Λήθη και πλάνη
Διάχυτη είναι η αντίληψη πως η πολιτική παρακμή διάγει τον πιο βαρύ της χειμώνα. Η οξυμένη μορφή του παρόντος πολιτικού-κοινωνικού χειμώνα, έτσι όπως γνωρίζεται στον σύγχρονο κόσμο και πιο τραγελαφικά στον ελλαδικό χώρο, αποτελεί απλώς μια από τις τελευταίες φάσεις του ιστορικού χειμώνα της πολιτικής και του βιωμένου πολιτισμού της. Πρόκειται λοιπόν για την ιστορικότητα ενός πολιτικού ολέθρου, που είναι πανταχού παρών και για τον οποίο συνήθως πρώτοι κάνουν λιτανείες οι αποτυχημένοι πολιτικοί. Μια τέτοια ιστορικότητα ωστόσο δεν προβάλλει ούτε οφείλει να προβάλλει εκάστοτε ως άλλοθι, προκειμένου να μην αισθάνεται κανείς, μέσα στο δικό του παρόν, την πνοή ενός Πολιτικού οικοδομήματος, κενού σε περιεχόμενο και μορφές. Έχει γίνει τόσο σύμφυτο με την τρέχουσα ζωή αυτό το κενό, ώστε οι λέξεις, πολιτική κρίση, σήψη, παρακμή και παρόμοιες εκφράσεις να έχουν καταντήσει αφηρημένα και ακίνδυνα συνθήματα χωρίς να αποκαλύπτουν τίποτα ή χωρίς να παραπέμπουν σε κάποιο αυθεντικό περιεχόμενο. Μάλιστα, οι ανίκανοι πολιτικοί, αυτοί οι καθ’ όλα υπεύθυνοι για την παρούσα καταστροφή, ενσωματώνουν μέσα στην πολιτική τους φλυαρία τέτοιες φράσεις και εκφράσεις για να επικαλύπτουν με το πέπλο της λήθης τις δικές τους εγκληματικές πολιτικές και να ανανεώνουν τον οδηγητικό τους ρόλο επί της αγελαίας μάζας. Πιο παραπλανητική γίνεται η συνθηματολογική φρασεολογία, όταν υπηρετεί εξουσιαστικές βλέψεις άκαπνων καθεστωτικών με «σοσιαλιστικό», «ριζοσπαστικό», «αριστερό» προσωπείο. Τον πιο δίκαιο λόγο για όλο τούτο το γένος των καθεστωτικών, τον έχει διατυπώσει τελευταία ο Κοστάντσο Πρέβε: «ποτέ δεν έμαθαν να εφαρμόζουν τον μαρξισμό στον εαυτό τους και πίστεψαν ότι ο δικός τους μαρξισμός χρησίμευε μόνο για να ερμηνεύσει τους αστούς, τους καπιταλιστές, τους αιρετικούς κ.λπ.» (Κριτική ιστορία του μαρξισμού. Εκδ. ΚΨΜ, Αθήνα 2010, σ. 16).
Η μνημονευθείσα καθεστωτική λογική δείχνει περίτρανα ότι οι βάρβαροι της Πολιτείας, ήγουν της πολιτικής, δεν βρίσκονται έξω από την πόλη, αλλά είναι εγκατεστημένοι εντός των τειχών. Ίδιον αυτών των «βαρβάρων» είναι η δυσαρμονία ιδιωτικού και δημόσιου βίου. Ως άρχοντες επικαλούνται το δημόσιο συμφέρον, για να υπηρετήσουν τα ιδιωτικά τους συμφέροντα. Αποδεικνύονται έτσι ότι είναι ένα συνονθύλευμα σκληροτράχηλων συντεχνιών, συνωμοτικών φατριών, που ως νέο-βάρβαροι έχουν καταλάβει την Πόλη. Για να επιβιώσει όμως στην εξουσία μια τέτοια κάστα χρειάζεται να μεταποιήσει και τους αρχόμενους σε παρόμοιο συνονθύλευμα. Τότε συμβαίνει η πλήρης ιδιωτικοποίηση της Πολιτείας: καμιά ειλικρινής δημόσια φωνή δεν μπορεί να αντισταθεί στην κομματική, συνδικαλιστική, δημοσιογραφική, φιλαθλο-υστερική αποβαρβάρωση μεγάλου μέρους των μαζών. Εκείνος που εναντιώθηκε πρώτος σε μια τέτοια ιδιωτικοποίηση της Πόλης, μέσα στην ιστορία του φιλοσοφικού-πολιτικού στοχασμού, είναι ο πολύς Ηράκλειτος. Στο απ. Β1, για παράδειγμα, ομιλεί για την ανεξάντλητη δυναμική του κοινού-δημόσιου λόγου που κυβερνά τον κόσμο, μηδέ εξαιρουμένου και αυτού του πολιτικού κόσμου: ενώ όμως αυτός ο κοινός λόγος είναι παρών και καθιστά και τον, κατά λόγο, κόσμο παρόντα, οι άνθρωποι δεν έχουν καμιά πρόσβαση σε τούτη την κοινότητα λόγου και κόσμου· δηλαδή λησμονούν τον κοινό, δημόσιο λόγο και κόσμο, που είναι προσβάσιμος σε όλους, επειδή καθεύδουν. Τι εννοεί καθεύδουν; Ότι κινούνται από ελατήρια, από όνειρα, οπτασίες, οράματα ιδιωτικά και απατηλά. Μια τέτοια αποβαρβάρωση αρχόντων και αρχομένων δεν έχει αρχή και τέλος. Συντελεί στην καθίδρυση ενός «ανεστραμμένου κόσμου για τον κοινό νου» (Χέγκελ), που όμως περνάει για λογικός. Άρχουσα δύναμη είναι η ύβρις [(=αλαζονεία της εξουσίας) απ. Β43], η κοιλιοδουλεία (απ. Β29), η συμπεριφορά «όνων που προτιμούν το άχυρο από το χρυσάφι» (απ.Β9), με μια λέξη: «οι βάρβαρες ψυχές» (απ. Β107).
Διάχυτη είναι η αντίληψη πως η πολιτική παρακμή διάγει τον πιο βαρύ της χειμώνα. Η οξυμένη μορφή του παρόντος πολιτικού-κοινωνικού χειμώνα, έτσι όπως γνωρίζεται στον σύγχρονο κόσμο και πιο τραγελαφικά στον ελλαδικό χώρο, αποτελεί απλώς μια από τις τελευταίες φάσεις του ιστορικού χειμώνα της πολιτικής και του βιωμένου πολιτισμού της. Πρόκειται λοιπόν για την ιστορικότητα ενός πολιτικού ολέθρου, που είναι πανταχού παρών και για τον οποίο συνήθως πρώτοι κάνουν λιτανείες οι αποτυχημένοι πολιτικοί. Μια τέτοια ιστορικότητα ωστόσο δεν προβάλλει ούτε οφείλει να προβάλλει εκάστοτε ως άλλοθι, προκειμένου να μην αισθάνεται κανείς, μέσα στο δικό του παρόν, την πνοή ενός Πολιτικού οικοδομήματος, κενού σε περιεχόμενο και μορφές. Έχει γίνει τόσο σύμφυτο με την τρέχουσα ζωή αυτό το κενό, ώστε οι λέξεις, πολιτική κρίση, σήψη, παρακμή και παρόμοιες εκφράσεις να έχουν καταντήσει αφηρημένα και ακίνδυνα συνθήματα χωρίς να αποκαλύπτουν τίποτα ή χωρίς να παραπέμπουν σε κάποιο αυθεντικό περιεχόμενο. Μάλιστα, οι ανίκανοι πολιτικοί, αυτοί οι καθ’ όλα υπεύθυνοι για την παρούσα καταστροφή, ενσωματώνουν μέσα στην πολιτική τους φλυαρία τέτοιες φράσεις και εκφράσεις για να επικαλύπτουν με το πέπλο της λήθης τις δικές τους εγκληματικές πολιτικές και να ανανεώνουν τον οδηγητικό τους ρόλο επί της αγελαίας μάζας. Πιο παραπλανητική γίνεται η συνθηματολογική φρασεολογία, όταν υπηρετεί εξουσιαστικές βλέψεις άκαπνων καθεστωτικών με «σοσιαλιστικό», «ριζοσπαστικό», «αριστερό» προσωπείο. Τον πιο δίκαιο λόγο για όλο τούτο το γένος των καθεστωτικών, τον έχει διατυπώσει τελευταία ο Κοστάντσο Πρέβε: «ποτέ δεν έμαθαν να εφαρμόζουν τον μαρξισμό στον εαυτό τους και πίστεψαν ότι ο δικός τους μαρξισμός χρησίμευε μόνο για να ερμηνεύσει τους αστούς, τους καπιταλιστές, τους αιρετικούς κ.λπ.» (Κριτική ιστορία του μαρξισμού. Εκδ. ΚΨΜ, Αθήνα 2010, σ. 16).
Η μνημονευθείσα καθεστωτική λογική δείχνει περίτρανα ότι οι βάρβαροι της Πολιτείας, ήγουν της πολιτικής, δεν βρίσκονται έξω από την πόλη, αλλά είναι εγκατεστημένοι εντός των τειχών. Ίδιον αυτών των «βαρβάρων» είναι η δυσαρμονία ιδιωτικού και δημόσιου βίου. Ως άρχοντες επικαλούνται το δημόσιο συμφέρον, για να υπηρετήσουν τα ιδιωτικά τους συμφέροντα. Αποδεικνύονται έτσι ότι είναι ένα συνονθύλευμα σκληροτράχηλων συντεχνιών, συνωμοτικών φατριών, που ως νέο-βάρβαροι έχουν καταλάβει την Πόλη. Για να επιβιώσει όμως στην εξουσία μια τέτοια κάστα χρειάζεται να μεταποιήσει και τους αρχόμενους σε παρόμοιο συνονθύλευμα. Τότε συμβαίνει η πλήρης ιδιωτικοποίηση της Πολιτείας: καμιά ειλικρινής δημόσια φωνή δεν μπορεί να αντισταθεί στην κομματική, συνδικαλιστική, δημοσιογραφική, φιλαθλο-υστερική αποβαρβάρωση μεγάλου μέρους των μαζών. Εκείνος που εναντιώθηκε πρώτος σε μια τέτοια ιδιωτικοποίηση της Πόλης, μέσα στην ιστορία του φιλοσοφικού-πολιτικού στοχασμού, είναι ο πολύς Ηράκλειτος. Στο απ. Β1, για παράδειγμα, ομιλεί για την ανεξάντλητη δυναμική του κοινού-δημόσιου λόγου που κυβερνά τον κόσμο, μηδέ εξαιρουμένου και αυτού του πολιτικού κόσμου: ενώ όμως αυτός ο κοινός λόγος είναι παρών και καθιστά και τον, κατά λόγο, κόσμο παρόντα, οι άνθρωποι δεν έχουν καμιά πρόσβαση σε τούτη την κοινότητα λόγου και κόσμου· δηλαδή λησμονούν τον κοινό, δημόσιο λόγο και κόσμο, που είναι προσβάσιμος σε όλους, επειδή καθεύδουν. Τι εννοεί καθεύδουν; Ότι κινούνται από ελατήρια, από όνειρα, οπτασίες, οράματα ιδιωτικά και απατηλά. Μια τέτοια αποβαρβάρωση αρχόντων και αρχομένων δεν έχει αρχή και τέλος. Συντελεί στην καθίδρυση ενός «ανεστραμμένου κόσμου για τον κοινό νου» (Χέγκελ), που όμως περνάει για λογικός. Άρχουσα δύναμη είναι η ύβρις [(=αλαζονεία της εξουσίας) απ. Β43], η κοιλιοδουλεία (απ. Β29), η συμπεριφορά «όνων που προτιμούν το άχυρο από το χρυσάφι» (απ.Β9), με μια λέξη: «οι βάρβαρες ψυχές» (απ. Β107).
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου