Κυριακή 10 Ιουλίου 2022

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ, ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΤΕΛΕΙΑΣ ΠΡΟΣ ΛΕΠΤΙΝΗΝ

ΔΗΜ 20.11–17

Ο νόμος του Λεπτίνη είναι αντίθετος προς το ήθος της αθηναϊκής πολιτείας

Ο Κτήσιππος ήταν γιος του Χαβρία, τριήραρχου που σκοτώθηκε κοντά στη Χίο το 357 π.Χ. Ο Δημοσθένης, ως συνήγορος του Κτήσιππου, αντίκειται με τον λόγο του αυτόν σε νόμο του Λεπτίνη, που προέβλεπε την κατάργηση της ἀτελείας , δηλαδή της απαλλαγής των ευεργετών της Αθήνας από τους φόρους, νόμο με τον οποίον ο Λεπτίνης, σε μια εποχή οικονομικής στενότητας για την πόλη, προσπάθησε να αυξήσει τις πηγές των εσόδων της (354 π.Χ.). Στην αρχή του λόγου, από τον οποίο απουσιάζει ένα τυπικό προοίμιον, ο ρήτορας τόνισε ότι στη συγκεκριμένη δίκη δεν υπερασπιζόταν τα συμφέροντα μόνον του Κτήσιππου, αλλά κυρίως της ίδιας της πόλης, η οποία με την κατάργηση της ἀτελείας θα υφίστατο μεγάλη βλάβη, δικαιώνοντας όσους την κατηγορούσαν ως φθονερή, αναξιόπιστη και αχάριστη.


[11] Ὅτι τοίνυν οὐδ’ ἐστὶν ὅλως, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, τοῦ
ἤθους τοῦ ὑμετέρου κύριον ποιῆσαι τοιοῦτον νόμον, καὶ τοῦτο
πειράσομαι δεῖξαι διὰ βραχέων, ἕν τι τῶν πρότερον πεπρα-
γμένων τῇ πόλει διεξελθών. λέγονται χρήμαθ’ οἱ τριάκοντα
δανείσασθαι παρὰ Λακεδαιμονίων ἐπὶ τοὺς ἐν Πειραιεῖ.
ἐπειδὴ δ’ ἡ πόλις εἰς ἓν ἦλθεν καὶ τὰ πράγματ’ ἐκεῖνα
κατέστη, πρέσβεις πέμψαντες οἱ Λακεδαιμόνιοι τὰ χρήματα
ταῦτ’ ἀπῄτουν. [12] λόγων δὲ γιγνομένων καὶ τῶν μὲν τοὺς
δανεισαμένους ἀποδοῦναι κελευόντων, τοὺς ἐξ ἄστεως, τῶν
δὲ τοῦτο πρῶτον ὑπάρξαι τῆς ὁμονοίας σημεῖον ἀξιούντων,
κοινῇ διαλῦσαι τὰ χρήματα, φασὶ τὸν δῆμον ἑλέσθαι συνεισ-
ενεγκεῖν αὐτὸν καὶ μετασχεῖν τῆς δαπάνης, ὥστε μὴ λῦσαι
τῶν ὡμολογημένων μηδέν. πῶς οὖν οὐ δεινόν, ὦ ἄνδρες
Ἀθηναῖοι, εἰ τότε μὲν τοῖς ἠδικηκόσιν ὑμᾶς ὑπὲρ τοῦ μὴ
ψεύσασθαι τὰ χρήματ’ εἰσφέρειν ἠθελήσατε, νῦν δ’ ἐξὸν
ὑμῖν ἄνευ δαπάνης τὰ δίκαια ποιῆσαι τοῖς εὐεργέταις, λύ-
σασι τὸν νόμον, ψεύδεσθαι μᾶλλον αἱρήσεσθε; ἐγὼ μὲν
οὐκ ἀξιῶ.

[13] Τὸ μὲν τοίνυν τῆς πόλεως ἦθος, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, καὶ
ἐπ’ ἄλλων πολλῶν καὶ ἐφ’ ὧν εἶπον ἴδοι τις ἂν τοιοῦτον,
ἀψευδὲς καὶ χρηστόν, οὐ τὸ λυσιτελέστατον πρὸς ἀργύριον
σκοποῦν, ἀλλὰ τί καὶ καλὸν πρᾶξαι. τὸ δὲ τοῦ θέντος τὸν
νόμον, τὰ μὲν ἄλλ’ ἔγωγ’ οὐκ οἶδα, οὐδὲ λέγω φλαῦρον
οὐδὲν οὐδὲ σύνοιδα, ἐκ δὲ τοῦ νόμου σκοπῶν εὑρίσκω πολὺ
τούτου κεχωρισμένον. [14] φημὶ τοίνυν ἐγὼ κάλλιον εἶναι τοῦτον
ὑμῖν ἀκολουθῆσαι περὶ τοῦ λῦσαι τὸν νόμον ἢ ὑμᾶς τούτῳ
περὶ τοῦ θέσθαι, καὶ λυσιτελέστερον εἶναι καὶ ὑμῖν καὶ
τούτῳ τὴν πόλιν πεπεικέναι Λεπτίνην ὅμοιον αὐτῇ γενέσθαι
δοκεῖν ἢ αὐτὴν ὑπὸ τούτου πεπεῖσθαι ὁμοίαν εἶναι τούτῳ·
οὐδὲ γὰρ εἰ πάνυ χρηστός ἐσθ’, ὡς ἐμοῦ γ’ ἕνεκ’ ἔστω,
βελτίων ἐστὶ τῆς πόλεως τὸ ἦθος.

[15] Νομίζω τοίνυν ὑμᾶς, ὦ ἄνδρες δικασταί, ἄμεινον ἂν περὶ
τοῦ παρόντος βουλεύσασθαι, εἰ κἀκεῖνο μάθοιτε, ὅτι ᾧ μόνῳ
μείζους εἰσὶν αἱ παρὰ τῶν δήμων δωρειαὶ τῶν παρὰ τῶν
ἄλλων πολιτειῶν [διδομένων], καὶ τοῦτ’ ἀφαιρεῖται νῦν τῷ
νόμῳ. τῇ μὲν γὰρ χρείᾳ τῇ τῶν εὑρισκομένων τὰς δωρειὰς
οἱ τύραννοι καὶ οἱ τὰς ὀλιγαρχίας ἔχοντες μάλιστα δύνανται
[τιμᾶν]· πλούσιον γὰρ ὃν ἂν βούλωνται παραχρῆμ’ ἐποίησαν·
τῇ δὲ τιμῇ καὶ τῇ βεβαιότητι τὰς παρὰ τῶν δήμων δωρειὰς
εὑρήσετ’ οὔσας βελτίους. [16] τό τε γὰρ μὴ μετ’ αἰσχύνης ὡς
κολακεύοντα λαμβάνειν, ἀλλ’ ἐν ἰσηγορίᾳ δοκοῦντ’ ἄξιόν
τινος εἶναι τιμᾶσθαι τῶν καλῶν ἐστι, τό θ’ ὑπὸ τῶν ὁμοίων
ἑκόντων θαυμάζεσθαι τοῦ παρὰ τοῦ δεσπότου λαμβάνειν
ὁτιοῦν κρεῖττον εἶναι δοκεῖ. παρὰ μὲν γὰρ ἐκείνοις μείζων
ἐστὶν ὁ τοῦ μέλλοντος φόβος τῆς παρούσης χάριτος, παρὰ
δ’ ὑμῖν ἀδεῶς ἃν λάβῃ τις ἔχειν ὑπῆρχε τὸν γοῦν ἄλλον
χρόνον. [17] ὁ τοίνυν τὴν πίστιν ἀφαιρῶν τῶν δωρειῶν νόμος,
οὗτος, ᾧ μόνῳ κρείττους εἰσὶν αἱ παρ’ ὑμῶν δωρειαί, τοῦτ’
ἀφαιρεῖται. καίτοι τῶν ἁπασῶν ἧς ἄν τινος πολιτείας τὸ
κομίζεσθαι τοὺς εὔνους τοῖς καθεστῶσιν χάριν ἐξέλῃς, οὐ
μικρὰν φυλακὴν αὐτῶν ταύτην ἀφῃρηκὼς ἔσει.

***
[11] Έπειτα ότι ουδέ είναι εν γένει ίδιον του χαρακτήρος σας, ω άνδρες Αθηναίοι, το να δώσετε κύρος εις τοιούτον νόμον, και τούτο θα προσπαθήσω να σας αποδείξω δι' ολίγων, αφού σας διηγηθώ μίαν από τας πράξεις τας οποίας έχει πράξει η πατρίς μας κατά το παρελθόν. Λέγεται ότι οι Τριάκοντα εδανείσθησαν χρήματα παρά των Λακεδαιμονίων διά να πολεμήσουν εκείνους οι οποίοι είχον καταλάβει τον Πειραιά. Αφού δε η πατρίς ηνώθη και κατέπαυσεν η ταραχή εκείνη της διαιρέσεως, πέμψαντες πρέσβεις οι Λακεδαιμόνιοι εζήτουν εκείνα τα χρήματα. [12] Ενώ δε εγίνετο συζήτησις και άλλοι μεν εζήτουν να αποδώσουν τα χρήματα εκείνοι οι οποίοι τα εδανείσθησαν, οι εις το άστυ μείναντες ολιγαρχικοί, άλλοι προέβαλλον την αξίωσιν να εξοφλήσουν από κοινού τα χρήματα και τούτο να είναι η πρώτη ένδειξις της ομονοίας, λέγουν ότι ο λαός προετίμησε να συνεισφέρη και αυτός και να λάβη μέρος εις την δαπάνην ώστε να μη αθετήση τίποτε από τα συμπεφωνημένα. Πώς λοιπόν δεν είναι φοβερόν πράγμα, ω άνδρες Αθηναίοι, αν τότε μεν, διά να φανήτε πιστοί εις τον λόγον σας ηθελήσατε να συνεισφέρετε χρήματα δι' εκείνους οι οποίοι σας είχον βλάψει, τώρα δε, ενώ είναι εις την εξουσίαν σας να κάμετε εις τους ευεργέτας σας ό,τι απαιτεί το δίκαιον διά της ακυρώσεως του νόμου, θα προτιμήσετε μάλλον να ψευσθήτε; Εγώ τουλάχιστον δεν το εγκρίνω.

[13] Λοιπόν, τον μεν χαρακτήρα της πόλεως, ω άνδρες Αθηναίοι, και από άλλα πολλά και από όσα είπον, δύναται να ίδη κανείς ότι είναι τοιούτος, ειλικρινής δηλαδή και τίμιος και ότι δεν αποβλέπει προς κάθε τι οικονομικώς ωφέλιμον, αλλά εις ό,τι είναι και ευγενές διά να το πράξη. Τον δε χαρακτήρα του εισαγαγόντος τον νόμον, κατά μεν τα άλλα εγώ δεν γνωρίζω ούτε λέγω τίποτε εξευτελιστικόν ούτε και γνωρίζω άλλως τε, αλλά παρατηρών εκ του νόμου τον οποίον εισηγήθη ευρίσκω ότι διαφέρει πολύ από τον χαρακτήρα της πατρίδος. [14] Διισχυρίζομαι λοιπόν ότι είναι εντιμότερον να ακολουθήση ούτος σας διά να ακυρώσετε τον νόμον παρά σεις ν' ακολουθήσετε τούτον προς επικύρωσιν αυτού και ότι είναι ωφελιμώτερον και εις σας και εις τούτον να πείση η πατρίς τον Λεπτίνην να φαίνεται ότι έγινεν όμοιος με αυτήν παρά να πεισθή αύτη από αυτόν να του ομοιάση. Και χρηστότατος ακόμη εάν είναι, (και όσον εξαρτάται από εμέ τουλάχιστον, ας είναι χρηστότατος) ούτε τότε είναι ανώτερος της πατρίδος κατά τον χαρακτήρα. 

[15] Νομίζω λοιπόν, κύριοι δικασταί, ότι θα εσκέπτεσθε καλύτερον εις την προκειμένην περίπτωσιν, εάν ηθέλετε μάθει και το άλλο, ότι εκείνο κατά το οποίον υπερέχουν αι παρά των δημοκρατιών διδόμεναι δωρεαί, από τας παρά των άλλων πολιτειών διδομένας, και τούτο σας το αφαιρεί ο Λεπτίνης με τον νόμον τον οποίον εισάγει. Διότι ως προς την υλικήν ωφέλειαν των λαμβανόντων τας δωρεάς οι τύραννοι και οι έχοντες τα ολιγαρχικά πολιτεύματα μετά μεγίστης ευκολίας δύνανται να απονέμωσι τιμάς. Διότι παρευθείς κάμνουν πλούσιον εκείνον που θέλουν· ως προς δε την τιμήν και την σταθερότητα θέλετε εύρει ότι είναι καλύτεραι αι παρά των δημοκρατιών διδόμεναι δωρεαί. [16] Διότι και το να μη λαμβάνη κανείς την δωρεάν μετ' αισχύνης, ως κόλαξ, αλλά να τιμάται εν πολιτεία εχούση ίσην δι' όλους ελευθερίαν, θεωρούμενος ότι είναι άξιος κάποιας τιμής, τούτο είναι εκ των εντίμων, καθώς και το να θαυμάζεται υπό των ομοίων του αυθορμήτως φαίνεται ότι είναι εντιμότερον από το να λαμβάνη οτιδήποτε παρά του δεσπότου. Διότι εις μεν τας ολιγαρχίας ο φόβος περί του μέλλοντος είναι ανώτερος από την χαράν της χορηγίας, εις δε τας δημοκρατίας, όσα τυχόν λάβη κανείς, ηδύνατο να τα έχη αφόβως, τουλάχιστον κατά τον προτού χρόνον. [17] Λοιπόν ούτος ο νόμος, ο οποίος αφαιρεί την πίστιν των δωρεών, αφαιρεί ακριβώς εκείνο κατά το οποίον υπερέχουν αι παρ' υμών διδόμεναι δωρεαί. Εκτός δε τούτου, εάν εξ όλων ανεξαιρέτως των πολιτειών αφαιρέσης το να λαμβάνουν ανταμοιβήν οι διακείμενοι ευνοϊκώς προς την καθεστηκυίαν τάξιν, θα αφαιρέσης από αυτάς υποστήριγμα το οποίον δεν είναι μικρόν.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου