ΔΗΜ 17.26–30
Οι μακεδονικές προκλήσεις αποτελούν απροκάλυπτη παραβίαση των συνθηκών – Οι προτάσεις του ρήτορα
Ο λόγος αυτός δεν γράφτηκε από τον Δημοσθένη, αλλά από κάποιον που ανήκε στην ίδια πολιτική παράταξη με αυτόν. Εκφωνήθηκε λίγο μετά τη δολοφονία του Φιλίππου. Ο νέος βασιλιάς της Μακεδονίας, ο γιος του Αλέξανδρος, εγκατέστησε στη Μεσσήνη τους γιους του τυράννου Φιλιάδη, δίνοντας αφορμή για τις αιτιάσεις του ομιλητή περί παραβίασης της συνθήκης που είχαν συνάψει οι Μακεδόνες με τους υπόλοιπους Έλληνες το 335 π.Χ. στο συνέδριο της Κορίνθου. Ακολουθούν οι τελευταίες παράγραφοι του λόγου.
[26] Τὸ μὲν οὖν περὶ τὰ πλοῖα πρὸς τοῖς ἄλλοις τοῖς προειρη-
μένοις ὁ Μακεδὼν τηλικοῦτον παρέβη· τὸ δὲ ὑβριστικώτατον
καὶ ὑπεροπτικώτατον τῶν Μακεδόνων τὸ πρώην γεγενημένον
ἐστί, τὸ τολμῆσαι εἰσπλεῦσαι εἰς τὸν Πειραιᾶ παρὰ τὰς
κοινὰς ἡμῖν πρὸς αὐτοὺς ὁμολογίας. καὶ τοῦτ’, ὦ ἄνδρες
Ἀθηναῖοι, οὐχ ὅτι μία τριήρης ἦν, μικρὸν ὑποληπτέον, ἀλλ’
ὅτι ἀπόπειρα ἐγένετο, εἰ περιοψόμεθα, ἵνα μετὰ πλειόνων
αὐτοῖς ἐγγένηται τοῦτο πράττειν, καὶ ὅτι οὐκ ἐφρόντισαν τῶν
κοινῶν δογμάτων, καθάπερ οὐδὲ τῶν προειρημένων. [27] ἐπεὶ ὅτι
γε τοῦτο παράδυσις ἦν κατὰ μικρὸν καὶ ἐθισμὸς τοῦ ἀνέχεσθαι
ἡμᾶς τοὺς τοιούτους εἴσπλους, κἀκεῖθεν δῆλον· τῷ γὰρ τὸν
τότε ἐπὶ τῆς νεὼς εἰσπλεύσαντα, ὃν ἔδει εὐθὺς μετὰ τῆς
τριήρους ὑφ’ ὑμῶν ἀπολωλέναι, αἰτεῖσθαι ναυπηγήσασθαι
μικρὰ πλοῖα ἐν τοῖς ἡμετέροις λιμέσι πῶς οὐ καταφανὲς ὅτι
ἀντὶ τοῦ εἰσπλεῖν τὸ εὐθὺς ἔνδον εἶναι ἐμηχανῶντο; καὶ εἰ
λεπτὰ πλοῖα ὑπομενοῦμεν, ὀλίγον ὕστερον καὶ τριήρεις· καὶ
εἰ τὸ πρῶτον ὀλίγας, μικρῷ ὕστερον πολλάς. [28] οὐ γὰρ δὴ ἔστι
γ’ εἰπεῖν ὡς Ἀθήνησι μὲν ἀφθόνων ὄντων τῶν ναυπηγησίμων
ξύλων, τῶν μόγις καὶ πόρρωθεν εἰσκομιζομένων, ἐν δὲ τῇ
Μακεδονίᾳ ἐπιλελοιπότων, τῇ καὶ τοῖς ἄλλοις τοῖς βουλο-
μένοις εὐτελέστατα καθισταμένῃ, ἀλλ’ ᾤονθ’ ἅμα τε ναυπη-
γήσεσθαι ἐνταῦθα καὶ πληρώσεσθαι ἐν τῷ λιμένι [τῷ
προειρημένῳ], ἐν ταῖς κοιναῖς ὁμολογίαις διειρημένον μηδὲν
τοιοῦτον εἰσδέχεσθαι, καὶ τοῦτ’ ἐξέσεσθαι ἐπὶ πλέον ἀεὶ
ποιεῖν. [29] οὕτω πανταχόθεν καταπεφρονηκότως ἐκεῖνοι τῇ πόλει
χρῶνται διὰ τοὺς ἐντεῦθεν διδασκάλους τοὺς ὑπαγορεύοντας
αὐτοῖς ἃ δεῖ ποιεῖν· οὕτω δὲ κατεγνώκασι μετὰ τούτων
ἀδιήγητόν τινα τῆς πόλεως ἔκλυσιν καὶ μαλακίαν, καὶ οὔτε
πρόνοιαν περὶ τῶν μελλόντων εἶναι, οὔτε λογισμὸν οὐδένα
παραγίγνεσθαι τίνα τρόπον χρῆται ὁ τύραννος ταῖς κοιναῖς
ὁμολογίαις. [30] αἷς ἐγὼ διακελεύομαι, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι,
πείθεσθαι, καθάπερ ἐδίδαξα, καὶ διαβεβαιωσαίμην ἄν, ὡς
τοῦθ’ ἡλικίας ἔχων, ἅμα καὶ τῷ δικαίῳ ἡμᾶς ἀνεγκλήτως καὶ
τοῖς καιροῖς ἀσφαλέστατα χρήσεσθαι τοῖς ἐπὶ τὸ συμφέρον
κατεπείγουσιν. καὶ γὰρ ἔτι προσγέγραπται <ἐν> ταῖς συνθή-
καις, «ἐὰν βουλώμεθα τῆς κοινῆς εἰρήνης μετέχειν»· τὸ δ’
«ἐὰν βουλώμεθα» ἐστὶν ἅμα καὶ τοὐναντίον, εἰ ἄρα ποτὲ δεῖ
παύσασθαι αἰσχρῶς ἑτέροις ἀκολουθοῦντας, ἢ μηδ’ ἀναμνη-
σθῆναι μηδεμιᾶς φιλοτιμίας τῶν ἐξ ἀρχαιοτάτου καὶ πλείστων
καὶ μάλιστα πάντων ἀνθρώπων ἡμῖν ὑπαρχουσῶν. ἐὰν οὖν
κελεύητ’, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, γράψω, καθάπερ αἱ συνθῆκαι
κελεύουσι, πολεμεῖν τοῖς παραβεβηκόσιν.
***
[26] Εις αυτάς λοιπόν τας συλλήψεις των πλοίων προέβη ο Μακεδών, πλην άλλων παραβάσεων τας οποίας προανέφερα. Αλλ' η αυθαδεστέρα προσβολή είναι αυτή που έλαβε χώραν προσφάτως: ότι ετόλμησε να εισπλεύση εις Πειραιά παρά τας αμοιβαίας συμφωνίας μας. Και δεν πρέπει, Αθηναίοι πολίται, να θεωρήτε το πράγμα ασήμαντον επειδή πρόκειται περί ενός μόνον πλοίου. Αλλά λάβετε υπ' όψιν ότι το έκαμαν διά να δοκιμάσουν εάν θα αδιαφορήσωμεν, διά να δύνανται κατόπιν να επανέλθουν με περισσότερα πλοία, και ούτω έδειξεν την περιφρόνησίν των διά τας κοινάς αποφάσεις και τας προαναφερθείσας συμφωνίας.
[27] Ότι δε τούτο υπήρξε προσπάθεια βαθμιαίας διεισδύσεως και προσπάθεια να μας συνηθίσουν να ανεχώμεθα τους τοιούτους είσπλους πλοίων, αποδεικνύεται και εκ του εξής: Όταν ο εισπλεύσας κυβερνήτης, τον οποίον έπρεπε αμέσως να βυθίσετε μαζί με το πλοίον του, εζήτησε να του επιτρέψετε να ναυπηγήση μικρά πλοία εντός των λιμένων μας, δεν έδειξε με τούτο φανερά ότι το σχέδιόν των δεν ήτο να εισπλεύσουν απλώς, αλλά να εγκατασταθούν μονίμως διά το μέλλον; Εάν ανεχθώμεν τα ελαφρά των πλοία, εντός ολίγου θα δεχθώμεν και τας τριήρεις των· και αν εν αρχή δεχθώμεν ολίγας, εντός ολίγου θα γίνουν πολλαί. [28] Διότι δεν δύνανται βέβαια να ισχυρισθούν ότι εν Αθήναις αφθονεί η ναυπηγήσιμος ξυλεία, η οποία πραγματικώς μεταφέρεται εδώ από πολύ μακράν, ούτε ότι υπάρχει έλλειψις ξυλείας εν Μακεδονία, η οποία αντιθέτως την χορηγεί εις χαμηλήν τιμήν εις οποιονδήποτε την ζητήση· αλλ' εσχεδίαζαν να ναυπηγήσουν εδώ τα πλοία των και συγχρόνως να στρατολογήσουν πληρώματα, αν και η συνθήκη αναφέρει ρητώς το δικαίωμα να μη δεχθώμεν τούτο· και εσκέπτοντο να επεκτείνουν συνεχώς την τοιαύτην ενέργειαν.
[29] Αυτή είναι η περιφρόνησις με την οποίαν μεταχειρίζονται από πάσης απόψεως την πόλιν μας, καθοδηγούμενοι από τους εδώ διδασκάλους των, οι οποίοι τους υπαγορεύουν τι πρέπει να πράττουν. Ούτω δε εκ συμφώνου με αυτούς προσάπτουν εις την πόλιν μας μίαν ανεκδιήγητον έκλυσιν και μαλθακότητα, πεπεισμένοι ότι εδώ ούτε πρόνοια περί των μελλόντων λαμβάνεται, ούτε κανείς αντιλαμβάνεται τίνι τρόπω μεταχειρίζεται ο τύραννος την κοινήν συμφωνίαν.
[30] Προς τας κοινάς αυτάς συνθήκας, Αθηναίοι, σας συμβουλεύω να μείνετε πιστοί, υπό τους όρους που ανέπτυξα, και δύναμαι να σας διαβεβαιώσω, με την πείραν της ηλικίας μου, ότι θα δυνάμεθα να κάμωμεν χρήσιν των δικαιωμάτων μας, χωρίς κανείς να ημπορή να μας ψέξη, και συγχρόνως να εκμεταλλευθώμεν ακινδύνως τας περιστάσεις, αι οποίαι μας βιάζουν να υπερασπίσωμεν τα συμφέροντά μας. Διότι υπάρχει εις το τέλος της συνθήκης και η εξής διάταξις: «εάν θέλωμεν να μετέχωμεν της κοινής ειρήνης». Αυτός ο όρος «εάν θέλωμεν» σημαίνει ότι δυνάμεθα και να μη θέλωμεν, εάν επί τέλους αποφασίσωμεν να μη ρυμουλκούμεθα επαισχύντως από άλλους λησμονούντες όλους αυτούς τους τίτλους της δόξης τους τόσον αρχαίους, τους οποίους κανείς άλλος λαός δεν έχει να επιδείξη. Εάν λοιπόν, Αθηναίοι, μου δίδετε την εντολήν, θα υποβάλω πρότασιν, συμφώνως με την συνθήκην να πολεμήσωμεν τους παραβάτας αυτής.
[26] Εις αυτάς λοιπόν τας συλλήψεις των πλοίων προέβη ο Μακεδών, πλην άλλων παραβάσεων τας οποίας προανέφερα. Αλλ' η αυθαδεστέρα προσβολή είναι αυτή που έλαβε χώραν προσφάτως: ότι ετόλμησε να εισπλεύση εις Πειραιά παρά τας αμοιβαίας συμφωνίας μας. Και δεν πρέπει, Αθηναίοι πολίται, να θεωρήτε το πράγμα ασήμαντον επειδή πρόκειται περί ενός μόνον πλοίου. Αλλά λάβετε υπ' όψιν ότι το έκαμαν διά να δοκιμάσουν εάν θα αδιαφορήσωμεν, διά να δύνανται κατόπιν να επανέλθουν με περισσότερα πλοία, και ούτω έδειξεν την περιφρόνησίν των διά τας κοινάς αποφάσεις και τας προαναφερθείσας συμφωνίας.
[27] Ότι δε τούτο υπήρξε προσπάθεια βαθμιαίας διεισδύσεως και προσπάθεια να μας συνηθίσουν να ανεχώμεθα τους τοιούτους είσπλους πλοίων, αποδεικνύεται και εκ του εξής: Όταν ο εισπλεύσας κυβερνήτης, τον οποίον έπρεπε αμέσως να βυθίσετε μαζί με το πλοίον του, εζήτησε να του επιτρέψετε να ναυπηγήση μικρά πλοία εντός των λιμένων μας, δεν έδειξε με τούτο φανερά ότι το σχέδιόν των δεν ήτο να εισπλεύσουν απλώς, αλλά να εγκατασταθούν μονίμως διά το μέλλον; Εάν ανεχθώμεν τα ελαφρά των πλοία, εντός ολίγου θα δεχθώμεν και τας τριήρεις των· και αν εν αρχή δεχθώμεν ολίγας, εντός ολίγου θα γίνουν πολλαί. [28] Διότι δεν δύνανται βέβαια να ισχυρισθούν ότι εν Αθήναις αφθονεί η ναυπηγήσιμος ξυλεία, η οποία πραγματικώς μεταφέρεται εδώ από πολύ μακράν, ούτε ότι υπάρχει έλλειψις ξυλείας εν Μακεδονία, η οποία αντιθέτως την χορηγεί εις χαμηλήν τιμήν εις οποιονδήποτε την ζητήση· αλλ' εσχεδίαζαν να ναυπηγήσουν εδώ τα πλοία των και συγχρόνως να στρατολογήσουν πληρώματα, αν και η συνθήκη αναφέρει ρητώς το δικαίωμα να μη δεχθώμεν τούτο· και εσκέπτοντο να επεκτείνουν συνεχώς την τοιαύτην ενέργειαν.
[29] Αυτή είναι η περιφρόνησις με την οποίαν μεταχειρίζονται από πάσης απόψεως την πόλιν μας, καθοδηγούμενοι από τους εδώ διδασκάλους των, οι οποίοι τους υπαγορεύουν τι πρέπει να πράττουν. Ούτω δε εκ συμφώνου με αυτούς προσάπτουν εις την πόλιν μας μίαν ανεκδιήγητον έκλυσιν και μαλθακότητα, πεπεισμένοι ότι εδώ ούτε πρόνοια περί των μελλόντων λαμβάνεται, ούτε κανείς αντιλαμβάνεται τίνι τρόπω μεταχειρίζεται ο τύραννος την κοινήν συμφωνίαν.
[30] Προς τας κοινάς αυτάς συνθήκας, Αθηναίοι, σας συμβουλεύω να μείνετε πιστοί, υπό τους όρους που ανέπτυξα, και δύναμαι να σας διαβεβαιώσω, με την πείραν της ηλικίας μου, ότι θα δυνάμεθα να κάμωμεν χρήσιν των δικαιωμάτων μας, χωρίς κανείς να ημπορή να μας ψέξη, και συγχρόνως να εκμεταλλευθώμεν ακινδύνως τας περιστάσεις, αι οποίαι μας βιάζουν να υπερασπίσωμεν τα συμφέροντά μας. Διότι υπάρχει εις το τέλος της συνθήκης και η εξής διάταξις: «εάν θέλωμεν να μετέχωμεν της κοινής ειρήνης». Αυτός ο όρος «εάν θέλωμεν» σημαίνει ότι δυνάμεθα και να μη θέλωμεν, εάν επί τέλους αποφασίσωμεν να μη ρυμουλκούμεθα επαισχύντως από άλλους λησμονούντες όλους αυτούς τους τίτλους της δόξης τους τόσον αρχαίους, τους οποίους κανείς άλλος λαός δεν έχει να επιδείξη. Εάν λοιπόν, Αθηναίοι, μου δίδετε την εντολήν, θα υποβάλω πρότασιν, συμφώνως με την συνθήκην να πολεμήσωμεν τους παραβάτας αυτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου