«αὐτὸς ταῦτά γε λεῦσσε, πάτερ φίλε· σὴν γὰρ ἀρίστην
125 μῆτιν ἐπ᾽ ἀνθρώπους φάσ᾽ ἔμμεναι, οὐδέ κέ τίς τοι
ἄλλος ἀνὴρ ἐρίσειε καταθνητῶν ἀνθρώπων.
ἡμεῖς δ᾽ ἐμμεμαῶτες ἅμ᾽ ἑψόμεθ᾽, οὐδέ τί φημι
ἀλκῆς δευήσεσθαι, ὅση δύναμίς γε πάρεστιν.»
Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
130 «τοιγὰρ ἐγὼν ἐρέω ὥς μοι δοκεῖ εἶναι ἄριστα.
πρῶτα μὲν ἂρ λούσασθε καὶ ἀμφιέσασθε χιτῶνας,
δμῳὰς δ᾽ ἐν μεγάροισιν ἀνώγετε εἵμαθ᾽ ἑλέσθαι·
αὐτὰρ θεῖος ἀοιδὸς ἔχων φόρμιγγα λίγειαν
ὑμῖν ἡγείσθω πολυπαίγμονος ὀρχηθμοῖο,
135 ὥς κέν τις φαίη γάμον ἔμμεναι ἐκτὸς ἀκούων,
ἢ ἀν᾽ ὁδὸν στείχων ἢ οἳ περιναιετάουσι·
μὴ πρόσθε κλέος εὐρὺ φόνου κατὰ ἄστυ γένηται
ἀνδρῶν μνηστήρων, πρίν γ᾽ ἡμέας ἐλθέμεν ἔξω
ἀγρὸν ἐς ἡμέτερον πολυδένδρεον. ἔνθα δ᾽ ἔπειτα
140 φρασσόμεθ᾽ ὅττι κε κέρδος Ὀλύμπιος ἐγγυαλίξῃ.»
Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ἄρα τοῦ μάλα μὲν κλύον ἠδ᾽ ἐπίθοντο.
πρῶτα μὲν οὖν λούσαντο καὶ ἀμφιέσαντο χιτῶνας,
ὅπλισθεν δὲ γυναῖκες· ὁ δ᾽ εἵλετο θεῖος ἀοιδὸς
φόρμιγγα γλαφυρήν, ἐν δέ σφισιν ἵμερον ὦρσε
145 μολπῆς τε γλυκερῆς καὶ ἀμύμονος ὀρχηθμοῖο.
τοῖσιν δὲ μέγα δῶμα περιστεναχίζετο ποσσὶν
ἀνδρῶν παιζόντων καλλιζώνων τε γυναικῶν.
ὧδε δέ τις εἴπεσκε δόμων ἔκτοσθεν ἀκούων·
«ἦ μάλα δή τις ἔγημε πολυμνήστην βασίλειαν·
150 σχετλίη, οὐδ᾽ ἔτλη πόσιος οὗ κουριδίοιο
εἴρυσθαι μέγα δῶμα διαμπερές, ἧος ἵκοιτο.»
Ὣς ἄρα τις εἴπεσκε, τὰ δ᾽ οὐ ἴσαν ὡς ἐτέτυκτο.
αὐτὰρ Ὀδυσσῆα μεγαλήτορα ᾧ ἐνὶ οἴκῳ
Εὐρυνόμη ταμίη λοῦσεν καὶ χρῖσεν ἐλαίῳ,
155 ἀμφὶ δέ μιν φᾶρος καλὸν βάλεν ἠδὲ χιτῶνα·
αὐτὰρ κὰκ κεφαλῆς χεῦεν πολὺ κάλλος Ἀθήνη
μείζονά τ᾽ εἰσιδέειν καὶ πάσσονα· κὰδ δὲ κάρητος
οὔλας ἧκε κόμας, ὑακινθίνῳ ἄνθει ὁμοίας.
ὡς δ᾽ ὅτε τις χρυσὸν περιχεύεται ἀργύρῳ ἀνὴρ
160 ἴδρις, ὃν Ἥφαιστος δέδαεν καὶ Παλλὰς Ἀθήνη
τέχνην παντοίην, χαρίεντα δὲ ἔργα τελείει,
ὣς μὲν τῷ κατέχευε χάριν κεφαλῇ τε καὶ ὤμοις.
ἐκ δ᾽ ἀσαμίνθου βῆ δέμας ἀθανάτοισιν ὁμοῖος·
ἂψ δ᾽ αὖτις κατ᾽ ἄρ᾽ ἕζετ᾽ ἐπὶ θρόνου ἔνθεν ἀνέστη,
165 ἀντίον ἧς ἀλόχου, καί μιν πρὸς μῦθον ἔειπε·
«δαιμονίη, περὶ σοί γε γυναικῶν θηλυτεράων
κῆρ ἀτέραμνον ἔθηκαν Ὀλύμπια δώματ᾽ ἔχοντες·
οὐ μέν κ᾽ ἄλλη γ᾽ ὧδε γυνὴ τετληότι θυμῷ
ἀνδρὸς ἀφεσταίη, ὅς οἱ κακὰ πολλὰ μογήσας
170 ἔλθοι ἐεικοστῷ ἔτεϊ ἐς πατρίδα γαῖαν.
ἀλλ᾽ ἄγε μοι, μαῖα, στόρεσον λέχος, ὄφρα καὶ αὐτὸς
λέξομαι· ἦ γὰρ τῇ γε σιδήρεον ἐν φρεσὶν ἦτορ.»
Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε περίφρων Πηνελόπεια·
«δαιμόνι᾽, οὐτ᾽ ἄρ τι μεγαλίζομαι οὐδ᾽ ἀθερίζω
175 οὐδὲ λίην ἄγαμαι, μάλα δ᾽ εὖ οἶδ᾽ οἷος ἔησθα
ἐξ Ἰθάκης ἐπὶ νηὸς ἰὼν δολιχηρέτμοιο.
ἀλλ᾽ ἄγε οἱ στόρεσον πυκινὸν λέχος, Εὐρύκλεια,
ἐκτὸς ἐϋσταθέος θαλάμου, τόν ῥ᾽ αὐτὸς ἐποίει·
ἔνθα οἱ ἐκθεῖσαι πυκινὸν λέχος ἐμβάλετ᾽ εὐνήν,
180 κώεα καὶ χλαίνας καὶ ῥήγεα σιγαλόεντα.»
125 μῆτιν ἐπ᾽ ἀνθρώπους φάσ᾽ ἔμμεναι, οὐδέ κέ τίς τοι
ἄλλος ἀνὴρ ἐρίσειε καταθνητῶν ἀνθρώπων.
ἡμεῖς δ᾽ ἐμμεμαῶτες ἅμ᾽ ἑψόμεθ᾽, οὐδέ τί φημι
ἀλκῆς δευήσεσθαι, ὅση δύναμίς γε πάρεστιν.»
Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
130 «τοιγὰρ ἐγὼν ἐρέω ὥς μοι δοκεῖ εἶναι ἄριστα.
πρῶτα μὲν ἂρ λούσασθε καὶ ἀμφιέσασθε χιτῶνας,
δμῳὰς δ᾽ ἐν μεγάροισιν ἀνώγετε εἵμαθ᾽ ἑλέσθαι·
αὐτὰρ θεῖος ἀοιδὸς ἔχων φόρμιγγα λίγειαν
ὑμῖν ἡγείσθω πολυπαίγμονος ὀρχηθμοῖο,
135 ὥς κέν τις φαίη γάμον ἔμμεναι ἐκτὸς ἀκούων,
ἢ ἀν᾽ ὁδὸν στείχων ἢ οἳ περιναιετάουσι·
μὴ πρόσθε κλέος εὐρὺ φόνου κατὰ ἄστυ γένηται
ἀνδρῶν μνηστήρων, πρίν γ᾽ ἡμέας ἐλθέμεν ἔξω
ἀγρὸν ἐς ἡμέτερον πολυδένδρεον. ἔνθα δ᾽ ἔπειτα
140 φρασσόμεθ᾽ ὅττι κε κέρδος Ὀλύμπιος ἐγγυαλίξῃ.»
Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ἄρα τοῦ μάλα μὲν κλύον ἠδ᾽ ἐπίθοντο.
πρῶτα μὲν οὖν λούσαντο καὶ ἀμφιέσαντο χιτῶνας,
ὅπλισθεν δὲ γυναῖκες· ὁ δ᾽ εἵλετο θεῖος ἀοιδὸς
φόρμιγγα γλαφυρήν, ἐν δέ σφισιν ἵμερον ὦρσε
145 μολπῆς τε γλυκερῆς καὶ ἀμύμονος ὀρχηθμοῖο.
τοῖσιν δὲ μέγα δῶμα περιστεναχίζετο ποσσὶν
ἀνδρῶν παιζόντων καλλιζώνων τε γυναικῶν.
ὧδε δέ τις εἴπεσκε δόμων ἔκτοσθεν ἀκούων·
«ἦ μάλα δή τις ἔγημε πολυμνήστην βασίλειαν·
150 σχετλίη, οὐδ᾽ ἔτλη πόσιος οὗ κουριδίοιο
εἴρυσθαι μέγα δῶμα διαμπερές, ἧος ἵκοιτο.»
Ὣς ἄρα τις εἴπεσκε, τὰ δ᾽ οὐ ἴσαν ὡς ἐτέτυκτο.
αὐτὰρ Ὀδυσσῆα μεγαλήτορα ᾧ ἐνὶ οἴκῳ
Εὐρυνόμη ταμίη λοῦσεν καὶ χρῖσεν ἐλαίῳ,
155 ἀμφὶ δέ μιν φᾶρος καλὸν βάλεν ἠδὲ χιτῶνα·
αὐτὰρ κὰκ κεφαλῆς χεῦεν πολὺ κάλλος Ἀθήνη
μείζονά τ᾽ εἰσιδέειν καὶ πάσσονα· κὰδ δὲ κάρητος
οὔλας ἧκε κόμας, ὑακινθίνῳ ἄνθει ὁμοίας.
ὡς δ᾽ ὅτε τις χρυσὸν περιχεύεται ἀργύρῳ ἀνὴρ
160 ἴδρις, ὃν Ἥφαιστος δέδαεν καὶ Παλλὰς Ἀθήνη
τέχνην παντοίην, χαρίεντα δὲ ἔργα τελείει,
ὣς μὲν τῷ κατέχευε χάριν κεφαλῇ τε καὶ ὤμοις.
ἐκ δ᾽ ἀσαμίνθου βῆ δέμας ἀθανάτοισιν ὁμοῖος·
ἂψ δ᾽ αὖτις κατ᾽ ἄρ᾽ ἕζετ᾽ ἐπὶ θρόνου ἔνθεν ἀνέστη,
165 ἀντίον ἧς ἀλόχου, καί μιν πρὸς μῦθον ἔειπε·
«δαιμονίη, περὶ σοί γε γυναικῶν θηλυτεράων
κῆρ ἀτέραμνον ἔθηκαν Ὀλύμπια δώματ᾽ ἔχοντες·
οὐ μέν κ᾽ ἄλλη γ᾽ ὧδε γυνὴ τετληότι θυμῷ
ἀνδρὸς ἀφεσταίη, ὅς οἱ κακὰ πολλὰ μογήσας
170 ἔλθοι ἐεικοστῷ ἔτεϊ ἐς πατρίδα γαῖαν.
ἀλλ᾽ ἄγε μοι, μαῖα, στόρεσον λέχος, ὄφρα καὶ αὐτὸς
λέξομαι· ἦ γὰρ τῇ γε σιδήρεον ἐν φρεσὶν ἦτορ.»
Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε περίφρων Πηνελόπεια·
«δαιμόνι᾽, οὐτ᾽ ἄρ τι μεγαλίζομαι οὐδ᾽ ἀθερίζω
175 οὐδὲ λίην ἄγαμαι, μάλα δ᾽ εὖ οἶδ᾽ οἷος ἔησθα
ἐξ Ἰθάκης ἐπὶ νηὸς ἰὼν δολιχηρέτμοιο.
ἀλλ᾽ ἄγε οἱ στόρεσον πυκινὸν λέχος, Εὐρύκλεια,
ἐκτὸς ἐϋσταθέος θαλάμου, τόν ῥ᾽ αὐτὸς ἐποίει·
ἔνθα οἱ ἐκθεῖσαι πυκινὸν λέχος ἐμβάλετ᾽ εὐνήν,
180 κώεα καὶ χλαίνας καὶ ῥήγεα σιγαλόεντα.»
***
Ο φρόνιμος Τηλέμαχος αμέσως αποκρίθηκε:
«Εσύ, πατέρα αγαπημένε, δες μόνος κι αποφάσισε — το λέει ο κόσμος,
η γνώμη σου παντού και πάντοτε αριστεύει,
άλλος κανείς απ᾽ τους θνητούς ανθρώπους δεν αποτόλμησε
να μετρηθεί μαζί σου.
Εμείς ορμητικοί σ᾽ ακολουθούμε, και δεν νομίζω πως θα λείψει
η τόλμη, όσο κι η δύναμη που σφύζει μέσα μας.»
Πήρε τον λόγο πάλι μιλώντας ο Οδυσσέας πολύγνωμος:
130 «Εγώ θα πω ό,τι μου φαίνεται το πιο σωστό·
λουστείτε πρώτα και φορέστε καθαρούς χιτώνες,
πείτε στου παλατιού τις δούλες να βάλουν τα καλά τους,
κι ο θείος αοιδός, με την ψιλόφωνη κιθάρα του στο χέρι,
ας παίξει τον σκοπό στον παιχνιδιάρικο χορό σας.
Έτσι που κάποιος ακούγοντας απέξω να πει:
“Γίνεται γάμος” — περαστικός στον δρόμο
αλλά κι οι γύρω γείτονες.
Να μην κυκλοφορήσει κι απλωθεί στην πόλη η φήμη
του μεγάλου φονικού με τους μνηστήρες, προτού βρεθούμε εμείς
πέρα στο χτήμα το πολύδεντρο — εκεί θα στοχαστούμε
140 ό,τι καλύτερο ο Ολύμπιος μας χαρίσει.»
Ακούγοντας τα λόγια του, πρόθυμα εκείνοι τον υπάκουσαν·
λούστηκαν πρώτα και φορούνε καθαρούς χιτώνες, στολίστηκαν
οι δούλες, μετά ο θείος αοιδός τη βαθουλή κιθάρα κράτησε
στο χέρι και τους ανάβει πόθο για γλυκό τραγούδι
κι άψογο χορό.
Τότε ένα γύρο αντηχούσε το μεγάλο δώμα, καθώς χορεύοντας
τα πόδια τους χτυπούσαν οι άντρες και καλλίζωνες γυναίκες.
Απέξω ακούγοντας, έλεγαν μεταξύ τους οι περαστικοί:
«Α, ναι, κάποιος παντρεύτηκε την περιζήτητη βασίλισσα —
150 η άπονη δεν άντεξε το μέγα αρχοντικό του αντρός της
να το φυλάξει τελικώς, ωσότου εκείνος επιστρέψει.»
Τέτοια λογάκια αντάλλαξαν, αλλά δεν ήξεραν τι συντελέστηκε.
Στο μεταξύ τον μεγαλόψυχο Οδυσσέα, μέσα στο σπίτι του,
η Ευρυνόμη επήρε να τον λούζει, τον άλειψε με λάδι, του φόρεσε
χλαμύδα ωραία και χιτώνα, κι η Αθηνά τον περιέβαλε
με εξαίσια ομορφιά, από την κεφαλή ως τα πόδια·
τον έκανε να φαίνεται σαν πιο ψηλός και στιβαρός, κι απ᾽ το κεφάλι του
να πέφτουν τα μαλλιά σγουρά σαν άνθη ζουμπουλιάς.
Πώς πάνω στο ασήμι χύνει μάλαμα ο επιδέξιος τεχνίτης —
160 του έμαθαν την τέλεια τέχνη ο Ήφαιστος κι η Αθηνά Παλλάδα,
κι αυτός τα έργα του αποτελειώνει τώρα ωραία·
τόση ομορφιά χύνει στην κεφαλή του και στους ώμους.
Ύστερα βγήκε απ᾽ τον λουτρό, πανέμορφος στην όψη σαν θεός,
και κάθησε στον ίδιο θρόνο από όπου είχε σηκωθεί,
αντίκρυ στη γυναίκα του. Μετά της μίλησε:
«Παράξενη πολύ! Από τις άλλες τις ωραίες γυναίκες μόνο σ᾽ εσένα
έβαλαν καρδιά ανελέητη οι Ολύμπιοι.
Άλλη καμιά γυναίκα δεν θα μπορούσε να το αντέξει,
να στέκει τόσην ώρα από τον άντρα της μακριά, όταν,
μετά από τόσα βάσανα και πάθη, γυρίζει πάλι στην πατρική του γη
170 κι έχουν περάσει είκοσι χρόνια ολόκληρα.
Αλλά, καλή γερόντισσα, έλα και στρώσε μου τώρα την κλίνη,
μόνος μου να πλαγιάσω — αυτή μέσα στα στήθη της
κρύβει καρδιά από σίδερο.»
Του αντιμίλησε με λογική και φρόνηση η Πηνελόπη:
«Παράξενος κι εσύ! Μήτε ψηλώνει ο νους μου μήτε περιφρονώ κανένα,
αλλά και δεν θαμπώνομαι — ξέρω καλά πώς ήσουν, όταν το αποφάσισες
να φύγεις από την Ιθάκη μ᾽ εκείνο το μακρόκουπο καράβι.
Έλα, τώρα, Ευρύκλεια, φέρε και στρώσε του τη στέρεη κλίνη
έξω από την καλοχτισμένη κάμαρή μας, που μόνος του την έφτιαξε·
τραβήξτε το γερό κρεβάτι εκεί και βάλτε πάνω του στρωσίδια,
180 προβιές, φλοκάτες, σεντόνια πεντακάθαρα που λάμπουν.»
Ο φρόνιμος Τηλέμαχος αμέσως αποκρίθηκε:
«Εσύ, πατέρα αγαπημένε, δες μόνος κι αποφάσισε — το λέει ο κόσμος,
η γνώμη σου παντού και πάντοτε αριστεύει,
άλλος κανείς απ᾽ τους θνητούς ανθρώπους δεν αποτόλμησε
να μετρηθεί μαζί σου.
Εμείς ορμητικοί σ᾽ ακολουθούμε, και δεν νομίζω πως θα λείψει
η τόλμη, όσο κι η δύναμη που σφύζει μέσα μας.»
Πήρε τον λόγο πάλι μιλώντας ο Οδυσσέας πολύγνωμος:
130 «Εγώ θα πω ό,τι μου φαίνεται το πιο σωστό·
λουστείτε πρώτα και φορέστε καθαρούς χιτώνες,
πείτε στου παλατιού τις δούλες να βάλουν τα καλά τους,
κι ο θείος αοιδός, με την ψιλόφωνη κιθάρα του στο χέρι,
ας παίξει τον σκοπό στον παιχνιδιάρικο χορό σας.
Έτσι που κάποιος ακούγοντας απέξω να πει:
“Γίνεται γάμος” — περαστικός στον δρόμο
αλλά κι οι γύρω γείτονες.
Να μην κυκλοφορήσει κι απλωθεί στην πόλη η φήμη
του μεγάλου φονικού με τους μνηστήρες, προτού βρεθούμε εμείς
πέρα στο χτήμα το πολύδεντρο — εκεί θα στοχαστούμε
140 ό,τι καλύτερο ο Ολύμπιος μας χαρίσει.»
Ακούγοντας τα λόγια του, πρόθυμα εκείνοι τον υπάκουσαν·
λούστηκαν πρώτα και φορούνε καθαρούς χιτώνες, στολίστηκαν
οι δούλες, μετά ο θείος αοιδός τη βαθουλή κιθάρα κράτησε
στο χέρι και τους ανάβει πόθο για γλυκό τραγούδι
κι άψογο χορό.
Τότε ένα γύρο αντηχούσε το μεγάλο δώμα, καθώς χορεύοντας
τα πόδια τους χτυπούσαν οι άντρες και καλλίζωνες γυναίκες.
Απέξω ακούγοντας, έλεγαν μεταξύ τους οι περαστικοί:
«Α, ναι, κάποιος παντρεύτηκε την περιζήτητη βασίλισσα —
150 η άπονη δεν άντεξε το μέγα αρχοντικό του αντρός της
να το φυλάξει τελικώς, ωσότου εκείνος επιστρέψει.»
Τέτοια λογάκια αντάλλαξαν, αλλά δεν ήξεραν τι συντελέστηκε.
Στο μεταξύ τον μεγαλόψυχο Οδυσσέα, μέσα στο σπίτι του,
η Ευρυνόμη επήρε να τον λούζει, τον άλειψε με λάδι, του φόρεσε
χλαμύδα ωραία και χιτώνα, κι η Αθηνά τον περιέβαλε
με εξαίσια ομορφιά, από την κεφαλή ως τα πόδια·
τον έκανε να φαίνεται σαν πιο ψηλός και στιβαρός, κι απ᾽ το κεφάλι του
να πέφτουν τα μαλλιά σγουρά σαν άνθη ζουμπουλιάς.
Πώς πάνω στο ασήμι χύνει μάλαμα ο επιδέξιος τεχνίτης —
160 του έμαθαν την τέλεια τέχνη ο Ήφαιστος κι η Αθηνά Παλλάδα,
κι αυτός τα έργα του αποτελειώνει τώρα ωραία·
τόση ομορφιά χύνει στην κεφαλή του και στους ώμους.
Ύστερα βγήκε απ᾽ τον λουτρό, πανέμορφος στην όψη σαν θεός,
και κάθησε στον ίδιο θρόνο από όπου είχε σηκωθεί,
αντίκρυ στη γυναίκα του. Μετά της μίλησε:
«Παράξενη πολύ! Από τις άλλες τις ωραίες γυναίκες μόνο σ᾽ εσένα
έβαλαν καρδιά ανελέητη οι Ολύμπιοι.
Άλλη καμιά γυναίκα δεν θα μπορούσε να το αντέξει,
να στέκει τόσην ώρα από τον άντρα της μακριά, όταν,
μετά από τόσα βάσανα και πάθη, γυρίζει πάλι στην πατρική του γη
170 κι έχουν περάσει είκοσι χρόνια ολόκληρα.
Αλλά, καλή γερόντισσα, έλα και στρώσε μου τώρα την κλίνη,
μόνος μου να πλαγιάσω — αυτή μέσα στα στήθη της
κρύβει καρδιά από σίδερο.»
Του αντιμίλησε με λογική και φρόνηση η Πηνελόπη:
«Παράξενος κι εσύ! Μήτε ψηλώνει ο νους μου μήτε περιφρονώ κανένα,
αλλά και δεν θαμπώνομαι — ξέρω καλά πώς ήσουν, όταν το αποφάσισες
να φύγεις από την Ιθάκη μ᾽ εκείνο το μακρόκουπο καράβι.
Έλα, τώρα, Ευρύκλεια, φέρε και στρώσε του τη στέρεη κλίνη
έξω από την καλοχτισμένη κάμαρή μας, που μόνος του την έφτιαξε·
τραβήξτε το γερό κρεβάτι εκεί και βάλτε πάνω του στρωσίδια,
180 προβιές, φλοκάτες, σεντόνια πεντακάθαρα που λάμπουν.»