Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2024

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΣΟΦΟΚΛΗΣ, ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

ΣΟΦ Φιλ 1–134

Πρόλογος: Το σχέδιο του Οδυσσέα

Οι Αχαιοί είχαν εγκαταλείψει στη Λήμνο τον Φιλοκτήτη, γιο του Ποίαντα και βασιλιά της Μαλίδας, μετά το δάγκωμα ενός φιδιού, που του προκάλεσε φοβερούς πόνους και μια εξαιρετικά δύσοσμη πληγή. Δέκα χρόνια αργότερα ο αιχμάλωτος Τρώας μάντης, ο Έλενος, προφήτευσε ότι για την άλωση της Τροίας ήταν απαραίτητη η συνδρομή του Φιλοκτήτη, που είχε στην κατοχή του το περίφημο τόξο του Ηρακλή. Έτσι, ο Οδυσσέας και ο γιος του Αχιλλέα, ο Νεοπτόλεμος, ανέλαβαν την αποστολή να τον οδηγήσουν στην Τροία.


ΟΔ. Ἀκτὴ μὲν ἥδε τῆς περιρρύτου χθονὸς
Λήμνου, βροτοῖς ἄστιπτος οὐδ’ οἰκουμένη,
ἔνθ’, ὦ κρατίστου πατρὸς Ἑλλήνων τραφεὶς
Ἀχιλλέως παῖ Νεοπτόλεμε, τὸν Μηλιᾶ
(5) Ποίαντος υἱὸν ἐξέθηκ’ ἐγώ ποτε,
ταχθεὶς τόδ’ ἔρδειν τῶν ἀνασσόντων ὕπο,
νόσῳ καταστάζοντα διαβόρῳ πόδα·
ὅτ’ οὔτε λοιβῆς ἡμὶν οὔτε θυμάτων
παρῆν ἑκήλοις προσθιγεῖν, ἀλλ’ ἀγρίαις
(10) κατεῖχ’ ἀεὶ πᾶν στρατόπεδον δυσφημίαις,
βοῶν, στενάζων. Ἀλλὰ ταῦτα μὲν τί δεῖ
λέγειν; ἀκμὴ γὰρ οὐ μακρῶν ἡμῖν λόγων,
μὴ καὶ μάθῃ μ’ ἥκοντα κἀκχέω τὸ πᾶν
σόφισμα τῷ νιν αὐτίχ’ αἱρήσειν δοκῶ.
(15) Ἀλλ’ ἔργον ἤδη σὸν τὰ λοίφ’ ὑπηρετεῖν,
σκοπεῖν θ’ ὅπου ’στ’ ἐνταῦθα δίστομος πέτρα
τοιάδ’, ἵν’ ἐν ψύχει μὲν ἡλίου διπλῆ
πάρεστιν ἐνθάκησις, ἐν θέρει δ’ ὕπνον
δι’ ἀμφιτρῆτος αὐλίου πέμπει πνοή.
(20) Βαιὸν δ’ ἔνερθεν ἐξ ἀριστερᾶς τάχ’ ἂν
ἴδοις ποτὸν κρηναῖον, εἴπερ ἐστὶ σῶν.
Ἅ μοι προσελθὼν σῖγα σήμαιν’ εἴτ’ ἔχει
χῶρον πρὸς αὐτὸν τόνδ’ ἔτ’, εἴτ’ ἄλλῃ κυρεῖ,
ὡς τἀπίλοιπα τῶν λόγων σὺ μὲν κλύῃς,
(25) ἐγὼ δὲ φράζω, κοινὰ δ’ ἐξ ἀμφοῖν ἴῃ.
ΝΕ. Ἄναξ Ὀδυσσεῦ, τοὔργον οὐ μακρὰν λέγεις·
δοκῶ γὰρ οἷον εἶπας ἄντρον εἰσορᾶν.
ΟΔ. Ἄνωθεν, ἢ κάτωθεν; οὐ γὰρ ἐννοῶ.
ΝΕ. Τόδ’ ἐξύπερθε, καὶ στίβου γ’ οὐδεὶς τύπος.
(30) ΟΔ. Ὅρα καθ’ ὕπνον μὴ καταυλισθεὶς κυρῇ.
ΝΕ. Ὁρῶ κενὴν οἴκησιν ἀνθρώπων δίχα.
ΟΔ. Οὐδ’ ἔνδον οἰκοποιός ἐστί τις τροφή;
ΝΕ. Στιπτή γε φυλλὰς ὡς ἐναυλίζοντί τῳ.
ΟΔ. Τὰ δ’ ἄλλ’ ἐρῆμα, κοὐδέν ἐσθ’ ὑπόστεγον;
(35) ΝΕ. Αὐτόξυλόν γ’ ἔκπωμα, φλαυρουργοῦ τινος
τεχνήματ’ ἀνδρός, καὶ πυρεῖ’ ὁμοῦ τάδε.
ΟΔ. Κείνου τὸ θησαύρισμα σημαίνεις τόδε.
ΝΕ. Ἰοὺ ἰού· καὶ ταῦτά γ’ ἄλλα θάλπεται
ῥάκη, βαρείας του νοσηλείας πλέα.
(40) ΟΔ. Ἁνὴρ κατοικεῖ τούσδε τοὺς τόπους σαφῶς,
κἄστ’ οὐχ ἑκάς που. Πῶς γὰρ ἂν νοσῶν ἀνὴρ
κῶλον παλαιᾷ κηρὶ προσβαίη μακράν;
ἀλλ’ ἢ ’πὶ φορβῆς νόστον ἐξελήλυθεν,
ἢ φύλλον εἴ τι νώδυνον κάτοιδέ που.
(45) Τὸν οὖν παρόντα πέμψον εἰς κατασκοπήν,
μὴ καὶ λάθῃ με προσπεσών· ὡς μᾶλλον ἂν
ἕλοιτό μ’ ἢ τοὺς πάντας Ἀργείους λαβεῖν.
ΝΕ. Ἀλλ’ ἔρχεταί τε καὶ φυλάξεται στίβος.
Σὺ δ’ εἴ τι χρῄζεις, φράζε δευτέρῳ λόγῳ.
(50) ΟΔ. Ἀχιλλέως παῖ, δεῖ σ’ ἐφ’ οἷς ἐλήλυθας
γενναῖον εἶναι, μὴ μόνον τῷ σώματι,
ἀλλ’ ἤν τι καινὸν, ὧν πρὶν οὐκ ἀκήκοας,
κλύῃς, ὑπουργεῖν, οἷς ὑπηρέτης πάρει.
ΝΕ. Τί δῆτ’ ἄνωγας; ΟΔ. Τὴν Φιλοκτήτου σε δεῖ
(55) ψυχὴν ὅπως λόγοισιν ἐκκλέψεις λέγων.
Ὅταν σ’ ἐρωτᾷ τίς τε καὶ πόθεν πάρει,
λέγειν Ἀχιλλέως παῖς· τόδ’ οὐχὶ κλεπτέον·
πλεῖς δ’ ὡς πρὸς οἶκον, ἐκλιπὼν τὸ ναυτικὸν
στράτευμ’ Ἀχαιῶν, ἔχθος ἐχθήρας μέγα,
(60) οἵ σ’ ἐν λιταῖς στείλαντες ἐξ οἴκων μολεῖν,
μόνην ἔχοντες τήνδ’ ἅλωσιν Ἰλίου,
οὐκ ἠξίωσαν τῶν Ἀχιλλείων ὅπλων
ἐλθόντι δοῦναι κυρίως αἰτουμένῳ,
ἀλλ’ αὔτ’ Ὀδυσσεῖ παρέδοσαν, λέγων ὅσ’ ἂν
(65) θέλῃς καθ’ ἡμῶν ἔσχατ’ ἐσχάτων κακά.
Τούτων γὰρ οὐδέν ἀλγυνεῖ μ’· εἰ δ’ ἐργάσῃ
μὴ ταῦτα, λύπην πᾶσιν Ἀργείοις βαλεῖς.
Εἰ γὰρ τὰ τοῦδε τόξα μὴ ληφθήσεται,
οὐκ ἔστι πέρσαι σοι τὸ Δαρδάνου πέδον.
(70) Ὡς δ’ ἔστ’ ἐμοὶ μὲν οὐχί, σοὶ δ’ ὁμιλία
πρὸς τόνδε πιστὴ καὶ βέβαιος, ἔκμαθε.
Σὺ μὲν πέπλευκας οὔτ’ ἔνορκος οὐδενὶ
οὔτ’ ἐξ ἀνάγκης οὔτε τοῦ πρώτου στόλου,
ἐμοὶ δὲ τούτων οὐδέν ἐστ’ ἀρνήσιμον.
(75) Ὥστ’ εἴ με τόξων ἐγκρατὴς αἰσθήσεται,
ὄλωλα καὶ σὲ προσδιαφθερῶ ξυνών.
Ἀλλ’ αὐτὸ τοῦτο δεῖ σοφισθῆναι, κλοπεὺς
ὅπως γενήσῃ τῶν ἀνικήτων ὅπλων.
Ἔξοιδα, παῖ, φύσει σε μὴ πεφυκότα
(80) τοιαῦτα φωνεῖν μηδὲ τεχνᾶσθαι κακά·
ἀλλ’ ἡδὺ γάρ τοι κτῆμα τῆς νίκης λαβεῖν,
τόλμα· δίκαιοι δ’ αὖθις ἐκφανούμεθα.
Νῦν δ’ εἰς ἀναιδὲς ἡμέρας μέρος βραχὺ
δός μοι σεαυτόν, κᾆτα τὸν λοιπὸν χρόνον
(85) κέκλησο πάντων εὐσεβέστατος βροτῶν.
ΝΕ. Ἐγὼ μὲν οὓς ἂν τῶν λόγων ἀλγῶ κλύων,
Λαερτίου παῖ, τούσδε καὶ πράσσειν στυγῶ·
ἔφυν γὰρ οὐδὲν ἐκ τέχνης πράσσειν κακῆς,
οὔτ’ αὐτὸς οὔθ’, ὥς φασιν, οὑκφύσας ἐμέ.
(90) Ἀλλ’ εἴμ’ ἑτοῖμος πρὸς βίαν τὸν ἄνδρ’ ἄγειν
καὶ μὴ δόλοισιν· οὐ γὰρ ἐξ ἑνὸς ποδὸς
ἡμᾶς τοσούσδε πρὸς βίαν χειρώσεται.
Πεμφθείς γε μέντοι σοὶ ξυνεργάτης ὀκνῶ
προδότης καλεῖσθαι· βούλομαι δ’, ἄναξ, καλῶς
(95) δρῶν ἐξαμαρτεῖν μᾶλλον ἢ νικᾶν κακῶς.
ΟΔ. Ἐσθλοῦ πατρὸς παῖ, καὐτὸς ὢν νέος ποτὲ
γλῶσσαν μὲν ἀργόν, χεῖρα δ’ εἶχον ἐργάτιν·
νῦν δ’ εἰς ἔλεγχον ἐξιὼν ὁρῶ βροτοῖς
τὴν γλῶσσαν, οὐχὶ τἆργα, πάνθ’ ἡγουμένην.
(100) ΝΕ. Τί οὖν μ’ ἄνωγας ἄλλο πλὴν ψευδῆ λέγειν;
ΟΔ. Λέγω σ’ ἐγὼ δόλῳ Φιλοκτήτην λαβεῖν.
ΝΕ. Τί δ’ ἐν δόλῳ δεῖ μᾶλλον ἢ πείσαντ’ ἄγειν;
ΟΔ. Οὐ μὴ πίθηται· πρὸς βίαν δ’ οὐκ ἂν λάβοις.
ΝΕ. Οὕτως ἔχει τι δεινὸν ἰσχύος θράσος;
(105) ΟΔ. Ἰοὺς ἀφύκτους καὶ προπέμποντας φόνον.
ΝΕ. Οὐκ ἆρ’ ἐκείνῳ γ’ οὐδὲ προσμεῖξαι θρασύ;
ΟΔ. Οὔ, μὴ δόλῳ λαβόντα γ’, ὡς ἐγὼ λέγω.
ΝΕ. Οὐκ αἰσχρὸν ἡγῇ δῆτα τὰ ψευδῆ λέγειν;
ΟΔ. Οὔκ, εἰ τὸ σωθῆναί γε τὸ ψεῦδος φέρει.
(110) ΝΕ. Πῶς οὖν βλέπων τις ταῦτα τολμήσει λακεῖν;
ΟΔ. Ὅταν τι δρᾷς ἐς κέρδος, οὐκ ὀκνεῖν πρέπει.
ΝΕ. Κέρδος δ’ ἐμοὶ τί τοῦτον ἐς Τροίαν μολεῖν;
ΟΔ. Αἱρεῖ τὰ τόξα ταῦτα τὴν Τροίαν μόνα.
ΝΕ. Οὐκ ἆρ’ ὁ πέρσων, ὡς ἐφάσκετ’, εἴμ’ ἐγώ;
(115) ΟΔ. Οὔτ’ ἂν σὺ κείνων χωρὶς οὔτ’ ἐκεῖνα σοῦ.
ΝΕ. Θηρατέ’ οὖν γίγνοιτ’ ἄν, εἴπερ ὧδ’ ἔχει.
ΟΔ. Ὡς τοῦτό γ’ ἔρξας δύο φέρῃ δωρήματα.
ΝΕ. Ποίω; μαθὼν γὰρ οὐκ ἂν ἀρνοίμην τὸ δρᾶν.
ΟΔ. Σοφός τ’ ἂν αὑτὸς κἀγαθὸς κεκλῇ’ ἅμα.
(120) ΝΕ. Ἴτω· ποήσω, πᾶσαν αἰσχύνην ἀφείς.
ΟΔ. Ἦ μνημονεύεις οὖν ἅ σοι παρῄνεσα;
ΝΕ. Σάφ’ ἴσθ’, ἐπείπερ εἰσάπαξ συνῄνεσα.
ΟΔ. Σὺ μὲν μένων νυν κεῖνον ἐνθάδ’ ἐκδέχου,
ἐγὼ δ’ ἄπειμι, μὴ κατοπτευθῶ παρών,
(125) καὶ τὸν σκοπὸν πρὸς ναῦν ἀποστελῶ πάλιν.
Καὶ δεῦρ’, ἐάν μοι τοῦ χρόνου δοκῆτέ τι
κατασχολάζειν, αὖθις ἐκπέμψω πάλιν
τοῦτον τὸν αὐτὸν ἄνδρα, ναυκλήρου τρόποις
μορφὴν δολώσας, ὡς ἂν ἀγνοίᾳ προσῇ·
(130) οὗ δῆτα, τέκνον, ποικίλως αὐδωμένου
δέχου τὰ συμφέροντα τῶν ἀεὶ λόγων.
Ἐγὼ δὲ πρὸς ναῦν εἶμι, σοὶ παρεὶς τάδε·
Ἑρμῆς δ’ ὁ πέμπων δόλιος ἡγήσαιτο νῷν
Νίκη τ’ Ἀθάνα Πολιάς, ἣ σῴζει μ’ ἀεί.

***
ΠΡΟΛΟΓΟΣ

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Να τον αυτός ο έρμος ο γιαλός της Λήμνου
που ανθρώπου δεν πατεί ποτέ ποδάρι·
εδώ είν', ω γυιε του πρώτου των Ελλήνων,
του Αχιλλέα, Νεοπτόλεμε, που τότε
παράτησα, κρυφά το Φιλοχτήτη
μονάχο κι έφυγα, καθώς να κάμω
με είχαν προστάξη οι αρχηγοί του στόλου,
εξ αφορμής το πόδι του που σάπιο
έσταζεν όμπυο απ' την κακιά πληγή του
και με τις άγριες του φωνές, τους βόγγους
και τις βλαστήμιες, το στρατόπεδό μας
εγιόμιζε όλο, που έτσι ούτε θυσία
ούτ' αγιασμό να κάμωμε ήταν τρόπος.
Μα τις η ανάγκη τωρ' αυτά να λέμε;
καιρός για λόγια περιττά δεν είναι,
μήπως με νοιώση που 'μαι δω φτασμένος
κι έτσι όλο να χαθή το σχέδιό μου,
που λέω μ' αυτό στο χέρι να τον βάλω.
Δουλειά σου τώρα εσύ να με βοηθήσης
στα επίλοιπα και να κοιτάξης, πού είναι
μια δίστομη σπηλιά εδώ κάπου, τέτοια
που να την πιάνη ο ήλιος το χειμώνα
κι από τις δυο μεριές και που το θέρος
να φέρνη ύπνο το ρέμμα απ' τίς δυο πόρτες·
και λίγο απάνω, αριστερά, θε να 'ναι
μια βρυσούλα νερό ― αν ακόμα υπάρχη.
Άμε λοιπόν σιγά να δης κι έτσι κατόπι
θα σου εξηγήσω εγώ και συ θ' ακούσης
όσα έχω να σου πω, για να τραβήξη
μπροστά η δουλειά μαζί κι από τους δυο μας.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Βασιλιά μου Οδυσσέα, δεν είν' ανάγκη
να πάω μακρυά γι' αυτό που λες· μια τέτοια,
μου φαίνεται, σπηλιά πως βλέπω κιόλας.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Απάνω ή κάτω; εγώ δε διακρίνω.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Να, εδώ από πάνω· μα κανένα κρότο
από βήματ' ανθρώπου δεν ακούω.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Κοίτα, μην κάπου το 'στρωσε στον ύπνο.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Βλέπω άδεια τη σπηλιά και κανείς μέσα.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Και τίποτε νοικοκυριό ή προμήθειες;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Να, στοίβες φύλλα, σα για να κοιμάται
κανείς επάνω.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Μόνο αυτό, και τίποτ' άλλο
σε καμιά κόχη;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ναι, κι εν' από ξύλο
ποτήρι, σα να το 'χη μαστορέψη
αδέξιο χέρι· να και πυροδότες.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Δικά του είναι νοικοκυριά όλα τούτα.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ω, ω! κι ακόμα τ' αλλ' αυτά: κουρέλια
για στέγνωμ' απλωμένα ― όμπυο γιομάτα.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Άσφαλτο αυτό σημάδι, πως εδώ 'ναι
που ο άνθρωπός μας κάθεται· και θα 'ναι
όχι κάπου μακρυά· γιατί και πώς
θα μπορούσ' ένας άνθρωπος με πόδι
αρρωστημένο απ' την παλιά πληγή του
να πάη μακρυά; μα θενά βγήκε
ή θροφή να ζητήση ή κάπου αν ξέρη
βοτάνι, που τους πόνους ν' αλαφρώνη.
Στείλε λοιπόν αυτόν εδώ πιο πάνω
για να φυλάγη, μήπως βγη από κάπου
μπροστά μου εκείνος δίχως να τον νοιώσω·
γιατί θα προτιμούσ' εμέ παρ' όλους
μαζί τους Αχαιούς να 'βαζε χέρι.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Έφυγε κιόλας και το μονοπάτι
θα φυλαχτή· μ' αν έχης τίποτ' άλλο
να μου προστέσης, λέγε και σ' ακούω.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Γυιε του Αχιλλέα, πρέπει σ' αυτή τώρα
τη δουλειά πόχεις έρθη, να φανής
γενναίος, κι όχι μοναχά στα χέρια,
μα κι αν τίποτ' ακούς αλλιώτικο
απ' όσα σου είπα πριν, με προθυμία
να το εχτελής, σαν βοηθός μου πού εισαι.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τι προστάζεις λοιπόν;

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Το Φιλοχτήτη,
πρέπει να κάμης τρόπο με τα λόγια
που θα του λες, πώς να τον ξεγελάσης.
Σα σε ρωτήση, ποιος και πόθεν ήρθες,
να πης, πως είσαι του Αχιλλέα ο γυιος
―αυτό δεν είν' ανάγκη να το κρύψης―
και πως παράτησες τους Αχαιούς
στην Τροία για να γυρίσης στην πατρίδα,
γιατί τους πήρες σε μεγάλην έχτρα·
που, αφού σε ξεσήκωσαν με δεήσεις
από τα σπίτια σου να πας, γιατ' ήσουν
η μόνη ελπίδα εσύ, το Ίλιο να πάρουν,
σαν πήγες, δεν τ' αξίωσαν να σου δώσουν
τ' άρματα του πατέρα σου Αχιλλέα,
που μ' όλο το δικαίωμα των ζητούσες,
μα πήγαν να τα δώσουν του Οδυσσέα.
Κι αράδιαζε όσα θες κακά για μένα
και τα πιο τρισχειρότερα· δεν έχω
να πάθω τίποτ' απ' αυτά· μ' αν έτσι
όπως σου λέω δεν κάμης, συλλογίσου
ποια συφορά θα ρίξης στους Αργείους·
γιατί αν τα τόξα αυτά δε βάλωμε
στο χέρι, αδύνατο θα σού ειν' εσένα
την πόλη του Πριάμου να κυρίευσης.
Μ' άκου να δης, πως όχι εγώ, μα μόνο
εσύ μπορείς με καθ' εμπιστοσύνη
και σιγουριά να τόνε πλησιάσης:
Εσύ στον πόλεμο ήρθες δίχως να 'σαι
δεμένος μ' όρκους σε κανένα, κι ούτε
αναγκασμένος, μα ούτε κι απ' αρχής
έλαβες μέρος με τον άλλο στόλο·
εγώ όμως απ' αυτά δε θα μπορούσα
τίποτα ν' αρνηστώ κι αν, όσο θα 'χε
τα τόξα του, με δη να βγαίνω εμπρός του,
χάθηκα και μαζί και σένα χάνω·
μα αυτό ακριβώς να σοφιστούμε πρέπει,
πώς τ' ανίκητα τόξα να του κλέψης.
Ξέρω καλά, παιδί μου, πως δεν είσαι
πλασμένος απ' τη φύση να μιλάς
τέτοια γλώσσα και τέτοιες πανουργίες
να επιχειρίζεσαι· μα τόλμησέ το
για μια φορά και συ, που έχει τι γλύκα
να κάνη χτήμα του κανείς τη νίκη!
δίκαιοι ξανά θε να 'μαστε κατόπι·
τώρα για λίγες ώρες της ημέρας
δος μου θυσία τη συνείδησή σου
κι όλος ο επίλοιπος καιρός δικός σου,
τον πιο ευσεβή του κόσμου να σε λένε.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Εγώ, τα λόγια που μου προξενούνε
κακό ν' ακούω, Λαερτιάδη, φρίκη
μου δίνουν και να κάνω· γιατί τέτοιο
μ' έκαμ' η φύση, τίποτε με απάτη
και με ψευτιές να μην μπορώ να κάμω,
ούτε ο ίδιος, ούτε, καθώς λεν, και κείνος
που μ' εγέννα. Μ' αν θες, έτοιμος είμαι
με βία να σου τον πάρω αυτόν τον άντρα,
μα όχι με δόλο· γιατί μ' ένα πόδι,
πώς θα τα βγάλη πέρα με μας τόσους;
Μα μια που συνεργάτη σου με στείλαν
διστάζω μη με πουν προδότη· αν και
προτιμώ, βασιλιά, τον ίσιο δρόμο
κι ας έπεφτα έξω, παρά να κερδίσω
μα όχι με τρόπο τίμιο τη νίκη.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Και γω, ω λαμπρού πατέρα γυιε, σαν ήμουν
νιος, είχα γλώσσα οκνή, μα γοργό χέρι
τώρα, σαν τα εξετάζω με την πείρα
που απόχτησα, βλέπω πως στους ανθρώπους
η γλώσσα είναι το παν κι όχι τα έργα.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Μα τι άλλο μου ζητάς λοιπόν, παρά
να λέγω ψέματα;

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Σου είπα μονάχα
το Φιλοχτήτη να έπαιρνες με δόλο.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Και γιατί τάχα με το δόλο κι όχι
με την πειθώ μαζί μας να τον πάρω;

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Ποτέ δε θα πειστή και με τη βία
δε θα μπορέσης να τον βάλης χέρι.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Μα τι 'ναι κείνο, που του δίνει τέτοιο
θάρρος στη δύναμη του;

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Τ' άφευχτά του
τα βέλη, που το θάνατο σκορπούνε.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ώστε δε θα 'ναι κίντυνος και μόνο
νά βγη μπρος του κανείς;

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Ξον αν τον βάλης
με πανουργία στο χέρι, καθώς σού ειπα.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Μα δε νομίζεις άτιμο το ψέμα;

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Όχι, αν το ψέμα φέρνη επιτυχία.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Α, πώς μπορεί κανείς να 'χη την τόλμη
τέτοια λόγια να λέη!

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Όταν μια πράξη
φέρνη κέρδος, δεν πρέπει να διστάζης.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τι κέρδος θα 'χω αν έρθη αυτός στην Τροία;

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Μόνο τα τοξ' αυτά την Τροία θα πάρουν.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Δεν ειμ' εγώ λοιπόν, που λέγατε
πως θα την κυριεύσω;

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Ναι, μα ούτε
και συ χωρίς αυτά, ούτε και κείνα
χωρίς εσένα.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ανάγκη λοιπόν πασά,
μια κι έτσι 'ναι το πράμα, να τα πάρω.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Σαν το πετύχης, δυο θα λάβης χάρες.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ποιες δυο; ν' ακούσω κι άλλο δεν αρνούμαι.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Σοφό μαζί κι αντρείο θα σε κηρύξουν.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ας είναι· τ' αποφάσισα, κι αφήνω
τη ντροπή κατά μέρος.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Θα θυμάσαι
βέβαια καλά τις οδηγίες μου όλες.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Έγνοια σου, μια που το 'χω αποφασίση. . .

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Συ λοιπόν μείνε να τον περιμένης·
εγώ πηγαίνω, μην τυχόν με πάρη
το μάτι του σα φτάνη· και θα στείλω
τον κατάσκοπο πίσω στο καράβι,
που, αν ιδώ πως πολλή ωρ' αργείτε,
να σου τον στείλω πάλι αυτόν τον ίδιο,
αλλάζοντας του τη μορφή, να μοιάζη
καραβοκύρης, κι έτσι αγνώριστος
να βγη μπροστά· και συ πια απ' τα πλαστά του
τα λόγια, που θ' ακούς να λέη, θα παίρνης
ό,τι κάθε απ' αυτά θα σου ταιριάζη.
Φεύγω λοιπόν για το καράβι κι όλη
πια τη δουλειά σε σεν' απάνω αφήνω·
και ειθ' ο Ερμής ο κατευοδωτής μας
Θεός του δόλου να μας παραστέκη
κι η Νικ' η Αθηνά, η προστάτισσά μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου