Πότε ήταν η τελευταία φορά που μπήκατε στο πειρασμό να κάνετε κάτι που σε άλλη περίπτωση δεν θα επιχειρούσατε, όπως το να καταναλώσετε ένα μεγάλο κομμάτι γλυκό ή να καθίσετε μπροστά από τη τηλεόραση αντί να προτιμήσετε την φυσική άσκηση;
Ο παραδοσιακός τρόπος που πολλοί από μας σκέφτονται αυτές τις καταστάσεις αφορούν το γιν και γιαν ενός δυαδικού μυαλού, όπου το ένα μέρος υποκινείται από τον πειρασμό και το άλλο από τον έλεγχο. Κάποιοι άλλοι ίσως θα το εξηγούσαν με βάση τις αντίρροπες δυνάμεις του «Εκείνο» και του «Υπερεγώ», κατά τη θεωρία του Φρόϋντ. Κάπου στο μυαλό όλων μας, αυτές οι δύο αντίπαλες δυνάμεις παλεύουν διαρκώς για το ποιός θα κυριαρχήσει και θα αποκτήσει τον έλεγχο της συμπεριφοράς μας.
Αυτός ο καθορισμός των δύο αντίρροπων δυνάμεων μέσα μας είναι επιτακτικός, επειδή τον αισθανόμαστε πραγματικό. Όλοι έχουμε βρεθεί στη κατάσταση να έχουμε «δύο νοητικές δυνάμεις», όπως για παράδειγμα όταν αναγκαζόμαστε να σηκωθούμε το πρωί με δυσκολία από το κρεβάτι για να πάμε για δουλειά, ενώ θα προσδοκούσαμε να παραμείνουμε λίγο ακόμη εκεί. Ωστόσο, όσο λογική και αν φαίνεται αυτή η θεωρία, στη πραγματικότητα δεν υφίσταται.
Μια εναλλακτική εξήγηση της νοητικής πάλης ανάμεσα στον πειρασμό και τον έλεγχο είναι μια απλή σύγκριση μεταξύ των εναλλακτικών επιλογών από τις οποίες επιλέγεται τελικά εκείνη που έχει την μεγαλύτερη αξία. Οι πειρασμοί αντλούν την αξία τους από την ηδονική ευχαρίστηση και την άμεση ικανοποίηση, ενώ ο αυτοέλεγχος την αντλεί από πιο αφηρημένα οφέλη αυτόαποτελεσματικότητας και την πρόοδο ως προς την επίτευξη του στόχου. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι οι ανταμοιβές, παρόλο που πηγάζουν από πολύ διαφορετικές πηγές, τόσο οι βραχυπρόθεσμες, και σταθερές ανταμοιβές του πειρασμού όσο και τα μακροπρόθεσμα, αφηρημένα οφέλη του αυτοελέγχου, θα μπορούσαν θεωρητικά να συγκριθούν επί ίσους όρους στις μονάδες της «αξίας». Το μόνο που χρειάζεται για να συγκρίνουμε όμοια πράγματα, είναι με κάποιο τρόπο να μετατρέψουμε τους διάφορους τύπους αμοιβής (όπως για παράδειγμα την ηδονική απόλαυση έναντι της αυτοαποτελεσματικότητας) σε μια κοινή νομισματική αξία.
Σε αυτό το σημείο εμπλέκεται η νευροεπιστήμη. Μία από τις σημαντικότερες ανακαλύψεις της τελευταίας δεκαετίας όσον αφορά τη λήψη αποφάσεων στο χώρο της νευροεπιστήμης, είναι ότι υπάρχει ένα κεντρικό σύστημα αξιών που εντοπίζεται κυρίως στο μεσοκοιλιακό προμετωπιαίο φλοιό ή ΜΠΦ. Μεγάλο μέρος αυτής της εργασίας έχει γίνει από μια ομάδα στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Καλιφόρνιας, με επικεφαλή τον Antonio Rangel, ο οποίος έχει επανειλημμένα διαπιστώσει ότι ο μεσοκοιλιακός προμετωπιαίο φλοιός κωδικοποιεί την υποκειμενική αξία αρκετών τύπων ανταμοιβών, και ότι η αξία που αντικατοπτρίζεται στον ΜΠΦ, συμβάλλει σημαντικά στην τελική λήψη αποφάσεων.
Μια άλλη κοινωνική νευροεπιστήμονας, η Jamil Zaki, έχει δείξει ότι η δραστηριότητα στον ΜΠΦ αντιπροσωπεύει την αξία του χρήματος, αλλά όπως είναι φυσικό με τρόπο που διαφέρει ανάλογα με το ποιος είναι ο αποδέκτης των χρημάτων. Όταν όλοι οι υπόλοιποι παράγοντες παραμένουν σταθεροί, το όριο της ενεργοποίησης στο ΜΠΦ ενός συμμετέχοντος είναι πολύ μικρότερο από ότι όταν αυτός είναι αποδέκτης. Και τα δύο αυτά είδη μελέτης εμπλέκουν το ΜΠΦ ως το τελικό προορισμό μιας νευρικής οδού που μετατρέπει διαφορετικές επιλογές απόφασης σε μια κοινή μορφή αξίας.
Συνεπώς, αντι να πρόκειται για μια μάχη μεταξύ του πειρασμού και τη δύναμη της θέλησης, ο αυτοέλεγχος περιορίζει τα ερωτήματα στην ερώτηση της συγκριτικής αξίας των δύο επιλογών. Οι Rangel και Todd Hare παρουσίασαν ισχυρά αποδεικτικά στοιχεία για αυτή την άποψη, θέτοντας τα θεμέλια για τη κατανόηση του αυτοελέγχου όσον αφορά την αξία. Η υπέρβαση των πειρασμών, έχει να κάνει με την εκμάθηση της αξίας των μακροπρόθεσμων, αφηρημένων ανταμοιβών, σε σημείο που να είναι πιο σημαντικές από την αξία των βραχυπρόθεσμων, συγκεκριμένων ανταμοιβών. Όσον αφορά την επίτευξη του στόχου, το πιο άμεσο ερώτημα που καλούνται οι ειδικοί να απαντήσουν τώρα, αφορά τον τρόπο με τον οποίο θα προωθηθεί η αξία του αυτοελέγχου πάνω από το κρίσιμο σημείο.
Η απάντηση εν ολίγοις είναι ο εαυτός και η αντίληψη που έχουμε για αυτόν. Πιο συγκεκριμένα, η απάντηση είναι η ταυτότητά ή αυτοαντίληψη, συμπεριλαμβανομένου και του ορισμού που δίνουμε σχετικά με το ποιοί είμαστε και ποιοί θέλουμε να είμαστε. Σύμφωνα με μια κλασσική θεωρία των στόχων που διατύπωσαν οι Charles Carver και Michael Scheier, το να επιτύχουμε την επιθυμητή ταυτότητα είναι ένας από τους πολυτιμότερους στόχους διότι αντιπροσωπεύει τα υπέρτατα μακροπρόθεσμα κίνητρα που έχουμε θέσει. Μια άλλη θεωρητική προσέγγιση υποστηρίζει ότι η διαφορά ανάμεσα στο ποιοί είμαστε (πραγματικός εαυτός) και στο ποιοί θέλουμε να είμαστε (ιδανικός εαυτός), δημιουργεί συναισθήματα που κυμαίνονται από το φόβο και την δυσθυμία μέχρι τον ενθουσιασμό και την ικανοποίηση, τα οποία με τη σειρά τους καθορίζουν και καθοδηγούν πολλές φορές τη συμπεριφορά μας σε καθημερινή βάση. Και στις δύο αυτές θεωρητικές απόψεις, οι στόχοι που σχετίζονται με τη ταυτότητα αναμένονται να φέρουν υψηλό βαθμό αξίας επειδή ουσιαστικά αφορούν τον Εαυτό.
Οι έννοιες της ταυτότητας και της αξίας είναι επίσης συνυφασμένες με τη λειτουργία του εγκεφάλου. Η κοιλιακή περιοχή του προμετωπιαίου φλοιού, που συμμετέχει στον υπολογισμό και καθορισμό της κοινής αξίας, παρουσιάζει τη μεγαλύτερη δραστηριότητα. Σε ένα νευρωνικό επίπεδο, ο τρόπος που σκεφτόμαστε τη ταυτότητά μας μοιάζει πάρα πολύ με τον τρόπο που αναλογιζόμαστε την αξία.
Η εξαιρετικά κοινή εκπροσώπηση της ταυτότητας και της αξίας δεν αποτελεί μια εξελικτική σύμπτωση. Αντίθετα, η κοινή εκπροσώπηση εξυπηρετεί το τελικό σκοπό της προώθησης των στόχων που αφορούν την ταυτότητά μας – που είναι εξ ορισμού μακροπρόθεσμες και αφηρημένες – με υποκειμενική αξία, έτσι ώστε να μπορούν μερικές φορές να αντισταθμίσουν τη δυσανάλογη αξία των άμεσων πειρασμών στο “εδώ και τώρα”. Υπάρχουν κάποιες έμμεσες ενδείξεις για αυτή την άποψη, όπως το γεγονός ότι η σκέψη για τις βασικές αξίες μπορεί να αποτρέψει τη μείωση του αυτοελέγχου να εμφανίζεται κατ’επανάληψη (εξάντληση του «Εγώ»), αλλά μέχρι στιγμής τα αποτελέσματα αυτά είναι αμφισβητήσιμα. Ωστόσο, με βάση τα δεδομένα που παρέχονται από τον εγκέφαλο, μια υπόθεση είναι ότι η σκέψη για τις βασικές ιδέες (αυτοεπιβεβαίωση) είναι πιθανό να ενεργοποιήσει τη λειτουργία του προμετωπιαίου κοιλιακού φλοιού στη περιοχή που αφορά την αξία, η οποία με τη σειρά της ωθεί τις αποφάσεις μας ως προς μακροπρόθεσμους στόχους, που σχετίζονται με τον Εαυτό και όχι βραχυπρόθεσμους, παροδικούς πειρασμούς, που θα εξυπηρετούν μόνο την ηδονική ευχαρίστηση της δεδομένης στιγμής.
Ο παραδοσιακός τρόπος που πολλοί από μας σκέφτονται αυτές τις καταστάσεις αφορούν το γιν και γιαν ενός δυαδικού μυαλού, όπου το ένα μέρος υποκινείται από τον πειρασμό και το άλλο από τον έλεγχο. Κάποιοι άλλοι ίσως θα το εξηγούσαν με βάση τις αντίρροπες δυνάμεις του «Εκείνο» και του «Υπερεγώ», κατά τη θεωρία του Φρόϋντ. Κάπου στο μυαλό όλων μας, αυτές οι δύο αντίπαλες δυνάμεις παλεύουν διαρκώς για το ποιός θα κυριαρχήσει και θα αποκτήσει τον έλεγχο της συμπεριφοράς μας.
Αυτός ο καθορισμός των δύο αντίρροπων δυνάμεων μέσα μας είναι επιτακτικός, επειδή τον αισθανόμαστε πραγματικό. Όλοι έχουμε βρεθεί στη κατάσταση να έχουμε «δύο νοητικές δυνάμεις», όπως για παράδειγμα όταν αναγκαζόμαστε να σηκωθούμε το πρωί με δυσκολία από το κρεβάτι για να πάμε για δουλειά, ενώ θα προσδοκούσαμε να παραμείνουμε λίγο ακόμη εκεί. Ωστόσο, όσο λογική και αν φαίνεται αυτή η θεωρία, στη πραγματικότητα δεν υφίσταται.
Μια εναλλακτική εξήγηση της νοητικής πάλης ανάμεσα στον πειρασμό και τον έλεγχο είναι μια απλή σύγκριση μεταξύ των εναλλακτικών επιλογών από τις οποίες επιλέγεται τελικά εκείνη που έχει την μεγαλύτερη αξία. Οι πειρασμοί αντλούν την αξία τους από την ηδονική ευχαρίστηση και την άμεση ικανοποίηση, ενώ ο αυτοέλεγχος την αντλεί από πιο αφηρημένα οφέλη αυτόαποτελεσματικότητας και την πρόοδο ως προς την επίτευξη του στόχου. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι οι ανταμοιβές, παρόλο που πηγάζουν από πολύ διαφορετικές πηγές, τόσο οι βραχυπρόθεσμες, και σταθερές ανταμοιβές του πειρασμού όσο και τα μακροπρόθεσμα, αφηρημένα οφέλη του αυτοελέγχου, θα μπορούσαν θεωρητικά να συγκριθούν επί ίσους όρους στις μονάδες της «αξίας». Το μόνο που χρειάζεται για να συγκρίνουμε όμοια πράγματα, είναι με κάποιο τρόπο να μετατρέψουμε τους διάφορους τύπους αμοιβής (όπως για παράδειγμα την ηδονική απόλαυση έναντι της αυτοαποτελεσματικότητας) σε μια κοινή νομισματική αξία.
Σε αυτό το σημείο εμπλέκεται η νευροεπιστήμη. Μία από τις σημαντικότερες ανακαλύψεις της τελευταίας δεκαετίας όσον αφορά τη λήψη αποφάσεων στο χώρο της νευροεπιστήμης, είναι ότι υπάρχει ένα κεντρικό σύστημα αξιών που εντοπίζεται κυρίως στο μεσοκοιλιακό προμετωπιαίο φλοιό ή ΜΠΦ. Μεγάλο μέρος αυτής της εργασίας έχει γίνει από μια ομάδα στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Καλιφόρνιας, με επικεφαλή τον Antonio Rangel, ο οποίος έχει επανειλημμένα διαπιστώσει ότι ο μεσοκοιλιακός προμετωπιαίο φλοιός κωδικοποιεί την υποκειμενική αξία αρκετών τύπων ανταμοιβών, και ότι η αξία που αντικατοπτρίζεται στον ΜΠΦ, συμβάλλει σημαντικά στην τελική λήψη αποφάσεων.
Μια άλλη κοινωνική νευροεπιστήμονας, η Jamil Zaki, έχει δείξει ότι η δραστηριότητα στον ΜΠΦ αντιπροσωπεύει την αξία του χρήματος, αλλά όπως είναι φυσικό με τρόπο που διαφέρει ανάλογα με το ποιος είναι ο αποδέκτης των χρημάτων. Όταν όλοι οι υπόλοιποι παράγοντες παραμένουν σταθεροί, το όριο της ενεργοποίησης στο ΜΠΦ ενός συμμετέχοντος είναι πολύ μικρότερο από ότι όταν αυτός είναι αποδέκτης. Και τα δύο αυτά είδη μελέτης εμπλέκουν το ΜΠΦ ως το τελικό προορισμό μιας νευρικής οδού που μετατρέπει διαφορετικές επιλογές απόφασης σε μια κοινή μορφή αξίας.
Συνεπώς, αντι να πρόκειται για μια μάχη μεταξύ του πειρασμού και τη δύναμη της θέλησης, ο αυτοέλεγχος περιορίζει τα ερωτήματα στην ερώτηση της συγκριτικής αξίας των δύο επιλογών. Οι Rangel και Todd Hare παρουσίασαν ισχυρά αποδεικτικά στοιχεία για αυτή την άποψη, θέτοντας τα θεμέλια για τη κατανόηση του αυτοελέγχου όσον αφορά την αξία. Η υπέρβαση των πειρασμών, έχει να κάνει με την εκμάθηση της αξίας των μακροπρόθεσμων, αφηρημένων ανταμοιβών, σε σημείο που να είναι πιο σημαντικές από την αξία των βραχυπρόθεσμων, συγκεκριμένων ανταμοιβών. Όσον αφορά την επίτευξη του στόχου, το πιο άμεσο ερώτημα που καλούνται οι ειδικοί να απαντήσουν τώρα, αφορά τον τρόπο με τον οποίο θα προωθηθεί η αξία του αυτοελέγχου πάνω από το κρίσιμο σημείο.
Η απάντηση εν ολίγοις είναι ο εαυτός και η αντίληψη που έχουμε για αυτόν. Πιο συγκεκριμένα, η απάντηση είναι η ταυτότητά ή αυτοαντίληψη, συμπεριλαμβανομένου και του ορισμού που δίνουμε σχετικά με το ποιοί είμαστε και ποιοί θέλουμε να είμαστε. Σύμφωνα με μια κλασσική θεωρία των στόχων που διατύπωσαν οι Charles Carver και Michael Scheier, το να επιτύχουμε την επιθυμητή ταυτότητα είναι ένας από τους πολυτιμότερους στόχους διότι αντιπροσωπεύει τα υπέρτατα μακροπρόθεσμα κίνητρα που έχουμε θέσει. Μια άλλη θεωρητική προσέγγιση υποστηρίζει ότι η διαφορά ανάμεσα στο ποιοί είμαστε (πραγματικός εαυτός) και στο ποιοί θέλουμε να είμαστε (ιδανικός εαυτός), δημιουργεί συναισθήματα που κυμαίνονται από το φόβο και την δυσθυμία μέχρι τον ενθουσιασμό και την ικανοποίηση, τα οποία με τη σειρά τους καθορίζουν και καθοδηγούν πολλές φορές τη συμπεριφορά μας σε καθημερινή βάση. Και στις δύο αυτές θεωρητικές απόψεις, οι στόχοι που σχετίζονται με τη ταυτότητα αναμένονται να φέρουν υψηλό βαθμό αξίας επειδή ουσιαστικά αφορούν τον Εαυτό.
Οι έννοιες της ταυτότητας και της αξίας είναι επίσης συνυφασμένες με τη λειτουργία του εγκεφάλου. Η κοιλιακή περιοχή του προμετωπιαίου φλοιού, που συμμετέχει στον υπολογισμό και καθορισμό της κοινής αξίας, παρουσιάζει τη μεγαλύτερη δραστηριότητα. Σε ένα νευρωνικό επίπεδο, ο τρόπος που σκεφτόμαστε τη ταυτότητά μας μοιάζει πάρα πολύ με τον τρόπο που αναλογιζόμαστε την αξία.
Η εξαιρετικά κοινή εκπροσώπηση της ταυτότητας και της αξίας δεν αποτελεί μια εξελικτική σύμπτωση. Αντίθετα, η κοινή εκπροσώπηση εξυπηρετεί το τελικό σκοπό της προώθησης των στόχων που αφορούν την ταυτότητά μας – που είναι εξ ορισμού μακροπρόθεσμες και αφηρημένες – με υποκειμενική αξία, έτσι ώστε να μπορούν μερικές φορές να αντισταθμίσουν τη δυσανάλογη αξία των άμεσων πειρασμών στο “εδώ και τώρα”. Υπάρχουν κάποιες έμμεσες ενδείξεις για αυτή την άποψη, όπως το γεγονός ότι η σκέψη για τις βασικές αξίες μπορεί να αποτρέψει τη μείωση του αυτοελέγχου να εμφανίζεται κατ’επανάληψη (εξάντληση του «Εγώ»), αλλά μέχρι στιγμής τα αποτελέσματα αυτά είναι αμφισβητήσιμα. Ωστόσο, με βάση τα δεδομένα που παρέχονται από τον εγκέφαλο, μια υπόθεση είναι ότι η σκέψη για τις βασικές ιδέες (αυτοεπιβεβαίωση) είναι πιθανό να ενεργοποιήσει τη λειτουργία του προμετωπιαίου κοιλιακού φλοιού στη περιοχή που αφορά την αξία, η οποία με τη σειρά της ωθεί τις αποφάσεις μας ως προς μακροπρόθεσμους στόχους, που σχετίζονται με τον Εαυτό και όχι βραχυπρόθεσμους, παροδικούς πειρασμούς, που θα εξυπηρετούν μόνο την ηδονική ευχαρίστηση της δεδομένης στιγμής.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου