι­λά­ει. Ἀ­κό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο: νιώ­θει ὑ­πό τήν ἐ­πή­ρει­α κά­ποιας μα­γι­κῆς δύ­να­μης - ἔ­χει πραγ­μα­τι­κά με­τα­μορ­φω­θεῖ! Τά ζῶ­α ἀ­πο­κτοῦν μι­λιά, ἡ γῆ προ­σφέ­ρει μέ­λι καί γά­λα,[11] κι αὐτός νιώ­θει νά ἡ­χεῖ μέ­σα του κά­τι ὑ­περ­φυ­σι­κό. Νιώ­θει θε­ός·[12] ὅ,τι ζοῦ­σε μο­νά­χα στή φαν­τα­σί­α του τώ­ρα κατα­κλύ­ζει ὅλο τοῦ τό εἶ­ναι! Τί τόν νοιά­ζουν οἱ εἰ­κό­νες καί τ’ ἀ­γάλ­μα­τα; Ὁ ἄν­θρω­πος δέν εἶ­ναι πιά καλ­λι­τέ­χνης - ἔ­γι­νε ὁ ἴ­διος ἔρ­γο Τέ­χνης· κι­νεῖ­ται ἐκ­στα­τι­κός, ἐ­ξυ­ψω­μέ­νος κα­θαυ­τό, σάν τούς θε­ούς ποὔ­βλε­πε στά ὄ­νει­ρά του. Ἐ­δῶ ἀ­πο­κα­λύ­πτε­ται ἡ καλ­λι­τε­χνι­κή ἰ­σχύς, ὄ­χι πλέ­ον τοῦ ὅ­ποι­ου ἀν­θρώ­που, πα­ρά τῆς Φύ­σης ὁ­λά­κε­ρης. Ἐ­δῶ πλά­θε­ται καί λα­ξεύ­ε­ται ἕνας εὐ­γε­νέ­στε­ρος ἄρ­γι­λος, ἕνα πο­λυ­τι­μό­τε­ρο μάρ­μα­ρο - ὁ ἄν­θρω­πος! Αὐτός ὁ πλα­σμέ­νος ἀπ’ τόν καλ­λι­τέ­χνη Δι­ό­νυ­σο ἄν­θρω­πος εἶ­ναι γιά τή Φύ­ση ὅ,τι τό ἄ­γαλ­μα γιά τόν ἀ­πολ­λώ­νι­ο γλύ­πτη.

Ἄν ἡ μέ­θη εἶ­ναι τό παι­γνί­δι τῆς Φύ­σης μέ τόν ἄν­θρω­πο, ἡ δη­μι­ουρ­γί­α τοῦ δι­ο­νυ­σι­α­κοῦ καλ­λι­τέ­χνη εἶ­ναι τό παι­γνί­δι μέ τή μέ­θη. Ἄν δέν ἔ­χει βι­ώ­σει κα­νείς προ­σω­πι­κά αὐτή τήν κα­τά­στα­ση, μό­νο μέ μι­ά πα­ρο­μοί­ω­ση μπο­ρεῖ νά τήν κα­τα­λά­βει: εἶ­ναι σά νά ὀ­νει­ρεύ­ε­σαι καί ταυ­τό­χρο­να νά νιώ­θεις ὅτι πρό­κει­ται γιά ὄ­νει­ρο. Ὅ­μοι­α κι ὁ θε­ρά­πων τοῦ Δι­ο­νύ­σου: με­θυ­σμέ­νος μέν, ἀλλά συγ­χρό­νως κρυ­φός πα­ρα­τη­ρη­τής τοῦ ἑ­αυ­τοῦ του. Για­τί ἡ δι­ο­νυ­σι­α­κή καλ­λι­τε­χνί­α δέν ἐκ­δη­λώ­νε­ται στήν ἐναλ­λα­γή φρό­νη­σης καί μέ­θης, πα­ρά στή συ­νύ­παρ­ξή τους.

Αὐτή ἡ συ­νύ­παρ­ξη χα­ρα­κτη­ρί­ζει τό ἀ­πο­κο­ρύ­φω­μα τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ: ἀρ­χι­κά, μο­νά­χα ὁ Ἀ­πόλ­λων ἦ­ταν ὁ Ἕλ­λη­νας θε­ός τῆς Τέ­χνης, κ’ ἡ δι­κή του ἡ δύ­να­μη συγ­κρά­τη­σε τόν ἐξ Ἀ­σί­ας ἐ­φορ­μῶν­τα Δι­ό­νυ­σο, μ’ ἀ­πο­τέ­λε­σμα νά γεν­νη­θεῖ ἀ­νά­με­σά τους ἡ ὀ­μορ­φό­τε­ρη ἀ­δερ­φι­κή σχέ­ση. Ἰ­δού λοι­πόν ὁ ἄ­κρα­τος ἰ­δε­α­λι­σμός τοῦ ἀρ­χαι­ο­ελ­λη­νι­κοῦ Κό­σμου: ἀ­πό μι­άν ἀ­σι­α­τι­κή λα­τρεί­α τῆς Φύ­σης, πού σή­μαι­νε τήν ἀ­πο­χα­λί­νω­ση κα­τώ­τε­ρων ὁρ­μῶν, τή γε­νί­κευ­ση ἀ­κο­λα­σί­ας καί κτη­νώ­δους ζω­ῆς, κα­ταρ­γῶν­τας, γιά κάμ­πο­σες μέ­ρες, κά­θε κοι­νω­νι­κό θε­σμό, γεν­νή­θη­κε μι­ά γιο­ρτή κα­θο­λι­κῆς λύ­τρω­σης, μι­ά ἡ­μέ­ρα ἐ­κτυ­φλω­τι­κῆς λαμ­πρό­τη­τας καί με­τα­μόρ­φω­σης τοῦ παν­τός! Οἱ Ἕλ­λη­νες μᾶς φα­νέ­ρω­σαν ὅλες τίς ἀ­νώ­τε­ρες ἐ­νορ­μή­σεις τους ὑ­ψώ­νον­τας ἀ­κρι­βῶς σέ ἰ­δε­ῶ­δες τό ὄργι­ο...[13]

Ἐν­τού­τοις, ὁ ἑλ­λη­νι­κός Κό­σμος οὐ­δέ­πο­τε βρέ­θη­κε σέ με­γα­λύ­τε­ρο κίν­δυ­νο ὅσο κα­τά τή θυ­ελ­λώ­δη ἄ­φι­ξη­[14] τοῦ νέ­ου θε­οῦ - ἀλλ’ οὐ­δέ­πο­τε λού­στη­κε ἀπ’ ὡ­ραι­ό­τε­ρο φῶς ἡ σο­φί­α τοῦ δελ­φι­κοῦ Ἄ­να­κτα! Ἀν­τι­στε­κό­με­νος στήν ἀρ­χή, τύ­λι­ξε τόν πα­νί­σχυ­ρο Δι­ό­νυ­σο μέ τόν λε­πτό­τε­ρο ἱ­στό καί, προ­τοῦ κα­λά-κα­λά νά πά­ρει ἐ­τοῦ­τος εἴ­δη­ση, τόν εἶ­χε σχε­δόν αἰχ­μα­λω­τί­σει. Οἱ ἱ­ε­ρεῖς τοῦ δελ­φι­κοῦ μαν­τεί­ου δι­έ­βλε­ψαν πό­σο βα­θι­ά κι ἀ­να­μορ­φω­τι­κά θά ἐ­πι­δροῦ­σε τού­τη ἡ λα­τρεί­α στίς διά­φο­ρες κοι­νω­νι­κές δι­ερ­γα­σί­ες καί τήν προ­ώ­θη­σαν ἀ­νά­λο­γα μέ τίς πο­λι­τι­κο­θρη­σκευ­τι­κές τους ἐ­πι­δι­ώ­ξεις· ὁ ἀ­πολ­λώ­νι­ος καλ­λι­τέ­χνης, μέ λο­γι­σμό καί μέ­τρο, μυ­ή­θη­κε στήν ἐ­πα­να­στα­τι­κή τέ­χνη τῶν βακ­χι­κῶν τε­λε­τουρ­γι­ῶν τέ­λος, Ἀ­πόλ­λων καί Δι­ό­νυ­σος μοι­ρά­στη­καν τή δελ­φι­κή λα­τρεί­α στίς ἐ­τή­σι­ες γιο­ρτές. Τό­τε, ἀ­κριβῶς, βγῆ­καν κ’ οἱ δύ­ο θε­οί νι­κη­τές ἀπ’ τόν ἀγῶνα: μι­ά συμ­φι­λί­ω­ση[15] στό πε­δί­ο τῆς μά­χης. Ἄν θέ­λει κα­νείς ξε­κά­θα­ρα νά δεῖ πῶς κα­τά­φε­ρε τό ἀ­πολ­λώ­νι­ο στοι­χεῖ­ο νά δα­μά­σει τήν ἐ­ξω-λο­γι­κή ὑ­περ­φυ­σι­κό­τη­τα τοῦ Δι­ο­νύ­σου, ἄς θυ­μη­θεῖ ὅτι στήν ἀρ­χαι­ό­τε­ρη μου­σι­κή τό μέ­λος τό δι­θυραμ­βικόν ἦ­ταν τό ἡ­συ­χα­στι­κόν* [πρᾶγ­μα πού ἀ­πο­δει­κνύ­ει ὅτι ὅσο ἀ­πεῖ­χε ὁ δι­ο­νυ­σι­α­κός δι­θύ­ραμ­βος ἀπ’ τό ἀρ­χέ­τυ­πό του —τόν ὕ­μνο στή χα­ρά πού ἔ­ψαλ­λε τό δι­ο­νυ­σι­α­κό πλῆ­θο­ς—, τό­σο ἀ­κρι­βῶς ἀ­πεῖ­χαν κ’ οἱ πρῶ­τες ἀ­δέ­ξι­ες ἀρ­χαι­ο­ελ­λη­νι­κές ἀ­πει­κό­νι­σεις τῶν αἰ­γυ­πτι­α­κῶν θε­ο­τή­των ἀπ’ τόν κό­σμο τῶν Ὀ­λύμ­πι­ων θε­ῶν, ἔ­τσι ὅπως ἐ­τοῦ­τοι ἐ μ ­φ α ­ν ί ­ζ ο ν ­τ α ι ἀ ­ν ά ­γ λ υ ­φ ο ι­[16] στό ὁ­μη­ρι­κό ἔ­πος].±

Ὅ­σο, λοι­πόν, ὁ Ἀ­πόλ­λων δι­α­πό­τι­ζε τήν Τέ­χνη, τό­σο πι­ό ἐ­λεύ­θε­ρα ἀ­να­πτυσ­σό­ταν ὁ ὁ­μο­γά­λα­κτος θε­ός του, ὁ Δι­ό­νυ­σος: τήν ἐ­πο­χή τοῦ Φει­δί­α, ὁ πρῶ­τος προ­σπέ­λα­ζε τό κάλ­λος μέ μί­αν ἐν­τε­λῆ, τρόποντινά στα­τι­κή θέ­α­ση, ἐνῶ ὁ ἄλ­λος, μές στήν Τραγωδία, ἑρ­μή­νευ­ε τά αἰ­νίγ­μα­τα καί τά φο­βε­ρά τοῦ Κό­σμου, φθεγ­γό­με­νος μέ­σῳ τρα­γι­κοῦ μέ­λους τήν ἐ­σώ­τα­τη τῆς Φύ­σε­ως σκέ­ψη, τήν ὑ­φαν­τι­κή της Βού­λη­σης μέ­σα καί πά­νω ἀπ’ ὅλα τά φαι­νό­με­να.[17]

Ἄν ὑ­πο­θέ­σου­με ὅτ’ ἡ μου­σι­κή εἶν’ ἐ­πί­σης Τέ­χνη τοῦ θε­οῦ Ἀ­πόλ­λω­να, τοῦτο ἰ­σχύ­ει, εἰ­δι­κώ­τε­ρα, μο­νά­χα γιά τό ρυθ­μό, ποὔ­χει καί τήν π λ α ­σ τ ι ­κ ή δ ύ ­ν α ­μ η ν’ ἀ­να­πα­ρι­στᾶ ἀ­πολ­λώ­νι­ες κα­τα­στά­σεις: ἡ μου­σι­κή τοῦ Ἀ­πόλ­λω­να εἶ­ναι μί­α ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κή ἤχω­ν[18] - καί δή ἀ­πο­κλει­στι­κά τό­νων ὑ ­π α ι ­ν ι ­κ τ ι­ κ ῶ ν,[19] σάν τούς ἤ­χους τῆς κι­θά­ρας.[20] Ὁ θε­ός τῆς μου­σι­κῆς προ­σε­κτι­κά κρα­τά­ει σέ σύμ­με­τρη ἀ­πό­στα­ση τό κα­θο­ρι­στι­κό ἀ­κρι­βῶς στοι­χεῖ­ο τῆς δι­ο­νυ­σι­α­κῆς μου­σι­κῆς[21] —ὅλης τῆς μου­σι­κῆ­ς—, τό τράν­ταγ­μα τοῦ ἤ­χου[22] καί τόν ἀ­σύγ­κρι­το κό­σμο τῆς ἁρ­μο­νί­ας. Οἱ ἀρ­χαῖ­οι Ἕλ­λη­νες εἶ­χαν λε­πτό­τα­τη αἴ­σθη­ση τῆς ἁρ­μο­νί­ας, κα­θό­σο μπο­ροῦ­με νά συ­να­γά­γου­με ἀπ’ τήν αὐ­στη­ρή δι­ά­κρι­ση τ ῶ ν τ ό ­ν ω ν. Ὡ­στό­σο τό­τε δέν ὑ­πῆρ­χε ἀ­νάγ­κη νά τήν ἐ­πε­ξερ­γα­στοῦν τό­σο δι­ε­ξο­δι­κά γιά νά τήν ἀ­κοῦ­νε ξε­κά­θα­ρα, ὅπως στά νε­ώ­τε­ρα χρό­νι­α. Στό ξε­τύ­λιγ­μα τῆς ἁρ­μο­νί­ας, ἀ­κό­μη καί στή σύν­τμη­σή της, στή λε­γό­με­νη με­λω­δί­α, ἀ­πο­κα­λύ­πτε­ται ἄ ­μ ε ­σ α ἡ Βού­λη­ση, χω­ρίς με­σο­λά­βη­ση τοῦ φαί­νε­σθαι. Κά­θε ἄ­το­μο ἐ­πέχει ἐ­δῶ θέ­ση συμ­βό­λου, χρη­σι­μεύ­ει τρόποντινά ὡς με­μο­νω­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση ἑνός γε­νι­κοῦ κα­νό­να.

Ἀν­τί­στρο­φα ὁ δι­ο­νυ­σι­α­κός καλ­λι­τέ­χνης ἐκ­θέ­τει τήν ο ὐ σ ί α τῶν φαι­νο­μέ­νων, κα­θι­στῶν­τας τα ἄ­με­σα κα­τα­νο­η­τά: κυ­ρι­αρ­χῶν­τας πά­νω στήν ἄ­μορ­φη ἀ­κό­μη Βού­λη­ση, μπο­ρεῖ στό κά­θε πρό­σταγ­μα τῆς ἐμ­πνευ­σῆς του νά δη­μι­ουρ­γεῖ ἀ­πό κεῖ­νο τό χά­ος κό­σμο νέ­ο, ἀ­να­πλά­θον­τας μα­ζί, κ α ί τ ό ν π α ­λ α ι ­ό, τόν ἤδη γνω­στό ὡς Κό­σμο τῶν φαι­νο­μέ­νων.[23] Ὑ­πό αὐτήν τήν ἔν­νοι­α, ὁ δι­ο­νυ­σι­α­κός καλ­λι­τέ­χνης εἶ­ναι τρα­γι­κός μου­σι­κός.

Μές στή δι­ο­νυ­σι­α­κή μέ­θη καί τόν πα­ρά­φο­ρο ἐν­θου­σι­α­σμό πού δι­α­θέ­ει ὅλες τίς κλί­μα­κες τῆς ψυ­χῆς, εἴτ’ ἀ­πό δι­ε­γερ­τι­κές οὐσίες, εἴτ’ ἀπ’ τίς ὁρ­μές τῆς ἄ­νοι­ξης, ἐκ­δη­λώ­νε­ται ἡ ὕ­ψι­στη δύ­να­μη τῆς Φύ­σης: οἱ ἐ­πι­μέ­ρους ὀν­τό­τη­τες ἐ­πα­νε­νώ­νον­ται θαρ­ρών­τας πῶς εἶν’ ἕ ν α σῶ­μα, κ’ ἡ Ἀρ­χή τῆς ἀ­το­μι­κό­τη­τας μοιά­ζει, οὕ­τως εἰπεῖν, μέ μί­α κα­τά­στα­ση δι­αρ­κοῦς ἀ­δυ­να­μί­ας τῆς Βού­λη­σης. Ὅ­σο πι­ό ξε­πε­σμέ­νη ἡ Βού­λη­ση, τό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο δι­α­σπῶν­ται ὅλα πρός τό ἀ­το­μι­κώ­τερο·[24] ὅσο πι­ό ἐ­γω­ι­στι­κά αὐ­θαί­ρε­τη ἡ ἀ­νά­πτυ­ξη τοῦ ἀ­τό­μου, τό­σο πι­ό ἀ­δύ­να­μος κι ὁ ὀρ­γα­νι­σμός τόν ὁ­ποῖον ὑ­πη­ρε­τεῖ. Τό­τε, ἀπ’ τή θρυμ­μα­τι­σμέ­νη Βού­λη­ση ἀ­να­φύ­ε­ται ξάφ­νου μί­α αἰ­σθη­μα­τι­κή ρο­πή: σά ν’ ἀ­κού­γε­ται ὁ «στε­ναγ­μός τοῦ δη­μι­ουρ­γή­μα­τος» γιά τή χα­μέ­νη ἑ­νό­τη­τα·[25] μές στήν ὕ­ψι­στη ἡ­δο­νή ἀν­τηχεῖ ἡ κραυ­γή τοῦ τρό­μου, ὁ θρῆ­νος γιά μι­άν ἀ­πώ­λει­α ἀ­ναν­τι­κα­τά­στα­τη. Ἡ πλη­θω­ρι­κή Φύ­ση γιορ­τά­ζει τά Σα­τουρ­νά­λι­ά τη­ς[26] καί ταυ­τό­χρο­να κη­δεύ­ει τούς νε­κρούς της.[27] Ἀ­να­μι­κτα τά συ­ναι­σθή­μα­τα τῶν ἱ­ε­ρέ­ων! Ὁ πό­νος ξυ­πνᾶ τήν ἥ­δο­νή, ἡ ἀ­γαλ­λί­αση ξε­ρι­ζώ­νει τούς ἡ­χους τῆς ὀ­δύ­νης ἀπ’ τό στῆ­θος.[28] Ὁ λύ­σι­ος* θε­ός ἀ­πο­λύ­τρω­σε ὅλα τά ὄντα ἀπ’ τόν ἑ­αυ­τό τους καί τά με­τα­μόρ­φω­σε!

Πα­ρα­ταῦ­τα, τό τραγούδι κ’ ἡ Μι­μι­κή ἑνός πα­ρά­φο­ρου πλή­θους, ὅπου ἐκδη­λω­νό­ταν ἡ ἴδι­α ἡ Φύ­ση μέ φω­νή καί κί­νη­ση, ἦ­ταν ὅλως νέ­α κι ἀ­νή­κου­στα γιά τούς Ἔλλη­νες τῆς ὁ­μη­ρι­κῆς ἐποχῆς: Τούς ἔ­μοι­α­ζαν σάν κά­τι ἀ­νατο­λί­τι­κο,[29] τ’ ὁ­ποῖο ἔ­πρε­πε κατ’ ἀρχάς νά τι­θα­σεύ­σουν —καί τό κα­τά­φε­ραν, ὅπως ἐν­τέ­λει «χώ­νε­ψαν» καί τήν Ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κή τῶν αἰ­γυ­πτι­α­κῶν να­ῶ­ν— ἐν­τάσ­σον­τάς την στό δι­κό τους τρο­με­ρό ρυθ­μό καί τήν πλα­στουρ­γό τούς δύ­να­μη. Ὁ λα­ός τοῦ Ἀ­πόλ­λω­να ἔ­ρι­ξε τό πα­νί­σχυ­ρο Ἔν­στι­κτο στά δε­σμά τῆς Ὀ­μορ­φιᾶς: δά­μα­σε τά πι­ό ἐ­πι­κίν­δυ­να στοι­χεῖ­α τῆς Φύ­σης, τά πι­ό ἄ­γρι­α θη­ρί­α της, καί τἄ­ζε­ψε κά­τω ἀπ’ τόν ἴδι­ο ζυ­γό. Ὁ θαυ­μα­σμός μας γιά τόν πα­νί­σχυ­ρο ἰ­δε­α­λι­σμό τῶν Ἑλ­λή­νων κο­ρυ­φώ­νε­ται, ἄν συγ­κρί­νου­με τήν ἐκ­πνευ­μά­τω­ση[30] τῶν δι­ο­νυ­σι­α­κῶν τε­λε­τῶν μ’ ὅσα ξέ­ρου­με γι’ ἄλ­λους λα­ούς σέ πα­ρό­μοι­ες γιο­ρτές. Τέ­τοιες τε­λε­τές μαρ­τυ­ροῦν­ται ἀπ’ τά πα­νάρ­χαι­α χρό­νι­α - πι­ό γνω­στά τά Σά­και­α­[31] στή Βα­βυ­λῶ­να, ὅπου, κα­τά τή δι­άρ­κει­α πεν­θή­με­ρων ἑ­ορ­τῶν, ἔ­σπα­γε κά­θε πο­λι­τει­α­κός καί κοι­νω­νι­κός θε­σμός. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό τῆς πα­ρα­πά­νω λα­τρεί­ας: ἡ ἀ­χα­λί­νω­τη ἀ­κο­λα­σί­α, ἕνας γε­νι­κευ­μέ­νος ἑ­ται­ρι­σμός πού ἐκ­μη­δέ­νι­ζε κά­θε ἴχνος οἰ­κο­γε­νει­α­κοῦ δε­σμοῦ.

Στόν ἀν­τί­πο­δα: οἱ δι­ο­νυ­σι­α­κές τε­λε­τές, ὅπως μᾶς τίς σκι­α­γρα­φεῖ ὁ Εὐ­ρι­πί­δης στίς Βάκ­χες. Ἐκεῖ βγαί­νει μι­ά εἰ­κό­να μέ τήν ἴδια χά­ρη, τήν ἴδιαά μου­σι­κό­τη­τα καί μετα­μορ­φω­τι­κή μέ­θη πού ὁ Σκό­πας κι ὁ Πρα­ξι­τέ­λης σμίλε­ψαν σέ μάρ­μα­ρο. Ἕ­νας ἀγ­γε­λι­α­φό­ρος δι­η­γεῖ­ται­[32] πώς εἶ­χε ὁ­δη­γή­σει τά κο­πά­δια του στίς βου­νο­κορ­φές μές στό κά­μα τοῦ με­ση­με­ριοῦ: Ἦ­ταν ἡ κα­τάλ­λη­λη στιγ­μή καί τό κα­τάλ­λη­λο μέ­ρος γιά νά δεῖ τό ἀ­νί­δω­το... Ὁ Πᾶν τώ­ρα ἡ­συ­χά­ζει, ὁ οὐ­ρα­νός φόν­το με­γα­λό­πρε­πο μιᾶς ἐ­κτυ­φλω­τι­κῆς ὀ­μορ­φιᾶς, ἡ μέ­ρα πιά ἀν­θί­ζει.[33] Σ’ ἕνα ὀ­ρει­νό βο­σκο­τό­πι βλέ­πει θι­ά­σους τρεῖς γυ­ναι­κεί­ων χο­ρῶν ὅλες, ἀ­πο­κα­μω­μέ­νες, ἔ­χουν ξα­πλώ­σει σε­μνά, ἄλ­λες γερ­μέ­νες σέ κορ­μούς ἐ­λά­των, καί κοι­μοῦν­ται... Ξάφ­νου, ἡ μη­τέ­ρα τοῦ Πεν­θέ­α ξυ­πνᾶ· βγά­ζει μί­α χα­ρού­με­νη κραυ­γή, κι ὁ Ὕ­πνος τό βά­ζει στά πό­δια! Ἀ­μέ­σως, πη­δοῦν ὄρ­θι­ες ὅλες —ὑ­πό­δειγ­μα εὐ­κο­σμί­α­ς!—, νε­α­ρές κο­πέ­λες, μά κι ἄλ­λες γυ­ναῖ­κες, ἀ­φή­νουν ξέ­πλε­κα τά μαλ­λιά τους, τα­κτο­ποι­οῦν τά ἐ­λα­φί­σια τους το­μά­ρια, τούς κόμ­πους καί τίς λυ­μέ­νες στόν ὕ­πνο κορ­δέ­λες. Ζώ­νον­ται μέ φί­δια, π’ ὅλο ἐμ­πι­στο­σύ­νη τούς γλεῖ­φαν τά μά­γου­λα, ἄλ­λες παίρ­νουν στήν ἀγ­κα­λιά τους λυ­κό­που­λα καί ζαρ­κά­δια καί τά βυ­ζαί­νουν! Ὅ­λες φο­ροῦν στε­φά­νι­α ἀ­πό κισ­σό καί πε­ρι­κο­κλά­δες· μί­α χτυ­πᾶ ἕνα βρά­χο μέ τό θύρ­σο καί δρο­σε­ρό νε­ρό ἀ­να­βρύ­ζει· ἄλ­λη ἀγ­γί­ζει μέ τό θύρ­σο της τό χῶ­μα καί μι­ά βρύ­ση κρα­σιοῦ τι­νά­ζε­ται κα­τά πά­νω! Μέ­λι γλυ­κό ἔ­στα­ζε ἀπ’ τά κλω­νά­ρια, καί μό­λις ἄγ­γι­ζαν μέ τ’ ἀ­κρο­δά­κτυ­λα τή γῆ, γά­λα ἔρρε­ε κα­τά­λευ­κο σά χιό­νι! — Ἆ, μά τοῦ­τος εἶν’ ἕνας κό­σμος κα­τα­μα­γε­μέ­νος! - ἡ Φύ­ση γιορ­τά­ζει τή συμ­φι­λί­ω­σή της μέ τόν ἄν­θρω­πο!..[34] Σύμ­φω­να μέ τό Μῦ­θο, ὁ Ἀ­πόλ­λων ἕνω­σε ξα­νά τά κομ­μά­τια τοῦ δι­α­με­λι­σμέ­νου Δι­ό­νυ­σου.[35] Νά λοι­πόν ἡ μορ­φή τοῦ θε­οῦ ὅπως τόν ἀ­να­δη­μι­ούρ­γη­σε ὁ Ἀ­πόλ­λων, ἀ­φοῦ τόν ἔ­σω­σε ἀπ’ τόν ἀ­σι­α­τι­κό δι­α­με­λι­σμό του.

2

Οἱ θε­οί τῆς ἀρ­χαί­ας Ἑλ­λά­δας, ἔ­τσι τέ­λει­οι ὅπως προ­βάλ­λουν στούς στί­χους τοῦ Ὁ­μή­ρου, σέ καμ­μί­α πε­ρί­πτω­ση δέν πρέ­πει νά ἐ­κλη­φθοῦν ὡς ἀ­πό­το­κοι τῆς ἔν­δει­ας καί τῆς χρεί­ας· δέν ἀ­πο­τε­λοῦν ἀ­πο­κυ­ή­μα­τα ἑ­νός πνεύ­μα­τος πε­ρι­δε­οῦς πού πρό­βα­λε τά εἴ­δω­λά τους πά­νω στό γλαυ­κό, γι­ατ’ ἤ­θε­λε τά­χα ν’ ἀ­πο­στρέ­ψει τό βλέμ­μα ἀπ’ τή ζω­ή. Οἱ μορ­φές αὐτές δέν ἔκ­φρα­ζουν τή θρη­σκεί­α τοῦ κα­θή­κον­τος, τῆς ἀ­σκη­τι­κῆς ἤ τῆς πνευ­μα­τι­κό­τη­τας,[36] πα­ρά τῆς ζω­ῆς! Ἀ­πη­χοῦν τό θρί­αμ­βο τῆς ὕ­παρ­ξης. Μί­α ζω­χά­ρει­α* συ­νο­δεύ­ει, τή λα­τρεί­α τους. Δέν ἀ­παι­τοῦν: θε­ο­ποι­οῦν τό Ὑ­πάρ­χον, εἴ­τε κα­λό εἶ­ναι εἴ­τε κα­κό.

Συγ­κρι­νό­με­νη μέ τήν αὐ­στη­ρό­τη­τα, τήν εὐ­σέ­βει­α καί τή στριφ­νό­τη­τα ἄλ­λων θρη­σκει­ῶν,[37] ἡ ἑλ­λη­νι­κή κιν­δυ­νεύ­ει νά πε­ρά­σει ἁ­πλᾶ καί μό­νον ὡς παι­γνί­δι τῆς φαν­τα­σί­ας· ἄν, ὅμως, δοῦ­με ποῦ ἔγ­κει­ται ἡ βα­θύ­τα­τη —καί συ­χνά πα­ραγνω­ρι­σμέ­νη— σο­φί­α της, τό­τε ὁ ἐ­πι­κού­ρει­ος χαρακτήρας τῶν Ὀ­λύμ­πι­ων θε­ῶν θ’ ἀ­να­δει­χτεῖ αἴφ­νης ὡς δη­μι­ούρ­γη­μα ἑ­νός ἀ­σύγ­κρι­του λα­οῦ-καλ­λι­τέ­χνη, καί δή ὡς τό κο­ρυ­φαῖ­ο του ἐ­πί­τευγ­μα. Για­τί ὁ Σι­λη­νός, ὁ αἰχ­μά­λω­τος θε­ός τῶν δα­σῶν,[38] ἀ­πο­κα­λύ­πτει στούς θνη­τούς τή φι­λο­σο­φί­α τοῦ λ α ­ο ῦ: «Τό κα­λύ­τε­ρο γιά τόν ἄν­θρω­πο: νά μή ζεῖ· τό δεύ­τε­ρο κα­λό: γρή­γο­ρα νά πε­θάνει!»[39] Ἡ ἴ­δια φι­λο­σο­φί­α δι­α­μόρ­φω­σε τό ὑ­πό­βα­θρο τοῦ ἀρ­χαι­ο­ελ­λη­νι­κοῦ παν­θέ­ου.

Ὁ Ἕλ­λη­νας γνώ­ρι­ζε πο­λύ κα­λά τό φό­βο καί τόν τρό­μο τῆς Ὕ­παρ­ξης, ἀλ­λά τόν κά­λυ­πτε μ’ ἕνα πέ­πλο, προκει­μέ­νου νά ζή­σει: ἕνας σταυ­ρός κρυμ­μέ­νος κά­τω ἀ­πό ρό­δα, κα­τά τό συμ­βο­λι­σμό τοῦ Γκα­ῖ­τε.[40] Συ­νε­πῶς, ἐ­πι­κρά­τη­σε ὁ φω­τει­νός κό­σμος τοῦ Ὀ­λύμ­που, ἀφοῦ τό κρά­τος τῆς ζο­φε­ρῆς Μοί­ρας —ἐ­κεί­νης πού σφρά­γι­σε τόν πρό­ω­ρο θά­να­το τοῦ Ἀ­χιλ­λέ­α, καί τό φρι­χτό γά­μο τοῦ Οἰ­δίπο­δα— κρύ­φτη­κε πί­σω ἀπ’ τίς ἀ­πα­στρά­πτου­σες μορ­φές τοῦ Δί­α, τοῦ Ἀ­πόλ­λω­να, τοῦ Ἑρ­μῆ κ.ο.κ. Ἄν κά­ποιος ἀ­φαι­ροῦ­σε τή λαμ­πρή καλ­λι­τε­χνι­κή ἐ ­π ί ­φ α ­σ η τοῦ δ ι ά ­μ ε ­σ ο υ ἐ­κεί­νου Κό­σμου, δέ θά τοῦ ’με­νε πα­ρά ν’ ἀ­κο­λου­θή­σει τή σο­φί­α τοῦ θε­οῦ τῶν δα­σῶν - πού ἦ­ταν τοῦ Δι­ό­νυ­σου σύν­τρο­φος! Ἀ­πό τού­τη τήν ἀ ν ά γ κ η τό καλ­λι­τε­χνι­κό δαι­μό­νι­ο τῶν Ἑλ­λή­νων ἔ­πλα­σε τους Ὀ­λύμ­πι­ους θε­ούς. Ὡς ἐκ τού­του, ἡ ἔν­νοι­α τῆς θε­ο­δί­κι­ας* δέν τούς προ­βλη­μά­τι­σε πο­τέ: φρόν­τι­σαν νά μήν ἀ­πο­δώσουν στούς θε­ούς τήν ὕ­παρ­ξη τοῦ Κό­σμου­[41] καί, συ­νε­πῶς, οἱ­α­δή­πο­τε εὐ­θύ­νη γιά τήν κα­τά­στα­σή του. Στήν ἀ­νάγκη± ὑ­πεί­κουν κ’ οἱ θε­οί:[42] σο­φή δι­α­πί­στω­ση! Ὁ ἄν­θρω­πος θ’ ἀν­τι­κρύ­σει τή Μέ­δου­σα-Ὕ­πάρ­ξη, ὅ­ποι­α εἶ­ναι, μές ἀ­πό ’ναν κα­θρέ­φτη ὁ ὁ­ποῖος καί θά με­τα­μορ­φώ­σει τήν τρο­με­ρή της ὄψη[43] - αὐτή ἦ­ταν ἡ με­γα­λο­φυ­ής τα­κτι­κή­[44] τῆς ἀρ­χαι­ο­ελ­λη­νι­κῆς Βού­λη­σης, γ ι ά ν ά μ π ο ­ρ ε ῖ ὁ ἄν­θρω­πος νά ζ ε ῖ ! Για­τί πῶς ἀλ­λι­ῶς θ’ ἄν­τε­χε τήν ὕ­παρ­ξη αὐτός ὁ ἄ­πει­ρα εὐ­αί­σθη­τος καί μέ τήν ἐξαι­ρε­τική ρο­πή στό πά­θος+± λα­ός, ἄν δέν τήν ἀν­τί­κρυ­ζε πε­ρι­βε­βλη­μέ­νη ἀ­πό μί­α λάμ­ψη ἐκ­θαμ­βω­τι­κή, μές ἀπ’ τούς Ὀ­λύμ­πι­ους θε­ούς του; Ἡ ἴ­δια ἐ­νόρ­μη­ση πού κα­λεῖ τήν Τέ­χνη νά μπῇ στή ζω­ή γιά νά ὁ­λο­κλη­ρώ­σει τήν ὕ­παρ­ξη, νά γε­μί­σει τά κε­νά της καί νά κρα­τή­σει τούς θνη­τούς ζ ω ν ­τ α ­ν ο ύ ς μέ ­τά θέλ­γη­τρά της, γέν­νη­σε καί τόν Ὀ­λύμ­πι­ο ἐκεῖ­νο κό­σμο - ἕναν κό­σμο ὡ­ραι­ό­τη­τας, γα­λή­νης κι ἀ­πό­λαυ­σης.

Ὑ­πό τήν ἐ­πί­δρα­ση μι­ᾶς τέ­τοιας θρη­σκεί­ας, ἡ ζω­ή στούς ὁ­μη­ρι­κούς χρό­νους ἦ­ταν τό κα­τε­ξο­χήν πο­θού­με­νο: ζω­ή κά­τω ἀπ’ τήν ὑ­πέ­ρο­χη ἡ­λι­ο­φά­νει­α­[45] τέ­τοιων θε­ῶν. Ἡ ὀ ­δ ύ ­ν η τῶν ὁ­μη­ρι­κῶν ἀνθρώπων συ­νί­στα­ται στήν ἀ­πώ­λει­α μί­ας πα­ρό­μοι­ας ὕ­παρ­ξης, μά­λι­στα στήν π ρ ό ­ω ­ρ η ἀ­πώ­λει­ά της· κ’ οἱ πέν­θι­μες με­λω­δί­ες τούς τόν «τα­χυ­θά­να­το­[46] Ἀ­χιλ­λέ­α» θρη­νοῦ­σαν στα­θε­ρά, τίς ἀ­πό­το­μες με­τα­βο­λές τῆς ἀν­θρώ­πι­νης μοί­ρας, τό τέ­λος τοῦ και­ροῦ τῶν Ἡ­ρώ­ων. Δι­ό­λου πε­ρι­φρο­νη­τέ­ο νά νο­σταλ­γεῖ τή ζω­ή ὁ κο­ρυ­φαῖ­ος τῆς ἡ­ρω­ι­κῆς ἐποχῆς - νά θέ­λει νά ζή­σει πά­σῃ θυ­σί­α, ἔ­στω καί σάν κοι­νός με­ρο­κα­μα­τιάρης![47] Πο­τέ ἡ «Βού­λη­ση» δέ μί­λη­σε τό­σο θαρ­ρε­τά, ὅσο στόν ἀρ­χαι­ο­ελ­λη­νι­κό Κό­σμο: ἀ­κό­μα κ’ οἱ θρῆ­νοι του τήν ὑ­μνοῦν! Γι’ αὐτό ἄλ­λω­στε τόν θαυ­μά­ζει τό­σο κι ὁ σύγ­χρο­νος ἄν­θρω­πος : σά ν’ ἀν­τη­χεῖ ἀ­πό κεί­νους τούς χρό­νους ἡ ἀ­πό­λυ­τη ἁρ­μο­νί­α ἀνθρώπου καί Φύ­σης- νά για­τί τό ἑλ­λη­νι­κό εἶν’ ἡ μα­γι­κή λέ­ξη γιά ὅσους γυ­ρεύ­ουν λαμ­πρά πρό­τυ­πα πού θά τούς βο­η­θή­σουν νά κα­τα­φά­σκουν συ­νει­δη­τά στά προ­στάγ­μα­τα τῆς Βού­λη­σης· γι’ αὐτό, τέ­λος, ξε­πή­δη­σε ἀπ’ τήν πέν­να συγ­γρα­φέ­ων μέ ἰ­δι­αί­τε­ρη κλί­ση στίς ἀ­πο­λαύ­σεις ἡ ἔν­νοι­α «ἑλ­λη­νι­κή ἱ­λα­ρό­τη­τα», ὅπου τό ἐ­πί­θετο «ἑλ­λη­νι­κός» λει­τουρ­γεῖ ὄ­χι μό­νον ὡς πρό­σχη­μα, πα­ρά ὡς ἔ­παι­νος κα­θαυ­τό τοῦ ἔ­κλυ­του καί ρά­θυ­μου βί­ου...[48]

Σ’ ὅλες αὐτές τίς ἀν­τι­λή­ψεις, ἀπ’ τίς πι­ό εὐ­γε­νεῖς ὡς τίς πι­ό κοι­νό­το­πες καί πλα­νε­ρές, ὁ ἑλ­λη­νι­κός Κό­σμος ἀν­τι­με­τω­πί­ζε­ται πο­λύ ὠ­μά κι ἁ­πλου­στευ­μέ­να. Θἄ­λε­γε κα­νείς, πλά­θε­ται κατ’ εἰ­κό­να ἐ­θνῶν πι­ό «ξε­κά­θα­ρων», σχε­δόν «μο­νο­κόμ­μα­των» (ὅπως λό­γου­χα­ριν οἱ Ρω­μαῖ­οι). Ὁ­πωσ­δή­πο­τε, ὄφει­λε κα­νείς νά ὑ­πο­ψι­α­στεῖ πώς ἕνας λα­ός μέ τέ­τοια ἔ­φε­ση πρός τό Ὡ­ραῖ­ο, ἕνας λα­ός πού ὅ,τι ἄγ­γι­ζε γί­νον­ταν χρυ­σά­φι, θἄ­δι­νε, κατ’ ἀ­νάγ­κην, καί στήν κο­σμο­θέ­α­σή του μι­ά λάμ­ψη καλ­λι­τε­χνι­κή! Πράγ­μα­τι, συ­ναν­τοῦ­με ἐκεῖ μι­άν ἐκ­πλη­κτι­κή ψευ­δαί­σθη­ση, πού τό­σο στα­θε­ρά χρη­σι­μο­ποι­εῖ ἡ Φύ­ση γιά νά ἐ­πι­τύ­χει τούς σκο­πούς της. Ὁ ἀ­λη­θι­νός σκο­πός κρύ­βε­ται πί­σω ἀ­πό μι­άν ἀ­πα­στρά­πτου­σα ὀ­πτα­σί­α στήν ὁ­ποί­αν ἁ­πλώ­νου­με τά χέ­ρια, κ’ ἔ­τσι, πλα­νεύ­ον­τάς μας, ἡ Φύ­ση κα­τα­φέρ­νει αὐτό πού θέ­λει. Στούς Ἕλ­λη­νες, ἡ Βού­λη­ση ἤ­θε­λε νά με­τα­μορ­φώ­νε­ται σ’ ἔρ­γο Τέ­χνης - ὥ­στε τυ­λιγ­μέ­νη στό φῶς νά θε­ᾶ­ται τόν ἑ­αυ­τό της. Ἀλ­λά γιά νά δο­ξα­στεῖ ἔ­πρε­πε καί τά δη­μι­ουρ­γή­μα­τά της νἆν’ ἄ­ξι­α τέ­τοιας δό­ξας, ν’ ἀν­τι­κρύ­σουν τά εἴ­δω­λά τους στόν κα­θρέ­φτη μιᾶς ἀ­νώ­τε­ρης σφαί­ρας, νά ἐ­ξυ­ψω­θοῦν,[49] τρόποντινά, στό ἰ­δε­ῶ­δες, χω­ρίς ὅμως ἐ­τοῦ­τος ὁ τε­λειω­μέ­νος κό­σμος τῆς Θαυ­μα­στι­κῆς Μα­τιᾶς νά ἐ­πι­σύ­ρει προ­στα­γές ἤ μομ­φές. Στή σφαῖ­ρα τοῦ Ὡ­ραί­ου, λοι­πόν, ἀν­τι­κα­το­πτρί­στη­καν τά εἴ­δω­λά τους: οἱ Ὀ­λύμ­πι­οι θε­οί. Ὁ­πλι­σμέ­νη μέ τό Ὡ­ραῖ­ο, ἡ ἀρ­χαι­ο­ελ­λη­νι­κή Βού­λη­ση πά­λε­ψε ἐναν­τί­ον ἑνός ἄλ­λου —ἀν­τί­στοι­χου μέ τό καλ­λι­τε­χνι­κό— «τα­λέν­του»: τοῦ π ά σ χ ε ι ν καί τῆς ἐγ­γε­νοῦς σο­φί­ας του. Ἀπ’ τή μά­χη αὐτή, καί ὡς μνη­μεῖ­ο τῆς νί­κης πού κα­τή­γα­γε ἡ Βού­λη­ση, γεν­νή­θη­κε ἡ Τραγωδία.[50]

Ἡ μ έ ­θ η τ ο ῦ π ά ­θ ο υ ς, λοι­πόν, κ’ ἡ ὀ ­μ ο ρ ­φ ι ά τ ο ῦ ὀ ­ν ε ί ­ρ ο υ ἀν­τι­στοι­χοῦν σέ δι­α­φο­ρε­τι­κούς Κό­σμους θε­ῶν: ἡ πρώ­τη, παν­το­δύ­να­μη κα­θώς εἶ­ναι, εἰ­σχω­ρεῖ στό νοῦ τῆς Φύ­σης, γνω­ρί­ζει τή φο­βε­ρή ὁρ­μή πρός τήν Ὕ­παρ­ξη, μά καί πρός τόν ἀ­έ­να­ο θά­να­το ὅσων ἔρχον­ται σ’ αὐτό τόν Κό­σμο. Γεν­νᾷ θε­ούς τοῦ Κα­λοῦ καί τοῦ Κα­κοῦ πού μοιά­ζουν μέ τήν Τύ­χη, προ­κα­λῶν­τας τρό­μο ὅταν φα­νε­ρώ­νον­ται οἱ προ­θέ­σεις τους·[51] εἶ­ναι ἀ­νάλ­γη­τοι κι ἀ­γνο­οῦν τήν ἡ­δο­νή τοῦ Ὡ­ραί­ου. Συγ­γε­νεῖς της ἀ­λή­θει­ας, πά­ρα πο­λύ κον­τά στή φύ­ση τῶν ἀ­φη­ρη­μέ­νων ἐν­νοι­ῶν, σπα­νί­ως καί δύ­σκο­λα ὑ­πο­στα­τι­κεύ­ον­ται σέ μορ­φές. Ἄν τούς κοι­τά­ξει κα­νείς, π ε ­τ ρ ώ ­ν ε ι· ἀ­δύ­να­τον νά ζή­σει μέ τέ­τοιους θε­ούς! Αὐτή ἀ­κρι­βῶς κ’ ἡ δι­δα­χή τους.

Μά ἄν ἐ­τοῦ­τοι οἱ θε­οί δέν εἶ­ναι δυ­να­τόν νά συγ­κα­λυ­φθοῦν τε­λεί­ως —σάν κά­ποιο ἔ­νο­χο μυ­στι­κό—, κ ά ­τ ι ἄ λ ­λ ο πρέ­πει νά «τρα­βή­ξει» τό βλέμ­μα μας: ἡ ὑ­πέ­ρο­χη ὀ­πτα­σί­α τοῦ πα­ρα­κεί­με­νου Ὀ­λύμ­πι­ου Κό­σμου. Γι’ αὐτό, ὅσο πι­ό σκλη­ρή ἡ ἀ­λή­θει­α —ἡ τ’ ὅποι­ο σύμ­βο­λο τη­ς—, τό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­νά­βουν τά χρώ­μα­τα καί ζων­τα­νεύ­ουν οἱ μορ­φές τῶν Ὀ­λυμ­πί­ων.

Πο­τέ ἡ μά­χη με­τα­ξύ ἀ­λή­θει­ας καί κάλ­λους δέν ὑ­πῆρ­ξε τό­σο με­γα­λει­ώ­δης ὅσο κα­τά τήν εἰ­σβο­λή τῆς λα­τρεί­ας τοῦ Δι­ο­νύ­σου στήν Ἑλ­λά­δα:[52] ὁ Δι­ό­νυ­σος ἀ π ο κ ά λ υ ψ ε τή Φύ­ση,[53] τήν ἐ­ξέ­φρα­σε μέ τήν τρο­με­ρή σα­φή­νει­α τοῦ ἤ ­χ ο υ,[54] κ’ ἔ­τσι ἀ­πο­δυ­να­μώ­θη­καν οἱ ἀ­πα­τη­λές λάμ­ψεις τοῦ φαί­νε­σθαι. Ἀπ’ τήν Ἀ­σί­α ξε­πή­γα­σε, καί στήν Ἑλ­λά­δα ἔ­γι­νε χεί­μαρ­ρος ὁ­λά­κε­ρος, ἀφοῦ ἐ­δῶ πρω­το­βρῆκε αὐτό πού ἔ­λει­πε ἐκεῖ: τή με­γα­λύ­τε­ρη εὐ­αι­σθη­σί­α καί δε­κτι­κό­τη­τα στό πά­θο­ς[55] συν­ται­ρι­α­σμέ­νες μέ μι­άν ἀ­νά­λα­φρη σω­φρο­σύ­νη καί ὀ­ξυ­δέρ­κει­α. Πῶς ἀ­κρι­βῶς ὁ Ἀ­πόλ­λων πρό­τα­ξε τήν ἄ­μυ­να τοῦ ἑλ­λη­νι­κοῦ Κό­σμου;[56] Ὁ νι­ό­φερ­τος με­τοί­κη­σε στήν ἐ­πι­κρά­τει­α τοῦ ὡ­ραί­ου φω­τός, στόν Ὄ­λυμ­πο, καί τοῦ ἀ­πο­δό­θη­καν πολ­λές ἀπ’ τίς τι­μές πού προ­σφέ­ρον­ταν στίς πλέ­ον εὐ­υ­πό­λη­πτες θε­ό­τη­τες - λο­γου­χά­ρη στό Δί­α καί τόν Ἀ­πόλ­λω­να. Πο­τέ δέν ἔ­γι­νε τό­ση φα­σα­ρί­α γιά ἕναν ξέ­νο: κ’ ἐ­κτός αὐ­τοῦ, ἦ­ταν ἕνας ξέ­νος τρο­μα­κτι­κός —hostis*, σ’ ὅλες τίς ση­μα­σί­ε­ς—, σύν τοῖς ἄλ­λοις ἱ­κα­νός νά γκρε­μί­σει τόν Οἶ­κο πού τόν φι­λο­ξε­νοῦ­σε! Σ’ ὅλες τίς ἐκ­φάν­σεις τοῦ ἀρ­χαι­ο­ελ­λη­νι­κοῦ βί­ου ἄρ­χι­σε μί­α με­γά­λη ἐ­πα­νά­στα­ση: ὁ Δι­ό­νυ­σος εἰ­σχώ­ρη­σε παν­τοῦ - φυ­σι­κά καί στήν Τέ­χνη.[57]

Ἡ θέ­α­ση, τό ὡ­ραῖ­ο, τό φαί­νε­σθαι± ὁ­ρί­ζουν τό πε­δί­ο τῆς ἀ­πολ­λώ­νι­ας Τέ­χνης: εἶ­ναι ὁ με­τα­μορ­φω­μέ­νος κό­σμος τοῦ Μα­τιοῦ, πού ὅταν τά βλέ­φα­ρα κλεί­νουν, με­του­σι­ώ­νε­ται σέ κα­θαυ­τό δη­μι­ουρ­γό, στό ὄνει­ρο.[58] Σ’ αὐτή τήν κα­τά­στα­ση μᾶς μπά­ζει τό ἔ π ο ς: μέ ἀ­νοι­χτά τά μά­τια, δέν πρό­κει­ται νά δοῦ­με τί­πο­τα· τώ­ρα εὐ­φραι­νό­μα­στε μέ τις ἐ­σώ­τα­τες εἰ­κό­νες τίς ὁ­ποῖες ὁ ρα­ψω­δός προ­σπα­θεῖ νά ἐ­γεί­ρει μέ τό λό­γο.[59] Οἱ εἰ­κα­στι­κές Τέ­χνες, ἐν προ­κειμέ­νῳ, ἐ­πε­νερ­γοῦν ἔμ­με­σα: μέ τό λα­ξε­μέ­νο μάρ­μα­ρο, ὁ γλύ­πτης μᾶς ὁ­δη­γεῖ στήν ὀ­νει­ρώ­δη ὀ­πτα­σί­α πού π ρ ῶ ­τ α α ὐ τ ό ς ἀν­τί­κρυ­σε: στή μορ­φή δη­λα­δή τοῦ ζ ῶ ν τ ο ς θε­οῦ, ἡ ὁ­ποί­α —ὡς τέ­λος*— πα­ρί­στα­ται πιά ἐ­ναρ­γής, ὄ­χι μό­νο στή φαν­τα­σί­α τοῦ καλ­λι­τέ­χνη, μά καί τοῦ θε­α­τῆ. Αὐτός, τώ­ρα, ἐκ τῶν ὑ­στέ­ρων, ἀπ’ τή διά­με­ση τού­τη μορ­φή τοῦ ἀ­γάλ­μα­τος, ἀ­να­δη­μι­ουρ­γεῖ νο­ε­ρά τό ἀρχι­κό ὁ­ρα­μα τοῦ γλύ­πτη.

Ἔ­τσι, ὁ ἐ­πο­ποι­ός βλέ­πει τήν ἴ­δια ζῶ­σα μορ­φή καί θέ­λει νά κά­νει καί τούς ἄλ­λους νά τήν ἀν­τι­κρύ­σουν - ὄ­χι βέ­βαι­α μέ­σῳ κά­ποιου ἀ­γάλ­μα­τος. Ἐ­κεῖ­νος ἀρ­χί­ζει ν’ ἀ­φηγεῖ­ται, ζων­τα­νεύ­ον­τάς την μπρο­στά μας μέ κι­νή­σεις, μου­σι­κή, λό­γο καί δρά­ση. Ἐ­μεῖς, πά­λι, γυ­ρεύ­ον­τας τήν πρώ­τη αἰ­τί­α μι­ᾶς σει­ρᾶς ἀ­πο­τε­λε­σμά­των, ἀ­γό­μα­στε πρός μί­α καλ­λι­τε­χνι­κή σύν­θε­ση, κι ὅταν πιά δοῦ­με κα­θα­ρά μπρο­στά μας τήν ἀρ­χι­κή μορ­φή, ἤ τό σύμ­πλεγ­μα, ἤ τήν εἰ­κό­να —ὅταν, δη­λα­δή, ὁ ἐ­πο­ποι­ός μᾶς ἔ­χει βά­λει γιά τά κα­λά στήν ὀ­νει­ρι­κή κα­τά­στα­ση πού τοῦ ἐ­νέ­πνευ­σε τίς πα­ρα­πά­νω πα­ρα­στά­σει­ς—, τό­τε ἔ­χει πε­τύ­χει τό σκο­πό του.

Ἡ πα­ρα­κί­νη­ση τοῦ ἐ­πο­ποι­οῦ γιά π λ α ­σ τ ι ­κ ή δη­μι­ουρ­γί­α ἀ­πο­δει­κνύ­ει πό­σο δι­α­φέ­ρει ἡ λυ­ρι­κή ποί­η­ση ἀπ’ τό ἔ­πος, ἀ­φοῦ, ὁπωσ­δή­πο­τε, κύ­ρι­ος σκο­πός τῆς πρώ­της, δέν εἶν’ ἡ δη­μι­ουρ­γί­α εἰ­κό­νων. Μό­νο κοι­νό τους στοι­χεῖ­ο: τό Ὑ­λι­κό, ἡ λέ­ξη, γε­νι­κώ­τε­ρα, ἡ ἔν­νοι­α.59 Ὅ­μως, δέν δι­α­θέ­του­με κά­ποια κοι­νή Κα­τη­γο­ρί­α στήν ὁ­ποί­αν ἡ Ποί­η­ση θά συ­νυ­πῆρ­χε μέ τήν ἀ­πει­κο­νι­στι­κή Τέ­χνη καί τή μου­σική· ἁ­πλῶς «συγ­κολ­λοῦ­με» δύ­ο τε­λεί­ως δι­ά­φο­ρετι­κά καλ­λι­τε­χνι­κά μο­νο­πά­τια, ὅπου τό μέν ἕνα ὁ­δη­γεῖ στήν Τέ­χνη τῆς ἀ­πει­κό­νι­σης, καί τό ἄλ­λο στή μου­σι­κή· ἀμ­φό­τε­ρα, ὡ­στό­σο, εἶν’ ἁ­πλῶς μ ο ­ν ο ­π ά ­τ ι α πρός καλ­λι­τε­χνι­κή δη­μι­ουρ­γί­α, ὄχι Τέ­χνες κα­θαυ­τό - τό πού ἰ­σχύ­ει, ἄλ­λω­στε, γιά τή ζω­γρα­φι­κή καί τή γλυ­πτι­κή. Ἀ­λη­θι­νή Τέ­χνη ση­μαί­νει ἱ­κα­νό­τη­τα δη­μι­ουρ­γί­ας εἰ­κό­νω­ν[60] - ἀ­δι­ά­φο­ρο ἄν πρό­κει­ται γιά δη­μι­ουρ­γί­α ἐκ τῶν προ­τέρων ἤ ἐκ τῶν ὑ­στέ­ρων. Σέ τού­τη τήν κα­τε­ξο­χήν ἀν­θρώ­πι­νη ἰ­δι­ό­τη­τα ἔγ­κει­ται ἡ ­σ π ο υ ­δ α ι ­ό­ τ η ­τ α τ ῆ ς Τ έ­ χ ν η ς γ ι ά τ ό ν π ν ε υ ­μ α ­τ ι ­κ ό π ο ­λ ι ­τ ι ­σ μ ό. Ὁ καλ­λι­τέ­χνης —ὁ ἄν­θρω­πος πού ἐμ­πνέ­ει τό θε­α­τή, δεί­χνον­τάς του τό δρό­μο πρός τήν Τέ­χνη— δέν μπο­ρεῖ νά­ναι συγ­χρό­νως καί ὁ ἀ ­π ο ­κ λ ε ι ­σ τ ι ­κ ό ς ἐ­κτε­λε­στής τῆς δη­μι­ουρ­γι­κῆς δρά­σης.[61]

Ἡ εἰ­κο­νο­λα­τρί­α τοῦ ἀ­πολ­λώ­νι­ου π ο ­λ ι ­τ ι­ σ μ ο ῦ, εἴ­τε ἐ­πρό­κει­το γιά κά­ποιο να­ό, ἤ γι’ ἄ­γαλ­μα, εἴ­τε γιά τά ὁ­μη­ρι­κά ἔ­πη, ὑ­πη­ρε­τοῦ­σε τό μ έ ­τ ρ ο - ἠ­θι­κό αἴ­τη­μα πα­ρό­μοι­ο τοῦ αἰ­σθη­τι­κοῦ αἰ­τή­μα­τος τοῦ Ὡ­ραί­ου. Βε­βαί­ως, μι­ά τέ­τοια ἀ­ξί­ω­ση εἶ­ναι δυ­να­τή μο­νά­χα ὅπου τό ὅριο εἶ­ναι ε ὐ δ ι ά κ ρ ι τ ο. Γιά νά μπο­ρέ­σει νά κρα­τη­θεῖ κα­νείς ἐν­τός ὁ­ρί­ων, πρέ­πει, πρῶτ’ ἀπ’ ὅλα, νά τά γνω­ρί­ζει - ἐφ’ ᾦ κ’ ἡ προ­ει­δο­ποί­η­ση τοῦ Ἀ­πόλ­λω­να: γνῶ­θι σαυ­τόν!* Ἀλλ’ ὁ κα­θρέ­φτης στόν ὁ­ποῖο μπο­ροῦ­σε νά δεῖ —πά’ νά πεῖ: νά γνω­ρί­σει— τόν ἑ­αυ­τό του ὁ ἀ­πολ­λώ­νι­ος Ἕλ­λη­νας, ἦ­ταν ὁ κό­σμος τῶν Ὀ­λύμ­πι­ων θε­ῶν: ἐκεῖ ἀν­τίκρυ­ζε ὅλη του τήν ὕ­παρ­ξη πε­ρι­βε­βλη­μέ­νη ἀπ’ τήν ὡ­ραί­α λάμ­ψη τοῦ Ὀ­νεί­ρου. Τό μέ­τρο πού ὅρι­ζε τόν κό­σμο τῶν Ὀ­λύμ­πι­ων θε­ῶν —σ’ ἀν­τί­θε­ση μέ τόν κα­τα­κρη­μνι­σμέ­νο κό­σμο τῶν Τι­τά­νω­ν— ἦ­ταν τό μέ­τρο τοῦ Κάλ­λους· τό ὅριο ἐν­τός του ὁ­ποί­ου ὄ­φει­λε ὁ Ἕλ­λη­νας νά μεί­νει ἦ­ταν ἡ ὡ­ραί­α λάμ­ψη τοῦ φαί­νε­σθαι. Ἕ­νας πνευ­μα­τι­κός πο­λι­τι­σμός φύ­σει στραμ­μέ­νος στό φαί­νε­σθαι καί στό μέ­τρο, ἀ­πο­σκο­ποῦ­σε, ἀπ’ τά μύ­χι­ά του, στή συγ­κά­λυ­ψη τῆς ἀ­λή­θει­ας:[62] τό προ­ει­δο­ποι­η­τι­κό μη­δέν ἄ­γαν* δέν ἀ­πευ­θυ­νό­ταν μό­νο στόν ἀ­κα­τα­πό­νη­το ἐ­ρευ­νη­τή τῆς ἀ­λή­θει­ας, μά καί στόν ὑ­περ­δύ­να­μο Τι­τᾶ­να. Στόν Προ­μη­θέ­α ὁ ἑλ­λη­νι­κός Κό­σμος εἶ­δε πό­σο ὀ­λέ­θρι­α δρᾶ ἡ ὑ­πέρ­με­τρη προ­ώ­θη­ση τῶν ὁ­ρί­ων τῆς ἀν­θρώ­πι­νης γνώ­σης, τό­σο εἰς βά­ρος τοῦ εὐ­ερ­γέ­τη ὅσο καί τοῦ εὐ­ερ­γε­τού­με­νου. Ὅ­ποιος ἀ­ξι­ώ­νει νά θέ­σει σέ δο­κι­μα­σί­α τόν ἑ­αυ­τό του καί τή σο­φί­α του ἐ­νώ­πι­όν τοῦ θε­οῦ, πρέ­πει, σύμ­φω­να μέ τόν Ἡ­σί­ο­δο, νά ἔ­χει μ έ τ ρ ο ν σ ο φ ί η ς...[63]

Σ’ ἕναν κό­σμο ἔ­τσι δο­μη­μέ­νο κι ἀ­ρι­στο­τε­χνι­κά προστα­τευ­μέ­νο εἰ­σχώ­ρη­σαν λοι­πόν οἱ ἐκ­στα­τι­κοί ἦ­χοι τῆς δι­ο­νυ­σι­α­κῆς γιο­ρτῆς, ἀ­πο­κα­λύ­πτον­τας ὅλο τό Ὑ π έ ρ μ ε ­τ ρ ο πού κρύ­βει ἡ Φύ­ση σέ χα­ρά, σέ πό­νο καί σέ γνώ­ση!.. Τό ὅριο, τό μέ­τρο, φάν­τα­ζε πιά λάμ­ψη ἀ­πα­τη­λή· ὡς ἀ­λή­θει­α, ἔ­λαμ­ψε τώ­ρα τό «Ὑ­πέρ­με­τρο»![64] Γιά πρώ­τη φο­ρά βού­ι­ξε τό λα­ϊ­κό τραγούδι σ’ ὅλη τή δαι­μό­νι­α γο­η­τεί­α του, ἀ­να­βα­φτι­σμέ­νο στή μέ­θη ἑνός παν­το­δύ­να­μου συ­ναι­σθή­μα­τος!± Τί σή­μαι­νε, ἀ­πε­ναν­τί­ας, ὁ ψαλμω­δός τοῦ ἐν Δελ­φοῖς ἄ­να­κτος, μέ τούς ἁ­πλῶς καί μό­νο ὑ­πο­βλη­τι­κούς καί ἐγ­κρα­τεῖς χτύ­πους τῆς κι­θά­ρας του; Τώ­ρα τό μέ­λος —ἀλ­λο­τι­νό προ­νό­μι­ο γιά δι­ά­φο­ρες κά­στες μου­σι­κῶν καί ποι­η­τῶν (κά­τι σάν πα­τριές), μα­κρι­ά ἀ­πό κά­θε λο­γής βέ­βη­λη ἀ­νά­μι­ξη, κρα­τη­μέ­νο ὑ­πό τήν ἀ­πολ­λώ­νι­α ἐ­πι­βο­λή στό ἐ­πί­πε­δο ἁ­πλῆς ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κή­ς—, α ἴ ­ρ ε ι ὅ λ ο υ ς τ ο ύ ς φ ρ α γ ­μ ο ύ ς: ἡ προ­γε­νέ­στε­νη ρυθμι­κή τοῦ ἁ­πλοῦ μο­τί­βου ζίγκ-ζάγκ χα­λα­ρώ­νει,[65] κ’ ἑ­τοι­μά­ζε­ται γιά βακ­χι­κό χο­ρό! Κι ὁ ἦ­χος ἀ­κού­γε­ται κ λ α γ γ ή,[66] ὄ­χι πλέ­ον μέ μί­α φα­σμα­τι­κή λέ­πτυν­ση, πα­ρά μ’ ἑ­κα­τον­τα­πλά­σι­α ἰ­σχύ, συ­νο­δευ­ό­με­νος ἀ­πό βα­θύ­φω­να πνευ­στά.[67] Κ’ ἰ­δού τό μέ­γα μυ­στή­ρι­ο: γεν­νι­έ­ται ἡ ἁρ­μο­νί­α, πού μέ τήν κί­νη­σή της ξα­νοί­γει στή δι­ά­νοι­ά μας πεν­τα­κά­θα­ρη τή βού­λη­ση τῆς Φύ­σης! Τώ­ρα, πρω­τό­γνω­ροι ἦ­χοι κυ­κλώ­νουν τήν ἐ­πι­κρά­τει­α τοῦ Δι­ο­νύ­σου - ἦ­χοι κρυμ­μέ­νοι ἔν­τε­χνα στόν κό­σμο τοῦ Ἀ­πόλ­λω­να· ἡ λάμ­ψη τῶν Ὀ­λύμ­πι­ων θε­ῶν χα­μή­λω­σε μπρός στή σο­φί­α τοῦ Σι­ληνοῦ. Ἡ Τέ­χνη, πού μές στήν ἐκ­στα­τι­κή της μέ­θη πρόφε­ρε τήν ἀ­λή­θει­α, ἔ­τρε­ψε σέ φυ­γή τίς Μοῦ­σες τοῦ φαίνε­σθαι· μές στήν αὐ­το­λη­σμο­σύ­νη τοῦ δι­ο­νυ­σι­α­σμοῦ χά­θη­κε τό ἄ­το­μο μα­ζί μέ τά ὅρι­α καί τά μέ­τρα του: τό λυ­κό­φως κά­ποιων θε­ῶν πλη­σί­α­ζε...[68]

Τί σχε­δί­α­ζε ἡ Βού­λη­ση —ἡ μ ί ­α Βού­λη­ση— ἐ­πι­τρέ­πον­τας, εἰς βά­ρος τῶν ἀ­πολ­λώ­νι­ων δη­μι­ουρ­γη­μά­των της, τήν εἴ­σο­δο τῶν δι­ο­νυ­σι­α­κῶν στοι­χεί­ων;

Ἀ­πο­σκο­ποῦ­σε σέ μί­α νέ­α κι ἀ­νώ­τε­ρη μη­χα­νή* τῆς ὕ­παρ­ξης, στή γέν­νη­ση τῆς τ ρ α ­γ ι ­κ ῆ ς σ κ έ ­ψ η ς.[69]

3

Ἡ δι­ο­νυ­σι­α­κή ἔκ­στα­ση, πού κα­ταρ­γεῖ τά συ­νή­θη φράγ­μα­τα καί τά ὅρι­α τῆς Ὕπαρ­ξης, κρύ­βει, σ’ ὅλη τή δι­άρκει­ά της, ἕνα στοι­χεῖ­ο λη­θαρ­γι­κό, στ’ ὁ­ποῖο ἐμ­βα­πτί­ζε­ται ὅ,τι βι­ώ­θη­κε στό πα­ρελ­θόν. Αὐτό τό χά­σμα τῆς λη­σμο­σύ­νης χω­ρί­ζει τήν κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα ἀπ’ τή δι­ο­νυ­σι­α­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Μό­λις ὅμως ἡ Συ­νεί­δη­ση ἐ­πι­στρέ­φει στήν κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα,[70] προ­κα­λεῖ ἀ ­η ­δ ί ­α[71] καί, ἀ­πο­τέρως, μί­α δι­ά­θε­ση ἀ σ κ η τ ι κ ή, ἀρ­νη­τι­κή ἀ­πέ­ναν­τι στή Βού­λη­ση. Στό χῶ­ρο τοῦ στο­χα­σμοῦ, τό Δι­ο­νυ­σι­α­κό, σύμ­βο­λο μιᾶς ἀ­νώ­τε­ρης κο­σμι­κῆς τά­ξης, ἀν­τι­τάσ­σε­ται σ’ ἕναν ἄλ­λο Κό­σμο, κοι­νό­το­πο κι ἄ­σχη­μο: ὁ Ἕλ­λη­νας ἐ­πι­ζη­τοῦ­σε τήν ἀ­πό­λυ­τη φυ­γή ἀπ’ τό κρά­τος τῆς ἐ­νο­χῆς* καί τοῦ πε­πρω­μέ­νον. Δέν γύ­ρευ­ε πα­ρη­γο­ριά σέ μί­α ζω­ή με­τα­θα­νά­τι­α· λα­χτα­ροῦ­σε κά­τι ὑ­ψη­λό­τε­ρο, ὑ­ψη­λό­τε­ρο ἀ­κό­μη κι ἀπ’ τούς θε­ούς του! - ἀρ­νι­ό­ταν τήν ἐγ­κό­σμι­α ὕ­παρ­ξη καί τό ζω­η­ρό­χρω­μο ἀν­τι­κα­θρέ­φτι­σμα τῶν θε­ῶν της! Ξυ­πνῶν­τα­ς± ἀπ’ τή μέ­θη, βλέ­πει παν­τοῦ τή φρί­κη καί τόν πα­ρα­λο­γι­σμό τῆς ἀν­θρώ­πι­νης φύ­σης κι ἀ­η­δι­ά­ζει.[72] Τώ­ρα κα­τα­λα­βαί­νει τή σο­φί­α τοῦ θε­οῦ τῶν δα­σῶν...

Ἐ­δῶ ἀ­κρι­βῶς βρί­σκε­ται καί τό ἔ­σχα­το ὅριο κιν­δύ­νου στόν ὁ­ποῖο θά μπο­ροῦ­σε νά πε­ρι­πέ­σει ἡ ἀρ­χαι­ο­ελ­λη­νι­κή Βού­λη­ση, μέ τή βα­σι­κή Ἀρ­χή τῆς ἀ­πολ­λώ­νι­ας αἰ­σι­ο­δο­ξί­ας· ἔ­θε­σε, λοι­πόν, πά­ραυ­τα σέ λει­τουρ­γί­α τίς φυ­σι­κές ἰ­α­μα­τι­κές της δυ­νά­μεις προ­κει­μέ­νου ν’ ἀν­τι­στρέ­ψει τήν ἀρ­νη­τι­κή τού­τη δι­ά­θε­ση. Μέ­σον της: τό τρα­γι­κό καλ­λι­τέ­χνη­μα καί ἡ τρα­γι­κή ἰ­δέ­α. Ἀ­σφα­λῶς, δέν εἶ­χε πρό­θε­ση νά με­τρι­ά­σει κι ἀ­κό­μα λι­γώ­τε­ρο νά κα­τα­στεί­λει τόν δι­ο­νυ­σι­α­σμό: ἄ­με­σος κα­τα­ναγ­κα­σμός δέν ἦ­ταν δυ­να­τός· ἤ, κι ἄν ἦ­ταν, θά ἐγ­κυ­μο­νοῦ­σε πάν­τως σο­βα­ρώ­τα­τους κιν­δύ­νους, για­τί τό στα­μα­τη­μέ­νο πά­νω στήν ἐκ­χύ­λι­σή του στοι­χεῖ­ο θἄ­βρι­σκε τό­τε ἀ λ λ ο ῦ δι­έ­ξο­δο καί θά δι­α­πό­τι­ζε ὅλες τίς ἀρ­τη­ρί­ες τῆς ζω­ῆς.

Ἔ­πρε­πε, πρῶτ’ ἀπ’ ὅλα, ἐ­κεῖ­νες οἱ φρι­χτές σκέ­ψεις γιά τήν ἀ­η­δί­α καί τό πα­ρά­λο­γο τῆς ὕ­παρ­ξη­ς[73] νά με­ταμορ­φω­θοῦν σέ πα­ρα­στά­σεις πού ν’ ἀ­φή­νουν τή ζω­ή νά κυ­λά­ει! Αὐτές εἶ­ναι τό Ὑ ψ η λ ό (: ἡ ἔν­τε­χνη τι­θά­σευση τῆς φρί­κης) καί τό Γ ε λ ο ῖ ­ο­[74] (: ἡ ἔν­τε­χνη ἀ­πο­φόρ­τι­ση* ἀπ’ τήν ἀ­η­δί­α τοῦ πα­ρα­λό­γου). Τά δύ­ο αὐτά ἀλ­ληέν­δε­τα στοι­χεῖ­α ἑ­νώ­θη­καν σέ ἕ ν α καλ­λι­τέ­χνη­μα, τ’ ὁ­ποῖο μι­μεῖ­ται —καί παί­ζει μέ— τή μέ­θη.

Τό Ὑ­ψη­λό καί τό Γε­λοῖ­ο πᾶ­νε ἕνα βῆ­μα πέ­ρα ἀπ’ τήν ὡ­ραί­α λάμ­ψη τοῦ φαί­νε­σθαι, ἀφοῦ ἄλ­λω­στε τοῦ­τες τίς δύ­ο ἔν­νοι­ες τίς νι­ώ­θου­με ἀν­τι­φα­τι­κές![75] Διό­λου δέν κα­λύ­πτον­ται ἀπ’ τήν ἀ­λή­θει­α: ἀ­πο­τε­λοῦν πε­ρι­κά­λυμ­μά της, ἔ­στω καί πι­ό δι­ά­φα­νο ἀπ’ τήν ὡ­ραι­ό­τη­τα. Ἑ­πο­μέ­νως, ὑ­πο­δη­λώ­νουν ἕναν δ ι ά ­μ ε ­σ ο κ ό­ σ μ ο ἀ­νά­με­σα στήν ὡ­ραι­ό­τη­τα καί τήν ἀ­λή­θει­α - ἐκεῖ ἀ­κρι­βῶς ὅ­που ’ναι δυ­να­τή ἡ ἕνω­ση τοῦ Δι­ό­νυ­σου μέ τόν Ἀ­πόλ­λω­να. Αὐτός ὁ Κό­σμος ξα­νοί­γει μπρο­στά μας ὅταν παί­ζου­με μέ τή μέ­θη, ὄ­χι ὅταν χα­νό­μα­στε μέ­σα της. Στόν ἠ­θο­ποι­ό ἀ­να­γνωρί­ζου­με τό δι­ο­νυ­σι­α­κό ἄν­θρω­πο, τόν Ποι­η­τή, τόν Ἀ­οι­δό, τό Χο­ρευ­τή ὡς φο­ρέ­α τοῦ ἐν­στί­κτου· γνω­ρί­ζου­με, ὡ­στό­σο, ὅτι κά­ποιος τόν π α ­ρ ι ­σ τ ά ­ν ε ι ἐ­πί σκη­νῆς. Ὁ ἠ­θο­ποι­ός προ­σπα­θεῖ ν’ ἀν­τε­πε­ξέλ­θει σέ τοῦ­το τό Πρό­τυ­πο με­τα­δί­δον­τάς μας τό τράν­ταγ­μα τοῦ Ὑ­ψη­λοῦ ἤ ἀ­κό­μα καί τοῦ Γέ­λιου· προ­χω­ρᾶ πέ­ρα ἀπ’ τ’ Ὤ­ρα­ῖ­ο, δί­χως ὅμως ν’ ἀ­να­ζη­τεῖ τήν ἀ­λή­θει­α: με­τε­ω­ρί­ζε­ται ἀ­νά­με­σά τους. Δέν ἐ­πι­ζη­τεῖ τήν ὡ­ραί­α λάμ­ψη τοῦ φαί­νε­σθαι, ἀλλά μᾶλ­λον τό κα­θα­ρό φαί­νε­σθαι· δέν ἐ­πι­ζη­τεῖ τήν ἀ­λή­θει­α, ἀλλά τήν ἀ­λη­θο­φά­νει­α. (Σύμ­βο­λο, ση­μεῖ­ο τῆς ἀ­λή­θει­ας.)

Ἀρ­χι­κά ὁ ἠ­θο­ποι­ός δέν πα­ρί­στα­νε κα­νέ­να με­μο­νω­μέ­νο ἄ­το­μο, πα­ρά τό δι­ο­νυ­σι­α­κό πλῆ­θος, τό λα­ό - ἐξ οὗ κι ὁ δι­θυ­ραμ­βι­κός Χο­ρός. Παί­ζον­τας μέ τή μέ­θη, ἔ­πρεπε ὁ ἴ­διος, οὐ μήν ἀλλά κι ὁ Χο­ρός πού τόν πε­ρι­έ­βαλ­λε, ν’ ἀ­πο­φορ­τιστεῖ, τρόποντινά, ἀπ’ αὐτήν. Ὑ­πό τό πρῖ­σμα τοῦ Ἀ­πολ­λώ­νι­ου, ὁ ἀρ­χαι­ο­ελ­λη­νι­κός Κό­σμος χρει­α­ζό­ταν θ ε ­ρ α ­π ε ί ­α κ’ ἐ ­ξ ι ­λ έ ­ω ­σ η: ὁ Ἀ­πόλ­λων, ὁ κα­τε­ξο­χήν θε­ός-ἐ­ξα­γνι­στῆς, ἔ­σω­σε τόν Ἕλ­λη­να ἀπ’ τό ἐ ­κ τ υ ­φ λ ω ­τ ι ­κ ό φ ῶ ς τῆς ἔκ­στα­σης καί τή συ­νε­πα­κό­λουθη ἀ­η­δί­α ἀ­πέ­ναν­τι στήν ὕ­παρ­ξη, με­του­σι­ώ­νον­τας τόν τρα­γι­κό-κω­μι­κό στο­χα­σμό σέ κα­θαυ­τό ἔρ­γο Τέ­χνης.

Ὁ νέ­ος αὐτός Κό­σμος τῆς Τέ­χνης —τοῦ Ὑ­ψη­λοῦ καί τοῦ Γε­λοί­ου, τοῦ «ἀ­λη­θο­φα­νοῦς»— εἶ­χε οἴ­κο­δο­μη­θεῖ πά­νω σέ δι­α­φο­ρε­τι­κή θε­ώ­ρη­ση θε­ῶν καί Κό­σμου, δι­α­φο­ρε­τι­κή ἀ­πό κεί­νη τῆς πά­λαι πο­τέ λαμ­πρῆς ἐ­πι­κρά­τει­ας τοῦ φαί­νε­σθαι. Εἶ­χαν βγεῖ πιά στό φῶς οἱ φρι­κα­λε­ό­τη­τες κ’ οἱ πα­ρα­λο­γι­σμοί τῆς ὕ­παρ­ξης, ἡ ἀ­τα­ξί­α καί τό ἄ-λο­γο σχέ­δι­ο[76] - δη­λα­δή τό ἀ­βυσ­σα­λέ­ο π ά ­θ ο ς* πού δι­α­θέ­ει σύμ­πα­σα τή Φύ­ση! Οἱ τό­σο ἔν­τε­χνα συγ­κε­κα­λυμ­μέ­νες μορ­φές τῆς Μοί­ρα­ς± καί τῶν Ἐ­ρι­νυ­ῶν, τῆς Μέ­δου­σας καί τῆς Γορ­γοῦς[77] ξε­σκε­πά­στη­καν, κ’ οἱ θε­οί τοῦ Ὀ­λύμπου ἐ­κτέ­θη­καν σέ κίν­δυ­νο με­γά­λο! Τούς ἔ­σω­σε ἡ Τραγωδία κ’ ἡ Κω­μω­δί­α, ἀ­να­βα­πτί­ζον­τάς τους στό Ὑ­ψη­λό καί τό Γε­λοῖ­ο· δέν ἀ­νῆ­καν πιά ἁ­πλῶς στή σφαῖ­ρα τοῦ Ὡ­ραί­ου, πα­ρά υἱ­ο­θέ­τη­σαν κι­ό­λας τήν πα­λιά ἐ­κεί­νη ἱ­ε­ραρ­χί­α τῶν θε­ῶν, κι ὅλη τή με­γα­λο­πρέ­πει­ά τους. Δύ­ο ἦ­ταν οἱ βα­σι­κές ὁ­μά­δες, λι­γο­στοί ἔ­μει­ναν στή μέ­ση, ἄλ­λο­τε ὡς θε­ό­τη­τες τοῦ Ὑ­ψη­λοῦ κι ἄλ­λο­τε τοῦ Γε­λοί­ου. Τό διτ­τό αὐτό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό ἀ­νῆ­κε κα­τε­ξο­χήν στό Δι­ό­νυ­σο.

Σέ δύ­ο τύ­πους ἀνθρώπων φαί­νε­ται κα­θα­ρά πῶς ξα­να­στη­σαν τή ζω­ή τούς οἱ Ἕλ­λη­νες στά χρό­νι­α της Τραγω­δί­ας: στόν Αἰ­σχύ­λο καί τόν Σο­φο­κλῆ. Ὁ πρῶ­τος, ὡς στο­χα­στής, ἐν­τό­πι­σε τό Ὑ­ψη­λό στή Δι­και­ο­σύ­νη. Ἄν­θρω­πος καί θε­ός ἀ­πο­τε­λοῦν γι’ αὐτόν μί­α κοι­νό­τη­τα μέ αὐ­στη­ρά ὑ­πο­κει­με­νι­κούς δε­σμούς: τό θεῖ­ο, ἡ δι­και­ο­σύ­νη, τό ἦ­θος κ’ ἡ ε ὐ ­τ υ ­χ ί ­α εἶν’ ἀ­πο­λύ­τως ἀλ­λη­λέν­δε­τα.[78] Σέ τού­τη τή ζυ­γα­ριά με­τρή­θη­καν κά­θε εἴ­δους ὄντα - Ἄν­θρω­ποι ἤ Τι­τᾶ­νες· σ’ αὐτή τή μορ­φή δι­και­ο­σύ­νης στη­ρί­χτη­καν οἱ θε­οί γιά ν’ ἀ­να­κτή­σουν τό κῦ­ρος τους. Ἔ­τσι, ὁ Ἀ­λάστωρ λο­γου­χά­ρη, ὁ κα­κός δαί­μο­νας, πού, σύμ­φω­να μέ τή λα­ϊ­κή πα­ρά­δο­ση, τύ­φλω­νε καί πα­ρά­σερ­νε τούς ἀνθρώπους σέ πρά­ξεις κα­τα­στρο­φι­κές —ἀ­πο­μει­νά­ρι τοῦ πα­νάρ­χαι­ου ἐ­κεί­νου Κό­σμου τῶν θε­ῶν, ἐκ­θρο­νι­σμέ­νου ἀπ’ τούς Ὀ­λύμ­πι­ου­ς— με­τα­τρέ­πε­ται τώ­ρα σέ ὄρ­γα­νο τοῦ δί­και­ου τι­μωροῦ Δί­α. Ἡ ἐ­ξί­σου πα­νάρ­χαι­η —ὅσο καί ξέ­νη πρός τούς Ὀ­λύμ­πι­ους θε­ού­ς— δο­ξα­σί­α σχε­τι­κά μέ τήν κλη­ρο­νο­μι­κή κα­τά­ρα,[79] ἀ­πεκ­δύ­θη­κε ὅλη τή τρα­χύ­τη­τά της, ἀφοῦ, κα­τά τόν Αἰ­σχύ­λο, τ ί ­π ο ­τ α δ έ ν ἀ ­ν α γ ­κ ά ­ζ ε ι τόν ἄν­θρω­πο νά ἐγ­κλη­μα­τί­σει, κ’ ἑ­πο­μέ­νως ὁ κα­θέ­νας μπο­ρεῖ νά ξε­φύ­γει ἀπ’ αὐτή­ν[80] [- ὅπως λο­γου­χά­ρη ὁ Ὀ­ρέ­στης].*

Ὁ Αἰ­σχύ­λος εἶ­δε τό Ὑ­ψη­λό στή με­γα­λω­σύ­νη τῆς δι­και­ο­σύ­νης τῶν Ὀ­λύμ­πι­ων θε­ῶν, ἐνῶ ὁ Σο­φο­κλῆς —ὅλως πε­ρι­έρ­γω­ς— στό ἀ­δι­ά­γνω­στο καί τό ἀ­δι­α­πέ­ρα­στό της θεϊ­κῆς δι­και­ο­σύ­νης (δι­και­ώ­νον­τας ἐκ νέ­ου τήν πα­λιά λα­ϊ­κή ἀν­τί­λη­ψη). Γι’ αὐτόν, ἕνα πε­πρω­μέ­νο ἄ­δι­κο καί φρι­κτό ἔ­νε­χει κά­τι τό ὑψη­λό· τό ἄ­λυ­το αἴ­νιγ­μα τῆς Ὕ­παρ­ξης- Σφίγ­γας± ἦ­ταν ἡ δ ι κ ἡ τοῦ τρα­γι­κή Μοῦ­σα. Στά ἔργα του, τό πά­θος μ ε ­τ α ­μ ο ρ ­φ ώ ­ν ε ­τ α ι, ἐ­πε­νερ­γῶν­τας ἐ­ξα­γνι­στι­κά. Ἡ ἀ­πό­στα­ση ἀ­νά­με­σα στό ἀν­θρώ­πι­νο καί τό θεῖ­ο εἶ­ναι χα­ώ­δης· χρει­ά­ζε­ται, συ­νε­πῶς, βα­θι­ά ἐγ­καρ­τέ­ρη­ση καί πα­ραί­τη­ση. Ἀ­λη­θι­νή ἀ­ρε­τή εἶν’ ἡ σω­φρο­σύ­νη* ­μι­α ἀ­ρε­τή κυ­ρί­ως εἰ­πεῖν ἀρ­νη­τι­κή. Ἐν τού­τοις, ἡ ἡ­ρω­ι­κή ἐ­πο­χή ἦ­ταν ἀ­σύγ­κρι­τα πι­ό εὐ­γε­νής, ἔ­στω καί δί­χως σω­φρο­σύ­νη· τό πε­πρω­μέ­νο της φα­νε­ρώ­νει αὐτό τό ἀ­πέ­ραν­το χά­σμα. Ἐ ­ν ο ­χ ή δέν ὑ­φί­στα­ται, πα­ρε­κτός μο­νά­χα ἀ­τε­λής γνώ­ση τῆς ἀ­ξί­ας τοῦ ἀν­θρώ­που καί τῶν ὁ­ρί­ων του...

Τοῦ­το τό πρῖ­σμα εἶ­ναι, ὁπωσδήποτε, βα­θύ­τε­ρο ἀπ’ τό αἰ­σχυ­λι­κό, κ’ ἐγ­γύ­τε­ρο στή φύ­ση τῶν πραγ­μά­των· προ­σεγ­γί­ζει τήν ἀ­λή­θει­α τοῦ Δι­ο­νύ­σου κ’ ἐκ­φρά­ζε­ται χω­ρίς πολ­λά-πολ­λά σύμ­βο­λα. Κι ὅμως! Στή δι­ο­νυ­σι­α­κή κο­σμο­θέ­α­ση ἀ­να­γνω­ρί­ζου­με καί πά­λι τήν ἠ­θι­κή ἐ­πι­τα­γή τοῦ Ἀ­πόλ­λω­να! Στόν Αἰ­σχύ­λο ἡ ἀη­δί­α ἐ­ξα­νε­μί­ζε­ται μπρο­στά στό ὑ­ψη­λό δέ­ος πού προ­κα­λεῖ ἡ πάν­σο­φη δι­ά­τα­ξη τοῦ Ὅ­λου - σο­φί­α δ υ σ ­δ ι ­ά ­κ ρ ι ­τ η ἀπ’ τόν ἀ­δύ­να­μο νοῦ τοῦ ἀνθρώπου.[81] Στό Σο­φο­κλῆ, τό ὑ­ψη­λό δέ­ος εἶν’ ἀ­κό­μα ἰ­σχυ­ρό­τε­ρο, ἀφοῦ τού­τη ἡ σο­φί­α δέν ἔ­χει λο­γι­κή - εἶ­ναι μι­ά ἄ­βυσ­σος! Ἡ στά­ση τοῦ φα­νε­ρώ­νει κα­θα­ρή καί πη­γαί­α εὐ­σέ­βει­α, ἐνῶ ἡ εὐ­σέ­βει­α τοῦ Αἰ­σχύ­λου ὀ­φεί­λει πάν­τα νά δι­και­ώ­νει τή θεϊ­κή δι­και­ο­σύ­νη, καί, κα­τά συ­νέ­πει­αν, ἀν­τι­με­τω­πί­ζει δι­αρ­κῶς νέ­α προ­βλή­μα­τα. Γιά τό Σο­φο­κλῆ, τά «ὅρι­α τοῦ ἀν­θρώ­που» —πού σύμ­φω­να μέ τήν προ­στα­γή τοῦ δελ­φι­κοῦ θε­οῦ πρέ­πει κα­νείς νά τά ἀ­νι­χνεύ­ει καί νά τά ἔ­ρευ­να— εἶ­ναι γ ν ω ρ ί σ ι μ α, μο­λο­νό­τι στε­νώ­τε­ρα καί πι­ό πε­ρι­ο­ρι­σμέ­να ἀπ’ ὅπως τά ἤ­θε­λε ὁ Ἀ­πόλ­λων τήν π ρ ο-δι­ο­νυ­σι­α­κή ἐ­πο­χή. Τό σο­φό­κλει­ο πρό­βλη­μα εἶν’ ἀ­κρι­βῶς ὅτι ὁ ἄν­θρω­πος ἀ ­γ ν ο ­ε ῖ τ ά τ ο ῦ ἑ ­α υ ­τ ο ῦ τ ο υ·[82] τό αἰ­σχυ­λι­κό: πώς ἀ­ γ ν ο ­ε ῖ τ ά τ ῶ ν θ ε ­ῶ ν.[83]

Πα­ρά­ξε­νη μά­σκα τῆς ζω­ι­κῆς ὁρ­μῆς ἡ εὐ­σέ­βει­α! Κα­τα­βυ­θί­ζε­σαι σ’ ἕναν τέ­λει­ο ὀ ­ν ε ι ­ρ ό ­κ ο ­σ μ ο πού, ὑ­πο­τί­θε­ται, σοῦ χο­ρη­γεῖ τήν ὑ­πέρ­τα­τη ἠθική σ ο ­φ ί ­α! Προ­σπα­θεῖς νά ξε­φύ­γεις ἀ­πό τήν ἀ­λή­θει­α γιά νά τή λα­τρέ­ψεις, τε­λι­κά, ἐξ ἀ­πο­στά­σε­ως, κρυμ­μέ­νη κα­θώς εἶ­ναι στά σύν­νε­φα! Συμ­φι­λι­ώ­νε­σαι μέ τήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ἀ κ ρ ι β ῶ ς γι­ατ’ εἶ­ναι αἰ­νιγ­μα­τι­κή! Ἀ­πο­στρέ­φεις τό βλέμ­μα ἀπ’ τή λύ­ση τοῦ αἰ­νίγ­μα­τος γι­ατ’ εἶ­σαι ἄν­θρω­πος κι ὄ­χι θε­ός! Βου­τᾶς ἡ­δο­νι­κά στή λά­σπη­[84] - ἡ δυ­στυ­χί­α σέ γα­λη­νεύ­ει! Βγαί­νεις «ἐ­κτός ἑ­αυ­τοῦ», ἀ­κρι­βῶς στήν ἰ­δα­νι­κώ­τε­ρη ἔκ­φρα­ση τοῦ ἑ­αυ­τοῦ σου! Ἐ­ξυ­μνεῖς καί δο­ξά­ζεις τά φό­βη­τρα κι ὅλα τ’ ἀ­πο­τρό­παι­α τῆς ὕ­παρ­ξης, γιά νά θε­ρα­πευ­τεῖς ἀπ’ τήν ἴ­δια τήν ὕ­παρ­ξη! Ζω­ή εὐ­φρο­σύ­νη μές στήν πε­ρι­φρό­νη­ση τῆς ζω­ῆς! Ἀ­παρ­νεῖ­σαι τή Βού­λη­ση - κι αὐτή νά θρι­αμ­βεύ­ει!..

Σ’ αὐτό τό ἐ­πί­πε­δο γνώ­σης δύ­ο μο­νά­χα μο­νο­πά­τια ὑ­πάρ­χουν: τοῦ Ἁ ­γ ί ­ο υ, καί τοῦ Τ ρ α ­γ ι ­κ ο ῦ κ α λ λ ι τ έ χ ν η.[85] Κ ο ι ­ν ό ση­μεῖ­ο τους: ὅτι μπο­ροῦν καί ζοῦν πα­ρά τή σα­φῆ γνώ­ση τῆς μη­δα­μι­νό­τη­τας τῆς ὕ­παρ­ξης, χω­ρίς νά ρα­γί­ζει ἡ κο­σμο­θε­ώ­ρη­σή τους. Ἡ ἀ­η­δί­α ἀ­πέ­ναν­τι στή ζω­ή λει­τουρ­γεῖ ἐ­δῶ ὡς κί­νη­τρο γιά δη­μι­ουρ­γί­α - εἴ­τε θρη­σκευ­τι­κῆς, εἴ­τε καλ­λι­τε­χνι­κῆς φύ­σε­ως. Τό Φο­βε­ρό ἤ τό Πα­ρά­λο­γο ἐ­ξυ­ψώ­νουν, για­τί μό­νο φ α ι ­ν ο ­μ ε ­ν ι ­κ ά εἶ­ναι φο­βε­ρά ἤ πα­ρά­λο­γα. Ἀ­κό­μη καί στόν κολο­φῶ­να αὐτῆς της κο­σμο­θέ­α­σης, ὁ δι­ο­νυ­σι­α­σμός δεί­χνει τή μα­γι­κή του δύ­να­μη: τό Πραγ­μα­τι­κό δι­α­λύ­ε­ται μές στό Φαι­νο­με­νι­κό, φα­νε­ρώ­νον­τας τήν ἑ­νι­αί­α φ ύ ­σ η τ ῆ ς Β ο ύ ­λ η ­σ η ς, στε­φα­νω­μέ­νη ἀπ’ τήν ἐ­κτυ­φλω­τι­κή λάμ­ψη τῆς σο­φί­ας καί τῆς ἀ­λή­θει­ας. Ἡ ἀ­πα­τη­λή φαν­τα­σμα­γο­ρί­α στό ἀ­πό­γει­ό της. - -

Τώ­ρα κα­τα­λα­βαί­νου­με για­τί ἡ ἴ­δια Βού­λη­ση ποὔ­δω­σε στόν ἑλ­λη­νι­κό Κό­σμο τά­ξη καί μορ­φή ἀ­πολ­λώ­νι­α, ἐμφα­νί­στη­κε καί ὡς δι­ο­νυ­σι­α­κή. Ἡ πά­λη τῶν δύ­ο αὐ­τῶν ἐκ­φάν­σε­ων εἶ­χε ἕνα σπου­δαῖ­ο σκο­πό: νά δη­μι­ουρ­γή­σει μι­άν ἀ ­ν ώ ­τ ε ­ρ η δ υ ­ν α ­τ ό ­τ η ­τ α ὕ ­π α ρ ­ξ η ς κ’ ἔ­τσι νά ἐ ­ξ υ ­μ ν ή ­σ ε ι —μέ­σῳ τῆς Τέ­χνη­ς— κά­τι ἀ­κό­μη πι­ό ὑ­ψη­λό. Ἄλλ’ αὐτό δέ θά πραγ­μα­τώ­νον­ταν πιά μέ τήν Τέ­χνη τοῦ φαί­νε­σθαι, πα­ρά μέ τήν Τραγωδία, ποὖ­χε, ἄλ­λω­στε, ἀ­πορ­ρο­φή­σει κι ὅλες τίς Τέ­χνες τοῦ φαί­νε­σθαι! Ἀ­πόλ­λων καί Δι­ό­νυ­σος ἔ­γι­ναν ἕνα. Τό δι­ο­νυ­σι­α­κό στοι­χεῖ­ο δι­α­πό­τι­σε μέν τήν ἀ­πολ­λώ­νι­α ζω­ή (ποὖ­χε τό φαί­νε­σθαι ὡς ἀ­πα­ρά­βα­το ὅ­ρι­ό της) - πλήν ὅμως ἡ δι­ο­νυ­σι­α­κή τρα­γι­κή Τέ­χνη δέν ἦ­ταν πιά «ἀ­λή­θει­α»· τό τραγούδι κ’ οἱ χο­ρευ­τι­κές κι­νή­σεις ἔ­πα­ψαν νά ἐκ­φρά­ζουν πη­γαῖ­α τή μέ­θη τῆς Φύ­σης: τό δι­ο­νυ­σι­α­ζό­με­νο μπου­λού­κι τοῦ Χο­ροῦ δέν ἦ­ταν πιά ἐ­κεῖ­νος ὁ συ­νε­παρ­μέ­νος ἀπ’ τήν ὁρ­μή τῆς ἄ­νοι­ξης δῆ­μος... Ἡ ἀ­λή­θει­α σ υ μ ­β ο ­λ ο­ π ο ι ­ε ῖ ­τ α ι τώ­ρα, παίρ­νει στή δού­λε­ψή της τό φαί­νε­σθαι, ἑ­πο­μέ­νως κι ὅλες τίς Τέ­χνες πού τό ἐκ­φρά­ζουν. Ἠ­ι­ό­ω ὅμως ἐν­το­πίζε­ται, σα­φῶς, μί­α οὐ­σι­ώ­δης ἀ­πό­κλι­ση ἀπ’ τήν πρω­ι­μότε­ρη Τέ­χνη: τώ­ρα, ὅλα τά καλ­λι­τε­χνι­κά μέ­σα κα­λοῦν­ται νά βο­η­θή­σουν ἀ ­π ό κ ο ι ­ν ο ῦ· ἔ­τσι, τ’ ἀ­γάλ­μα­τα ζων­τα­νεύ­ουν, περ­πα­τοῦν, ἡ σκη­νο­γρα­φί­α τρο­πο­ποι­εῖ­ται: πά­νω στόν ἴ­διο τοῖ­χο ἀ­πει­κο­νί­ζε­ται πό­τε ὁ να­ός, πό­τε τ’ ἀ­νά­κτο­ρα. Πα­ρα­τη­ροῦ­με, δη­λα­δή, μί­α κά­ποια ἀ ­δ ι­ α ­φ ο­ ρ ί ­α ἀ ­π έ­ ν α ν ­τ ι σ τ ό φ α ί ­ν ε ­σ θ α ι, τό ὁ­ποῖο κα­λεῖ­ται, αἴφ­νης, νά πα­ραι­τη­θεῖ ἀπ’ τά αἰ­ώ­νι­α δι­και­ώ­ματά του καί τίς κυ­ρί­αρ­χες ἐ­πι­τα­γές του. Τό φαί­νε­σθαι δέν ἐ­κλαμ­βά­νε­ται πιά ὡς φ α ί ­ν ε ­σ θ α ι, ἀλλ’ ὡς σ ύ μ ­β ο ­λ ο, ὡς ση­μεῖ­ον ἀ­λη­θεί­ας: ἐξ οὗ κ’ ἡ —κα­θαυ­τό σκαν­δα­λι­στι­κή— συγ­χώ­νευ­ση τῶν καλ­λι­τε­χνι­κῶν μέ­σων. Ἡ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό­τε­ρη ἔν­δει­ξη αὐτῆς της ὑ­πο­τί­μη­σης πού ὑ­πέ­στη τό φαί­νε­σθαι εἶν’ ἡ μ ά ­σ κ α.

Ἡ ἀ­ξί­ω­ση πού προ­βάλ­λει λοι­πόν στό θε­α­τή ἡ δι­ο­νυ­σι­α­κή Τέ­χνη εἶ­ναι νά βλέ­πει τά πάν­τα με­τα­μορ­φω­μέ­να ἀ­πό μί­α μα­γι­κή δύ­να­μη· νά βλέ­πει π έ ­ρ α ἀ­πό σύμ­βο­λα, νἆ­ναι ὅλος ὁ κό­σμος τῆς Σκη­νῆς καί τῆς Ὀρ­χή­στρας τό β α ­σ ί ­λ ε ι ­ο τ ο ῦ θ α ύ ­μ α ­τ ο ς. Ποιά δύ­να­μη θά τόν φέ­ρει σέ τέ­τοια ψυ­χι­κή δι­ά­θε­ση; Ποιά δύ­να­μη θά κά­νει τά θαύ­μα­τα πι­στευ­τά καί θά προ­βάλ­λει μπρο­στά στό θε­α­τή ἕναν κό­σμο μα­γι­κό; Ποιός νί­κη­σε τή δύ­να­μη τοῦ φαί­νε­σθαι, ὑ­πο­βι­βά­ζον­τάς την σέ ἁ­πλό σύμ­βο­λο;

Ἡ μ ο υ ­σ ι ­κ ή! —

4

Ὅ,­τι ἀ­πο­κα­λοῦ­με «αἴ­σθη­μα» —αὐτό μᾶς δι­δά­σκει ὁ Σοπε­νά­ου­ε­ρ— νο­εῖ­ται ὡς ἕνα σύμ­πλεγ­μα ἀ­σύ­νει­δων πα­ρα­στά­σε­ων καί ρο­πῶν τῆς Βού­λη­σης, ἐκ­δη­λού­με­νων ὑ­πό μορ­φήν ἡ­δο­νῆς καί λύ­πης. Οἱ ρο­πές τῆς Βού­λη­σης πα­ρου­σιά­ζουν μο­νά­χα πο­σο­τι­κή δι­α­φο­ρο­ποί­η­ση. Δέν ὑ­πάρ­χουν ε ἴ δ η ἡ­δο­νῆς, εἰ­μή μό­νο δι­α­βαθ­μί­σεις, συ­νο­δευ­όμε­νες ἀ­πό ἀ­να­ρίθ­μη­τες πα­ρα­στά­σεις. Λέ­γον­τας ἡ­δο­νή, ἐν­νο­οῦ­με τήν ἱ­κα­νο­ποί­η­ση τῆς μ ί ­α ς Βού­λη­σης· λέ­γον­τας λύ­πη, ἐν­νο­οῦ­με τή μή ἱ­κα­νο­ποί­η­σή της.

Πῶς με­τα­δί­δε­ται τό αἴ­σθη­μα; Ἕ­να μέ­ρος του, πο­λύ μι­κρό, λαμ­βά­νει τή μορ­φή σκέ­ψε­ων, ἄ­ρα πα­ρα­στά­σε­ων συ­νει­δη­τῶν· τοῦ­το ἀ­φο­ρᾷ, βε­βαί­ως, μο­νά­χα τις σ υ ν ο δ έ ς πα­ρα­στά­σεις μιᾶς βου­λη­τι­κῆς ρο­πῆς. Πάν­τα, ὡ­στό­σο, μέ­νει —ὡς καί σ’ αὐτή τήν πε­ρι­ο­χή τοῦ αἰ­σθή­μα­το­ς— κά­τι πού δέν ἐ­πι­δέ­χε­ται ἀ­νά­λυ­ση. Μό­νον τό ἀ­να­λύ­σι­μο σχε­τί­ζε­ται μέ τή γλῶσ­σα, ἄ­ρα μέ τίς ἔν­νοι­ες,[86] κ’ ἔ­τσι ὁ­ρι­ο­θε­τεῖ­ται στή σφαῖ­ρα τῆς «Π ο ί ­η ­σ η ς», ἐ­φό­σον ἐκ­φρά­ζει ἱ­κα­νά τό αἴ­σθη­μα.

Οἱ ἄλ­λες δύ­ο μορ­φές με­τά­δο­σης τοῦ αἰ­σθή­μα­τος εἶ­ναι κα­θα­ρά ἐν­στι­κτώ­δεις, δροῦν ἀ­σύ­νει­δα, πλήν ἀ­πο­τελε­σμα­τι­κά. Πρό­κει­ται γιά τή γ λ ῶ σ ­σ α τ ῶ ν μ ι ­μ ι ­κ ῶ ν χ ε ι ­ρ ο ­ν ο ­μ ι ­ῶ ν κ α ί τ ῶ ν ἤ ­χ ω ν. Ἡ γλῶσ­σα τῶν μι­μι­κῶν χει­ρο­νο­μι­ῶν ἀ­πο­τε­λεῖ­ται ἀ­πό σύμ­βο­λα κα­θο­λι­κῶς κα­τα­νο­η­τά κ’ ἐκ­φρά­ζε­ται μέ ἀ­να­κλα­στι­κές κι­νή­σεις. Τά σύμ­βο­λα τοῦ­τα εἶ­ναι ὁ ­ρ α ­τ ά: τό μά­τι, πού τά βλέ­πει, με­τα­δί­δει πα­ρευ­θύς τή δι­ά­θε­ση πού πα­ρή­γαγε ἡ χει­ρο­νο­μί­α μέ τή συμ­βο­λι­κή της κί­νη­ση· συ­χνά, ὁ θε­α­τής αἰ­σθά­νε­ται μί­α συμ­πα­θη­τι­κή ἐν­νεύ­ρω­ση στό μέρος τοῦ προ­σώ­που ἤ στό μέ­λος τοῦ ὁ­ποίου τήν κί­νη­ση βλέ­πει. Ἐν προ­κει­μέ­νῳ, τό σύμ­βο­λο εἶν’ ἕνα ὅ­λως ἀ­τε­λές καί με­ρι­κό εἴ­δω­λο, ση­μά­δι ὑ­παι­νι­κτι­κό· γιά νά γί­νει κα­τα­νο­η­τό, πρέ­πει νά ὑ­πάρ­ξει μι­ά σύμ­βα­ση. Τό σύμ­βο­λο τό κα­τα­νο­εῖ κα­νείς ἐ ν ­σ τ ι ­κ τ ω ­δ ῶ ς - συ­νε­πῶς ἡ ἐ­νάργει­α τοῦ Συ­νει­δέ­ναι πα­ρέλ­κει.

Ποιό κομ­μά­τι τῆς διτ­τῆς φύ­σης τοῦ αἰ­σθή­μα­τος συμ­βο­λί­ζει ἡ μ ι ­μ ι ­κ ή χ ε ι ­ρ ο ­ν ο ­μ ί ­α; Τ ή σ υ ­ν ο ­δ ή π α ­ρ ά ­σ τ α ­σ η, σα­φῶς· για­τί μο­νά­χα αὐ­τήν μπο­ρεῖ νά ὑ­παι­νι­χθεῖ ἡ ὁ­ρα­τή —κα­τά συ­νέ­πει­α ἀ­τε­λής καί με­ρι­κή— χει­ρο­νο­μί­α: μί­α εἰ­κό­να, μό­νο μέ­σῳ μιᾶς ἄλ­λης εἰ­κό­νας μπο­ρεῖ νά συμ­βο­λι­στεῖ.

Ἡ ζω­γρα­φι­κή κ’ ἡ γλυ­πτι­κή πα­ρου­σιά­ζουν τόν ἄν­θρω­πο μέ­σῳ τῆς χει­ρο­νο­μί­ας: συ­νι­στοῦν, δη­λα­δή, μί­μη­ση ἑνός συμ­βό­λου· ἄν τό σύμ­βο­λο αὐτό γί­νει κα­τα­νο­η­τό, πέ­τυ­χαν τό σκο­πό τους. Ἡ ἀ­πό­λαυ­ση τοῦ θε­α­τῆ ἔγ­κει­ται στήν κα­τα­νό­η­ση τοῦ συμ­βό­λου π α ­ρ ά τό φαί­νε­σθαί του.* Ἀν­τί­θε­τα, ὁ ἠ­θο­ποι­ός τό πα­ρου­σιά­ζει στήν π ρ α γ μ α ­τ ι ­κ ή του δι­ά­στα­ση, ὄ­χι μέ κύ­ρι­ο σκο­πό τό φαί­νε­σθαι· ἡ ἐ­πί­δρα­ση πού θά ἀ­σκή­σει ἐ­πά­νω μας, δέν ἐξαρτᾶ­ται ἀπ’ τό ἄν θά κα­τα­νο­ή­σου­με τό συγ­κε­κρι­μέ­νο σύμ­βο­λο: μᾶλ­λον βυ­θι­ζό­μα­στε στό συμ­βο­λο­ποι­η­μέ­νο αἴ­σθη­μα, μή μέ­νον­τας ἁ­πλῶς στήν ἀ­πό­λαυ­ση τοῦ φαί­νε­σθαι καί τῆς ὡ­ραί­ας λάμ­ψης του.

Ἔ­τσι, ὁ σκη­νο­γρα­φι­κός δι­ά­κο­σμος τοῦ Δρά­μα­τος δι­ό­λου δέν ξυ­πνᾶ τήν ἀ­πό­λαυ­ση τοῦ φαί­νε­σθαι· ἀ­πε­ναν­τί­ας, τόν ἀν­τι­λαμ­βα­νό­μα­στε ὡς σύμ­βο­λο, καί κα­τα­λα­βαί­νου­με τί πραγ­μα­τι­κά ὑ­παι­νίσ­σε­ται. Κέ­ρι­νες κοῦ­κλες καί ἀ­λη­θι­νά φυ­τά μᾶς εἶ­ναι ἀ­πο­λύ­τως ἀ­πο­δε­κτά δί­πλα στά ζω­γρα­φι­σμέ­να ἀν­τί­γρα­φά τους - γε­γο­νός πού κα­τα­δει­κνύ­ει ὅτι φέρ­νου­με στό νοῦ μας τήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα κι ὄ­χι τό καλ­λι­τε­χνι­κό φαί­νε­σθαι. Τό ζη­τού­με­νο πλέ­ον εἶ­ναι τό Ἀ­λη­θο­φα­νές, ὄ­χι τό Ὡ­ραῖ­ο.

Τί εἶ­ναι ὅμως τό Ὡ­ραῖ­ο;

«Τό ρό­δο εἶ­ναι ὡ­ραῖ­ο», ση­μαί­νει ἁ­πλᾶ: τό ρό­δο φ α ί ν ε τ α ι ὡ­ραῖ­ο, ἔ­χει κά­τι φω­τει­νό πού ἀ­ρέ­σει. Λέ­γον­τας κά­τι τέ­τοιο, δέν ἐκ­φρά­ζου­με γνώ­μη γιά τή βα­θύ­τε­ρη οὐσί­α του. Ἀ­ρέ­σει, προ­κα­λεῖ εὐ­χα­ρί­στη­ση ὡς φαι­νό­με­νο: του­τέ­στιν, ἱ­κα­νο­ποι­εῖ­ται ἡ Βού­λη­ση ἀπ’ τό δι­α­λάμ­πον φῶς τοῦ ρό­δου, κ’ ἔ­τσι «δυ­να­μώ­νει» ἡ ἡ­δο­νή του ὑ­πάρ­χειν. Κα­τά τό φαί­νε­σθαί του τό ρό­δο εἶ­ναι πι­στό εἴ­δω­λο τῆς ταυ­τι­ζό­με­νης μέ τήν ἐν λό­γῳ μορ­φή Βού­λη­σής του, καί ἀν­τί­στοι­χο μέ τόν εἰ­δολο­γι­κό ὁ­ρι­σμό του. Ὅ­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀν­τα­πο­κρί­νε­ται στόν ὁ­ρι­σμό αὐτό, τό­σο πι­ό ὡ­ραῖ­ο εἶ­ναι· ἄν, τώ­ρα, κ α ί ἡ β α ­θ ύ ­τ ε ­ρ η ο ὐ ­σ ί α τοῦ ρό­δου ἀν­τα­πο­κρί­νε­ται σ’ ἐ­κεῖ­νον τόν ὁ­ρι­σμό, τό­τε κα­λόν ἐ­στι...

Ὥ­ραῖ­ος ζω­γρα­φι­κός πί­να­κας», ση­μαί­νει ἁ­πλῶς: ἡ πα­ρά­στα­ση μι­ᾶς ζω­γρα­φιᾶς ποὔ­χα­με στό νοῦ μᾶς βρί­σκει σ’ αὐτόν τόν πί­να­κα τήν πλή­ρω­σή της. Ἄν ὅμως χα­ρα­κτη­ρί­σου­με ἕναν πί­να­κα «κα­λό», ὑ­πο­δη­λώ­νου­με ὅτι ἡ πα­ρά­στα­σή μας τού­τη ἀν­τα­πο­κρί­νε­ται στήν ἐ ­σ ώ ­τ ε ­ρ η ο ὐ σ ί α τοῦ ζω­γρα­φι­κοῦ πί­να­κα. Ὡ­στό­σο, τίς πε­ρισ­σό­τε­ρες φο­ρές, γιά τούς «ἀρ­χά­ρι­ους», μί­α ὡ­ραί­α ζω­γρα­φιά εἶ­ναι μο­να­χά μι­ά ζω­γρα­φιά πού ἀ­να­πα­ρι­στᾷ κά­τι ὡ­ραῖ­ο. Πρός τό πα­ρόν, δη­λα­δή, μέ­νου­με στήν ὀ­μορ­φιά τῆς Ὕ­λης·[87] ἔ­τσι ὀ­φεί­λου­με κ’ ἐ­μεῖς ν’ ἀ­πο­λαμ­βά­νου­με τίς εἰ­κα­στι­κές Τέ­χνες στό Δρᾶ­μα, μό­νο πού τό ζη­τού­με­νο δέν μπο­ρεῖ πιά νἆ­ναι ἁ­πλῶς ἡ ἀ­να­πα­ρά­στα­ση ὡ­ραί­ων πραγ­μά­των Αὐτό πού προ­έ­χει εἶ­ναι νά φαί­νον­ται ἀ ­λ η θ ι ν ά. Τό ἀ­να­πα­ρι­στώ­με­νο ἀν­τι­κεί­με­νο πρέ­πει νά ἐν­τυ­πώ­νε­ται στίς αἰ­σθή­σεις σά φυ­σι­κό καί ζων­τα­νό· πρέ­πει νά δρᾶ σάν ἀ­λή­θει­α - ἐνῶ γιά κά­θε ἔρ­γο πού φέ­ρει τήν ὡ­ραί­α λάμ­ψη τοῦ φαί­νε­σθαι ἐ­γεί­ρε­ται ἡ ἀ­κρι­βῶς ἀ ν ­τ ί ­θ ε ­τ η ἀ­ξί­ω­ση!

Ἄν ὅμως ἡ σχε­τι­κή μέ τό αἴ­σθη­μα μι­μι­κή χει­ρο­νο­μί­α συμ­βο­λί­ζει τίς πα­ρα­στά­σεις πού συ­νο­δεύ­ουν μι­ά ρο­πή τῆς Βού­λη­σης, ποιό σύμ­βο­λο θ ά μ ε ­τ α ­φ έ ­ρ ε ι στή νό­η­σή μας τίς κι­νή­σεις τῆς ἴ­διας τ ῆ ς Β ο ύ ­λ η ­σ η ς; Πῶς θά γί­νει ἡ ἐν­στι­κτώ­δης με­σο­λά­βη­ση; Μέ τόν ἦ ­χ ο! Ἀ­κρι­βέ­στε­ρα: μέ τούς δι­ά­φο­ρους τρό­πους ἡ­δο­νῆς καί λύ­πης πού συμ­βο­λί­ζει ὁ ἦ­χος, χω­ρίς συ­νο­δές πα­ρα­στά­σεις.

Ὅ­λες οἱ ἐκ­φρά­σεις μέ τίς ὁ­ποῖες χα­ρα­κτη­ρί­ζου­με δι­ά­φο­ρες μορ­φές λύ­πης, ἀ­πη­χοῦν πα­ρα­στά­σεις πού γέν­νη­σε ἡ συμ­βο­λι­κή γλῶσ­σα τῶν μι­μι­κῶν χει­ρο­νο­μι­ῶν· λό­γου χά­ριν, ὅταν μι­λᾶ­με γιά ἕναν ξαφ­νι­κό φό­βο ἤ γιά ἕναν πό­νο πού «κλο­τσά­ει», «θε­ρί­ζει», «τι­νά­ζει», «σου­βλί­ζει», «κό­βει», «γαρ­γα­λά­ει». Μ’ αὐτά τά ρή­μα­τα ἐκ­φρά­ζου­με, κα­τα­πώς φαί­νε­ται, ὁ­ρι­σμέ­νες «συ­χνό­τη­τες» τῆς Βού­λη­σης, ἐν ὀ­λί­γοις —γιά νά μι­λή­σου­με μέ τή Συμ­βο­λι­κή τῆς μου­σι­κῆ­ς—­μι­α Ρ υ θ ­μ ι ­κ ή. Τώ­ρα, στή δ υ ­ν α ­μ ι ­κ ή τοῦ ἤ­χου ἀ­να­γνω­ρί­ζου­με τό βαθ­μό ἐ­πί­τα­σης* τῆς Βού­λη­σης, τούς ἀ­να­βαθ­μούς ἡ­δο­νῆς καί λύ­πης. Ὅ­μως τό πραγ­μα­τι­κό του ποιόν δέν ἐκ­φρά­ζε­ται μέ πα­ρο­μοι­ώ­σεις, πα­ρά κρύ­βε­ται στήν ἁ ρ ­μ ο ­ν ί ­α. Ἡ Βού­λη­ση καί τό σύμ­βο­λό της, ἡ Ἁρ­μο­νί­α, συ­νι­στοῦν ἀμ­φό­τε­ρες, σέ τε­λι­κή ἀ­νά­λυ­ση, τήν κ α ­θ α ­ρ ή Λ ο ­γ ι ­κ ή! Ἐ­νῶ ἡ Ρυθ­μι­κή καί ἡ Δυ­να­μι­κή εἶν’ ἀ­κό­μη, ὡς ἕναν βαθ­μό, ἐ­ξω­τε­ρι­κές πλευ­ρές τῆς δί­κην συμ­βό­λων ἐκ­δη­λού­με­νης Βού­λη­σης —φέρον­τας κα­θε­αυ­τές τόν χα­ρα­κτῆ­ρα τοῦ φαι­νο­μέ­νου—, ἡ Ἁρ­μο­νί­α, πα­ρα­τα­ῦ­τα, συμ­βο­λί­ζει τήν κα­θα­ρή οὐ­σία τῆς Βού­λη­σης. Ὡς ἐκ τού­του, στό πλαί­σι­ο τῆς Ρυθ­μι­κῆς καί τῆς Δυ­να­μι­κῆς, κα­θε­τί πού ὑ­πο­πί­πτει στίς αἰ­σθή­σεις μας μπο­ρεῖ νά χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ὡς φαι­νό­με­νο, κ ι ἀ ­π ό α ὐ τ ή τ ή ν ἄ ­π ο ­ψ η ἡ μ ο υ ­σ ι ­κ ή μ π ο ­ρ ε ῖ ν ά ἐ ­ξ ε ­λ ι ­χ θ ε ῖ σ έ Τ έ ­χ ν η τ ο ῦ φ α ί ­ν ε ­σ θ α ι. Ἡ ἁρ­μο­νί­α, μή ἐ­πι­δε­χό­με­νη ἀ­νά­λυ­ση, ἐκ­φρά­ζει τό ποιόν τῆς Βού­λη­σης ἐν­τός κ’ ἐ­κτός ὅ­λων τῶν φαι­νο­μέ­νων, συ­νι­στῶν­τας, ἑ­πο­μέ­νως, συμ­βο­λι­σμό ὄχι μό­νον τοῦ αἰ­σθή­μα­τος, ἀλλά τοῦ Κ ό ­σ μ ο υ ὅ λ ο υ. Πε­ρι­ο­ρι­ζό­με­νη στή δι­κή της σφαῖ­ρα,± ἡ Ἔν­νοι­α κα­θε­αυ­τή δέν ἔ­χει καμ­μί­α ἀ­πολύ­τως δύ­να­μη.

Τώ­ρα ἀν­τι­λαμ­βα­νό­μα­στε τή ση­μα­σί­α τῆς γλώσ­σας τῶν χει­ρο­νο­μι­ῶν καί τοῦ ἡ­χου γιά τό δ ι ­ο ­ν υ ­σ ι ­α ­κ ό ἔ ρ ­γ ο Τ έ ­χ ν ης. Ἀρ­χι­κά, στό δι­θύ­ραμ­βο, κά­θε ἄ­νοι­ξη, ὁ ἄν­θρω­πος ἤ­θε­λε νά ἐκ­φρα­στεῖ ὄ­χι ὡς ἄ­το­μο ἀλλά ὡς ε ἶ ­δ ο ς- τοῦ­το ἐκ­δη­λω­νό­ταν μέ τή συμ­βο­λι­κή του μα­τιοῦ καί μέ μι­μι­κές χει­ρο­νο­μί­ες· μι­λοῦ­σε σά Σ ά τ υ ρ ο ς, σάν πλά­σμα τῆς Φύ­σης ἀ­νά­με­σα σέ ἄλλα πλά­σμα­τα τῆς Φύσης, μέ τήν πι­ό πα­ρά­φο­ρη γλῶσ­σα μι­μι­κῶν κι­νή­σε­ων: μέ τό χο­ρό. Δι­ά τοῦ ἤ­χου ὁ ἄν­θρω­πος ἐκ­φρά­ζει τούς πι­ό μύ­χι­ους λο­γι­σμούς τῆς Φύ­σης: ἄ­με­σα νο­η­τή δέν γί­νε­ται μο­νά­χα ἡ με­γα­λο­φυί­α τοῦ Εἴ­δους —ὅπως συμ­βαί­νει στήν πε­ρί­πτω­ση τῶν μ ι ­μ ι ­κ ῶ ν χ ε ι­ ρ ο ν ο μ ι ῶ ν—, πα­ρά κ’ ἡ με­γα­λο­φυί­α τῆς Ὕ­παρ­ξης κα­θεαυ­τῆς: ἡ Βού­λη­ση!

Μέ τή Χει­ρο­νο­μί­α, λοι­πόν, ὁ ἄν­θρω­πος βρί­σκε­ται ἐν­τός τῶν ὁ­ρί­ων τοῦ Εἴ­δους, ἄ­ρα ἐν­τός του Κό­σμου τῶν φαι­νο­μέ­νων, ἐνῶ ὁ ἦ­χος δι­α­λύ­ει, τρόποντινά, τό Φαι­νο­με­νι­κό ἐ­πα­να­φέ­ρον­τας στήν ἀρ­χέ­γο­νη ἑ­νό­τη­τα· μπρός στή μα­γεί­α τοῦ ἤ­χου, ὁ κό­σμος τῆς maya[88] ἐ­ξα­φα­νί­ζε­ται.

Ὅ­μως πό­τε ὁ ἄν­θρω­πος τῆς Φύ­σης με­τέρ­χε­ται τῆς Συμ­βο­λι­κῆς τοῦ ἤ­χου; Ἀ­πό ποιό ση­μεῖ­ο κ’ ἔ­πει­τα δέν ἀρ­κεῖ πιά ἡ γλῶσ­σα τῶν μι­μη­τι­κῶν χει­ρο­νο­μι­ῶν; Πό­τε γί­νε­ται ὁ ἦ­χος μου­σι­κή. Κυ­ρί­ως ὅταν ἡ Βού­λη­ση φτά­νει στό ἀ­νώ­τα­το στά­δι­ο ἡ­δο­νῆς ἤ λύ­πης - ὅταν ἀ­γαλ­λιᾷ ἤ φο­βᾶ­ται μέ­χρι θα­νά­του, ἐν ὀ­λί­γοις στή μ έ ­θ η τ ο ῦ α ἰ ­σ θ ή­ μ α ­τ ο ς: σ τ ή ν κ ρ α υ ­γ ή. Πό­σο πι­ό δυ­να­μι­κή κι ἀ­με­σώ­τε­ρη εἶν’ ἡ κραυ­γή ἀ­πέ­ναν­τι στό ἁ­πλό βλέμ­μα! Ἄλ­λα κ’ οἱ πι­ό ἤ­πι­ες συγ­κι­νή­σεις τῆς Βού­λη­σης ἔ­χουν κι αὐτές τόν ἠ­χη­τι­κό συμ­βο­λι­σμό τους· γε­νι­κά, κά­θε χει­ρο­νο­μί­α ἔ­χει τόν ἀ­νά­λο­γο ἦ­χο, πού μο­νά­χα μές ἀπ’ τή μέ­θη τοῦ αἰ­σθή­μα­τος με­του­σι­ώ­νε­ται σέ κα­θα­ρή εὐ­η­χί­α.

Ἡ βα­θύ­τα­τη μα­ζί καί συ­νη­θέ­στα­τη σύμ­μι­ξη Συμ­βο­λι­κῆς καί ἤ­χου εἶν’ ἡ γ λ ῶ σ ­σ α. Στή λέ­ξη συμ­βο­λί­ζε­ται ἡ οὐσία τῶν πραγ­μά­των μέ­σῳ τοῦ ἤ­χου, τῆς δι­α­κύ­μαν­σής του, τῆς δύ­να­μης καί τοῦ ρυθ­μοῦ τῆς ἀν­τήχη­σής του· μέ τήν κί­νη­ση τοῦ στό­μα­τος συμ­βο­λί­ζε­ται ἡ συ­νο­δή πα­ρά­στα­ση, ἡ εἰ­κό­να, ἡ ἐμ­φά­νι­ση τῆς οὐσίας. Τά σύμ­βο­λα μπο­ρεῖ, κατ’ ἀ­νάγ­κην, νἆ­ναι ποι­κί­λα, ξε­φυ­τρώ­νουν ὅμως ἐν­στι­κτω­δῶς, μέ αὐ­στη­ρή καί σο­φή νο­μο­τέ­λει­α. Ἕ­να σύμ­βο­λο, ἅ­παξ καί γί­νει ἀν­τι­λη­πτό, ἀ­πο­τε­λεῖ ἔν­νοι­α:[89] κι ὅταν σβή­σει ὁ γρα­πω­μέ­νος στα­θε­ρά ἀπ’ τή μνή­μη ἦ­χος, τό σύμ­βο­λο τῆς συ­νο­δῆς πα­ρά­στα­σης σώ­ζε­ται πλέ­ον μο­να­χά στήν Ἔν­νοι­α. Ὅ,­τι κα­νείς πε­ρι­γρά­φει καί δι­α­χω­ρί­ζει, τό «ἐν­νο­εῖ».

Κα­τά τήν κλι­μά­κω­ση τοῦ αἰ­σθή­μα­τος ἀ­πο­κα­λύ­πτε­ται, εὐ­κρι­νέ­στε­ρα καί πι­ό κα­τα­νο­η­τά, δι­ά τοῦ ἤ­χου τό ποιόν, ἡ οὐ­σία τῆς λέ­ξης - γιά τοῦ­το κι ἀν­τη­χεῖ πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀπ’ τόν ἁ­πλό ἦ­χο. Τό ρε­τσι­τα­τί­βο­[90] ἀ­πο­τε­λεῖ, συ­νά­μα κ’ ἐ­πι­στρο­φή στή Φύ­ση: τό σύμ­βο­λο, πού ἀμ­βλύν­θη­κε ἀπ’ τήν πο­λυ­χρη­σί­α, ἐ­πα­να­κτᾷ, ἔ­τσι, τήν πρω­το­γο­νι­κή του δύ­να­μη.

Μέ τήν ἀ­κο­λου­θί­α τῶν λέ­ξε­ων, του­τέ­στιν μέ­σῳ μί­ας ἁ­λυ­σί­δας συμ­βό­λων, πρό­κει­ται λοι­πόν νά πα­ρα­στα­θεῖ κά­τι και­νούρ­γιο καί σπου­δαι­ό­τε­ρο: γιά νά πε­τύ­χου­με ὅμως τέ­τοιαν ἰ­σχύ, χρει­α­ζό­μα­στε ξα­νά τή ρυθ­μι­κή, τή δυ­να­μι­κή καί τήν ἁρ­μο­νί­α. Τού­τη ἡ ἀ­νώ­τε­ρη σφαῖ­ρα ἐκ­φρα­στι­κῶν μέ­σων ἐ­πι­βάλ­λε­ται τώ­ρα στό στε­νό κύ­κλο τῆς κά­θε λέ­ξης: οἱ λέ­ξεις δι­α­λέ­γον­ται, βρί­σκουν νέ­α θέ­ση μές στήν πρό­τα­ση - κ’ ἡ ποί­η­ση ἀρ­χι­νᾶ. Τό ρε­τσι­τα­τί­βο μιᾶς φρά­σης δέν συ­νι­στᾶ ἁ­πλῶς ἠ­χη­τι­κή ἀλ­λη­λου­χί­α λέ­ξε­ων: κά­θε­μι­ά τους σύ­ρει μί­α κλαγ­γή,[91] σύ­στοι­χη πρός τό ποιόν, πρός τό πε­ρι­ε­χό­με­νό της (ἀ­να­πα­ρι­στώ­με­νο μ’ ἕνα σύμ­βο­λο), κι ἀ­νά­λο­γα μέ τή θέ­ση της στήν πρό­τα­ση γί­νε­ται κά­θε φορά ἄλ­λη. Ἐν ὀ­λί­γοις: ἡ πρό­τα­ση ὡς Ὅ­λον ἐ­πα­να­προσ­δι­ο­ρί­ζει δι­αρ­κῶς κά­θε λέ­ξη. Μί­α ἁ­λυ­σί­δα ἐν­νοι­ῶν συγ­κρο­τεῖ μι­ά Σκέ­ψη: τού­τη εἶ­ναι, λοι­πόν, ἡ ἀ­νώ­τε­ρη ἑ­νό­τη­τα τῶν συ­νο­δῶν πα­ρα­στά­σε­ων. Ὡς τήν οὐσία τῶν πραγ­μά­των ἡ Σκέ­ψη δέν μπο­ρεῖ νά προ­βεῖ, ἐ­πι­δρᾶ ὡ­στό­σο ἐ­πά­νω μας ὡς κί­νη­τρο καί ὡς βου­λη­τι­κό ἐ­ρέ­θι­σμα· ἄλ­λω­στε εἶ­χε γί­νει ἤδη ἀν­τι­λη­πτή ὡς σύμ­βο­λο μί­ας βου­λη­τι­κῆς ἐκ­δή­λω­σης - ἑ­νός ἐ­ρε­θί­σμα­τος καί ταυ­τό­χρο­νά τῆς σύ­στοι­χης ἐκ­δή­λω­σής του. Ὅ­ταν ἐκ­φωνη­θεῖ τού­τη ἡ Σκέ­ψη, μα­ζί μέ τή Συμ­βο­λι­κή τοῦ ἤ­χου, δρᾶ ἀ­συγ­κρί­τως πι­ό ἰ­σχυ­ρά καί ἄ­με­σα. Τρα­γου­δι­σμέ­νη, φτά­νει στό ἀ­πό­γει­ό τῆς δρά­σης της - ἐ­φό­σον βε­βαί­ως τό μέ­λος εἶ­ναι τό ἄ ­μ ε ­σ α κ α ­τ α ­ν ο ­η ­τ ό σύμ­βο­λο τῆς βού­λη­σής της·[92] δι­α­φο­ρε­τι­κά, ἡ μέν ἀλ­λη­λου­χί­α τῶν ἤ­χων ἐ­πι­δρᾶ μέν, πλήν ἡ ἀλ­λη­λου­χί­α τῶν λ έ ­ξ ε ­ω ν, ἡ Σκέ­ψη, μᾶς μέ­νει ξέ­νη κι ἀ­δι­ά­φο­ρη.

Ἄν λοι­πόν ἡ Λέ­ξη πρό­κει­ται νά λει­τουρ­γή­σει κα­τε­ξο­χήν ὡς σύμ­βο­λο τῆς συ­νο­δῆς πα­ρά­στα­σης τοῦ πρω­ταρ­χι­κοῦ ἐ­ρε­θι­σμοῦ τῆς Βού­λη­σης, ἄν, δη­λα­δή, πρό­κει­ται νά συμ­βο­λί­σει εἰ­κό­νες ἤ αἰ­σθή­μα­τα, δύ­ο δι­α­φο­ρε­τι­κοί δρό­μοι ἀ­νοί­γουν γιά τήν Ποί­η­ση: τό ἔ­πος καί ἡ Λύ­ρα. Τό πρῶ­το ὁ­δη­γεῖ στίς εἰ­κα­στι­κές Τέ­χνες, ἡ δεύ­τε­ρη στή μου­σι­κή: ἡ ἀ­πό­λαυ­ση τῶν φαι­νο­μέ­νων* δε­σπό­ζει στήν ἐ­πι­κή ποί­η­ση, ἐνῶ στή λυ­ρι­κή ἀ­πο­κα­λύ­πτε­ται ἡ ἴ­δια ἡ Βού­λη­ση. Ἡ πρώ­τη ξε­κό­βει ἀπ’ τή μου­σι­κή, ἡ δεύ­τε­ρη πα­ρα­μέ­νει δε­μέ­νη μα­ζί της.

Τώ­ρα, στό δι­ο­νυ­σι­α­κό δι­θύ­ραμ­βο,[93] ὁ θι­α­σώ­της τοῦ Δι­ο­νύ­σου φτά­νει στήν ἔ­ξαρ­ση ὅλων τῶν συμ­βο­λι­στι­κῶν του δυ­να­το­τή­των: ἕνα συ­ναί­σθη­μα πρω­τό­γνω­ρο κυ­κᾶ­ται μέ­σα του καί γυ­ρεύ­ει πι­ε­στι­κά νά βγεῖ πρός τά ἔ­ξω - ἡ ἐκ­μη­δέ­νι­ση τῆς ἀ­το­μι­κό­τη­τας, ἡ ὁλο­κλη­ρω­τι­κή ἕνω­ση μέ τή με­γα­λο­φυί­α τοῦ Εἴ­δους,[94] δη­λα­δή: μέ τή Φύ­ση! Ναι· τώ­ρα θά ἐκ­φρα­στεῖ ἡ ἴ­δια ἡ Φύ­ση, κι ἄ­ρα χρει­ά­ζε­ται ν έ ­ο ς κό­σμος συμ­βό­λων οἱ συ­νο­δές πα­ρα­στά­σεις ὁρ­μοῦν μέ εἰ­κό­νες πυ­ρε­τι­κές, συμ­βο­λο­ποι­οῦν­ται καί ἀ­ναπα­ρί­σταν­ται μέ τήν ὕ­ψι­στη φυ­σι­κή ἐ­νέρ­γει­α μές ἀ­πό σύμπα­σα τή Συμ­βο­λι­κή τοῦ σώ­μα­τος - μέ τό χο­ρό! Ἀλλά κι ὅλη ἡ σφαῖ­ρα τῆς Βού­λη­σης ἀ­παι­τεῖ ἐ­πί­σης νά ἐκ­φρα­στεῖ μέ ἀ­νή­κου­στους τώ­ρα συμ­βο­λι­σμούς - κ’ οἱ δυ­νά­μεις τῆς Ἁρ­μο­νί­ας, τῆς Δυ­να­μι­κῆς καί τῆς Ρυθ­μι­κῆς κο­ρυ­φώ­νον­ται μο­νο­στιγ­μι­κά! Μοι­ρα­σμέ­νη ἀ­νά­με­σα σέ δύ­ο Κό­σμους, ἡ Ποί­η­ση φτά­νει σέ νέ­α πε­δί­α δρά­σης: τή ζων­τα­νή εἰ­κό­να (χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό τοῦ ἔ­πους), μά καί τή μέ­θη τοῦ ἤ­χου (χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό της λυ­ρι­κῆς ποί­η­σης). Γιά νά συλ­λά­βει κα­νείς τού­τη τήν ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κή ἀ­ποδέ­σμευ­ση κά­θε συμ­βο­λι­στι­κῆς δύ­να­μης,[95] πρέ­πει νά ἔ­χει κα­τα­λη­φθεῖ ἀπ’ τήν ἴδια τήν ἔ­ξα­ψη πού τίς γέν­νη­σε: ὁ δι­θυ­ραμ­βι­κός θε­ρά­πων τοῦ Δι­ο­νύ­σου γί­νε­ται κα­τα­νο­η­τός μό­νο ἀπ’ τούς ὁ­μοί­ους του! Μά γι’ αὐτό κι ὁ και­νούρ­γιος τοῦ­τος Κό­σμος τῆς Τέ­χνης ἐ­ξορ­μᾷ σύσ­σω­μος σέ φο­βε­ρές μά­χες, στρο­βι­λι­ζό­με­νος, μέ τήν ἀ­πό­ξε­νη καί γο­η­τευ­τι­κή λαμ­πρό­τη­τά του, μέ­σῳ τοῦ ἀ­πολ­λώ­νι­ου Ἑλ­λη­νι­σμοῦ!
------------------------------

* Samtliche Briefe (Colli - Montinari), III, 120.

* Γράμ­μα στόν Gersdorff, 7 Νο­εμ­βρί­ου 1870.

± Ὑ­πό τόν τί­τλο Κα­τα­γω­γή καί σκο­πός τῆς Τραγωδίας. Ἀ­να­λυ­τι­κά: KSA, XIV, 41-2.

±± Ἀ­να­λυ­τι­κώ­τε­ρα: Πί­να­κας ὅρων, «Ἀ­πολ­λώ­νι­ο-Δι­ο­νυ­σι­α­κό».

$ Σύμ­φω­να μέ τόν κα­θη­γη­τή τοῦ Νί­τσε, Fr. Ritschl, ἡ κι­θα­ριστι­κή μου­σι­κή προ­σι­δι­ά­ζει στή λα­τρεί­α τοῦ Ἀ­πόλ­λω­να, ἐνῶ ἡ αὐ­λη­τι­κή εἶ­ναι πι­ό ἐν­θου­σι­α­στι­κή, πι­ό ἔν­το­νη καί δι­ο­νυ­σι­α­κή (Olympus derAulet, στό: Kleinephilologische Schriften [I-V, Leipzig, 1866-79], I, 259 κ.ε.). Ὁ Westphal τό­νι­σε κι αὐτός τήν ἀν­τί­θε­ση ἀ­πολ­λώ­νι­ου-δι­ο­νυ­σι­α­κοῦ στό ζεῦγ­μα κι­θά­ρας-αὐ­λοῦ (Geschichte der alien und mittelalterischen Musik, Breslau, 1865, 98). Ἀλ­λά καί πα­λιό­τε­ρα, ὁ Welcker εἶ­χε ἤδη ἐ­πι­ση­μά­νει τό ρό­λο πού ἔ­παι­ξε ἡ «ἀν­τί­θε­ση» Ἀ­πόλ­λω­να-Δι­ο­νύ­σου στήν ἀ­νά­πτυ­ξη τῶν δι­α­φό­ρων εἰ­δῶν ποί­η­σης (Griechische Gotterlehre [Ι-ΙΙΙ, Gottingen, 1857-63], II, 576).

* * Βλ. ἐν­δει­κτι­κά: σ. 106-7· 159-60.

* Αὐτό συμ­πε­ραί­νου­με ἀπ’ τό 3ο ση­μει­ω­μα­τά­ρι­ο, γραμ­μέ­νο ἀπ’ τό χει­μῶ­να τοῦ 1869-70 ὡς τήν ἄ­νοι­ξη τοῦ ’70.

± Ὁ φί­λος τοῦ Νί­τσε, Η. Romundt, ἀ­να­φέ­ρε­ται σ’ ἕνα γράμ­μα (3-5-1869) στή «σπο­ρά τοῦ τε­λευ­ταί­ου χει­μῶ­να» (“die Aussaat des letzten Winters”), ἐν­νοῶν­τας τίς ὡ­ραῖ­ες θρυ­λι­κές συ­ζη­τή­σεις τούς (“Es tont wie eine schone, halbverklungene Sage ... zu mir” ) «γιά τόν τό­τε καί τόν τω­ρι­νό ξα­να­να­στη­μέ­νο πεσ­σι­μι­σμό, γιά τό Δρᾶ­μα τοῦ μέλ­λον­τος, γιά τή μου­σι­κή ὡς κλει­δί πά­σης φι­λο­λο­γί­ας τῆς Τέ­χνης, γιά τόν R<ichard> W<agner> καί τόν A<rthur> Sch<openhauer»>.

±± Μέ ὅλον τόν φόρ­το τῆς σο­πε­να­ου­ε­ρι­κῆς φρα­σε­ο­λο­γί­ας (οἱ ἀ­ραί­ω­σεις δι­κές μας): Wir werden vielfiir die a s t h e t i s c h e Wis senschaftgewonnen haben, wenn wir n i c h t n u r z u r l o g i s c h e n E i n s i c h t, sondern zur unmittelbaren Sicherheit der Anschauung gekommen sind I, dass... («Πο­λύ θά ἐμ­πλου­τί­σου­με τήν αἰ­σθη­τι­κή μας γνώ­ση, ἄν κα­τα­κτή­σου­με ὄ χ ι μ ό ­ν ο τ ή ν ἐ ­ν ά ρ ­γ ε ι­ α τ ῆ ς Λ ο ­γ ι ­κ ῆ ς, ἀλλά καί τήν ἄ­με­ση βε­βαι­ό­τη­τα τῆς Ἐ­πο­πτεί­ας <πι­ό ἁ­πλᾶ: «τήν ἄ­με­ση, ἄ­σφαλ­τη Αἴ­σθη­ση)», φτά­νον­τας ἔ­τσι φυ­σι­κά <σάν κα­τα­στά­λαγ­μα> στό συμ­πέ­ρα­σμα ὅτι...»)

* Zukunftphilologie!: Eine Erwiderung auf Friedrich Nietzsches «Geburt der Tragodie», Berlin, [30 Μα­ΐ­ου] 1872.

± Zukunftphilologie!, 32: ueins aberfordere ich: halte hr. N. wort, ergreife er den thyrsos, ziehe er von Indien nach Griechenland, aber steige er herab vom katheder, auf welchem er wissenschaft lehren soil...”

±± Βλ. στά Φι­λο­λο­γι­κά ἀ­πο­μνη­μο­νεύ­μα­τά του, Erinnerungen (1848-1914), Leipzig, 1928, 129: aeine irreligiose Religion und unphilosophische Philosophie.» Γιά τό πα­ρα­σκή­νι­ο τῆς δι­α­μά­χης Νί­τσε-Βι­λα­μό­βιτς, βλ. William Musgrave Calder III, “The Wilamowitz - Nietzsche struggle: New documents and a reappraisal ”, στό: Nietzsche-Studien, XII, Berlin - New York, 1983, 214-54.

* Zukunftphilologie!, 32: “Ich glaube der beiveis fur die schweren vorwurfe der unwissenheit und des mangels an wahrheitsliebe ist gegeben”

± Τέ­λη τοῦ 1872.

* Πρβλ Ἀν­τί­χρι­στο, σ.78· 204.

± Καί ἐν­τά­ξει ἡ «δι­α­φο­ρε­τι­κή ὀ­πτι­κή»· μέ τό προ­σω­πι­κό, προσω­πι­κώ­τα­το κι ἀ­με­τά­δο­το βί­ω­μα, ὅμως, τί γί­νε­ται; Καί­ρι­α ἐν προκει­μέ­νῳ ἡ πα­ρα­τή­ρη­ση τῆς Β. Babich: “<Thefact> that esoteric texts are exoterically inaccessible is a point Nietzsch e will repeat again and again. And as Nietzsche’s readers today, we do well to reflect on the common conviction [ ] that presumes that everything is communicable and that everything can be made accessible to everyone.” (“The science of words ‘or philology: music in ‘The birth of tragedy’ and the alchemy of love in "The gay science’, στό: Rivista di estetica. N.s., XXVIII, Torino, 2005, 62.)

± ± Πρβλ Λυ­κό­φως, σ.245-6.

$ Ἀ­γών Ὁ­μή­ρου, σ.35.

* Δ Geheimlehren, σύμ­φω­να μέ τή δι­όρ­θω­ση τῆς eKGWB.

[1] ΔΗ Ἡ ὡ­ραί­α λάμ­ψη τοῦ φαί­νε­σθαι] Der schone Schein στό πρω­τό­τυ­πο (= ἡ ὡ­ραί­α ἐμ­φά­νι­ση, τό ὡ­ραῖ­ο φά­ος, ἡ ὡ­ραί­α αἴ­σθη­ση, τ’ ὄ­μορ­φο φῶς - μέ τήν ἔν­νοι­α τῆς ψευδαί­σθη­σης...).

[2] Δ εἰ­κα­στι­κῶν Τε­χνῶν Bildendeti Kunst στό πρω­τό­τυ­πο. Βλ. ἑ­πό­με­νο σχ.

[3] Δ Η τοῦ γλύ­πτη] Bildner στό πρω­τό­τυ­πο. (Ἐ­πί λέ­ξει: αὐτός πού δί­νει μορ­φή στίς εἰ­κό­νες, ὁ «ἀ­πει­κο­νι­στής», ὁ μορ­φο­ποι­ός εἰ­κό­νων.)

[4] Δ «Φεγ­γο­βό­λος»] Der Scheinende στό πρω­τό­τυ­πο. Βλ. ἑ­πό­με­νο σχ.

[5] Δ «Φεγ­γο­βό­λος» ... ὡ­ραί­α λάμ­ψη τοῦ φαί­νε­σθαι] Ἄς ση­μει­ω­θεῖ ἐ­δῶ ἡ —πα­ρη­χη­τι­κή καί ἐ­τυ­μο­λο­γι­κή— συγ­γέ­νει­α τῶν λέ­ξε­ων Der Scheinende (: φεγ­γο­βό­λος), schones Schein (: ὡ­ραί­α λάμ­ψη τοῦ φαί­νε­σθαι), Schonheit (: Ὡ­ρα­ῖ­ο/ ὡ­ραι­ό­τη­τα), πού συ­νυ­φαί­νει ὁ Νί­τσε μέ τή βα­θύ­τε­ρη ἰ­δι­ο­συ­στα­σί­α τοῦ Ἀ­πόλ­λω­να. Ἡ με­τά­φρα­ση προ­σπα­θεῖ νά σώ­σει αὐτή τή συ­νά­φει­α τῶν γερ­μα­νι­κῶν ὅρων. Βλ. καί ἑ­πό­με­νο σχ.

[6] Δ «ἡ­λι­ο­ει­δής»] Sonnenhaft στό πρω­τό­τυ­πο. Ὁ ὅρος ἀ­νάγε­ται ἤδη στόν Πλά­τω­να, Πο­λι­τεί­α, 508b: ...ὅ δή κα­λοῦμεν ὄμμα [ ] ἡ­λι­ο­δέ­στα­τον γέ οἶ­μαι τῶν πε­ρί τάς αἰ- σθή­σε­ως ὀρ­γά­νων. Εἰ­δι­κώ­τε­ρα, ἐν προ­κει­μέ­νῳ, στόν Πλωτῖ­νο, Ἐν­νε­ά­δες, Α’, 6, 9 (οὐ γάρ ἄν πώ­πο­τε εἶ­δεν ὀ­φθαλ­μός ἥ­λι­ον ἡ λ ι ο ε ι δ ή ς μή γε­γε­νη­μέ­νος, οὐ­δέ τό κα­λόν ἄν ἴ­δοι ψυ­χή μή κα­λή γε­νο­μέ­νη) ἀπ’ ὅπου κι ὁ Γκαῖ­τε στό γνω­στό ἀ­πό­φθεγ­μά του: “ War’ nicht das Auge s o n n e n h a f t, Die Sonne konnt’ es nie erblicken; / Lag’ nicht in uns des Gottes eigne Kraft, / Wie konnt ’ uns Gottliches entziicken?“ (Zahme Xenien III).

[7] Δ ὀρ­γι­σμέ­νος] Πρβλ KSA, I, 774, ὅπου ὁ Ἀ­πόλ­λων εἶν’ ὁ θε­ός τοῦ ἀ­φα­νι­σμοῦ: «...Τρο­μα­κτι­κά ἡ­χεῖ τ’ ἀ­ση­μέ­νιο τό­ξο του· κα­τα­φτά­νει σκο­τει­νός σάν τή νύ­χτα - ὁ Ἀ­πόλ­λων! [ ] Πρῶ­τα —ἔ­τσι ἀρ­χί­ζει ἡ Ἰ­λι­ά­δα— ρί­χνει τά βέ­λη του στά μου­λά­ρια καί τά σκυ­λιά. Ἔ­πει­τα παίρ­νει στό κυνήγι καί τούς ἀν­θρώ­πους, καί πέ­ρα ὡς πέ­ρα καῖ­νε φω­τιές πυ­κνές ἀ­πό κου­φά­ρια!» Βλ. καί Ἀ­γών Ὁ­μή­ρου, σ.60, σχ.12-3.

* Δ Ναίν στό πρω­τό­τυ­πο.

± Δ Λατινικά στό πρω­τό­τυ­πο: principium individuationis.

[8] Δ τή συ­να­δέλ­φω­ση ἀν­θρώ­που μέ ἄν­θρω­πο] Βλ. Σίλ­λερ, Ὠ­δή στή χα­ρά (An die Freude), στή β’ ἐκ­δο­χή, πού περι­ε­λή­φθη στήν Ἐ­νά­τη τοῦ Μπε­τό­βεν: “Alle Menschen werden Bruder / wo dein sanfter Flilgel weilt.”

[9] Δ πάν­θη­ρες ... τοῦ Δι­ο­νύ­σου] Ἡ εἰ­κό­να παρ­μέ­νη ἀ­πό πε­ρι­γρα­φές τοῦ Δι­ο­νύ­σου στήν ὕ­στε­ρη Γραμ­μα­τεί­α. Βλ. W. Otto, Δι­ό­νυ­σος. Μῦθος καί λα­τρεί­α. Εἰ­σα­γω­γή, με­τά­φρα­ση: Θ. Λου­πα­σά­κης. Ἀθήνα, 1991, 111-3.

[10] Δ τρα­γου­δῶν­τας ... κοι­νό­τη­τας] Κα­τά Reibnitz, Kommentar, 89, ὁ Νί­τσε ἔχει κα­τά νοῦ τό πρῶ­το χο­ρι­κό τῶν Βακ­χῶν, 64-167. Τού­τη ἡ κοι­νό­τη­τα ὄ­χι μό­νο βρί­σκε­ται στούς ἀν­τί­πο­δες «κλει­στῶν συν­τε­χνι­α­κῶν ὁ­μά­δων» ἤ «ἀ­δελ­φο­τή­των» πού ἄκ­μα­ζαν στήν Ἀθήνα τά τέ­λη τοῦ Πε­λο­πον­νη­σι­α­κοῦ πο­λέ­μου [πρβλ Εὐ­ρι­πί­δη, Βάκ­χαι, 114: ...γ ᾶ π ᾶ ­σ α χο­ρεύ­σει (: ὅλ’ ἡ γῆ θά χο­ρέ­ψει)], πα­ρά ξε­περ­νά­ει ἀ­κό­μα καί τά ὅ­ρι­α τῆς πό­λε­ως. Βλ. Vernant- Naquet, Μῦθος καί Τραγωδία στήν ἀρ­χαί­α Ἑλ­λά­δα, Β’

[11] Δ ἡ γῆ προ­σφέ­ρει μέ­λι καί γά­λα] Εὐ­ρι­πί­δης, Βάκ­χαι, 142-3: ῥεῖ δέ γά­λα­κτι πέ­δον, ῥεῖ δ’ οἴ­νῳ, ῥεῖ δέ μέ­λισ­σαν/ νέ­κτα­ρι. Βλ. στή συ­νέ­χει­α, σ.107.

[12] Δ Νιώ­θει θε­ός] Ὁ πι­στός: ἕ ν α μέ τό θε­ό του. Κεν­τρι­κό θέ­μα τῶν Μυ­στι­κῶν. Βλ. καί Dodds, Euripides, Bacchae. Edited with introduction and commentary by —, Oxford, I9602, 82-3

[13] Δ Ἰδού λοι­πόν ... τό ὄργι­ο] Ὑπό­κει­ται ἡ βα­σι­κή ἔν­νοι­α τοῦ Νί­τσε πε­ρί Sublimirung. Πρβλ Ἀ­γών Ὁ­μή­ρου, σ. 44-5 [ἀ­πό­σπ. 6: 16 (18) 1871-2]· 

[14] Δ τή θυ­ελ­λώ­δη ἄ­φι­ξη] Πρβλ Guilelmus Quandt, Orphei Hymni, Dublin - Zurich, 19734 (Weidmann), ἀπόσπ. 46,5: ἐ­λαυ­νό­με­νος μα­νί­ῃ­σι.

[15] Δ μί­α συμ­φι­λί­ω­ση] Πρβλ Πλού­ταρ­χο, Πε­ρί τοῦ ΕΙ τοῦ ἐν Δελ­φοῖς, 389c. Ἀ­να­λυ­τι­κά: Silk - Stern, Nietzsche on tragedy. Cambridge - London, 1981, 178 κ.ε. (μέ πα­ρα­πομ­πή στοῦ W. Guthrie, The Greeks and their gods, Boston, 1971, 202: «the characters of the two gods seem to have become thoroughly mingled by the fifth century»)· Reibnitz, Kommentar, 108-10. Γρά­φον­τας τή λέ­ξη αὐ­τή, ὁ Νί­τσε ἔχει κα­τά νοῦ καί τή σύ­να­ψη εἰ­ρή­νης με­τα­ξύ γερ­μα­νι­κοῦ Ρά­ιχ καί Γαλ­λί­ας (2 Φε­βρου­ά­ρι­ου 1871), τήν πε­ρί­ο­δο πού ἔγρα­φε τή Γέν­νη­ση. Βλ. «Ἀ­πό­πει­ρα Αὐτοκρι­τι­κῆς» [XSL4, I, 11]: ...Με­ρι­κές βδο­μά­δες ἀρ­γό­τε­ρα, κά­τω ἀπ’ τά τεί­χη τοῦ Metz <ὅπου ὑ­πη­ρέ­τη­σε ἐ­θε­λον­τι­κά ὡς τραυ­μα­τι­ο­φο­ρέ­ας, τέ­λη Αὔ­γου­στον 1870>, σκε­φτό­ταν ἀ­κό­μα τά ἐ­ρω­τή­μα­τα ποὖ­χε θέ­σει σχε­τι­κά μέ τή λε­γό­με­νη «ἱ­λα­ρό­τη­τα» τῶν Ἑλ­λή­νων καί τῆς Τέ­χνης τους - ὥ­σπου, τε­λι­κά, ἐ­κεῖ­νον τόν τα­ραγ­μέ­νο μῆ­να, κα­θώς πραγ­μα­το­ποι­οῦν­ταν συ­σκέ­ψεις γιά τήν εἰ­ρή­νευ­ση στίς Βερ­σαλ­λί­ες, σύ­να­ψε κι ὁ ἴδι­ος εἰ­ρή­νη μέ τόν ἑ­αυ­τό του καί, ἀ­ναρ­ρώ­νον­τας μέ ἀρ­γούς ρυθ­μούς ἀ­πό μι­άν ἀρ­ρώ­στια πού κόλ­λη­σε στό μέ­τω­πο, ἀ­πο­κρυ­σταλ­λώ­θη­κε στό μυα­λό του ἡ ἰ­δέ­α τῆς Γέν­νη­σης τῆς Τραγωδίας ἀπ’ τό πνε­ῦ­μα τῆς μ ο υ ­σ ι ­κ ῆ ς...

* Δ Δι­θυραμ­βι­κόν - ἡσ­υχα­στι­κόν: Ἑλ­λη­νι­κά στό κεί­με­νο.

[16] Δ ὅπως ἐ­τοῦ­τοι ... ἀ­ ν ά ­γ λ υ ­φ ο ι ] ...angeschaut werden στό πρω­τό­τυ­πο. Πι­ό ἐ­λεύ­θε­ρα: «ὅπως τούς εἰ­σπράτ­τει ἡ ἐ­πο­πτεί­α, στήν αἰ­σθη­τι­κή τους ἐν­τέ­λει­α»· ἤ: «ὅπως προ­βάλ­λουν στήν ἐ­πο­πτεί­α μέ τήν αἰ­σθη­τι­κή τους ἐν­τέ­λει­α» - ἀφοῦ ὁ Νί­τσε θέ­λει νά το­νί­σει ὅτι οἱ Ὀ­λύμ­πι­οι θε­οί ἦ­ταν, ἤδη στά ὁ­μη­ρι­κά ἔ­πη, αἰ­σθη­τι­κά ἐν­τε­λεῖς μορ­φές (ἐξ οὗ καί ἡ ἀ­ραί­ω­σή του). Ὁ Porter, Philology of the future, 379, ἀ­πο­δί­δει τή φρά­ση: “the aesthetically formed and perceived images of the gods”.

± Δ Συμπληρώθηκε ἀ­πό με­τα­γε­νέ­στε­ρη μορ­φή: Γέν­νη­ση τῆς τρα­γι­κῆς σκέ­ψης (KSA, I, 584)].

[17] Δ φαι­νό­με­να] Erscheinungen στό πρω­τό­τυ­πο.

[18] Δ μί­α ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κή ἤ­χων] Architektur in Tonen στό πρω­τό­τυ­πο. Ἡ Reibnitz, Kommentar, 118, γιά τόν ὅρο αὐτόν ἀ­κρι­βῶς πα­ρα­πέμ­πει στόν Yorck ν. Wartenburg, Die Katharsis des Aristoteles und der Oedipus Coloneus des Sophocles, Berlin, 1866, 28. Ὅ Νί­τσε ἐ­δῶ ἐν­νο­εῖ τίς σύμ­με­τρες μου­σι­κές δο­μές, τίς ἐ­πι­βλη­τι­κές, στι­βα­ρές καί αὐ­στη­ρές ἀ­να­λο­γί­ες - χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του δω­ρι­κοῦ ρυθ­μοῦ.

[19] Δ ἀ­πο­κλει­στι­κά τό­νων ὑ ­π α ι ­ν ι ­κ τ ι ­κ ῶ ν ] In nur a n g e d e u t e n Tonen στό πρω­τό­τυ­πο. (Βλ. σ. 115.) Ὑ­παι­νίσ­σε­ται τήν ἡ­ρα­κλεί­τει­α ρή­ση γιά τόν ἐν Δελ­φοῖς Ἀ­πόλ­λω­να [Diels - Kranz, 22, Ἡράκλειτος, ἀπόσπ. 93]: ὁ ἄ­ναξ, οὗ τό μαν­τεῖ­όν ἐ­στι τό ἐν Δελ­φοῖς, οὔ­τε λέ­γει οὔτε κρύ­πτει ἀλ­λά σ η ­μ α ί ­ν ε ι.

[20] Δ σάν τούς ἤ­χους τῆς κι­θά­ρας] Πρό­κει­ται γιά τό δω­ρι­κό μέ­λος. 

[21] Δ Ὁ θε­ός τῆς μου­σι­κῆς ... τῆς δι­ο­νυ­σι­α­κῆς μου­σι­κῆς] Ἀν­τι­πα­ρα­βάλ­λον­τας ἐ­δῶ ὁ Νί­τσε αὐ­λό μέ κι­θά­ρα, ἔ­χει κα­τά νοῦν τίς ἀ­πό­ψεις Ritschl καί Westphal - θέ­τει ὅμως τίς βά­σεις τοῦ ζη­τή­μα­τος, πέ­ρα ἀπ’ τό μου­σι­κό, καί στό ψυ­χο­λο­γι­κό ἐ­πί­πε­δο (Reibnitz, Kommentar, 114).

[22] Δ τό τράν­ταγ­μα τοῦ ἤ­χου] Πρβλ Γέν­νη­ση τῆς Τραγωδίας, κέφ. 2: «τήν πολ­υτά­ρα­χον ὁρ­μή τόν ἡ­χου <τῶν αὔ­λων>; τόν ἁρ­μο­νι­κό χεί­μαρ­ρο τ<οῦ μέ­λους»> (κα­τά με­τά­φρα­ση Κα­ζαν­τζά­κη). Βλ. «τό τράν­ταγ­μα τοῦ γέ­λιου»

[23] Δ φαί­νε­σθαι] Erscheinung στό πρω­τό­τυ­πο. Η [Ἐ­ναλ­λα­κτι­κά, ἤ πι­ό ἐ­λεύ­θε­ρα: «...κυ­ρι­αρ­χῶν­τας πά­νω στό χά­ος τῆς ἀ­κό­μα ἄ­μορ­φης Βού­λη­σης, μπο­ρεῖ, ὡς ἐκ τού­του ἀ­κρι­βῶς, σέ κά­θε δη­μι­ουρ­γι­κή ἔ­κρη­ξη, νά φτει­ά­ξει ἕναν κό­σμο νέ­ο - ἀ­να­πλά­θον­τας μα­ζί καί τόν πα­λιό, τόν γνω­στό ὡς Κό­σμο τῶν φαι­νο­μέ­νων.»]

[24] Η πρός τό ἀ­το­μι­κώ­τε­ρο] Στό πρω­τό­τυ­πο: in’s Einzelne - πού θά μπο­ροῦ­σε ν’ ἀ­πο­δο­θεῖ καί: «... πρός τό ἐ­πι­μέ­ρους, τό μο­να­δι­κώ­τε­ρο, πρός τή Δ ι ­ά ­σ π α ­σ η, πρός τίς χω­ρι­στές ὀν­τό­τη­τες»... Βλ. καί ἑ­πό­με­νο σχ.

[25] Δ δι­α­σπῶν­ται ὅλα ... χα­μέ­νη ἑ­νό­τη­τα] Στόν πρώ­ι­μο Νί­τσε, ἡ ρί­ζα τοῦ πό­νου βρί­σκε­ται στήν κα­τάρ­γη­ση τῆς πρω­ταρ­χι­κῆς Ἑ­νό­τη­τας ἀνθρώπου-Φύ­σης. (Πρβλ καί Ἀ­γών Ὁμήρου, σ.63-4.) Ὑπό­κει­ται ὁ δι­α­με­λι­σμός τοῦ Δι­ο­νύ­σου Ζα­γρέ­ως – μῦ­θος πού συ­νι­στᾷ τόν ἀ­κρο­γω­νι­αῖ­ο λί­θο τῆς σύλ­λη­ψης τοῦ Δι­ο­νυ­σι­α­κοῦ ἀπ’ τόν Νί­τσε. Βλ. πα­ρα­κά­τω, σ.107. Η [Βλ. Πλού­ταρ­χο, Ἶσις καί Ὄ­σι­ρις, 389a- Poetamm epicorum Graecorum, testimonia etfragmenta. Pars I, ἔκδ. Albertus Bernabe, Leipzig, 1987 (Teubner), Ἄλ­κμαι­ω­νίς (6ος αἰ. π.Χ.), ἀπόσπ. 3.]

[26] ΔΗ Σα­τουρ­νά­λι­ά της] Πα­νάρ­χαι­η ρω­μα­ϊ­κή γιο­ρτή πρός τι­μήν τοῦ —γε­νι­κά ταυ­τι­ζό­με­νου μέ τόν Κρό­νο— θε­οῦ Σατούρ­νου, κα­τά τήν ὁ­ποία ἐ­ξα­φα­νι­ζό­ταν κά­θε εἶ­δος κοι­νω­νι­κῆς ἱ­ε­ραρ­χί­ας καί τα­ξι­κή δι­ά­κρι­ση: οἱ κύ­ρι­οι ὑ­πη­ρε­τοῦ­σαν, οἱ δοῦ­λοι γί­νον­ταν ἀ­φέν­τες καί μπο­ροῦ­σαν νά ἐ­πι­πλήτ­τουν τούς κυ­ρί­ους τους καί νά παί­ζουν τυ­χε­ρά παι­γνί­δια - κά­τι πού τούς ἦ­ταν ἀ­πα­γο­ρευ­μέ­νο τόν ὑ­πό­λοι­πο χρό­νο. Ὅ­σες μέ­ρες κρα­τοῦ­σε ἡ γιο­ρτή γί­νον­ταν συμ­πό­σι­α, δι­α­σκέ­δα­ζαν καί, γε­νι­κά, ἀ­πα­γο­ρευ­ό­ταν κά­θε ἀ­σχο­λί­α πού θά μπο­ροῦ­σε νά προ­κα­λέ­σει λύ­πη. ΜΕΕ, ΚΑ’ 586, Σα­του­ρνά­λι­α, τοῦ Θ. Πα­πα­κων­σταν­τί­νου· DNP, XI, Saturnalia, 113-5· Λυ­κό­φως, σ.195, υ.367.

[27]Δ κη­δεύ­ει τούς νε­κρούς της] Ἀ­να­φο­ρά στίς νε­κρι­κές τε­λε­τές —γιο­ρτές τοῦ Δι­ο­νύ­σου—, πού γί­νον­ταν στήν ἀρ­χή τῆς ἄ­νοι­ξης. Ἀ­πό πί­σω βρί­σκε­ται ἡ ἡ­ρα­κλεί­τει­α ρή­ση, Diels - Kranz, 22, ἀπόσπ. 15: ὡυ­τός δέ Ἄίι­δης καί Δι­ό­νυ­σος, ὅ­τε­ῳ μαί­νον­ται καί λη­να­ΐ­ζου­σιν.

[28]Δ Ὁ πό­νος ξυπνᾶ ... ἀπ’ τό στῆ­θος] Ἐ­δῶ βρί­σκε­ται ἡ ρί­ζα τοῦ Τρα­γι­κοῦ, ἀ­να­γό­με­νη τό­σο στή μου­σι­κή δι­α­φω­νί­α (Γέν­νη­ση τῆς Τραγωδίας, κέφ. 24: «Ἡ ἀ­πό­λαυ­ση πού γεν­νᾶ ὁ τρα­γι­κός μΰ­θος ἔ­χει τήν ἴδια κα­τα­γω­γή μέ τήν ἀ­πο­λαυ­στι­κή αἴ­σθη­ση τῆς δι­α­φω­νί­ας στή μου­σι­κή»), ἀλλά καί στήν ἐναν­τι­ό­τη­τα τοῦ Ἡ­ρά­κλει­του, Diels - Kranz, 22, ἀπόσπ. 8: πάν­τα κ α τ’ ἔ ­ρ ι ν γί­νε­σθαι· βλ. Φι­λο­σο­φί­α στά χρό­νι­α της Τραγωδίας, 73: «...μί­α δύ­να­μη συ­νι­στᾷ ἰ­σορ­ρο­πί­α δύ­ο ἀν­τι­τι­θέ­με­νων ἐ­νερ­γει­ῶν πού τεί­νουν ἀ­έ­να­α νά ἐ­πα­νε­νω­θοῦν». Ἡ Reibnitz, Kommentar, 113, εὔ­στο­χα πα­ρα­θέ­τει τίς Βάκ­χες, 64-8 (: Ἀ­σί­ας ἀ­πό γᾶς / ἱ­ε­ρόν Τμῶ­λον ἀ­μείψα­σα θο­ά­ζω / Βρο­μί­ω π ό ­ν ο ν ἡ δ ύ ν / κά­μα­τον τ’ εὐ­κά­μα­τον, Βάκ-/ χι­ον εὐα­ζο­μέ­να) ὡς δεῖγ­μα πα­ρά­δο­ξης συ­ναι­σθη­μα­τι­κῆς κα­τά­στα­σης πού προ­κα­λεῖ ἡ δι­ο­νυ­σι­α­κή ἔκ­στα­ση. Ἀ­πώ­τε­ρα, σέ κα­θα­ρά θε­ω­ρη­τι­κό πλαί­σι­ο, πρβλ 9 (97) 1887 (= Φι­λο­σο­φί­α στά χρό­νι­α της Τραγωδίας, ὑ.47): («Στήν ἀ­ρι­στο­τε­λι­κή ἀρ­χή τῆς μή ἀν­τι­φά­σε­ως ὑ­πο­λαν­θά­νει> ἡ τά­χα ἀ­πο­δεδειγ­μέ­νη βε­βαι­ό­τη­τα: ‘δέν μπο­ρῶ νά νιώ­θω σ υ γ ­χ ρ ό ­ν ω ς δύ­ο ἀν­τί­θε­τα αἰ­σθή­μα­τα’ - βε­βαι­ό­τη­τα χ ο ν ­δ ρ ο ­ε ι ­δ ή ς κ’ ἐ σ φ α λ μ έ ν η...»

* Δ Λύ­σι­ος: Ἑλ­λη­νι­κά στό πρω­τό­τυ­πο (ἐ­πί­θε­το τοῦ Δι­ό­νυ­σου [ἐκ τοῦ λύ­ω]). Πρβλ σχ.65.

[29] Δ σάν κά­τι ἀ­να­το­λί­τι­κο]’Ἐν­νο­εῖ τήν Ἐγ­γύς Ἀ­να­το­λή (βλ. πα­ρα­κά­τω, ἀ­να­φο­ρά στή βα­βυ­λω­νι­α­κή γιο­ρτή τῶν Σα­κῶν, σχ.31) - ὄ­χι στήν Ἰν­δί­α.

[30] Δ ἐκ­πνευ­μά­τω­ση] Vergeistigung στό πρω­τό­τυ­πο - κα­τά τόν ὅρο τοῦ J. Burckhardt· βλ. Λυ­κό­φως, σ. 112-3 καί τήν ἐκεῖ 6.146· 149. Γιά τήν ἴ­δια λέ­ξη πρβλ Reibnitz, Kommentar, 125.

[31] Δ Σάκαια] Περ­σι­κή γιο­ρτή. Κα­θι­ε­ρώ­θη­κε ἀπ’ τούς στρα­τι­ῶ­τες τοῦ Δα­ρεί­ου Α’ εἰς ἀ­νά­μνη­σιν τῆς ὁλοσχε­ροῦς κα­τα­στρο­φῆς τῶν Σα­κῶν (6ος αἰ. π.Χ.), καί μαρ­τυ­ρεῖ­ται ἀπ’ τόν Στρά­βω­να, ΙΑ’, 512.

[32] Δ Ἕνας ἀγ­γε­λι­α­φό­ρος δι­η­γεῖ­ται ... σά χιό­νι!] Βάκ­χαι, 677-711:

ἀ­γε­λαί­α μέν βο­σκή­ματ’ ἄρ­τι πρός λέ­πας
μό­σχων ὑ­πε­ξή­κρι­ζον, ἡ­νιχ’ ἥ­λι­ος
ἀ­κτῖ­νας ἐ­ξί­η­σι θερ­μαί­νων χθό­να.
ὁρῶ δέ θι­ά­σους τρεῖς γυ­ναι­κεί­ων χο­ρῶν.
Ηὗ­δον δέ πᾶσαι σώ­μα­σιν πα­ρει­μέ­ναι,
αἱ μέν πρός ἐ­λά­της νῶτ’ ἐ­ρεί­σα­σαι φό­βην,
αἵ δ’ ἐν δρυ­ός φύλ­λοι­σι πρός πέ­δῳ κά­ρα
εἰ­κῇ βα­λοῦ­σαι σω­φρό­νως.
ἡ σή δέ μή­τηρ ὠ­λό­λυ­ξεν ἐν μέ­σαις
στα­θεῖ­σα βάκ­χαις, ἐξ ὕπνου κι­νεῖν δέ­μας,
μυκήθ­μαθ’ ὡς ἤ­κου­σε κε­ρο­φό­ρων βο­ῶν.
Αἵ δ’ ἀ­πο­βα­λοῦ­σαι θα­λε­ρόν ὀμ­μά­των ὕπνον
ἀ­νῇ­ξαν ὀρ­θαί, θα­ῦμ’ ἰ­δεῖν εὐ­κο­σμί­ας,
νέ­αι πα­λαι­αί παρ­θέ­νοι τ’ ἔτ’ ἄζυγες.
Καί πρῶ­τα μέν κα­θεῖ­σαν εἰς ὤ­μους κό­μας
νε­βρί­δας τ’ ἀ­νε­στεί­λανθ’ ὅσαι­σιν ἁμ­μά­των
σύν­δε­σμ’ ἐ­λέλ­υτο, καί κα­τα­στί­κτους δο­ράς
ὄφε­σι κα­τε­ζώ­σαν­το λιχ­μῶ­σιν γένυν.
Αἵ δ’ ἀγ­κά­λαι­σι δορ­κάδ’ ἤ σκύ­μνους λύ­κων
ἀ­γρί­ους ἔ­χου­σαι λευ­κόν ἐ­δί­δο­σαν γά­λα,
ὅσαις νε­ο­τό­κοις μα­στός ἦν σπαρ­γῶν ἔ­τι
βρέ­φη λι­πού­σαις· ἐ­πί δ’ ἔ­θεν­το κισ­σί­νους
στε­φά­νους δρυ­ός τε μί­λα­κός τ’ ἀν­θε­σφό­ρου.
Θύρ­σον δέ τις λα­βοῦσ’ ἔ­παι­σεν ἐς πέ­τραν,
ὅθεν δρο­σώ­δης ὕ­δα­τος ἐκ­πη­δᾷ νο­τί­ς·
ἄλ­λη δέ νάρ­θηκ’ ἐς πέ­δον κα­θῆ­κε γῆς,
καί τῇ­δε κρή­νην ἐ­ξα­νῆκ’ οἴ­νου θε­ός·
ὅσαις δέ λευ­κοῦ πώ­μα­τος πό­θος πα­ρῆν,
ἄ­κροι­σι δα­κτύ­λοι­σι δι­α­μῶ­σαι χθό­να
γά­λα­κτος ἑ­σμους εἶ­χον ἐκ δέ κισ­σί­νων
θύρ­σων γλυ­κεῖ­αι μέ­λι­τος ἔ­στα­ζον ῥο­αί.


[33]Δ μές στό κά­μα ... ἀ ν ­θ ί ­ζ ε ι ] Με­τά ἀ­πό δε­κα­πέν­τε χρό­νι­α, τού­τη ἡ εἰ­κό­να θά ὀ­νο­μα­ζό­ταν: μέ­γα με­ση­μέ­ρι, συνι­στῶν­τας μί­α ἀπ’ τίς βα­σι­κές ἔννοι­ες τοῦ Νί­τσε. Βλ. Πί­να­κα ὅρων. Ἐ­πί­σης: Ὁ ὁ­δοι­πό­ρος καί ἡ σκι­ά του, 308 [KSA, II, 690]: Τ ό μ ε ­σ η ­μ έ ­ρ ι. —Ὅποιος περ­νά­ει τό πρω­ι­νό της ζω­ῆς δρα­στή­ρι­α κι ὁρ­μη­τι­κά, κα­τά τό με­ση­μέ­ρι τῆς κυ­ρι­εύ­ε­ται ἀ­πό λα­χτά­ρα γι’ ἀ­νά­παυ­ση πού μπο­ρεῖ νά κρα­τή­σει μῆ­νες ἤ χρό­νι­α... Γύ­ρω του τά πάν­τα ἡ­συ­χά­ζουν· οἱ φω­νές ἀν­τη­χοῦν ὁ­λο­έ­να καί πι­ό μα­κρι­νές· ὁ ἥ­λι­ος πέ­φτει κα­τα­κό­ρυ­φα πά­νω του. Ἀ­πό ’ναν κρυ­φό λει­μῶ­να βλέ­πει τόν με­γά­λο Πά­να νά κοι­μά­ται· ὅλα τά στοι­χεῖ­α τῆς Φύ­σης κοι­μοῦν­ται μα­ζί του· στό πρό­σω­πό τους ἡ ἔκ­φρα­ση τοῦ αἰ­ώ­νι­ου..- ἔ­τσι τοῦ φαί­νε­ται. Τί­πο­τα δέ ζη­τά­ει κ’ ἔ­γνοια καμ­μι­ά δέν ἔ­χει· ἡ καρ­διά του ἀ­κι­νη­τεῖ,.. ζεῖ μό­νο τό μά­τι του – εἶν’ ἕνας θά­να­τος μ’ ἀ­νοι­χτά μά­τια... Πολ­λά βλέ­πει τό­τε ὁ ἄν­θρω­πος —πράγ­μα­τα πού πο­τέ δέν εἶ­δε— τυ­λιγ­μέ­να σέ μί­α φω­τει­νή ὁ­μί­χλη, σάμ­πως μέ­σα της θαμ­μέ­να... Μί­α εὐ­τυ­χί­α τόν πλη­μυ­ρί­ζει, ἀλλά μι­ά εὐ­τυχί­α δύ­σκο­λη, βα­ρι­ά...— Κά­ποια στιγ­μή, ἀέ­ρας θροΐ­ζει στά δέν­τρα, τό με­ση­μέ­ρι ἔ­χει πε­ρά­σει, ἡ ζ ω ή τόν ξα­να­τρα­βά­ει κον­τά της,., ἡ ζω­ή μέ μά­τια τυ­φλά, σέρ­νον­τας τήν ὁρ­μη­τι­κή της συ­νο­δεί­α: τήν Ἐ­πι­θυ­μί­α, τήν Αὐ­τα­πά­τη, τή Λή­θη, τήν Ἀ­πό­λαυ­ση, τήν Κα­τα­στρο­φή, τήν Πα­ρο­δι­κό­τη­τα. Κ’ ἔρ­χε­ται, λοι­πόν, τ’ ἀ­πό­γε­μα, πι­ό ὁρ­μη­τι­κό καί δρα­στή­ρι­ο ἀπ’ τό πρω­ί. — Γιά ἕναν ἄν­θρω­πο ἐ­νερ­γη­τι­κό, οἱ πε­ρί­ο­δοι γνω­στι­κῶν συλ­λή­ψε­ων πού πα­ρα­τεί­νον­ται ὑ­πέρ τό δέ­ον, μπο­ρεῖ νά μοιά­ζουν ἀ­νοί­κει­ες ἤ νο­ση­ρές, ἀλλ’ ὄ­χι καί δυ­σά­ρε­στες...

[34]Δ ἡ Φύ­ση γιορ­τά­ζει ... ἄν­θρω­πο!] Στίς ση­μει­ώ­σεις τῶν πα­ρα­δό­σε­ών του (γραμ­μέ­νες τήν ἴ­δια χρο­νιά: 1870) γιά τήν «Εἰ­σα­γω­γή στίς τρα­γω­δί­ες τοῦ Σο­φο­κλῆ» (ὅπου πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται ἡ πε­ρι­γρα­φή τού­τη ἀπ’ τίς Βάκ­χες) συμ­πλη­ρώ­νει: «...ὅλα εἶν’ ἐκ­στα­τι­κά, ἀλλ’ ἔ­χουν μι­άν ε ὐ γ έ ­ν ε ι ­α...» (Nietzsche, Sophocles, 14).

[35] Δ τά κομ­μά­τια ... Δι­ό­νυ­σου] Βλ. σχ.25, σ.293-4.

[36] Δ κα­θή­κον­τος ... πνευ­μα­τι­κό­τη­τας] Pflicht, Askese, Geistigkeit στό πρω­τό­τυ­πο. Ἀρ­χές τοῦ προ­τε­σταν­τι­σμοῦ, μέ τίς ὁ­ποιες ὁ Νί­τσε με­γά­λω­σε - ὄ­χι μό­νο στό συγ­γε­νι­κό του πε­ρι­βάλ­λον, πα­ρά καί στό Pforta (οἰ­κο­τρο­φεῖ­ο καί σχο­λεῖ­ο κλασ­σι­κῶν σπου­δῶν - «πιό­τε­ρο φυ­λα­κή πα­ρά σχο­λεῖ­ο», κα­θώς ἔ­γρα­φε κι ὁ ἴ­διος τό 1859), ὅπου ἔζη­σε τά σχο­λι­κά του χρό­νι­α (1858-64).

* ΔΗ Στό πρω­τό­τυ­πο: ein uppiges Lebensgefuhl (= πλη­θω­ρι­κή ζω­τι­κό­τη­τα).

[37] Δ τήν αὐ­στη­ρό­τη­τα ... ἄλ­λων θρη­σκει­ῶν] Σχε­τι­κά μέ ζη­τή­μα­τα θρη­σκεί­ας καί Συγ­κρι­το­λο­γί­ας τῶν θρη­σκει­ῶν, πρβλ τά ἀπόσπ. τοῦ 5ου ση­μει­ω­μα­τά­ρι­ου, σ.174 κ.ε.- τήν πε­ρί­ο­δο πού με­λε­τοῦ­σε Max Muller. — Ὅ­σο γιά τήν ἀν­τιχρι­στια­νι­κή ὀ­πτι­κή της Γέν­νη­σης τῆς Τραγωδίας, ὀρ­θῶς ἡ Reibnitz, Kommentar, 127, ἐ­πι­ση­μαί­νει ὅτι ἀ­σφα­λῶς ἔ­παι­ξαν με­γά­λο ρό­λο οἱ ἔν­το­νες συ­ζη­τή­σεις τοῦ νε­α­ροῦ φι­λο­λό­γου μέ τόν φί­λο του (καί θε­ο­λό­γο) Overbeck, πά­νω στά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του πρώ­ι­μου χρι­στι­α­νι­σμοῦ (ἀ­σκη­τι­κή· ἀρ­νη­σι­κο­σμί­α), ἀφοῦ οἱ δυ­ό τους μοι­ρά­ζον­ταν τό ἴ­διο δι­α­μέ­ρι­σμα κα­τά τήν πε­ρί­ο­δο ἐ­πώ­α­σης τῶν ἰ­δε­ῶν τῆς Γέν­νη­σης (1870 κ.ε.).

[38] Δ ὁ Σι­λη­νός ... τῶν δα­σῶν] Βλ. Γέν­νη­ση τῆς τρα­γι­κῆς σκέ­ψης [KSA, I, 588]: «Σύμ­φω­να μ’ ἕνα λα­ϊ­κό μῦ­θο, ὁ Μί­δας κυ­νη­γοῦ­σε γιά και­ρό τό συ­νο­δό τοῦ Δι­ο­νύ­σου, τό Σι­λη­νό. Ὅ­ταν τε­λι­κά τόν ἔ­πι­α­σε, τόν ρω­τοῦ­σε ἐ­πί­μο­να τί εἶ­ναι τά­χα τό κα­λύ­τε­ρο καί τ’ ὡ­ραι­ό­τε­ρο πρᾶγ­μα γιά τόν ἄν­θρω­πο. Στήν ἀρ­χή ὁ Σι­λη­νός —δι­η­γεῖ­ται ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λη­ς— δέν ἤ­θε­λε ν’ ἀ­νοί­ξει τό στό­μα του· τε­λι­κά, με­τά ἀ­πό χί­λι­α μύ­ρι­α βά­σα­να, γε­λῶν­τας σαρ­κα­στι­κά τοῦ πέ­τα­ξε τά ἑξῆς: Ἄ­θλι­α, ἐ­φή­με­ρα πλά­σμα­τα, για­τί μ’ ἀ­ναγ­κά­ζε­τε νά σᾶς πῶ πρά­μα­τα πού δι­ό­λου δέ σᾶς βο­η­θᾶ­νε; Πι­ό ἀ­νώ­δυ­να περ­νᾶ ἡ ζω­ή ἄν δέν ξέ­ρε­τε τί σᾶς μέλ­λε­ται. Ὅ­ποι­ος γεν­νή­θη­κε ἄν­θρω­πος, μήν πε­ρι­μέ­νει τί­πο­τα κα­λό κι ὡ­ραῖ­ο. Κα­λύ­τε­ρο γιά ὅλους σας θἆ­ταν νά μήν εἴ­χα­τε γεν­νη­θεῖ. Ἀλλ’ ἀφοῦ γ ε ν ­ν η ­θ ή ­κ α ­τ ε, τ’ ἄλ­λο κα­λύ­τε­ρο: τό γρη­γο­ρώ­τε­ρο νά πεθά­νε­τε!»
Πρβλ Nietzsche, FITr, 286-95· 346. Βλ. ἑ­πό­με­νο σχ.

[39] ΔΗ «Τό κα­λύ­τε­ρο ... νά πε­θά­νει!»] Σο­φο­κλῆς, Οἰ­δί­πους ἐ­πί Κο­λω­νῷ, 1224-7:

Μή φῦναί τόν ἅ­παν­τα νι-
­κᾷ λό­γον· τό δ’, ἐ­πεί φα­νῇ,
βῆ­ναι κεῖ­θεν ὅθεν περ ἥ-
­κει πο­λύ δεύ­τε­ρον, ὡς τά­χι­στα.


(Ση­μει­ω­τέ­ον, τούς στί­χους αὐ­τούς ἔ­βα­λε ὡς μότ­το ὁ Χαίλ­ντερ­λιν στόν β’ τό­μο τοῦ Ὑ­πε­ρί­ω­νά του [1798] - κι ὁ Νί­τσε τό εἶ­χε ἀ­σφα­λῶς ὑ­πό­ψή του)· Rose, Ἀ­ρι­στο­τέ­λης, Fragmenta, ἀπόσπ. 44, ἀπ’ τόν Πλού­ταρ­χο, Πα­ρα­μυ­θη­τι­κός εἰς Ἀ­πολ­λώ­νιον, 115a-e.

[40] Δ ἕνας σταυ­ρός κρυμ­μέ­νος ... Γκα­ῖ­τε.] Ἀ­να­φο­ρά στό ἡ­μι­τε­λές ποί­η­μά του Die Geheimnisse.

* Δ Theodicee στό πρω­τό­τυ­πο. Βλ. Πί­να­κα ὅρων. Ἐ­πί­σης, σχ.41-2.

[41] Δ φρόν­τι­σαν ... ὕ­παρ­ξη τόν Κό­σμου] Ἡ­σί­ο­δος, Θε­ο­γο­νί­α, 108-11:

Εἴ­πα­τε δ’ ὡς τά πρῶ­τα θε­οί καί γαῖ­α γέ­νον­το
καί πο­τα­μοί καί πόν­τος ἀ­πεί­ρι­τος οἴδ­μα­τι θυί­ων
ἄ­στρά τε λαμ­πε­τό­ων­τα καί οὐ­ρα­νός εὐ­ρύς ὕ­περ­θεν.


Η [Σ’ ἐ­λεύ­θε­ρη ἀ­πό­δο­ση: «Καί τώ­ρα πέ­στε μας, πῶς πρῶ­τα γε­νῆ­καν οἱ θε­οί κ’ ἡ γῆ/ καί τά πο­τά­μι­α κ’ ἡ ἀ­πέ­ραν­τη θά­λασ­σα μέ τά μα­νια­σμέ­να κύ­μα­τα,/ τ’ ἀ­στέ­ρι­α τά λαμ­πρά κι ὁ πλα­τύς ἀ­πά­νω­θέ τους οὐ­ρα­νός.»]

± Δ Έλληνικά στό κεί­με­νο.

[42] Η Στήν ἀ­νάγ­κη ὑπεί­κουν κ’ οἱ θε­οί] Πρβλ Σι­μω­νί­δη, στόν Πλά­τω­να, Πρω­τα­γό­ρας, 345d: ἀ­νάγ­κᾳ / δ’ οὐ­δέ θε­οί μά­χον­ται (πρβλ Poetae Melici Graeci, ἔκδ. D. L. Page, Oxford, 1975 3, ἀπόσπ. 37, 29-30 - καί σχό­λι­α στή σ. 283). — Δ Βλ. ἐ­πί­σης Γέν­νη­ση τῆς Τραγωδίας, κέφ. 3 [KSA, I, 36] Ἔ ­τ σ ι οἱ θε­οί δι­και­ώ­νουν τήν ἀν­θρώ­πι­νη ὕ­παρ­ξη: τή ζ ο ῦ ν μ α ­ζ ί μ έ τ ο ύ ς θ ν η ­τ ο ύ ς - αὐτή κ’ ἡ μό­νη ἐ­παρ­κής θε­ο­δι­κί­α!, Γε­νε­α­λο­γί­α τῆς Ἠ­θι­κῆς, II, κέφ. 23 [KSA, V, 333]:

<Στούς θε­ούς τῶν Ἕλ­λη­νων> τό ζ ῶ ­ο μές στόν ἄν­θρω­πο ἔ­νι­ω­θε πώς ἦ­ταν θε­ός, καί δ έ ν αὐ­το­ξε­σκι­ζό­τα­νε, δ έ λυσσο­μα­νοῦ­σε κα­τά τοῦ ἑ­αυ­τοῦ του! Οἱ τε­τρα­πέ­ρα­τοι Ἕλ­λη­νες χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σαν ὡς ἐ­πί τό πλεῖ­στον τούς θε­ούς τους ἴ­σα-ἴ­σα γιά νά μήν προ­σβλη­θοῦν ἀπ’ τή νό­σο τῆς βε­βα­ρη­μέ­νης συ­νεί­δη­σης καί νά μπο­ροῦν νά χαί­ρον­ται τήν ψυ­χι­κή τους ἐ­λευ­θε­ρί­α...

[43]Δ Ὁ ἄν­θρω­πος θ’ ἀν­τι­κρύ­σει ... τήν τρο­με­ρή της ὄψη] Ἀ­να­φο­ρά στό μῦ­θο τοῦ Περ­σέ­α, ὁ ὁ­ποῖος κα­τά­φε­ρε νά κό­ψει τό κε­φά­λι τῆς Μέ­δου­σας, βλέ­πον­τας τή μορ­φή της καθρε­φτι­ζό­με­νη σέ μι­ά λαμ­πε­ρήν ἀ­σπί­δα πού τοῦ ’δω­σε ἡ Ἀ­θη­νᾶ. Βλ. Ἀ­πολ­λό­δω­ρο, Β’, 4,2: Ἐ­πι­στάς οὖν αὐ­ταῖς ὁ Περ­σεύς κοι­μω­μέ­ναις, κα­τευ­θυνού­σης τήν χεῖ­ρα Ἀ­θη­νᾶς, ἀ­πε­στραμ­μέ­νος καί βλέ­πων εἰς ἀ­σπί­δα χαλ­κῆν, δι’ ἧς τήν εἰ­κό­να τῆς Γορ­γό­νος ἔ­βλε­πεν, ἐ­κα­ρα­το­μη­σεν αὐ­τήν.

[44] Η τα­κτι­κή] Στό πρω­τό­τυ­πο: Strategie. Ἡ λέ­ξη ὅμως «στρα­τη­γι­κή» στή Νέ­α Ἑλ­λη­νι­κή ση­μαί­νει τήν κα­θαυ­τό δ ι ­ε ύ ­θ υ ν ­σ η τ ῶ ν σ τ ρ α ­τ ε υ ­μ ά ­τ ω ν στή μά­χη - κ’ ἡ ὅ­ποια ση­μα­σι­ο­λο­γι­κή κα­τά­χρη­σή της ἀ­νά­γε­ται στήν ἐ­πί­δρα­ση ἀπ’ τ’ Ἀγ­γλι­κά.

+± Δ Leiden στό πρω­τό­τυ­πο. Πρβλ σχ.55.

[45] Δ ἡ­λι­ο­φά­νει­α] Ἐ­δῶ πα­ρη­χεῖ τό Sonnenschein (ἡ­λι­ο­φά­νει­α) μέ τό schones Schein (ὡ­ραί­α λάμ­ψη τοῦ φαί­νε­σθαι). Πρβλ σχ.7. — Ἡ Ἐ­πί­σης, θά με­τα­φρά­ζα­με: «...κά­τω ἀπ’ τό λαμ­πε­ρό ἥ­λι­ο, τήν ἐ­κτυ­φλω­τι­κή λάμ­ψη τοῦ ἥ­λι­ου, τόν καυ­τό ἥ­λι­ο, τή λάμ­ψη τοῦ ἥ­λι­ου...»

[46] Δ τα­χυθά­να­το] Ἰ­λι­άς, Α, 417: ὠ­κύ­μο­ρος.

[47] Δ νά θέ­λει νά ζή­σει ... κοι­νός με­ρο­κα­μα­τιά­ρης!] Ὀ­δύσ­σει­α, λ, 488-91:

μή δή μοί θά­να­τόν γέ πα­ραύ­δα, φαί­διμ’ Ὀδυσσε­ῦ.
Βου­λοί­μην κ’ ἐ­πά­ρου­ρος ἐών θη­τευνέ­μεν ἄλ­λῳ,
ἀν­δρί παρ’ ἀ­κλή­ρῳ, ᾦ μή βί­ο­τος πο­λύς εἴ­η,
ἤ πᾶ­σιν νε­κύεσ­σι κα­τα­φθι­μέ­νοι­σιν ἀ­νάσ­σειν.


([Ἀ­πό­δο­ση Η.Ρ.Α - Β.Δ.:] «Πα­ρη­γο­ριές γιά τό θά­να­το μήν ἀρ­χί­ζεις, Ὀ­δυσ­σέ­α ξα­κου­στέ!/ Κάλ­λιο νά ξε­νο­δου­λεύ­ω στόν ἀ­πά­νω Κό­σμο,/ σ’ ἀ­φέν­τη τα­πει­νό, ποὖ­ναι τό βιός του λί­γο,/πα­ρά σ’ ὅλους τούς ἀ­πο­θα­μέ­νους νά βα­σί­λευ­α, στοῦ Ἅ­δη τά σκο­τά­δια...»)

[48] Δ γι’ αὐ­τό, τέ­λος, ξε­πή­δη­σε ... ρά­θυμου βί­ου] Βο­λή, ὄ­χι μό­νο κα­τά τοῦ Βίν­κελμαν ἤ, γε­νι­κώ­τε­ρα, τῶν κλασ­σι­κιστῶν τοῦ 18ου-19ου αἰώνα καί τῆς συ­να­κό­λου­θης ἰ­δε­α­λιστι­κῆς εἰ­κό­νας πού εἶ­χαν προ­βά­λει γιά τήν ἀρ­χαί­α Ἑλ­λά­δα, ἀλλά, ἐν προ­κει­μέ­νῳ, κυ­ρί­ως κα­τά τοῦ Χά­ι­νε. Στό ἀπόσπ. 11 (1) 1871, ὁ Νί­τσε γρά­φει: «...Πά­λι κα­λά πού ἡ ἔκ­φρα­ση ‘ἀρ­χαι­ο­ελ­λη­νι­κή ἱ­λα­ρό­τη­τα’ δέν ἑρ­μη­νεύ­ε­ται πάν­τα ὡς ‘αὐ­τά­ρε­σκος αἰ­σθη­σι­α­σμός’ - κα­θώς, ὡς μή ἔ­δει, τή χρη­σι­μο­ποι­εῖ ὁ Χά­ι­νε συ­χνά, μέ μι­ά νο­σταλγι­κή χροι­ά...»

Γιά τή ρι­ζι­κά δι­α­φο­ρε­τι­κή ὀ­πτι­κή του Νί­τσε ἀπ’ τήν Κλασ­σι­κή Φι­λο­λο­γί­α τοῦ και­ροῦ του σέ δι­ά­φο­ρα ἐ­πί­πε­δα, πρβλ ἐ­πί­σης Ἀ­γών Ὁ­μή­ρου, σ.55-6, σχ.3· σ.57, σχ.5.

[49] Δ στόν κα­θρέ­φτη ... νά ἐ­ξυ­ψω­θοῦν] Βλ. Πί­να­κα ὅρων, “Sublimirung”.

[50] Η Ἰ­δε­α­λι­στι­κές κα­τα­σκευ­ές, ὅ­λως δύσ­λη­πτες πιά!

[51]Δ προ­κα­λών­τας τρό­μο ὅταν φα­νε­ρώ­νον­ται οἱ προ­θέ­σεις τους] Πρβλ Σο­φο­κλῆ, Οἰ­δί­πους τύ­ραν­νος, 738: Ὦ Ζε­ῦ, τί μου δρᾶ­σαι βε­βού­λευ­σαι πέ­ρι; (= Δί­α! Τί μοῦ ’χεις σχε­δι­α­σμέ­νο;)

[52] Δ κα­τά τήν εἰ­σβο­λή ... Δι­ο­νύ­σου στήν Ἑλ­λά­δα] Ἐ­δῶ ὁ Νί­τσε με­τα­φέ­ρει τή γνώ­ση τῆς ἐ­πο­χῆς του. Ἡ λα­τρεί­α τοῦ Δι­ο­νύ­σου στήν Ἑλ­λά­δα μαρ­τυ­ρεῖ­ται ἐ­πι­γρα­φι­κά τοὐλά­χι­στον μι­σή χι­λι­ε­τί­α πί­σω ἀ­πό κεῖ πού φαν­τά­ζον­ταν ὁ Γερ­μα­νός φι­λό­σο­φος καί φι­λό­λο­γος.

[53]Η ὁ Δι­ό­νυ­σος ἀ ­π ο ­κ ά ­λ υ ­ψ ε τή Φύ­ση] Καί πί­σω ἀπ’ τή φρά­ση αὐτή ἀ­κού­γε­ται βέ­βαι­α τό ἡ­ρα­κλεί­τει­ο (Diels - Kranz, 22, ἀπόσπ. 123): Φύ­σις [ ] κρύ­πτε­σθαι φι­λεῖ.

[54] Δ τρο­με­ρή σα­φή­νει­α τοῦ ἤ χ ο υ] Κατ’ ἀν­τι­δι­α­στο­λή πρός τούς «ἀ­πο­κλει­στι­κά ὑ­παι­νι­κτι­κούς ἤ­χους τῆς κι­θά­ρας» τῆς μου­σι­κῆς τοῦ Ἀ­πόλ­λω­να.

[55] Δ δε­κτι­κό­τη­τα στό πά­θος] Leidensfahigkeit στό πρω­τό­τυ­πο· τύ­ποις, κα­τά λέ­ξη: «ἱ­κα­νό­τη­τα πρός τό πά­σχειν / πά­θος». Ἐν­νο­εῖ, οὐ­σι­α­στι­κά: ἕναν εὐ­γε­νῆ —πάν­τως ἰ­δι­ό­τυ­πο— τρό­πο βί­ω­σης τοῦ πά­θους (πρβλ Ἀν­τί­χρι­στο, σ.91: rajfinirte Schmerzfahigkeit).

[56] Η Πῶς ἀ­κρι­βῶς ὁ Ἀ­πόλ­λων ... τόν ἑλ­λη­νι­κοῦ Κό­σμου;] Κ’ ἐ­δῶ, φυ­σι­κά, δέν ἐν­νο­εῖ τό «θε­ό» Ἀ­πόλ­λω­να, ὅπως ἀ­μέ­σως πα­ρα­κά­τω —ἤ, ἔ­στω, κά­ποιο ἱ­ε­ρα­τεῖ­ο του—, πα­ρά τό, σύμ­φω­να μέ τό δι­κό του ὁ­ρι­σμό, «ἀ­πολ­λώ­νι­ο» πνεῦ­μα...

* Η Λα­τι­νι­κά στό κεί­με­νο (= ξέ­νος, φι­λο­ξε­νού­με­νος, ἀλλά κ’ ἐ­χθρός).

[57] Δ ὁ Δι­όν­υσος εἰ­σχώ­ρη­σε ... στήν Τέ­χνη.] Πα­ραλ­λα­γή: «Κα­τέ­φθα­σε ἐ­ξο­πλι­σμέ­νος μέ μι­ά νέ­α Τέ­χνη: τή μου­σι­κή - πού, σέ ἀν­τί­θε­ση μέ τήν Τέ­χνη τῆς ὡ­ραί­ας λάμ­ψης τοῦ φαί­νε­σθαι, εἶν’ ὁ κή­ρυ­κας τῆς ἀ­λή­θει­ας.»

± Δ Das Schauen, das Schone, der Schein στό πρω­τό­τυ­πο.

[58] Δ εἶ­ναι ὁ με­τα­μορ­φω­μέ­νος κό­σμος ... στό ὄ­νει­ρο.] Πρβλ Ἀρ­χαῖ­ο μου­σι­κό Δρᾶ­μα, σ.43: «...οἱ ἀν­θο­φο­ρί­ες στήν Τέ­χνη πραγ­μα­τώ­νον­ται μές στό κρυφ­ό μυ­στή­ρι­ο τῆς Νύ­χτας» (καί σχ.6)· Σω­κρά­της καί Τραγωδία, σ.81 - ὅπου καί τά πε­ρί αἰ­νι­κτι­κῆς σο­φί­ας, τοῦ ἀ­συ­νεί­δη­του.

[59] ΔΗ μέ τό λό­γο] Στό πρω­τό­τυ­πο: durch Begriffe (= μέ­σῳ ἐν­νοι­ῶν). Πι­ό ἁ­πλᾶ: «μέ λέ­ξεις» - ἀφοῦ ἐ­δῶ δέν πρό­κει­ται πε­ρί «ἀ­φη­ρη­μέ­νων ἐν­νοιῶν», «ἰ­δε­ῶν» 

* ΔΗ Έλληνικά στό κεί­με­νο (= τέ­λος, μέ τήν ἔν­νοι­α τοῦ σ κ ο ­π ο ῦ, ἀ­πώ­τα­τος σκο­πός).

[60] Δ Ἀ­λη­θι­νή Τέ­χνη ... δη­μι­ουρ­γί­ας εἰ­κό­νων] Πρβλ Λυ­κό­φως, σ.175: «Για­τί αὐ­τό εἶ­ναι Τ έ ­χ ν η: ἡ ἐ ν ὁ ρ ­μ η ­τ ι ­κ ῇ με­τα­μόρ­φω­ση σέ κά­τι Τέ­λει­ο...»

[61] Δ Ὁ καλ­λι­τέ­χνης ... τῆς δη­μι­ουρ­γι­κῆς δρά­σης] Ὁ θε­α­τής δέν κρί­νει ἁ­πλῶς τίς ἀν­θρώ­πι­νες πρά­ξεις βά­σει κά­ποιας ἠθικής, ἀλλά ζ ε ­ῖ, β ι ώ ν ε ι αἰ­σθη­τι­κά. (Νά, πά­λι, ὁ κεν­τρι­κός ἄ­ξο­νας τῆς νι­τσεϊ­κῆς σκέ­ψης: ἡ β ί ­ω ­σ η, κι ὄ­χι ἁ­πλῶς μί­α συμ­πε­ρι­φο­ρά κατ’ οὐσίαν «λόγια».) Τό αἴ­σθη­μα τοῦ Τρα­γι­κοῦ συν­δέ­ε­ται ἄ­με­σα —κα­τά Νί­τσε— μέ τήν αἰ­σθη­τι­κή δρα­στη­ρι­ό­τη­τα τοῦ θε­α­τῆ. Δέν μι­λᾶ­με πιά γιά θε­α­τή κρι­τι­κό/ἠ­θι­κο­λό­γο, ἀλλά γιά θε­α­τή-καλ­λι­τέ­χνη. Βλ. A. W. Schlegel, Kritische Schriften und Briefe. Vorlesungen uber dramatische Kunst und Literatur, Stuttgart, 1866 (Edgar Lohner), V, 64-6· Τε­ρέ­ζα Πεν­τζο­πού­λου-Βα­λα­λᾶ, Nietzsche καί Ἀ­ρι­στο­τέ­λης. Γύ­ρω ἀ­πό τήν Γέν­νη­ση τῆς Τραγωδίας καί τήν Ποι­η­τι­κή, στό: Ὁ Νί­τσε καί οἱ Ἕλ­λη­νες, Θεσ­σα­λο­νί­κη, 1997, 118.

* Ἑλ­λη­νι­κά στό κεί­με­νο.

[62] Δ Ἕ­νας πνευ­μα­τι­κός ... συγ­κά­λυ­ψη τῆς ἀ­λή­θει­ας] Βλ. Χα­ρού­με­νη ἐ­πι­στή­μη, «Πρό­λο­γος», κέφ. 4 III, 352].

* Ἑλ­λη­νι­κά στό κεί­με­νο.

[63] Η μ έ τ ρ ο ν σ ο φ ί η ς] Ὁ Νί­τσε, μέ τήν ἀ­κρι­βῆ πα­ρά­θε­σή του στά Ἑλ­λη­νι­κά, ἀ­να­φέ­ρε­ται ἐ­δῶ στό ὑ­πο­τι­θέ­με­νο ἐ­πι­τύμ­βι­ο τοῦ Ἡ­σι­ό­δου (βλ. Rose, Ἀ­ρι­στο­τέ­λης, Fragmenta, ἀπόσπ. 565): Χαῖ­ρε, δίς ἡ βή­σας καί δίς τά­φου ἀν­τι­βο­λή­σας,/Ἡ­σί­οδ’, ἀν­θρώ­ποις μέ­τρον ἔ­χον σο­φί­ης.

[64] Δ Το ὅριο ... τό «Ὑ­πέρ­με­τρο» !] Βλ. Γέν­νη­ση τῆς Τραγωδίας, κέφ. 4 [KSA, I, 41]: «Τό Ὑ ­π έ ρ ­μ ε ­τ ρ ο ἀ­πο­κα­λύ­φθη­κε ὡς ἀ­λή­θει­α· ἡ Ἀν­τί­φα­ση, ἡ ἡ­δο­νή πού γεν­νή­θη­κε ἀπ’ τήν ὀ­δύ­νη μί­λησ’ ἀπ’ τά τρί­σβα­θα τῆς Φύ­σης!»

± Δ Ἐννοεῖ τόν δι­θύ­ραμ­βο.

[65] Δ Τώ­ρα τό μέ­λος ... χα­λα­ρώ­νει] Βλ. τά σχό­λι­α τοῦ Σίτ­τλ στήν ἔκδ. Ἡ­σιό­δου, Τά Ἅ­πάν­τα, Ἀ­θή­νη­σιν, 1889, γιά τούς στί­χους 120-1 τῆς Θε­ο­γο­νί­ας: ...Ἔ­ρος, ὅς, κάλ­λι­στος ἐν ἀ­θα­νά­τοι­σι θε­οῖ­σι, λ υ σ ι μ ε λ ή ς.

[66] Δ ὁ ἦ­χος ἀ­κού­γε­ται κλαγ­γή] Στό πρω­τό­τυ­πο: Der Ton erklang. Ἡ ἀ­πό­δο­ση δι­α­τη­ρεῖ τή ση­μα­σί­α καί τήν ἐ­τυ­μο­λο­γί­α τοῦ ἠ­χο­ποί­η­του κα­τα­βο­λι­κοῦ ἰν­δο­ευ­ρω­πα­ϊ­κοῦ ρή­μα­τος (er-klangen < Klang < klingen < IE * klang-, ἀπ’ ὅπου κ’ ἡ κλαγ­γή: Weigand, Deutsches Worterbuch 5, Gief3en, 1909, I, 1046, l Klang,, ὅ.π., 1058, klingen)· ἐ­πί­σης, Μπαμ­πι­νι­ώ­τη, Ἐ­τυ­μο­λο­γι­κό 2, 679). [Δ Πρβλ καί τό σο­λω­μι­κό: «...γκλάν-γκλάν, τά σή­μαν­τρα/ τῆς ἐκ­κλη­σί­ας,/ γκλάν-γκλάν, οἱ ἀν­τί­λα­λοι/ τῆς ἐ­ρη­μί­ας...»] Βλ. καί πα­ρα­κά­τω, σχ. 91.

[67] Δ μ’ ἑ­κα­τον­τα­πλά­σι­α ... βα­θύ­φω­να πνευ­στά] Ἐν­νο­εῖ τόν ὀρ­γι­α­στι­κό ἦ­χο τῶν αὐ­λῶν.

[68] Δ χά­θη­κε τό ἄ­το­μο ... πλη­σί­α­ζε...] Ἀ­να­φο­ρά στόν Προ­μη­θέ­α Δε­σμώ­τη, κα­θώς καί στήν ὁ­μώ­νυ­μη ὄ­πε­ρα τοῦ Βάγ­κνερ (Gotterdammerung), τήν ὁ­ποί­α ὁ συν­θέ­της ἔ­γραφε ἐ­κεί­νη τήν ἐ­πο­χή. Πρβλ Γέν­νη­ση τῆς Τραγωδίας, κέφ. 9 [KSA, I, 68].

* Ἑλ­λη­νι­κά στό πρω­τό­τυ­πο.

[69] Δ τ ρ α ­γ ι ­κ ῆ ς σ κ έ ­ψ η ς] Πρβλ Dionysiac world view, Speirs, 129: ‘tragic thought’· Vision dionysiaque, Backes, 300: ‘pensee tragique’. Ἀλ­λι­ῶς: τῆς τρα­γι­κῆς «ἰ­δέ­ας», κι ἀ­πώ­τε­ρα: τῆς «τρα­γι­κῆς φι­λο­σο­φί­ας»· βλ. ἐν­δει­κτι­κά: Φι­λο­σο­φί­α στά χρό­νι­α της Τραγωδίας, κέφ 4, ὅπου καί τό ὑ­πό­βα­θρο τῆς «τρα­γι­κῆς σκέ­ψης» ἀ­πό κα­θα­ρά φι­λο­σο­φι­κή ὀ­πτι­κή - συγ­κε­κρι­μέ­να τοῦ Ἀ­να­ξί­μαν­δρου.

[70]Δ ἡ Συ­νεί­δη­ση ἐ­πι­στρέ­φει στήν κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα] Πρβλ Ντο­στο­γέβ­σκι, Δαι­μο­νι­σμέ­νοι, με­τά­φρα­ση Ἄ­ρη Ἀ­λέ­ξαν­δρου, Ἀθήνα χ.χ., Γ’ (Συμ­πλη­ρώ­μα­τα, II, «Ἐκ μέ­ρους τοῦ Σταυ­ρόγ­κιν», 324-5 κ.ἑ.), τ’ ὄ­νει­ρο πού πε­ρι­γρά­φει ὁ Σταυ­ρόγ­κιν στήν ἐ­ξο­μο­λο­γη­σή του στόν Τύ­χω­να· Baudelaire, Reve parisien, II· Balzac, La peau de chagrin, “La femme sans coeur”, Paris, 1974 (Gallimard), 241 κ.ἑ. - ὅπου ἐκ­φρά­ζε­ται τέ­λει­α τό συ­ναί­σθη­μα τῆς «προ­σγεί­ω­σης» στήν πε­ζή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα.

[71] Δ ἀ ­η ­δ ί ­α ] Ekel στό πρω­τό­τυ­πο. Ση­μει­ω­τέ­ον, ὁ Kaufmann, Tragedy, 60 (καί τή σχε­τι­κή ὑ.4), στό ἀν­τί­στοι­χο κεφ. τῆς Γέν­νη­σης τῆς Τραγωδίας, με­τα­φρά­ζει τό γερ­μα­νι­κό Ekel μέ τό σαρ­τρι­κό: nausea - πα­ρα­πέμ­πον­τας στή γνω­στή νου­βέλ­λα τοῦ Γάλ­λου φι­λο­σό­φου, μά καί στόν ὑ­παρ­ξι­σμό ἐν γέ­νει. Τό σχε­τι­κό χω­ρί­ο τῆς Γέν­νη­σης, κέφ. 7 [ΚSA, I, 56-7]: ...Ὁ δι­ο­νυ­σι­α­κός ἄν­θρω­πος εἶ­ναι σάν τόν Ἄμ­λετ. Κ’ οἱ δύ­ο ἔ­ρι­ξαν μί­α δι­α­πε­ρα­στι­κή μα­τιά στήν οὐσία τῶν πραγ­μά­των, κ α ­τ ά ­λ α ­β α ν, καί κά­θε πρά­ξη τούς ἀ­η­δι­ά­ζει πιά· κά­τι μέ­σα τους λέ­ει πώς, ὅ,τι κι ἄν κά­νουν, τί­πο­τα δέν μπο­ρεῖ ν’ ἀλλά­ξει τήν οὐσία τῶν πραγ­μά­των, κι ἄ­ρα εἶ­ναι γε­λοῖ­ο, ἀ­ναί­σχυν­το, νά πρέ­πει α ὐ τ ο ί νά στή­σουν ξα­νά στά πό­δια του ἕναν Κό­σμο ἀ­πο­σα­θρω­μέ­νο. Μέ τήν ἐ­πί­γνω­ση τῆς [ζο­φε­ρῆς] ἀ­λή­θει­ας πού κά­πο­τε ἀν­τί­κρυ­σε, ὁ ἄν­θρω­πος βλέ­πει τώ­ρα παν­τοῦ τή φρί­κη καί τόν πα­ρα­λο­γι­σμό τοῦ ὑ­πάρ­χειν, τώ­ρα νιώ­θει τί συμ­βο­λί­ζει τό πε­πρω­μέ­νο τῆς Ὀ­φη­λί­ας, τώ­ρα κα­τα­λα­βαί­νει τή σο­φί­α τοῦ θε­οῦ τῶν δα­σῶν Σι­λη­νοῦ: Τόν πνί­γει ἡ ἀ­η­δί­α.

* Δ Schuld στό πρω­τό­τυ­πο: σφάλ­μα, ἐ­νο­χή.

± Η Στό πρω­τό­τυ­πο: In der liewufitheil des Erwachens (= στήν κα­τά­στα­ση, στή συ­νει­δη­τό­τη­τα τῆς ἐ­γρή­γορ­σης).

[72] Δ ἀ­η­δι­ά­ζει] Es ekelt ihn στό πρω­τό­τυ­πο. Ὁ Kaufmann, Tragedy, 60: he is nauseated. Ἐ­πί­σης, προ­η­γού­με­νο σχ.

[73] Δ τό πα­ρά­λο­γό της ὕ­παρ­ξης] Γιά τό «πα­ρά­λο­γό» της ὕ­παρ­ξης ἀπ’ τήν ὀ­πτι­κή του Ὀρ­φι­σμοῦ, βλ. Ἀ­γών Ὁ­μή­ρου, σ.27 [KSA, I, 785].

[74] Δ τό Ὑ ψ η λ ό ... Γ ε ­λ ο ῖ ­ο ] Σ’ ἐν­τε­λῶς δι­α­φο­ρε­τι­κό ὕ­φος κι ἀ­πό ἄλ­λη ὀ­πτι­κή, βλ. ἐ­πί­σης Ἀν­θρώ­πι­να, λί­αν ἀν­θρώ­πι­να I, 169 [KSA, I, 157-8]: Π ρ ο ­έ ­λ ε υ ­σ η τ ο ῦ Κ ω ­μ ι ­κ ο ῦ. — Ἄν σκε­φτοῦ­με ὅτι ὁ ἄν­θρω­πος γιά χι­λι­ε­τί­ες ὁ­λό­κλη­ρες ὑ­πῆρ­ξε ζῶ­ο ἐ­ξαι­ρε­τι­κά ἐ­πιρρε­πές στό φό­βο, ὅτι κα­θε­τί αἰφ­νί­δι­ο κι ἀ­προσ­δό­κη­το τόν ἀ­νάγ­κα­ζε νἆν’ ἕ­τοι­μος γιά μά­χη, ἴ­σως καί γιά θά­να­το, ὅτι ἀ­κό­μα κι ἀρ­γό­τε­ρα, ἐν κοι­νω­νί­ᾳ πιά, ὅλή του ἡ ἀ­σφά­λει­α στη­ρι­ζό­ταν στό προ­βλέ­ψι­μο, στό πα­ρα­δε­δο­μέ­νο ἐν γέ­νει στά ἔρ­γα καί στά λό­γι­α, τό­τε δι­ό­λου πα­ρά­ξε­νο πώς, ὅταν ἀν­τι­με­τώ­πι­ζε ἐ­νί­ο­τε μί­α ἀ­πρό­σμε­νη ἤ ἀ­πρό­βλε­πτη πρά­ξη ἤ κου­βέν­τα (ἀπ’ τήν ὁ­ποί­α πάν­τως δέν κιν­δύ­νευ­ε ἡ ζω­ή του), «ξα­λά­φρω­νε» καί βρι­σκό­ταν ἀ­μέ­σως στόν ἀν­τί­πο­δα πιά τοῦ φό­βου: τό­τε τό ζα­ρω­μέ­νο καί κα­τα­τρο­μαγ­μέ­νο ζῶ­ο, τεν­τώ­νον­ταν, ἀ­νοί­γον­ταν - γε­λοῦ­σε! Αὐτό τό πέ­ρα­σμα, τή με­τά­βα­ση ἀ­πό ’ναν ἀ­κα­ρι­αῖ­ο φό­βο σέ μι­ά σύν­το­μη ὑ­πε­ρο­ψί­α τ’ ὀ­νο­μά­ζου­με Κ ω ­μ ι ­κ ό. Τό ἀν­τί- θε­τό ἰ­σχύ­ει μέ τό Τρα­γι­κό: ἐκεῖ ὁ ἄν­θρω­πος με­τα­βαί­νει γορ­γά ἀ­πό μι­ά με­γά­λη, μα­κρο­χρό­νι­αν ὑ­πε­ρο­ψί­α σ’ ἕνα με­γά­λο φό­βο· κα­θώς ὅμως ἡ με­γά­λη καί μα­κρο­χρό­νι­α ὑ­πε­ρο­ψί­α εἶ­ναι σπά­νι­α γιά τούς θνη­τούς (ἐνῶ δι­ό­λου σπά­νι­ος, βέ­βαι­α, ὁ φό­βος), ἐ­πι­κρά­τει τό Κω­μι­κό, κι ὄχι τό Τρα­γι­κό· πο­λύ πι­ό συ­χνά γ ε­ λ ᾶ κα­νείς, πα­ρά σ υ γ ­κ λ ο ­ν ί ­ζ ε ­τ α ι... Ἐ­νῶ στό με­θε­πό­με­νο βι­βλί­ο του, τή Χα­ρού­με­νη ἐ­πι­στή­μη, στό κέφ. 1, «Οἱ δα­σκά­λοι τοῦ σκο­ποῦ τῆς ὕ­παρ­ξης», κι­νεῖ­ται στά ὅρι­α ὄχι ἁ­πλώς της κω­μω­δί­ας, ἀλλά τῆς πα­ρω­δί­ας, ὑ­πο­νο­μεύ­ον­τας, θἄ­λε­γε κα­νείς, τήν ἴ­δια τή φύ­ση τοῦ Τρα­γι­κοῦ: ...Κα­θέ­νας ἀπ’ τούς με­γά­λους ἠ­θι­κο­δι­δα­σκά­λους πού φλυ­α­ροῦ­νε <μέ πᾶ­σαν σο­βα­ρό­τη­τα> πε­ρί σκο­πῶν, γί­νε­ται μ έ τ ό ν και­ρό ὑ­πο­χεί­ρι­ος τοῦ γέ­λιου, καί τῆς λο­γι­κῆς, καί τῆς Φύ­σης : τό­τε ἡ σύν­το­μη Τραγωδία με­τα­τρέ­πε­ται αἴφ­νης σέ αἰ­ώ­νι­α κω­μω­δί­α τῆς Ὕ­παρ­ξης ξ α ­ν ά· καί τά «κύ­μα­τα ἀ­να­ρίθμη­των γέ­λιων» —γιά νά πα­ρα­θέ­σω Αἰ­σχύ­λο—* μοι­ραί­α πᾶ­νε καί σκᾶ­νε, σκε­πά­ζον­τας τε­λι­κά ὡς καί τόν μέ­γι­στο τού­των τῶν τρα­γι­κῶν...
Στό ἴδι­ο βι­βλί­ο (πρό­λο­γος στή β’ ἔκδ., §1), ὑ­πο­νο­μεύ­ει ὡς καί τόν ἑ­αυ­τό του. (Ἄλ­λω­στε, ὅπως γρά­φει στό Ecce homo: «θά προ­τι­μοῦ­σα νἆ­μαι γε­λω­το­ποι­ός, πα­ρά ἅ­γι­ος».): ...Incipit tragoedia [= ἡ Τραγωδία ἀρ­χί­ζει] γέ­γρα­πται στό τέ­λος αὐ­τοῦ τοῦ φο­βε­ροῦ-ἀ­θε­ό­φο­βου βι­βλί­ου. Προ­σο­χή! Κά­τι ἄ­κρως πο­νη­ρό καί μο­χθη­ρό ἀ­ναγ­γέλ­λε­ται: incipit p a r o d i a [=ἡ π α ­ρ ω ­δ ί ­α ἀρ­χί­ζει], ἀ­ναμ­φί­βο­λα...

* Δ Προ­μη­θεύς Δε­σμώ­της, 89-90: πο­τα­μῶν τε πη­γαί πον­τί­ων τε κυ­μά­των / ἀ­νή­ριθ­μον γέ­λα­σμα...

* Δ Entladung στό πρω­τό­τυ­πο (νι­τσεϊ­κή ὁ­ρο­λο­γί­α)..

[75] Δ Τό Ὑ­ψη­λό ... ἀν­τι­φα­τι­κές!] Ἐξ οὗ κ’ ἡ αἰ­νι­κτι­κή ἐ­ρώ­τη­ση τοῦ Ζα­ρα­τού­στρα, I, «Γιά τήν ἀ­νά­γνω­ση καί τή γρα­φή» [KSA, IV, 49]: Ποιός ἀ­πό σᾶς μπο­ρεῖ νά γε­λά­ει καί νά κοι­τά­ει ἀ­πό ψη­λά;

[76] Δ τό ἄ-λο­γο σχέ­δι­ο] Ἐν­νο­εῖ­ται: σχέ­δι­ο τῶν θε­ῶν. Βλ. πα­ρα­πά­νω, σχ.51.

* Δ Leiden στό πρω­τό­τυ­πο. Ἐ­δῶ ὑ­πό τήν ἔν­νοι­α τῆς «ὀ­δύ­νης», τῆς «συμ­φορᾶς», τοῦ «πό­νου», τῶν «δει­νῶν».

± Ἑλ­λη­νι­κά στό κεί­με­νο.

[77] Δ Γορ­γοῦς] Κό­ρη τῆς Γαί­ας, στόν Κά­τω Κό­σμο.

[78] Δ τό θεῖ­ο ... ἀ­πολ­ύτως ἀλ­λη­λέν­δε­τα] Βλ. Ἀν­θρώ­πι­να, λί­αν ἀν­θρώ­πι­να I, 114 [ΚSA, II, 117].

[79] Δ κλη­ρο­νο­μι­κή κα­τά­ρα] Πρβλ Εὐ­ρι­πί­δη, Ἠ­λέ­κτρα, 1307: ἄ­τη πα­τέ­ρων. Ἐ­πί­σης, τόν πρό­λο­γο τοῦ Σε­φέ­ρη στόν Ἐ­ρω­τό­κρι­το, Ἀθήνα, 1962, 20-1: Ὅ­ταν ὁ Ἀ­γα­μέ­μνο­νας μπαί­νει στό πα­λά­τι πα­τών­τας ἀ­πά­νω στήν πορ­φύ­ρα πού τόν ὁ­δη­γεῖ στό σκο­τω­μό, ἡ Κλυ­ταιμ[ν]ή­στρα λέ­ει τούς φο­βε­ρούς στί­χους <Ἀ­γα­μέ­μνων, 958>: 

<Θ ά λ α σ σ α εἶν’ αὐ­τή - ποιός θά τήν ἐ­ξαν­τλή­σει;>
(Ἐ­στιν θά­λασ­σα - τίς δέ νίν κα­τα­σβέ­σει;..)

αἰ­σθά­νο­μαι πώς ὁ Αἰ­σχύ­λος βλέ­πει κα­θα­ρά μπρο­στά τόν αὐ­τήν τήν ἀ­τε­λεί­ω­τη συ­νέ­χει­α ἀ­πό φο­νι­κό σέ φο­νι­κό, αὐ­τή τήν ἀ­νε­ξάν­τλη­τη πορ­φύ­ρα... Η [ - κ’ ἐν­νο­εῖ τό αἷ­μα βέ­βαι­α...]

[80] Δ τ ί ­π ο ­τ α ... ξε­φύ­γει ἀπ’ αὐτήν] Βλ. Nietzsche, Aeschylus, 13 (= Δι­ό­νυ­σος, «Προ­λε­γό­με­να στίς Χο­η­φό­ρους», 145):

«...στόν Ὀ­ρέ­στη δέν δρᾷ κα­νέ­νας δαί­μων πού τά­χα πα­ρα­σύ­ρει σέ τυ­φλή ἐκ­δί­κη­ση. Ση­μαν­τι­κό: Τί νά κά­νω, Πυ­λά­δη; (ρω­τά­ει ὁ Ὀ­ρέ­στης) Πῶς νά σφά­ξω τή μά­να μου; Πού ση­μαί­νει πώς μέ τόν Ὄ­ρε­στη μπορεῖ νά λυ­θεῖ ἡ κα­τά­ρα.»

* Δ Προ­σθή­κη ἀπ’ τή Γέν­νη­ση τῆς τρα­γι­κῆς σκέ­ψης (KSA, I, 597).

± Δ Ἀντί τοῦ Menschendaseins (= ἀν­θρώ­πι­νη ὕ­παρ­ξη) [KSA, I, 569], προ­τι­μή­θη­κε ἡ με­τα­γε­νέ­στε­ρη πα­ραλ­λα­γή: Daseinssphinx [Γέν­νη­ση τῆς τρα­γι­κῆς σκέ­ψης (KSA, I, 597

* Ἑλ­λη­νι­κά στό κεί­με­νο.

[81] Δ ἀπ’ τόν ἀ­δύ­να­μο νοῦ τοῦ ἀν­θρώ­που] Bei der Schwache des Menschen στό πρω­τό­τυ­πο (= «λό­γω τῆς ἀ­δυ­να­μί­ας τοῦ ἀνθρώπου»).

[82] Δ ὁ ἄν­θρω­πος ...τ ο ῦ ἑ α υ τ ο ῦ τ ο υ] Ἀλ­λι­ῶς: Στε­ροῦν­ται γνῶ­θι σαυ­τόν οἱ ἄν­θρω­ποι - Αὐτό τό ζή­τη­μα θέ­τει ὁ Σο­φο­κλῆς. Στίς ση­μει­ώ­σεις τῆς Encyclopaedie, 416, ἀ­να­πτύσ­σον­τας τόν ἴ­διο κύ­κλο σκέ­ψε­ων, προ­σθέ­τει: «Ἡ Ζ ω ­ή, δέ λύ­νει τό αἴ­νιγ­μα. Ὁ Σο­φο­κλῆς προϋ­πο­θέ­τει τήν ὕ­παρ­ξη λύ­σης με­τα­φυ­σι­κῆς, καί ὁ Οἰ­δί­πους, ἐ­ξα­φα­νι­ζό­με­νος μυ­στη­ρι­α­κά <ἐνν. στό τέ­λος τοῦ Οἰ­δί­πο­δ­α ἐ­πί Κο­λω­νῷ>, ἀ­φή­νει νά ἐν­νο­η­θεῖ ποῦ βρί­σκε­ται αὐτή ἡ λύ­ση. Ἐ­πί πλέ­ον, βλέ­που­με δῶ γιά πρώ­τη φο­ρά νά ὑ­πει­σέρ­χε­ται στήν ἀν­θρώ­πι­νη θε­ώ­ρη­ση τό Ἐ­πέ­κει­να - γιά τ’ ὁ­ποῖο τί­πο­τα δέ γνώ­ρι­ζαν πα­λιό­τε­ρα, ὡς τήν ἐ­πο­χή τοῦ Αἰ­σχύ­λου...»

[83]Δ τό αἰ­σχυλ­ι­κό: ... τ ῶ ν θ ε ­ῶ ν] Πο­λύ πρίν τόν Πρω­τα­γό­ρα, ὁ Ξε­νο­φά­νης (6ος αἰ. π.Χ.) δι­α­κή­ρυτ­τε (Diels - Kranz, 21, ἀπόσπ. 34:

καί τό μέν οὖν σα­φές οὔ­τις ἀ­νήρ ἴ­δεν ο ὐ ­δ έ τ ί ς ἔ σ τ α ι
ε ἰ δ ώ ς ἀ μ φ ί θ ε ­ῶ ν τέ καί ἅσ­σα λέ­γω πε­ρί πάν­των·
εἰ γάρ καί τά μά­λι­στα τύ­χοι τε­τε­λε­σμέ­νον εἰ­πών,
αὐ­τός ὅμως οὐκ οἶ­δε· δό­κος δ’ ἐ­πί πᾶ­σι τέ­τυ­κται.


(: «Κα­νείς δέν εἶ­δε τό ἀ­κρι­βές, κι ἄ ν ­θ ρ ω ­π ο ς ο ὐ δ’ ἕ ν α ς ν ά ξ έ ­ρ ε ι γ ι ά θ ε ­ο ύ ς καί γιά ὅσα ἐ­γώ δι­η­γι­έ­μαι.
Κι ἄν τύ­χει κά­ποιος κά­τι ἀ­κέ­ριο νά πεῖ, τήν τύ­φλα του κι
αὐ­τός!
τή γνώ­ση δέν κα­τέ­χει, μόν’ γνῶ­μες γιά ὅλα ἔ­χει!»)

Ἐ­δῶ ὁ Νί­τσε βά­ζει (ἀ­να­χρο­νι­στι­κά, προ-πρω­τα­γό­ρει­α) τόν Αἰ­σχύ­λο νά λέ­ει πε­ρί­που: πε­ρί θε­ῶν (οἱ ἄν­θρω­ποι) οὐκ ἔχ<ου­σιν> εἴ­δε­ναι (Diels - Kranz, 80, Πρω­τα­γό­ρας, ἀπόσπ. 4), ὡς «προ­α­νά­κρου­σμα» τοῦ λε­γά­με­νου Φω­τι­σμοῦ, πού ξε­κί­να­γε ἔ­κει­νη τήν πε­ρί­ο­δο στήν Ἰ­ω­νί­α. Βλ. ἐν­δει­κτικά: Φι­λο­σο­φί­α στά χρό­νι­α της Τραγωδίας, 176-8.

[84] Δ Βου­τᾶς ἡ­δο­νι­κά στή λά­σπη] Βλ. Ἡράκλειτος, Diels - Kranz, 22, ἀπόσπ. 13: βορ­βό­ρῳ χαί­ρειν.

[85] Δ τοῦ Ἁ ­γ ί ­ο υ, καί τοῦ Τ ρ α ­γ ι ­κ ο ῦ κ α λ ­λ ι ­τ έ ­χ ν η] Καλ­λι­τέ­χνης, φι­λό­σο­φος, ἅ­γι­ος: οἱ τρεῖς κο­ρυ­φαῖ­οι ἀν­θρώπι­νοι τύ­ποι στήν πρώ­ι­μη φι­λο­σο­φί­α τοῦ Νί­τσε.

[86] Δ ἔν­νοι­ες] Ἐ­δῶ ἡ «ἔν­νοι­α» (Begriff) μέ κα­θα­ρά γλωσσο­λο­γι­κή δι­ά­στα­ση: ἡ πρώ­τη ὕ­λη τοῦ γλωσ­σι­κοῦ πε­ρι­ε­χο­μέ­νου.

* Δ Ἤ: τήν ἐ­ξω­τε­ρι­κή του ὄ­ψη.

[87] Δ Η Ὕ­λης] Στό πρω­τό­τυ­πο: Stoff (= ἐν προ­κει­μέ­νῳ, τό «ὑ­λι­κό», ἡ ὕλη, ὑ­πό μί­αν στε­νώ­τε­ρη ἔν­νοι­α, σ’ ἀν­τι­διαστο­λή μέ τό λα­τι­νο­γε­νές Materie, πού ση­μαί­νει τήν ὕ­λη στήν εὐ­ρύ­τε­ρη, φι­λο­σο­φι­κή της δι­ά­στα­ση).

* Δ Steigerung στό πρω­τό­τυ­πο. Ἄλ­λο­τε κλι­μά­κω­ση, ἡ ἔ­ξα­ψη.

± Δ Δηλαδή: στή σφαῖ­ρα τῆς μου­σι­κῆς.

[88] Δ maya]

[89] Δ Ἕνα σύμ­βο­λο ... ἀ­πο­τε­λεῖ ἔν­νοι­α] Δη­λα­δή μι­ά νο­η­τι­κή εἰ­κό­να. Γιά τήν πα­ρα­στα­τι­κό­τη­τα τῆς λέ­ξης Begriff, βλ. Λυ­κό­φως, «Πρό­λο­γος τοῦ με­τα­φρα­στῆ», 24.

[90] Η ρε­τσι­τα­τί­βο] Στό πρω­τό­τυ­πο: Sprechgesang. Ἐ­δῶ προ­τι­μά­ει τόν γερ­μα­νι­κό ὅ­ρο. Τό ρε­τσι­τα­τί­βο (ἔρ­ρυθ­μη ἀ­παγ­γε­λί­α) εἶ­ναι τ ρ ό ­π ο ς ἀ­παγ­γε­λί­ας...

[91] Η κλαγ­γή] Στό πρω­τό­τυ­πο: Klang (= ἦ­χος, ἠ­χώ, δό­νη­ση, κρου­στός ἦ­χος). Ἐ­πί­τη­δες ἡ ἀ­πό­δο­ση, γιά νά δι­α­τη­ρη­θεῖ ἡ ἐ­τυ­μο­λο­γί­α κ’ ἡ πα­ρη­χη­τι­κή τοῦ νι­τσεϊ­κοῦ κει­μέ­νου. Βλ. πα­ρα­πά­νω, σχ.66, κα­θώς καί Λυ­κό­φως, σ.28- 242.

[92] Δ ἐ­φό­σον βε­βαί­ως ... τῆς βού­λη­σής της] Πι­ό ἁ­πλᾶ: «ἐ­φό­σον τό μέ­λος εἶ­ναι τό κα­τε­ξο­χήν σύμ­βο­λο τῆς ‘βού­λη­σης’ πού κρύ­βει ἡ ἐν λό­γῳ ἰ­δέ­α».

* Δ Ἐν­νο­εῖ­ται: «ἡ ἀ­πό­λαυ­ση τῆς θέ­α­σης τῶν φαι­νο­μέ­νων».

[93] Δ Η δι­ο­νυ­σι­α­κό δι­θύ­ραμ­βο] Ἐν­νο­εῖ τόν ἀρ­χα­ϊ­κό δι­θύ­ραμ­βο, μέ ἐκ­προ­σώ­πους τόν εὑ­ρέ­τη τοῦ τρα­γι­κοῦ τρό­που Ἀ­ρί­ωνα (τήν ἀκ­μή τοῦ το­πο­θε­τεῖ ὁ Σουΐ­δας ἀ­κρι­βῶς στήν ἀρ­χή τοῦ τε­λευ­ταί­ου τε­τάρ­του τοῦ 7ου αἰ. π.Χ.) καί τόν Λά­σο τόν Ἑρ­μι­ο­νέ­α (τέ­λος 6ου αἰ.). DNP, I, 1083-4, Arion· III, 699-701, Dithyrambos· Ἱ, 1159, Lasos 1.

[94] Δ με­γα­λο­φυί­α τοῦ Εἴ­δους] Genius der Gattung στό πρω­τό­τυ­πο. Ἔκ­φρα­ση τοῦ Σο­πε­νά­ου­ερ: Die Weltals Wille und Vorstellung, Ziirich, 1977, II, βι­βλί­ο 4, κέφ. 44, σ.642.

[95] Δ θι­α­σώ­της τοῦ Δι­ο­νύ­σου ... συμ­βο­λι­στι­κῆς δύ­να­μης] Ὁ Schmidt, Kommentar, 136, ἐ­πι­ση­μαί­νει ὅτι μέ τήν πα­ρα­πά­νω δι­α­τύ­πω­ση (ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κή, ἕνω­ση, σύμ­πα­σα, κ.λ., δη­λω­τι­κά της οἰ­ο­νεί σύμ­πρα­ξης ὅ­λων τῶν δη­μι­ουρ­γι­κῶν κλί­σε­ων τοῦ ἀν­θρώ­που - ἐ­πί­τη­δες μέ πλά­γι­α στοι­χεῖ­α), ὁ Νί­τσε ἔ­χει κα­τά νοῦ τό βαγ­κνε­ρι­κό Gesammtkunstwerk (= κ α­ θ ο ­λ ι ­κ ό ἔρ­γο Τέ­χνης), ἐνῶ στό πνε­ῦ­μα τῆς πα­ρα­γρά­φου (πρβλ τά: «ἔ­ξαρ­ση τῶν συμ­βο­λι­στι­κῶν δυ­νά­με­ων», «ν έ ­ο ς κό­σμος συμ­βό­λων») ὁ Schmidt ἐν­το­πί­ζει σχέ­σεις μέ τό ἐ­ξαι­ρε­τι­κό ποί­η­μα τοῦ Μπων­τλαίρ, Cor- respondances, ὅπου ἐκ­φρά­ζε­ται ἀ­πα­ρά­μιλ­λα ἡ «τά­ση γιά συ­ναι­σθη­σι­α­κή ἀν­τί­λη­ψη» (“Tendenz zu synasthetischen Wahrnehmungen“) μές ἀ­πό «γε­μά­τους σύμ­βο­λα δρυ­μούς» (foret de symboles):

ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΕΣ

Να­ός ἡ Φύ­ση, μέ κί­ο­νες ζων­τα­νούς,
κά­πο­τε ρή­σεις ἀ­σα­φεῖς ἀ­φή­νουν ν’ ἀ­κου­στοῦ­νε –
δι­α­βαί­νει ὁ θνη­τός γ ε ­μ ά ­τ ο υ ς σ ύ μ ­β ο ­λ α δ ρ υ ­μ ο ύ ς,
πού μέ οἰ­κεῖ­ο βλέμ­μα τόν κοι­τοῦ­νε.

Ὅ­πως ἀν­τί­λα­λοι ἀ­λαρ­γι­νοί στά μά­κρη χω­νε­μέ­νοι,
σ’ ἑ ­ν ό ­τ η ­τ α β α ­θ ι ­ά κ α ί σ κ ο ­τ ε ι ­ν ή,
ἀ­πέ­ραν­τη σά νύ­χτα καί πά­λι σάν αὐ­γή,
ἀ­ρώ­μα­τα, ἦ­χοι, χρώ­μα­τα, ἀ­να­με­τα­ξύ τους ἀν­τι­στοι­χοῦ­νε.

Ἀ­ρώ­μα­τα φρέ­σκα σάν κορ­μιά παι­δι­κά,
καί λι­βά­δια πρά­σι­να, σάν ὄμ­πο­ε γλυ­κά –
κι ἄλλα: ἔκ­φυ­λα, πλού­σι­α, θρι­αμ­βι­κά,
σάμ­πως ἀ­στέ­ρευ­τα τ’ ἀ­πεί­ρου νά σκορ­ποῦ­νε,
σάν ἄμ­βρα, μό­σχος, μο­σχο­λί­βα­νο, λι­βά­νι,
τήν πα­ρα­φο­ρά τοῦ νοῦ καί τῶν αἰ­σθή­σε­ων
ἀ­νυ­μνοῦ­νε...

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου