ΠΕΡΙ ΕΥΘΥΜΙΑΣ
Όμως τώρα, ενώ αποστρέφουμε τα μάτια μας, όταν τα πληγώνει εκτυφλωτικό φως, και τ’ ανακουφίζουμε με τα χρώματα των λουλουδιών και του χορταριού, ταλαιπωρούμε τον νου στρέφοντάς τον προς οδυνηρά πράγματα και τον αναγκάζουμε να μένει σε σκέψεις δυσάρεστων πραγμάτων, εξαναγκάζοντάς τον σχεδόν δια της βίας να στρέφεται μακριά από τα καλύτερα.
Γιατί εξετάζεις με τόσο κοφτερό μάτι τα προβλήματά σου, καλέ μου άνθρωπε, και τα κρατάς συνέχεια ζωντανά και τα διατηρείς πρόσφατα στο νου σου, και δεν οδηγείς τις σκέψεις σου στα καλά που έχεις;
Όμως, όπως οι βεντούζες ρουφούν τους πιο φαρμακερούς χυμούς από τη σάρκα, έτσι κι εσύ συγκεντρώνεις ενάντια στον εαυτό σου τις χειρότερες καταστάσεις σου, αποδεικνύοντας ότι δεν είσαι καθόλου καλύτερος από τον Χίο ο οποίος πουλούσε άφθονο παλαιό κρασί στους άλλους, αλλά για το δικό του γεύμα προσπαθούσε δοκιμάζοντας να βρει κρασί ξινισμένο· όταν, λοιπόν, ένας δούλος του ρωτήθηκε από άλλον δούλο τι έκανε ο κύριος του όταν τον άφησε, αποκρίθηκε: “Έψαχνε για το κακό, ενώ ήταν μπροστά του τα καλά”. Στην πραγματικότητα οι περισσότεροι προσπερνούν τα άριστα και γλυκόπιοτα που έχουν και τρέχουν στα δυσάρεστα και στα βλαβερά.
Ο Αρίστιππος, ωστόσο, δεν ήταν ένας από αυτούς, αλλά είχε τη σοφία να υψώνεται, σαν σε ζυγαριά, προς τις καλύτερες καταστάσεις και ν’ ανακουφίζεται.
Έτσι, όταν έχασε ένα ωραίο κτήμα, ρώτησε κάποιον από κείνους που παρίσταναν πως λυπούνταν και αγανακτούσαν μαζί του: “Εσύ έχεις μόνο ένα μικρό χωραφάκι, ενώ εμένα μου μένουν τρεις αγροί, έτσι δεν είναι;” Ο άλλος συμφώνησε, οπότε ο Αρίστιππος του είπε: “Μήπως λοιπόν πρέπει περισσότερο να λυπάμαι εγώ για σένα;” Είναι, δηλαδή, παρανοϊκό να στεναχωριέται κάποιος γι’ αυτό που χάθηκε και να μη χαίρεται γι’ αυτό που σώθηκε, αλλά όπως τα μικρά παιδιά που, αν κάποιος τους πάρει ένα από τα πολλά τους παιχνίδια, πετάνε κι όλα τα υπόλοιπα και κλαίνε και φωνάζουν, με τον ίδιο τρόπο κι εμείς, όταν μας ενοχλήσει η τύχη σ’ ένα ζήτημα, αχρηστεύουμε κι όλα τ’ άλλα, με οδυρμούς και στεναχώριες.
Κάποιος θα μπορούσε να πει: “Τι, όμως, έχουμε στ’ αλήθεια και τι δεν έχουμε;”
Ο ένας έχει φήμη, ο άλλος σπίτι, ο άλλος σύζυγο, ο άλλος καλό φίλο. Ο Αντίπατρος από την Ταρσό, όταν ήταν ετοιμοθάνατος, αναλογιζόμενος τα καλά που του είχαν τύχει, δεν παρέλειψε ακόμα και το ωραίο ταξίδι που είχε κάνει από την Κιλικία στην Αθήνα· έτσι, δεν πρέπει να παραβλέπουμε ακόμα και τα κοινά πράγματα, αλλά να τα μετράμε και να είμαστε ευγνώμονες που είμαστε ζωντανοί και υγιείς και βλέπουμε τον ήλιο· που δεν γίνεται πόλεμος ή εξέγερση, αλλά και που η γη προσφέρεται για καλλιέργεια και η θάλασσα για ελεύθερα ταξίδια σε κείνον ο οποίος θέλει· που μπορούμε να μιλάμε ή να δρούμε, να σωπαίνουμε ή να ξεκουραζόμαστε. Θα νιώσουμε περισσότερη ψυχική γαλήνη γι’ αυτά που έχουμε, αν φανταστούμε πως δεν τα έχουμε· αν θυμίζουμε στους εαυτούς μας πόσο ποθητή είναι η υγεία για τους αρρώστους, η ειρήνη γι’ αυτούς που πολεμούν και η απόκτηση φήμης και φίλων σε τόσο σπουδαία πόλη για τον ξένο· και πόσο οδυνηρό είναι να τα στερηθείς, ενώ κάποτε τα είχες.
Τότε, δηλαδή, δεν θα μας συμβαίνει να θεωρούμε το καθένα απ’ αυτά σημαντικό και πολύτιμο μόνο όταν έχει χαθεί αλλά χωρίς αξία όταν το κατέχουμε με σιγουριά (το να μην υπάρχει κάτι δεν προσθέτει αξία σε τίποτα), ούτε πρέπει ν’ αποκτούμε αυτά τα πράγματα σαν να ήταν πολύτιμα και να ζούμε με τον φόβο και τρέμοντας μήπως και τα στερηθούμε, ενόσω, όμως, τα έχουμε, να τα παραβλέπουμε και να τα περιφρονούμε σαν να μην είχαν αξία· πάνω απ’ όλα πρέπει να φροντίσουμε να τα χρησιμοποιούμε για την απόλαυση και την ευχαρίστησή μας, ώστε ν’ αντέξουμε την απώλεια τους, αν τύχει, με μεγαλύτερη ηρεμία.
Όμως οι περισσότεροι άνθρωποι, όπως είπε ο Αρκεσίλαος, θεωρούν σωστό να εξετάζουν τα ποιήματα, τις ζωγραφιές και τα αγάλματα άλλων με το νου και με την όραση, σκύβοντας από πάνω τους με προσοχή και μελετώντας κάθε λεπτομέρεια, ενώ παραμελούν την ίδια τη ζωή τους, που έχει πολλά καθόλου δυσάρεστα πράγματα να εξετάσουν, κοιτώντας πάντοτε τα εξωτερικά πράγματα και θαυμάζοντας την ξένη φήμη και την τύχη, όπως κάνουν οι μοιχοί για τις γυναίκες των άλλων, τη στιγμή που περιφρονούν τους εαυτούς τους και όσα έχουν.
Ωστόσο συμβάλλει ιδιαίτερα στην ψυχική γαλήνη να εξετάζει κάποιος, αν είναι δυνατόν, τον εαυτό του και όσα τον αφορούν, αλλά, αν τούτο δεν είναι δυνατόν, να παρατηρεί ανθρώπους που βρίσκονται σε χειρότερη μοίρα και όχι, όπως κάνουν οι περισσότεροι, να συγκρίνει τον εαυτό του με κείνους που υπερέχουν· όπως, για παράδειγμα, οι φυλακισμένοι θεωρούν τυχερούς εκείνους που ελευθερώθηκαν· οι τελευταίοι πάλι, όσους έχουν γεννηθεί ελεύθεροι, κι αυτοί τους πολίτες, ενώ οι πολίτες με τη σειρά τους τους πλούσιους· οι πλούσιοι τους σατράπες, οι σατράπες τους βασιλείς, και οι βασιλείς τους θεούς, και μόνο που δεν θέλουν κιόλας να βροντούν και ν’ αστράφτουν. Έτσι, με το να μην έχουν ποτέ πράγματα που είναι πάνω από αυτούς, δεν είναι ποτέ ευγνώμονες για ό,τι αρμόζει στη θέση τους.
Τι άλλο είναι το παραπάνω αν όχι συλλογή δικαιολογιών της αχαριστίας απέναντι στην τύχη προκειμένου να καταδικάζουμε και να τιμωρούμε τον εαυτό μας; Τουλάχιστον, όμως, εκείνος που ο νους του κάνει λυτρωτικές σκέψεις, καθώς ο ήλιος βλέπει μυριάδες ανθρώπων,
όσους δρέπουμε της πλατιάς γης τον καρπό
(ΣΙΜΩΝΙΔΗΣ),
αν τύχει να είναι λιγότερο ένδοξος ή πλούσιος από κάποιους άλλους, δεν κάθεται να θρηνεί καταπτοημένος, αλλά ξέροντας πως ζει μυριάδες φορές καλύτερα και ευπρεπέστερα από μυριάδες άλλους, θα συνεχίσει τον δρόμο του υμνώντας τον δικό του φύλακα δαίμονα και τη ζωή του.
Όποτε λοιπόν θαυμάσεις κάποιον που μεταφέρεται πάνω στο φορείο του ως ανώτερό σου, χαμήλωσε τα μάτια σου και κοίταξε κείνους που κουβαλούν το φορείο· όποτε λογαριάζεις ευτυχισμένο, όπως έκανε εκείνος ο άνδρας από τον Ελλήσποντο, τον περίφημο Ξέρξη που περνούσε τη γέφυρά του, κοίτα επίσης και εκείνους που έσκαβαν κάτω από το μαστίγιο για να τρυπήσουν τον Άθωνα και κείνους που τους έκοψαν τ’ αυτιά και τις μύτες, επειδή η γέφυρα έσπασε από τη θαλασσοταραχή. Πρόσεξε ακόμα τι σκέφτονται αυτοί, που καλοτυχίζουν τη δική σου ζωή και τις περιστάσεις.
Γι’ αυτό λοιπόν κι εμείς, όποτε ακούμε κάποιον να μας λέει πως οι ασχολίες μας είναι ασήμαντες και πολύ θλιβερές, επειδή δεν είμαστε ύπατοι ή επίτροποι, μπορούμε ν’ απαντάμε: “Οι ασχολίες μας είναι λαμπρές και η ζωή μας ζηλευτή· δεν είμαστε ζητιάνοι ούτε αχθοφόροι ούτε κόλακες”.
Επειδή, όμως, εξαιτίας της μωρίας μας έχουμε συνηθίσει να ζούμε με την προσοχή στραμμένη σε όλους τους άλλους παρά στον εαυτό μας, κι επειδή η φύση μας έχει πολύ φθόνο και κακεντρέχεια και δεν χαίρεται τόσο με τα δικά μας αγαθά όσο στεναχωριέται για τα ξένα, μην κοιτάς μόνο τη λάμψη και τη διασημότητα εκείνων που φθονείς και θαυμάζει, αλλά, σαν ν’ ανοίγεις και να τραβάς το φανταχτερό παραπέτασμα της φήμης και της εξωτερικής τους εμφάνισης, μπες μέσα τους και θα δεις πολλά δυσάρεστα και πολλά που τους προκαλούν απέχθεια εκεί.
Έτσι, όταν ο περίφημος Πιττακός, που η φήμη για την ανδρεία, τη σοφία και τη δικαιοσύνη του ήταν μεγάλη, φιλοξενούσε κάποιους φίλους, η γυναίκα του μπήκε μέσα έξαλλη κι αναποδογύρισε το τραπέζι· οι καλεσμένοι γύρισαν αλλού το βλέμμα τους, αλλά ο Πιττακός είπε: “Όλοι μας έχουμε κάποιο βάσανο. Αυτός που έχει το δικό μου είναι ευτυχής”.
Αυτόν στην αγορά τον έχουν για ευτυχισμένο,
μόλις όμως ανοίξει την πόρτα του σπιτιού, είναι τρισάθλιος
όλα η γυναίκα του τα κανονίζει, διατάζει και συνεχώς
μαλώνει.
Βάσανα έχει πολλά – εγώ κανένα.
(ΜΕΝΑΝΔΡΟΣ)
Όμως τώρα, ενώ αποστρέφουμε τα μάτια μας, όταν τα πληγώνει εκτυφλωτικό φως, και τ’ ανακουφίζουμε με τα χρώματα των λουλουδιών και του χορταριού, ταλαιπωρούμε τον νου στρέφοντάς τον προς οδυνηρά πράγματα και τον αναγκάζουμε να μένει σε σκέψεις δυσάρεστων πραγμάτων, εξαναγκάζοντάς τον σχεδόν δια της βίας να στρέφεται μακριά από τα καλύτερα.
Γιατί εξετάζεις με τόσο κοφτερό μάτι τα προβλήματά σου, καλέ μου άνθρωπε, και τα κρατάς συνέχεια ζωντανά και τα διατηρείς πρόσφατα στο νου σου, και δεν οδηγείς τις σκέψεις σου στα καλά που έχεις;
Όμως, όπως οι βεντούζες ρουφούν τους πιο φαρμακερούς χυμούς από τη σάρκα, έτσι κι εσύ συγκεντρώνεις ενάντια στον εαυτό σου τις χειρότερες καταστάσεις σου, αποδεικνύοντας ότι δεν είσαι καθόλου καλύτερος από τον Χίο ο οποίος πουλούσε άφθονο παλαιό κρασί στους άλλους, αλλά για το δικό του γεύμα προσπαθούσε δοκιμάζοντας να βρει κρασί ξινισμένο· όταν, λοιπόν, ένας δούλος του ρωτήθηκε από άλλον δούλο τι έκανε ο κύριος του όταν τον άφησε, αποκρίθηκε: “Έψαχνε για το κακό, ενώ ήταν μπροστά του τα καλά”. Στην πραγματικότητα οι περισσότεροι προσπερνούν τα άριστα και γλυκόπιοτα που έχουν και τρέχουν στα δυσάρεστα και στα βλαβερά.
Ο Αρίστιππος, ωστόσο, δεν ήταν ένας από αυτούς, αλλά είχε τη σοφία να υψώνεται, σαν σε ζυγαριά, προς τις καλύτερες καταστάσεις και ν’ ανακουφίζεται.
Έτσι, όταν έχασε ένα ωραίο κτήμα, ρώτησε κάποιον από κείνους που παρίσταναν πως λυπούνταν και αγανακτούσαν μαζί του: “Εσύ έχεις μόνο ένα μικρό χωραφάκι, ενώ εμένα μου μένουν τρεις αγροί, έτσι δεν είναι;” Ο άλλος συμφώνησε, οπότε ο Αρίστιππος του είπε: “Μήπως λοιπόν πρέπει περισσότερο να λυπάμαι εγώ για σένα;” Είναι, δηλαδή, παρανοϊκό να στεναχωριέται κάποιος γι’ αυτό που χάθηκε και να μη χαίρεται γι’ αυτό που σώθηκε, αλλά όπως τα μικρά παιδιά που, αν κάποιος τους πάρει ένα από τα πολλά τους παιχνίδια, πετάνε κι όλα τα υπόλοιπα και κλαίνε και φωνάζουν, με τον ίδιο τρόπο κι εμείς, όταν μας ενοχλήσει η τύχη σ’ ένα ζήτημα, αχρηστεύουμε κι όλα τ’ άλλα, με οδυρμούς και στεναχώριες.
Κάποιος θα μπορούσε να πει: “Τι, όμως, έχουμε στ’ αλήθεια και τι δεν έχουμε;”
Ο ένας έχει φήμη, ο άλλος σπίτι, ο άλλος σύζυγο, ο άλλος καλό φίλο. Ο Αντίπατρος από την Ταρσό, όταν ήταν ετοιμοθάνατος, αναλογιζόμενος τα καλά που του είχαν τύχει, δεν παρέλειψε ακόμα και το ωραίο ταξίδι που είχε κάνει από την Κιλικία στην Αθήνα· έτσι, δεν πρέπει να παραβλέπουμε ακόμα και τα κοινά πράγματα, αλλά να τα μετράμε και να είμαστε ευγνώμονες που είμαστε ζωντανοί και υγιείς και βλέπουμε τον ήλιο· που δεν γίνεται πόλεμος ή εξέγερση, αλλά και που η γη προσφέρεται για καλλιέργεια και η θάλασσα για ελεύθερα ταξίδια σε κείνον ο οποίος θέλει· που μπορούμε να μιλάμε ή να δρούμε, να σωπαίνουμε ή να ξεκουραζόμαστε. Θα νιώσουμε περισσότερη ψυχική γαλήνη γι’ αυτά που έχουμε, αν φανταστούμε πως δεν τα έχουμε· αν θυμίζουμε στους εαυτούς μας πόσο ποθητή είναι η υγεία για τους αρρώστους, η ειρήνη γι’ αυτούς που πολεμούν και η απόκτηση φήμης και φίλων σε τόσο σπουδαία πόλη για τον ξένο· και πόσο οδυνηρό είναι να τα στερηθείς, ενώ κάποτε τα είχες.
Τότε, δηλαδή, δεν θα μας συμβαίνει να θεωρούμε το καθένα απ’ αυτά σημαντικό και πολύτιμο μόνο όταν έχει χαθεί αλλά χωρίς αξία όταν το κατέχουμε με σιγουριά (το να μην υπάρχει κάτι δεν προσθέτει αξία σε τίποτα), ούτε πρέπει ν’ αποκτούμε αυτά τα πράγματα σαν να ήταν πολύτιμα και να ζούμε με τον φόβο και τρέμοντας μήπως και τα στερηθούμε, ενόσω, όμως, τα έχουμε, να τα παραβλέπουμε και να τα περιφρονούμε σαν να μην είχαν αξία· πάνω απ’ όλα πρέπει να φροντίσουμε να τα χρησιμοποιούμε για την απόλαυση και την ευχαρίστησή μας, ώστε ν’ αντέξουμε την απώλεια τους, αν τύχει, με μεγαλύτερη ηρεμία.
Όμως οι περισσότεροι άνθρωποι, όπως είπε ο Αρκεσίλαος, θεωρούν σωστό να εξετάζουν τα ποιήματα, τις ζωγραφιές και τα αγάλματα άλλων με το νου και με την όραση, σκύβοντας από πάνω τους με προσοχή και μελετώντας κάθε λεπτομέρεια, ενώ παραμελούν την ίδια τη ζωή τους, που έχει πολλά καθόλου δυσάρεστα πράγματα να εξετάσουν, κοιτώντας πάντοτε τα εξωτερικά πράγματα και θαυμάζοντας την ξένη φήμη και την τύχη, όπως κάνουν οι μοιχοί για τις γυναίκες των άλλων, τη στιγμή που περιφρονούν τους εαυτούς τους και όσα έχουν.
Ωστόσο συμβάλλει ιδιαίτερα στην ψυχική γαλήνη να εξετάζει κάποιος, αν είναι δυνατόν, τον εαυτό του και όσα τον αφορούν, αλλά, αν τούτο δεν είναι δυνατόν, να παρατηρεί ανθρώπους που βρίσκονται σε χειρότερη μοίρα και όχι, όπως κάνουν οι περισσότεροι, να συγκρίνει τον εαυτό του με κείνους που υπερέχουν· όπως, για παράδειγμα, οι φυλακισμένοι θεωρούν τυχερούς εκείνους που ελευθερώθηκαν· οι τελευταίοι πάλι, όσους έχουν γεννηθεί ελεύθεροι, κι αυτοί τους πολίτες, ενώ οι πολίτες με τη σειρά τους τους πλούσιους· οι πλούσιοι τους σατράπες, οι σατράπες τους βασιλείς, και οι βασιλείς τους θεούς, και μόνο που δεν θέλουν κιόλας να βροντούν και ν’ αστράφτουν. Έτσι, με το να μην έχουν ποτέ πράγματα που είναι πάνω από αυτούς, δεν είναι ποτέ ευγνώμονες για ό,τι αρμόζει στη θέση τους.
Τι άλλο είναι το παραπάνω αν όχι συλλογή δικαιολογιών της αχαριστίας απέναντι στην τύχη προκειμένου να καταδικάζουμε και να τιμωρούμε τον εαυτό μας; Τουλάχιστον, όμως, εκείνος που ο νους του κάνει λυτρωτικές σκέψεις, καθώς ο ήλιος βλέπει μυριάδες ανθρώπων,
όσους δρέπουμε της πλατιάς γης τον καρπό
(ΣΙΜΩΝΙΔΗΣ),
αν τύχει να είναι λιγότερο ένδοξος ή πλούσιος από κάποιους άλλους, δεν κάθεται να θρηνεί καταπτοημένος, αλλά ξέροντας πως ζει μυριάδες φορές καλύτερα και ευπρεπέστερα από μυριάδες άλλους, θα συνεχίσει τον δρόμο του υμνώντας τον δικό του φύλακα δαίμονα και τη ζωή του.
Όποτε λοιπόν θαυμάσεις κάποιον που μεταφέρεται πάνω στο φορείο του ως ανώτερό σου, χαμήλωσε τα μάτια σου και κοίταξε κείνους που κουβαλούν το φορείο· όποτε λογαριάζεις ευτυχισμένο, όπως έκανε εκείνος ο άνδρας από τον Ελλήσποντο, τον περίφημο Ξέρξη που περνούσε τη γέφυρά του, κοίτα επίσης και εκείνους που έσκαβαν κάτω από το μαστίγιο για να τρυπήσουν τον Άθωνα και κείνους που τους έκοψαν τ’ αυτιά και τις μύτες, επειδή η γέφυρα έσπασε από τη θαλασσοταραχή. Πρόσεξε ακόμα τι σκέφτονται αυτοί, που καλοτυχίζουν τη δική σου ζωή και τις περιστάσεις.
Γι’ αυτό λοιπόν κι εμείς, όποτε ακούμε κάποιον να μας λέει πως οι ασχολίες μας είναι ασήμαντες και πολύ θλιβερές, επειδή δεν είμαστε ύπατοι ή επίτροποι, μπορούμε ν’ απαντάμε: “Οι ασχολίες μας είναι λαμπρές και η ζωή μας ζηλευτή· δεν είμαστε ζητιάνοι ούτε αχθοφόροι ούτε κόλακες”.
Επειδή, όμως, εξαιτίας της μωρίας μας έχουμε συνηθίσει να ζούμε με την προσοχή στραμμένη σε όλους τους άλλους παρά στον εαυτό μας, κι επειδή η φύση μας έχει πολύ φθόνο και κακεντρέχεια και δεν χαίρεται τόσο με τα δικά μας αγαθά όσο στεναχωριέται για τα ξένα, μην κοιτάς μόνο τη λάμψη και τη διασημότητα εκείνων που φθονείς και θαυμάζει, αλλά, σαν ν’ ανοίγεις και να τραβάς το φανταχτερό παραπέτασμα της φήμης και της εξωτερικής τους εμφάνισης, μπες μέσα τους και θα δεις πολλά δυσάρεστα και πολλά που τους προκαλούν απέχθεια εκεί.
Έτσι, όταν ο περίφημος Πιττακός, που η φήμη για την ανδρεία, τη σοφία και τη δικαιοσύνη του ήταν μεγάλη, φιλοξενούσε κάποιους φίλους, η γυναίκα του μπήκε μέσα έξαλλη κι αναποδογύρισε το τραπέζι· οι καλεσμένοι γύρισαν αλλού το βλέμμα τους, αλλά ο Πιττακός είπε: “Όλοι μας έχουμε κάποιο βάσανο. Αυτός που έχει το δικό μου είναι ευτυχής”.
Αυτόν στην αγορά τον έχουν για ευτυχισμένο,
μόλις όμως ανοίξει την πόρτα του σπιτιού, είναι τρισάθλιος
όλα η γυναίκα του τα κανονίζει, διατάζει και συνεχώς
μαλώνει.
Βάσανα έχει πολλά – εγώ κανένα.
(ΜΕΝΑΝΔΡΟΣ)
Πολλά τέτοια συνοδεύουν τον πλούτο, τη δόξα και τη βασιλεία, άγνωστα στους πολλούς, γιατί η ματαιοδοξία τα κρύβει·
Μακάριε γιε του Ατρέα, ευλογημένε, καλότυχε·
(ΟΜΗΡΟΣ)
τέτοιοι μακαρισμοί είναι για τα εξωτερικά πράγματα μόνο, για τα όπλα και τα άλογα και τη στρατιά του που απλωνόταν παντού· όμως η φωνή των παθών του υψώνεται ενάντια στην κενή αυτή δόξα σαν διαμαρτυρία βγαλμένη από μέσα του:
Ο γιος του Κρόνου, ο Δίας, μ’ ενέπλεξε σε κακό βαρύ
(ΟΜΗΡΟΣ)
και
Σε ζηλεύω, γέροντα·
ζηλεύω καθέναν που τη ζωή του πέρασε
ακίνδυνα, άγνωστος και άσημος
(ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ)
Με τέτοιες σκέψεις, επίσης, μπορούμε να μειώσουμε την ένταση της μεμψιμοιρίας μας ενάντια στην τύχη, η οποία (μεμψιμοιρία), μέσα από τον θαυμασμό για τα αγαθά των διπλανών μας, υποτιμά και καταστρέφει τα δικά μας.
ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, ΗΘΙΚΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου