Ρεαλισμός, Κυνισμός, Μηδενισμός και οι ωφελιμιστικές πλάνες.
Τι σχέση μπορεί να έχει με τον πληθωρισμό και την κακοποίηση των εννοιών του Πραγματισμού, του Κυνισμού και του Μηδενισμού; Πώς η βεβιασμένη τάση για δημιουργία θεσφάτων και «κανόνων» φέρνει τέτοιες έννοιες λάθος στις σκέψεις μας και τελικά -το πιο ουσιαστικό- να είναι οι δράσεις μας αναποτελεσματικές; Το κακώς σκέπτεσθαι σημαίνει κακώς δραν.
Η κατάρρευση της Αναγέννησης, έρχεται με τον Διαφωτισμό και μαζί με αυτόν, καταρρέουν όλες οι ελπίδες για να Ανθρωπογονήσει όλη η Γηραιά Ήπειρος. Επειδή το παρόν δεν θα ασχοληθεί άμεσα με τον Διαφωτισμό, η κατάρρευση των ελπίδων για Ανθρωπογονία, δεν μηδενίζει προσωπικότητες του Διαφωτισμού που προσέφεραν ακόμη και ως δημιουργοί ύλης για περαιτέρω κριτική και δημιουργία, αλλά αφορά το «λογισμικό» -θα λέγαμε στη γλώσσα της τεχνολογίας- στο οποίο επικάθισε ο Διαφωτισμός, η αλαζονεία η οποία μέχρι και τις μέρες μας διατηρείται σε ακαδημαϊκούς και ουχί μόνον, κύκλους αλλά και η τυπολατρεία και η παραπομπομανία και τελικά, η αντίφαση του ίδιου του Διαφωτισμού του οποίου πυρήνας ήταν το δόγμα «μας ενδιαφέρει το ΤΙ είπε κάποιος και όχι ΠΟΙΟΣ το είπε», καταφεύγοντας μέσω παραπομπών στην προσωπολατρεία και στην καταδίκη κάθε επιστημονικής αρχής.
«Μακιαβελισμός» παρεξηγήσεις και κακές μεταφράσεις.
Ο Νικολό Μακιαβέλι, αν υπακούσουμε τη θεωρία των συνειρμών, φέρνει στο νου κάτι «σκοτεινό», κάτι «ανήθικο» και βέβαια κάτι «κυνικό». Στη θεωρία των Διεθνών Σχέσεων, ο Μακιαβέλι θεωρείται ένας από τους πατέρες του πολιτικού ρεαλισμού, μετά τον Θουκυδίδη. Στο σύνολο του έργου του, έχει μια ελληνικότητα η οποία είναι αξιοζήλευτη και μπορεί να συγκριθεί με έργα όπως είναι το «Στρατηγικόν» το οποίο αφορά τη βυζαντινή στρατηγική σκέψη. Ο ελληνο-ρωμαϊκός πολιτισμός, αναγεννάται κατά την περίοδο της Αναγέννησης και ο Μακιαβέλι είναι ένα γνήσιο τέκνο αυτής της σχολής σκέψης.
Ο Μακιαβέλι, είναι ο θεμελιωτής του σύγχρονου μάνατζμεντ και της διοικητικής επιστήμης. Η ατυχία του, ήταν οτι έπεσε σε χέρια θεωρητικών ανθρώπων, όπως και ο Θουκυδίδης ο οποίος είτε υποτιμάται εντελώς, είτε υπερεκτιμάται. Ο Διαφωτισμός και ο διακόπτης του ΟΝ/OFF που έχει αφήσει για κάθετί, βρίσκεται παντού. Παρόλα αυτά, οπως είπαμε, ο Μακιαβέλι αναφέρεται ως «κυνικός». Στο έργο του ο Μακιαβέλι, μάλλον εκφράζει τον πόνο του που οι άνθρωποι «ρέπουν προς το κακό» (όπως χαρακτηριστικά υποστήριζε ο Θουκυδίδης) παρά το προτείνει και πόσο μάλλον το επαινεί.
Ο Κυνισμός, αφορά ένα φιλοσοφικό κίνημα και μια πρόταση ζωής η οποία αναπτύχθηκε στην Αρχαία Ελλάδα και στον πυρήνα αυτής της πρότασης ζωής, βρίσκεται η αδιαφορία. Όχι η πολιτική αναρρίχηση, ούτε η πολιτική επιβίωση. Ο Διογένης, ο άνθρωπος ο οποίος λάτρευε ο Μέγας Αλέξανδρος μολονότι ο πρώτος τον χαρακτήριζε «άθλιο», (παρόλο που του έτρεφε σεβασμό) θεωρώντας πως ασχολείται με το ποταπό (για τον Κυνισμό) άθλημα του πολιτικού και στρατηγικού σχεδιασμού. Αυτό άλλωστε ζήλεψε στον Διογένη ο Μέγας Αλέξανδρος, την αδιαφορία και την ελευθερία του.
Ο Κυνισμός, από όσα έχουν διασωθεί από διαλόγους του Διογένη αλλά και από την μελέτη του πνεύματος αυτής της πρότασης ζωής, προτάσσει την πλήρη αδιαφορία οποιουδήποτε τεχνητού (μαζικού και οργανωμένου) κοινωνικού μορφώματος και η σύνδεση του ανθρώπου με τη φύση. Η έμφαση στις άκαμπτες ηθικές αρχές, η καταπάτηση κάθε μορφής εξάρτησης (σε υπερβολικό βαθμό αρκετές φορές) θυμίζει έντονα χαρακτηριστικά μοναχισμού.
Ειρωνευόμενος ο Διογένης κάποτε τον Πλάτωνα, παρουσίασε σε δημόσιο χώρο ένα οικόσιτο πτηνό και αφού το μάδησε, κρατώντας τα φτερά του όσο το δυνατόν λιγότερο εκτεθειμένα στη θέα του κόσμου είπε «Αυτός είναι ο άνθρωπος που μας λέει ο Πλάτωνας», καθώς ο Πλάτων είχε ορίσει τον άνθρωπο ως «δίποδον και άπτερον ον». Η περιφρόνηση προς το ορίζειν (βασική μέθοδος της πλατωνικής και της σωκρατικής διδασκαλίας) αποτελεί επίσης ένα βασικό χαρακτηριστικό του Κυνισμού, ο οποίος εκ του ονόματός του, προσκαλεί τον άνθρωπο σε έναν βίο που αρμόζει στους Κύνες.
Επομένως, ο Κυνισμός, με τον Πραγματισμό, δεν έχει ουδεμία σχέση.
Ο τελευταίος, αφορά το λελογισμένο ρίσκο, την επιλογή μέσα από προεπιλογές κατά το μη χείρον βέλτιστον, την απόκτηση σχετικών κερδών και τη συνεχή και άκοπη χρήση της μεθόδου υπολογισμού κόστους-οφέλους. Ο Πραγματισμός, επηρεάστηκε από τον βρετανικό Ωφελιμισμό και στη συνέχεια ανακατεύτηκε με την κακή ερμηνεία του Κυνισμού έτσι ώστε Κυνικός, να σημαίνει ο πλήρως ωφελιμιστής και ως κοινωνικό χαρακτηρισμό, να ταυτίζεται με την αντικοινωνική συμπεριφορά. Σίγουρα, όταν ο Διογένης προσέβαλε διακριτικά τον Μέγα Αλέξανδρο όταν ο τελευταίος του έστειλε ως φάρσα ένα πιάτο με κόκκαλα για δώρο , λέγοντάς του πως το δώρο είναι εξαίσιο για Κυνικό αλλά ευτελές για έναν βασιλιά, δεν εννοούσε κάποιον ωφελιμισμό υπέρ του.
Ενός κακού, μύρια έπονται και μηδενίζονται.
Σχετικά πρόσφατα, συγγραφείς και «φιλόσοφοι» της Ελλάδος της πνευματικής πενίας, ορισμένοι μάλιστα διάσημοι για την ερωτομανία τους αλλά και για τις υστερικές τους εξάρσεις σε παράθυρα και εκπομπές, παρέχοντας σε αγέλες δωρεάν μαθήματα φιλοσοφικού στοχασμού και ορθής σκέψης, ανακατεύουν τον Κυνισμό, όχι μόνο με τον Πραγματισμό αλλά και τις δύο σχολές σκέψεις, με μια Τρίτη, τον Μηδενισμό.
Ξεκαθαρίζοντας την πρώτη διαφορά του Πραγματισμού με τον Κυνισμό και τον Μηδενισμό, οφείλουμε να ενσκύψουμε στο εξής: Ο Θουκυδίδης, πατέρας του πολιτικού πραγματισμού (ο Πραγματισμός είναι κοσμοθεωρία και εγγίζει και άλλα επιστητά και τέχνες) αναφέρει πως ο άνθρωπος αποφασίζει και δρα βάσει α) συμφέροντος β) επιθυμίας για δόξα και γ) δια φόβου.
Η ανθρώπινη φύση συναντάται πολύ περισσότερα έντονα στον Θουκυδίδη από όσο σήμερα περιγράφεται καθώς έχουν συνθηματολογικά επικρατήσει τα αποσπάσματα του Διαλόγου Μηλίων και Αθηναίων και το διάσημο θέσφατο περί ισχύος (ο ισχυρός παίρνει αυτό που μπορεί και ο ανίσχυρος αυτό που του επιβάλλει η αδυναμία του, / χωρίς όμως να εξετάζει ποιά είναι η ισχύς κάθε φορά. Η Αθήνα ήταν πιο ισχυρή από την Σπάρτη όμως η Σπάρτη κέρδισε τον πόλεμο).
Επίσης, ο Θουκυδίδης, χρησιμοποιώντας και τον Διάλογο Μηλίων – Αθηναίων, δίνει και άλλη μια ερμηνεία. Αυτήν της αλαζονείας. Οι Αθηναίοι, φέρονται αλαζονικά αλλά και ωφελιμιστικά και με τιμωρητική διάθεση. Ο Θουκυδίδης συμβουλεύει να μην εξαντλείται η όποια πολιτική «σκληρότητα» στον χαμένο. Επιπλέον, ο αρχαίος κόσμος διέπεται από την τεράστια επιρροή της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας αλλά και των Ομηρικών Επών. Τα τεράστια αυτά έργα, έθεσαν τις βάσεις για τον κολοσσιαίο πήχη του Ανθρώπου, όπου η υπέρβαση συνεχώς τιμάται και που η φήμη μετά τη βιολογική ζωή, θεωρείται ανώτερη από κάθε θυσία στην οποία υπόκειται ο Άνθρωπος. Η κουλτούρα του Έλληνα, δεν ήταν στον υπολογισμό του κόστους οφέλους. Ξεκινούσε από αυτόν τον υπολογισμό και κατέληγε στο επέκεινα. Στον Επιτάφιο, ο Πραγματισμός, απουσιάζει καθώς η λογική δεν είναι με το μέρος του εκφωνούντα τον λόγο εκείνη την περίοδο.
Το ίδιο συμβαίνει με τον Μακιαβέλι. Ο Μακιαβέλι αναφέρει πως η ηθική είναι πολυτέλεια. Δε μηδενίζει την ηθική και το ρόλο της. Ο Μακιαβέλι, δεν είναι επ’ ουδενί «μηδενιστής» ή «κυνικός». Όταν ο Ζίγκμουντ Φρόϋντ θεώρησε πως οι περισσότεροι άνθρωποι που πέρασαν από το ντιβάνι του ήταν «σκουπίδια» (επί λέξει) δεν καταδίκασε κάτι παραπάνω, απλά εξέφρασε την δική του εμπειρία. Ο Νικολό Μακιαβέλι, με πόνο στο έργο του παραδέχεται πως η ηθική δεν συναντάται συχνά και ιδίως στις μάζες και όταν διακυβεύματα είναι συμφέροντα.
Παρέχει λοιπόν έναν οδηγό επιβίωσης στο σύνολο του έργου του. Χαρακτηριστικά αναφέρει: «Από τότε που η αγάπη και ο φόβος, δύσκολα μπορούν να συνυπάρξουν, αν πρέπει οπωσδήποτε να διαλέξουμε ένα από τα δύο, είναι μακράν πιο ασφαλές να σε φοβούνται παρά να σε αγαπούν». Όλο το πνεύμα, το νόημα και η ερμηνεία της παραπάνω θέσης, έχουν να κάνουν με πρόταση μέσω διαπίστωσης.
Από την άλλη πλευρά, ο Μηδενισμός είναι γέννημα – θρέμμα του Διαφωτισμού. Από τον Μηδενισμό, προκύπτει και η θεωρία για τον μονισμό της ανθρώπινης οντότητας αλλά ματαιότητα οιασδήποτε πράξης λαμβάνει χώρα στον ανθρώπινο νου. Ο Μηδενισμός, εύκολα ρέπει προς τον πεσιμισμό και γι’ αυτό ένας από τους μεγαλύτερους θιασώτες του, θεωρείται ο Αρθούρος Σοπενάουερ. Το έργο που διεύρυνε τη σύγχυση μεταξύ Κυνισμού, Ρεαλισμού και Μηδενισμού, είναι αναμφίβολα το «Η Τέχνη να έχεις πάντα δίκιο».
Στην πραγματικότητα, ο Μηδενισμός αδιαφορεί για την ηθική ως σκέλος, παρόλα αυτά, θα συλλάβει κανείς πολλές φορές τον Σοπενάουερ να διατυπώνει ηθικές θέσεις και απόψεις για τη ζωή. Το εν λόγω βιβλίο, είναι εγχειρίδιο προπαγάνδας (στρατηγικής επικοινωνίας, ο όρος προπαγάνδα δεν είναι καλός ή κακός) και όχι αντίστοιχο του έργου του « Ο Κόσμος ως Βούληση και ως Παράσταση». Στο τελευταίο, περιγράφει τις θέσεις του για το οτι ο άνθρωπος διέπεται από επιθυμίες και όχι από τη χρήση της λογικής (επομένως, όχι από λελογισμένο κόστος δράσης αλλά από καθαρή συναισθηματική νοημοσύνη, το «θυμικό»).
Στο έργο «Η Τέχνη να έχεις πάντα δίκιο» ο Σοπενάουερ δίνει κατευθηντήριες γραμμές ως συνεχιστές των σοφιστών και όχι ως μηδενιστής. Βέβαια, η αδιαφορία του προς το ηθικό σκέλος, τον οδηγεί στο να αποκτήσει θέσεις που χρησιμοποίησε η πολιτική ελίτ της Γερμανίας μέχρι και τα μέσα του 20ου αιώνα. Ο Σοπενάουερ, θέτει πλήρη ιεραρχία στις φυλές του κόσμου, δίνοντας την πρωτοκαθεδρία στις «λευκές φυλές». Ένας πραγματιστής, θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει ως μέσο το έργο του Σοπενάουερ. Παρόλα αυτά, ο πραγματιστής, δίνει αξία στα πράγματα, δεν τα μηδενίζει. Για τον Πραγματιστή, η ύπαρξη βρίσκεται στην ύλη, για τον Κυνικό βρίσκεται στη φύση και για τον Μηδενιστή, δεν υπάρχει ανάγκη για κάποια αξία.
Βέβαια, δεν μπορείς σε οτιδήποτε νοερό να είσαι και φακός και αυτό που εκείνος φέγγει και γι’ αυτό ο Μηδενισμός πέφτει σε αντιφάσεις. Μεγάλο μέρος του Μηδενιστικού προτάγματος, στο έργο του Σοπενάουερ, βρίσκεται στο «Στα Θεμέλια της Ηθικής», το οποίο μάχεται την ηθική και επομένως, τη θεωρεί υπαρκτή καθώς μάχεσαι κάτι εφόσον αυτό υπάρχει. Μάλιστα, προβαίνει και σε αξιολογικές παρατηρήσεις – προτιμήσεις του όπως «Καλύτερα να με κυβερνά ένα λιοντάρι παρά αρουραίοι ακόλουθοι» κ.α.
Ένας Κυνικός, θα αδιαφορούσε πλήρως για το ηθικό ή πολιτικο-κοινωνικό περιβάλλον του Σοπενάουερ ή οποιουδήποτε άλλου, θεωρώντας πως η συγκατάβαση του ανθρώπου με τη «φυσική κατάσταση» πρέπει να είναι αναγκαία (ο Χομπς θεωρούσε πως η φυσική κατάσταση είναι τρομερό βίωμα για τον άνθρωπο και πως μόνο η δημιουργία κράτους – οργανωμένης κοινωνίας μπορεί να τον λυτρώσει από αυτό το τραύμα, παρεμφερής διαπίστωση με αυτήν του Πρωταγόρα).
Πιθανή αιτία παρερμηνείας: Ο Ωφελισμισμός.
Μεταξύ των τριών σχολών σκέψης που συχνά συγχέονται τόσο στην ελληνική πολιτική και κοινωνική περιβολή, όσο και στην ευρωπαϊκή και συνολικά, στη δυτική, υπάρχει κάποια άλλη η οποία ίσως να έχει μερίδιο ευθύνης σε αυτήν τη σύγχυση. Πρόκειται για τον Ωφελιμισμό. Ο Ωφελιμισμός (γνήσιος εκφραστής του Ο Τζέρεμυ Μπένθαμ) ενυπάρχει στον πυρήνα της προτεσταντικής κοσμοθεωρίας.
Το κυνήγι του οφέλους, -ατομικού οφέλους- δημιουργεί μια βελτιοδοξία σύμφωνα με τον Ωφελισμισμό. Όλοι φροντίζουν τον εαυτόν τους και έτσι όλοι είναι κερδισμένοι. Κατάληξη αυτού του δόγματος, είναι η πολύβουη και εξόχως αστόχαστη δήλωση εντυπωσιασμού της Θάτσερ «Δεν υπάρχει κοινωνία». Μπορεί στη Βρετανία να δημιουργήθηκε κοινωνία για να μπορέσει να παραχθεί μαζικότερα το βαμβάκι, όμως η κοινωνία ως αυθόρμητη και ορμέμφυτη τάση προς κοινωνείν, υπάρχει από τα πρώτα χρόνια του homo sapiens και σύμφωνα με πολλούς, πολύ πιο πριν. Άλλωστε η ίδια η φύση και μέσα από τη ζωολογία αποδεικνύουν το αναληθές αυτό θέσφατο που είναι και για αρκετούς, σημαία ιδεολογική.
Λογική και Πραγματισμός, είναι για τον Ωφελιμισμό, το κέρδος (όπως και για την προτεσταντική ηθική). Ο Πραγματισμός όμως, παραδέχεται πως δεν μπορούν να ικανοποιήσουν όλοι τις επιθυμίες / ανάγκες τους, θέτοντας την ισχύ ως ειδικό συντελεστή του κοινωνικού και πολιτικού γίγνεσθαι (επιθυμία και ανάγκη δεν καθορίζονται από Πραγματισμό και Μηδενισμό, παρά μόνο από τον Κυνισμό, μάλιστα, περιφρόνηση επιθυμιών). Ο Ωφελιμισμός, παρουσιάζεται ως αισιόδοξος.
Η Λογική, μας εξηγεί τις αξιολογικές κρίσεις και την αλληλουχία των προκείμενων που θα καταλήξουν σε έναν ορθό, αληθή, ψευδή ή λανθασμένο συλλογισμό. Η Λογική, δε μιλά για κέρδος. Παρόλα αυτά, ο Ωφελισμισμός ομοιάζει αρκετά με τον Μηδενισμό, όχι τόσο στον θεωρητικό του πυρήνα αλλά στην πρακτική. Ο Αρθούρος Σοπενάουερ, έλεγε πως το κράτος, πρέπει να αφήνει πλήρως ελεύθερο τον άνθρωπο να βαδίζει προς την προσωπική του λύτρωση. Αν αυτή επηρέαζε το κοινωνικό σύνολο, απειλώντας άλλες «λυτρώσεις», ήταν κάτι για το οποίο παγερά αδιαφόρησε ο Σοπενάουερ.
Πολλά, άπειρα μπορούν να ειπωθούν για τα παραπάνω ρεύματα σκέψης και κυρίως για τις δράσεις που απορρέουν από αυτά. Ο Ωφελιμισμός, μονλονότι ανάγεται στα «καντιανά-αισιόδοξα» υποδείγματα, δεν φέρει και τόση «αισιοδοξία». Κλειδί για τις παραπλανητικές θέσεις και ερμηνείες του Ωφελισμισμόυ (κινητήριος μοχλός του οικονομικού συστήματος από τον 19ο αιώνα και μετά ) είναι η θέση του κινήτρου αλλά και η σχετικότητα του οφέλους και του κόστους. Μεγάλο μέρος της παγκόσμιας σύγχυσης σε κάθε πτυχή της κοινωνικής και πολιτικής περιβολής, βρίσκεται στην κακό διαχωρισμό ή/και στον κακό συσχετισμό μεταξύ των τριών αυτών θέσεων, αγνοώντας την κριτική που πρέπει να γίνει στον Ωφελιμισμό για τον οποίον οφείλουμε να αναφερθούμε ξεχωριστά σε κάτι επόμενο.
Τι σχέση μπορεί να έχει με τον πληθωρισμό και την κακοποίηση των εννοιών του Πραγματισμού, του Κυνισμού και του Μηδενισμού; Πώς η βεβιασμένη τάση για δημιουργία θεσφάτων και «κανόνων» φέρνει τέτοιες έννοιες λάθος στις σκέψεις μας και τελικά -το πιο ουσιαστικό- να είναι οι δράσεις μας αναποτελεσματικές; Το κακώς σκέπτεσθαι σημαίνει κακώς δραν.
Η κατάρρευση της Αναγέννησης, έρχεται με τον Διαφωτισμό και μαζί με αυτόν, καταρρέουν όλες οι ελπίδες για να Ανθρωπογονήσει όλη η Γηραιά Ήπειρος. Επειδή το παρόν δεν θα ασχοληθεί άμεσα με τον Διαφωτισμό, η κατάρρευση των ελπίδων για Ανθρωπογονία, δεν μηδενίζει προσωπικότητες του Διαφωτισμού που προσέφεραν ακόμη και ως δημιουργοί ύλης για περαιτέρω κριτική και δημιουργία, αλλά αφορά το «λογισμικό» -θα λέγαμε στη γλώσσα της τεχνολογίας- στο οποίο επικάθισε ο Διαφωτισμός, η αλαζονεία η οποία μέχρι και τις μέρες μας διατηρείται σε ακαδημαϊκούς και ουχί μόνον, κύκλους αλλά και η τυπολατρεία και η παραπομπομανία και τελικά, η αντίφαση του ίδιου του Διαφωτισμού του οποίου πυρήνας ήταν το δόγμα «μας ενδιαφέρει το ΤΙ είπε κάποιος και όχι ΠΟΙΟΣ το είπε», καταφεύγοντας μέσω παραπομπών στην προσωπολατρεία και στην καταδίκη κάθε επιστημονικής αρχής.
«Μακιαβελισμός» παρεξηγήσεις και κακές μεταφράσεις.
Ο Νικολό Μακιαβέλι, αν υπακούσουμε τη θεωρία των συνειρμών, φέρνει στο νου κάτι «σκοτεινό», κάτι «ανήθικο» και βέβαια κάτι «κυνικό». Στη θεωρία των Διεθνών Σχέσεων, ο Μακιαβέλι θεωρείται ένας από τους πατέρες του πολιτικού ρεαλισμού, μετά τον Θουκυδίδη. Στο σύνολο του έργου του, έχει μια ελληνικότητα η οποία είναι αξιοζήλευτη και μπορεί να συγκριθεί με έργα όπως είναι το «Στρατηγικόν» το οποίο αφορά τη βυζαντινή στρατηγική σκέψη. Ο ελληνο-ρωμαϊκός πολιτισμός, αναγεννάται κατά την περίοδο της Αναγέννησης και ο Μακιαβέλι είναι ένα γνήσιο τέκνο αυτής της σχολής σκέψης.
Ο Μακιαβέλι, είναι ο θεμελιωτής του σύγχρονου μάνατζμεντ και της διοικητικής επιστήμης. Η ατυχία του, ήταν οτι έπεσε σε χέρια θεωρητικών ανθρώπων, όπως και ο Θουκυδίδης ο οποίος είτε υποτιμάται εντελώς, είτε υπερεκτιμάται. Ο Διαφωτισμός και ο διακόπτης του ΟΝ/OFF που έχει αφήσει για κάθετί, βρίσκεται παντού. Παρόλα αυτά, οπως είπαμε, ο Μακιαβέλι αναφέρεται ως «κυνικός». Στο έργο του ο Μακιαβέλι, μάλλον εκφράζει τον πόνο του που οι άνθρωποι «ρέπουν προς το κακό» (όπως χαρακτηριστικά υποστήριζε ο Θουκυδίδης) παρά το προτείνει και πόσο μάλλον το επαινεί.
Ο Κυνισμός, αφορά ένα φιλοσοφικό κίνημα και μια πρόταση ζωής η οποία αναπτύχθηκε στην Αρχαία Ελλάδα και στον πυρήνα αυτής της πρότασης ζωής, βρίσκεται η αδιαφορία. Όχι η πολιτική αναρρίχηση, ούτε η πολιτική επιβίωση. Ο Διογένης, ο άνθρωπος ο οποίος λάτρευε ο Μέγας Αλέξανδρος μολονότι ο πρώτος τον χαρακτήριζε «άθλιο», (παρόλο που του έτρεφε σεβασμό) θεωρώντας πως ασχολείται με το ποταπό (για τον Κυνισμό) άθλημα του πολιτικού και στρατηγικού σχεδιασμού. Αυτό άλλωστε ζήλεψε στον Διογένη ο Μέγας Αλέξανδρος, την αδιαφορία και την ελευθερία του.
Ο Κυνισμός, από όσα έχουν διασωθεί από διαλόγους του Διογένη αλλά και από την μελέτη του πνεύματος αυτής της πρότασης ζωής, προτάσσει την πλήρη αδιαφορία οποιουδήποτε τεχνητού (μαζικού και οργανωμένου) κοινωνικού μορφώματος και η σύνδεση του ανθρώπου με τη φύση. Η έμφαση στις άκαμπτες ηθικές αρχές, η καταπάτηση κάθε μορφής εξάρτησης (σε υπερβολικό βαθμό αρκετές φορές) θυμίζει έντονα χαρακτηριστικά μοναχισμού.
Ειρωνευόμενος ο Διογένης κάποτε τον Πλάτωνα, παρουσίασε σε δημόσιο χώρο ένα οικόσιτο πτηνό και αφού το μάδησε, κρατώντας τα φτερά του όσο το δυνατόν λιγότερο εκτεθειμένα στη θέα του κόσμου είπε «Αυτός είναι ο άνθρωπος που μας λέει ο Πλάτωνας», καθώς ο Πλάτων είχε ορίσει τον άνθρωπο ως «δίποδον και άπτερον ον». Η περιφρόνηση προς το ορίζειν (βασική μέθοδος της πλατωνικής και της σωκρατικής διδασκαλίας) αποτελεί επίσης ένα βασικό χαρακτηριστικό του Κυνισμού, ο οποίος εκ του ονόματός του, προσκαλεί τον άνθρωπο σε έναν βίο που αρμόζει στους Κύνες.
Επομένως, ο Κυνισμός, με τον Πραγματισμό, δεν έχει ουδεμία σχέση.
Ο τελευταίος, αφορά το λελογισμένο ρίσκο, την επιλογή μέσα από προεπιλογές κατά το μη χείρον βέλτιστον, την απόκτηση σχετικών κερδών και τη συνεχή και άκοπη χρήση της μεθόδου υπολογισμού κόστους-οφέλους. Ο Πραγματισμός, επηρεάστηκε από τον βρετανικό Ωφελιμισμό και στη συνέχεια ανακατεύτηκε με την κακή ερμηνεία του Κυνισμού έτσι ώστε Κυνικός, να σημαίνει ο πλήρως ωφελιμιστής και ως κοινωνικό χαρακτηρισμό, να ταυτίζεται με την αντικοινωνική συμπεριφορά. Σίγουρα, όταν ο Διογένης προσέβαλε διακριτικά τον Μέγα Αλέξανδρο όταν ο τελευταίος του έστειλε ως φάρσα ένα πιάτο με κόκκαλα για δώρο , λέγοντάς του πως το δώρο είναι εξαίσιο για Κυνικό αλλά ευτελές για έναν βασιλιά, δεν εννοούσε κάποιον ωφελιμισμό υπέρ του.
Ενός κακού, μύρια έπονται και μηδενίζονται.
Σχετικά πρόσφατα, συγγραφείς και «φιλόσοφοι» της Ελλάδος της πνευματικής πενίας, ορισμένοι μάλιστα διάσημοι για την ερωτομανία τους αλλά και για τις υστερικές τους εξάρσεις σε παράθυρα και εκπομπές, παρέχοντας σε αγέλες δωρεάν μαθήματα φιλοσοφικού στοχασμού και ορθής σκέψης, ανακατεύουν τον Κυνισμό, όχι μόνο με τον Πραγματισμό αλλά και τις δύο σχολές σκέψεις, με μια Τρίτη, τον Μηδενισμό.
Ξεκαθαρίζοντας την πρώτη διαφορά του Πραγματισμού με τον Κυνισμό και τον Μηδενισμό, οφείλουμε να ενσκύψουμε στο εξής: Ο Θουκυδίδης, πατέρας του πολιτικού πραγματισμού (ο Πραγματισμός είναι κοσμοθεωρία και εγγίζει και άλλα επιστητά και τέχνες) αναφέρει πως ο άνθρωπος αποφασίζει και δρα βάσει α) συμφέροντος β) επιθυμίας για δόξα και γ) δια φόβου.
Η ανθρώπινη φύση συναντάται πολύ περισσότερα έντονα στον Θουκυδίδη από όσο σήμερα περιγράφεται καθώς έχουν συνθηματολογικά επικρατήσει τα αποσπάσματα του Διαλόγου Μηλίων και Αθηναίων και το διάσημο θέσφατο περί ισχύος (ο ισχυρός παίρνει αυτό που μπορεί και ο ανίσχυρος αυτό που του επιβάλλει η αδυναμία του, / χωρίς όμως να εξετάζει ποιά είναι η ισχύς κάθε φορά. Η Αθήνα ήταν πιο ισχυρή από την Σπάρτη όμως η Σπάρτη κέρδισε τον πόλεμο).
Επίσης, ο Θουκυδίδης, χρησιμοποιώντας και τον Διάλογο Μηλίων – Αθηναίων, δίνει και άλλη μια ερμηνεία. Αυτήν της αλαζονείας. Οι Αθηναίοι, φέρονται αλαζονικά αλλά και ωφελιμιστικά και με τιμωρητική διάθεση. Ο Θουκυδίδης συμβουλεύει να μην εξαντλείται η όποια πολιτική «σκληρότητα» στον χαμένο. Επιπλέον, ο αρχαίος κόσμος διέπεται από την τεράστια επιρροή της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας αλλά και των Ομηρικών Επών. Τα τεράστια αυτά έργα, έθεσαν τις βάσεις για τον κολοσσιαίο πήχη του Ανθρώπου, όπου η υπέρβαση συνεχώς τιμάται και που η φήμη μετά τη βιολογική ζωή, θεωρείται ανώτερη από κάθε θυσία στην οποία υπόκειται ο Άνθρωπος. Η κουλτούρα του Έλληνα, δεν ήταν στον υπολογισμό του κόστους οφέλους. Ξεκινούσε από αυτόν τον υπολογισμό και κατέληγε στο επέκεινα. Στον Επιτάφιο, ο Πραγματισμός, απουσιάζει καθώς η λογική δεν είναι με το μέρος του εκφωνούντα τον λόγο εκείνη την περίοδο.
Το ίδιο συμβαίνει με τον Μακιαβέλι. Ο Μακιαβέλι αναφέρει πως η ηθική είναι πολυτέλεια. Δε μηδενίζει την ηθική και το ρόλο της. Ο Μακιαβέλι, δεν είναι επ’ ουδενί «μηδενιστής» ή «κυνικός». Όταν ο Ζίγκμουντ Φρόϋντ θεώρησε πως οι περισσότεροι άνθρωποι που πέρασαν από το ντιβάνι του ήταν «σκουπίδια» (επί λέξει) δεν καταδίκασε κάτι παραπάνω, απλά εξέφρασε την δική του εμπειρία. Ο Νικολό Μακιαβέλι, με πόνο στο έργο του παραδέχεται πως η ηθική δεν συναντάται συχνά και ιδίως στις μάζες και όταν διακυβεύματα είναι συμφέροντα.
Παρέχει λοιπόν έναν οδηγό επιβίωσης στο σύνολο του έργου του. Χαρακτηριστικά αναφέρει: «Από τότε που η αγάπη και ο φόβος, δύσκολα μπορούν να συνυπάρξουν, αν πρέπει οπωσδήποτε να διαλέξουμε ένα από τα δύο, είναι μακράν πιο ασφαλές να σε φοβούνται παρά να σε αγαπούν». Όλο το πνεύμα, το νόημα και η ερμηνεία της παραπάνω θέσης, έχουν να κάνουν με πρόταση μέσω διαπίστωσης.
Από την άλλη πλευρά, ο Μηδενισμός είναι γέννημα – θρέμμα του Διαφωτισμού. Από τον Μηδενισμό, προκύπτει και η θεωρία για τον μονισμό της ανθρώπινης οντότητας αλλά ματαιότητα οιασδήποτε πράξης λαμβάνει χώρα στον ανθρώπινο νου. Ο Μηδενισμός, εύκολα ρέπει προς τον πεσιμισμό και γι’ αυτό ένας από τους μεγαλύτερους θιασώτες του, θεωρείται ο Αρθούρος Σοπενάουερ. Το έργο που διεύρυνε τη σύγχυση μεταξύ Κυνισμού, Ρεαλισμού και Μηδενισμού, είναι αναμφίβολα το «Η Τέχνη να έχεις πάντα δίκιο».
Στην πραγματικότητα, ο Μηδενισμός αδιαφορεί για την ηθική ως σκέλος, παρόλα αυτά, θα συλλάβει κανείς πολλές φορές τον Σοπενάουερ να διατυπώνει ηθικές θέσεις και απόψεις για τη ζωή. Το εν λόγω βιβλίο, είναι εγχειρίδιο προπαγάνδας (στρατηγικής επικοινωνίας, ο όρος προπαγάνδα δεν είναι καλός ή κακός) και όχι αντίστοιχο του έργου του « Ο Κόσμος ως Βούληση και ως Παράσταση». Στο τελευταίο, περιγράφει τις θέσεις του για το οτι ο άνθρωπος διέπεται από επιθυμίες και όχι από τη χρήση της λογικής (επομένως, όχι από λελογισμένο κόστος δράσης αλλά από καθαρή συναισθηματική νοημοσύνη, το «θυμικό»).
Στο έργο «Η Τέχνη να έχεις πάντα δίκιο» ο Σοπενάουερ δίνει κατευθηντήριες γραμμές ως συνεχιστές των σοφιστών και όχι ως μηδενιστής. Βέβαια, η αδιαφορία του προς το ηθικό σκέλος, τον οδηγεί στο να αποκτήσει θέσεις που χρησιμοποίησε η πολιτική ελίτ της Γερμανίας μέχρι και τα μέσα του 20ου αιώνα. Ο Σοπενάουερ, θέτει πλήρη ιεραρχία στις φυλές του κόσμου, δίνοντας την πρωτοκαθεδρία στις «λευκές φυλές». Ένας πραγματιστής, θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει ως μέσο το έργο του Σοπενάουερ. Παρόλα αυτά, ο πραγματιστής, δίνει αξία στα πράγματα, δεν τα μηδενίζει. Για τον Πραγματιστή, η ύπαρξη βρίσκεται στην ύλη, για τον Κυνικό βρίσκεται στη φύση και για τον Μηδενιστή, δεν υπάρχει ανάγκη για κάποια αξία.
Βέβαια, δεν μπορείς σε οτιδήποτε νοερό να είσαι και φακός και αυτό που εκείνος φέγγει και γι’ αυτό ο Μηδενισμός πέφτει σε αντιφάσεις. Μεγάλο μέρος του Μηδενιστικού προτάγματος, στο έργο του Σοπενάουερ, βρίσκεται στο «Στα Θεμέλια της Ηθικής», το οποίο μάχεται την ηθική και επομένως, τη θεωρεί υπαρκτή καθώς μάχεσαι κάτι εφόσον αυτό υπάρχει. Μάλιστα, προβαίνει και σε αξιολογικές παρατηρήσεις – προτιμήσεις του όπως «Καλύτερα να με κυβερνά ένα λιοντάρι παρά αρουραίοι ακόλουθοι» κ.α.
Ένας Κυνικός, θα αδιαφορούσε πλήρως για το ηθικό ή πολιτικο-κοινωνικό περιβάλλον του Σοπενάουερ ή οποιουδήποτε άλλου, θεωρώντας πως η συγκατάβαση του ανθρώπου με τη «φυσική κατάσταση» πρέπει να είναι αναγκαία (ο Χομπς θεωρούσε πως η φυσική κατάσταση είναι τρομερό βίωμα για τον άνθρωπο και πως μόνο η δημιουργία κράτους – οργανωμένης κοινωνίας μπορεί να τον λυτρώσει από αυτό το τραύμα, παρεμφερής διαπίστωση με αυτήν του Πρωταγόρα).
Πιθανή αιτία παρερμηνείας: Ο Ωφελισμισμός.
Μεταξύ των τριών σχολών σκέψης που συχνά συγχέονται τόσο στην ελληνική πολιτική και κοινωνική περιβολή, όσο και στην ευρωπαϊκή και συνολικά, στη δυτική, υπάρχει κάποια άλλη η οποία ίσως να έχει μερίδιο ευθύνης σε αυτήν τη σύγχυση. Πρόκειται για τον Ωφελιμισμό. Ο Ωφελιμισμός (γνήσιος εκφραστής του Ο Τζέρεμυ Μπένθαμ) ενυπάρχει στον πυρήνα της προτεσταντικής κοσμοθεωρίας.
Το κυνήγι του οφέλους, -ατομικού οφέλους- δημιουργεί μια βελτιοδοξία σύμφωνα με τον Ωφελισμισμό. Όλοι φροντίζουν τον εαυτόν τους και έτσι όλοι είναι κερδισμένοι. Κατάληξη αυτού του δόγματος, είναι η πολύβουη και εξόχως αστόχαστη δήλωση εντυπωσιασμού της Θάτσερ «Δεν υπάρχει κοινωνία». Μπορεί στη Βρετανία να δημιουργήθηκε κοινωνία για να μπορέσει να παραχθεί μαζικότερα το βαμβάκι, όμως η κοινωνία ως αυθόρμητη και ορμέμφυτη τάση προς κοινωνείν, υπάρχει από τα πρώτα χρόνια του homo sapiens και σύμφωνα με πολλούς, πολύ πιο πριν. Άλλωστε η ίδια η φύση και μέσα από τη ζωολογία αποδεικνύουν το αναληθές αυτό θέσφατο που είναι και για αρκετούς, σημαία ιδεολογική.
Λογική και Πραγματισμός, είναι για τον Ωφελιμισμό, το κέρδος (όπως και για την προτεσταντική ηθική). Ο Πραγματισμός όμως, παραδέχεται πως δεν μπορούν να ικανοποιήσουν όλοι τις επιθυμίες / ανάγκες τους, θέτοντας την ισχύ ως ειδικό συντελεστή του κοινωνικού και πολιτικού γίγνεσθαι (επιθυμία και ανάγκη δεν καθορίζονται από Πραγματισμό και Μηδενισμό, παρά μόνο από τον Κυνισμό, μάλιστα, περιφρόνηση επιθυμιών). Ο Ωφελιμισμός, παρουσιάζεται ως αισιόδοξος.
Η Λογική, μας εξηγεί τις αξιολογικές κρίσεις και την αλληλουχία των προκείμενων που θα καταλήξουν σε έναν ορθό, αληθή, ψευδή ή λανθασμένο συλλογισμό. Η Λογική, δε μιλά για κέρδος. Παρόλα αυτά, ο Ωφελισμισμός ομοιάζει αρκετά με τον Μηδενισμό, όχι τόσο στον θεωρητικό του πυρήνα αλλά στην πρακτική. Ο Αρθούρος Σοπενάουερ, έλεγε πως το κράτος, πρέπει να αφήνει πλήρως ελεύθερο τον άνθρωπο να βαδίζει προς την προσωπική του λύτρωση. Αν αυτή επηρέαζε το κοινωνικό σύνολο, απειλώντας άλλες «λυτρώσεις», ήταν κάτι για το οποίο παγερά αδιαφόρησε ο Σοπενάουερ.
Πολλά, άπειρα μπορούν να ειπωθούν για τα παραπάνω ρεύματα σκέψης και κυρίως για τις δράσεις που απορρέουν από αυτά. Ο Ωφελιμισμός, μονλονότι ανάγεται στα «καντιανά-αισιόδοξα» υποδείγματα, δεν φέρει και τόση «αισιοδοξία». Κλειδί για τις παραπλανητικές θέσεις και ερμηνείες του Ωφελισμισμόυ (κινητήριος μοχλός του οικονομικού συστήματος από τον 19ο αιώνα και μετά ) είναι η θέση του κινήτρου αλλά και η σχετικότητα του οφέλους και του κόστους. Μεγάλο μέρος της παγκόσμιας σύγχυσης σε κάθε πτυχή της κοινωνικής και πολιτικής περιβολής, βρίσκεται στην κακό διαχωρισμό ή/και στον κακό συσχετισμό μεταξύ των τριών αυτών θέσεων, αγνοώντας την κριτική που πρέπει να γίνει στον Ωφελιμισμό για τον οποίον οφείλουμε να αναφερθούμε ξεχωριστά σε κάτι επόμενο.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου