Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2021

Τέχνη και αλήθεια στον Αριστοτέλη

Περίληψη

Οι παλαιότεροι ερμηνευτές τον Περί Ποιητικής εγκλώβισαν αυτήν τη σχέση στην έννοια της αληθοφάνειας, γεγονός όχι άσχετο με την ταύτιση της έννοιας της μιμήσεως με τον απλό αντικατοπτρισμό των καθ' έκαστα της πραγματικότητας. Στον 20ο αιώνα, όμως, σύμφωνα με τους περισσότερους στοχαστές και παράλληλα με μια νέα δυναμική που αποκτά η έννοια της μιμήσεως, η τέχνη αναδύεται ως μία τάση (μᾶλλον) προς αποκάλυψη των αιωνίων καθόλου. Έτσι, καθώς το καθόλου συνδέεται με το αναγκαίο και συνάμα δηλοῖ το αίτιον, η τέχνη αναβιβάζεται σε μια ενεργητική, δημιουργική δύναμη, η οποία εκφράζει μια πλατύτερη αλήθεια (ίσως την πανανθρώπινη κλίση προς την αμαρτία;), ανακαλύπτοντας, εντυπώνοντας και φανερώνοντας το είδος (δηλαδή το τέλος) μέσα στο ίδιο το συγκεκριμένο. Η τέχνη περνά μεν στην επικράτεια του λόγου και του νουν, γίνεται φιλοσοφώτερόν τι της ιστορίας, κάτι καταληπτόν, δίχως δε να εξομοιώνεται ποτέ με τη φιλοσοφία, αφού δεν αποδεσμεύεται ποτέ από τις αισθήσεις και την εικόνα. Η τέχνη μεταμορφώνεται σε μια κατασκευή η οποία «φέρνει στο φως» την ίδια την εσωτερική, δομημένη, ενιαία, λογική και αιτιώδη αναγκαιότητα που συνθέτει την ανθρώπινη πράξη, καθώς και τη σύμ­φυτη προθετικότητά της (προαίρεσις), τους ίδιους τους έσχατους νόμους της ζωής.

«Η σφαίρα της ποίησης δεν βρίσκεται έξω από τον κόσμο, σαν φανταστική μη δυνατότητα εφευρεμένη από το μυαλό ενός ποιητή: θέλει να είναι το αντίθετο ακριβώς, η αφτιασίδωτη έκφραση της αλήθειας» Friedrich Nietzsche[1]

Στη μακραίωνη ιστορία του στοχασμού επάνω στο μυστήριο της τέχνης, αναδύεται ένα ερώτημα, του οποίου η απάντηση έχει τρομερές συνέπειες για την ίδια την τέχνη: άραγε η τέχνη εκ­φράζει την αλήθεια; Συνάμα, από τη στιγμή που για μεγάλο μέρος της φιλοσοφικής παράδοσης, και ευρύτερα της σκέψης, η αλήθεια θε­ωρήθηκε (και θεωρείται) η ύψιστη αξία και η έσχατη επιδίωξη του ανθρώπινου πολιτισμού, μια αρνητική απάντηση συνήθως οδηγεί στην αποκαθήλωση της τέχνης από το πάνθεον των υψηλών εκφράσεων του ανθρωπίνου πνεύματος, αφού τότε δεν θα έχει καμιά αξία για τη ζωή· θα αποτελεί περιττό «στολίδι» και ανούσια φαντασιοπληξία. Αυτή, βέβαια, είναι μια πιο ήπια στάση, καθώς τα πράγματα μπορούν να γίνουν ακόμα χειρότερα και εχθρικά, όταν κάποιος θεωρήσει ότι η τέχνη όχι μόνο δεν εκφράζει την αλήθεια, αλλά αντίθετα είτε την αντι­μάχεται, με σκοπό να την αποκρύψει, είτε την υποδύεται με απώτερο στόχο να μας πλανέψει.[2] Τότε, ακριβώς, θα μπορούσε να θεωρηθεί και βαθύτατα επικίνδυνη.

Όλη αυτή η εν συντομία εκτεθειμένη προβληματική βρίσκεται στην καρδιά της αριστοτελικής φιλοσοφίας αναφορικά με την τέχνη, καθώς επίσης και στον πυρήνα των αναλύσεων των νεότερων και σύγχρονων μελετητών του Αριστοτέλη. Κι αυτή η διαχρονική επιμονή προκύπτει ακριβώς από τη διαχρονικότητα και την επικαιρότητα του αρχικού ερωτήματος. Όσο δεν βρίσκεται οριστική απάντηση και, ταυ­τόχρονα, όσο παραμονεύει η υποψία και ο φόβος για την τέχνη, στη σύγχρονη συζήτηση κρίνεται πάντα χρήσιμη, διαφωτιστική και επίκαι­ρη η σκέψη του Αριστοτέλη.

Ακριβώς, λοιπόν, μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα δυσπιστίας και απόρ­ριψης της τέχνης, είναι που γεννήθηκε και η αριστοτελική θεώρηση. Συγκεκριμένα, κατά την πλατωνική διδασκαλία, ο ποιητής είναι «τρί­τος τις από τής άληθείας»[3] και αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος που ο Πλάτων εξορίζει τους ποιητές. Για τον Πλάτωνα, η τέχνη απέχει τρεις βαθμούς από την αλήθεια[4] και γι' αυτό δεν του μένει άλλη λύση παρά να την εκδιώξει από την ιδανική πολιτεία, προσπαθώντας έτσι να προλάβει την πλάνη στην οποία εύκολα βυθιζόμαστε λόγω της αδι­αμφισβήτητης σαγήνης της. Αυτή του η πεποίθηση και το βασικό του επιχείρημα, βασίζονται στην αντίληψή του για τη μίμηση, την οποία βλέπει ως μια διαδικασία που οδηγεί σε έναν εκφυλισμό του όντος, αφού η μίμηση δεν προϋποθέτει κάποιου είδους γνώση, απλώς συνιστά στείρα[5] απομίμηση της αισθητής πραγματικότητας.

Εδώ, εμφανίζεται ένα δεύτερο κεντρικό σημείο του ζητήματος. Το ερώτημα για τη σχέση τέχνης-αληθείας, από τη στιγμή που η αλήθεια συνυφαίνεται με τη γνώση, περνάει αναγκαστικά μέσα από τη σχέση τέχνης-γνώσης, πολύ δε περισσότερο όταν κατά τον Σταγειρίτη: «πάντες άνθρωποί τού είδέναί ορέγονται φύσει».[6] Η γνώση της αλήθειας είναι μια καθολική αναζήτηση, στην οποία την πρωτοκαθεδρία έχει η φιλοσοφία. Κεντρικό της εφόδιο είναι ο νους και ο λόγος. Τον Σταγειρίτη ενδιαφέρει μόνο ό,τι μπορεί να γίνει αντικείμενο έλλογης κατανόη­σης και επιστημονικής επεξεργασίας.[7] Το θέμα είναι, όμως, αν η τέχνη βοηθάει κάπως αυτήν την πανανθρώπινη επιδίωξη.

Για να επανέλθουμε· σε αυτήν τη μομφή του Πλάτωνα προσπαθεί να εναντιωθεί ο Αριστοτέλης και αυτήν την εξορία προσπαθεί να απο­τρέψει. Το εγχείρημά του είναι, δηλαδή, ο επαναπατρισμός των ποιη­τών, επιδίωξη που υπονοείται κυρίως στο Περί ποιητικής. Βέβαια, και ο ίδιος ο Αριστοτέλης δεν παύει να θέτει την αλήθεια ως το απόλυτο μέτρο της αξίας των πάντων, γι' αυτό δεν μπορεί να καταφύγει, όπως έχουν κάνει άλλοι έκτοτε[8], στη λύση τού να ισχυριστεί ότι η αλήθεια είναι αλλότρια προς τους σκοπούς της τέχνης. Αντίθετα, το εγχείρη­μά του περνάει μέσα από την προσπάθεια να καταδειχτεί η βαθειά θεμελίωση της τέχνης στην έννοια της αληθείας, ώστε να επιτευχθεί και η αποκατάστασή της. Ακριβώς γι' αυτό, η τέχνη ορίζεται στα Ηθι­κά Νικομάχεια ως «έξις μετά λόγου άληθούς ποιητική»[9], δηλαδή ως κάτι που εμπεριέχει και γνώση. Ο Halliwell[10] λέει χαρακτηριστικά για την τέχνη, ότι αποτελεί «ενεργό και ερμηνευτική γνωστική διαδικα­σία - μια διεισδυτική ανακάλυψη των σημασιών στον κόσμο», αφού ο Αριστοτέλης ασχολείται με την τέχνη μόνο στο βαθμό που αυτή είναι αγκυρωμένη σε μια «καθολική καταληψιμότητα (intelligibility)»[11], στο μέτρο που είναι έλλογη και που μας δίνει μια «διευρυμένη κατανόηση του κόσμου».[12]

Ας βάλουμε τώρα στο μικροσκόπιο την ίδια την έννοια της αλή­θειας στον Αριστοτέλη. Η αλήθεια έχει, λοιπόν, δύο σημασίες. Η πρώτη έχει να κάνει με τη λογική και δεικνύει ότι μια ένωση υποκειμένου-κατηγορουμένου είναι υπαρκτή.[13] Αυτή αφορά στα σύνθετα (composites) πράγματα καθόσον αυτά είναι «συνδεδεμένα (conjoined) ή ένα»[14], και η αλήθεια είναι η κατάφαση αυτής της ενότητας. Βέβαια, εδώ έχουμε να κάνουμε με την αλήθεια ως «μια ιδιότητα (property) της σκέψης»[15] και μόνο. Η άλλη είναι η λεγόμενη μεταφυσική αλήθεια[16] καί αφορά στα απλά (simple) πράγματα, τα οποία είναι, κατά τον Halper[17], «αιώνιες ενέργειες» και «ουσίες». Αυτή δεν είναι, όπως η πρώτη, μόνο ένα «φά­ντασμα» του νου μας, αλλά έχει μια ύπαρξη ανεξάρτητη.[18] Τα απλά, όντα ουσιωδώς ένα, είναι πάντα αληθή για τον Αριστοτέλη, δηλαδή δεν τίθεται θέμα ψεύδους αλλά αγνοίας[19], και είναι «τα πράγματα που συλλαμβάνονται με μιαν άμεση ενόραση (intuition)».[20] Αυτή η αλή­θεια είναι «ορατή» μόνο από το νου[21], αυτό που ο Jaeger[22] καλεί «ειδι­κή ενορατική μορφή κατανόησης» και «νοητικό όραμα».[23] Ο Brentano[24], αν και παλιότερος, το είχε αντιληφθεί αυτό όταν έλεγε ότι «υπάρχει ένα άλλο είδος νοητικής γνώσης μέσω του οποίου συλλαμβάνουμε (grasp) το αδιαίρετο, το απλό και το οποίο αναπαριστά στη νόησή μας (conceptually represent) την ουσία (Wesen) των πραγμάτων». Οι δύο έν­νοιες της αλήθειας συνδέονται κατά τον Halper[25] με αιτιακή σχέση, «η αλήθεια στην ουσία είναι η αιτία της αλήθειας στη σκέψη». Η αλήθεια λοιπόν, μας αποκαλύπτει την ουσία[26] και τη φύση των όντων.[27]

Πώς πρέπει, όμως, να εκλάβουμε στη συγκεκριμένη περίπτωση την έννοια της αλήθειας; Είναι φανερό: με τη μεταφυσική σημασία. Επιπλέον, όμως, θα πρέπει να γίνει εδώ η διάκριση των εννοιών αλήθεια-πραγματικότητα.[28] Η αλήθεια, αν και την εμπεριέχει, μπορεί και να εκφράζει κάτι ευρύτερο. Οι δύο έννοιες ουδόλως ταυτίζονται, αλλά ούτε είναι και εντελώς ανεξάρτητες.

Τούτη η παρατήρηση είναι υψίστης σημασίας, καθώς πληθώρα, παλαιότερων κυρίως, ερμηνευτών του Αριστοτέλη προχωρούν είτε σε μια ταύτιση είτε σε μια πλήρη διάκριση. Στην πρώτη περίπτωση, αυτό φαίνεται από τη βαρύτητα που αποκτά η έννοια της αληθοφά­νειας (vraisemblance)[29], και συγκεκριμένα μια υποτιθέμενη αριστοτελι­κή απαίτηση για συμμόρφωση των όσων διαδραματίζονται στη σκηνή του θεάτρου με τον «αληθινό» κόσμο της αισθητής πραγματικότητας. Η αλήθεια, έτσι, υποβιβάζεται σε μιαν επιφανειακή αληθοφάνεια και εγκλωβίζεται στην έννοια της πραγματικότητας, γεγονός όχι άσχετο από μια παράλληλη ερμηνεία της έννοιας της μιμήσεως που την ήθελε να αποτελεί έναν απλό (και πάντα ατελή) αντικατοπτρισμό των καθ' έκαστα της πραγματικότητας. Όμως τότε, αφού υπάρχει η πραγματι­κότητα, αλήθεια, τι χρειάζεται η τέχνη; Στην άλλη περίπτωση, έχουμε είτε άρνηση είτε απαξίωση του πραγματικού, όπου η τέχνη είτε πλάθει ολότελα «φανταστικούς», δικούς της κόσμους[30], είτε νέους, εξιδανικευμένους (ideal)[31] κόσμους, προτιμότερους από τον αισθητό. Τότε όμως, αλήθεια, τι γνώση έχει να μας προσφέρει η τέχνη;

Αντίθετα, μια νέα προοπτική προβάλλει όταν (παρακολουθήσου­με την ανάγνωση του Αριστοτέλη καθ' όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα. Εκεί διαφαίνεται ένας απεγκλωβισμός της αλήθειας από αυτή της στε­νά εννοημένης πραγματικότητας·[32] μια συμπόρευση της τέχνης με την αλήθεια και τη γνώση και μια αποκατάσταση της αξίας της. Υπό αυτήν την έννοια, τούτη η ανάγνωση βρίσκεται πιο κοντά στην αριστοτελική σκέψη και πρόθεση, και άρα είναι περισσότερο χρήσιμη. Το όλο σχήμα προχωράει με διαδοχικές μεταβάσεις.

Ξεκινώντας, το κλειδί της προσέγγισης είναι η σύνδεση τέχνης και καθόλου. Συγκεκριμένα, στο 9ο κεφάλαιο του Περί ποιητικής[33] η τέχνη αναδύεται ως μια τάση[34] για έκφραση των καθόλου, σε αντιδιαστολή με την ιστορία που εκφράζει τα καθ' έκαστα, ήτοι την πραγματικότητα. Η έννοια του καθόλου είναι ριζωμένη στην αριστοτελική λογική, όπου, επιγραμματικά σημαίνει αυτό που είναι κοινό[35] σε πολλά πράγματα[36] ή διαφορετικά, «αυτό που επιδέχεται περισσότερα κατηγορήματα».[37] Θα ήταν, όμως, λάθος να εκλάβουμε το καθόλου ως έναν αδιάφορο, αφηρημένο, γενικό τύπο.[38] Αντίθετα, το καθόλου για τον Αριστοτέλη είναι συνυφασμένο με το αναγκαίο[39], αφού συνάμα, όπως μας διαφωτίζει στα Αναλυτικά ύστερα, «δηλώ το αίτιον».[40] Έτσι, το καθόλου προσδίδει λογικότητα καί καταληψιμότητα (intelligibilty).[41] Κατά τον Halliwell[42], τα καθόλου αποτελούν «τις γενικές κατηγορίες που δομούν τον τρό­πο με τον οποίο καταλαβαίνουμε τον κόσμο», είναι «τα αληθινά αντι­κείμενα της γνώσης».[43] Ο Συκουτρής[44] φτάνει στο σημείο να τα ταυ­τίσει με την ίδια τη φύση του πράγματος. Από τη φύση των καθόλου, συνάγεται ότι το αντικείμενο της μίμησης δεν μπορεί να ανήκει στην πραγματικότητα, αφού, καθώς σημειώνει ο Ross[45], το καθόλου υπάρχει μόνο «ως καθόλου των επιμέρους του». Δεν είναι χωριστόν[46], δεν έχει ύπαρξη παρά μόνο μέσα στο συγκεκριμένο. Είναι κάτι που ο νους μόνο συλλαμβάνει, οπότε γι' αυτό το λόγο και η τέχνη «μιμείται όχι τον αισθητό κόσμο, αλλά τον κόσμο του ανθρώπινου νου».[47]

Ο Αριστοτέλης κατορθώνει έτσι την πρώτη μετάβαση, δηλαδή να περάσει την τέχνη στην επικράτεια του λόγου και του νου.[48] Γίνεται τότε η ποίηση κάτι «φιλοσοφώτερον»[49] της ιστορίας, κάτι καταληπτόν (intelligible), δίχως δε να εξομοιώνεται ποτέ με την φιλοσοφία, αφού δεν αποδεσμεύεται ποτέ από τις αισθήσεις και την εικόνα.[50] Αντίθετα, μέσω των αισθήσεων και μέσα στο συγκεκριμένο είναι που εκδιπλώνει την αλήθεια της. Η τέχνη μεταμορφώνεται τότε σε μια «κατασκευή»[51] η οποία «φέρνει στο φως» την ίδια την εσωτερική[52], δομημένη[53], ενι­αία, λογική[54] και αιτιώδη[55] αναγκαιότητα που συνθέτει την ανθρώπινη πράξη, καθώς καί την σύμφυτη προθετικότητά της (προαίρεσις)[56], τους ίδιους τους έσχατους νόμους της ζωής[57], της ψυχής[58] και του «ανθρώπι­νου πεπρωμένου (destiny)».[59]

Έτσι, μετά τη μεσολάβηση του καθόλου, σε μια δεύτερη μετάβαση η τέχνη εμφανίζεται να ανακαλύπτει, να εντυπώνει και να φανερώνει το είδος[60] (δηλαδή το τέλος) μέσα στο ίδιο το συγκεκριμένο. «Ή γάρ τέχνη το είδος»[61], μας λέει ο Σταγειρίτης στα Μετά τά φυσικά. Όμως, το είδος, δηλαδή η μορφή, «είναι ουσία, ή [αλλιώς] η αληθινή φύση ενός πράγματος».[62] Γι' αυτό η τέχνη φανερώνει όχι την επιφάνεια του πραγματικού, αλλά τον ίδιο τον αγώνα για πραγμάτωση της μορφής[63], δηλαδή την ίδια τη φύση[64], τούτη την ενσώτατη «δημιουργική δύναμη του σύμπαντος».[65] Και τότε δικαιολογημένα η τέχνη μπορεί να θε­ωρηθεί ότι μιμείται τη φύση[66], όχι με την έννοια της μιμήσεως ως αντι­γραφής, αλλά ως «δημιουργικής πράξης».[67]

Στην τελευταία μετάβαση, θα διακινδυνεύαμε μιαν ύστατη αριστο­τελική ισοδυναμία, αυτή της φύσεως και της αληθείας.[68] [69] [70] Η τέχνη αναβι­βάζεται σε μια ενεργητική, δημιουργική δύναμη η οποία εκφράζει μια πλατύτερη αλήθεια69 70, καταφέρνοντας να «φέρει στην ύπαρξη μια νέα δυνατή (possible) πραγματικότητα».[71] Ακριβέστερα, ακολουθώντας την εύστοχη διατύπωση του Gallavotti[72], θα λέγαμε πως πρόκειται για «μια ενόραση (intuizione) του αληθούς». Κι αυτό, γιατί η τέχνη μέσα σε αυτή τη νέα πραγματικότητα φανερώνει τον πυρήνα του πραγματικού, την ίδια την σύστασιν των πραγμάτων[73], που είναι ταυτόχρονα καί ένα πλάτεμα και μια «ένταση του ουσιώδους».[74] Γιατί πετυχαίνει, στις κα­λύτερες στιγμές της, να φέρνει τα πράγματα του παροδικού (transient) μας κόσμου λίγο εγγύτερα στο νου, μεταφέροντάς μας σε ένα «υψηλό­τερο επίπεδο καταληψιμότητας»[75], καθώς και να τα καταστήσει, κατά τον Halper[76], «περισσότερο εγγενώς (intrinsically) γνώσιμα (knowable)» και άρα «πιο αληθή».

Θα λέγαμε, λοιπόν, ότι η τέχνη απομακρύνεται από μια θεώρηση που τη θέλει ως κάτι επουσιώδες και συνάμα αφελές, ιδεαλιστικό και αφηρημένο. Γιατί εκφράζει την καρδιά της πραγματικότητας: την αλή­θεια, που την υπερβαίνει και που συνάμα την περιλαμβάνει. Κι αυτή εί­ναι η γνώση που μας προσφέρει. Η τέχνη είναι ένα πλάτεμα του πραγ­ματικού και του ουσιώδους, μια αποκρυστάλλωση του ίδιου του αγώνα για πραγμάτωση της μορφής (δηλαδή της ίδιας της φύσεως) και, ούσα έκφραση της φύσεως και του ουσιώδους, είναι συνάμα μια αδιαμεσολάβητη, απροσδόκητη και ακαριαία ενόραση της αληθείας στην απλό­τητα και την ολότητά της. Μια ελκυστική υποψία γεννιέται: μήπως και η πολυθρύλητη και μυστηριώδης αριστοτελική κάθαρσις, εάν και όταν μας παρουσιαστεί κάπου στο ταξίδι της Τέχνης, δεν είναι τίποτα άλλο παρά τούτη η αναπάντεχη συνάντησή μας με την Αλήθεια;
----------------------
[1] F. Nietzsche, Η Γέννηση της Τραγωδίας, μετάφραση Ζ. Σαρίκας (Θεσσαλονίκη: Πανοπτικόν, 2010), 94.

[2] Χαρακτηριστική, η φράση από το Ελένης Έγκώμιον του Γοργία για την ποιητική και τη ρητορική: «γο­ητείας δέ και μαγείας δισσαί τέχναι / ψυχής αμαρτήματα και δόξης άπατήματα», στο Carlo Gallavotti, Aristotele:Dell' Arte Poetica (Milano: Fondazione Lorenzo Valla, 1990), xx.

[3] Πλάτων, Πολιτεία, 597e7.

[4] Ούσα «μίμησις μιμήσεως» (βλέπε αυτόθι, 596e-598b).

[5] Σαν μια «άπεικασίαν των όρωμένων», που θα έλεγε ο Σωκράτης. Βλέπε Ιωάννης Συκουτρής (εισαγωγή και σχόλια), Αριστοτέλους: Περί ποιητικής, μετάφραση Σίμος Μενάρδος (Αθήνα: Εστία, 2011), 45.

[6] Αριστοτέλης, Μετά τά φυσικά, 980a 22. Παράβαλε Αριστοτέλης, Περί ποιητικής, 1448b 13-14.

[7] Συκουτρής, 23, 53.

[8] Όπως, για παράδειγμα, ο Wladyslaw Tatarkiewicz, A History of Six Ideas: An Essay in Aesthetics (Nijhoff, The Hague and Boston: Hingham 1980), 302-4, ο οποίος θεωρεί ότι, αφού δεν έχει προτασιακή (propositional) φύση, «η τέχνη είναι πέρα (beyond) από την αλήθεια και το ψεύδος».

[9] Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, 1140a10.

[10] Stephen Halliwell, «Απόλαυση, Κατανόηση και Συναίσθημα στην Ποιητική του Αριστοτέλη», στο 6+1 Δοκίμια για την Ποιητική του Αριστοτέλη, επιμέλεια από Amelie Oksenberg Rorty, μετάφραση Κατερίνα Χατζοπούλου, επιμέλεια Δανιήλ Ι. Ιακώβ (Θεσσαλονίκη: Βάνιας, 2006), 124.

[11] Stephen Halliwell, Aristotle's Poetics (London: Duckworth, 1986), 58.

[12] Αυτόθι, 91, 136.

[13] Edward C. Halper, One and Many in Aristotle's Metaphysics: Books Alpha-Delta (Las Vegas: Parmenides Pub., 2009), 79. Paolo Crivelli, Aristotle on Truth (Cambridge and New York: Cambridge University Press, 2004), 4.

[14] Halper, 81.

[15] Crivelli, 31.

[16] Όπως αυτή ξεδιπλώνεται κυρίως στο Θ'10 (1051b30-1052a3) των Μετά τά φυσικά. Βλ. Werner W. Jaeger, Aristotle: Fundamentals of the History of his Development, μετάφραση Richard Robinson (London, Oxford and New York: Oxford University Press, 1967), 204.

[17] Edward C. Halper, One and Many in Aristotle's Metaphysics: The Central Books (Las Vegas: Parmenides Pub., 2005), 222.

[18] Franz C. Brentano, On the Several Senses of Being in Aristotle, μετάφραση Rolf George (Berkeley: University of California Press, 1981), 20.

[19] Αυτόθι, 18. Halper, Central Books, 221. Παράβαλε Αριστοτέλης, Μετά τά Φυσικά, 1051a1-2.

[20] Halper, Alpha-Delta, 79.

[21] Όπως το λέει ωραία ο William. K.C. Guthrie, The Greek Philosophers: From Thales to Aristotle, πρόλογος James Warren (London and New York: Routlege, 2013), 129, το μόνο που μπορούμε να κατορθώσουμε εμείς οι άνθρωποί είναι «μια κλεφτή ματιά της όλης αλήθειας που επιτυγχάνεται από τον ανόθευτο νου». Σύν­δεση νου - αληθείας κάνει και ο Halper, Central Books, 217, 221, ορμώμενος από το 1052a1-2 των Μετά τά φυσικά.

[22] Jaeger, 204-5.

[23] Και μάλιστα εδώ ο Jaeger, αυτόθι, 204-5, βλέπει «το μόνο απομεινάρι της πλατωνικής θέασης των Ιδεών» στον Αριστοτέλη.

[24] Brentano, 15.

[25] Halper, Central Books, 220.

[26] «Κάθε πράγμα μετέχει (partake of) της αληθείας στο βαθμό που μετέχει στο είναι (being)» μας λέει ο Brentano, 21, στηριζόμενος στο Β' βιβλίο των Μετά τά Φυσικά.

[27] Παρόμοιες «αναγνώσεις» της μεταφυσικής αλήθειας κάνει και ο Joseph Owens, The Doctrine of Being in the Aristotelian Metaphysics: Α Study in the Greek Background of Mediaeval Thought (Toronto: Pontifical Institute of Mediaeval Studies, 1978), 411-414.

[28] Να υπενθυμιστεί ότι και ο Πλάτων δεν εξισώνει την αλήθεια με την πραγματικότητα, η οποία βρίσκεται (στο προαναφερθέν σχήμα) στο μέσο της απόστασης αλήθειας και τέχνης.

[29] Κατά κύριο λόγο γαλλικές, όπως κυρίως του Rapin (βλέπε σχετικά Rene Rapin, Riflexions sur la Poitique d' Aristote et sur les Ouvrages des Poetes Anciens et Modernes (Hildesheim and New York: G.Olms, 1973), 52-53, 56-57, 63, 106, 110, 123-124, 128, 131, 144-146, 208.

[30] Τούτη είναι η προσέγγιση του Roman Ingarden, Selected Papers in Aesthetics, μετάφραση Peter McCormick (Washington D. C. and Munchen: Catholic University of America Press, 1985), 73.

[31] Το βασικό σημείο που οδηγεί σε τούτη την παρανόηση είναι το «οΐα άν γένοιτο» στο 1451a38 του Περί ποιητικής, καθώς και η αυθαίρετη ταύτιση του καθόλου με το βέλτιον, το «οΐα είναι δει». Βασικός «εκ­πρόσωπος» αυτής της (παρ)ερμηνείας είναι ο Samuel H. Butcher, Aristotle's Theory of Poetry and Fine Art: With a Critical Text and Translation of the Poetics, εισαγωγή Jοhn Gassner (New York: Dover Publications, 1951), 122, 151-3, έπειτα o Donald W. Lucas, Aristotle: Poetics (Oxford: Clarendon Press, 1978), 264, ενώ εκεί φτάνει, μέσω της αληθοφάνειας όμως, και ο Massimo Pittau, Aristotele: La Poetica (Palermo: Palumbo, 1972), 21-3.

[32] «Η αλήθεια της ποίησης είναι ουσιωδώς διαφορετική από την αλήθεια της πραγματικότητας (fact)», κατά τον Butcher, 170.

[33] Αλλά όχι αποκλειστικά εκεί: παράβαλε Αριστοτέλης, Τέχνη ρητορική, 1355b30: «ούδεμία δέ τέχνη σκο­πεί το καθ' έκαστον», και Μετά τα φυσικά, 981a15: «ή μέν έμπειρία των καθ' έκαστόν έστι γνώσις, ή δέ τέχνη τών καθόλου».

[34] Εξ ου και το μάλλον στη φράση: «ή ποίησις μάλλον τά καθόλου [λέγει]» (Αριστοτέλης, Περί ποι­ητικής, 1451b6-7). Σε αυτό κατατείνουν αρκετοί: βλ. Butcher, 191. Συκουτρής, 69: σημείωση 2. Ingram Bywater, Aristotle on the Art of Poetry: Α Revised Text with Critical Introduction (Oxford: Clarendon Press, 1909), 189.

[35] Βλέπε Αριστοτέλης, Περί ζώων μορίων, 644a27-28.

[36] Ο Συκουτρής, 60, εδώ διευκρινίζει: «όχι κατά σύμπτωσιν, αλλά κατά την ίδιαν την φύσιν».

[37] William David Ross, Αριστοτέλης, μετάφραση Μαριλίζα Μητσού-Παππά (Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 2015), 397. Παράβαλε Αριστοτέλης, Περί ερμηνείας, 17a39.

[38] Το αντίθετο υποστηρίζουν οι Roselyn Dupont-Roc & Jean Lallot, Aristote: La Poitique (Paris: Seuil, 1980), και ο Pittau, οι οποίοι μεταφράζουν το καθόλου ως general και generale αντίστοιχα. Μάλιστα, ο Pittau, Poetica, 2: σημείωση 7, φτάνει να υποστηρίξει ότι η μετάφραση του καθόλου ως καθολικού είναι που «μπερδεύει πολύ και δίχως λόγο τα πράγματα».

[39] Βλέπε Ross, 397. Επίσης, G. E. Μ. de Ste. Croix, “Aristotle on History and Poetry”, στο Essays on Aristotle's Poetics, επιμέλεια Amelie Oksenberg Rorty (Princeton: Princeton University Press, 1992), 25.

[40] Αριστοτέλης, Αναλυτικά ύστερα, 88a4.

[41] Παράβαλε Lucas, 120.

[42] Halliwell, «Απόλαυση, Κατανόηση και Συναίσθημα», 131.

[43] Halliwell, Poetics, 105, σημείωση 38. Παράβαλε Αριστοτέλης, Περί ψυχής, 417b22, και Μετά τά φυσικά, 982a 21 κε.

[44] Συκουτρής, 62.

[45] Ross, 240-1. Παράβαλε Crivelli, 2.

[46] Παράβαλε Αριστοτέλης, Μετά τά φυσικά, 1040b 26-27.

[47] Ross, 396.

[48] Βλέπε ολόκληρη την Εισαγωγή στο Συκουτρής.

[49] Αριστοτέλης, Περί ποιητικής, 1451b 5.

[50] Ας μη ξεχνούμε ότι «ούδέποτε νοε! άνευ φαντάσματος ή ψυχή» (Αριστοτέλης, Περί ψυχής, 431a16-17). Παράβαλε Ross, 210.

[51] Gallavotti, xxi. Halliwell, Poetics, 58.

[52] Βλέπε Halliwell, Poetics, 99.

[53] Βλέπε Rorty, «Η Ψυχολογία της Αριστοτελικής Τραγωδίας», 25-26, 30.

[54] Βλέπε αυτόθι, 24. Butcher, 399

[55] Βλέπε Butcher, 164. Oksenberg Rorty, «Ψυχολογία», 24. Lucas, Poetics, 264. Dupont-Roc και Lallot, Poitique, 222, 224. Halliwell, Poetics, 75. Nancy Sherman, «Αμαρτία και Αρετή», στο 6+1 Δοκίμια για την Ποιητική του Αριστοτέλη, 87.

[56] «Πράξεως μέν ούν αρχή προαίρεσις» (Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, 1139a23-24. Παράβαλε Συκουτρής, 56. Jean Pierre Vernant, «Μύθος και Τραγωδία», στο 6+1 Δοκίμια για την Ποιητική του Αριστοτέλη, 62-68).

[57] Rorty, «Ψυχολογία», 30.

[58] Συκουτρής, 53.

[59] Butcher, 266. Παράβαλε Halliwell, Poetics, 234.

[60] Βλέπε Αριστοτέλης, Μετά τά φυσικά, 1032a32. Παράβαλε Butcher, 150. Συκουτρής, 53. Rorty, «Ψυχολο­γία», 23, 25-26.

[61] Αριστοτέλης, Μετά τά φυσικά, 1034a 24.

[62] Guthrie, 124. Παράβαλε Crivelli, 6.

[63] Guthrie, 122, 128.

[64] Λαμβάνοντας υπόψιν την εξίσωση είδους, τέλους και φύσης που λαμβάνει χώρα στο Λ'3 (1069b 35-1070a 30) των Μετά τά φυσικά, και ειδικά όταν είναι: «ή δέ φύσις τόδε τι και έξις τις εις ήν».

[65] Butcher, 116.

[66] Παράβαλε Αριστοτέλης, Φυσική ακρόασις, 199a 15: «ή τέχνη τά μέν έπιτελεΐ ά ή φύσις άδυνατεΐ άπεργάσασθαι, τά δέ μιμείται».

[67] Butcher, 154. Συκουτρής, 59.

[68] Αφού, αληθινός είναι «αυτός που αντιστοιχεί (corrispondente) στη φύση», κατά τον Gallavotti, 259.

[69] Σε αυτό κατατείνουν σχεδόν όλοι οι ερμηνευτές, ανεξάρτητα από διαφορές στις περαιτέρω αναλύσεις τους. Βλέπε Butcher, 1ό0, 192. Ross, 397. Συκουτρής, 59.

[70] Για το ποια μπορεί να είναι αυτή υπάρχουν πολλές εικασίες. Η κυρίαρχη την εντοπίζει στην παναν­θρώπινη κλίση προς την άμαρτία, τούτη τη «νεοπλασία στην ίδια την καρδιά της πράξης» όπως την αποκαλεί η Rorty, «Ψυχολογία», 35. Παράβαλε Aryeh Kosman, “Acting: Drama as the Mimesis of Praxis”, στο Essays on Aristotle's Poetics, 57. Butcher, 266. Vernant, 68. Halliwell, Poetics, 235-236.

[71] Halliwell, Poetics, 58. Το δυνατόν είναι ύψιστης σημασίας για τη σχέση τέχνης, αλήθειας και πραγματικό­τητας, κάτι που επιβεβαιώνεται από την ενασχόληση με το θέμα του ίδιου του Αριστοτέλη στο Περί ποι­ητικής. Ένα παραπάνω βήμα είναι η ταύτισή του με το πειστικό (convincing/persuasif) και το πιστευτό (credibile). Βλέπε Bywater, 191. Dupont-Roc και Lallot, 225-227. Pittau, 206, σημειώσεις 16-19. Ingarden, 73.

[72] Gallavotti, xiv-xv.

[73] «Χρή δέ έν τή των πραγμάτων συστάσει, αεί ζητεΐν ή το άναγκαΐον ή το εικός» (Αριστοτέλης, Περί ποιητικής, 1454a32-33).

[74] Συκουτρής, 53.

[75] Halliwell, Poetics, 106.

[76] Halper, Alpha-Delta, 81.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου