Τρίτη 31 Ιουλίου 2018

Ο Καρλ Μαρξ, η πρόσοδος και η εκμετάλλευση του φυσικού πλούτου

Το γεγονός ότι ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής έχει επικρατήσει και προσπαθεί να επεκταθεί σε όλους τους παραγωγικούς τομείς, εκμεταλλευόμενος ακόμη και τα αγαθά που δίνονται απ’ ευθείας από τη φύση, δεν χρειάζεται και πολλές διευκρινίσεις. Η σύγχρονη οικονομική αντίληψη που προβάλλεται επιχειρεί να πείσει ότι τίποτε δεν μπορεί να είναι δωρεάν, ότι τίποτε δηλαδή δεν ανήκει, ως αυτονόητο, στον πολίτη – καταναλωτή κι ότι όλα, ακόμη και το νερό των πηγών, οφείλουν να ανήκουν στον κεφαλαιοκράτη παραγωγό που τα εκμεταλλεύεται προς ίδιον κέρδος. Φυσικά η εκμετάλλευση των φυσικών πόρων προς όφελος των λίγων ιδιοκτητών δεν είναι καινούργια ιστορία. Η προκαπιταλιστική φεουδαρχία διδάσκει ξεκάθαρα ότι η γη, η βασικότερη πλουτοπαραγωγική πηγή της ανθρώπινης ιστορίας, ανήκει σε συγκεκριμένους ανθρώπους που δικαιωματικά την εκμεταλλεύονται, μετατρέποντας τους υπόλοιπους σε υποτελείς δουλοπάροικους. Η εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου, της ξυλείας, του θαλάσσιου πλούτου κλπ, από συγκεκριμένες εταιρείες θεωρείται κάτι απολύτως φυσικό. Το σύγχρονο νεοφιλελεύθερο οικονομικό δόγμα καθιστά σαφές ότι τίποτε δεν μπορεί να είναι δημόσιο, δηλαδή άμεσα και δωρεάν προσβάσιμο σε όλους τους πολίτες κι εδώ δεν μιλάμε για τα στοιχειώδη αγαθά της ενημέρωσης ή της υγείας ή της παιδείας, αλλά για τα πρωταρχικά αγαθά που συνδέονται με την ίδια την ανθρώπινη βιολογική υπόσταση, όπως το νερό. Η μετατροπή των βασικότερων ανθρώπινων αναγκών σε επιχειρηματική διαδικασία, αποκλειστικά κερδοφόρα, είναι η επισφράγιση της πιο πρωτοφανούς αλλοτρίωσης τόσο σε σχέση με το φυσικό περιβάλλον, που μετατρέπεται σε επιχειρηματικό πεδίο, όσο και μεταξύ των ανθρώπων, αφού η ωφελιμιστική αντίληψη της ατομικής κερδοφορίας μέσα από τις πιο πρωτογενείς προϋποθέσεις της ύπαρξης του άλλου δεν είναι παρά η πιο ανήκουστη ομολογία της υπεροχής του κέρδους έναντι του ανθρώπου. Καθίσταται πλέον σαφές ότι τα προσχήματα δεν έχουν καμία σημασία.
 
Η καθαρά καπιταλιστική εκμετάλλευση των φυσικών πόρων σηματοδοτείται ιστορικά από την παραίτηση των γαιοκτημόνων από οποιαδήποτε εργασία ή ευθύνη που θα μπορούσε να τους εμποδίσει από την απρόσκοπτη κατανάλωση απολαύσεων. Ο γαιοκτήμονας δεν αρκείται να έχει ο ίδιος εργάτες και να τους ξεζουμίζει, γεγονός που προϋποθέτει την ενασχόληση με την εξέλιξη της γεωργίας ή την διαμονή σ’ ένα συγκεκριμένο τόπο για την επιτήρηση της παραγωγής. Θέλει μόνο να εισπράττει για να ζει πολυτελώς στο κοσμοπολίτικο κέντρο της αρεσκείας του. Με άλλα λόγια προτιμά να παραχωρήσει τη γη σ’ έναν ενοικιαστή που θα την εκμεταλλεύεται και θα του δίνει ένα παχυλό χρονιάτικο ενοίκιο: «…ο τρόπος αυτός παραγωγής σπάει τόσο το δεσμό του γαιοκτήμονα με τη γη, που μπορεί να περνάει όλη του τη ζωή στην Κωνσταντινούπολη, ενώ η γαιοκτησία του βρίσκεται στη Σκωτία. Η γαιοκτησία αποκτά έτσι την καθαρά οικονομική της μορφή, αποβάλλοντας όλα τα προηγούμενα πολιτικά και κοινωνικά στολίδια και ανακατώματά της….». Όταν ο Μαρξ μιλάει για «κοινωνικά και πολιτικά στολίδια» δεν αναφέρεται μόνο στον έτσι κι αλλιώς κηρυγμένο πόλεμο ανάμεσα στους αστούς καπιταλιστές και τους γαιοκτήμονες με τις συνακόλουθες πολιτικο – κοινωνικές αναλύσεις εκατέρωθεν, ούτε στους αναλυτές της πολιτικής οικονομίας της εποχής που προσπάθησαν να ταυτίσουν το ενοίκιο (γαιοπρόσοδος) που πλήρωνε ο καπιταλιστής ενοικιαστής – εκμεταλλευόμενος τα χωράφια (και τους εργάτες) –  στον γαιοκτήμονα με τον τόκο που ήταν αποδεκτός από την αστική τάξη. Αναφέρεται στην ίδια την αποξένωση της ιδιοκτησίας της γης από τη γη, δηλαδή στο πέρασμα σε μια παραγωγή άλλου τύπου, που δεν έχει την ελάχιστη αναστολή στη διαχείριση της γης μπροστά στο κέρδος. Ο καπιταλιστής ενοικιαστής δεν έχει λόγο να υπολογίσει ενδεχόμενες ζημιογόνες συμπεριφορές που μπορεί να επέλθουν σε βάθος χρόνου στη γη από την κακή της χρήση. Η γη δεν του ανήκει και ουδόλως ενδιαφέρεται αν την παραδώσει καμένη. Τον ενδιαφέρει η αποδοτικότητά της μόνο κατά το διάστημα που τη νοικιάζει. Με δυο λόγια δεν θέλει να συνεργαστεί με τη γη, θέλει να την ξεζουμίσει. Η αντίληψη του ξεζουμίσματος των φυσικών πόρων στο πλαίσιο της κερδοφορίας είναι η οριστική αποξένωση του ανθρώπου από το φυσικό περιβάλλον, το τελικό σπάσιμο κάθε αρμονίας με τη φύση, αφού παύει να θεωρείται πηγή ζωής, αλλά πηγή κέρδους. Είναι η στιγμή που η οικονομική ανάπτυξη στρέφεται ενάντια στη φύση ή – για το πούμε καλύτερα – η στιγμή που ο άνθρωπος στρέφεται ενάντια στον ίδιο τον εαυτό του. Όσο πιο καρπερή είναι η γη, τόσο πιο μεγάλο ενοίκιο έχει. Όσο ο ενοικιαστής φροντίζει σωστά τη γη – με φυσικά λιπάσματα και αγραναπαύσεις – τόσο αυξάνει την αποδοτικότητά της, δηλαδή ανεβάζει την τιμή της. Με τη λήξη του συμβολαίου ο γαιοκτήμονας θα του ζητήσει μεγαλύτερο ενοίκιο επικαλούμενος την γονιμότητα που ο ενοικιαστής δημιούργησε. Η σωστή αντιμετώπιση της γης από τον ενοικιαστή του γυρίζει μπούμερανγκ. Ο ενοικιαστής οφείλει να φροντίζει τη γη, προκειμένου να αποδώσει το μέγιστο δυνατό, μόνο για το χρονικό διάστημα που ορίζει το συμβόλαιο με τον γαιοκτήμονα. Φυσικά ο ενοικιαστής θέλει συμβόλαιο πολυετές για να δουλέψει σοβαρά τη γη και να καρπωθεί ο ίδιος την αύξηση της παραγωγικότητας που θα προκύψει σε βάθος χρόνου, ενώ ο γαιοκτήμονας πιέζει για συμβόλαια λίγων ετών για να περάσει η δουλειά του ενοικιαστή στο χωράφι (που φυσικά θα ξανανοικιαστεί) ως πρόσοδος.
 
Ο Μαρξ, προκειμένου να καθορίσει την έννοια της προσόδου, παραπέμπει στον ορισμό που έδωσε ο Ρικάρντο: «Πρόσοδος είναι πάντα η διαφορά ανάμεσα στα προϊόντα που παίρνονται από τη χρησιμοποίηση δύο ίσων ποσών κεφαλαίου και εργασίας». Αν λοιπόν σ’ ένα γόνιμο χωράφι υπάρχει μεγαλύτερη παραγωγή απ’ ότι σ’ ένα άγονο, ενώ χρησιμοποιήθηκε η ίδια ποσότητα κεφαλαίου (σε πρώτες ύλες, φυτοφάρμακα κτλ.) και ανθρώπινης εργασίας και στα δύο, η διαφορά αυτή της παραγωγής (που φυσικά είναι και διαφορά στο κέρδος) λέγεται πρόσοδος. Κι επειδή μιλάμε για γη, λέγεται γαιοπρόσοδος και παίζει το βασικότερο ρόλο στην τιμή της ενοικίασης των χωραφιών. Όσο μεγαλύτερη γαιοπρόσοδο παράγουν, τόσο υψηλότερο και το ενοίκιο. Για την ακρίβεια η γαιοπρόσοδος είναι το ενοίκιο που διεκδικεί ο γαιοκτήμονας. Τα οριακά γόνιμα χωράφια, τα χωράφια δηλαδή που προσφέρουν ελάχιστη έως και μηδαμινή γαιοπρόσοδο είναι οι περιπτώσεις που, κατά τον Μαρξ, γεννιέται η απόλυτη γαιοπρόσοδος, που δημιουργείται δηλαδή μια πρόσοδος με μακροχρόνιες ενοικιάσεις ή με ενοικιάσεις μαζί με γονιμότερα χωράφια – ο γαιοκτήμονας συνήθως κατέχει χωράφια όλων των ποιοτήτων – ή με τη συρρίκνωση του μεροκάματου των εργατών ή (το πιθανότερο) με όλα αυτά μαζί. (Τα χωράφια αυτά είναι το όριο. Αν κάποιο χωράφι προσφέρει μικρότερη παραγωγή από αυτά, κρίνεται ακατάλληλο για καλλιέργεια. Οπωσδήποτε, το κάθε γεωργικό προϊόν έχει τα δικά του σταθμά). Φυσικά την αξία των παραγόμενων προϊόντων την προσφέρουν οι εργάτες και μόνο οι εργάτες, αφού αξία παράγει μόνο η καλλιέργεια της γης κι όχι η ιδιοκτησία ή η ενοικίαση. Με άλλα λόγια βρισκόμαστε μπροστά σε δύο συνεκμεταλλευτές της εργατικής υπεραξίας, που εμφανίζονται ως αντίπαλοι (και πράγματι είναι), αφού τσακώνονται για το ποιος θα πρωτοπάρει την ξένη υπεραξία. «Κάθε γαιοπρόσοδος είναι υπεραξία, προϊόν υπερεργασίας». Η δικαιολογία των αφεντικών ότι πρέπει να κατεβάσουν τους μισθούς γιατί έχουν υψηλά ενοίκια, είναι η ομολογία ότι οι σφετεριστές της υπεραξίας δεν μπορούν να τα βρουν και πρέπει να πληρώσει και πάλι ο εργαζόμενος προσφέροντας μεγαλύτερη ποσότητα υπεραξίας. Για να γίνει σαφέστερος στην έννοια της προσόδου ο Μαρξ παραθέτει το παράδειγμα του καταρράχτη: «…υποθέτουμε ότι τα εργοστάσια μιας δοσμένης χώρας κινούνται στο μεγαλύτερό τους μέρος με ατμομηχανές, ένας ορισμένος μικρότερος αριθμός των εργοστασίων όμως κινείται με φυσικές υδατοπτώσεις. Ας υποθέσουμε ότι η τιμή παραγωγής σ’ αυτούς τους κλάδους της βιομηχανίας είναι 115 για μια μάζα εμπορευμάτων, για την οποία καταναλώθηκε ένα κεφάλαιο 100 μονάδων. Το κέρδος 15% υπολογίζεται όχι μόνο με βάση το καταναλωμένο κεφάλαιο των 100, αλλά με βάση όλο το κεφάλαιο, που χρησιμοποιήθηκε στην παραγωγή αυτής της εμπορευματικής αξίας… Μια και οι ακριβείς αριθμητικές σχέσεις δεν έχουν εδώ απολύτως καμιά σημασία, θα υποθέσουμε παρακάτω ότι η τιμή κόστους στα εργοστάσια που κινούνται με τη δύναμη του νερού είναι μόνο 90 αντί 100. Επειδή η ρυθμίζουσα την αγορά τιμή παραγωγής του μεγαλύτερου μέρους των εμπορευμάτων αυτών = 115, με κέρδος 15%, οι εργοστασιάρχες που κινούν τις μηχανές τους με τη δύναμη του νερού θα πουλήσουν την παραγωγή τους επίσης προς 115, δηλαδή με τη μέση τιμή που ρυθμίζεται από την αγοραία τιμή. Γι’ αυτό το κέρδος τους θα φτάσει τις 25 μονάδες αντί 15. Η ρυθμίζουσα τιμή παραγωγής τους επιτρέπει να βγάλουν ένα πρόσθετο κέρδος 10%… Το πρόσθετο κέρδος των παραγωγών, που χρησιμοποιούν σαν κινητήρια δύναμη τη φυσική υδατόπτωση, είναι κατ’ αρχήν ανάλογο με κάθε πρόσθετο κέρδος… Η εργασία που χρησιμοποιείται εδώ είναι πιο παραγωγική, η ατομική παραγωγική δύναμή της είναι μεγαλύτερη από την παραγωγική δύναμη της εργασίας στα περισσότερα εργοστάσια του ίδιου είδους». Είναι η στιγμή που τα φυσικά φαινόμενα έχουν τεράστια καπιταλιστική σημασία. Που η ιδιοποίηση της φύσης μετατρέπεται σε προσωπικό κέρδος. Ο καταρράχτης μπορεί να δουλέψει για τις τσέπες των κεφαλαιοκρατών. Είναι προφανές ότι αυτά τα συμπεράσματα ανοίγουν όλο και περισσότερο την καπιταλιστική όρεξη.
 
Σήμερα η καπιταλιστική εκμετάλλευση ενός καταρράχτη ή της γης είναι πραγματικό πταίσμα μπροστά στα συμφέροντα που διακυβεύονται. Το εξαιρετικό ντοκιμαντέρ «The Corporation» δείχνει την απίστευτη ασυδοσία των εταιρειών παραθέτοντας εξοργιστικά παραδείγματα καθαρής εγκληματικής δράσης τόσο σε βάρος της φύσης, όσο και σε βάρος των εργαζομένων. Καθίσταται απολύτως σαφές ότι η φύση – και κατ’ επέκταση οι άνθρωποι – χρήζουν μηδαμινής σημασίας μπροστά στα κέρδη των εταιρειών. Και δεν είναι εξοργιστική μόνο η μόλυνση και η ληστρική καταδυνάστευση του φυσικού πλούτου σε βάρος της δημόσιας υγείας των κατοίκων – αλλά και του πλανήτη συνολικά – ούτε οι υποκριτικές οικολογικές καμπάνιες των εταιρειών που λειτουργούν μόνο διαφημιστικά, είναι η ίδια η αίσθηση της απόλυτης – χωρίς προηγούμενο – κυριαρχίας που μετατρέπει τα αυτονόητα ανθρωπιστικά δικαιώματα σε μηδαμινότητες. Ο πόλεμος του νερού δεν είναι παρά η επισφράγιση της πιο επαίσχυντης ασυδοσίας που πλέον θέλει να κερδίζει από τα πάντα. Στο «The Corporation» αναφέρεται η περίπτωση του νερού στην πόλη Coordinadora της Βολιβίας. Η εταιρεία Bechtel το 1999 αγόρασε και μπορούσε να εκμεταλλευτεί όχι μόνο το νερό της ύδρευσης, αλλά ακόμα και το νερό της βροχής. Οι κάτοικοι δεν δικαιούνταν ούτε να συλλέξουν το βρόχινο νερό με λεκάνες. Οι εξωφρενικές αυξήσεις 200 – 300% έκαναν τον κόσμο να βγει στους δρόμους. Φυσικά η κυβέρνηση στάθηκε ανένδοτος υπερασπιστής του δίκιου της εταιρείας. Οι συγκρούσεις με την αστυνομία έφεραν δεκάδες τραυματίες και περιπτώσεις τύφλωσης από τα δακρυγόνα. Στις 9 Απριλίου του 2000 υπήρξαν 6 νεκροί. Στις 10 το νερό επέστρεψε στους κατοίκους. Η εταιρεία απευθύνθηκε στα δικαστήρια απαιτώντας ασύλληπτες αποζημιώσεις από έναν πάμφτωχο λαό που δεν επέτρεψε «τις επενδύσεις» στο νερό. Υπάρχουν κι άλλα παρόμοια παραδείγματα αποτυχημένων προσπαθειών ιδιωτικοποίησης του νερού. Οι εταιρείες φαίνεται να έχουν και υπομονή και πείσμα και οι πολιτικοί παγκοσμίως δεν δείχνουν διάθεση να τις περιορίσουν.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου