Στους Σφήκες του Αριστοφάνη, ο νεαρός Βδελυκλέων παλεύει να αποσπάσει το ενδιαφέρον του γέροντα πατέρα του απ’ το σασπένς των ηλιαστικών δικαστηρίων. Ο γέρος είναι αυστηρών ηθών, δημοκρατικός απ’ την κοψιά των Μαραθωνομάχων, φύτρα των Διακρίων. Κι έχει μονομανία να μηνύει κάθε μέρα αριστοκράτες. Σκέφτεται να τον δελεάσει ο γιος με άλλες ηδονές. Θα τον παρασύρει σε συμπόσιο. Πρέπει όμως να διδάξει τον ανεπιτήδειο τρόπους. Τον καλοντύνει και τον βάζει να προβάρει πώς να φερθεί στο ξένο σπίτι. Αρχίζει να τον δασκαλεύει (στ. 212-22):
“ΒΔ: Άπλωσ’ τα γόνατα, χαλάρωσε
με ευλυγισία το σώμα, χώσου στα στρώματα νωχελικά.
Κατόπιν, πες κανα δυο επαίνους για τα χάλκινα κανάτια,
περιεργάσου το ταβάνι, θαύμασε την αρμονία της αυλής.
Νερό για τα χέρια! Ας φέρουν μέσα τα τραπέζια!
Δειπνούμε τώρα! Σφουγγιζόμαστε! Προσφέραμε ήδη της σπονδές.
ΦΙΛ: Θεοί! Σε όνειρο γλυκό δειπνούμε έτσι….
ΒΔ: Άρχισε το κορίτσι να φυσά αυλό. Συμπότες μας
είναι ο Θέωρος, ο Αισχίνης, ο Φανός κι ο Κλέων
και κάποιος ξένος του Ακέστορα, στην πιο τιμητική τη θέση.
Έχοντας τέτοιους γύρω σου, να ιδώ πως θε να πιάσεις το σκόλιο το συμποτικό.”
Τα καταφέρνει ο Φιλοκλέων. Προσαρμόζεται στο γλέντι. Βουλιάζει στην καλοπέραση. Τόσο που, στην τελευταία σκηνή του έργου, αισθάνεται μεμυημένος, διαφορετικός από εκείνον που ήτανε “πρὸ τῶν μυστηρίων” (στ. 1363). Κλέβει την αυλητρίδα του οικοδεσπότη (στ. 1345 και 1368-69) την ώρα που ήταν έτοιμη ν’ αρχίσει να χαϊδολογιέται (λεσβιᾶν, στ. 1346) με όλους. Και τώρα, τους έχει όλους να τον κυνηγούν και να απειλούνε με μηνύσεις. Ωστόσο, αυτός δεν νοιάζεται. Παίρνει σπίτι του το κορίτσι, καλοπιάνοντάς το με γλυκόλογα αρκεί να συνεχίσει να τρίβει το “σαπρόν… σχοινίον” του (στ. 1342-43). Την λέει “χρυσοσκάθαρό” του (χρυσομηλολόνθιον, στ. 1341) και “χοιρίον” ‒γνωστή αθυροστομία του Αριστοφάνη όταν αναφέρεται στο γυναικείο αιδοίο. Και υπόσχεται, όταν πεθάνει ο τσιγγούνης γιος του, να εξαγοράσει την ελευθερία της (λυσάμενος, στ. 1353) για να την έχει σύντροφο.
Δεν χρειαζόταν να είναι εταίρα μια γυναίκα για να τραβήξει την αντρική προσοχή στα συμπόσια. Το ίδιο συνέβαινε ακόμη και με μια αυλητρίδα ή χορεύτρια, μια μικρή δούλα δηλαδή ‒γιατί μόνο η κοινωνική θέση διαφοροποιούσε τα κορίτσια αυτά από το λαμπρότερο status των ειδικών της ηδονής, το οποίο εξάλλου, στην εξέλιξή τους, μπορούσαν να πετύχουν αν η τύχη τα ευνοούσε.
Για μια τέτοια παιδίσκη ξεσπούσε τσαμπουκάς μεγάλος στα συμπόσια. Ειδικά από τη στιγμή που η οινοποσία προχωρούσε κι άρχιζε να θολώνει τη νηφάλια κρίση. Τέτοια φερσίματα ήταν αναμενόμενα αν μεταξύ των προσκεκλημένων βρίσκονταν αγροίκοι. Γι’ αυτούς, η απόσταση από την αρχική αμηχανία και συστολή μέχρι τον άγριο καβγά ήταν μια κούπα παραπάνω. Το ίδιο μπορούσε να συμβεί και σε ανθρώπους που δεν θα το περίμενε κανείς. Οι Δειπνοσοφισταί (ΧΙΙΙ 607c-e) του Αθήναιου θυμούνται το εξής περιστατικό:
“Όσοι επιθυμούν να ενεργούν με μεγάλη σωφροσύνη, κρατάνε αυτή τη στάση στα συμπόσια μέχρις ενός σημείου. Κι έπειτα, όταν μεσολαβήσει το κρασάκι, δείχνουν κάθε λογής ασχημοσύνη. Αυτό έγινε και παλιότερα με τους θεωρούς από την Αρκαδία που είχαν επισκεφθεί τον Αντίγονο. Αρχικά, γευμάτιζαν με μεγάλη σοβαρότητα κι ευπρέπεια, όπως πίστευαν, χωρίς να σηκώνουν το βλέμμα ούτε προς εμάς, ούτε καν μεταξύ τους. Καθώς όμως προχωρούσε η οινοποσία και μπήκαν κι άλλα θεάματα στο πρόγραμμα, κι άρχισαν να χορεύουνε οι Θεσσαλές ορχηστρίδες καλυμμένες μόνο με περιζώματα και κατά τα άλλα γυμνές όπως το συνηθίζουν, οι άντρες δεν μπορούσαν πλέον να κρατηθούν, αλλά πετιούνταν απ’ τα ανάκλιντρα και φώναζαν σαν να έβλεπαν το πιο θαυμαστό θέαμα, κι αποκαλούσαν μακάριο τον βασιλιά που μπορούσε να έχει τέτοιες απολαύσεις, κι έκαναν και πολλές άλλες παρόμοιες απρέπειες. Και κάποιος φιλόσοφος που έπινε μαζί μας, όταν είχε μπει μέσα η νεαρή αυλητρίδα κι ήθελε να καθίσει δίπλα του, δεν της το επέτρεψε και την αποπήρε, παρ’ όλο που υπήρχε πολύς χώρος. Αλλά όταν, αργότερα, άρχισε η διαδικασία της πώλησης του κοριτσιού όπως συνήθως συμβαίνει στα συμπόσια, εκείνος άρχισε να την διεκδικεί με ζήλο νεανικό και αμφισβήτησε την πώλησή της, ότι έγινε κάπως γρήγορα, όταν ένας άλλος πλειοδότησε. Ισχυριζόταν πως η διαδικασία δεν είχε προλάβει να ολοκληρωθεί. Στο τέλος, ο φιλόσοφος έφτασε να παίξει μέχρι και μπουνιές. Εκείνος ο αταλάντευτος που, στην αρχή, δεν είχε καν αφήσει την αυλητρίδα να καθίσει πλάι του.”
Τα κορίτσια σερβίρονταν στα αριστοκρατικά συμπόσια σαν να ήταν μεζεδάκια, για να ’ναι ο κώμος επιτυχής. Το ίδιο μπορούσε να συμβεί και σε πιο λαϊκά περιβάλλοντα, όπως στα πανδοχεία που προορίζονταν για ταξιδιώτες. Στους Βατράχους του Αριστοφάνη, ο Διόνυσος κατεβαίνει στον Άδη συνοδευόμενος από τον υπηρέτη του, αλλά, επειδή φοβάται να μπει μέσα, εξαναγκάζει τον δούλο του σε αλλαγή ρόλων. Ο Ξανθίας ευνοείται απ’ τον αιφνιδιασμό γιατί ο πανδοχέας τον προσκαλεί έχοντας στρώσει τραπέζι με ψωμιά και φάβα, σούπες και βραστά, βόδι ολάκερο στα κάρβουνα, πιτάκια και κουλούρια, καβουρντισμένα στραγάλια, τραγιά και πουλερικά, και μαζί άφθονο γλυκύτατο κρασί (στ. 508-11). Και καθώς εκείνος ακόμη διστάζει να μπει, στο μενού προστίθενται μια ωραιότατη αυλητρίδα και δυο τρεις ορχηστρίδες. “Πώς; Ορχηστρίδες;” ‒ρωτάει ο Ξανθίας έκπληκτος. “Μπουμπούκια και φεσκο-αποτριχωμένες” ‒τον διαβεβαιώνει ο πανδοχεύς (ἡβυλλιῶσαι κἄρτι παρατετιλμέναι, στ. 516).
Ήταν μεγάλη η ικανότητα των κοριτσιών αυτών να προσφέρουν θελκτικά θεάματα και ακροάματα. Την έδειξε το απόσπασμα από τους Δειπνοσοφιστές που πριν λίγο παραθέσαμε. Μπορούμε να την υποθέσουμε και από τους πινδαρικούς στίχους (απ. 122/Snell), τους οποίους έχουμε με άλλη αφορμή συζητήσει ‒είχαν συντεθεί προς τιμήν του Κορίνθιου Ολυμπιονίκη που είχε αναθέσει “μεριά εκατό”, πενήντα δηλαδή χορεύτριες, ως ιερόδουλες στην Αφροδίτη της Κορίνθου για να ορχούνται εναλλάξ στο συμποτικό μουσικό του σκόλιον.
Στο Συμπόσιο του Ξενοφώντα, βρίσκουμε κι άλλες πληροφορίες σχετικά με τα ηδονικά θεάματα και ακροάματα που γαρνίριζαν την εστίαση των κραιπαλοκώμων. Το γλέντι διοργανώνεται στην Αθήνα, στο σπίτι του Καλλία, προς τιμήν του Αυτόλυκου που είχε νικήσει στο παγκράτιο. Συμμετέχει κι ο Σωκράτης. Όταν το γεύμα ολοκληρώθηκε και τα τραπέζια απομακρύνθηκαν, μπήκε στην αίθουσα ένας πλανώδιος Συρακούσιος. Είχε μαζί του μια καλή αυλητρίδα, μια ορχηστρίδα για ακροβατικά κι ένα ωραίο αγόρι κιθαριστή και χορευτή, και παρουσίαζε τις τέχνες τους έναντι αμοιβής (ἔχων τε αὐλητρίδα ἀγαθὴν καὶ ὀρχηστρίδα τῶν τὰ θαύματα δυναμένων ποιεῖν, καὶ παῖδα πάνυ γε ὡραῖον καὶ πάνυ καλῶς κιθαρίζοντα καὶ ὀρχούμενον. ταῦτα δὲ καὶ ἐπιδεικνὺς ὡς ἐν θαύματι ἀργύριον ἐλάμβανεν, ΙΙ 2-3).
Το θέαμα ξεκίνησε με την αυλητρίδα να παίζει. Η άλλη κοπέλα, τότε, άρχισε να χορεύει εκσφενδονίζοντας ψηλά και ξαναπιάνοντας στεφάνια, τα οποία τής προμήθευε ο νεαρός, δώδεκα στο σύνολο ‒τα χειριζόταν υπολογίζοντας να εναρμονίζεται η κίνησή τους με τον ρυθμό της μουσικής (ἐκ τούτου δὴ ηὔλει μὲν αὐτῇ ἡ ἑτέρα, παρεστηκὼς δέ τις τῇ ὀρχηστρίδι ἀνεδίδου τοὺς τροχοὺς μέχρι δώδεκα, ἡ δὲ λαμβάνουσα ἅμα τε ὠρχεῖτο καὶ ἀνερρίπτει δονουμένους συντεκμαιρομένη ὅσον ἔδει ῥιπτεῖν ὕψος ὡς ἐν ῥυθμῷ δέχεσθαι αὐτούς, ΙΙ 7).
Έπειτα έστησαν γύρω από τη χορεύτρια όρθια σπαθιά σε κύκλο κι εκείνη άρχισε να κάνει φιδωτές τούμπες τριγύρω τους, τόσο τολμηρές που οι παρόντες φοβηθήκανε μην πάθει κάτι (μετὰ δὲ τοῦτο κύκλος εἰσηνέχθη περίμεστος ξιφῶν ὀρθῶν. εἰς οὖν ταῦτα ἡ ὀρχηστρὶς ἐκυβίστα τε καὶ ἐξεκυβίστα ὑπὲρ αὐτῶν. ὥστε οἱ μὲν θεώμενοι ἐφοβοῦντο μή τι πάθῃ, ΙΙ 11).
Η εξέλιξη των θεαμάτων στο Συμπόσιο συνεπαίρνει τους συμπότες. Συζητούν τώρα για τις δυνατότητες του σώματος και τις επιθυμίες της σάρκας, τα αρώματα και τις ηδονές, μέχρι που κάποιοι προσπαθούν μέχρι και να αντιγράψουνε τα ακροβατικά που παρακολουθούν, καταλήγοντας φυσικά σε άκομψες καρικατούρες τους. Καθώς η νύχτα παίρνει μια τέτοια τροπή, ο Σωκράτης προσπαθεί να μετατοπίσει την κουβέντα γύρω απ’ τον έρωτα του πνεύματος.
Όμως το θέμα της μίμησης, για το οποίο τα θεάματα έχουν εξωθήσει τη συντροφιά να μιλάει, το οδηγεί σε οργασμική κορύφωση ο Συρακούσιος ὀρχηστοδιδάσκαλος στο τέλος της γιορτής. Η αυλητρίδα τώρα παίζει βακχικούς σκοπούς κι η ορχηστρίδα με τον νέο παρουσιάζουν παντομίμα της ιερογαμίας Αριάδνης και Διονύσου (ΙΧ 2-7). Οι κινήσεις είναι αρχικά μετρημένες, τέτοιες που υποδεικνύουν ντροπαλοσύνη. Όταν όμως ο Διόνυσος κάθεται στα γόνατα της Αριάδνης κι αρχίζει να την χαϊδεύει και να την φιλάει ασυγκράτητα κι ορκίζεται έρωτα αληθινό κι εκείνη ανταπαντάει, οι περιπτύξεις γίνονται πραγματικές. Σαν να υπερβαίνουν τις στάσεις της σεμνότητας που είχαν ‒αν είχαν πράγματι‒ υποδειχθεί απ’ τον σκηνοθέτη (ἐῴκεσαν γὰρ οὐ δεδιδαγμένοις τὰ σχήματα). Σαν να αναλογούν σε δυο εραστές που για καιρό επιθυμούσαν φλογερά ο ένας τον άλλον (ἀλλ᾽ ἐφειμένοις πράττειν ἃ πάλαι ἐπεθύμουν). Οι εραστές πάνε προς το κρεβάτι. Οι συνδαιτυμόνες έχουν ήδη σηκωθεί όρθιοι, σε πλήρη έκσταση, και φεύγουν από το σπίτι του Καλλία αναζητώντας γυναίκα. Πριν φύγει, το κοινό είχε ζητήσει encore (ἐβόων αὖθις).
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου