Το ερώτημα τέθηκε σ’ έναν καλοεπιπλωμένο συμποσιακό χώρο της Αθήνας, φωτισμένο με λάμπες λαδιού που τρεμόπαιζαν, στο σπίτι του τραγικού ποιητή Αγάθωνα. Η χρονολογία είναι το 410 π.Χ. Μία παρέα ανδρών ξαπλωμένων στα ανάκλιντρά τους παρακολουθεί συνεπαρμένη τον Σωκράτη καθώς μιλάει. Κάποιοι από αυτούς έχουν ήδη τοποθετηθεί πάνω στο θέμα και τώρα είναι η σειρά του Σωκράτη. Ένας κοντός αλλά γεροδεμένος άνδρας γύρω στα πενήντα, με ανασηκωμένη μύτη και τα μάτια του να βρίσκονται σε αρκετή απόσταση το ένα από το άλλο, μία σχεδόν υπνωτιστική παρουσία, μιλάει με ήρεμη αυτοπεποίθηση.
«Το μόνο πράγμα για το οποίο όντως γνωρίζω», λέει ο Σωκράτης, «είναι ο έρωτας».
O Σωκράτης φαίνεται να εννοεί αυτό που λέει. Οι ακροατές του γνωρίζουν βέβαια ότι η ειρωνεία είναι η ειδικότητά του, οπότε δεν είναι ξεκάθαρο εάν θα πρέπει να πάρουν τη δήλωσή του τοις μετρητοίς. Δεν αμφιβάλλουν ότι λέει την αλήθεια περισσότερο απ’ ότι θα αμφέβαλλαν για την εγκυρότητα του θεού Απόλλωνα, ο οποίος ανακοινώνει τους αινιγματικούς χρησμούς του στους Δελφούς μέσα από το στόμα της θεόπνευστης ιέρειας, της Πυθίας. Αλλά τι εννοεί ο Σωκράτης λέγοντας ότι «γνωρίζει», δεδομένου του ότι είναι ήδη διάσημος για τον ισχυρισμό του ότι «ένα μόνο γνωρίζω, ότι δεν γνωρίζω τίποτα»;
Όπως οι δελφικοί χρησμοί είναι άκρως αμφίσημοι, έτσι και τα λόγια του Σωκράτη συχνά φαίνεται να περιλαμβάνουν κάποιο κρυμμένο μήνυμα. Η λέξη που χρησιμοποιεί ο Σωκράτης για τον «έρωτα», τα ερωτικά, στην κυριολεξία τα ζητήματα που αφορούν τον έρωτα» ή «ο ερωτικός τομέας», πλησιάζει ηχητικά τη λέξη ερωτάν, που σημαίνει «κάνω ερωτήσεις». Καθώς ο Σωκράτης απέκτησε τη φήμη του στοχαστή που έχει μόνο ερωτήματα και όχι απαντήσεις, ίσως το σχόλιό του να αποκρύπτει κάποιο ειρωνικό λογοπαίγνιο. Μήπως υπαινίσσεται στο ακροατήριό του ότι η γνώση που έχει για τον έρωτα έγκειται στην τέχνη των ερωτήσεων;
Το μυστήριο του έρωτα
Αυτά τα οποία λέει ο Σωκράτης στη συνέχεια αποτελούν μία πληρέστατη απάντηση στο ερώτημα «τι είναι έρωτας». Όμως δεν είναι δικά του τα λόγια. Εξηγεί στους ακροατές ότι πρόκειται για την περιγραφή μιας συζήτησης που είχε κάνει πολύ καιρό πριν -όταν ήταν νέος, υποθέτουμε- με μία σοφή γυναίκα που λεγόταν Διοτίμα, στην οποία έκανε ερωτήσεις σχετικά με τον έρωτα και αυτή του απαντούσε. Επομένως, ακόμα και κατά την παρουσίαση της δικής του θέσης για τον έρωτα, ο Σωκράτης παραμένει μάλλον εξεταστής παρά κάποιος που έχει τη δική του άποψη για το θέμα. Αναφέρει τη Διοτίμα ως μία ιέρεια από τη Μαντίνεια, πόλη της κεντρικής Πελοποννήσου, η οποία βρισκόταν περίπου εκατόν εξήντα χιλιόμετρα νοτοδυτικά της Αθήνας. Η πόλη αυτή ήταν διάσημη για τη μουσική και τα είδη χορού της. Ο Σωκράτης υποστήριζε ωστόσο ότι η υπέρτατη μουσική είναι η φιλοσοφία – η επιδίωξη της σοφίας και αυτό που αναζητά από τη Διοτίμα είναι η σοφία. «Η γυναίκα αυτή ήταν η δασκάλα μου», λέει ο Σωκράτης, στα ερωτικά ζητήματα».
Πολλοί εκλαμβάνουν ως διφορούμενη αυτή τη δήλωση, αλλά ο Σωκράτης δεν την αναλύει περαιτέρω και λέγεται ότι κανείς από τους παρευρισκόμενους δεν γέλασε, ούτε ανασήκωσε το φρύδι του. Αυτό που είναι ασυνήθιστο είναι η αναφορά του Πλάτωνα πως ο Σωκράτης, μιλώντας σ’ ένα κοινό που απαρτίζεται εξολοκλήρου από άνδρες, αποδίδει την εκπαίδευσή του σε μία γυναίκα. Σε όλους τους περίπου τριάντα πλατωνικούς διαλόγους, αυτό το γεγονός είναι σχεδόν μοναδικό. Λέμε σχεδόν, καθότι σ’ έναν (και μόνο σ’ έναν) άλλο διάλογο, τον Μενέξενο, ο Σωκράτης περιγράφεται ξεκάθαρα να παίρνει μαθήματα από μία γυναίκα – τη χήρα του Περικλή, την Ασπασία. Η Διοτίμα θεωρείται γενικά φανταστικό πρόσωπο. Το όνομά της σημαίνει «τιμημένη από τον Δία» (ή «αυτή που τιμάει τον Δία»), ενώ το όνομα της πόλης της -Μαντίνεια- φαίνεται ότι επιλέχθηκε για να μας θυμίζει, κάνοντας το αντίστοιχο λογοπαίγνιο με τον μάντη. Έτσι, όπως έχει υποστηριχτεί, ο Σωκράτης αποδίδει μία βαθιά και μυστηριώδη θεωρία για τον έρωτα σε μια γυναίκα με ενορατική ικανότητα, η οποία βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση ώστε να μπορεί να γνωρίζει το νόημά του. Μολονότι δεν μπορούμε να γνωρίζουμε εάν υπήρξε ποτέ μία τέτοια γυναίκα όπως η Διοτίμα, ο Σωκράτης στο Συμπόσιο τη συνδέει με μια συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία, Κάποτε, λέει, χρησιμοποίησε τη σοφία της για λογαριασμό των Αθηναίων, όταν αυτοί έκαναν θυσίες για να απομακρύνουν τον λοιμό, με αποτέλεσμα «να καταφέρει να αναβάλει την εμφάνιση της επιδημίας, η οποία εμφανίστηκε δέκα χρόνια αργότερα απ’ ό,τι προοριζόταν αρχικά».
Δεν έγινε καμιά ιδιαίτερη προσπάθεια να εξηγηθεί αυτός ο παράδοξα συγκεκριμένος ισχυρισμός. Καθώς όμως ο λοιμός ενέσκηψε στην Αθήνα το 430 π.Χ., αυτή η περίεργη αναφορά στρέφει την προσοχή μας στο έτος 440 π.Χ. Τι συνέβη εκείνη τη χρονιά, ώστε να είναι σε θέση ο Σωκράτης να υπαινίσσεται παρεμπιπτόντως ότι ο λοιμός επρόκειτο αρχικά να πλήξει τότε την Αθήνα, Το πιο σημαντικό ιστορικό γεγονός το 440 π.Χ. ήταν η εκστρατεία του Περικλή για να κατακτήσει το ισχυρό νησί της Σάμου, έπειτα από αίτημα, υποτίθεται, της μακροχρόνιας αντιπάλου της στην ιωνική ενδοχώρα, της Μιλήτου. Ήταν ένα γεγονός που απέκτησε αρνητική φήμη για διάφορους λόγους. Κατά πρώτον, ο Περικλής λέγεται ότι διεξήγαγε την εκστρατεία, η οποία περιέλαβε μάχες σε στεριά και θάλασσα, καθώς και μία μακρά πολιορκία, με τρομακτική βιαιότητα. Τη ζοφερή ιστορία αφηγήθηκε ο Δούρις, τύραννος της Σάμου προς το τέλος του 4ου π.Χ. αιώνα, ο οποίος συνέγραψε την ιστορία του νησιού του: Αναφέρει ότι ο Περικλής, αφού νίκησε τους εχθρούς του σε ναυμαχία, κρέμασε πάνω σε σταυρούς στην αγορά της Μιλήτου τους Σάμιους διοικητές και ναυτικούς. Ο φιλόσοφος Μέλισσος, ο οποίος έχει καταγραφεί ως ένας από τους διοικητές του σαμιακού στόλου εναντίον των Αθηναίων και ενδέχεται να γνώριζε προσωπικά τον Σωκράτη από μία επίσκεψη του τελευταίου στη Σάμο σε πιο χαρούμενες εποχές, περίπου δύο δεκαετίες νωρίτερα, μπορεί να ήταν ένα από τα θύματα του Περικλή.
Ο Δούρις συνεχίζει την αφήγηση λέγοντας ότι ο Περικλής διέταξε να χτυπήσουν μέχρι θανάτου με ρόπαλα τους σταυρωμένους Σάμιους έπειτα από δέκα μέρες και να πετάξουν τους νεκρούς χωρίς ταφικές τελετές. Μία τέτοια πράξη θα θεωρούνταν προσβολή ενάντια στους θεούς. Στα μάτια των προληπτικών Ελλήνων, σίγουρα θα δικαιολογούσε κάποια θεϊκή τιμωρία προς τους Αθηναίους και ο λοιμός αποτελούσε μία τυπική μορφή θεϊκής ποινής για μία τέτοια παράβαση. Ωστόσο, καμία συνέπεια δεν προέκυψε άμεσα όταν όμως η επιδημία, θύμα της οποίας λέγεται ότι έπεσε και ο ίδιος ο Περικλής (καθώς και οι δύο μεγαλύτεροι γιοι του, ο Ξάνθιππος και ο Πάραλος), έπληξε την Αθήνα το 430 π.Χ., πολλοί αναγκάστηκαν να πιστέψουν ότι λοιμός ήταν η καθυστερημένη τιμωρία των θεών για την αδίστακτη στάση των Αθηναίων απέναντι στη Σάμο δέκα χρόνια νωρίτερα.
Κατά δεύτερον, είναι ευρέως διαδεδομένο ότι η ανελέητη και αμετανόητη επίθεση του Περικλή στη Σάμο οφειλόταν στην επιθυμία του να ευχαριστήσει τη σύντροφό του Ασπασία, της οποίας η οικογένεια καταγόταν από τη Μίλητο, τη μεγαλύτερη αντίπαλο της Σάμου. Οι Έλληνες ήταν αρκετά εξοικειωμένοι με την έννοια που στα γαλλικά εκφράζει η φράση «cherchez la femme», δηλαδή ότι πίσω από διάφορα γεγονότα και πράξεις μπορεί κανείς να ανακαλύψει ότι έχει βάλει το χέρι της κάποια γυναίκα: Ο μεγαλύτερος Έλληνας ποιητής, ο Όμηρος, θεωρούσε ως αιτία του Τρωικού Πολέμου την Ελένη. Οι κωμικοί ποιητές της εποχής, οι πιο ηλικιωμένοι αντίπαλοι του Αριστοφάνη, ο Κρατίνος και ο Εύπολις, επιτέθηκαν στην Ασπασία με χυδαίους σεξιστικούς όρους για την κακή επιρροή που ασκούσε στους Αθηναίους πολιτικούς και την περιέγραφαν με καθόλου κολακευτικούς όρους ως «πόρνη» και «μητέρα μπάσταρδου παιδιού» (το παιδί μίας μη Αθηναίας γυναίκας μπορούσε να θεωρηθεί παράνομο), σατιρίζοντας την πόλη καταγωγής της, τη Μίλητο, ως αυτή που είχε το μονοπώλιο στην εξαγωγή τέχνη των φαλλών. Η απάντηση του Περικλή σε αυτές τις προσβολές ήταν να προτείνει έναν νόμο προσωρινής λογοκρισίας, ο πρώτος του είδους του που πέρασε στην Αθήνα, με τον οποίο απαγόρευε επιθέσεις σε ζώντα πρόσωπα. Μήπως ο Πλάτωνας αφήνει κάποια υπόνοια για την πραγματική ταυτότητα της Διοτίμας, εγείροντας το θέμα της καθυστερημένης επιδημίας; Είναι η «Διοτίμα» του Συμποσίου η μεταμφίεση του αληθινού προσώπου, της Ασπασίας; Η αναφορά σε γεγονότα του 440 π.Χ. αναμφίβολα θα έφερνε στον νου κάποιων από τους αναγνώστες του Πλάτωνα την πολιορκία της Σάμου από τον Περικλή, τον εικαζόμενο ρόλο της Ασπασίας στην υποκίνησή της και την αποτρόπαια θανάτωση των Σαμίων με τις διαταγές του Περικλή – αδίκημα που μπορεί να παρακίνησε την ανήσυχη Ασπασία να αναζητήσει τον κατευνασμό της θεϊκής δυσαρέσκειας οργανώνοντας εξιλαστήριες θυσίες.
Ένα ακόμα στοιχείο έγκειται ακριβώς στη σημασία του στόματος «Διοτίμαν, τιμημένη από τον Δία». Οι κωμικοί ποιητές (ιδιαίτερα ο Κρατίνος) αποκαλούσαν συχνά τον Περικλή με το προσωνύμιο «Δίας» και αυτό μάλλον συνεπάγεται ότι η χρήση του ήταν αρκετά συνηθισμένη. Η σύγκριση με τον αρχηγό των θεών ήταν μία αναγνώριση της πολιτικής του κυριαρχίας, καθώς και των υψηλής αισθητικής «ολύμπιων» αγορεύσεών του. Επιπλέον, ήταν δεδομένος και ο εξαιρετικός τρόπος με τον οποίο τιμούσε την Ασπασία- στην οποία οι κωμικοί έδωσαν το προσωνύμιο «Ήρα», σύζυγο του Δία. Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι ήταν γνωστό πως σε αυτή την περίπτωση , εξάλλου , η υπό συζήτηση θεωρία σχετίζεται με τα έργα του έρωτα, τα οποία σίγουρα είχαν τόσο βαθιά επίδραση πάνω στη σκέψη και τη συμπεριφορά του νεαρού Σωκράτη όσο δεν είχε βιώσει ποτέ άλλοτε. Ο φιλόσοφος ήταν εμποτισμένος από μία λογοτεχνική και ποιητική παράδοση, όπου ο έρωτας καταλάμβανε κεντρική θέση στη ζωή και τη συμπεριφορά του ανθρώπου – μύθοι που αφηγήθηκαν ο Όμηρος και οι τραγικοί ποιητές, καθώς και τα ερωτικά τραγούδια του Αρχίλοχου, της Σαπφούς, του Ανακρέοντα και των άλλων λυρικών ποιητών. Οι φιλοσοφικές του απόψεις για το πώς θα πρέπει να ζει κανείς διαμορφώθηκαν μάλλον μέσα από σημαντικές εμπειρίες που έζησε στα νεανικά του χρόνια. Ανάμεσα στις πιο κρίσιμες από αυτές ήταν, υποθέτω, και η γνωριμία και συναναστροφή του με την Ασπασία, η οποία αναγνωριζόταν ως η πιο ευφραδής γυναίκα της εποχής της και θα έπρεπε για τον λόγο αυτό να θεωρηθεί η γυναίκα με τη μεγαλύτερη πνευματική επιρροή στην αρχαιότητα, μολονότι δεν έτυχε αυτής της αναγνώρισης από αρχαίους και σύγχρονους ιστορικούς, έδινε δύο ερωτικά φιλιά την ημέρα, ένα όταν έφευγε από το σπίτι και ένα όταν γυρνούσε. Τέτοια συμπεριφορά ήταν προφανώς τελείως ασυνήθιστη στη ζωή των αρχαίων Αθηναίων.
Είναι αδύνατον, εκ των υστέρων, να σφάλλουν οι ενδείξεις αυτές για την ταυτότητα της Διοτίμας. Φαίνεται ότι σχεδιάστηκαν από τον Πλάτωνα για να επιβεβαιώσουν ότι η μορφή της Ασπασίας, η οποία αναγνωρίζεται ως η δασκάλα του Σωκράτη στον Μενέξενο, κρύβεται πίσω από τη «σοφή γυναίκα» που πολύ καιρό πριν μετέδωσε στον Σωκράτη τη θεωρία την οποία ξεκίνησε να παρουσιάζει. Για ποιον λόγο ο Πλάτωνας, ο οποίος αποκλείεται να μη γνώριζε για τον εικονιζόμενο ρόλο της Ασπασίας στη σαμιακή υπόθεση και τα επακόλουθά της , θέλησε να αποκαλύψει την ταυτότητά της , αν και χρησιμοποιεί μία τόσο λεπτή μεταμφίεση, που μπορεί να γίνει αντιληπτή από οποιονδήποτε έχει την πρόθεση να σκεφτεί, χωρίς παρωπίδες και ιστορικές προκαταλήψεις, έστω και ελάχιστα πάνω στο ζήτημα, ενώ η σαμιακή εκστρατεία παρουσιάστηκε ως στρατιωτική επιτυχία του Περικλή και γενικά ως τέτοια εκλήφθηκε από τους Αθηναίους, οι πράξεις που τη συνόδευαν θα πρέπει να άφησαν στον Σωκράτη, καθώς επίσης και στους υπόλοιπους Έλληνες, ένα μελανό σημείο που αφορά τον χαρακτήρα τόσο του Περικλή όσο και της Ασπασίας. Για να αποφύγει μία τέτοια κηλίδα που θα επηρέαζε τόσο αρνητικά τη στάση των αναγνωστών για τη θεωρία περί έρωτα της Διοτίμας στο Συμπόσιο, ο Πλάτωνας δεν θέλησε να αναφερθεί ρητά στο όνομα της Ασπασίας ως αυτής που εμπνεύστηκε τη θεωρία, ακόμη κι αν ο Σωκράτης το είχε ο ίδιος αναφέρει.
Σ’ αυτή την περίπτωση, εξάλλου , η υπό συζήτηση θεωρία σχετίζεται με τα έργα του έρωτα, τα οποία σίγουρα είχαν τόσο βαθιά επίδραση πάνω στη σκέψη και τη συμπεριφορά του νεαρού Σωκράτη όσο δεν είχε βιώσει ποτέ άλλοτε. Ο φιλόσοφος ήταν εμποτισμένος από μία λογοτεχνική και ποιητική παράδοση, όπου ο έρωτας καταλάμβανε κεντρική θέση στη ζωή και τη συμπεριφορά του ανθρώπου – μύθοι που αφηγήθηκαν ο Όμηρος και οι τραγικοί ποιητές, καθώς και τα ερωτικά τραγούδια του Αρχίλοχου, της Σαπφούς, του Ανακρέοντα και των άλλων λυρικών ποιητών. Οι φιλοσοφικές του απόψεις για το πώς θα πρέπει να ζει κανείς διαμορφώθηκαν μάλλον μέσα από σημαντικές εμπειρίες που έζησε στα νεανικά του χρόνια. Ανάμεσα στις πιο κρίσιμες από αυτές ήταν, υποθέτω, και η γνωριμία και συναναστροφή του με την Ασπασία, η οποία αναγνωριζόταν ως η πιο ευφραδής γυναίκα της εποχής της και θα έπρεπε για τον λόγο αυτό να θεωρηθεί η γυναίκα με τη μεγαλύτερη πνευματική επιρροή στην αρχαιότητα, μολονότι δεν έτυχε αυτής της αναγνώρισης από αρχαίους και σύγχρονους ιστορικούς.
«Το μόνο πράγμα για το οποίο όντως γνωρίζω», λέει ο Σωκράτης, «είναι ο έρωτας».
O Σωκράτης φαίνεται να εννοεί αυτό που λέει. Οι ακροατές του γνωρίζουν βέβαια ότι η ειρωνεία είναι η ειδικότητά του, οπότε δεν είναι ξεκάθαρο εάν θα πρέπει να πάρουν τη δήλωσή του τοις μετρητοίς. Δεν αμφιβάλλουν ότι λέει την αλήθεια περισσότερο απ’ ότι θα αμφέβαλλαν για την εγκυρότητα του θεού Απόλλωνα, ο οποίος ανακοινώνει τους αινιγματικούς χρησμούς του στους Δελφούς μέσα από το στόμα της θεόπνευστης ιέρειας, της Πυθίας. Αλλά τι εννοεί ο Σωκράτης λέγοντας ότι «γνωρίζει», δεδομένου του ότι είναι ήδη διάσημος για τον ισχυρισμό του ότι «ένα μόνο γνωρίζω, ότι δεν γνωρίζω τίποτα»;
Όπως οι δελφικοί χρησμοί είναι άκρως αμφίσημοι, έτσι και τα λόγια του Σωκράτη συχνά φαίνεται να περιλαμβάνουν κάποιο κρυμμένο μήνυμα. Η λέξη που χρησιμοποιεί ο Σωκράτης για τον «έρωτα», τα ερωτικά, στην κυριολεξία τα ζητήματα που αφορούν τον έρωτα» ή «ο ερωτικός τομέας», πλησιάζει ηχητικά τη λέξη ερωτάν, που σημαίνει «κάνω ερωτήσεις». Καθώς ο Σωκράτης απέκτησε τη φήμη του στοχαστή που έχει μόνο ερωτήματα και όχι απαντήσεις, ίσως το σχόλιό του να αποκρύπτει κάποιο ειρωνικό λογοπαίγνιο. Μήπως υπαινίσσεται στο ακροατήριό του ότι η γνώση που έχει για τον έρωτα έγκειται στην τέχνη των ερωτήσεων;
Το μυστήριο του έρωτα
Αυτά τα οποία λέει ο Σωκράτης στη συνέχεια αποτελούν μία πληρέστατη απάντηση στο ερώτημα «τι είναι έρωτας». Όμως δεν είναι δικά του τα λόγια. Εξηγεί στους ακροατές ότι πρόκειται για την περιγραφή μιας συζήτησης που είχε κάνει πολύ καιρό πριν -όταν ήταν νέος, υποθέτουμε- με μία σοφή γυναίκα που λεγόταν Διοτίμα, στην οποία έκανε ερωτήσεις σχετικά με τον έρωτα και αυτή του απαντούσε. Επομένως, ακόμα και κατά την παρουσίαση της δικής του θέσης για τον έρωτα, ο Σωκράτης παραμένει μάλλον εξεταστής παρά κάποιος που έχει τη δική του άποψη για το θέμα. Αναφέρει τη Διοτίμα ως μία ιέρεια από τη Μαντίνεια, πόλη της κεντρικής Πελοποννήσου, η οποία βρισκόταν περίπου εκατόν εξήντα χιλιόμετρα νοτοδυτικά της Αθήνας. Η πόλη αυτή ήταν διάσημη για τη μουσική και τα είδη χορού της. Ο Σωκράτης υποστήριζε ωστόσο ότι η υπέρτατη μουσική είναι η φιλοσοφία – η επιδίωξη της σοφίας και αυτό που αναζητά από τη Διοτίμα είναι η σοφία. «Η γυναίκα αυτή ήταν η δασκάλα μου», λέει ο Σωκράτης, στα ερωτικά ζητήματα».
Πολλοί εκλαμβάνουν ως διφορούμενη αυτή τη δήλωση, αλλά ο Σωκράτης δεν την αναλύει περαιτέρω και λέγεται ότι κανείς από τους παρευρισκόμενους δεν γέλασε, ούτε ανασήκωσε το φρύδι του. Αυτό που είναι ασυνήθιστο είναι η αναφορά του Πλάτωνα πως ο Σωκράτης, μιλώντας σ’ ένα κοινό που απαρτίζεται εξολοκλήρου από άνδρες, αποδίδει την εκπαίδευσή του σε μία γυναίκα. Σε όλους τους περίπου τριάντα πλατωνικούς διαλόγους, αυτό το γεγονός είναι σχεδόν μοναδικό. Λέμε σχεδόν, καθότι σ’ έναν (και μόνο σ’ έναν) άλλο διάλογο, τον Μενέξενο, ο Σωκράτης περιγράφεται ξεκάθαρα να παίρνει μαθήματα από μία γυναίκα – τη χήρα του Περικλή, την Ασπασία. Η Διοτίμα θεωρείται γενικά φανταστικό πρόσωπο. Το όνομά της σημαίνει «τιμημένη από τον Δία» (ή «αυτή που τιμάει τον Δία»), ενώ το όνομα της πόλης της -Μαντίνεια- φαίνεται ότι επιλέχθηκε για να μας θυμίζει, κάνοντας το αντίστοιχο λογοπαίγνιο με τον μάντη. Έτσι, όπως έχει υποστηριχτεί, ο Σωκράτης αποδίδει μία βαθιά και μυστηριώδη θεωρία για τον έρωτα σε μια γυναίκα με ενορατική ικανότητα, η οποία βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση ώστε να μπορεί να γνωρίζει το νόημά του. Μολονότι δεν μπορούμε να γνωρίζουμε εάν υπήρξε ποτέ μία τέτοια γυναίκα όπως η Διοτίμα, ο Σωκράτης στο Συμπόσιο τη συνδέει με μια συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία, Κάποτε, λέει, χρησιμοποίησε τη σοφία της για λογαριασμό των Αθηναίων, όταν αυτοί έκαναν θυσίες για να απομακρύνουν τον λοιμό, με αποτέλεσμα «να καταφέρει να αναβάλει την εμφάνιση της επιδημίας, η οποία εμφανίστηκε δέκα χρόνια αργότερα απ’ ό,τι προοριζόταν αρχικά».
Δεν έγινε καμιά ιδιαίτερη προσπάθεια να εξηγηθεί αυτός ο παράδοξα συγκεκριμένος ισχυρισμός. Καθώς όμως ο λοιμός ενέσκηψε στην Αθήνα το 430 π.Χ., αυτή η περίεργη αναφορά στρέφει την προσοχή μας στο έτος 440 π.Χ. Τι συνέβη εκείνη τη χρονιά, ώστε να είναι σε θέση ο Σωκράτης να υπαινίσσεται παρεμπιπτόντως ότι ο λοιμός επρόκειτο αρχικά να πλήξει τότε την Αθήνα, Το πιο σημαντικό ιστορικό γεγονός το 440 π.Χ. ήταν η εκστρατεία του Περικλή για να κατακτήσει το ισχυρό νησί της Σάμου, έπειτα από αίτημα, υποτίθεται, της μακροχρόνιας αντιπάλου της στην ιωνική ενδοχώρα, της Μιλήτου. Ήταν ένα γεγονός που απέκτησε αρνητική φήμη για διάφορους λόγους. Κατά πρώτον, ο Περικλής λέγεται ότι διεξήγαγε την εκστρατεία, η οποία περιέλαβε μάχες σε στεριά και θάλασσα, καθώς και μία μακρά πολιορκία, με τρομακτική βιαιότητα. Τη ζοφερή ιστορία αφηγήθηκε ο Δούρις, τύραννος της Σάμου προς το τέλος του 4ου π.Χ. αιώνα, ο οποίος συνέγραψε την ιστορία του νησιού του: Αναφέρει ότι ο Περικλής, αφού νίκησε τους εχθρούς του σε ναυμαχία, κρέμασε πάνω σε σταυρούς στην αγορά της Μιλήτου τους Σάμιους διοικητές και ναυτικούς. Ο φιλόσοφος Μέλισσος, ο οποίος έχει καταγραφεί ως ένας από τους διοικητές του σαμιακού στόλου εναντίον των Αθηναίων και ενδέχεται να γνώριζε προσωπικά τον Σωκράτη από μία επίσκεψη του τελευταίου στη Σάμο σε πιο χαρούμενες εποχές, περίπου δύο δεκαετίες νωρίτερα, μπορεί να ήταν ένα από τα θύματα του Περικλή.
Ο Δούρις συνεχίζει την αφήγηση λέγοντας ότι ο Περικλής διέταξε να χτυπήσουν μέχρι θανάτου με ρόπαλα τους σταυρωμένους Σάμιους έπειτα από δέκα μέρες και να πετάξουν τους νεκρούς χωρίς ταφικές τελετές. Μία τέτοια πράξη θα θεωρούνταν προσβολή ενάντια στους θεούς. Στα μάτια των προληπτικών Ελλήνων, σίγουρα θα δικαιολογούσε κάποια θεϊκή τιμωρία προς τους Αθηναίους και ο λοιμός αποτελούσε μία τυπική μορφή θεϊκής ποινής για μία τέτοια παράβαση. Ωστόσο, καμία συνέπεια δεν προέκυψε άμεσα όταν όμως η επιδημία, θύμα της οποίας λέγεται ότι έπεσε και ο ίδιος ο Περικλής (καθώς και οι δύο μεγαλύτεροι γιοι του, ο Ξάνθιππος και ο Πάραλος), έπληξε την Αθήνα το 430 π.Χ., πολλοί αναγκάστηκαν να πιστέψουν ότι λοιμός ήταν η καθυστερημένη τιμωρία των θεών για την αδίστακτη στάση των Αθηναίων απέναντι στη Σάμο δέκα χρόνια νωρίτερα.
Κατά δεύτερον, είναι ευρέως διαδεδομένο ότι η ανελέητη και αμετανόητη επίθεση του Περικλή στη Σάμο οφειλόταν στην επιθυμία του να ευχαριστήσει τη σύντροφό του Ασπασία, της οποίας η οικογένεια καταγόταν από τη Μίλητο, τη μεγαλύτερη αντίπαλο της Σάμου. Οι Έλληνες ήταν αρκετά εξοικειωμένοι με την έννοια που στα γαλλικά εκφράζει η φράση «cherchez la femme», δηλαδή ότι πίσω από διάφορα γεγονότα και πράξεις μπορεί κανείς να ανακαλύψει ότι έχει βάλει το χέρι της κάποια γυναίκα: Ο μεγαλύτερος Έλληνας ποιητής, ο Όμηρος, θεωρούσε ως αιτία του Τρωικού Πολέμου την Ελένη. Οι κωμικοί ποιητές της εποχής, οι πιο ηλικιωμένοι αντίπαλοι του Αριστοφάνη, ο Κρατίνος και ο Εύπολις, επιτέθηκαν στην Ασπασία με χυδαίους σεξιστικούς όρους για την κακή επιρροή που ασκούσε στους Αθηναίους πολιτικούς και την περιέγραφαν με καθόλου κολακευτικούς όρους ως «πόρνη» και «μητέρα μπάσταρδου παιδιού» (το παιδί μίας μη Αθηναίας γυναίκας μπορούσε να θεωρηθεί παράνομο), σατιρίζοντας την πόλη καταγωγής της, τη Μίλητο, ως αυτή που είχε το μονοπώλιο στην εξαγωγή τέχνη των φαλλών. Η απάντηση του Περικλή σε αυτές τις προσβολές ήταν να προτείνει έναν νόμο προσωρινής λογοκρισίας, ο πρώτος του είδους του που πέρασε στην Αθήνα, με τον οποίο απαγόρευε επιθέσεις σε ζώντα πρόσωπα. Μήπως ο Πλάτωνας αφήνει κάποια υπόνοια για την πραγματική ταυτότητα της Διοτίμας, εγείροντας το θέμα της καθυστερημένης επιδημίας; Είναι η «Διοτίμα» του Συμποσίου η μεταμφίεση του αληθινού προσώπου, της Ασπασίας; Η αναφορά σε γεγονότα του 440 π.Χ. αναμφίβολα θα έφερνε στον νου κάποιων από τους αναγνώστες του Πλάτωνα την πολιορκία της Σάμου από τον Περικλή, τον εικαζόμενο ρόλο της Ασπασίας στην υποκίνησή της και την αποτρόπαια θανάτωση των Σαμίων με τις διαταγές του Περικλή – αδίκημα που μπορεί να παρακίνησε την ανήσυχη Ασπασία να αναζητήσει τον κατευνασμό της θεϊκής δυσαρέσκειας οργανώνοντας εξιλαστήριες θυσίες.
Ένα ακόμα στοιχείο έγκειται ακριβώς στη σημασία του στόματος «Διοτίμαν, τιμημένη από τον Δία». Οι κωμικοί ποιητές (ιδιαίτερα ο Κρατίνος) αποκαλούσαν συχνά τον Περικλή με το προσωνύμιο «Δίας» και αυτό μάλλον συνεπάγεται ότι η χρήση του ήταν αρκετά συνηθισμένη. Η σύγκριση με τον αρχηγό των θεών ήταν μία αναγνώριση της πολιτικής του κυριαρχίας, καθώς και των υψηλής αισθητικής «ολύμπιων» αγορεύσεών του. Επιπλέον, ήταν δεδομένος και ο εξαιρετικός τρόπος με τον οποίο τιμούσε την Ασπασία- στην οποία οι κωμικοί έδωσαν το προσωνύμιο «Ήρα», σύζυγο του Δία. Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι ήταν γνωστό πως σε αυτή την περίπτωση , εξάλλου , η υπό συζήτηση θεωρία σχετίζεται με τα έργα του έρωτα, τα οποία σίγουρα είχαν τόσο βαθιά επίδραση πάνω στη σκέψη και τη συμπεριφορά του νεαρού Σωκράτη όσο δεν είχε βιώσει ποτέ άλλοτε. Ο φιλόσοφος ήταν εμποτισμένος από μία λογοτεχνική και ποιητική παράδοση, όπου ο έρωτας καταλάμβανε κεντρική θέση στη ζωή και τη συμπεριφορά του ανθρώπου – μύθοι που αφηγήθηκαν ο Όμηρος και οι τραγικοί ποιητές, καθώς και τα ερωτικά τραγούδια του Αρχίλοχου, της Σαπφούς, του Ανακρέοντα και των άλλων λυρικών ποιητών. Οι φιλοσοφικές του απόψεις για το πώς θα πρέπει να ζει κανείς διαμορφώθηκαν μάλλον μέσα από σημαντικές εμπειρίες που έζησε στα νεανικά του χρόνια. Ανάμεσα στις πιο κρίσιμες από αυτές ήταν, υποθέτω, και η γνωριμία και συναναστροφή του με την Ασπασία, η οποία αναγνωριζόταν ως η πιο ευφραδής γυναίκα της εποχής της και θα έπρεπε για τον λόγο αυτό να θεωρηθεί η γυναίκα με τη μεγαλύτερη πνευματική επιρροή στην αρχαιότητα, μολονότι δεν έτυχε αυτής της αναγνώρισης από αρχαίους και σύγχρονους ιστορικούς, έδινε δύο ερωτικά φιλιά την ημέρα, ένα όταν έφευγε από το σπίτι και ένα όταν γυρνούσε. Τέτοια συμπεριφορά ήταν προφανώς τελείως ασυνήθιστη στη ζωή των αρχαίων Αθηναίων.
Είναι αδύνατον, εκ των υστέρων, να σφάλλουν οι ενδείξεις αυτές για την ταυτότητα της Διοτίμας. Φαίνεται ότι σχεδιάστηκαν από τον Πλάτωνα για να επιβεβαιώσουν ότι η μορφή της Ασπασίας, η οποία αναγνωρίζεται ως η δασκάλα του Σωκράτη στον Μενέξενο, κρύβεται πίσω από τη «σοφή γυναίκα» που πολύ καιρό πριν μετέδωσε στον Σωκράτη τη θεωρία την οποία ξεκίνησε να παρουσιάζει. Για ποιον λόγο ο Πλάτωνας, ο οποίος αποκλείεται να μη γνώριζε για τον εικονιζόμενο ρόλο της Ασπασίας στη σαμιακή υπόθεση και τα επακόλουθά της , θέλησε να αποκαλύψει την ταυτότητά της , αν και χρησιμοποιεί μία τόσο λεπτή μεταμφίεση, που μπορεί να γίνει αντιληπτή από οποιονδήποτε έχει την πρόθεση να σκεφτεί, χωρίς παρωπίδες και ιστορικές προκαταλήψεις, έστω και ελάχιστα πάνω στο ζήτημα, ενώ η σαμιακή εκστρατεία παρουσιάστηκε ως στρατιωτική επιτυχία του Περικλή και γενικά ως τέτοια εκλήφθηκε από τους Αθηναίους, οι πράξεις που τη συνόδευαν θα πρέπει να άφησαν στον Σωκράτη, καθώς επίσης και στους υπόλοιπους Έλληνες, ένα μελανό σημείο που αφορά τον χαρακτήρα τόσο του Περικλή όσο και της Ασπασίας. Για να αποφύγει μία τέτοια κηλίδα που θα επηρέαζε τόσο αρνητικά τη στάση των αναγνωστών για τη θεωρία περί έρωτα της Διοτίμας στο Συμπόσιο, ο Πλάτωνας δεν θέλησε να αναφερθεί ρητά στο όνομα της Ασπασίας ως αυτής που εμπνεύστηκε τη θεωρία, ακόμη κι αν ο Σωκράτης το είχε ο ίδιος αναφέρει.
Σ’ αυτή την περίπτωση, εξάλλου , η υπό συζήτηση θεωρία σχετίζεται με τα έργα του έρωτα, τα οποία σίγουρα είχαν τόσο βαθιά επίδραση πάνω στη σκέψη και τη συμπεριφορά του νεαρού Σωκράτη όσο δεν είχε βιώσει ποτέ άλλοτε. Ο φιλόσοφος ήταν εμποτισμένος από μία λογοτεχνική και ποιητική παράδοση, όπου ο έρωτας καταλάμβανε κεντρική θέση στη ζωή και τη συμπεριφορά του ανθρώπου – μύθοι που αφηγήθηκαν ο Όμηρος και οι τραγικοί ποιητές, καθώς και τα ερωτικά τραγούδια του Αρχίλοχου, της Σαπφούς, του Ανακρέοντα και των άλλων λυρικών ποιητών. Οι φιλοσοφικές του απόψεις για το πώς θα πρέπει να ζει κανείς διαμορφώθηκαν μάλλον μέσα από σημαντικές εμπειρίες που έζησε στα νεανικά του χρόνια. Ανάμεσα στις πιο κρίσιμες από αυτές ήταν, υποθέτω, και η γνωριμία και συναναστροφή του με την Ασπασία, η οποία αναγνωριζόταν ως η πιο ευφραδής γυναίκα της εποχής της και θα έπρεπε για τον λόγο αυτό να θεωρηθεί η γυναίκα με τη μεγαλύτερη πνευματική επιρροή στην αρχαιότητα, μολονότι δεν έτυχε αυτής της αναγνώρισης από αρχαίους και σύγχρονους ιστορικούς.
ΚΑΤΙ ΗΞΕΡΑΝ ΟΙ ΠΑΠΟΥΔΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΓΙΑΓΙΑΔΕΣ ΠΟΥ ΕΛΕΓΑΝ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΕΝΑΝ ΜΕΓΑΛΟ ΑΝΔΡΑ ΚΡΥΒΕΤΑΙ ΜΙΑ ΜΕΓΑΛΗ ΓΥΝΑΙΚΑ
ΑπάντησηΔιαγραφή