Τρίτη 30 Μαΐου 2017

ΡΗΤΟΡΙΚΗ: ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ - Φιλίππου ἐπιστολή (16-19)

[16] Εἰς τοῦτο δὲ προβεβήκαμεν ἔχθρας ὥστε βουλόμενος ταῖς ναυσὶν εἰς τὸν Ἑλλήσποντον παραβαλεῖν ἠναγκάσθην αὐτὰς παραπέμψαι διὰ Χερρονήσου τῇ στρατιᾷ, τῶν μὲν κληρούχων κατὰ τὸ Πολυκράτους δόγμα πολεμούντων ἡμῖν, ὑμῶν δὲ τοιαῦτα ψηφιζομένων, τοῦ δὲ στρατηγοῦ Βυζαντίους τε παρακαλοῦντος καὶ διαγγέλλοντος πρὸς ἅπαντας ὅτι πολεμεῖν αὐτῷ προστάττετε, ἂν καιρὸν λάβῃ. τοιαῦτα δὲ πάσχων ὅμως τῆς πόλεως καὶ τῶν τριήρων καὶ τῆς χώρας ἀπεσχόμην, ἱκανὸς ὢν τὰ πλεῖστα λαβεῖν ἢ πάντα, καὶ διατετέλεκα προκαλούμενος ὑμᾶς εἰς κρίσιν ἐλθεῖν ὑπὲρ ὧν αἰτιώμεθ᾽ ἀλλήλους.

[17] καίτοι σκοπεῖσθε πότερον κάλλιόν ἐστιν ὅπλοις ἢ λόγοις διακρίνεσθαι, καὶ πότερον αὐτοὺς εἶναι βραβευτὰς ἢ πεῖσαί τινας ἑτέρους· καὶ λογίζεσθ᾽ ὡς ἄλογόν ἐστιν Ἀθηναίους Θασίους μὲν καὶ Μαρωνίτας ἀναγκάσαι περὶ Στρύμης διακριθῆναι λόγοις, αὐτοὺς δὲ πρὸς ἐμὲ μὴ διαλύσασθαι περὶ ὧν ἀμφισβητοῦμεν τὸν τρόπον τοῦτον, ἄλλως τε καὶ γιγνώσκοντας ὅτι νικηθέντες μὲν οὐδὲν ἀποβαλεῖτε, κρατήσαντες δὲ λήψεσθε τὰ νῦν ὑφ᾽ ἡμῖν ὄντα.

[18] Πάντων δέ μοι δοκεῖ παραλογώτατον εἶναι, διότι πέμψαντος ἐμοῦ πρέσβεις ἀπὸ τῆς συμμαχίας πάσης, ἵν᾽ ὦσι μάρτυρες, καὶ βουλομένου ποιήσασθαι πρὸς ὑμᾶς δικαίας ὁμολογίας ὑπὲρ τῶν Ἑλλήνων, οὐδὲ τοὺς περὶ τούτων λόγους ἐδέξασθε παρὰ τῶν πρεσβευόντων, ἐξὸν ὑμῖν ἢ τῶν κινδύνων ἀπαλλάξαι τοὺς δυσχερὲς ὑποπτεύοντάς τι καθ᾽ ἡμῶν, ἢ φανερῶς ἐξελέγξαι με φαυλότατον ὄντα τῶν ἁπάντων.

[19] τῷ μὲν οὖν δήμῳ ταῦτα συνέφερε, τοῖς δὲ λέγουσιν οὐκ ἐλυσιτέλει. φασὶ γὰρ οἱ τῆς πολιτείας τῆς παρ᾽ ὑμῖν ἔμπειροι τὴν μὲν εἰρήνην πόλεμον αὐτοῖς εἶναι, τὸν δὲ πόλεμον εἰρήνην· ἢ γὰρ συναγωνιζομένους τοῖς στρατηγοῖς ἢ συκοφαντοῦντας ἀεί τι λαμβάνειν παρ᾽ αὐτῶν, ἔτι δὲ τῶν πολιτῶν τοῖς γνωριμωτάτοις καὶ τῶν ἔξωθεν τοῖς ἐνδοξοτάτοις λοιδορουμένους ἐπὶ τοῦ βήματος περιποιεῖσθαι παρὰ τοῦ πλήθους δόξαν ὡς εἰσὶ δημοτικοί.

***
 [16] Η έχθρα μας έχει προχωρήσει σε τέτοιο βαθμό, ώστε, ενώ ήθελα να στείλω τον στόλο στον Ελλήσποντο, αναγκάστηκα να τον στείλω κατά μήκος της ακτής μαζί με τον στρατό ξηράς μέσω της Χερρονήσου, επειδή οι κληρούχοι σας πολεμούσαν εναντίον μου σύμφωνα με πρόταση του Πολυκράτη και δική σας παρόμοια απόφαση, ενώ ο στρατηγός σας καλούσε σε βοήθεια τους Βυζαντίους και διακήρυττε δημόσια προς όλους ότι οι διαταγές σας προς αυτόν ήταν να κάνει πόλεμο εναντίον μου, αν βρει ευκαιρία. Και μολονότι πάθαινα αυτά, εντούτοις απέφυγα να κάνω κακό στην πόλη, στις τριήρεις σας και στην ύπαιθρο χώρα, αν και ήμουν σε θέση να αρπάξω τα περισσότερα, αν όχι όλα, και συνεχώς σας προκαλούσα να προσφύγουμε σε διαιτησία για όσα ζητήματα κατηγορούσαμε η μια πλευρά την άλλη.

[17] Αλήθεια, σκεφθείτε, ποιο είναι περισσότερο τιμητικό για μας, να λύσουμε τις διαφορές μας με τα όπλα ή με διαπραγματεύσεις; Να είμαστε οι ίδιοι κριτές των διεκδικήσεών μας ή να πείσουμε κάποιους άλλους να αναλάβουν τη διαιτησία; Ακόμη αναλογισθείτε πόσο παράλογο είναι να αναγκάζετε σεις οι Αθηναίοι τους Θασίους και τους Μαρωνίτες, να λύσουν τις διαφορές τους με διαπραγματεύσεις (με προσφυγή σε διαιτησία) για τη Στρύμη, αλλά οι ίδιοι εσείς να μην δέχεστε να λύσετε με εμένα με τον ίδιο τρόπο τις μεταξύ μας διαφορές, παρόλο που ξέρετε ότι, αν δεν κερδίσετε την υπόθεση, δεν έχετε να χάσετε τίποτε, ενώ, αν την κερδίσετε, θα πάρετε όσες περιοχές κατέχω τώρα εγώ.

[18] Το πιο παράλογο από όλα νομίζω πως είναι ότι, ενώ εγώ έστειλα πρέσβεις σε όλους τους συμμάχους μου, για να παρίστανται ως μάρτυρες, και ενώ επιθυμούσα να συνάψω μαζί σας δίκαιη συνθήκη προς το συμφέρον των Ελλήνων, δεν δεχτήκατε ούτε καν να ακούσετε τους αντιπροσώπους μου σχετικά με αυτά, ενώ μπορούσατε να απαλλάξετε από τους κινδύνους όσους απέδιδαν σε εμένα κάποια σκοτεινά ελατήρια ή να με ξεσκεπάσετε τελείως ως τον χειρότερο άνθρωπο από όλο τον κόσμο.

[19] Αυτά βέβαια ήταν προς το συμφέρον του λαού, αλλά αντίθετα προς τα συμφέροντα των πολιτικών σας. Όσοι γνωρίζουν πολύ καλά την πολιτική σας, λένε ότι γι᾽ αυτούς ειρήνη σημαίνει πόλεμος και πόλεμος σημαίνει ειρήνη. Γιατί είτε υποστηρίζοντας είτε συκοφαντώντας τους στρατηγούς σας πάντοτε κάτι κερδίζουν από αυτούς· ακόμη, εκστομίζοντας από το βήμα ύβρεις άλλοτε εναντίον των πιο επιφανών συμπολιτών τους, άλλοτε εναντίον των πιο ευυπόληπτων ξένων, κερδίζουν από τον λαό τη φήμη ότι είναι άνθρωποι δικοί του.

Οι αδιέξοδες περιπλανήσεις του Αλκιβιάδη

 416 πΧ  Στο σπίτι του ποιητή Αγάθωνα έχουν συγκεντρωθεί φίλοι του, διακεκριμένα πρόσωπα της Αθήνας, για να γιορτάσουν τη νίκη του στους τραγικούς αγώνες. Aνάμεσά τους και ο Σωκράτης. Πίνουν, διασκεδάζουν και συζητούν για τον έρωτα.1 H νύχτα κυλά ήρεμα, χωρίς απρόοπτα, ως τη στιγμή που εμφανίζεται απροσδόκητα ο Αλκιβιάδης: μεθυσμένος, στεφανωμένος με κισσό και μενεξέδες, συνοδευόμενος από μια αυλητρίδα, εύθυμος, ίδιος έφηβος, παρά τα τριάντα πέντε του χρόνια, κάθεται δίπλα στον Σωκράτη και αρχίζει αυθόρμητα να εξομολογείται τον έρωτά του για τον Δάσκαλο.
 
Η θορυβώδης είσοδός του συνιστά την πιο γλαφυρή περιγραφή της προσωπικότητάς του. Ορμητικός, ενθουσιώδης, γοητευτικός, όπου κι αν εμφανιζόταν ο Αλκιβιάδης βρισκόταν στο επίκεντρο της προσοχής όλων. Τα εξαιρετικά του χαρίσματα, η σκανδαλώδης ζωή και η πολιτική του δράση, τον καθιστούν μία από τις πιο φημισμένες και πολυσυζητημένες μορφές της κλασικής Αθήνας. Έτσι το ερώτημα «ποιος ήταν ο Αλκιβιάδης;» μπορεί να θεωρηθεί περιττό, καθώς η επίσημη ιστοριογραφία, σύγχρονη και μεταγενέστερή του, έχει αποφανθεί οριστικά για το πρόσωπό του. O Αλκιβιάδης ήταν ένας δημαγωγός, νοσηρά φιλόδοξος, καιροσκόπος, άνθρωπος αδίστακτος, διεφθαρμένος, παραδομένος σε κάθε λογής σωματικές ηδονές και στο πάθος της εξουσίας. Ένας προδότης, ο μεγαλύτερος ίσως προδότης της Ιστορίας, ήταν εκείνος που, χωρίς ηθικούς ενδοιασμούς, οδήγησε την πατρίδα του στην ολοσχερή καταστροφή της.2 H απάντηση μοιάζει με ετυμηγορία, βασισμένη σε στοιχεία ακλόνητα που δεν αφήνουν περιθώρια αντιρρήσεων, ωστόσο, εξετάζοντας τα κίνητρα της ανθρώπινης συμπεριφοράς συναντούμε πάντα έναν αντίλογο που δεν είναι δυνατόν να παραβλέψουμε, έναν αντίλογο που μοιάζει με την «πραγματικότητα» του πλατωνικού αισθητού, όπου καθετί άσχημο ενέχει και κάτι όμορφο, καθετί άδικο από μια άλλη άποψη φαντάζει δίκαιο κ.ο.κ.
 
Μέσα από αυτό το πρίσμα, μια επανεξέταση του ζητήματος δεν θα ήταν άσκοπη, καθώς μπορεί να φωτίσει περισσότερο τον άνθρωπο που, ακόμη και μετά θάνατον, δεν έπαψε να απασχολεί τους συμπολίτες του.3 O Αλκιβιάδης γεννιέται το 450 π.Χ. Γιος του Κλεινία και της Δεινομάχης, Ευπατρίδης από την πλευρά του πατέρα του και Αλκμεωνίδης από τη μητέρα του, ανιψιός και κηδεμονευόμενος του Περικλή, έχει μια ένδοξη καταγωγή που του υπόσχεται λαμπρές προοπτικές για τη μετέπειτα ζωή του. Γεννιέται και ζει την εποχή του αθηναϊκού μεγαλείου. H Αθήνα, πανίσχυρη χάρη στο ναυτικό της και τους πολιτικούς χειρισμούς του Περικλή, ηγετική δύναμη μιας εκτεταμένης στον ηπειρωτικό και νησιωτικό ελλαδικό χώρο συμμαχίας, οικονομικά ακλόνητη, αποτελεί «Ελλάδος παίδευσιν», το πνευματικό κέντρο που προσελκύει τους σπουδαιότερους σοφούς τού τότε γνωστού κόσμου. H δημοκρατία μεσουρανεί, θεμελιωμένη σε θεσμούς που εισήγαγε ή ενίσχυσε ο Περικλής.4
 
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, ο Αλκιβιάδης αποκτά όλα τα εφόδια για μια λαμπρή πολιτική σταδιοδρομία. O πόθος του να ασχοληθεί με τον δημόσιο βίο είναι αυτονόητος, όχι μόνο επειδή αυτός συνιστά την πεμπτουσία της ύπαρξης των Αθηναίων, αλλά και επειδή ζει και μεγαλώνει στην οικία του Περικλή, ένα κατεξοχήν πολιτικό περιβάλλον, οπότε εξοικειώνεται από νωρίς με την πολιτική πράξη. Οι παραπάνω καταβολές, σε συνδυασμό με την επίγνωση των δυνατοτήτων του, επιδρούν καθοριστικά στη ζωή του, δημιουργώντας ήδη από την εφηβική του ηλικία την ανάγκη να διακριθεί και να πρωτεύσει.
 
Τα προτερήματά του πολλά: απαράμιλλη ομορφιά, χάρη στην οποία γοητεύει όλους όσοι τον συναναστρέφονται,5 ρητορική δεινότητα, ευστροφία και διορατικότητα, δυναμισμός, εξαιρετικές στρατηγικές ικανότητες, ετοιμότητα στη λήψη αποφάσεων, του δίνουν ένα σαφές προβάδισμα έναντι των υπολοίπων.6
 
Πλάι σ' αυτά του τα χαρίσματα, μια σειρά ελαττωμάτων εξί­σου αξιοπρόσεκτων: υπερβολική αυτοπεποίθηση, που αγγί­ζει τα όρια του θράσους και της αλαζονείας, τάσεις επίδειξης μέσω αλόγιστης σπατάλης χρημάτων, ροπή προς ακρότητες και σκάνδαλα προκειμένου οι συμπολίτες του να ασχολούνται μαζί του, οριστικότητα και έκλυτος ερωτικός βίος.7 Με όλα τούτα τα θετικά και αρνητικά στοιχεία, ο Αλκιβιάδης δεν θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητος.
 
H προκλητική του συμπεριφορά δημιούργησε από νωρίς πολλούς εχθρούς στις τάξεις των πολιτικών, ο αθηναϊκός δήμος ωστόσο, αν και προς στιγμήν σκανδαλιζόταν, παρέβλεπε και συγχωρούσε όλες του τις παρεκτροπές, χαρακτηρίζοντάς τες «παιδιας καΐ φιλοτιμίας», παιχνίδια και καμώματα (Πλουτ. 16). Ο λαός γοητεύεται από τον Αλκιβιάδη και με την επιείκεια και την ανοχή του τον ενθαρρύνει ωθώντας τον σε περαιτέρω σκάνδαλα. Εκείνος με τη σειρά του δεν μένει ασυγκίνητος από την αγάπη που του δείχνουν οι Αθηναίοι.
 
Οι Αθηναίοι τον ξεχωρίζουν από τους υπόλοιπους, σαν να εί­ναι το αγαπημένο τους παιδί, υποκύπτουν στη γοητεία του λόγου και της μορφής του, κι αυτός κάνει τα πάντα για να διατηρήσει την πρωτοκαθεδρία στην καρδιά τους. Θέλοντας να είναι ο μοναδικός μέσα στη δημοκρατία στρέφεται στην πολιτική και οραματίζεται να ξαναζωντανέψει με το δικό του τρόπο την «ενός ανδρός αρχήν» του Περικλή. Τίποτε δεν μπορεί να τον εμποδίσει να κάνει το όνειρό του πραγματικότητα, ούτε καν ο δάσκαλός του, ο Σωκράτης, ο οποίος δεν παύει να του υπενθυμίζει ότι είναι αδύνατον να κυβερνήσει δίκαια τον αθηναϊκό λαό, αν δεν φροντίσει προηγουμένως να γνωρίσει και να βελτιώσει τον εαυτό του.8 Ο Αλκιβιάδης εμφανίζεται στον πολιτικό στίβο το 420 π.Χ., σε ηλικία μόλις τριάντα ετών, όταν εκλέγεται στο ύπατο αξίωμα του στρατηγού και παίρνει στα χέρια του την τύχη της πόλης του.
 
Εν τω μεταξύ, το σκηνικό στην Αθήνα έχει μεταβληθεί: στα έντεκα χρόνια που έχουν περάσει από τη στιγμή που ξεκίνησε ο Πελοποννησιακός Πόλεμος, το κλεινόν άστυ έχει υποστεί σημαντικές ήττες, η οικονομία κλονίζεται, τα κρούσματα αποστασίας στους κόλπους της Ηγεμονίας πολλαπλασιάζονται. Ο Περικλής έχει πεθάνει και στην πολιτική σκηνή επικρατούν δημαγωγοί, άνθρωποι ατάλαντοι και εκφυλισμένοι, οι οποίοι θυσιάζουν το συλλογικό συμφέρον στο βωμό των προσωπικών τους φιλοδοξιών (Θουκ. 2.65). Ο Αλκιβιάδης ακτινοβολεί και επισκιάζει τους πάντες. H πολιτική του, παράτολμη και διάφορη από εκείνη του Περικλέους, εισηγείται και υπερασπίζεται τον ιμπεριαλισμό. Προτείνει, στην κρίσιμη στιγμή της επισφαλούς ειρήνης με τη Σπάρτη, την εκστρατεία στη Σικελία (416 π.Χ.). Οραματίζεται να επεκτείνει την κυριαρχία της Αθήνας στη Δύση και να καταστήσει την πατρίδα του πανίσχυρη, αδιαφιλονίκητη ηγέτιδα του ελλαδικού χώρου. H συνείδηση της προσωπικής του υπεροχής ταυτίζεται με την υπερηφάνεια της πόλεως.

Η αγόρευσή του συνεπαίρνει τους Αθηναίους (Θουκ. 6.17­18). «Την ηγεμονία μας έτσι την αποκτήσαμε ... βοηθώντας πρόθυμα οποιονδήποτε Έλληνα ή βάρβαρο κάθε φορά που το ζητούσε, γιατί, βέβαια, αν μέναμε άπρακτοι (εἰ ἡσυχάζοιεν) . λίγα θα προσθέταμε στην ηγεμονία μας ή μάλλον θα εκθέταμε σε κίνδυνο την ίδια μας την ύπαρξη . Και δεν είναι δυνατόν να αντιλαμβάνεστε εσείς την ησυχία (τό ἥσυχον) όπως οι άλλοι, εκτός και αν αλλάξετε και τις αρχές της ζωής και της δράσης σας όμοια με των άλλων». Υπέρμαχος του δόγματος της πολυπραγμοσύνης,9 εκφράζει απόλυτα την ιδιοσυγκρασία των Αθηναίων, οι οποίοι θεωρούν «ξυμφοράν τε οὐχ ἧσσον ἡσυχίαν ἀπράγμονα ἤ ἀσχολίαν ἐπίπονον» (1.70). Στην εν λόγω χρονική στιγμή, ο Αλκιβιάδης και ο αθηναϊκός δήμος συνιστούν δύο μορφές τέλεια εναρμονισμένες και αλληλεξαρτώμενες. «Παρά δύναμιν τολμηταί καί παρά γνώμην κινδυνευταί  ἄοκνοι και ἀποδημηταί» (1.70), οι Αθηναίοι έχουν τις ίδιες φιλοδοξίες και επιδιώξεις με εκείνον, προσβλέποντας στα υλικά οφέλη που θα αποκομίσουν από την κατάκτηση της Σικελίας (6.19, 24). Τα γεγονότα ωστόσο που ακολουθούν ανατρέπουν την αισιοδοξία και τον ενθουσιασμό που επικρατεί: η κοπή των Ερμών, παραμονές της σικελικής εκστρατείας, και οι καταγγελίες που αόριστα εμπλέκουν το όνομα του Αλκιβιάδη στην υπόθεση, δημιουργούν ανησυχία και τρόμο στον αθηναϊκό λαό. Οι πολιτικοί του αντίπαλοι εκμεταλλεύονται τεχνηέντως τις νεανικές απερισκεψίες και θρασύτητές του. Ο λαός, επιρρεπής σε προλήψεις και φοβικός αναφορικά με την ανατροπή της δημοκρατίας, αρχίζει να αμφιβάλλει γι' αυτόν,10 ωστόσο δεν τον δικάζει, παρά τις επίμονες παρακλήσεις του (Θουκ. 6.29).
 
 Ο Αλκιβιάδης ξεκινά για τη Σικελία αφήνοντας πίσω εχθρούς που ενεργούν ανενόχλητοι εναντίον του, με αποτέλεσμα την ανάκλησή του. Την απόφαση του δήμου τού αναγγέλλει η Σαλαμινία. Πρέπει να επιστρέψει στην Αθήνα, για να εκδικαστεί η υπόθεσή του. Εκείνος δραπετεύει· στους Θουρίους κι από εκεί στο Άργος, όπου πληροφορείται ότι οι Αθηναίοι τον καταδίκασαν σε θάνατο, δήμευσαν την περιουσία του, χάραξαν σε στήλη το όνομά του και του απήγγειλαν κατάρες. Τότε παίρνει την πιο παράτολμη απόφαση της ζωής του: να καταφύγει στη Σπάρτη!
 
Γιατί αυτή η αντίδραση; Οι αντιπρόσωποι των Αθηναίων δεν είχαν εντολή να τον συλλάβουν.11 Ο ίδιος δεν ήταν ένοχος. Είχε τη δυνατότητα να αρνηθεί να ακολουθήσει, να παραμείνει στη Σικελία, όπου όλος ο στρατός ήταν με το μέρος του, να νικήσει και κατόπιν να επιστρέψει για να κριθεί. Δεν το έκανε. Ο Αλκιβιάδης αισθάνθηκε προδομένος από τον αθηναϊκό λαό, αυτόν που με την κατάκτηση της Σικελίας θέλησε να καταστήσει παντοδύναμο, το λαό που ενστερνίστηκε το όραμά του και που, σε μια μόνο στιγμή, παρασυρμένος από τους εχθρούς του, τον αμφισβήτησε, τον εκμηδένισε. H αίσθηση της απόρριψης υπερίσχυσε και τον οδήγησε σε μια τέτοια απόφαση. «Ο Αλκιβιάδης ακολούθησε από προσωπική φιλοδοξία το δρόμο που άνοιξαν οι λαϊκές επιθυμίες. Οι Αθηναίοι θα δειχθούν με την πολιτική τους τόσο ανακόλουθοι απέναντί του, όσο ανακόλουθοι είχαν δειχθεί και απέναντι στον Περικλή στην αρχή του πολέμου».12 Μόνο που ο Αλκιβιάδης δεν ενεργεί με τη λογική, όπως ο Περικλής· κατακλύζεται από το συναίσθημα. Δεν είναι σε θέση ούτε και επιδιώκει να συγκρατήσει το δήμο από ολέθριες παρεκτροπές. Δεν κυβερνά χαλιναγωγώντας τα πάθη των μαζών. Κυβερνά με το πάθος του, το οποίο αξιώνει να ενστερνιστεί ο λαός. Αν ο Περικλής υπήρξε «ο πατέρας» που νουθετούσε το πλήθος, ο Αλκιβιάδης είναι το «παιδί», που θεωρεί αυτονόητο ότι πρέπει να του έχουν εμπιστοσύνη.13 H αμφισβήτηση του λαού επισύρει την οργή και την εκδικητικότητά του. Έτσι καταφεύγει εξόριστος στη Σπάρτη, αδικημένος από την πατρίδα του κι αποφασισμένος να της στερήσει ό, τι μέχρι τώρα της είχε χαρίσει ανεπιφύλακτα: το όραμά του και, κάτι περισσότερο, τον ίδιο του τον εαυτό.
 
Στη Σπάρτη, με θάρρος, αυτοπεποίθηση και ωμό ρεαλισμό, εξηγεί τους λόγους που τον οδήγησαν ν' αλλάξει στρατόπεδο και να ενεργήσει εναντίον της πατρίδας του: «και έχω την αξίωση να μη με θεωρήσει κανείς σας τιποτένιο, επειδή, ενώ άλλοτε είχα θεωρηθεί πατριώτης (φιλόπολις), σήμερα χτυπώ με τόσο πάθος την πατρίδα μου σε συνεργασία με τους χειρότερους εχθρούς μου ούτε να δυσπιστεί στα επιχειρήματά μου, αποδίδοντάς τα στο ζήλο ενός εξόριστου . Χειρότεροι εχθροί μου δεν είναι εκείνοι που, όπως εσείς, έβλαψαν κάπου τους εχθρούς του, αλλά εκείνοι που ανάγκασαν τους φίλους να γίνουν εχθροί. Δεν αισθάνομαι πατριωτισμό όταν με αδικούν (τό τε φιλόπολι οὐκ ἐν ᾦ αδικούμαι), τον αισθάνομαι εκεί όπου ασκώ με ασφάλεια τα πολιτικά μου δικαιώματα.
 
 Ούτε αισθάνομαι ότι έχω πια πατρίδα και ότι τώρα ενεργώ εναντίον της. Αντίθετα, νομίζω ότι δεν έχω πια πατρίδα και θέλω να την ανακτήσω. Καλός πατριώτης (καί φιλόπολις οὗτος ὀρθῶς) δεν είναι εκείνος ο οποίος, αφού έχασε άδικα την πατρίδα του, αρνείται να βαδίσει εναντίον της, αλλά εκείνος που νοσταλγώντας την προσπαθεί να την ανακτήσει με κάθε τρόπο» (Θουκ. 6.92).
 
 Από το λόγο του διαφαίνεται ότι κατά την εποχή των διαδόχων του Περικλή η έννοια του πατριωτισμού είναι συνυφασμένη με την κρίση του πολιτικού ήθους. Πρόκειται για μια εποχή, κατά την οποία το κόμμα είναι πιο σημαντικό από την πατρίδα. Καθώς λοιπόν η επικράτηση μιας πολιτικής παράταξης συνεπάγεται την απομάκρυνση των πλέον επικίνδυνων αντιπάλων, για τους τελευταίους το ουσιώδες είναι η επάνοδός τους στην πόλη με οποιοδήποτε τίμημα και η εκδίωξη των εχθρών τους. Με αυτό το σκεπτικό, ο Αλκιβιάδης κρίνει ότι η λαϊκή Αθήνα δεν είναι η πόλη του· είναι ένα κόμμα, όχι η πατρίδα του, και, κατά την άποψή του, λαός και πόλη στην εν λόγω χρονική στιγμή δεν συμπίπτουν.14
 
 H απόφασή του ωστόσο να προδώσει την Αθήνα έχει, πέρα από τη λογική, και μια ψυχολογική εξήγηση: Για τον Αλκιβιάδη, η πατρίδα δεν είναι η υπέρτατη εκείνη αξία, στην οποία ο πολίτης υποκλίνεται με σεβασμό. Είναι μια έννοια οικεία, όπως η μητέρα, από την οποία περιμένει αποδοχή και επιβράβευση, όταν της αφοσιώνεται ψυχή τε και σώματι. H πικρία που αισθάνεται είναι φυσικό επακόλουθο της απόρριψης που εισπράττει. Ο Αλκιβιάδης αντιδρά σπασμωδικά, όπως ακριβώς ένα παιδί που νιώθει πως αδικείται. Επιθυμεί να εκδικηθεί,15 πίσω όμως από αυτή του την επιθυμία υποβόσκει ο πόθος της επανένταξης, της επιστροφής στην αγκαλιά της μητέρας-πόλεως (ὅς ἄν ἐκ παντός τρόπου δια τό ἐπιθυμεῖν πειραθῇ αὐτήν ἀναλαβεῖν). Πρόκειται για μια σχέση βαθύτατα ερωτική, στην οποία η αγάπη και το μίσος συνυπάρχουν. Έτσι δίνει στους Σπαρτιάτες τρεις πολύτιμες συμβουλές: Την αποστολή εκστρατευτικού σώματος στη Σικελία, την οχύρωση της Δεκέλειας και την καταστροφή των αθηναϊκών κτήσεων στα μικρασιατικά παράλια. Η Αθήνα βάλλεται από παντού. Μετά τον όλεθρο στη Σικελία (413 π.Χ.), οι αποστασίες των πόλεων της Ιωνίας και των νησιών διαδέχονται η μια την άλλη, ενώ η Σπάρτη ενισχύεται οικονομικά από το σατράπη των Σάρδεων Τισσαφέρνη. Παρ' όλα αυτά, η Αθήνα αντέχει και κατορθώνει να θέσει τέλος στις αποστασίες των συμμάχων της. Οι νίκες των Αθηναίων εγείρουν τις υποψίες των Σπαρτιατών εναντίον του Αλκιβιάδη, οι οποίοι διατάζουν το διοικητή του στόλου τους στη Χίο να τον θανατώσει. Εκείνος το πληροφορείται εγκαίρως και αντιδρά ψύχραιμα. Αυτή τη φορά καταφεύγει στον Τισσαφέρνη και κατορθώνει να γίνει σύμβουλός του.16 Στόχος του πλέον είναι να βλάψει τη Σπάρτη. Έχει ήδη προκαλέσει αρκετό κακό στην πατρίδα του. Το μένος του εναντίον της έχει εξασθενίσει. Είναι πια καιρός να την ξανακερδίσει17 και μπορεί να το κατορθώσει.
 
Εξόριστος από την πόλη του, κυνηγημένος και επικηρυγμένος σε όλη την Ελλάδα, ο Αλκιβιάδης εξακολουθεί να είναι πανίσχυρος. Του ήταν εύκολο να πείσει τον Τισσαφέρνη, «διότι δεν υπήρχε κανένας χαρακτήρας που να μην υποχωρεί στη χάρη της καθημερινής συναναστροφής του και κανένας άνθρωπος που να μη γοητεύεται από αυτόν. Ακόμη κι εκείνοι που τον φοβούνταν και τον φθονούσαν, εύρισκαν ηδονή και θέλγητρο να τον συναναστρέφονται και τον βλέπουν» (Πλουτ. 24). Κατορθώνει λοιπόν να διαταράξει τις σχέσεις του Τισσαφέρνη με τους Σπαρτιάτες και εν συνε­χεία, φέρνοντας υποσχέσεις βοήθειας από την Περσία, να έρθει σε επαφή με τους αθηναίους στρατηγούς στη Σάμο18 και να αναλάβει την αρχηγία του αθηναϊκού στρατού. Στην Άβυδο (411 π.Χ.) και στην Κύζικο (410 π.Χ.) καταναυμαχεί τον σπαρτιατικό στόλο. Το 410 π.Χ., πέντε μόλις χρόνια μετά την καταδίκη του, ο Αλκιβιάδης είναι άτυπα ο ηγέτης του αθηναϊκού στόλου. Με σύνεση και μεθοδικότητα ανακτά και επαναφέρει στους κόλπους της αθηναϊκής συμμαχίας τις πόλεις της Προποντίδας. Το ηθικό των Αθηναίων αναπτερώνεται, αλλά θα χρειαστεί να περιμένει μέχρι το καλοκαίρι του 407 π.Χ., ώσπου ο δήμος να τον εκλέξει επίσημα στρατηγό. Ο Αλκιβιάδης θα επιστρέψει θριαμβευτής στη μητέρα-πόλη. Ο δήμος αίρει τις κατάρες, του επιστρέφει την περιουσία του, του απονέμει στεφάνους. Η Αθήνα, που φέρθηκε σκληρά στο απείθαρχο παιδί της, αυτή τη στιγμή του συγχωρεί τα πάντα. Δεν έχει ξανασυμβεί κάτι τέτοιο στην ιστορία της. Μοναδική εξαίρεση, γι' αυτόν που είναι μοναδικός! Η πόλη δεν μπορεί να ζήσει χωρίς τον Αλκιβιάδη. «Ποθεῖ μέν, ἐχθαίρει δέ, βούλεται δ’ ἔχειν».19 Αλκιβιάδης και Αθηναίοι ταυτίζονται βιώνοντας μια δυνατή σχέση αντιφατικών συναισθημάτων. Η επανένταξη όμως στην πόλη δεν πρόκειται να διαρκέσει πολύ. Λίγους μήνες αργότερα, ο αθηναϊκός στόλος ηττάται στο Νότιον Ακρωτήριον. Η ναυμαχία πραγματοποιείται εν απουσία του και κατά παράβαση της εντολής του, οι Αθηναίοι όμως του καταλογίζουν ευθύνες για την ήττα και τον καθαιρούν. Ο Αλκιβιάδης δεν θα επιστρέψει ποτέ πια στην πόλη του, τα μάτια του ωστόσο θα είναι πάντοτε στραμμένα σ' αυτήν. Από το οχυρό του στη Θρακική Χερσόνησο παρακολουθεί τους Αθηναίους, που έχουν προσορμιστεί στους Αιγός ποταμούς και προσπαθεί μάταια να αποτρέψει την ολοκληρωτική καταστροφή τους.20 Λίγο αργότερα, ηττημένοι και παραδομένοι άνευ όρων στον Λύσανδρο και τους τριάκοντα τυράννους, οι Αθηναίοι μετανοούν για την απερισκεψία τους: Τον απέρριψαν χωρίς να έχει αδικήσει και στέρησαν για δεύτερη φορά την πόλη από τον «κράτιστον καί πολεμικώτατον στρατηγόν» (Πλουτ. 38).
 
Ο Αλκιβιάδης βρίσκεται μακριά τους κι όμως, ακόμη και τώρα, εναποθέτουν τις ελπίδες τους σ' αυτόν. Εξόριστος αλλά ζωντανός, εξακολουθεί να είναι επικίνδυνος. Η Σπάρτη τον φοβάται κι εκείνος σχεδιάζει πλέον να καταφύγει στο βασιλιά Αρταξέρξη, σε μια ύστατη προσπάθεια να σώσει την πατρίδα του. Δεν το κατορθώνει. Σ' ένα μικρό χωριό της Φρυγίας, όπου έχει σταθμεύσει, οι άνθρωποι του Φαρνάβαζου τον δολοφονούν.21 Η συνωμοσία Σπάρτης-σατράπη στέφεται με επιτυχία· κι η Αθήνα χάνει οριστικά το αγαπημένο της παιδί. Αναμενόμενο τέλος. Ο Αλκιβιάδης καταστράφηκε από τις σκευωρίες και τις διενέξεις, στις οποίες συνέβαλε με ελαφρότητα και τόλμη, με ασυνειδησία και φαντασία.22 Νικήθηκε από τους εχθρούς του, τους πολιτικούς αντιπάλους εκείνους στους οποίους έδωσε το έναυσμα να καταφέρονται εναντίον του, προκαλώντας κάθε τόσο σκάνδαλα γύρω από το όνομά του. Ξεπέρασε κάθε όριο προδίδοντας την πατρίδα του, θυσιάζοντάς την στο βωμό του υπέρμετρου εγωισμού και της φιλοδοξίας του. Διαπιστώσεις λογικοφανείς αλλά ανεπαρκείς. Όλη η ζωή του Αλκιβιάδη ήταν ένας αγώνας για διάκριση. Επεδίωκε εναγωνίως την υπεροχή, όποια κι αν ήταν αυτή: στον πόλεμο, στην πολιτική, στην πολυδάπανη ζωή, ακόμη και στα σκάνδαλα. Όλη του η ζωή ήταν μια προσπάθεια να κερδίσει τον αθηναϊκό δήμο με κάθε τρόπο. Το παιχνίδι της κατάκτησης δεν γνωρίζει όρια και ηθικούς φραγμούς. Χάριν αυτού του πάθους του, ο Αλκιβιάδης απαρνιέται τη συναναστροφή του με τον Σωκράτη και συνακόλουθα τον καλύτερο εαυτό του. Τα απαρνιέται όχι χωρίς οδύνη και ενδοιασμούς· το απόσπασμα από το πλατωνικό Συμπόσιον (216a-c) περιγράφει με πολύ παραστατικό τρόπο το δίλημμα και την εσωτερική του πάλη: «Με εξαναγκάζει πράγματι να παραδεχτώ ότι ενώ προσωπικά έχω πολλές ακόμη ελλείψεις, δεν φροντίζω για τον εαυτό μου, αλλά ασχολούμαι με των Αθηναίων τις υποθέσεις. Βίαια λοιπόν, σαν να ήταν οι Σειρήνες, κλείνω τ' αυτιά μου και απομακρύνομαι· διαφορετικά, όλη μου τη ζωή θα δαπανούσα καθισμένος στο πλευρό του, ώσπου να γεράσω. Ενώπιον αυτού μόνου από τους ανθρώπους έχω δοκιμάσει το αίσθημα που δεν θα πίστευε κανείς πως υπάρχει μέσα μου: το να ντρέπομαι οποιονδήποτε. Κι όμως, αυτόν και μόνον ντρέπομαι. Γιατί γνωρίζω καλά ότι δεν έχω τη δύναμη να διαφωνήσω ότι δεν είναι καθήκον μου να πράξω ό,τι αυτός μου συνιστά. Κι όμως, μόλις απομακρυνθώ, ηττημένος από τις τιμές της μάζας, δραπετεύω κι εγώ από κοντά του και τον αποφεύγω κι όταν τον συναντώ καταλαμβάνομαι από ντροπή για όσα είχα παραδεχτεί. Και πολλές φορές θα ήμουν ευχαριστημένος να μην τον έβλεπα ανάμεσα στους ζωντανούς, εντούτοις, αν τυχόν συνέβαινε αυτό, ξέρω καλά ότι θα ήμουν πολύ περισσότερο δυστυχής. Έτσι, δεν ξέρω κι εγώ τι να κάνω μ' αυτόν τον άνθρωπο». Ο Αλκιβιάδης ταλαντεύεται ανάμεσα στο καλό και το κακό, συναισθάνεται την αθλιότητα και την κενότητα της τελικής επιλογής του, κι αυτή ακριβώς η επίγνωση τον καθιστά πρόσωπο τραγικό.23
 
Ο Σωκράτης αγωνίζεται να τον συγκρατήσει. Τι άλλο θα μπορούσε να σημαίνει τούτη η επιμονή του φιλοσόφου, αν όχι ότι είχε διακρίνει βαθιά στην ψυχή του νεαρού Αλκιβιάδη το Κάλλος εκείνο που οι Αθηναίοι αδυνατούσαν να αντικρίσουν, παγιδευμένοι στη σωματική του ομορφιά; «Ὁ δέ Σω­κράτους ἔρως μέγα μαρτύριον ἦν τῆς ἀρετῆς καί εὐφυΐας τοῦ παιδός» (Πλουτ. 4).24
 
Οι λόγοι του Σωκράτη συγκινούν την καρδιά του και του προκαλούν δάκρυα. Μόνον αυτόν σέβεται και φοβάται ο Αλκιβιάδης. Ωστόσο, οι κόλακες και οι διαφθορείς του τον πείθουν να ασχοληθεί πρόωρα με τα δημόσια πράγματα, λέγοντάς του ότι όχι μόνο θα επισκιάσει τους άλλους στρατηγούς, αλλά θα ξεπεράσει και τον Περικλή στη δύναμη και την πανελλήνια δόξα (Πλουτ. 6). Ο φόβος του Σωκράτη, ότι η δύναμη της πόλεως θα νικήσει και τους δυο τους, επαληθεύεται (Πλατ., Αλκ. 1.135b). Ο δήμος εξυψώνει τον Αλκιβιάδη. Εκείνος γοητεύει και γοητεύεται από την Αθήνα, την εμπιστεύεται και της χαρίζεται, χωρίς να υπολογίζει το ευμετάβλητο των διαθέσεων του όχλου. Τον προδίδει και την προδίδει. Το πάθος δεν υπακούει ποτέ στη λογική. Η μοίρα τους αλληλένδετη. Οι νίκες του και νίκες της, τα σφάλματά του και δικά της. Παιδί μιας παρηκμασμένης δημοκρατίας, ο Αλκιβιάδης παίζει με τους κανόνες της επιτείνοντας την παρακμή της. Η τραγικότητα του Αλκιβιάδη δεν έγκειται στο γεγονός ότι απέτυχε να κερδίσει τη δόξα που του ταίριαζε υπηρετώντας την πατρίδα του έτσι όπως θα έπρεπε, αλλά στο γεγονός ότι, χάριν αυτής της πόλης και της ανάγκης του να συμπορευτεί με εκείνη, απαρνήθηκε το ευγενέστερο κομμάτι της ψυχής του, τον καλύτερό του εαυτό.25 Παγιδευμένος στον έρωτά του για την Αθήνα, παραδομένος ολοκληρωτικά σε αυτήν, κατέστη θύμα και θύτης ταυτόχρονα, ένας πλανήτης που, ως το τέλος της ζωής του, κινήθηκε ανάμεσα στο καλό και το κακό, παραμένοντας πάντα εντός και εκτός των ορίων της πόλεως.
---------------- 
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
 
1. Πλάτ., Συμπόσιον.
2. Ulrich Wilcken, Αρχαία Ελληνική Ιστορία, μτφρ. Ι. Τουλουμάνου, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1976, σ. 225. Ο Αλκιβιάδης είναι ένας άνδρας με πλούσια χαρίσματα, τα οποία όμως χρησιμοποίησε μόνο για να ικανοποιήσει την προσωπική του φιλοδοξία και όχι για να υπηρετήσει την πατρίδα του και γι' αυτό η δράση του είχε ολέθριες συνέπειες για την Αθήνα. Εξαιρετικά ευ­φυής και με πολλά πάθη, μάταια μαθήτευσε κοντά στον Σωκράτη· αντίθε­τα, ήθελε να εφαρμόσει στην πράξη την ακραία θεωρία των σοφιστών περί του φυσικού δικαίου του ισχυροτέρου, περιφρονώντας το Νόμο και την παράδοση και μην έχοντας άλλο σκοπό, παρά την προσωπική του κυριαρχία. Ήταν ο τύπος του ανθρώπου που ήθελε να εξουσιάζει τους άλλους. Αντίστοιχη άποψη εκφράζουν και οι Botsford και Robinson, βλ. Αρχαία Ελληνική Ιστορία, μτφρ. Σωτηρίου Ε. Τσιτσώνη, ΜΙΕΤ, Αθήνα 21979, σ. 256 και Ιστο­ρία του Eλληνικού Έθνους, τόμ. Γ1, σ. 231, όπου αναφέρεται χαρακτηριστι­κά ότι «το κακό που έκανε στην Αθήνα και στη δημοκρατία δεν το έκαναν όλοι οι δημαγωγοί μαζί».
3. Jacqueline de Romilly, Αλκιβιάδης ή Oι κίνδυνοι της φιλοδοξίας, μτφρ. Α. Μπάμπη-Αθανασίου / Κ. Μηλιαρέση, «Το άστυ», Αθήνα 1995, σ. 241-242, η οποία παραθέτει μια σειρά συγγραφέων που εξακολουθούν να αναφέρονται στον Αλκιβιάδη, ανάμεσά τους και τον Πλάτωνα, στον ομώνυμο διάλογό του και στο Συμπόσιον. Σύμφωνα με την Claude Mosse , Aθήνα, Ιστορία μιας Δημοκρατίας, μτφρ. Δ. Αγγελίδου, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1983, σ. 112, 146, ο Αλκιβιάδης ήταν προσωπικότητα εξαιρετική, ιδιόρρυθμη και γοητευτική, που δεν μπορούσε κανείς να την κρίνει με ψυχραιμία. Οι σύγχρονοί του τον θαύμασαν όσο και τον μίσησαν.
4. Wilcken, ό.π., σ. 203-211.
5. Πλουτ. Μκιβιάδης 1.
6. Θουκ. 6.15: «τό μέγεδος τῆς διανοίας ὧν καθ’ ἕν ἕκαστον ἐν ὅτῳ γίγνοιτο ἔπρασσεν», «και δημοσίᾳ κράτιστα διαθέντι τά τοῦ πολέμου». Για την ευφυΐα και τη διορατικότητα του Αλκιβιάδη, βλ. Malcolm McGregor, ^rhe genius of Alcibiades», Phoenix 1965, σ. 27-43. Αντίθετα ο Ρ.Α. Brunt («ΤΙ-iucydides and Alcibiades», Revue des Etudes Grecques 65 (1952), σ. 59-96) θεωρεί ότι ο Θουκυδίδης μεροληπτεί και υπερεκτιμά τις ικανότητες του Αλκιβιάδη, πιθανώς επειδή συνδεόταν με προσωπική φιλία και επειδή αυτός υπήρξε η βασική πηγή πληροφόρησης του ιστορικού για τον πόλεμο. Η θέση του ωστόσο είναι αυθαίρετη, δεδομένου ότι ο Θουκυδίδης είναι ιδιαίτερα αυστηρός στις κρίσεις του αναφορικά με τον Αλκιβιάδη, όπως καταδεικνύει η Jacqueline de Romilly στο O Θουκυδίδης και ο αθηναϊκός ιμπεριαλισμός. H σκέψη του ιστορικού και η γένεση του έργου, μτφρ. Λ. Στεφάνου, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 2000, σ. 270-293.
7. Σκιαγραφώντας το πορτρέτο του Αλκιβιάδη, ο Θουκυδίδης αναφέρεται μόνο στην πολυδάπανη ζωή του (6.15): «ταῖς ἐπιδυμίαις μείζοσιν η κατά τήν ὑπάρχουσαν οὐσίαν ἐχρῆτο ἐς τε τάς ἱπποτροφίας καί τάς ἄλλας δαπάνας». Για τις υπερβολές στον ιδιωτικό του βίο, «τό μέγεθος τῆς κατά τό ἑαυτοῦ σῶμα παρανομίας ἐς τήν δίαιταν», λεπτομέρειες μας δίνει ο Πλούταρχος, Αλκιβιάδης 2, 7-9, 11, 16.
8. Πλάτ., Aλκιβιάδης 1.133b-134e.
9. Το δόγμα της πολυπραγμοσύνης, όπως επισημαίνει ο John Finley (Θου­κυδίδης, μτφρ. Τ. Κουκουλιός, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 1988, σ. 225), αποτελεί την έσχατη άρνηση της πολιτικής του Περικλή. Στις αντιθέσεις Αλκιβιάδη-Περικλή έχουν εστιάσει ο Donald Kagan, The Peace of Nicias and the Sicilian Expedition, !thaca and London 1981, σ. 184-186 και η de Romilly, O Θουκυδίδης και ο αθηναϊκός ιμπεριαλισμός, ό.π., σ. 280-281, 289-292. Οι δύο μελετητές επισημαίνουν εύστοχα ότι, παρά τις ομοιότητες που παρουσιάζουν η επιχειρηματολογία του Αλκιβιάδη και εκείνη του Περικλή (2.60-64 και 6.17-18), αντανακλώνται δύο τελείως διαφορετικές οπτικές και αντιπαραβάλλονται δύο διαμετρικά αντίθετες προσωπικότητες. Ο Περικλής επεδίωκε να κατευνάσει τα πάθη του αθηναϊκού λαού (2.65: ὁπότε γοῦν αἴσδοιτό τι αὐτούς παρά καιρόν ὕβρει θαρσοῦντας, λέγων κατέπλησσεν ἐπι τό φοβεῖσθαι), ενώ ο Αλκιβιάδης υποδαύλιζε το ήδη αλόγιστο θάρρος του (6.19 πολλῷ μᾶλλον ἤ πρότερον ὥρμηντο στρατεύειν, και 6.24).
10. Θουκ. 6.15: «Ο λαός φοβήθηκε την περιφρόνηση που έδειχνε για τους νόμους στην ιδιωτική του ζωή, καθώς και την παρατολμία του σ' όποια επιχείρηση αναλάμβανε. Νόμισαν ότι η επιδίωξή του ήταν να γίνει τύραννος κι έγιναν εχθροί του».
11. Πλουτ., Μκιβιάδης 21 και Goerge Grote, History of Greece, London 1869, τόμ. 2, σ. 49, ο οποίος αναφέρει ότι, αν ο Αλκιβιάδης επέστρεφε στην Αθήνα, η καταδίκη του σε θάνατο, αν και πιθανή, δεν μπορούσε να θεωρηθεί βέβαιη.
12. Jacqueline de Romilly, Προβλήματα της Αρχαίας Ελληνικής Δημοκρατίας, μτφρ. Ν. Αγκαβανάκης, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1992, σ. 71.
13. Είναι σωστή η παρατήρηση του Edmund F. Bloedow ^lcibiades "brilliant or intelligent?"», Historia 41 (1992), σ. 139-142), ότι ο Αλκιβιάδης υπήρξε ευφυής αλλά όχι συνετός, όπως ο Περικλής ή ο Θεμιστοκλής. Ωστόσο, στην προσπάθειά του να τεκμηριώσει τη θέση του, ο μελετητής παραποιεί τα ιστορικά γεγονότα, καθώς υποβαθμίζει το ρόλο του Αλκιβιάδη στις μάχες της Αβύδου (411 π.Χ.) και της Κυζίκου (410 π.Χ.), καθώς και όλη του τη δρά­ση για την αποκατάσταση της αθηναϊκής κυριαρχίας στην περιοχή του Ελλησπόντου (408 π.Χ.), στο ίδιο, σ. 150-153.
14. Η Jacqueline de Romilly, Προβλήματα της Αρχαίας Ελληνικής Δημοκρατίας, ό.π., σ. 208-211, επισημαίνει το παράδοξο να παρουσιάζεται ως δείγμα πατριωτισμού το εγχείρημα ενός ανθρώπου κατά της πατρίδας του. Με την άποψη αυτή συντάσσεται και ο John Finley, ό.π., σ. 234-237, λέγοντας ότι η διαστρέβλωση της λέξης πατριώτης, ώστε να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της προδοσίας και ενδεχομένως του εμφυλίου πολέμου, την απογυμνώνει από την παλαιά της σημασία και αντικατοπτρίζει ευρύτερα τη διαστρέβλωση του νοήματος των λέξεων και την αδιαφορία για τις παραδεδεγμένες αξίες, για την οποία κάνει λόγο ο Θουκυδίδης (3.82). Αντίθετα, ο Nathan Murch Pusey, «Alcibiades and τό φιλόπολις», Harvard Studies in Classical Philology U (1940), σ. 230-231, θεωρεί ότι η θέση του Αλκιβιάδη δεν είναι σοφιστεία ούτε και έλλειψη πατριωτισμού απέναντι στην πόλη του, δεδομένου ότι η ένταξη των ατόμων σε πολιτική ή όποια άλλη ομάδα με στόχο την προώθηση των προσωπικών τους συμφερόντων λειτούργησε αποτρεπτικά στην ανάπτυξη της πατριωτικής νομιμοφροσύνης προς την πόλη-κράτος. Από τις απόψεις που διατυπώθηκαν για το συγκεκριμένο ζήτημα, ανυπόστατη πρέπει να θεωρηθεί εκείνη της Claude Moss, ό.π., σ. 103, ότι εφόσον θεωρητικά η Αθήνα είχε ειρήνη με τη Σπάρτη, ίσως ο Αλκιβιάδης καταφεύγοντας εκεί να μην είχε το αίσθημα ότι γίνεται προδότης.
15. Η Jacqueline de Romilly, Μκιβιάδης..., ό.π., σ. 129 και ο George Grote, ό.π., σ. 53-54, παρατηρούν ότι στην αντίδραση του Αλκιβιάδη, όταν πληροφορείται ότι οι συμπολίτες του τον έχουν καταδικάσει σε θάνατο, διαφαίνεται η επιθυμία του για εκδίκηση (Πλουτ. 22.3) «όμως εγώ θα τους δείξω ότι ζω».
16. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. Γ1, σ. 266-273.
17. Θουκ. 8.47. Ο Αλκιβιάδης ήξερε ότι, αν δεν προκαλούσε την καταστροφή της Αθήνας, θα μπορούσε κάποια στιγμή να πείσει τους Αθηναίους να τον ανακαλέσουν και πίστευε ότι θα το κατόρθωνε πιο εύκολα αν τον θεωρούσαν φίλο του Τισσαφέρνη.
18. Ο Αλκιβιάδης κατορθώνει να πείσει τους ολιγαρχικούς ηγέτες του αθηναϊκού στρατού ότι μπορούσε να επιτύχει συμμαχία με τον μεγάλο βασιλιά, υπό την προϋπόθεση να εγκαθιδρύσουν ολιγαρχικό καθεστώς στην Αθήνα. Για την επιβολή του καθεστώτος των Τετρακοσίων το 411 π.Χ. και την αποκατάσταση της δημοκρατίας το 410 π.Χ., βλ. de Romilly, Αλκιβιάδης..., ό.π., σ. 157­183. Η συγγραφέας παρουσιάζει διεξοδικά τα γεγονότα διασαφηνίζοντας το ρόλο που ο Αλκιβιάδης διαδραμάτισε τη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή.
19. Αριστ., Βάτραχοι 1425, 1431.
20. Ξεν., Ελληνικά 2.1.25-26.
21. Αυτή φαίνεται να είναι η επικρατέστερη εκδοχή για το θάνατό του, σύμ­φωνα με τον Bernadotte Perrin, ^he death of Alcibiades», Transactions and Proceedings of the American Philological Association 37 (1906), σ. 25-37.
22. De Romilly, Μκιβιάδης..., ό.π., σ. 259.
23. Μια τέτοια οπτική κάνει να φαντάζει λιγότερο παράδοξο το γεγονός ότι ο Πλάτων επιλέγει τον Αλκιβιάδη, έναν άνθρωπο κατεξοχήν προσκολλημένο στις σωματικές ηδονές και τη ματαιότητα του γίγνεσθαι, για να πρωταγωνιστήσει σε ένα διάλογο, ο οποίος επιχειρεί να καταδείξει ότι ο έρωτας είναι η δύναμη εκείνη που εξυψώνει την ψυχή προς τη θέαση της υπέρτατης ιδέας του Κάλλους.
24. Διεισδυτική και εύστοχη η διαπίστωση του μεταφραστή και σχολιαστή του Συμποσίου Ι. Συκουτρή, εκδ. «Bιβλιοπωλείον της Εστίας», Αθήνα 1988, σ. 173, ότι «ο Πλάτωνας είδε στον Αλκιβιάδη όχι ένα συνήθη διεστραμμένο τύπο, αλλά τον δαιμόνιον, έναν από τους μεγαλοφυείς εκείνους στους οποίους έχει συμπυκνωθεί τόση περίσσεια ζωτικότητος, τόση ένταση ψυχικών και σωματικών δυνατοτήτων, ώστε να μην τους χωρούν πλέον τα συνηθισμένα πλαίσια ζωής, και τα κοινά αξιολογικά κριτήρια της τρέχουσας ηθικής να είναι ακατάλληλα για την περίπτωσή τους». Ανάλογη είναι και η θέση της Jacqueline de Romilly, Αλκιβιάδης..., ό.π., σ. 34, ότι η σχέση του Αλκιβιάδη με τον Σωκράτη υποδήλωνε, για ένα τουλάχιστον διάστημα, μια βαθιά διείσδυση του άλλου ιδεώδους που ενσάρκωνε ο φιλόσοφος, μια επι­θυμία να ακολουθήσει το δρόμο του δασκάλου του. Στον αντίποδα βρίσκε­ται η θέση του Edmund F. Bloedow, στα άρθρα του «Alcibiades "brilliant or intelligent?"», ό.π., και «On "nurturing lions in the state": Alcibiades' entry on the political stage in Athens», Clio 73 (1991), σ. 64-65. Θεωρώντας ότι η ιδιωτική και δημόσια ζωή του Αλκιβιάδη αντικατοπτρίζει την αρνητική πλευρά της σοφιστικής διδασκαλίας, ο μελετητής συντάσσεται με την άποψη ότι στο Συμπόσιον (216b-c) ο Πλάτων επισημαίνει ότι η συμπεριφορά του ήταν μια προσπάθεια να απομακρυνθεί από τη σωκρατική διδασκαλία. Υπεραπλουστευμένη η ερμηνεία αυτή, αποσιωπά την εσωτερική πάλη του Αλκιβιάδη, η οποία περιγράφεται με σαφήνεια στο συγκεκριμένο χωρίο. Εξίσου αβάσιμη είναι και η υπόθεση που ο Bloedow παραθέτει, ότι κατά το διάστημα που ο Αλκιβιάδης συναναστρεφόταν τον Σωκράτη, ο τελευταίος ασχολούνταν με τις φυσικές επιστήμες και όχι με τη φιλοσοφία. 25 Ορθά ο Α.Ε. Taylor, Πλάτων. O άνθρωπος και το έργο του, μτφρ. Ιορδάνης Αρζόγλου, ΜΙΕΤ, Αθήνα 21992, σ. 276-277, επισημαίνει ότι ο Αλκιβιάδης, προικισμένος από τη φύση του με όλα τα χαρίσματα που χρειάζονται για τη φιλοσοφία, ευάλωτος όμως στις επιθυμίες της σάρκας, της επίδειξης και της φιλοδοξίας, είναι ο άνθρωπος που απαρνήθηκε την πραγματικότητα για χάρη της σκιάς, ενώ ο John Finley, ό.π., σ. 226, αποδίδει τις αδυναμίες του στο γεγονός ότι ανήκε σε μια γενιά, η οποία μεγάλωσε μέσα στον πόλεμο και την παρακμή.

Να φεύγεις από εκείνον που δεν ήταν άξιος να σταθεί δίπλα σου

Συνηθίζουμε να χρησιμοποιούμε μια μεζούρα στα συναισθήματα.

Σ’ αγαπώ πολύ. Σ’ εκτιμώ πολύ. Σε συμπαθώ πολύ. Πόσο άστοχο!

Τα συναισθήματα ή υπάρχουν ή όχι. Δεν έχει μέτρο η αγάπη. Ή αγαπάς ή όχι. Δεν έχουν μέτρο η εκτίμηση κι ο σεβασμός. Ή τα νιώθεις ή όχι. Όπως δεν έχουν μέτρο η αντιπάθεια, η απέχθεια ή η αδιαφορία.

Γι’ αυτό σταμάτα να παίζεις με τις λέξεις.
Οι άνθρωποι δεν είναι μόνο αυτό ή μόνο εκείνο. Οι άνθρωποι είναι ένα σύνολο από συναισθήματα, σκέψεις, εμπειρίες, ανάγκες. Ένας άνθρωπος είναι όλα ή τίποτα. Δεν είναι ούτε μόνο αυτό ούτε μόνο το άλλο. Δε χωράει μεζούρα σ’ αυτά που σε κάνει να νιώθεις. Ή τον γουστάρεις ή όχι.

Γιατί με τα ημίμετρα που προσπαθείς να τον πείσεις, τον κατατάσσεις στην κατηγορία της καβάτζας.  Δίνεις την εντύπωση ότι είσαι κάπου στη μέση, ενώ στέκεσαι στην πόρτα.  Με τη σιγουριά ότι ο άλλος δε θα σε αφήσει να την κλείσεις. Το ξέρεις. Και χρησιμοποιείς τα συναισθήματά του για να μπορέσεις να ικανοποιήσεις την συναισθηματική επιβεβαίωση που έχεις ανάγκη όταν ζοριστείς ή την σεξουαλική σου ανάγκη όταν ξεμείνεις.

Συντηρείς μια ιστορία με ξεθυμασμένα, πολυφορεμένα λόγια. Αυτά που έχεις πρόχειρα στην τσέπη σου και τα πασάρεις σε κάθε θηλυκό που φαίνεται διψασμένο για αγάπη. Το αναγνωρίζεις πια εύκολα το θήραμά σου.  Ενθουσιάζεσαι, το παραμυθιάζεις, το κατακτάς και μετά αποσύρεσαι γιατί δεν είσαι συναισθηματικά διαθέσιμος.

Ένα πυροτέχνημα είσαι που σβήνει όταν σταματήσουν τα επιφωνήματα.  Κι αντί να εξαφανιστείς μαζί με μια συγγνώμη,  παραμένεις εκεί τριγύρω κρυμμένος στη γωνιά σου, όπως τα παιδιά που παίζουν κρυφτό. Γιατί είσαι σίγουρος ότι εκείνη θα αναζητήσει  αυτήν τη λάμψη που την τύλιξε όταν σε γνώρισε.

Τι κι αν δεν τη βλέπει πια; Ελπίζει ότι θα την ξανανιώσει. Και θέλει να το παλέψει. Να της το χρεώσεις; Να της χρεώσεις επειδή εκείνη λειτουργεί με την καρδιά, ενώ εσύ με την ψυχρή λογική του ανθρώπου που ξέρει τι θέλει ή που ξέρει ότι εκείνη δεν είναι αυτό που θέλει;

Αγάπη μου, να φεύγεις.
Να φεύγεις χωρίς να κοιτάξεις πίσω σου, με τη βεβαιότητα ότι αξίζεις μια full time προσοχή και μια αγκαλιά συναισθήματα. Μην αρκείσαι στις τζούρες που σου πασάρουν. Γιατί τζούρες θα μείνουν. Όταν στο μυαλό ενός άντρα γίνεις μια καβάτζα, πάντα καβάτζα θα είσαι. Μια βολική και εύκολα διαχειρίσιμη επιλογή, που αρκείται στο λίγο.

Να φεύγεις, γλυκιά μου. Να φεύγεις από εκείνον που δε στάθηκε άξιος να σταθεί δίπλα σου για όσα είχες να του προσφέρεις. Γιατί απλά δεν τα είχε ανάγκη. Μη χρεωθείς ποτέ την ανεπάρκεια που σε έκανε να αισθανθείς.  Κράτησε τον θησαυρό σου γι’ αυτόν  τον άντρα που θα νιώσει περήφανος που σε έχει δίπλα του.  Μη δίνεις  πολλές ευκαιρίες σε ανθρώπους που δεν εκτίμησαν καν την πρώτη. Είναι καμένο χαρτί η ιστορία.

Κι όσο για σένα γητευτή, εύχομαι να αποκτήσεις κάποτε μια κόρη.

Γιατί τότε θα δεις την αντανάκλασή σου στον καθρέφτη και θα ξέρεις ότι αυτό που θέλεις για την μικρή σου πριγκίπισσα θα είναι ένας άντρας της παλιάς κοπής. Από εκείνους που σέβονταν τη γυναίκα, την προστάτευαν και προσπαθούσαν να την κάνουν ευτυχισμένη.  Κι όχι ένα ανασφαλές κι ανώριμο αντίγραφό τους. Δε θα ήθελες ποτέ  να βρεθεί στο δρόμο της ένας άντρας σαν εσένα.

Μέχρι τότε, παίξε τον ρόλο του πυροτεχνήματος. Μέχρι να θαμπώσουν τα φώτα σου και να μείνεις μόνος να αναρωτιέσαι τι δεν πήγε καλά στη ζωή σου.

Όλα κύκλος είναι στη ζωή. Κάποια στιγμή θα το καταλάβεις!

Η ΠΟΛΗ ΣΕ ΜΕΤΑΝΟΙΕΣ ΞΕΝΥΧΤΟΥΣΕ...

Ο εθνικός ποιητής Παλαμάς στον “Δωδεκάλογο του Γύφτου”:

«Και ήταν οι καιροί που η Πόλη
Πόρνη σε μετάνοιες ξενυχτούσε
και τα χέρια της δεμένα τα
κρατούσε
και καρτέραγ΄ ένα μακελάρη
Και καρτέραγε τον τούρκο
να την πάρει».


Το γενικότερο κλίμα στην Κωνσταντινούπολη της εποχής του 1453 ήταν δεισιδαιμονία, διχόνοια, φτώχεια, κακομοιριά, παρακμή. Η γενική δεισιδαιμονία τρεφόταν από τις προφητείες. Προφήτευαν το τέλος της Πόλης και μαζί το τέλος του κόσμου και της Ιστορίας.

Το 1453 η Ελληνική Αυτοκρατορία δεν μπορούσε να σταθεί μόνη της όρθια. Ο Μανουήλ έτρεχε να δει τους Καρόλους, ο Ιωάννης πήγε στη Φερράρα. Είναι η εποχή των επαιτών αυτοκρατόρων. Πήγαιναν επαίτες στη Δύση, εκεί τους δέχονταν με ψεύτικες τιμές και δόξες, αλλά ουσιαστική βοήθεια δεν πρόσφεραν. Πράγματι η «Δύση» δεν βοήθησε. Όταν όμως μιλάμε για Δύση τι εννοούμε; Η Δύση ήταν πολυδιασπασμένη αλλά εμείς οι ίδιοι τι κάναμε; Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν ο Παλαιολόγος πολεμάει τους Τούρκους μαζί με τον απεσταλμένο του Πάπα, Ισίδωρο του Κιέβου, και τους Γενοβέζους, ο Γεννάδιος- ο Γεώργιος Σχολάριος, πρώτος Πατριάρχης μετά την Άλωση, τοιχοκολλούσε ανάθεμα εναντίον του Παλαιολόγου.

Σύμφωνα με διάφορες πηγές η Κωνσταντινούπολη το 1453 είχε πληθυσμό περί τις 70.000 με 100.000 κατοίκους.

Ένας βασικός κανόνας – δείκτης σε μια γενική πολεμική επιστράτευση ενός λαού είναι ότι, οι ικανοί προς πόλεμο και μάχη είναι περίπου ένας στους επτά και βοηθητικοί άλλοι τόσοι.

Θα περίμενε κανείς ότι οι πολεμιστές που υπερασπίζονταν την Βασιλεύουσα το 1453, ανάλογα με τον πληθυσμό της πόλεως, θα ήταν περίπου 15.000 άνδρες και άλλοι τόσοι οι βοηθητικοί. Οι υπόλοιποι 70.000 θα ήταν ανίκανοι προς πόλεμο γέροντες, γυναικόπαιδα κα άρρωστοι.

Επειδή όλες οι γειτονικές ελληνικές επαρχίες, αλλά και οι μακρινότερες, θα έδιναν και αυτές κάποιους μαχητές για την υπεράσπιση της πρωτεύουσας των Ελλήνων, είναι λογική η σκέψη ότι ο αυτοκράτορας θα μπορούσε να έχει τουλάχιστον 50.000 πολεμιστές στα κάστρα.

Και όμως δεν διέθετε παρά μόνο 4.500 άνδρες, μαζί με τους ξένους. (Ο Μωάμεθ είχε μαζέψει Σέρβους, Αλβανούς, Τούρκους, τουλάχιστον 100.000 άντρες του- μερικοί μιλούν για 120.000).

Οι υπόλοιποι άνδρες στην πόλη τι έκαναν;

Μήπως ήταν αστράτευτοι μοναχοί, οι οποίοι αντί να πολεμούν, έκαναν ατελείωτες δεήσεις στον ιεχωβά για να σώσει την πόλη;

Την εποχή της Αλωσης υπήρχε έξαρση του μοναχισμού.

Σε όλη τη διαμάχη των ανθενωτικών οι καλόγεροι στα μοναστήρια της Πόλης και του Αθωνα ήταν πρώτοι. Η Πόλη ήταν στα πρόθυρα εμφυλίου πολέμου μεταξύ ενωτικών και ανθενωτικών που, αν δεν προέκυπταν οι Τούρκοι, πιθανότατα θα ξεσπούσε. Οι καλόγεροι ήταν πολλοί, αλλά δεν πολεμούσαν. Αντίθετα με τους δυτικούς μοναχούς (βλέπε τάγμα τευτόνων ιπποτών), που μπορούν να φέρουν όπλα, οι ορθόδοξοι δεν μπορούν.

Η Αγιά Σοφιά, όπως και όλες οι εκκλησίες ήταν γεμάτες, πλην των γυναικόπαιδων, από μοιρολάτρες άντρες που περίμεναν να τους σώσει ο Ιεχωβά. Ήταν τέτοια η θρησκολατρεία όπου το μεγαλύτερο μέρος του ενεργού πληθυσμού, αυτό ως προς τον αντρικό πληθυσμό, είχε βάλει τα καλογερικά ράσα.

Η Πόλη το 1453 είχε 300 μοναστήρια με 10.000 καλόγερους, που θα μπορούσαν να δώσουν 10.000 πολεμιστές.

Εντός των τειχών επίσης υπήρχαν καλλιεργήσιμες εκτάσεις, αμπέλια κλπ και οι αγρότες έκαναν με ασφάλεια τις εργασίες τους. Η Πόλη είχε και δύο τεράστιους ναυστάθμους και μεγάλες ανοικτές δεξαμενές, δηλαδή θεωρητικά θα μπορούσε να αντέξει μακροχρόνια πολιορκία, αν είχε άνδρες πολεμιστές.

Όταν στην Πύλη του Ρωμανού οι Τούρκοι άρχισαν να ανεβαίνουν πάνω και πέρασαν μέσα, έψαχναν τους αντίπαλους πολεμιστές και δεν πίστευαν ότι ήταν τόσοι λίγοι.

Ο Σφραντζής στο “Μικρό Χρονικό” αναφέρει ξεκάθαρα ότι στις λίστες των υπερασπιστών περιελάμβαναν ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΛΑΙΚΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΜΟΝΑΧΟΥΣ και τους υπολόγιζαν μέσα σε αυτούς που θα έπρεπε να λάβουν όπλα. Οι μοναχοί όμως δεν πολεμούσαν.

Ακόμη και ο Σχολάριος ήταν αγανακτισμένος. Γράφει ότι για να υπάρξει άμυνα της πόλης, πρέπει όλοι να δώσουν ό,τι έχουν από χρήματα, όλοι να δώσουν και τη ζωή τους ακόμα, αυτά όμως να τα κάνουν διατηρώντας την ορθή πίστη, και σε κάθε περίπτωση χωρίς να κάθονται άπραγοι και απλά να κάνουν θείες λειτουργίες, γιατί στην περίπτωση αυτή, οι ψαλμωδίες χωρίς την γνήσια ευσέβεια ίσως να παροξύνουν τον Θεό!

Ο Γεννάδιος Σχολάριος βέβαια είχε κλειστεί στη Μονή Παντοκράτορα, που ήταν το αρχηγείο της ανθενωτικής παράταξης και προφήτευε την επικράτηση των Τούρκων, λόγω των αμαρτιών των κατοίκων της. Κατά τον Σλουμπερζέ «μη έχον συνείδησιν του φοβερού υπό των Τούρκων κινδύνου … εβροντοφώνει αδιακόπως κατά του νέου καθεστώτος (ενωτικού) … προλέγων δια μυστηριωδών προφητειών το τέλος της Αυτοκρατορίας υπό θείας οργής… ενώ οι στασιασταί των οδών, άντρες και γυναίκες, μοναχοί και ιερείς, καλογραίαι και λαϊκοί …δεν έπαυον αναφωνούντες «θάνατος εις τους αζυμίτας και της ειδωλολατρείας αυτών» … και επικαλούνταν την Θεοτόκο που θα έδιωχνε τους Τούρκους.

Οι καλόγεροι της Πόλης κατά τον χρονογράφο της Άλωσης Δούκα ήθελαν να ανοίξουν τις πύλες μια ώρα αρχύτερα για να επαληθευτούν … οι προφητείες. Κατά τον Φραντζή οι ξένοι μισθοφόροι του Παλαιολόγου δεν πληρώνονταν καλά. Ο Παλαιολόγος ζήτησε χρυσάφι και ασήμι από τις εκκλησίες για να κόψει νόμισμα, αλλά του το αρνήθηκαν. Όταν ζητούσε στρατιώτες από τους υπηκόους του, παραπονιούνταν ότι «δεν αδειάζουν, γιατί έχουν δουλειές και πρέπει να βγάλουν το ψωμί τους».

Δύο απατεώνες της εποχής (Μανουήλ Ιάγαρης και μοναχός Νεόφυτος ο Ρόδιος) που τους ζητήθηκε να επισκευάσουν μέρος των κάστρων που καταστράφηκε από τα τούρκικα κανόνια , έκλεψαν τα χρήματα.

Ο μετέπειτα γνωστός περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπή αναφέρει ότι πλήθος ανθενωτικοί και κυρίως καλόγεροι λιποτακτούσαν και πήγαιναν με τους Τούρκους. Από ένα νεόκτιστο οχυρό τόσκασε ένας καλόγερος ονόματι Πέτρος με άλλους 300, αλλαξοπίστησαν όλοι, αυτός ονομάστηκε Μεχμέτ και πήραν μέρος στην πολιορκία στο πλευρό των Τούρκων.

Αυτή ήταν η τραγωδία του Ελληνικού Έθνους την εποχή εκείνη.
Βλέπετε τίποτε κοινό με τους σημερινούς Έλληνες;

Η εξάρτηση είναι αδυναμία

Εξάρτηση, λέξη σκληρή. Ακόμα κι όταν ακούς κάποιον να την προφέρει, αυτόματα –ίσως υποσυνείδητα– η σκέψη σου σε οδηγεί σε κάτι δυσάρεστο κι εγκλωβισμένο. Σχέση καταστροφική στην οποία ο άνθρωπος βρίσκεται υπό την κυριαρχία και τον έλεγχο κάποιου παράγοντα που τον υποτάσσει έτσι ώστε να στηρίζεται πια στις δικές του δυνάμεις.
Ανάμεσα στη συνήθεια και στην εξάρτηση των ανθρωπίνων σχέσεων υπάρχει μία λεπτή διαχωριστική γραμμή που μπορεί να μεταλλαχθεί σε μια ανεξέλεγκτη κατάσταση επηρεάζοντας αρνητικά την ορθή αντίληψη και σκέψη, μεταβάλλοντας έτσι τον τρόπο ζωής και λειτουργίας του ατόμου. Ο άνθρωπος που χρησιμοποιεί ένα άλλον άνθρωπο για να διατηρήσει την ψυχική ηρεμία κι ισορροπία είναι «εξαρτημένος», η ευχάριστη συνήθεια έχει πάψει να ισχύει κι έχει γίνει μια καταναγκαστική συναισθηματική ένταση.

Απ’ τη φύση του ο άνθρωπος είναι εξαρτημένος από ό,τι τον αποτελεί -την τροφή, το νερό κι ό,τι αφορά την επιβίωση κι ανάπτυξή του. Όταν όμως η ευημερία κι η εσωτερική του αρμονία επηρεάζεται απ’ τη συναισθηματική ένταση παύει πια να είναι προτεραιότητα του εαυτού του, η έννοια της αγάπης, του έρωτα και της εξάρτησης μπερδεύονται μεταξύ τους προκαλώντας σύγχυση με αποτέλεσμα να μη γνωρίζει ποιο απ’ τα τρία αισθήματα υπερισχύει.

Η όρασή σου επισκιάζεται και σε εμποδίζει να δεις την πραγματική αγάπη που απευθύνεται προς εσένα. Η ανάγκη ήταν τόσο μεγάλη και συμβιβάστηκες για μηδαμινά οφέλη. Οι προσδοκίες σου έπεσαν κάτω από αυτά που θα έπρεπε να περιμένεις από μια σχέση -και τότε κατάλαβες ότι έχεις παγιδευτεί.

Ένα μεγάλο ποσοστό των ανθρώπων με «εξάρτηση» αρνείται την κατάστασή του ώσπου η πίεση έχει πια υπερβεί όλες τις αντοχές, σε αυτό το σημείο το σκαλοπάτι της υπέρβασης –το σκαλοπάτι της αλλαγής– τρομάζει και φαντάζει τεράστιο. Ο κύκλος επαναλαμβάνεται μέχρι τη στιγμή που θα διακοπεί και θα σταματήσει.

Αδυναμία, μοναξιά, θλίψη επισκιάζουν οποιαδήποτε σκέψη κάνοντάς τη να φαίνεται μακρινή κι άπιαστη, ό,τι μέχρι τώρα θεωρούσες απλή «συνήθεια» έχεις καταλάβει ότι έχει εισχωρήσει μέσα σου και σε ελέγχει. Αισθάνεσαι πικρία κι οργή για τον άνθρωπο απ’ τον οποίο συνειδητά εξαρτιέσαι, για τον άνθρωπο που σε εξουσιάζει, γιατί έχεις παραχωρήσει σ’ αυτόν τα προσωπικά σου δικαιώματα και τη δύναμή σου. Η ευτυχία σου μέχρι τώρα βασιζόταν στην ύπαρξη κάποιου άλλου παράγοντα ανεξαρτήτου είδους και ποιότητας.

Πάψε να αναζητάς την ευτυχία στους άλλους, η πηγή της ευτυχίας και της καλής κατάστασης δε βρίσκεται στους ανθρώπους γύρω σου αλλά μέσα σου, μάθε να επικεντρώνεσαι στον εαυτό σου. Νιώσε απελευθέρωση, αυτοπεποίθηση κι ασφάλεια. Ενίσχυσε τις διαπροσωπικές σχέσεις κι ιεράρχησε με τα θέλω και τις ανάγκες σου, γίνε αυτόνομος κι ανεξάρτητος κάνοντας μικρά καθημερινά πράγματα, χτίσε τη δική σου εσωτερική ασφάλεια.

Φόρτισε τις μπαταρίες σου κι απαγόρευσε αρνητικές σκέψεις και συναισθήματα να χτυπήσουν την πόρτα σου. Είναι βέβαιο πως δεν υπάρχει τέλειος άνθρωπος χωρίς ευάλωτα σημεία στο χαρακτήρα του, η προσωπικότητα είναι κάτι που εξελίσσεται στη διάρκεια όλης της πορείας στη ζωή. Με χρόνο και με εξάσκηση η προσωπικότητα ισχυροποιείται καθώς εσύ συνειδητοποιείς τους βαθύτερους φόβους σου -τους λόγους της εξάρτησης.

Όταν καταφέρεις να αποκτήσεις μια καλή σχέση εμπιστοσύνης με τον εαυτό σου, τότε θα έχεις επιτυχία και στις σχέσεις σου με τους άλλους. Μην ξεχνάς πως το πιο σημαντικό κριτήριο για να τα καταφέρεις, είναι η θέληση για να διορθώσεις τον εαυτό σου, τα λάθη σου κι η πρόθεση να μάθεις να ζεις μια πιο όμορφη ζωή.

Ποια είναι η αξία του αυτοελέγχου;

Πότε ήταν η τελευταία φορά που μπήκατε στο πειρασμό να κάνετε κάτι που σε άλλη περίπτωση δεν θα επιχειρούσατε, όπως το να καταναλώσετε ένα μεγάλο κομμάτι γλυκό ή να καθίσετε μπροστά από τη τηλεόραση αντί να προτιμήσετε την φυσική άσκηση;

Ο παραδοσιακός τρόπος που πολλοί από μας σκέφτονται αυτές τις καταστάσεις αφορούν το γιν και γιαν ενός δυαδικού μυαλού, όπου το ένα μέρος υποκινείται από τον πειρασμό και το άλλο από τον έλεγχο. Κάποιοι άλλοι ίσως θα το εξηγούσαν με βάση τις αντίρροπες δυνάμεις του «Εκείνο» και του «Υπερεγώ», κατά τη θεωρία του Φρόϋντ. Κάπου στο μυαλό όλων μας, αυτές οι δύο αντίπαλες δυνάμεις παλεύουν διαρκώς για το ποιός θα κυριαρχήσει και θα αποκτήσει τον έλεγχο της συμπεριφοράς μας.

Αυτός ο καθορισμός των δύο αντίρροπων δυνάμεων μέσα μας είναι επιτακτικός, επειδή τον αισθανόμαστε πραγματικό. Όλοι έχουμε βρεθεί στη κατάσταση να έχουμε «δύο νοητικές δυνάμεις», όπως για παράδειγμα όταν αναγκαζόμαστε να σηκωθούμε το πρωί με δυσκολία από το κρεβάτι για να πάμε για δουλειά, ενώ θα προσδοκούσαμε να παραμείνουμε λίγο ακόμη εκεί. Ωστόσο, όσο λογική και αν φαίνεται αυτή η θεωρία, στη πραγματικότητα δεν υφίσταται.

Μια εναλλακτική εξήγηση της νοητικής πάλης ανάμεσα στον πειρασμό και τον έλεγχο είναι μια απλή σύγκριση μεταξύ των εναλλακτικών επιλογών από τις οποίες επιλέγεται τελικά εκείνη που έχει την μεγαλύτερη αξία. Οι πειρασμοί αντλούν την αξία τους από την ηδονική ευχαρίστηση και την άμεση ικανοποίηση, ενώ ο αυτοέλεγχος την αντλεί από πιο αφηρημένα οφέλη αυτόαποτελεσματικότητας και την πρόοδο ως προς την επίτευξη του στόχου. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι οι ανταμοιβές, παρόλο που πηγάζουν από πολύ διαφορετικές πηγές, τόσο οι βραχυπρόθεσμες, και σταθερές ανταμοιβές του πειρασμού όσο και τα μακροπρόθεσμα, αφηρημένα οφέλη του αυτοελέγχου, θα μπορούσαν θεωρητικά να συγκριθούν επί ίσους όρους στις μονάδες της «αξίας». Το μόνο που χρειάζεται για να συγκρίνουμε όμοια πράγματα, είναι με κάποιο τρόπο να μετατρέψουμε τους διάφορους τύπους αμοιβής (όπως για παράδειγμα την ηδονική απόλαυση έναντι της αυτοαποτελεσματικότητας) σε μια κοινή νομισματική αξία.

Σε αυτό το σημείο εμπλέκεται η νευροεπιστήμη. Μία από τις σημαντικότερες ανακαλύψεις της τελευταίας δεκαετίας όσον αφορά τη λήψη αποφάσεων στο χώρο της νευροεπιστήμης, είναι ότι υπάρχει ένα κεντρικό σύστημα αξιών που εντοπίζεται κυρίως στο μεσοκοιλιακό προμετωπιαίο φλοιό ή ΜΠΦ. Μεγάλο μέρος αυτής της εργασίας έχει γίνει από μια ομάδα στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Καλιφόρνιας, με επικεφαλή τον Antonio Rangel, ο οποίος έχει επανειλημμένα διαπιστώσει ότι ο μεσοκοιλιακός προμετωπιαίο φλοιός κωδικοποιεί την υποκειμενική αξία αρκετών τύπων ανταμοιβών, και ότι η αξία που αντικατοπτρίζεται στον ΜΠΦ, συμβάλλει σημαντικά στην τελική λήψη αποφάσεων.

Μια άλλη κοινωνική νευροεπιστήμονας, η Jamil Zaki, έχει δείξει ότι η δραστηριότητα στον ΜΠΦ αντιπροσωπεύει την αξία του χρήματος, αλλά όπως είναι φυσικό με τρόπο που διαφέρει ανάλογα με το ποιος είναι ο αποδέκτης των χρημάτων. Όταν όλοι οι υπόλοιποι παράγοντες παραμένουν σταθεροί, το όριο της ενεργοποίησης στο ΜΠΦ ενός συμμετέχοντος είναι πολύ μικρότερο από ότι όταν αυτός είναι αποδέκτης. Και τα δύο αυτά είδη μελέτης εμπλέκουν το ΜΠΦ ως το τελικό προορισμό μιας νευρικής οδού που μετατρέπει διαφορετικές επιλογές απόφασης σε μια κοινή μορφή αξίας.

Συνεπώς, αντι να πρόκειται για μια μάχη μεταξύ του πειρασμού και τη δύναμη της θέλησης, ο αυτοέλεγχος περιορίζει τα ερωτήματα στην ερώτηση της συγκριτικής αξίας των δύο επιλογών. Οι Rangel και Todd Hare παρουσίασαν ισχυρά αποδεικτικά στοιχεία για αυτή την άποψη, θέτοντας τα θεμέλια για τη κατανόηση του αυτοελέγχου όσον αφορά την αξία. Η υπέρβαση των πειρασμών, έχει να κάνει με την εκμάθηση της αξίας των μακροπρόθεσμων, αφηρημένων ανταμοιβών, σε σημείο που να είναι πιο σημαντικές από την αξία των βραχυπρόθεσμων, συγκεκριμένων ανταμοιβών. Όσον αφορά την επίτευξη του στόχου, το πιο άμεσο ερώτημα που καλούνται οι ειδικοί να απαντήσουν τώρα, αφορά τον τρόπο με τον οποίο θα προωθηθεί η αξία του αυτοελέγχου πάνω από το κρίσιμο σημείο.

Η απάντηση εν ολίγοις είναι ο εαυτός και η αντίληψη που έχουμε για αυτόν. Πιο συγκεκριμένα, η απάντηση είναι η ταυτότητά ή αυτοαντίληψη, συμπεριλαμβανομένου και του ορισμού που δίνουμε σχετικά με το ποιοί είμαστε και ποιοί θέλουμε να είμαστε. Σύμφωνα με μια κλασσική θεωρία των στόχων που διατύπωσαν οι Charles Carver και Michael Scheier, το να επιτύχουμε την επιθυμητή ταυτότητα είναι ένας από τους πολυτιμότερους στόχους διότι αντιπροσωπεύει τα υπέρτατα μακροπρόθεσμα κίνητρα που έχουμε θέσει. Μια άλλη θεωρητική προσέγγιση υποστηρίζει ότι η διαφορά ανάμεσα στο ποιοί είμαστε (πραγματικός εαυτός) και στο ποιοί θέλουμε να είμαστε (ιδανικός εαυτός), δημιουργεί συναισθήματα που κυμαίνονται από το φόβο και την δυσθυμία μέχρι τον ενθουσιασμό και την ικανοποίηση, τα οποία με τη σειρά τους καθορίζουν και καθοδηγούν πολλές φορές τη συμπεριφορά μας σε καθημερινή βάση. Και στις δύο αυτές θεωρητικές απόψεις, οι στόχοι που σχετίζονται με τη ταυτότητα αναμένονται να φέρουν υψηλό βαθμό αξίας επειδή ουσιαστικά αφορούν τον Εαυτό.

Οι έννοιες της ταυτότητας και της αξίας είναι επίσης συνυφασμένες με τη λειτουργία του εγκεφάλου. Η κοιλιακή περιοχή του προμετωπιαίου φλοιού, που συμμετέχει στον υπολογισμό και καθορισμό της κοινής αξίας, παρουσιάζει τη μεγαλύτερη δραστηριότητα. Σε ένα νευρωνικό επίπεδο, ο τρόπος που σκεφτόμαστε τη ταυτότητά μας μοιάζει πάρα πολύ με τον τρόπο που αναλογιζόμαστε την αξία.

Η εξαιρετικά κοινή εκπροσώπηση της ταυτότητας και της αξίας δεν αποτελεί μια εξελικτική σύμπτωση. Αντίθετα, η κοινή εκπροσώπηση εξυπηρετεί το τελικό σκοπό της προώθησης των στόχων που αφορούν την ταυτότητά μας – που είναι εξ ορισμού μακροπρόθεσμες και αφηρημένες – με υποκειμενική αξία, έτσι ώστε να μπορούν μερικές φορές να αντισταθμίσουν τη δυσανάλογη αξία των άμεσων πειρασμών στο “εδώ και τώρα”. Υπάρχουν κάποιες έμμεσες ενδείξεις για αυτή την άποψη, όπως το γεγονός ότι η σκέψη για τις βασικές αξίες μπορεί να αποτρέψει τη μείωση του αυτοελέγχου να εμφανίζεται κατ’επανάληψη (εξάντληση του «Εγώ»), αλλά μέχρι στιγμής τα αποτελέσματα αυτά είναι αμφισβητήσιμα. Ωστόσο, με βάση τα δεδομένα που παρέχονται από τον εγκέφαλο, μια υπόθεση είναι ότι η σκέψη για τις βασικές ιδέες (αυτοεπιβεβαίωση) είναι πιθανό να ενεργοποιήσει τη λειτουργία του προμετωπιαίου κοιλιακού φλοιού στη περιοχή που αφορά την αξία, η οποία με τη σειρά της ωθεί τις αποφάσεις μας ως προς μακροπρόθεσμους στόχους, που σχετίζονται με τον Εαυτό και όχι βραχυπρόθεσμους, παροδικούς πειρασμούς, που θα εξυπηρετούν μόνο την ηδονική ευχαρίστηση της δεδομένης στιγμής.

Η εξέλιξη της «έννοιας» του Θεού

Αποτέλεσμα εικόνας για Η εξέλιξη της «έννοιας» του ΘεούΗ «Αντίληψη του Θεού» αναδύθηκε αυθόρμητα μέσα στην συνείδηση του παλαιολιθικού ανθρώπου, μέσα από την ίδια τη φύση της συνείδησης: Πρόκειται για σύλληψη της πραγματικής συνείδησης του ανθρώπου, κι όχι για μία «προβολή» (στο χώρο του αντικειμενικού) «αυτού που οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται ότι είναι η συνείδηση» (που οδηγεί σε τελείως λανθασμένα συμπεράσματα).

Για να το εξηγήσουμε: Η πραγματική συνείδηση του ανθρώπου είναι ανοιχτή διευρυνόμενη επίγνωση (αντίληψη), δηλαδή μία δυναμική εξελισσόμενη διαδικασία, που εξελίσσεται κι αλλάζει η ίδια κι αντιλαμβάνεται από την διευρυμένη κατάσταση, (κι όχι μία «στατική» και «περιορισμένη» λειτουργία που συλλαμβάνει μόνο νοητικά ιδέες καταστάσεις – που μπορεί και να μην ανταποκρίνονται στην Πραγματικότητα).

Καθώς η πραγματική συνείδηση του ανθρώπου (κι όχι η «ψευδοσυνείδηση» που έχει υπόψη του ο κοινός άνθρωπος) αναδύεται από το άλογο παρελθόν αντιλαμβάνεται ότι η Συνείδηση Είναι Υπερβατική, Απεριόριστη, Άχρονη, Μία Δύναμη πίσω από το άμεσα αντιληπτό (το εξωτερικό, το υλικό), η Αληθινή Φύση, ή η Εσώτερη Φύση από την οποία πηγάζει ο φυσικός κόσμος… και με την Οποία Συνείδηση συνδέεται η ανθρώπινη συνείδηση, έχει σχέσεις, κι εξελίσσεται προς Αυτή την Συνείδηση, (όλες οι συνειδήσεις, και κάθε συνείδηση ξεχωριστά)…

Στην μετέπειτα εξέλιξή της (μέχρι σήμερα) η ανθρώπινη συνείδηση «προσπαθεί», «διερευνώντας» ακριβώς την «ίδια την φύση» της, να ανυψωθεί, να αναδυθεί, (διευρυνόμενη, διευρύνοντας την επίγνωσή της), στην Καθαρή Άχρονη Συνείδηση…

Με αυτή την έννοια, είναι η Συνείδηση (που εκδηλώνεται μέσα σε όλα τα όντα) που «Συνειδητοποιεί την «Φύση» της, ξεπερνώντας μέσα στα όντα (και στον καθένα ξεχωριστά), την περιορισμένη χωριστική αντίληψη, το «εγώ», διευρυνόμενη προς μία πλατύτερη, κοσμική, Μοναδική, Αντίληψη της Πραγματικότητας…

Είναι η Μία Μοναδική Συνείδηση που Εκδηλώνεται μέσα στους αρχαϊκούς ανθρώπους, μέσα στους παλαιολιθικούς ανθρώπους, μέσα στους νεολιθικούς ανθρώπους, μέσα στους ανθρώπους της ιστορικής εποχής, μέσα στους σύγχρονους ανθρώπους… Υπάρχει Μία Μοναδική Συνείδηση που «λειτουργεί χωριστικά» μέσα στα όντα και που σιγά-σιγά «διευρύνεται» ξεπερνώντας τους περιορισμούς της μέχρι να Ανυψωθεί ως την Καθαρή Απόλυτη Συνείδηση…

Ήδη μέσα στην συνείδηση του παλαιολιθικού ανθρώπου αναδύεται αυθόρμητα η Αντίληψη της Υπέρτερης Συνείδησης (του Θεού) που εκδηλώνεται μέσα σε όλα τα όντα, σαν «συνειδητή δύναμη»…

Στην νεολιθική εποχή (στην εποχή του «πολυθεϊσμού»), η Αντίληψη Μίας Παγκόσμιας Πηγής της Ύπαρξης διατηρείται, αλλά προβάλλονται έντονα διάφορες «λειτουργικές όψεις» της, σαν θεότητες της φύσης, της γονιμότητας, κλπ…

Στην εποχή του χαλκού, ξεκινάει μια διαδικασία «ενοθεϊσμού» που θα οδηγήσει στο τέλος της εποχής στις μονοθεϊστικές αντιλήψεις…

Ήδη από την αρχή της καθαρά ιστορικής εποχής (3.000 χρόνια πριν) αναδύεται η Αντίληψη της Υπερβατικής Άχρονης Θεότητας με την Οποία έχουμε, τα όντα, την Ίδια Φύση και με την Οποία πρέπει να «ενωθούμε», να «ταυτιστούμε», κλπ. Είναι η εποχή των ιστορικών θρησκειών…

Στην σύγχρονη εποχή, αρχίζει να επικρατεί η (θρησκευτική) αντίληψη, Μίας και Μοναδικής Πραγματικότητας (που οι άνθρωποι αρχίζουν να συνειδητοποιούν)…

Η εξέλιξη της πραγματικής συνείδησης του ανθρώπου, περιγράφηκε πιο πάνω… Εν τούτοις το μεγαλύτερο μέρος του ανθρώπινου πληθυσμού δεν ακολουθεί αυτή εξέλιξη, εξελίσσεται με πολύ πιο αργούς ρυθμούς…

Καταρχήν οι περισσότεροι άνθρωποι δεν βιώνουν την «αυτοσυνειδησία» τους σαν μία ανοιχτή δυναμική και εξελισσόμενη επίγνωση, αλλά σαν μία επίγνωση στατική που δομεί την αντίληψη μέσα από το συνειδησιακό σύμπλεγμα ενός «σταθερού εγώ» (που είναι απέναντι στον κόσμο) και μέσα από αποκρυσταλλωμένες αντιληπτικές δομές και λειτουργίες: Έτσι η συνείδηση (αποκομμένη από την Πραγματική Υπαρξιακή Βάση της, που Βρίσκεται στην Βάση όλων των όντων) αντιλαμβάνεται ψευδώς ότι είναι μόνη, ριγμένη μέσα σε ένα αντικειμενικό κόσμο. Μία τέτοια συνείδηση (εγκλωβισμένη σε μία «στατική» επίγνωση) «θεωρεί» οποιαδήποτε σύλληψη του «υπερβατικού» σαν μία αντανάκλαση του εαυτού της (της ίδιας της συνείδησης), σαν μία προβολή στο χώρο του αντικειμενικού της αντίληψής της, της σκέψης της, των πεποιθήσεών της. Ο «Θεός» που συλλαμβάνει μία τέτοια συνείδηση, είναι ένα «αντικείμενο απέναντί της», στην πραγματικότητα μία ιδέα, ένα «είδωλο»…

Εδώ και 30.000 χρόνια, που άρχισε να «διαμορφώνεται» η θρησκευτική αντίληψη του κόσμου, πλάι στους λίγους φωτισμένους ανθρώπους, που «ανοίγουν» τον δρόμο στον άνθρωπο και τον πολιτισμό… «βαδίζει» η πλειονότητα των ανθρώπων (που εξελίσσεται πιο αργά) που βιώνει όχι μία πραγματική επίγνωση αλλά μία «μηχανική» , «αυτόματη», ψευδοσυνείδηση, που αντιλαμβάνεται (λόγω της δομής και της λειτουργίας της) λανθασμένα την ύπαρξη, τον κόσμο, την ζωή…

Κι έτσι πλάι στην αληθινή θρησκεία (που συλλαμβάνει) η πραγματική συνείδηση «δημιουργείται», μία «ψευδής θρησκεία», που επικρατεί, αφού απευθύνεται στην περιορισμένη νοημοσύνη των ανθρώπων (μιλά την γλώσσα των απλοϊκών ανθρώπων) και τους προσφέρει «απλές» εξηγήσεις του κόσμου, και τους κατευθύνει, με «απλές» ηθικές εντολές… Μάλιστα αυτή η «θρησκευτική» εξουσία (που είναι ενδοκοσμική, προσανατολισμένη στα γήινα και στα ανθρώπινα) θα σταθεί πλάι στην «κοσμική» εξουσία αυτών που κυβερνούν τις ανθρώπινες κοινότητες (οργανωμένα) ήδη από την νεολιθική εποχή. Έτσι η «ψευτοθρησκεία» (στα χέρια των ιερατείων) θα αποβεί εχθρική για τον άνθρωπο και τον πολιτισμό…

Μάταια, οι εκπρόσωποι της ζωντανής συνείδησης και της αληθινής θρησκείας, προσπαθούν όλες τις εποχές, να μιλήσουν για την Ζωντανή Πραγματικότητα. Οι περισσότεροι άνθρωποι ζουν σαν υπνωτισμένοι, δεν μπορούν να οργανώσουν υγιείς κοινωνίες κι αφήνουν, μέχρι σήμερα, την πολιτική, θρησκευτική κι οικονομική εξουσία να τους καταδυναστεύουν και να τους χειραγωγούν σαν αγέλες ζώων…

Ποιος είναι ο ανθρώπινος πολιτισμός σήμερα; Υπάρχει πουθενά στον πλανήτη μία ανθρώπινη, δίκαιη και ευημερούσα κοινωνία; Ζούγκλες υπάρχουν.

Οι σύγχρονοι άνθρωποι αφελώς πιστεύουν ότι είναι πολιτισμένοι, ότι ζουν σε μία δίκαιη και σταθερή κοινωνία (όσοι δεν έχουν σοβαρά προβλήματα, γιατί οι περισσότερες κοινωνίες είναι σε αναβρασμό), κι ότι έχουν σύγχρονες αντιλήψεις… Τίποτα από αυτά δεν ισχύει…

Οι άνθρωποι σήμερα, ούτε πολιτισμό έχουν, ούτε πολιτική φιλοσοφία, ούτε οικονομική δικαιοσύνη, ούτε ιστορική γνώση… ενώ οι «αντιλήψεις» τους για τον κόσμο, όχι μόνο έχουν τις ρίζες τους στην παλαιολιθική και νεολιθική εποχή, αλλά πολλές φορές δεν έχουν «διαφοροποιηθεί» καθόλου…

Πολλές θρησκευτικές αντιλήψεις, συνήθειες, έθιμα, ριζωμένες στον άνθρωπο από την νέο-παλαιολιθική και νεολιθική εποχή πέρασαν και μέσα στις σύγχρονες ψευτοθρησκείες, μέχρι σήμερα… Οι πανάρχαιοι μύθοι, του «δημιουργού θεού», του «οργανωμένου κόσμου», της «κοινωνίας των ανθρώπων» υπνωτίζουν τους ανθρώπους ακόμα… Θρησκευτικές πρακτικές κι έθιμα, (όπως η θυσία, η προσευχή, κλπ) έχουν ελάχιστα διαφοροποιηθεί από την νεολιθική εποχή… Γιορτές όπως, η «ετήσια γέννηση του Θεού», ( τα «θεούγεννα»), η «πρωτοχρονιά» ο «μάης», κι «αγροτικές γιορτές» που πέρασαν στις σύγχρονες ψευτοθρησκείες είναι πανάρχαιες και παγκόσμιες… Θρησκευτικές συνήθειες, όπως για παράδειγμα ο οικιακός βωμός (το εικονοστάσι) έχει μία ιστορία 30.000 χρόνων… Ταφικά έθιμα και συνήθειες (όπως το να βάλουμε κοντά στο νεκρό κάποια αγαπημένα πράγματά του) έχουν χιλιάδες χρόνια παρελθόν… Τελικά οι «σύγχρονοι πολιτισμένοι άνθρωποι» εξακολουθούν να ζουν σαν υπνωτισμένοι, όπως και οι «αρχαϊκοί απολίτιστοι άνθρωποι της νεολιθικής εποχής» μέσα σε μία εικονική πραγματικότητα που «δημιουργούν» και «συντηρούν» κάποια «ανθρώπινα θηρία» για να χειραγωγούν, να παραπλανούν και να εκμεταλλεύονται τους συνανθρώπους τους… Όλοι αυτοί που «υπηρετούν» αυτό το βρώμικο σύστημα δεν έχουν περισσότερη νοημοσύνη από αυτούς που εκμεταλλεύονται, αλλά η ανήθικη συμπεριφορά τους δημιουργεί χάος και δυστυχία…

Η λάθος συμπεριφορά που μπορεί να καταστρέψει ακόμα και την πιο υγιή σχέση

Τίποτα δεν είναι δεδομένο στις σχέσεις. Ακόμα και στις πιο υγιείς. Για να συνεχίσουν να υπάρχουν χρειάζονται συνεχή και αμφίδρομη προσπάθεια. Αν και είναι στατιστικά αποδεδειγμένο ότι οι περισσότερες σχέσεις, αργά ή γρήγορα, γίνονται ανάμνηση για τους ανθρώπους που τις συνιστούσαν, υπάρχει ένα στοιχείο που οδηγεί, ακόμα πιο γρήγορα, μια σχέση στο χωρισμό. Ευτυχώς, αν το εντοπίσεις και στη δική σου, μπορείς το διορθώσεις.
 
Η Δρ. Darcy Sterling, σύμβουλος σχέσεων στη Νέα Υόρκη εξηγεί ότι πριν ακόμα αρχίσει ένα ζευγάρι να τσακώνεται για θέματα εμπιστοσύνης, επικοινωνίας, ηθικής κ.α. υπάρχει ένας δείκτης που- λέει ότι- μπορεί να προβλέψει, με εκπληκτική ακρίβεια, το τέλος της σχέσης σας. Ποιος είναι αυτός;
 
Ο τρόπος που διαχειρίζεστε μια διαμάχη ή με άλλα λόγια, πως τσακώνεστε με τον σύντροφό σας. Ούτως ή άλλως, υγιής σχέση δεν είναι αυτή στην οποία δεν υπάρχουν καυγάδες (αυτό είναι φύσει αδύνατον), αλλά μια σχέση της οποίας τα μέλη έχουν τη συνείδηση να τους διαχειρίζονται.
 
Αν, για παράδειγμα, κάθε φορά που μαλώνετε, εσείς ή ο σύντροφός σας συμπεριφέρεστε περιφρονητικά και απαξιωτικά ο ένας απέναντι στον άλλον, ο χωρισμός σας περιμένει στην επόμενη γωνία. Η Dr. Sterling συνεχίζει λέγοντας πως η περιφρόνηση μπορεί να εκδηλωθεί με διάφορους τρόπους: Από υστερικές, μελοδραματικές φωνές που ενέχουν ασεβείς χαρακτηρισμούς μέχρι ένα απλό βλέμμα που υποδεικνύει την απροθυμία σας να κατανοήσετε και να επικυρώσετε τα συναισθήματα του συντρόφου σας.
 
Φυσικά, δεν είμαστε ρομπότ. Όλοι, κάποια στιγμή, θα κυριευτούμε από παράφορα νεύρα και θυμό, όλοι θα αντιδράσουμε παράλογα και όλοι θα νιώσουμε την ανάγκη να μηδενίσουμε τον άλλο. Η διαφορά έγκειται στο αν τελικά θα ξεσπάσουμε, εξωτερικεύοντας όλον αυτό τον αρνητισμό στον άλλο. Μάλιστα, όπως υποστηρίζει η Sterling, το να μπορείς να τσακώνεσαι χωρίς να χάνεις τον έλεγχο και χωρίς να διοχετεύεις στον σύντροφό σου τα πιο τοξικά σου συναισθήματα, είναι ίσως η πιο σημαντική ικανότητα που θα αποκτήσεις ποτέ σε επίπεδο σχέσεων.

O μονοδιάστατος άνθρωπος της εποχής μας

Ο Χέρμπερτ Μαρκούζε, γερμανός φιλόσοφος και κοινωνιολόγος. Οι φιλοσοφικές του απόψεις επηρεάστηκαν από τους Χέγκελ, Φρόυντ, Χάιντεγκερ και από την μαρξιστική θεωρία. Προσπάθησε να συνδυάσει μαρξισμό και φροϋδισμό. Επηρέασε βαθιά το φοιτητικό κίνημα της δεκαετίας του 1960. Σπουδαιότερα έργα του: «Ο μονοδιάστατος άνθρωπος», «Έρως και πολιτισμός», «Λογική και επανάσταση».
 
Ο «μονοδιάστατος άνθρωπος» έχει χάσει την ατομικότητά του, την ελευθερία του και την ικανότητά του να διαφωνεί, και να σκέφτεται κριτικά

Μέλος της Σχολής της Φραγκφούρτης. Μετανάστευσε στις Η.Π.Α. και δίδαξε στα Πανεπιστήμια Κολούμπια, Χάρβαρντ, Μπράντεϊς και Καλιφόρνια.
Γεννήθηκε το 1898 στο Βερολίνο. Αφού σπούδασε στα Πανεπιστήμια του Βερολίνου και Φράιμπουργκ συνεργάστηκε με το Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών της Φραγκφούρτης μέχρι το 1933.
 
Ο Χ. Μαρκούζε παρέμεινε στις ΗΠΑ μετά την επιστροφή των υπόλοιπων εξόριστων μελών της Σχολής της Φρανκφούρτης στη Γερμανία και αναδείχθηκε σε ιδεολογικό γκουρού των φοιτητικών κινημάτων της Βόρειας Αμερικής στη δεκαετία του ’60 των αντιπολεμικών και αντιρατσιστικών κινητοποιήσεων.
 
Με το πρώτο βιβλίο του εισήγαγε στις ΗΠΑ τη συζήτηση για τον Hegel προσπαθώντας να αναθεωρήσει τις παραδοσιακές οπτικές για τη μεθοδολογία του. Επανεισάγει τη διαλεκτική σε μια πανεπιστημιακή κοινωνία που κυριαρχείται από το μεθοδολογικό εμπειρισμό.
 
Μελετά και το είναι και το δέον των πραγμάτων προσπαθώντας να εξηγήσει τις εντάσεις ανάμεσα στο δεδομένο και στο δυνατό, ανάμεσα στο άμεσο φαινόμενο και στην τελική πραγματικότητα. Αρνείται να προσδώσει κύρος και αυθεντία στο υπάρχον δείχνοντας ότι έχει τη δυνατότητα να αλλαχθεί. Κάθε υπάρχον εμπεριέχει και την άρνησή του. Η «άρνηση της άρνησης» είναι το στοιχείο εκείνο που συγκροτεί την «κριτική θεωρία».
 
Η θέση του Μαρκούζε είναι μια θέση ολικής κριτικής και ριζικής αντίθεσης στην καπιταλιστική «κοινωνία της αφθονίας». Ο Μαρκούζε δανείζεται από τον Μπρετόν και τους σουρεαλιστές την έννοια της «Μεγάλης Άρνησης», για να ορίσει ταυτόχρονα την ατομική εξέγερση και αντίσταση στο κυρίαρχο σύστημα και την αναζήτηση οραμάτων ενός άλλου, ριζικά διαφορετικού κόσμου. Ο Μαρκούζε αναλύει τη βιομηχανική και τεχνολογική κοινωνία συνδυάζοντας δύο διαφορετικές θεωρητικές προσεγγίσεις: εκείνη του Μαρξ (που έβλεπε τον καπιταλισμό να αναπτύσσει την επιστήμη και την τεχνική για να τις θέσει εργαλειακά στην υπηρεσία της παραγωγής και του κέρδους) και εκείνη του δασκάλου του, του Χάιντεγκερ, που ερμήνευε τη νεωτερικότητα ως εποχή της τεχνικής.
 
Η κοινωνία της κατανάλωσης και της αφθονίας τείνει να εξαλείψει πλήρως την ελεύθερη υποκειμενικότητα, την κριτική σκέψη, τη διαφωνία και την αντιπολίτευση, οδηγώντας έτσι σε ένα ουσιαστικά ολοκληρωτικό και μονολιθικό σύστημα. Στη μονοδιάστατη κοινωνία το ατομικό υποκείμενο υποχρεώνεται σε συμμόρφωση προς τις επιταγές επιβλητικών αντικειμενικών δομών και χάνει την ικανότητά του να ανιχνεύει εναλλακτικούς δρόμους και δυνατότητες απελευθέρωσης, που κινούνται πέρα από τον ορίζοντα της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων. Αυτό που απειλείται είναι η ίδια η ύπαρξη υποκειμένων ικανών για δημιουργία, ελευθερία, αυτονομία.
 
Ο Μονοδιάστατος άνθρωπος
Στο έργο του για το «μονοδιάστατο άνθρωπο» θεωρητικοποίησε την παρακμή των επαναστατικών δυνατοτήτων στις καπιταλιστικές κοινωνίες αποδίδοντάς την στη ανάπτυξη των νέων μορφών κοινωνικού ελέγχου.
 
Η «αναπτυγμένη βιομηχανική κοινωνία» δημιουργεί ψευδείς ανάγκες που δένουν το άτομο με την υπάρχουσα οργάνωση της παραγωγής και κατανάλωσης την οποία αναπαράγουν με τη διαρκή παρέμβασή τους η κουλτούρα των ΜΜΕ, η διαφήμιση, η βιομηχανική διαχείριση και ο φιλελεύθερος λόγος με την συνεχή προσπάθεια εξάλειψης της κριτικής και της ριζικής αντιπολίτευσης.
 
Το αποτέλεσμα είναι η επικράτηση ενός «μονοδιάστατου» τρόπου σκέψης και συμπεριφοράς. Έτσι, ο Μαρκούζε έθεσε υπό ριζική αμφισβήτηση δύο βασικές θέσεις του παραδοσιακού Μαρξισμού. Κατά πρώτον, την ιδέα του προλεταριάτου ως αξιόπιστου φορέα επαναστατικής αντιπολίτευσης και, κατά δεύτερον, την ιδέα της αναπόφευκτης κατάρρευσης του καπιταλιστικού συστήματος.
Στο πρώτο κεφάλαιο τού βιβλίου του Ο μονοδιάστατος άνθρωπος, το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, έχει τον τίτλο «η μονοδιάστατη κοινωνία», εξετάζει κυρίως δύο θέματα, αφ’ ενός μεν τις «πλαστές» ανάγκες πού προβάλλει η σύγχρονη κοινωνία στόν άνθρωπο και τον πιέζει να τις αποδεχτεί, αφ’ ετέρου δε στην απόκτηση της ελευθερίας. Μπορεί και τα δύο αυτά να συνοψισθούν σε ένα πού είναι η απελευθέρωση από την δουλεία των «ψευδών» αναγκών.
 
Μιλώντας για «ψευδείς» ανάγκες, εννοεί αυτές πού καθορίζονται «από δυνάμεις εξωτερικές» πού ο άνθρωπος δεν μπορεί να ελέγξει, γιατί «έχουν ετερόνομη ανάπτυξη καί ικανοποίηση». Τέτοιες «ψευδείς» ανάγκες δημιουργούν μια «ευφορία μέσα στην δυστυχία».
 
Γράφει ο Μαρκούζε: «Να αναπαύεσαι, να διασκεδάζεις, να δρας και να καταναλώνεις όπως όλοι οι άλλοι, να αγαπάς και να μισείς ό,τι αγαπούν και μισούν οι άλλοι, αυτό στό μεγαλύτερό τους μέρος είναι ανάγκες πλαστές».
 
Σε μια τέτοια «μονοδιάστατη κοινωνία» πού ζει ο άνθρωπος, ο ίδιος πρέπει να δώσει λύσεις, να καθορίσει «κριτήρια προτεραιότητας» και να διακρίνει την «αλήθεια» από την «πλαστικότητα», τις «αληθινές» από τις «πλαστικές» ανάγκες. Ο άνθρωπος σήμερα δεν πρέπει να είναι «ετερόφωτο κι ετεροκαθοριζόμενο» όν, γι’ αυτό «θα πρέπει νά αμφισβητήσει τις ανάγκες και τις ικανοποιήσεις τού κατεστημένου, με τούς όρους τού αληθινού και πλαστού». Αυτό θα πρέπει να γίνεται με προσωπική ελευθερία και όχι με την δυνατότητα επιλογής, η οποία μάς επιβάλλεται έξωθεν, γιατί «η δυνατότητα να εκλέγεις ελεύθερα αφέντες δεν εξαλείφει ούτε τούς αφέντες ούτε τούς δούλους».
 
Μέσα από αυτήν την προοπτική οριοθετεί και την ελευθερία. Τελικά, η ελευθερία δεν μπορεί να τεθεί στο πλαίσιο μιας απλής επιλογής, τήν οποία μάς θέτει η κατεστημένη εξουσία στην κοινωνία, γιατί αυτό είναι περιορισμός της ελευθερίας. Γι’ αυτό «δέν μπορούμε να ορίσουμε μια αληθινά ελεύθερη κοινωνία χρησιμοποιώντας τούς παραδοσιακούς όρους της οικονομικής, πολιτικής και πνευματικής ελευθερίας».
 
Το νόημα της ελευθερίας
Προσδιορίζοντας ο Μαρκούζε το νόημα της ελευθερίας, γράφει ότι η απόκτηση της πραγματικής ελευθερίας πρέπει σήμερα να εκφραστεί με «αρνητικούς όρους», ακριβώς επειδή ζούμε σε μια κοινωνία μονοδιάστατη, καταναγκαστική, πού περιορίζει την ελευθερία σε μια δυνατότητα επιλογής μεταξύ δύο πραγμάτων, τα οποία οι κοινωνικοί μηχανισμοί μάς έχουν προσδιορίσει. Είναι χαρακτηριστικές οι σκέψεις του πάνω στο θέμα αυτό.
Γράφει:
 
«Οικονομική ελευθερία θα πρέπει να σημαίνει απελευθέρωση από την οικονομία, απ’ τον καταναγκασμό πού ασκείται με τις οικονομικές σχέσεις και δυνάμεις, απελευθέρωση απ’ την καθημερινή πάλη για την ύπαρξη, απαλλαγή απ’ την ανάγκη να κερδίζουμε τή ζωή μας. Πολιτική ελευθερία θα πρέπει να σημαίνει απελευθέρωση απ’ την πολιτική αυτή πού πάνω της τα άτομα δεν μπορούν να ασκήσουν ουσιαστικό έλεγχο. Πνευματική ελευθερία θα πρέπει να σημαίνει αποκατάσταση της ατομικής σκέψης, πνιγμένης σήμερα από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας και θύμα της διαπαιδαγώγησης, κι ακόμη θα πρέπει να σημαίνει ότι θα πάψουν να υπάρχουν κατασκευαστές της «κοινής γνώμης» κι ακόμη και κοινή γνώμη».
 
Αντί να αναζητά την αποκλειστικότητα της επανάστασης στην εργατική τάξη, τόνισε ότι εν δυνάμει επαναστατικοί φορείς ήταν οι μη ενσωματωμένες στο σύστημα μειονότητες, οι παρείσακτοι και η ριζοσπαστική διανόηση μέσω της διαμόρφωσης της «μεγάλης άρνησης».
 
Απέναντι στο δογματικό σοβιετικό Μαρξισμό και τη δικτατορία του κόμματος ο Μαρκούζε ενέπνευσε τις δυνάμεις μιας Νέας Αριστεράς που συνδύασε με κριτικό τρόπο το Μαρξισμό και τις ιδέες της συμμετοχικής δημοκρατίας και του ανοίγματος σε μια σειρά πλουραλιστικών συμμαχιών, που περιλαμβάνουν κοινωνικά κινήματα και ομάδες σχετικά με θέματα όπως το κοινωνικό φύλο, η φυλή, η σεξουαλικότητα, η ειρήνη και το περιβάλλον.
 
Ο Μαρκούζε συνέχισε ακατάπαυστα να ασκεί σκληρή κριτική στην αναπτυγμένη καπιταλιστική βιομηχανική κοινωνία, εκτός των άλλων και για το μιλιταρισμό, το ρατσισμό, το σεξισμό, τον ιμπεριαλισμό και την βίαιη αποικιακού χαρακτήρα παρέμβασή της στις αναπτυσσόμενες χώρες του λεγόμενου «Τρίτου Κόσμου».
Πέθανε στις Η.Π.Α. το 1979.
 
Έργα του:
  • Έρως και πολιτισμός (1955)
  • Ο Μονοδιάστατος Άνθρωπος (1964)
  • Το τέλος της ουτοπίας (1967)
  • Ψυχανάλυση και Πολιτική (1968)
  • Αντεπανάσταση και εξέγερση (1972)
  • Δοκίμιο για την απελεύθερωση (1973)
  • Η αισθητική διάσταση (1978)