Δευτέρα 23 Απριλίου 2018

Οι απαρχές της κωμωδίας: από τη φάρσα στην πολιτική θέση

Η Δωρική Φάρσα
Οι ρίζες της κωμωδίας είναι οι παλιότερες του δράματος. Από την Ποιητική (1449a) του Αριστοτέλη μαθαίνουμε ότι ανιχνεύονται στα λεγόμενα φαλλικά, πανάρχαια λαϊκά, αγροτικά δρώμενα παντομίμας που σχετίζονταν με τελετουργίες γονιμοποίησης των κοινοτήτων και της γης και που, κατά συνέπεια, από τον 8ο π.Χ. αιώνα και μετά, βρέθηκαν να υπάγονται στη διονυσιακή λατρεία. Επίκεντρό τους ήταν οι κῶμοι, παρέες δηλαδή που περιδιάβαιναν την ύπαιθρο κρατώντας ομοιώματα φαλλών και που ξεφάντωναν με οινοποσία, οργιώδη διασκέδαση, αισχρολογίες και χοντροκομμένα αστεία.
 
Ο δωρικός κόσμος, με το ενδιαφέρον που έδειχνε για την ανάπτυξη της κοινοτικής ποίησης, ήταν μάλλον ο πρώτος που ανέπτυξε τέτοιου είδους μιμικούς Χορούς. Διάφορες αρχαίες πηγές (Σήμος ο Δήλιος στο Περὶ Παιάνων και Σωσίβιος ο Λάκων που μνημονεύεται στο έργο Δειπνοσοφισταί του Αθήναιου 14. 621f) αναφέρουν, για παράδειγμα, μπουλούκια ερασιτεχνών όπως ήταν οι δ(ε)ικηλισταί της Σπάρτης, οι φαλλοφόροι της Σικυώνας, οι ἑθελονταί της Θήβας, οι φλύακες (δηλαδή οι φλύαροι μωρολόγοι) της Σικελίας κι εκείνοι που, σε άλλες πόλεις, ονομάζονταν αὐτοκάβδαλοι ή σοφισταί:
 
«παρὰ δὲ Λακεδαιμονίοις κωμικῆς παιδιᾶς ἦν τις τρόπος παλαιός, ὥς φησι Σωσίβιος, οὐκ ἄγαν σπουδαῖος, ἅτε δὴ κἀν τούτοις τὸ λιτὸν τῆς Σπάρτης μεταδιωκούσης. ἐμιμεῖτο γάρ τις ἐν εὐτελεῖ τῇ λέξει κλέπτοντάς τινας ὀπώραν ἢ ξενικὸν ἰατρὸν τοιαυτὶ λέγοντα, ὡς Ἄλεξις ἐν Μανδραγοριζομένῃ διὰ τούτων παρίστησιν· ἐὰν ἐπιχώριος ἰατρὸς εἴπῃ ’τρυβλίον τούτῳ δότε πτισάνης ἕωθεν‘, καταφρονοῦμεν εὐθέως· ἂν δὲ πτισάναν καὶ τρυβλίον, θαυμάζομεν. καὶ πάλιν ἐὰν μὲν τευτλίον, παρείδομεν· ἐὰν δὲ σεῦτλον, ἀσμένως ἠκούσαμεν, ὡς οὐ τὸ σεῦτλον ταὐτὸν ὂν τῷ τευτλίῳ. ἐκαλοῦντο δ΄ οἱ μετιόντες τὴν τοιαύτην παιδιὰν παρὰ τοῖς Λάκωσι δικηλισταί, ὡς ἄν τις σκευοποιοὺς εἴπῃ καὶ μιμητάς. τοῦ δὲ εἴδους τῶν δικηλιστῶν πολλαὶ κατὰ τόπους εἰσὶ προσηγορίαι. Σικυώνιοι μὲν γὰρ φαλλοφόρους αὐτοὺς καλοῦσιν, ἄλλοι δ΄ αὐτοκαβδάλους, οἳ δὲ φλύακας, ὡς Ἰταλοί, σοφιστὰς δὲ οἱ πολλοί·»
 
Αυτό ήταν το είδος που έχει μείνει γνωστό ως δωρική φάρσα. Συχνά παρωδούσε γνωστούς μυθικούς ήρωες σαν τον κοιλαρά Ηρακλή. Πυρήνας της όμως ήταν το απλούστερο είδος σάτιρας, η χαρακτηρολογική, όπου η επίθεση στο ήθος του αντιπάλου γινόταν μέσω της διακωμώδησής του ως ανθρώπινου τύπου, σύμφωνα με τις κυρίαρχες στην εκάστοτε κοινωνία στερεοτυπικές αντιλήψεις. Κι έτσι, στο στόχαστρο της φάρσας της δωρικής έμπαινε –συχνά υπό την οπτική έντονων κοινωνικών προκαταλήψεων– ο κλεφτράκος φρούτων ή ο ξενομερίτης γιατρός που δημιουργούσε κωμικές εντυπώσεις στους ασθενείς του λόγω της φθαρμένης του προφοράς. Στα τέλη περίπου του 6ου π.Χ. αιώνα, ο Επίχαρμος από την Κω, περνώντας από τα Μέγαρα για να μεταναστεύσει στη Σικελία, διακωμώδησε τη Μεγαρίδα γυναίκα ή το άξεστο χωριατόπαιδο (Ἀγρωστίνος) κι ο Σώφρων από τις Συρακούσες έδινε στις κωμωδίες του τίτλους εξίσου εύγλωττους: Ἀκέστριαι (Ράφτρες), Πενθερά, Ἀγροιώτας (ο Αγροίκος Αγρότης). Παρ’ ό,τι στοιχειώδες και αρχαιότατο, το κωμικό αυτό είδος διατήρησε την αίγλη του και αργότερα. Δεν το απέφυγε πλήρως η Παλαιά Κωμωδία της Αττικής, όπως δείχνουν τα έργα του Κράτη Φιλάργυρος, Μέτοικοι και Πεδῆται (Αλυσοδεμένοι) ή οι Μεταλλῆς του Φερεκράτη που είχαν ως θέμα τους δούλους στα μεταλλεία του Λαυρίου. Μάλιστα, από τον 4ο π.Χ. αιώνα και μετά, το είδος επανήλθε στο κεντρικό ρεύμα της μόδας κατά τις περιόδους ανάπτυξης της Μέσης και της Νέας Κωμωδίας, με έργα σαν την Μανδραγοριζομένην του Αλέξιδος ή τον Δύσκολον του Μενάνδρου. Και δεν θα ήταν υπερβολή να πει κανείς ότι στον ίδιο, πρωτογενή δρόμο σατιρικής αντίληψης– με μετριασμένη βέβαια την αθυροστομία στα σεξουαλικά υπονοούμενα, αλλά με καθιερωμένους πλέον κωμικούς τύπους, όπως του μάγειρα και του βοηθού του, του υπηρέτη, του λάγνου, του φιλάργυρου, του γκρινιάρη, του απατεώνα, του μαστροπού και της εταίρας– πάτησαν κωμωδίες κατά πολύ μεταγενέστερες, από την Ατελλανή φάρσα έως το ρωμαϊκό θέατρο κι από εκεί στη μεσαιωνική Comedia dell’ Arte, μέχρι βεβαίως τη νεωτερική ευρωπαϊκή κωμωδία του Μολιέρου με τον Κατά Φαντασίαν Ασθενή του.
 
H πολιτική Παλαιά Κωμωδία της Αττικής και ο Αριστοφάνης
«Κι έτσι τώρα, σαν εκείνην την Ηλέκτρα τούτη η κωμωδία μού ’ρθε
και ζητάει μπας και βρει θεατές να ’ναι σοφοί.
Τι, όμοια με την Ηλέκτρα, με την πρώτη τη ματιά,
σίγουρα θ’ αναγνωρίσει του αδελφού της τα μαλλιά.
Μα, προσέξτε πόσο είναι απ’ τη φύση μετρημένη!
Πρώτα πρώτα, ήρθε εδώ πέρα
χωρίς να ’χει από μπροστά της κανά πέτσινο εργαλείο, φουσκωμένο και χοντρό,
πολύ κόκκινο στην άκρη να γελούν τα παιδαρέλια.
Κι ούτε στήνει άσχημους κάζους εις τους έρμους φαλακρούς.
Ούτε κόρδακα ξεδιάντροπα χορεύει.
Κι ούτε ο γέρος που μιλάει δίνει μια με τη μαγκούρα να πονάει ο διπλανός του
γιατί θέλει να καλύψει σκώμματα κακοφτιαγμένα.
Κι ούτε ανέβη στη σκηνή σείοντας ψηλά τις δάδες
κι ούτε “όι, όι” βογγά.
Παρά φτάνει με τη φόρα που ’ναι ολάκερη δική της στης ατάκας τη χαρά.
Μα κι εγώ, βεβαίως, που λέτε, που ’μαι τέτοιος ποιητής,
ούτε τα μαλλιά μακραίνω δήθεν να φανώ δανδής
κι ούτε πάω να σας γελάσω
παίζοντας ξανά τα ίδια, δυο και τρεις φορές σερί.
Αλλά πάντοτε σοφίζομαι καινούργια
και ιδέες που η μια να μη μοιάζει με την άλλη
και πρωτότυπες να είναι.
Και τον Κλέωνα, λοιπόν, όταν είχε την ισχύ του τη μεγάλη,
στη γαστέρα τον χτυπούσα.
Μα όταν χάμω εσωριάσθη, δεν μου το ’λεγε η καρδιά
να χοροπηδήσω πάνω στην κοιλάρα του ξανά.
 
Όποιος, το λοιπόν, με τέτοια ξεκαρδίζεται στα γέλια,
με δικά μου καλαμπούρια δεν μπορεί να διασκεδάσει.
Μα αν μ’ εμένα ευχαριστιέται και με τα σκαρφίσματά μου,
στη συνέχεια θα φανεί πως πολύ σωστά φρονεί.»
 
Στην κωμωδία του Αριστοφάνη Νεφέλαι, αυτοί είναι οι καίριοι στίχοι (534-550 και 560-562) της λεγόμενης Παράβασης, του δομικού δηλαδή τμήματος της παράστασης στο οποίο ο Κορυφαίος του Χορού παρέβαινεν, έκανε ένα βήμα απεύθυνσης προς τους θεατές για να επικοινωνήσει απευθείας μαζί τους. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο Αριστοφάνης ρητά δηλώνει τη διαφοροποίησή του από τις παραδεδομένες φόρμουλες που έβρισκαν σίγουρη ανταπόκριση στα γούστα και στην κρίση του κοινού. Δύσκολα, βέβαια, μπορούμε να δεχτούμε ότι και τα δικά του έργα δεν διανθίζονταν με τους χονδροειδείς αυτοσχεδιασμούς της δωρικής κληρονομιάς στη φάρσα και τα πικάντικα εφευρήματα των αγροκώμων. Σταθερά χρησιμοποιούσε κάμποσα απ’ τα κόλπα, τα οποία συνήθιζαν οι παλιότεροι δεικηλιστές, οι φλύακες και οι αὐτοκάβδαλοι. Ωστόσο, αυτά τα στοιχεία έμπαιναν πλέον σε νέο πλαίσιο. Δεν ήταν άλλο απ’ την έγνοια για τα πολιτικά πράγματα.
 
Παράδειγμα δίνουν οι Ἀχαρνῆς, το πρωιμότερο σωζόμενο έργο του Αριστοφάνη. Εδώ, ο καθιερωμένος στη φάρσα τύπος της παρεφθαρμένης προφοράς του ξενομερίτη, ρητορεύεται με σκοπιμότητα στα χείλη του Πέρση πρεσβευτή, γιατί συγκαλύπτει πρόθεση εξαπάτησης της αθηναϊκής αγοράς (στ. 100-104). Το μοτίβο της αλλότριας όψης, έτσι όπως διογκώνεται στην περίπτωση των “ἀπεψωλημένων” Οδομάντων της Θράκης, που διατηρούν τα πέη τους αποτριχωμένα, γίνεται αφορμή για ερωτήματα σχετικά με την πρόσληψη μπρατσαράδων μισθοφόρων που δεν κάνουν άλλο παρά να λεηλατούν σκόρδα στο πέρασμά τους (στ. 134-174). Η φαλλοφορία αναπαρίσταται σε πλήρη τελετή, μ’ ένα τεράστιο ομοίωμα όρθια στημένο, προκειμένου να ανθίσουν μέσα σε μια γιορτή ειρήνης κραιπαλοκώμες ερωτικές φαντασιώσεις (245-279). Το ξυλοφόρτωμα με μαγκούρα κι η παντομίμα λιθοβολισμού, όπως ξεσπάνε απ’ τον Χορό των Αχαρνέων γερόντων πάνω στον Δικαιόπολι, εκφράζουν το άκαμπτα φιλοπόλεμο μένος των κατοίκων της αττικής υπαίθρου που έχουν δει τις σοδειές τους να γίνονται κάρβουνο από τις εισβολές των εχθρών (στ. 280-391). Η διακωμώδηση του Ευριπίδη, με τις διαρκείς αναφορές στα λάχανα και τους υπαινιγμούς στην ταπεινή καταγωγή της μάνας του, αξιοποιεί στοιχεία συνηθισμένα στις χαρακτηρολογικού τύπου επιθέσεις στο ήθος του αντιπάλου, για να σχολιάσει τον εκμαυλισμό της τραγωδίας (394-489).
 
Στο δεύτερο μισό του 5ου π.Χ. αιώνα, η Παλαιά Κωμωδία της Αττικής γελοιοποιούσε όλους όσους κατακτούσαν αξιώματα ή αποκτούσαν κύρος και επιρροή. Καθιέρωσε την πρακτική της επώνυμης διακωμώδησης (ὀνομαστὶ κωμῳδεῖν) και, σε τελευταία ανάλυση, τη διακωμώδηση επωνύμων. Αυτοί θα πρέπει να αιφνιδιάζονταν με τρόπο που ο δικός μας πολιτισμός αδυνατεί καν και καν να φανταστεί, όταν άκουγαν να βγαίνουνε δημόσια στη φόρα τ’ άπλυτά τους, με τ’ όνομά τους να γίνεται περίγελως στο θέατρο παρουσίᾳ τους, καθώς χιλιάδες βλέμματα επιτίμησης θα στρέφονταν με ειρωνεία ή απειλές προς τη μεριά τους.
 
Ο Αριστοφάνης –κατεξοχήν εκπρόσωπος αυτής της παράδοσης κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου– τα έσουρνε ποικιλοτρόπως στα έργα και στις μέρες των επιφανών. Στους Ἀχαρνῆς έστησε καρικατούρα για τον στρατηγό Λάμαχο (570-625), ενώ, κάποιους στίχους πιο πριν, δεν είχε διστάσει να λοιδορήσει ακόμη και τον πρόσφατα νεκρό, από τον λοιμό, Περικλή ότι είχε ξεκινήσει το εμπορικό εμπάργκο στα Μέγαρα για δύο πόρνες που είχαν λείψει της Ασπασίας (525-537). Οι Ὄρνιθες περιγέλασαν τους τεχνοκράτες, αλλά και τους ολύμπιους θεούς, ότι αρέσκονταν στις αρπαχτές πλούσιες υλικές απολαβές. Οι Νεφέλαι τα ’βάζουν με τον Σωκράτη και την κομψευόμενη επιστημονική σκέψη. Οι Βάτραχοι εμφανίζουν έναν δειλό Διόνυσο, θεό του θεάτρου, να πέρδεται ανεξέλεγκτα και να χέζεται όταν καταβαίνει στον Άδη για να φέρει πίσω στην Αθήνα τον καλύτερο απ’ τους νεκρούς ποιητές της τραγωδίας. Μόνιμα στο στόχαστρό του Αριστοφάνη έμπαιναν ρήτορες σαν τον Κλέωνα (ως επί το πλείστον διακωμωδούμενο στους Ιππῆς) αλλά και τον Υπέρβολο ή τον Κλεοφώντα, που οδηγούσαν σε επιπόλαιες αποφάσεις την εκκλησία του δήμου. Αλλά κι ο ίδιος ο λαός δεν γλύτωνε τα αιχμηρά του σχόλια για την κακή του κρίση. Οι Σφῆκες στήνουν παρωδία για τους ένορκους λαϊκούς δικαστές που, παρ’ όλη τη δριμύτητά τους για την καταδίκη αριστοκρατών και πλουσίων, υπέκυπταν συχνά στο δέλεαρ της κολακείας ή της δωροδοκίας. Οι Νεφέλαι στρέφουν τις βολές τους προς το κοινό της κωμωδίας, που από την ψήφο του κρινόταν το βραβείο για κάθε παράσταση. Στιγμή κορύφωσης στο έργο αυτό αποτελεί ο αγώνας μεταξύ του Δίκαιου Λόγου και του Άδικου, προσωποποιημένων, με τον δεύτερο να καταφέρνει τελικά να πείσει ότι η φαυλότητα αποτελεί συνηθισμένη –κι άρα κατά συνθήκην αποδεκτή– επιλογή αφού αποτελεί τον εύκολο δρόμο εξασφάλισης διακρίσεων μέσα στην πόλη (1089-1104):
 
ΑΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ: Για πες, λοιπόν, από ποιους βγαίνουν οι δικηγορούντες;
ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ: Από τους ευρυπρώκτους.
ΑΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ: Πολύ καλά! Κι οι τραγωδοί;
ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ: Από τους ευρυπρώκτους.
ΑΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ: Λαμπρά τα λες! Κι οι ρήτορες;
ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ: Από τους ευρυπρώκτους.
ΑΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ: Βλέπεις, λοιπόν, τη γνώμη σου ότι είναι για τα μπάζα!
Ρίξε ένα βλέμμα, τώρα, να μου πεις. Στους θεατές ανάμεσα ποιοι είναι πλειοφηψία;
ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ: Ε, ναι, λοιπόν, κοιτάω…
ΑΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ: Για πες τι βλέπεις.
ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ: Μα τους θεούς! Και βέβαια πιο πολλούς βλέπω τους ευρυπρώκτους.
Να! Αυτόν εδώ τον ξέρω κι εκείνον εκεί πέρα κι αυτόν εδώ τον μακρυμάλλη!
ΑΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ: Τι έχεις να πεις, λοιπόν;
ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ: Την πάτησα, βρε κίναιδοι!
Μα τον θεό, βγαίνω απ’ τα ρούχα μου και στο εξής προσχωρώ στο σινάφι σας!
 
Έτσι ήτανε η Παλαιά Κωμωδία της δημοκρατικής πόλης. Σε άμεση επαφή με το κοινό, με τις παραβάσεις και τις παρεκκλίσεις της από στομφώδεις βεβαιότητες, έκανε θρύψαλα κάθε είδους όρια. Το είδος έχει συχνά δεχτεί την κριτική –και όχι άδικα– ότι ήτανε ποπουλαρίστικο. Και πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς, με δεδομένη τη διονυσιακή κι αγροτική του προέλευση; Μέσω του επικαιρικού χαρακτήρα της κωμωδίας, οι πολίτες μπορούσαν να σκέφτονται, αλλά και να ξορκίζουν τα δεινά τους. Γελούσαν. Και το κυριότερο, γελώντας με την ίδια σάτιρα, με τους ίδιους εκλεπτυσμένους υπαινιγμούς ή με τα ίδια γκροτέσκα καρυκεύματα, δυνάμωναν τους κοινά αναγνωρίσιμους κώδικές τους, την αίσθηση του χιούμορ που ήταν αποκλειστική στα ήθη του δήμου.
 
Γι’ αυτό κι εμείς, που σήμερα διαβάζουμε την κωμωδία ή την αποθαυμάζουμε στις σύγχρονες παραστάσεις, πέφτουμε πάνω σε δυσκολίες. Δεν είναι μόνο πως ενδεχομένως μας λείπουν οι γνώσεις πάνω σε λεπτομέρειες της επικαιρότητας της εποχής, οι οποίες θα μας επέτρεπαν να γελάσουμε μ’ ένα αστείο. Είναι που στη ουσία της Παλαιάς Κωμωδίας, εκείνης της κωμωδίας της άμεσης δημοκρατίας, νιώθουμε –και είμαστε από κάθε άποψη– παρείσακτοι.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου