Στην πραγματεία του Το ευφυολόγημα και η σχέση του με το ασυνείδητο (1905) ο Φρόυντ έγραφε: «Ο αστεϊσμός μας επιτρέπει να αξιοποιήσουμε κάποιο καταγέλαστο στοιχείο του αντιπάλου μας το οποίο θα ήταν αδύνατον να θίξουμε ευθέως ή συνειδητά, ένεκα κωλυμάτων που μεσολαβούν». Με το πρόσχημα της χαριτολογίας, συνέχιζε, τα επικριτικά μας μηνύματα «δύνανται να αποσπάσουν την προσοχή του ακροατή σε βαθμό που θα ήταν ανεπίτευκτος με διαφορετικό τρόπο… [και γι’ αυτό] το ευφυολόγημα προτιμάται ιδιαιτέρως κατά την επίκριση επιφανών προσώπων».
Έστω κι έτσι, όμως, κωμική μεταχείριση δεν επιδέχονται όλοι οι διαπρεπείς. Σπάνια γελάμε μ’ ένα γιατρό που καταγίνεται με μια σημαντική χειρουργική επέμβαση. Μπορεί ωστόσο να γελάσουμε μαζί του αν, ύστερ’ από την εγχείριση, γυρίζει σπίτι του και κάνει το σπουδαίο στη σύζυγο και στις κόρες του, μιλώντας τους με στομφώδη ορολογία. Γελάμε με το αδικαιολόγητο και με το δυσανάλογο.
Γελάμε με τους βασιλιάδες που έχουν υπερβολικά μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους σε σχέση με την αληθινή τους αξία, γελάμε σε βάρος αυτών που ισχυροποιούνται χωρίς να γίνονται καλύτεροι.
Γελάμε με τους φορείς γοήτρου που έχουν ξεχάσει την ανθρωπιά τους και κάνουν κατάχρηση των προνομίων τους. Περιγελάμε, και μέσω του γέλιου μας επικρίνουμε, τις κατάφωρες ενδείξεις αδικίας και υπερβολής.
Στα χέρια των καλύτερων κωμικών, επομένως, το γέλιο αποκτά ηθική σκοπιμότητα· αξιοποιούν το αστείο για να μας παρακινήσουν να αλλάξουμε χαρακτήρα ή συνήθειες. Το ευφυολόγημα είναι ένας τρόπος να σκιαγραφηθεί αδρά κάποιο πολιτικό ιδεώδες, να δημιουργηθεί ένας κόσμος πιο δίκαιος, πιο λογικός. Όπως έλεγε και ο Σάμιουελ Τζόνσον, η σάτιρα δεν είναι παρά μία ακόμη μέθοδος, και μάλιστα ιδιαίτερα αποδοτική, προς «επίπληξιν της μωρίας και της αφροσύνης», ενώ σύμφωνα και με τον Τζον Ντράυντεν, «αληθής σκοπός της σάτιρας είναι η αναμόρφωσις των ελαττωμάτων».
Η αναδίφηση της Ιστορίας αποκαλύπτει ότι ανέκαθεν κυκλοφορούσαν αστεία που προέτρεπαν τους ισχυρούς να διορθώσουν τα ελαττώματά τους και να αποσείσουν την υποκρισία ή την ατιμία τους.
Προς τα τέλη του 18ου αιώνα στην Αγγλία έγινε της μόδας μεταξύ των πλουσίων κυριών να φορούν περούκες κολοσσιαίων διαστάσεων. Οι γελοιογράφοι, ενοχλημένοι από την παράλογη αυτή τάση, έσπευσαν να προσφέρουν καρικατούρες που, τελικά, δεν ήταν παρά ένας ασφαλής τρόπος για να ειπωθεί στις γυναίκες εκείνες να έλθουν στα συγκαλά τους – ένα μήνυμα που, όπως παραδέχτηκε και ο Φρόυντ, πολύ δύσκολα θα μπορούσαν οι ίδιοι άνθρωποι να το θέσουν ευθέως στις αποδέκτριες της κριτικής του, οι οποίες διαφέντευαν εκτενή τμήματα του βασιλείου.
ΑΛΑΙΝ ΝΤΕ ΜΠΟΤΤΟΝ, «Περί του κοινωνικού status»
Έστω κι έτσι, όμως, κωμική μεταχείριση δεν επιδέχονται όλοι οι διαπρεπείς. Σπάνια γελάμε μ’ ένα γιατρό που καταγίνεται με μια σημαντική χειρουργική επέμβαση. Μπορεί ωστόσο να γελάσουμε μαζί του αν, ύστερ’ από την εγχείριση, γυρίζει σπίτι του και κάνει το σπουδαίο στη σύζυγο και στις κόρες του, μιλώντας τους με στομφώδη ορολογία. Γελάμε με το αδικαιολόγητο και με το δυσανάλογο.
Γελάμε με τους βασιλιάδες που έχουν υπερβολικά μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους σε σχέση με την αληθινή τους αξία, γελάμε σε βάρος αυτών που ισχυροποιούνται χωρίς να γίνονται καλύτεροι.
Γελάμε με τους φορείς γοήτρου που έχουν ξεχάσει την ανθρωπιά τους και κάνουν κατάχρηση των προνομίων τους. Περιγελάμε, και μέσω του γέλιου μας επικρίνουμε, τις κατάφωρες ενδείξεις αδικίας και υπερβολής.
Στα χέρια των καλύτερων κωμικών, επομένως, το γέλιο αποκτά ηθική σκοπιμότητα· αξιοποιούν το αστείο για να μας παρακινήσουν να αλλάξουμε χαρακτήρα ή συνήθειες. Το ευφυολόγημα είναι ένας τρόπος να σκιαγραφηθεί αδρά κάποιο πολιτικό ιδεώδες, να δημιουργηθεί ένας κόσμος πιο δίκαιος, πιο λογικός. Όπως έλεγε και ο Σάμιουελ Τζόνσον, η σάτιρα δεν είναι παρά μία ακόμη μέθοδος, και μάλιστα ιδιαίτερα αποδοτική, προς «επίπληξιν της μωρίας και της αφροσύνης», ενώ σύμφωνα και με τον Τζον Ντράυντεν, «αληθής σκοπός της σάτιρας είναι η αναμόρφωσις των ελαττωμάτων».
Η αναδίφηση της Ιστορίας αποκαλύπτει ότι ανέκαθεν κυκλοφορούσαν αστεία που προέτρεπαν τους ισχυρούς να διορθώσουν τα ελαττώματά τους και να αποσείσουν την υποκρισία ή την ατιμία τους.
Προς τα τέλη του 18ου αιώνα στην Αγγλία έγινε της μόδας μεταξύ των πλουσίων κυριών να φορούν περούκες κολοσσιαίων διαστάσεων. Οι γελοιογράφοι, ενοχλημένοι από την παράλογη αυτή τάση, έσπευσαν να προσφέρουν καρικατούρες που, τελικά, δεν ήταν παρά ένας ασφαλής τρόπος για να ειπωθεί στις γυναίκες εκείνες να έλθουν στα συγκαλά τους – ένα μήνυμα που, όπως παραδέχτηκε και ο Φρόυντ, πολύ δύσκολα θα μπορούσαν οι ίδιοι άνθρωποι να το θέσουν ευθέως στις αποδέκτριες της κριτικής του, οι οποίες διαφέντευαν εκτενή τμήματα του βασιλείου.
ΑΛΑΙΝ ΝΤΕ ΜΠΟΤΤΟΝ, «Περί του κοινωνικού status»
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου