Ένας χωρισμός έχει αρκετά στάδια. Το πρώτο και το κυρίως είναι το στάδιο της άρνησης. Μετά από αυτό, η αποδοχή είναι θέμα χρόνου. Αλλά μέχρι να φτάσουμε στο στάδιο της αποδοχής, η άρνηση έχει τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Ειδικότερα, όταν ο ένας από τους δύο, δεν μπορεί να δεχτεί αυτή την απόφαση σε καμία της μορφή ή δε δέχεται καν να το συζητήσει. Είναι μια ιδιαίτερη μορφή βίας όταν ένα άτομο δηλώνει σε κάποιον πως δεν προχωράει άλλο το μεταξύ τους κι εκείνος δε σέβεται αυτή την απόφαση -η οποία μάλλον είναι κι η καλύτερή για όλους. Τότε είναι που ξεκινάει κι η ζώνη της καταπίεσης, ενός βουβού πολέμου.
Κι είναι άσχημο να κάνουμε κάτι τέτοιο. Είναι βίαιο να προτιμάμε να κρατήσουμε κάποιον παρά τη θέλησή του, μόνο και μόνο για να ικανοποιήσουμε το δικό μας «εγώ». Δε μας φτάνει ο εαυτός μας;
Μπορεί να λέμε πως δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς τον άλλον, για τους δικούς μας λόγους, πως δε θα βρούμε άλλον σαν και αυτό το άτομο ,κάποιον να μας καταλαβαίνει ή να μας συμπληρώνει εξίσου, αλλά πρέπει να πάρουμε απόφαση πως η ζωή προχωρά. Και στο κάτω-κάτω δεν είναι πρόβλημα του άλλου η δική μας ζωή και δεν έχουμε κανένα δικαίωμα να τον βασανίζουμε έτσι. Το πώς θα ζήσουμε στο εξής είναι δικό μας πρόβλημα.
Η καταπίεση δημιουργεί αναμνήσεις που δε θα μπορέσουμε τόσο εύκολα να ξεπεράσουμε ούτε εμείς οι ίδιοι, όπως και κάθε άλλη μορφή βίας. Τα συναισθήματα σ’ αυτήν την περίπτωση είναι αρκετά και επώδυνα. Από τη μεριά του θύματος, οι σκέψεις ξεκινούν από τις τύψεις. Κι όταν λέμε τύψεις εννοούμε τα «Θα του κάνω κακό που θα φύγω, αφού βλέπω πόσο με θέλει, πώς μπορώ να κάνω κάτι τέτοιο;» που θα ειπωθούν με κλάματα ή «σπασμένη φωνή».
Παρ’ όλα αυτά, όταν έρχεται η τελική απόφαση στο φως, βλέπουμε πως η συμπεριφορά του άλλου πάντα αλλάζει. Τότε, όλο αυτό που συμβαίνει, αφορά τον τομέα της ψυχολογικής βίας. Κλάματα, υπεκφυγές, φωνές και υστερίες. Έτσι, ο άλλος μπορεί να μείνει μόνο και μόνο για να ηρεμήσει, -έστω προσωρινά- το άτομο που έχει απέναντί του. Αλλά μένει παρά τη θέλησή του. Και μετά από αυτό το περιστατικό, το άτομο για να ηρεμήσει απομακρύνεται από όλους κι από όλα για να μην έχει τέτοιου είδους συμπεριφορά ξανά, να μη ζήσει ξανά μια παρόμοια εμπειρία, να μη συνδέσει την αγάπη με τη βία ξανά. Έτσι χάνει στιγμές, εμπιστοσύνη στον εαυτό του και τους ανθρώπους, χάνει ένα κομμάτι του εαυτού του.
Ο θύτης από την άλλη, θέλει να κρατήσει πάση θυσία το άλλο άτομο κοντά του. Άρα, χτυπάει κατευθείαν στο συναίσθημα. Είναι ένας από τους πιο αποτελεσματικούς τρόπους για να αναγκάσει άλλωστε κάποιον, έμμεσα ή άμεσα να κάνει ό,τι επιθυμεί. Δηλώνει καθαρή και έντονη άρνηση στην επιλογή του άλλου, προτιμώντας να τον κρατήσει κοντά του, παρά τη θέλησή του. Εν γνώση του, φέρνει τον άλλον σε δύσκολη θέση, κάνοντας την απόφαση ακόμα πιο επώδυνη. Καθώς το άτομο προσπαθεί να «ξεφύγει» από αυτή την κατάσταση με τον καιρό, ο θύτης επιμένει, τονίζοντας την παρουσία του με ενοχλητικούς ή προσβλητικούς, τρόπους.
Γίνεται βίαιος και παρενοχλητικός ο άνθρωπος αλλά το αρνείται, αποδίδοντας αυτό το ενδιαφέρον, στην αγάπη ή τον έρωτα. Μόνο που η αγάπη δεν πονάει.
Και καθώς και οι δύο έρχονται σε ένα άσχημο σημείο για έναν άνθρωπο, η βία με αυτόν τον τρόπο επεκτείνεται και σε άλλα επίπεδα, πιο έντονα, εκτός της λεκτικής βίας.
Αφανής βία υπάρχει παντού. Λεκτική, συναισθηματική και όχι μόνο. Το να φέρνουμε τον άλλον σε δύσκολη θέση ή να τον αδειάζουμε συναισθηματικά, για τον οποιονδήποτε λόγο, είναι βία. Η άρνηση να αποχωρήσουμε από τη ζωή του, είναι βία. Και τίποτα απ’ όλα αυτά δε μας κάνει καλύτερους, ούτε ανώτερους. Αντιθέτως. Με αυτό τον τρόπο δείχνουμε πόσο κενοί μπορεί να είμαστε ή πόσο αμαθείς. Πρέπει να μάθουμε πως τα συναισθήματα όλων πληγώνονται και πληγώνουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου