Δευτέρα 23 Απριλίου 2018

Φρίντριχ Νίτσε: Γιατί δεν μας αρκεί η ήρεμη αντανάκλαση της ζωής πάνω σε μια βαθιά λίμνη;

Διδασκαλία από εικόνες
Αν κοιτάξουμε μια σειρά εικόνες του εαυτού μας, από την εποχή της παιδικής ηλικίας ως εκείνην της ωριμότητας, θα ανακαλύψουμε με ευχάριστη έκπληξη ότι ο άνδρας μοιάζει με το παιδί περισσότερο απ’ ότι μοιάζει με τον έφηβο: πιθανόν λοιπόν να συνέβη τότε μια προσωρινή αποξένωση από τον βασικό χαρακτήρα μας, η οποία ξεπεράστηκε αργότερα από τη συγκεντρωμένη, συσπειρωμένη δύναμη τoυ άντρα.
 
Αυτή η παρατήρηση συμφωνεί μ’ εκείνην την άλλη, ότι όλες οι ισχυρές επιρροές από πάθη, δασκάλους, πολιτικά γεγονότα, που μας παρασύρουν όταν είμαστε έφηβοι, αργότερα φαίνονται να επαναφέρονται σ’ ένα σταθερό μέτρο. Ασφαλώς συνεχίζουν να ζουν και να δρουν μέσα μας, αλλά τα βασικά μας αισθήματα και απόψεις έχουν το πάνω χέρι και χρησιμοποιούν τις επιρροές αυτές σαν πηγές δύναμης, αλλά όχι πια σαν ρυθμιστές, όπως συνέβαινε στα είκοσι μας χρόνια. Έτσι το σκέπτεσθαι και το αισθάνεσθαι του ανθρώπου παρουσιάζεται πιο σύμφωνο με τα αντίστοιχα της παιδικής του ηλικίας – κι αυτό το εσωτερικό γεγονός εκφράζεται με το εξωτερικό που προαναφέραμε.
 
Φωνή της ηλικίας
Ο τόνος με τον οποίο οι νέοι μιλούν, επαινούν, κατηγορούν ή στιχουργούν, δεν αρέσει στους μεγαλύτερους, επειδή είναι πάρα πολύ δυνατός και ταυτόχρονα υπόκωφος και ασαφής, όπως ο ήχος μέσα σ’ ένα υπόγειο που, επειδή είναι άδειο, τού δίνει ένταση. Γιατί τα περισσότερα απ’ όσα σκέφτονται οι νέοι, δεν έχουν ξεπηδήσει μέσα από την πληρότητα της δικής τους φύσης, αλλά είναι απήχηση, αντήχηση αυτού το οποίο σκάφτηκαν, είπαν, επαίνεσαν, κατηγόρησαν άλλοι δίπλα τους.
 
Επειδή όμως τα αισθήματα (της συμπάθειας και της αντιπάθειας) αντηχούν στους νέους πιο δυνατά απ’ ό,τι οι λόγοι γι’ αυτά τα αισθήματα, εμφανίζεται, όταν αφήνουν να ακουστεί δυνατά πάλι το αίσθημά τους, εκείνος ο υπόκωφος, αντηχητικός τόνος, που δείχνει την απουσία ή την φτώχεια των λόγων. Ο τόνος της πιο ώριμης ηλικίας είναι αυστηρός, κοφτός, μέτρια δυνατός, αλλά σε πάει πολύ μακριά, σαν καθετί καλά αρθρωμένο. Τέλος, τα γηρατειά βάζουν συχνά μια ορισμένη πραότητα και συγκαταβατικότητα στη φωνή και μοιάζουν να τη γλυκαίνουν φυσικά, σε μερικές περιπτώσεις, την ξινίζουν.

Άνθρωποι που μένουν πίσω και άνθρωποι που προτρέχουν
Ο δυσάρεστος χαρακτήρας, που είναι γεμάτος δυσπιστία και νιώθει φθόνο με κάθε επιτυχία των ανταγωνιστών και των γειτόνων του, που ανάβει και εναντιώνεται βίαια σ’ όλες τις γνώμες που αποκλίνουν από τις δικές του, δείχνει ότι ανήκει σ’ ένα πρωϊμότερο στάδιο της κουλτούρας και ότι είναι απομεινάρι: γιατί ο τρόπος με τον οποίο έρχεται σε επαφή με τους ανθρώπους ήταν ο σωστός και ο κατάλληλος για τις συνθήκες μιας εποχής όπου ίσχυε ο νόμος του ροπάλου· είναι λοιπόν ένας άνθρωπος που έχει μείνει πίσω.
 
Ένας άλλος χαρακτήρας, που μοιράζεται πρόθυμα τη χαρά των άλλων, που κερδίζει παντού φίλους, που καλοδέχεται καθετί αναπτυσσόμενο και εξελισσόμενο, που χαίρεται με τις τιμές και τις επιτυχίες των άλλων και δεν έχει την αξίωση πως μόνο αυτός γνωρίζει την αλήθεια, αλλά αντίθετα είναι γεμάτος από σεμνή δυσπιστία -αυτός είναι ένας άνθρωπος που προτρέχει, που αγωνίζεται για μια ανώτερη ανθρώπινη κουλτούρα. Ο δυσάρεστος χαρακτήρας προέρχεται από τις εποχές, όπου τα χοντρά θεμέλια της ανθρώπινης συναναστροφής δεν είχαν χτιστεί ακόμα. Ο δεύτερος ζει στον υψηλότερο όροφό τους, όσο το δυνατόν πιο μακριά από το άγριο ζώο, που λυσσάει και ουρλιάζει μέσα στα υπόγεια, κάτω από τα θεμέλια της κουλτούρας. 
 
Παρηγοριά για υποχόνδριους
Όταν ένας μεγάλος στοχαστής υφίσταται προσωρινά υποχονδριακούς αυτοβασανισμούς, μπορεί να πει στον εαυτό του για παρηγοριά: «Αυτό το παράσιτο τρέφεται και μεγαλώνει από τη μεγάλη σου δύναμη· αν ήταν αυτή μικρότερη, θα είχες να υποφέρεις λιγότερο». Ο πολιτικός μπορεί να πει τα ίδια, όταν τα αισθήματά του της ζήλειας και της εκδίκησης, κοντολογίς η ψυχική διάθεση του bellum omnium contra omnes, για την οποία πρέπει να έχει αυτός αναγκαία μεγάλο χάρισμα ως εκπρόσωπος ενός έθνους, εισδύει περιστασιακά στις προσωπικές του σχέσεις και κάνει τη ζωή του δύσκολη. 
 
Αποξενωμένοι από το παρόν
Υπάρχουν σημαντικά πλεονεκτήματα στο να αποξενωθούμε μια φορά σε σημαντικό βαθμό από την εποχή μας και, φεύγοντας από την ακτή της, να ανοιχτούμε πάλι στον ωκεανό των παλιών κοσμοθεωρήσεων. Κοιτώντας την ακτή από κει, επιθεωρούμε για πρώτη φορά το συνολικό σχήμα της, και όταν την πλησιάζουμε πάλι, έχουμε το πλεονέκτημα να την καταλαβαίνουμε στο σύνολό της καλύτερα από κείνους που δεν την εγκατάλειψαν ποτέ.
 
Σπέρνοντας και θερίζοντας με βάση τις προσωπικές ατέλειες
‘ Άνθρωποι σαν τον Ρουσσό ξέρουν πώς να χρησιμοποιούν τις αδυναμίες τους, τις ατέλειές τους και τα ελαττώματά τους σα λιπάσματα του ταλέντου τους. Όταν ο Ρουσσό θρηνεί για τη διαφθορά και τον εκφυλισμό της κοινωνίας ως δυσάρεστη συνέπεια της κουλτούρας, αυτό βασίζεται στην προσωπική του εμπειρία, που η πίκρα της χαρίζει δριμύτητα στη γενική καταδίκη, στην οποία προβαίνει αυτός, και δηλητηριάζει τα βέλη που ρίχνει. Πρώτα ανακουφίζει τον εαυτό του ως άτομο και σκέφτεται ότι αναζητεί ένα γιατρικό, που ωφελεί άμεσα την κοινωνία, αλλά και έμμεσα, μέσω της κοινωνίας, ωφελεί κι αυτόν.
 
Φιλοσοφικό φρόνημα
Συνήθως προσπαθούμε να αποκτήσουμε μια στάση της διάθεσης, ένα είδος οπτικής για όλες τις καταστάσεις και τα γεγονότα της ζωής: αυτό ιδίως ονομάζεται φιλοσοφικό φρόνημα. Για τον εμπλουτισμό της γνώσης όμως μπορεί να αξίζει περισσότερο, όχι να καταλήγουμε στην ομοιομορφία μ’ αυτόν τον τρόπο, αλλά να ακούμε την ελαφριά φωνή των διαφόρων καταστάσεων ζωής- αυτές φέρνουν μαζί τους τις οπτικές τους. Έτσι αναγνωρίζουμε και μοιραζόμαστε τη ζωή και τη φύση πολλών ανθρώπων, επειδή δεν μεταχειριζόμαστε τον εαυτό μας σαν άκαμπτο, αμετάβλητο, μοναδικό άτομο. 
 
Στη φωτιά της περιφρόνησης
Είναι ένα καινούριο βήμα προς την ανεξαρτησία, όταν τολμάμε να εκφράσουμε απόψεις, που θεωρούνται επονείδιστες γι’ αυτόν ο οποίος τις υπερασπίζει· τότε ακόμη και οι φίλοι μας και οι γνωστοί μας αρχίζουν να ανησυχούν. Ο προικισμένος άνθρωπος πρέπει να περάσει κι αυτός από τούτη τη φωτιά· όταν το έχει κάνει, ανήκει περισσότερο στον εαυτό του.
 
Θυσία
Αν υπάρχει δυνατότητα επιλογής, προτιμάμε μια μεγάλη θυσία από μια μικρή, επειδή αποζημιωνόμαστε για τη μεγάλη με τον αυτοθαυμασμό, πράγμα που δεν μπορούμε να το κάνουμε με τη μικρή.
 
Η αγάπη ως τέχνασμα
Όποιος θέλει πραγματικά να μπορέσει να γνωρίσει κάτι καινούριο (είτε είναι αυτό άνθρωπος είτε γεγονός είτε βιβλίο), θα κάνει καλά να το δεχτεί μ- όλη τη δυνατή αγάπη, να αποστρέψει γρήγορα τη ματιά του, ακόμη και να ξεχάσει, καθετί που βρίσκει σ’ αυτό εχθρικό, άσεμνο, ή κάλπικο.’ Έτσι, για παράδειγμα, δίνουμε στον συγγραφέα ενός βιβλίου το μεγαλύτερο δυνατό πλεονέκτημα και μετά, όπως σ’ έναν αγώνα δρόμου, ποθούμε με καρδιά που χτυπάει να πετύχει τον στόχο του. Κάνοντάς το αυτό, εισχωρούμε ως την καρδιά του καινούριου πράγματος, ως το σημείο του που κινείται: να τί σημαίνει να μπορέσεις να το γνωρίσεις. Αφού φτάσουμε τόσο μακριά, η διάνοια βάζει μετά τους περιορισμούς της-εκείνη η υπερεκτίμηση, εκείνο το προσωρινό ξεκρέμασμα του κριτικού εκκρεμούς, ήταν μόνο ένα τέχνασμα για να βγάλουμε έξω με πανουργία την ψυχή ενός πράγματος. 

Να σκέφτεσαι πολύ καλά και πολύ άσχημα για τον κόσμο
Είτε σκεφτόμαστε πολύ καλά είτε πολύ άσχημα για τα πράγματα, έχουμε πάντα το πλεονέκτημα να θερίζουμε μια μεγαλύτερη ηδονή: αν η γνώμη που έχουμε σχηματίσει εκ των προτέρων είναι πολύ καλή, εναποθέτουμε στα πράγματα (στα βιώματα) περισσότερη γλυκύτητα απ’ όση έχουν πραγματικά. Μια αντίθετη γνώμη, πολύ άσχημη, προκαλεί μιαν ευχάριστη απογοήτευση: το ευχάριστο, που υπήρχε από μόνο του στο πράγμα, παίρνει μια προσαύξηση από το ευχάριστο που εμπεριέχεται στην έκπληξή μας. Παρεμπιπτόντως, μια κατηφής ιδιοσυγκρασία θα έχει, και στις δύο περιπτώσεις, την αντίθετη εμπειρία.
 
Άνθρωποι με βάθος
Εκείνοι οι άνθρωποι, που η δύναμή τους έγκειται στη βαθύτητα των εντυπώσεών τους (ονομάζονται συνήθως άνθρωποι με βάθος), είναι σχετικά προετοιμασμένοι και αποφασιστικοί, όταν συμβεί κάτι απρόοπτο: γιατί την πρώτη στιγμή η εντύπωση είναι ακόμη ρηχή’ ύστερα γίνεται βαθιά. Από την άλλη μεριά όμως, πράγματα και άνθρωποι, που έχουν προβλεφτεί προ πολλού και αναμένονται, ερεθίζουν στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό αυτές τις βαθιές φύσεις, και τις καθιστούν σχεδόν ανίκανες να διατηρήσουν παρόν το πνεύμα τους τη στιγμή που τελικά αυτά τα πράγματα και οι άνθρωποι καταφθάνουν.
 
Δοσοληψία με τον ανώτερο εαυτό
Ο καθένας έχει την καλή μέρα του όταν βρίσκει τον ανώτερο εαυτό του· και η αληθινή ανθρωπιά απαιτεί να αποτιμούμε κάποιον μόνο όταν βρίσκεται σ’ αυτήν την κατάσταση και όχι στις εργάσιμες μέρες της ανελευθερίας και της υποτέλειας. Για παράδειγμα, πρέπει να αξιολογούμε και να τιμούμε έναν ζωγράφο ανάλογα με το ανώτερο όραμα που μπόρεσε να δει και να παραστήσει. Αλλά οι ίδιοι οι άνθρωποι ασχολούνται πολύ διαφορετικά μ’ αυτό το πράγμα, τον ανώτερό τους εαυτό, και συχνά παίζουν τον ρόλο του ίδιου τους του εαυτού, στο βαθμό που εξακολουθούν να μιμούνται αργότερα ότι ήταν εκείνες τις στιγμές.
 
Μερικοί ζουν μέσα στο δέος και στην ταπεινότητα μπροστά στο ιδανικό του και θα ήθελαν να το αρνηθούν: φοβούνται τον ανώτερο εαυτό τους, επειδή, όταν μιλάει αυτός, μιλάει απαιτητικά. Επιπλέον, έχει μιαν ελευθερία φαντάσματος να έρχεται ή να μένει μακριά, όπως του αρέσει’ γι’ αυτόν το λόγο ονομάζεται συχνά δώρο των θεών, ενώ στην πραγματικότητα οτιδήποτε άλλο είναι δώρο των θεών (της τύχης): αυτό όμως είναι ο ίδιος ο άνθρωπος. 
 
Μοναχικοί άνθρωποι
Μερικοί άνθρωποι είναι τόσο συνηθισμένοι να’ ναι μόνοι με τον εαυτό τους, που ποτέ δεν συγκρίνουν τον εαυτό τους με τους άλλους, αλλά κλώθουν ολοένα το μονόλογο της ζωής τους, με ήρεμη, χαρούμενη διάθεση, κάνοντας καλές συζητήσεις με τον εαυτό τους, ακόμη και γελώντας. Αν όμως αναγκαστούν να συγκρίνουν τον εαυτό τους με τους άλλους, τείνουν σε μια απαισιόδοξη υποτίμηση του εαυτού τους: έτσι πρέπει να αναγκαστούν να μάθουν πάλι από τους άλλους να έχουν μια καλή, δίκαιη γνώμη για τον εαυτό τους. Κι ακόμη κι απ’ αυτήν τη μαθημένη γνώμη θα θέλουν πάντα κάτι να αφαιρέσουν και να υποτιμήσουν. Έτσι, πρέπει να αφήνουμε ορισμένους ανθρώπους στη μοναξιά τους και να μην είμαστε τόσο ηλίθιοι, όπως τόσο συχνά συμβαίνει, και να τους λυπόμαστε γι’ αυτήν.

Δίχως μελωδία
Υπάρχουν άνθρωποι που χαρακτηρίζονται από μια τόσο σταθερή εσωτερική ηρεμία και αρμονική διευθέτηση όλων των ικανοτήτων τους, ώστε κάθε δραστηριότητα που αποβλέπει σ’ έναν σκοπό προκαλεί την αντίστασή τους. Μοιάζουν μ’ ένα μουσικό κομμάτι, που αποτελείται από μακρόσυρτες αρμονικές συγχορδίες, δίχως να φαίνεται ούτε καν η αρχή μιας διαρθρωμένης κινούμενης μελωδίας. Κάθε κίνηση από τα έξω χρησιμεύει απλώς για να δώσει στο σκάφος τους μια νέα ισορροπία πάνω στη θάλασσα της αρμονικής ευφωνίας. Οι σύγχρονοι άνθρωποι γίνονται στο έπακρο ανυπόμονοι, όταν συναντούν τέτοιες φύσεις, από τις οποίες δεν γίνεται τίποτε, δίχως κανένας απ’ αυτούς να μπορεί να πει γι’ αυτές ότι δεν είναι τίποτε. Σ’ ορισμένες διαθέσεις όμως, η θέα τους προκαλεί το ακόλουθο ασυνήθιστο ερώτημα: Προς τη μελωδία γενικά; Γιατί δεν μας αρκεί η ήρεμη αντανάκλαση της ζωής πάνω σε μια βαθιά λίμνη;
 
Ο Μεσαίωνας ήταν πλουσιότερος σε τέτοιες φύσεις απ’ ότι η δική μας εποχή. Πράγματι, πόσο σπάνια συναντάμε κάποιον, που μπορεί να ζει τόσο ειρηνικά και ευτυχισμένα με τον εαυτό του, ακόμη και μέσα στον σάλο, λέγοντας στον εαυτό του σαν τον Γκαίτε: «Το καλύτερο πράγμα είναι η βαθιά γαλήνη, μέσα στην οποία ζω και μεγαλώνω ενάντια στον κόσμο, και κερδίζω αυτό που δεν μπορούν να μου το πάρουν με τη φωτιά και το σπαθί». 
 
Ζωή και εμπειρία
Αν παρατηρήσει κανείς πώς ξέρουν ορισμένα άτομα να χειρίζονται τα βιώματά τους -τα ασήμαντα καθημερινά βιώματα τους- έτσι ώστε να γίνονται αυτά μια καλλιεργήσιμη γη, που δίνει καρπούς τρεις φορές το χρόνο, ενώ άλλοι (και πόσο πολλοί είναι αυτοί!) χτυπιούνται από τα κύματα της πιο αναστατωμένης μοίρας, από τα πιο πολύμορφα κύματα της εποχής ή του λαού τους κι όμως μένουν πάντα ελαφριοί στην επιφάνεια, σα φελλοί: τότε νιώθει κανείς τελικά τον πειρασμό να χωρίσει την ανθρωπότητα σε μια μειοψηφία (ελαχιστότητα) εκείνων που ξέρουν πώς να κάνουν πολλά από τα λίγα και σε μια πλειοψηφία εκείνων που ξέρουν πώς να κάνουν λίγα από τα πολλά· πράγματι, συναντάει κανείς αυτούς τους ανάποδους μάγους που, αντί να δημιουργούν τον κόσμο από το μηδέν, δημιουργούν το μηδέν από τον κόσμο.
 
Σοβαρότητα στο παιχνίδι
Στη Γένοβα άκουσα, ενώ βασίλευε ο ήλιος, από έναν πύργο μια μακρόσυρτη κωδωνοκρουσία: δεν ήθελε να σταματήσει και ηχούσε, αχόρταγα θαρρείς, πάνω από τον θόρυβο των δρόμων, στον απογευματινό ουρανό και στον αέρα της θάλασσας, τόσο τρομερή και παιδική μαζί, τόσο μελαγχολική. Τότε σκέφτηκα τα λόγια του Πλάτωνα και τά’νιωσα αμέσως στην καρδιά μου: δεν αξίζει να παίρνουμε στα σοβαρά τίποτα ανθρώπινο μολαταύτα…
 
Φρίντριχ Νίτσε – Αποφθέγματα Από Το «Ανθρώπινο, Πολύ Ανθρώπινο»

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου