Οι ονειροπολήσεις είναι το αγαπημένο έργο του Ρουσό. Πάλλεται από την ηθική διαύγεια και την ώριμη σοφία ενός άντρα ο οποίος, αφού εκδιώχθηκε, λιθοβολήθηκε και γελοιοποιήθηκε, δε δίνει πλέον δεκάρα. Στο έργο αυτό δε συναντάμε τον Ρουσό ως πνεύμα αντιλογίας, ούτε ως εξομολογητή, ούτε καν ως μεταρρυθμιστή. Συναντάμε τον Ρουσό σε κατάσταση ηρεμίας. Το βιβλίο είναι οργανωμένο σε μια σειρά από δέκα περιπάτους ή ονειροπολήσεις. Σε καθεμία, ο Ρουσό ξεκινά για μια βόλτα, η οποία ωστόσο χρησιμεύει ως μέσο για το πραγματικό θέμα του βιβλίου: τις αναμνήσεις. Πώς ανασύρουμε τις γλυκές αναμνήσεις της ζωής – και έχουν γεύση γλυκιά ή γλυκύτερη όταν τις ξαναθυμόμαστε;
Στον πέμπτο περίπατο, ο Ρουσό θυμάται την εποχή που έζησε σε ένα μικρό νησί ονόματι Σεν Πιερ, όπου βρήκε καταφύγιο μετά τον λιθοβολισμό του στο Μοτιέ. Ήταν ο παράδεισός του. «Η πιο ευτυχισμένη περίοδος της ζωής μου», θυμάται.
Καθώς διαβάζω αυτές τις λέξεις, παραλίγο να πνιγώ με το σαρντονέ μου. Ο Ρουσό, γνώστης των παθολογιών του, δεν ήταν ακριβώς ο τύπος που βίωνε την ευτυχία. Θέλω να δω αυτό το νησί με τα μάτια μου.
Περπατώ προς τον σιδηροδρομικό σταθμό.
Το τρένο σταματά σε έναν μικρό σταθμό, ο οποίος απέχει λίγο από το Σεν Πιερ με το λεωφορείο. Πρόκειται για ένα νησί γεμάτο εκπλήξεις. Κατ’ αρχάς, δεν είναι πλέον νησί. Από την εποχή του Ρουσό, έχει σχηματιστεί μια μικρή γλώσσα γης, η οποία το συνδέει με την ξηρά. Τα πάντα ρει.
Κατεβαίνω στο νησί που δεν είναι πλέον νησί και καταλαβαίνω γιατί το αγαπούσε τόσο ο Ρουσό. Είναι ειδυλλιακό με ανεπιτήδευτο τρόπο, πλούσιο αλλά όχι θελκτικό, πράσινο αλλά όχι υπερβολικά πράσινο. Από σχεδόν κάθε πλεονεκτική θέση βλέπει κανείς τη λίμνη Μπιεν. Η θέα αυτή απεικονίζει τη φύση στα καλύτερά της, αυτό που ο ποιητής Φίλιπ Λάρκιν απο- κάλεσε «σοβαρή γη».
Ακολουθώ το μονοπάτι, σταματώντας περιστασιακά για να χαζέψω τη λίμνη ή τα αραιά σύννεφα. Κάποια στιγμή, βρίσκω το μικρό δωμάτιο όπου κατοικούσε ο Ρουσό. Είναι ένας απλός χώρος με ένα κρεβάτι με ουρανό, ένα λιτό καθιστικό και, σε μια γωνία, μια ξύλινη καταπακτή απ’ όπου ο Ρουσό συνήθιζε να το σκάει, όταν θαυμαστές ή εχθροί τον εντόπιζαν.
Εδώ βρίσκεται και το φυτολόγιό του: αποξηραμένα και συμπιεσμένα φυτά, μακριοί λεπτεπίλεπτοι μίσχοι παγωμένοι στον χρόνο. Μια μικρή πλακέτα αναφέρεται στην «αντιφατική» προσωπικότητα του Ρουσό και, κατά την άποψή μου, λίγα λέει.
Έντονη αίσθηση προκαλεί η απουσία βιβλίων. Ο Ρουσό έφυγε τόσο βιαστικά από το Μοτιέ, ώστε δεν είχε χρόνο να πάρει μαζί του τη σημαντική συλλογή του από βιβλία. Στις Ονειροπολήσεις αποκαλεί την έλλειψη αναγνωστικού υλικού «μία από τις μεγαλύτερες απολαύσεις μου». Το σχόλιο αυτό μοιάζει ιδιαίτερα παράξενο για έναν άντρα που πέρασε όλη τη ζωή του διαβάζοντας και γράφοντας βιβλία. Σε κάποιο άλλο σημείο, ο Ρουσό περιγράφει τον περίπατό του μέχρι ένα απομονωμέν να σημείο στην άκρη της λίμνης, όπου άκουγε τη ρυθμική κίνηση του νερού «να χαϊδεύει τα αυτιά και τα μάτια μου… κι αυτό ήταν αρκετό για να συνειδητοποιήσω ευχάριστα την ύπαρξή μου χωρίς να ταλαιπωρώ τον εαυτό μου με σκέψεις». Εντάξει, πρώτα να διαβάζει και τώρα σταμάτησε να σκέφτεται. Είχε παραιτηθεί – ή μήπως κάτι ετοίμαζε,
Ο Ρουσό, όπως και ο Σωκράτης, ήταν ένα είδος αντιφιλόσοφου. Δεν είχε υπομονή για να ασχολείται με «κενά παιχνίδια με λέξεις» ή να κάνει «μεταφυσικές αναλύσεις που διυλίζουν τον κώνωπα». Του άρεσε να στοχάζεται, αλλά όχι να το παρακάνει. Ο Ρουσό γνώριζε ότι το αγαπημένο του όργανο, η καρδιά, είχε τη δική της ευφυΐα, στην οποία μπορεί κανείς να έχει πρόσβαση όχι συνοφρυωμένος και με σφιγμένο σαγόνι, αλλά με χαλαρά πόδια και ανάλαφρα χέρια.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου