Μπέρτολτ Μπρεχτ: 1898–1956
«Oι κρατούντες κατασκευάζουν τον όμοιό τους: τον μεγάλο παλιάνθρωπο»
Εισαγωγικές παρατηρήσεις
Ι. Ο ποιητικός λόγος έχει μια ιδιαίτερη φύση: από τη μια πλευρά αποτελεί ανάλαφρη ηχώ για πράγματα και καταστάσεις, που «κουβεντιάζονται με λιγότερες φωνές» (Σεφέρης), από την άλλη σου μιλάει «με παραμύθια και παραβολές/ …γιατί τ’ ακούς καλύτερα, κι η φρίκη/ δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή/γιατί είναι αμίλητη και προχωράει» (Σεφέρης: Τελευταίος Σταθμός). Η φρίκη, σύμφωνα με τη βιωματική εμπειρία του Μπρεχτ –βλ. μεταξύ άλλων το ποίημά του: «Στους Μεταγενέστερους»– είναι μια οδυνηρή πραγματικότητα του κόσμου και της ιστορίας του, με τους δικούς της νόμους και τη δική της πορεία, όπου ο άνθρωπος από ενεργό υποκείμενο μεταποιείται σε αντικείμενο, στο πιο ευτελισμένο πράγμα, σε εργαλείο ξένων προς τη φύση του δυνάμεων. Τότε συμβαίνει να πολτοποιείται σε αδρανή μάζα και να στρέφει τον εαυτό του ενάντια στον εαυτό του. Θεμελιώδες χαρακτηριστικό μιας τέτοιας αυτοκαταστροφής είναι να προσχωρεί ασμένως στην ακατάσχετη φλυαρία των κρατούντων περί ισότητας, δικαιοσύνης, ελπίδας που έρχεται και παρόμοιων λεκτικών διαστροφών και να συμβιβάζεται με την πολιτική του εξαπάτηση.
ΙΙ. Ο Μπρεχτ ωστόσο δεν ξεχνά πως πάνω απ’ όλα είναι καλλιτέχνης. Γι’ αυτό και δεν αρκείται σε οποιαδήποτε άχρωμη περιγραφή της κακοποίησης των ανθρώπων από τους κρατούντες ούτε απλώς στο να κατονομάζει τους συντελεστές της: Ανάλογα με τη δεσπόζουσα ιστορική στιγμή, με προεξάρχουσα εκείνη της ανόδου και της πτώσης του τρίτου Ράιχ, καθιστά το λόγο του θεάτρου και της ποίησης πρωτομάστορα ζωντανών εικόνων από την ιστορική και κοινωνικο-πολιτική εμπειρία των ανθρώπων. Το καλλιτεχνικό του μέλημα δεν είναι απλώς να συγκινήσει το θεατρικό και αναγνωστικό του κοινό, αλλά να το κάνει να σκεφτεί. Έτσι, ο λόγος του γίνεται λόγος του δια-λεκτικού πράττειν:: ψυχ-αγωγεί τις άριστες πτυχές του εσωτερικού Είναι του ανθρώπου, ώστε ο τελευταίος να μπορεί να αυτονομείται από την ψευδή πραγματικότητα που τον περικυκλώνει: είτε από εκείνη του γερμανικού Ράιχ με τις προεκτάσεις της είτε από την άλλη της ανατολικής Γερμανίας, της λεγόμενης λαϊκής δημοκρατίας της Γερμανίας (DDR), όπου η φαινομενική ευφορία των εκεί κρατούντων έκρυβε τη μέγιστη εξαθλίωση της κοινωνίας. Ομοιώματα τέτοιων αντανακλάσεων εμφανίζουν και οι πολιτικοί θεατρίνοι της παρούσας Ελληνικής Τραγωδίας. Το ποίημα, που μεταφράζω και σχολιάζω στη συνέχεια, είναι αποκαλυπτικό της πολιτικής αποξένωσης χτες και σήμερα.
DER RADWECHSEL
Ich sitze am Straßenrand
Der Fahrer wechselt das Rad.
Ich bin nicht gern, wo ich herkomme.
Ich bin nicht gern, wo ich hinfahre.
Warum sehe ich den Radwechsel
Mit Ungeduld?
Η ΑΛΛΑΓΗ ΤΟΥ ΤΡΟΧΟΥ
Κάθομαι στου δρόμου την άκρη
Ο οδηγός αλλάζει τον τροχό.
Δεν μ’ αρέσει ο τόπος, απ’ όπου ήρθα.
Δεν μ’ αρέσει ο τόπος, που πρόκειται να πάω.
Γιατί τότε βλέπω την αλλαγή του τροχού
Με ανυπομονησία;
Ερμηνεία –σχολιασμός
1. Τι εκφράζει εδώ ο ποιητής; Μια διάψευση ελπίδων και προσδοκιών. Μια εσωτερική ανησυχία, που προκαλούν τα παράσιτα ενός πολιτικού καθεστώτος με ανεστραμμένη τη Λογική του προοπτική: διατείνεται ότι υπηρετεί την ιδέα της βαθιάς κοινωνικής και πολιτικής αλλαγής, τα γνήσια συμφέροντα του λαού, αλλά στην πράξη εξυπηρετεί τα συμφέροντα του δικού του μαζικού μορφώματος εξουσίας. Θεμελιακή αρχή αυτής της ανησυχίας είναι η ανυπομονησία, για το κατά πόσο μπορεί αυτό το καθεστώς να ανταποκριθεί στο αίτημα του λαού για μια αυθεντικά χαρούμενη και ευτυχισμένη ζωή.
2. Εάν λάβουμε υπόψη πως η εν λόγω ελεγεία γράφτηκε το καλοκαίρι του 1953 στην ανατολική Γερμανία και αμέσως μετά τα γεγονότα της 17ης Ιουνίου, τότε το πολιτικό καθεστώς, που υπαινίσσεται ο ποιητής, ήταν το υποτιθέμενο λαϊκό καθεστώς της DDR.
3. Τι έγινε στις 17 Ιούνη; Εξέγερση των εργαζομένων μαζών ενάντια στους πολιτικούς και οικονομικούς σχεδιασμούς μιας κυβερνητικής μηχανής, που διέθετε μεν λαϊκό έρεισμα, αλλά πολιτευόταν ερήμην της «σοφίας του λαού» (Μπρεχτ), εντελώς εγκεφαλικά και γραφειοκρατικά: ως εκ τούτου ιδιοτελώς και στην πραγματικότητα ενάντια στα συμφέροντα της κοινωνίας.
4. Στο παρόν ποίημα, το κέντρο βάρους μετατοπίζεται από τις λεκτικές υποσχέσεις των κρατούντων υπέρ της «ευημερίας» των πολιτών στη διάλυση των ψευδαισθήσεων και στη συνεπακόλουθη από-γοήτευση.
5. Από-γοήτευση με το νόημα ότι έπαψε πια να γοητεύει την ανθρώπινη κοινότητα το εγκεφαλικό-σχηματικό θεώρημα της οικοδόμησης της «σοσιαλιστικής» πατρίδας, ένα θεώρημα δηλαδή, περίπου παρόμοιο με τα παιδαριώδη μηχανεύματα των ελλαδικών τσαρλατάνων της τρέχουσας πολιτικής σκηνής.
6. στ.1: ο ποιητής, η συνειδητή φωνή του πονεμένου πλήθους, εγκλωβισμένου στις ποικίλες τεχνητές μάζες εξ-ουσίας, κάθεται στην άκρη [=Εκτός] του εκτυλισσόμενου πολιτικού θεάματος και το θεωρεί, το κρίνει:
7. στ. 2: δια-κρίνει, καθορά, χωρίς ψευδαισθήσεις πια, πως ο οδηγός της κινούμενης μηχανής, ήτοι ο ηγέτης της κυβερνητικής μηχανής, αλλάζει τον τροχό, δηλαδή την τροχιά, την πορεία της πολιτικής.
8. στ. 3-4: Δεν χαίρεται όμως γι’ αυτό, καθώς η αλλαγή προέρχεται από τα πάνω και όχι από τα κάτω, χωρίς δηλαδή τη συμμετοχή και σοφία του λαού. Πρόκειται συνεπώς για εναλλαγήˑ για ένα νέο μηχανισμό εξουσίας, απαράλλακτα φίλαυτο με τον παλιό: και στην πρότερη χώρα/κατάσταση, την καπιταλιστική, και στην τωρινή, τη «σοσιαλιστική», οι μάζες παίζουν το ρόλο του θεατή, του χειροκροτητή των υποτιθέμενων «αντιπροσωπευτικών» θεσμών της πολιτείας. Δεν είναι πλήρως απελευθερωμένες κοινωνικά.
9. στ. 5-6: Κάθε ριζική αμφισβήτηση, εκ μέρους τους, αυτών των εγωιστικών μορφωμάτων εξουσίας πληρώνεται ακριβά. Τα εν λόγω μορφώματα, καπιταλιστικά, σοσιαλδημοκρατικά ή «σοσιαλιστικά», θέλουν τη μάζα να κυβερνάται, να υπακούει πειθήνια και να φοβάται τους κρατούντες. Γι’ αυτό και ο ποιητής διερωτάται με ανυπομονησία: τι νόημα έχει η αλλαγή πορείας; Για να εναλλάσσεται στην κυβερνητική μηχανή ο ένας παλιάνθρωπος μετά τον άλλο ή για να πάψουν τα πράγματα να είναι έτσι όπως «πρέπει» [=όπως θέλουν οι άρχοντες] να είναι;
«Oι κρατούντες κατασκευάζουν τον όμοιό τους: τον μεγάλο παλιάνθρωπο»
Εισαγωγικές παρατηρήσεις
Ι. Ο ποιητικός λόγος έχει μια ιδιαίτερη φύση: από τη μια πλευρά αποτελεί ανάλαφρη ηχώ για πράγματα και καταστάσεις, που «κουβεντιάζονται με λιγότερες φωνές» (Σεφέρης), από την άλλη σου μιλάει «με παραμύθια και παραβολές/ …γιατί τ’ ακούς καλύτερα, κι η φρίκη/ δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή/γιατί είναι αμίλητη και προχωράει» (Σεφέρης: Τελευταίος Σταθμός). Η φρίκη, σύμφωνα με τη βιωματική εμπειρία του Μπρεχτ –βλ. μεταξύ άλλων το ποίημά του: «Στους Μεταγενέστερους»– είναι μια οδυνηρή πραγματικότητα του κόσμου και της ιστορίας του, με τους δικούς της νόμους και τη δική της πορεία, όπου ο άνθρωπος από ενεργό υποκείμενο μεταποιείται σε αντικείμενο, στο πιο ευτελισμένο πράγμα, σε εργαλείο ξένων προς τη φύση του δυνάμεων. Τότε συμβαίνει να πολτοποιείται σε αδρανή μάζα και να στρέφει τον εαυτό του ενάντια στον εαυτό του. Θεμελιώδες χαρακτηριστικό μιας τέτοιας αυτοκαταστροφής είναι να προσχωρεί ασμένως στην ακατάσχετη φλυαρία των κρατούντων περί ισότητας, δικαιοσύνης, ελπίδας που έρχεται και παρόμοιων λεκτικών διαστροφών και να συμβιβάζεται με την πολιτική του εξαπάτηση.
ΙΙ. Ο Μπρεχτ ωστόσο δεν ξεχνά πως πάνω απ’ όλα είναι καλλιτέχνης. Γι’ αυτό και δεν αρκείται σε οποιαδήποτε άχρωμη περιγραφή της κακοποίησης των ανθρώπων από τους κρατούντες ούτε απλώς στο να κατονομάζει τους συντελεστές της: Ανάλογα με τη δεσπόζουσα ιστορική στιγμή, με προεξάρχουσα εκείνη της ανόδου και της πτώσης του τρίτου Ράιχ, καθιστά το λόγο του θεάτρου και της ποίησης πρωτομάστορα ζωντανών εικόνων από την ιστορική και κοινωνικο-πολιτική εμπειρία των ανθρώπων. Το καλλιτεχνικό του μέλημα δεν είναι απλώς να συγκινήσει το θεατρικό και αναγνωστικό του κοινό, αλλά να το κάνει να σκεφτεί. Έτσι, ο λόγος του γίνεται λόγος του δια-λεκτικού πράττειν:: ψυχ-αγωγεί τις άριστες πτυχές του εσωτερικού Είναι του ανθρώπου, ώστε ο τελευταίος να μπορεί να αυτονομείται από την ψευδή πραγματικότητα που τον περικυκλώνει: είτε από εκείνη του γερμανικού Ράιχ με τις προεκτάσεις της είτε από την άλλη της ανατολικής Γερμανίας, της λεγόμενης λαϊκής δημοκρατίας της Γερμανίας (DDR), όπου η φαινομενική ευφορία των εκεί κρατούντων έκρυβε τη μέγιστη εξαθλίωση της κοινωνίας. Ομοιώματα τέτοιων αντανακλάσεων εμφανίζουν και οι πολιτικοί θεατρίνοι της παρούσας Ελληνικής Τραγωδίας. Το ποίημα, που μεταφράζω και σχολιάζω στη συνέχεια, είναι αποκαλυπτικό της πολιτικής αποξένωσης χτες και σήμερα.
DER RADWECHSEL
Ich sitze am Straßenrand
Der Fahrer wechselt das Rad.
Ich bin nicht gern, wo ich herkomme.
Ich bin nicht gern, wo ich hinfahre.
Warum sehe ich den Radwechsel
Mit Ungeduld?
Η ΑΛΛΑΓΗ ΤΟΥ ΤΡΟΧΟΥ
Κάθομαι στου δρόμου την άκρη
Ο οδηγός αλλάζει τον τροχό.
Δεν μ’ αρέσει ο τόπος, απ’ όπου ήρθα.
Δεν μ’ αρέσει ο τόπος, που πρόκειται να πάω.
Γιατί τότε βλέπω την αλλαγή του τροχού
Με ανυπομονησία;
Ερμηνεία –σχολιασμός
1. Τι εκφράζει εδώ ο ποιητής; Μια διάψευση ελπίδων και προσδοκιών. Μια εσωτερική ανησυχία, που προκαλούν τα παράσιτα ενός πολιτικού καθεστώτος με ανεστραμμένη τη Λογική του προοπτική: διατείνεται ότι υπηρετεί την ιδέα της βαθιάς κοινωνικής και πολιτικής αλλαγής, τα γνήσια συμφέροντα του λαού, αλλά στην πράξη εξυπηρετεί τα συμφέροντα του δικού του μαζικού μορφώματος εξουσίας. Θεμελιακή αρχή αυτής της ανησυχίας είναι η ανυπομονησία, για το κατά πόσο μπορεί αυτό το καθεστώς να ανταποκριθεί στο αίτημα του λαού για μια αυθεντικά χαρούμενη και ευτυχισμένη ζωή.
2. Εάν λάβουμε υπόψη πως η εν λόγω ελεγεία γράφτηκε το καλοκαίρι του 1953 στην ανατολική Γερμανία και αμέσως μετά τα γεγονότα της 17ης Ιουνίου, τότε το πολιτικό καθεστώς, που υπαινίσσεται ο ποιητής, ήταν το υποτιθέμενο λαϊκό καθεστώς της DDR.
3. Τι έγινε στις 17 Ιούνη; Εξέγερση των εργαζομένων μαζών ενάντια στους πολιτικούς και οικονομικούς σχεδιασμούς μιας κυβερνητικής μηχανής, που διέθετε μεν λαϊκό έρεισμα, αλλά πολιτευόταν ερήμην της «σοφίας του λαού» (Μπρεχτ), εντελώς εγκεφαλικά και γραφειοκρατικά: ως εκ τούτου ιδιοτελώς και στην πραγματικότητα ενάντια στα συμφέροντα της κοινωνίας.
4. Στο παρόν ποίημα, το κέντρο βάρους μετατοπίζεται από τις λεκτικές υποσχέσεις των κρατούντων υπέρ της «ευημερίας» των πολιτών στη διάλυση των ψευδαισθήσεων και στη συνεπακόλουθη από-γοήτευση.
5. Από-γοήτευση με το νόημα ότι έπαψε πια να γοητεύει την ανθρώπινη κοινότητα το εγκεφαλικό-σχηματικό θεώρημα της οικοδόμησης της «σοσιαλιστικής» πατρίδας, ένα θεώρημα δηλαδή, περίπου παρόμοιο με τα παιδαριώδη μηχανεύματα των ελλαδικών τσαρλατάνων της τρέχουσας πολιτικής σκηνής.
6. στ.1: ο ποιητής, η συνειδητή φωνή του πονεμένου πλήθους, εγκλωβισμένου στις ποικίλες τεχνητές μάζες εξ-ουσίας, κάθεται στην άκρη [=Εκτός] του εκτυλισσόμενου πολιτικού θεάματος και το θεωρεί, το κρίνει:
7. στ. 2: δια-κρίνει, καθορά, χωρίς ψευδαισθήσεις πια, πως ο οδηγός της κινούμενης μηχανής, ήτοι ο ηγέτης της κυβερνητικής μηχανής, αλλάζει τον τροχό, δηλαδή την τροχιά, την πορεία της πολιτικής.
8. στ. 3-4: Δεν χαίρεται όμως γι’ αυτό, καθώς η αλλαγή προέρχεται από τα πάνω και όχι από τα κάτω, χωρίς δηλαδή τη συμμετοχή και σοφία του λαού. Πρόκειται συνεπώς για εναλλαγήˑ για ένα νέο μηχανισμό εξουσίας, απαράλλακτα φίλαυτο με τον παλιό: και στην πρότερη χώρα/κατάσταση, την καπιταλιστική, και στην τωρινή, τη «σοσιαλιστική», οι μάζες παίζουν το ρόλο του θεατή, του χειροκροτητή των υποτιθέμενων «αντιπροσωπευτικών» θεσμών της πολιτείας. Δεν είναι πλήρως απελευθερωμένες κοινωνικά.
9. στ. 5-6: Κάθε ριζική αμφισβήτηση, εκ μέρους τους, αυτών των εγωιστικών μορφωμάτων εξουσίας πληρώνεται ακριβά. Τα εν λόγω μορφώματα, καπιταλιστικά, σοσιαλδημοκρατικά ή «σοσιαλιστικά», θέλουν τη μάζα να κυβερνάται, να υπακούει πειθήνια και να φοβάται τους κρατούντες. Γι’ αυτό και ο ποιητής διερωτάται με ανυπομονησία: τι νόημα έχει η αλλαγή πορείας; Για να εναλλάσσεται στην κυβερνητική μηχανή ο ένας παλιάνθρωπος μετά τον άλλο ή για να πάψουν τα πράγματα να είναι έτσι όπως «πρέπει» [=όπως θέλουν οι άρχοντες] να είναι;
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου