Το “Εμείς” του Γεβγένι Ζαμιάτιν (1921) είναι το μυθιστόρημα προπομπός των δυστοπικών μυθιστορημάτων του 20ού αιώνα.
Ο Όργουελ άρχισε να γράφει το 1984 λίγο μετά την ανάγνωσή του και ακολούθησαν ο Χάξλεϊ με τον “Θαυμαστό Κόσμο” (1932) και ο Μπράντμπερι με το “Fahrenheit 451″ (1954). Επηρέασε το “Anthem” της Ayn Rand, το “The Dispossessed” της Ursula Le Guin και, έμμεσα, τον Κουρτ Βόνεγκατ στο “Ο πιανίστας”.
«Στο “Εμείς” μολονότι οι ήρωες είναι ανώνυμοι Αριθμοί, ο καθένας απ’ αυτούς δεν παύει να είναι μια ξεχωριστή πραγματικότητα, πειστικά και συγκινητικά ζωντανή. Είναι επίσης μια μελέτη της κοινωνίας που ισχυρίζεται ότι βασίζεται αποκλειστικά στον αμιγή ορθολογισμό-και ως εκ τούτου μετατρέπεται σε θανάσιμη, απάνθρωπη, παράλογη. Το “Εμείς” είναι επίσης μια βαθιά συγκινητική ανθρώπινη τραγωδία, μια μελέτη των διαφορετικών μορφών που μπορεί να πάρει η ανθρώπινη αγάπη».
Στις πιο κλασσικές από τις δυστοπίες αυτές, περιγράφεται ένα ιεραρχικό κράτος-κοινωνία που ελέγχεται από έναν ηγέτη, ένα κόμμα ή κάποια εταιρεία. Οι άνθρωποι υφίστανται ολοκληρωτική προπαγάνδα, εκπαίδευση κι επιτήρηση, ώστε να λατρεύουν το κράτος και την κυβέρνηση και να είναι ευχαριστημένοι από την ποιότητα ζωής τους. Επικρατεί αυστηρή ομοιομορφία μεταξύ των πολιτών και οι αμφισβητίες ή οι διαφορετικοί εξοστρακίζονται.
Ο περιθωριακές κοινότητες και η ανεκμετάλλευτη φύση συνεχίζει να υπάρχει, αλλά αντιμετωπίζεται με αποστροφή, ενώ τα παραδοσιακά στοιχεία θεωρούνται πρωτόγονα. Παντού εφαρμόζεται ένα άτεγκτο σύστημα τιμωρίας της παρέκκλισης. Τέλος, παντού κυριαρχεί η φιγούρα του ρομαντικού ήρωα που αμφισβητεί αυτή την κοινωνική πραγματικότητα.
Κοινό συμπέρασμα στα δυστοπικά έργα, είναι ότι ο μεγαλύτερος και τελικά ανίκητος εχθρός όλων των ολοκληρωτισμών είναι ο έρωτας, αυτή η πυρηνική επαναστατική πράξη που εναντιώνεται σε κάθε σύστημα εχθρικό προς τη ζωή. Σε τέτοιες καταστάσεις, ο έλεγχος των απρόβλεπτων ανθρώπων επιτυγχάνεται μέσα από την επιβολή της επιφανειακής λογικής και το ξερίζωμα του συναισθηματικού κόσμου. Ο Θεός Λόγος, όμως, τα βρίσκει σκούρα με τον έρωτα.
Το πιο απείθαρχο των συναισθημάτων αποδεικνύεται αθάνατο και ξεφυτρώνει εκεί που δεν μπορούν να προβλέψουν οι ολοκληρωτικοί λογισμοί του καθεστώτος. Πώς μπορεί να μετατραπεί σε δουλικό αυτόματο ένας άνθρωπος, όταν δίνεται ολόψυχα και «ελέγχεται» από κάποια άλλη απρόβλεπτη ψυχή;
Το τελευταίο προπύργιο των συναισθημάτων κρατάει γερά.
Οι άνθρωποι, μέσω του έρωτα, δημιουργούν ένα αλληλέγγυο δίκτυο των ψυχών
τους, οι οποίες διατηρούν τη συνοχή τους και, εντέλει, την υπόστασή τους, όσο ερωτεύονται.
Ο εξουσιαστής έχει μόνο μία λύση
Στη θέση του έρωτα να φυτέψει στο μυαλό των υπηκόων την αγάπη για το καθεστώς. Τα όπλα του, όμως, πλήττουν μόνο το μυαλό, αυτό που προσφέρει είναι μια φτηνή απομίμηση και ορισμένα διεισδυτικά βλέμματα θα διακρίνουν πάντα τα κακέκτυπα και θα τ’ απορρίπτουν.
Ο Όργουελ άρχισε να γράφει το 1984 λίγο μετά την ανάγνωσή του και ακολούθησαν ο Χάξλεϊ με τον “Θαυμαστό Κόσμο” (1932) και ο Μπράντμπερι με το “Fahrenheit 451″ (1954). Επηρέασε το “Anthem” της Ayn Rand, το “The Dispossessed” της Ursula Le Guin και, έμμεσα, τον Κουρτ Βόνεγκατ στο “Ο πιανίστας”.
«Στο “Εμείς” μολονότι οι ήρωες είναι ανώνυμοι Αριθμοί, ο καθένας απ’ αυτούς δεν παύει να είναι μια ξεχωριστή πραγματικότητα, πειστικά και συγκινητικά ζωντανή. Είναι επίσης μια μελέτη της κοινωνίας που ισχυρίζεται ότι βασίζεται αποκλειστικά στον αμιγή ορθολογισμό-και ως εκ τούτου μετατρέπεται σε θανάσιμη, απάνθρωπη, παράλογη. Το “Εμείς” είναι επίσης μια βαθιά συγκινητική ανθρώπινη τραγωδία, μια μελέτη των διαφορετικών μορφών που μπορεί να πάρει η ανθρώπινη αγάπη».
Στις πιο κλασσικές από τις δυστοπίες αυτές, περιγράφεται ένα ιεραρχικό κράτος-κοινωνία που ελέγχεται από έναν ηγέτη, ένα κόμμα ή κάποια εταιρεία. Οι άνθρωποι υφίστανται ολοκληρωτική προπαγάνδα, εκπαίδευση κι επιτήρηση, ώστε να λατρεύουν το κράτος και την κυβέρνηση και να είναι ευχαριστημένοι από την ποιότητα ζωής τους. Επικρατεί αυστηρή ομοιομορφία μεταξύ των πολιτών και οι αμφισβητίες ή οι διαφορετικοί εξοστρακίζονται.
Ο περιθωριακές κοινότητες και η ανεκμετάλλευτη φύση συνεχίζει να υπάρχει, αλλά αντιμετωπίζεται με αποστροφή, ενώ τα παραδοσιακά στοιχεία θεωρούνται πρωτόγονα. Παντού εφαρμόζεται ένα άτεγκτο σύστημα τιμωρίας της παρέκκλισης. Τέλος, παντού κυριαρχεί η φιγούρα του ρομαντικού ήρωα που αμφισβητεί αυτή την κοινωνική πραγματικότητα.
Κοινό συμπέρασμα στα δυστοπικά έργα, είναι ότι ο μεγαλύτερος και τελικά ανίκητος εχθρός όλων των ολοκληρωτισμών είναι ο έρωτας, αυτή η πυρηνική επαναστατική πράξη που εναντιώνεται σε κάθε σύστημα εχθρικό προς τη ζωή. Σε τέτοιες καταστάσεις, ο έλεγχος των απρόβλεπτων ανθρώπων επιτυγχάνεται μέσα από την επιβολή της επιφανειακής λογικής και το ξερίζωμα του συναισθηματικού κόσμου. Ο Θεός Λόγος, όμως, τα βρίσκει σκούρα με τον έρωτα.
Το πιο απείθαρχο των συναισθημάτων αποδεικνύεται αθάνατο και ξεφυτρώνει εκεί που δεν μπορούν να προβλέψουν οι ολοκληρωτικοί λογισμοί του καθεστώτος. Πώς μπορεί να μετατραπεί σε δουλικό αυτόματο ένας άνθρωπος, όταν δίνεται ολόψυχα και «ελέγχεται» από κάποια άλλη απρόβλεπτη ψυχή;
Το τελευταίο προπύργιο των συναισθημάτων κρατάει γερά.
Οι άνθρωποι, μέσω του έρωτα, δημιουργούν ένα αλληλέγγυο δίκτυο των ψυχών
τους, οι οποίες διατηρούν τη συνοχή τους και, εντέλει, την υπόστασή τους, όσο ερωτεύονται.
Ο εξουσιαστής έχει μόνο μία λύση
Στη θέση του έρωτα να φυτέψει στο μυαλό των υπηκόων την αγάπη για το καθεστώς. Τα όπλα του, όμως, πλήττουν μόνο το μυαλό, αυτό που προσφέρει είναι μια φτηνή απομίμηση και ορισμένα διεισδυτικά βλέμματα θα διακρίνουν πάντα τα κακέκτυπα και θα τ’ απορρίπτουν.
«Αναρωτιέμαι πως είναι δυνατό οι αρχαίοι να μην έβλεπαν ότι η λογοτεχνία και η ποίησή τους ήταν εντελώς ανόητες. Η τεράστια, μεγαλειώδης δύναμη του λογοτεχνικού πάγου ξοδεύτηκε για το τίποτα. Είναι απλώς γελοίο – οποιοσδήποτε έγραψε οτιδήποτε του κατέβαινε στο κεφάλι. Είναι τόσο ανόητο και γελοίο όσο και το ότι άφηναν τον ωκεανό να χτυπάει αποβλακωμένα την ακτή, είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο, ενώ τα εκατομμύρια χιλιογραμμόμετρα ενέργειας που ήταν κλειδωμένα στα κύματα δεν έκαναν τίποτ’ άλλο από το να ενισχύουν τα αισθήματα των ερωτευμένων.
Εμείς πήραμε το γλυκό τίποτα των κυμάτων και το μετατρέψαμε σε ηλεκτρισμό… πήραμε το τρελό, αφρισμένο τέρας και το μετατρέψαμε σε κατοικίδιο ζώο. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο δαμάσαμε και θέσαμε υπό έλεγχο την πάλαι ποτέ άγρια φύση της ποίησης. Σήμερα, η ποίηση δεν είναι πια το αναιδέστατο τραγούδι ενός αηδονιού αλλά μια κρατική υπηρεσία.
Σήμερα, η ποίηση είναι χρήσιμη».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου