«Δεν μπορείς να αλλάξεις τον κόσμο, αλλά μπορείς να αλλάξεις τον εαυτό σου. Δεν θα είσαι ποτέ ευτυχισμένος αν συνεχίσεις να αναζητάς το τι είναι ευτυχία. Δεν θα ζήσεις ποτέ αν ψάχνεις το νόημα της ζωής. Είναι καλύτερο να μην ξοδεύεις τον πολύτιμο χρόνο σου σ’ αυτήν την ζωή κυνηγώντας πράγματα που δεν έχουν γίνει ποτέ γνωστά και δεν μπορούν να γίνουν γνωστά και δεν έχουν καμία αξία.»
Τόσο η ομορφιά όσο και η ασχήμια της ζωής βρίσκονται στην στιγμή, στον πολύτιμο κι αναντικατάστατο Παρόντα Χρόνο– η πραγματική ζωή είναι για να την ζούμε, όχι για να την αναλύουμε και να την μελετάμε για να βρούμε κάποιο τελικό ή μυστικό νόημα. Κανείς δεν ξέρει τι θα του φέρει η ζωή του, τι πόνο θα υποστεί, τι πλούτη θα αποκτήσει, ποια φυσική ευτυχία είναι δυνατή ή πότε θα εξασθενήσει και θα πεθάνει. Κανείς δεν ξέρει πότε τελειώνουν οι αναπνοές του και θα φύγει από ‘δώ για ταξίδια σε άλλους τόπους κι άλλες ζωές ή στην ανυπαρξία.
Το να σπαταλάς αυτήν την, μοναδικά πολύτιμη ζωή κυνηγώντας μελλοντικές επιθυμίες, το να ζεις κρύβοντας, υποτιμώντας, καταπιέζοντας ή απαξιώνοντας τον εαυτό σου υπό την σημαία κάποιας πρωτόγονης/βάρβαρης “αμαρτίας” και προς κάποιο πιθανό κι αόριστο “όφελος” του συλλογικού, του δημόσιου, του αόρατου. Το να καταστρέφεις το ατομικό σου πνεύμα και τον χρόνο σου σε αυτή την γη με την φρούδα ελπίδα κάποιας, πιθανολογούμενης “αιώνιας ευδαιμονίας”, είναι σαν να αναζητάς μια διαφυγή από αυτή την πραγματικότητα που είναι η ίδια σου η ύπαρξη και η μοναδική που διαθέτεις για να ζήσεις την ζωή σου.
Αυτός δεν είναι ο τρόπος για να αντιμετωπίσεις και να κατακτήσεις τις συγκρούσεις, να αποκτήσεις εσωτερική ειρήνη, να βιώσεις την αγάπη, την ευδαιμονία, την γαλήνη και την φύση ή να αποτελέσεις κίνητρο για όσους νοιάζεσαι κι όσους μπορεί να συγκινηθούν από την παρουσία σου.
Το άτομο (άτμητο = Είναι) για το οποίο συχνά μιλάω, έχει τεράστια σημασία, καθώς κανείς δεν μπορεί ποτέ, μα, ποτέ, ν’ αλλάξει ή να βελτιώσει τους άλλους, μπορεί μόνο να αναπτυχθεί και να βελτιώσει τον εαυτό του. Δεν μπορεί κανείς να ζήσει για τους άλλους, μπορεί να ζήσει μόνο για τον εαυτό του.
Αυτό απαιτεί λιγότερη έκθεση στο πλήθος και περισσότερη ατομική μοναχικότητα, έτσι ώστε να μην σπαταλιέται ένα τεράστιο ποσό, πολύτιμης ενέργειας, προσπαθώντας να προσαρμοστεί ή να νιώσει “φυσιολογικός”, ή να κοινωνικοποιηθεί. Ο καθένας από εμάς είναι μοναδικός και ο μόνος τρόπος για να γνωρίσεις και να γίνεις ο εαυτός σου, είναι να ξεφύγεις από την τρέλα, την ένταση, το χάος, το κακό, τις ενοχές και τον παραλογισμό της ζωής σ’ αυτόν τον κόσμο, και για ν’ ανακαλύψεις ποιος πραγματικά είσαι, πρέπει να γίνεις αυτό το άτομο (άτμητο = Είναι).
Αυτό είναι ένα ζωτικό βήμα σε κάθε προσπάθεια να βρεις την δική σου αλήθεια, είτε αυτή η αλήθεια είναι επιθυμητή, είτε όχι. Μόλις η δική σου αλήθεια γίνει αποδεκτή, δεν μπορεί να απορριφθεί, κι αυτό θέτει τα θεμέλια για το άτομο να αντιμετωπίσει και να αγκαλιάσει την ζωή πλήρως και χωρίς άγχος.
Οι άνθρωποι, ειδικά των μαζών, αποφεύγουν τις φιλοσοφικές πτυχές της ζωής κι επιλέγουν να αποφύγουν να γίνουν άτομο, το πλάσμα που είναι πραγματικά, προκειμένου να ξεφύγουν από την πραγματικότητα για την αντίληψη του αναμενόμενου. Αυτή είναι μια συνειδητή άρνηση του να είσαι ο εαυτός σου κι ως εκ τούτου, ζεις μόνο για να επιβεβαιώνεις τους άλλους, να τους υπακούς, κάτι που δεν είναι καθόλου ζωή.
Αυτό οδηγεί σε μια άδεια ζωή, μια ζωή που είναι γεμάτη ενοχές κι απόγνωση, κατάθλιψη και μοναξιά, αβεβαιότητα και έλλειψη αυτοπεποίθησης. Εάν υπήρχε ποτέ μια μεταδοτική πανδημία «ιού», θα ήταν ότι το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας έχει εγκαταλείψει την ιερότητα του εαυτού του να είναι Άτομο, (Άτμητο=Είναι). Υπέρ κάποιας ψευδούς ασφάλειας κι ανωνυμίας του συλλογικού κοπαδιού, όπου κατοικεί, ο φόβος θανάτου και ζωής, η αβίαστη πλασματική ικανοποίηση, η ντροπή, οι ενοχές κι ο οίκτος.
Τι είναι η ενοχή; Είναι το αρνητικό συναίσθημα που ακολουθεί μετά από πράξεις και μετά από έναν κύκλο σκέψεων που δημιουργείς μόνος σου. Η πράξη/ερέθισμα που δημιουργεί αυτήν την σκέψη είναι αποτέλεσμα ασυμφωνίας με τις εγγραφές που κουβαλάς από την παιδική σου ηλικία και αποτελούν αντιλήψεις και πεποιθήσεις που έφτιαξαν ένα meme/ ηθικό κανόνα, ο οποίος αν δεν τηρηθεί, δημιουργεί δυσάρεστες σκέψεις και κατά συνέπεια δυσάρεστα συναισθήματα. Ωστόσο μπορείς να διαχωρίσεις την ενοχή σε τρεις κατηγορίες:
Την ενοχή, όταν νιώθεις, ανάξιος για πράξεις τις οποίες είσαι υπεύθυνος.
Την ενοχή, όταν νιώθεις ένοχος για γεγονότα για τα οποία δεν ευθύνεσαι.
Την ενοχή, όταν υπάρχει μια υποκείμενη αίσθηση ανεπάρκειας ότι θα μπορούσες να ‘χες κάνει περισσότερα. Η χρόνια ενοχή, είναι ίδια με την ντροπή.
Τι είναι η ντροπή; Είναι ένα συναίσθημα που συνδέεται στενά με την ενοχή, αν και είναι σημαντικό να κατανοήσεις τις διαφορές. Η Ντροπή μπορεί να οριστεί ως «μια οδυνηρή συγκίνηση που προκαλείται από την συνείδηση της αναξιότητας, της έλλειψης, ή της απρέπειας.» Νιώθεις ένοχος γι’ αυτό που κάνεις. Αισθάνεσαι ντροπή γι’ αυτό που είσαι. Η ντροπή είναι πολύ ισχυρότερη και πιο βαθιά συγκίνηση από την ενοχή. Είναι στην φύση σου να νιώθεις ντροπή όταν αισθάνεσαι απογοητευμένος από τον εαυτό σου, ειδικά όταν ακολουθείς ξένες από εσένα αρχές ως πρότυπα.
Η ντροπή και η ενοχή έχουν εξίσου έντονες συνέπειες για τις αντιλήψεις σου, την συμπεριφορά σου προς τον εαυτό σου και τους άλλους ανθρώπους. Ιδιαίτερα σε καταστάσεις σύγκρουσης αδυνατείς να υπερασπιστείς τον εαυτό σου. Η ενοχή θεωρήθηκε συναίσθημα υπόλογο για αναστολές, καταστολές, κινήσεις εναντίον εαυτού, για ψυχοπαθολογικές εκδηλώσεις που περιέγραψε τόσο η M. Klein όσο και άλλοι ψυχαναλυτές. Ο Freud συνδέει την ενοχικότητα µε το αυστηρό Υπερεγώ, ενώ η Klein την συνδέει µε την βλάβη που το υποκείµενο αισθάνεται ότι προξενεί στα εσωτερικευµένα αντικείµενα. Η ενοχή παρουσιάζεται έτσι ταυτόσημη με την ανθρώπινη φύση και εκδηλώνεται σε ό,τι κι αν κάνει ο άνθρωπος ενώ ως επανόρθωση ορίζεται η αυτοπραγμάτωση. Για τον Bruckner η απαγόρευση της απόλαυσης έχει αντικατασταθεί από το άγχος της απόδοσης. Η ενοχή σχετίζεται με ένα νέο στόχο: το να είμαστε διαρκώς ευτυχείς.
Η ενοχή δημιουργεί σχέσεις, «υφαίνει» σχέσεις μεταξύ των μελών μίας οικογένειας, όπως επίσης και μεταξύ των γενεών. Αισθάνεσαι ένοχος έναντι των γονιών σου και οι γονείς έναντι των παιδιών τους. Η ενοχή είναι συναίσθηµα που µπορεί να ξεσηκώσει ψυχικές θύελλες, ένα καταστροφικό πάθος που ορίζει «το υποφέρω» ως δώρο και δεσµό ακατάλυτο, όσο και εξουθενωτικό για το άτομο.
Η ντροπή, λέει ο Α. Giddens, διαφέρει από την ενοχή: η ντροπή εξαρτάται από συναισθήματα προσωπικής ανεπάρκειας, και έχει σχέση με την ολοκλήρωση του εαυτού, ενώ η ενοχή προέρχεται από συναισθήματα λαθεμένων πράξεων. Η ενοχή συνδέεται με το άγχος, που εκλύεται όταν παραβιάζονται οι περιορισμοί που θέτει το υπερεγώ, ενώ η ντροπή προέρχεται από την αποτυχία του να βιώσεις τις προσδοκίες που θέτει ο «ιδανικός εαυτός». Η κοινωνία που περιγράφεται στον Όμηρο έχει τα χαρακτηριστικά του «πολιτισμού της ντροπής» σε διάκριση προς τον «πολιτισμό της ενοχής» των επόμενων αιώνων. Σε γενικές γραμμές η ντροπή σχετίζεται με το πώς νομίζεις ότι σε βλέπουν οι άλλοι. Για τον Sartre: “η συνείδηση αντιμετωπίζει μεγάλο πρόβλημα με το βλέμμα του άλλου”.
Οι κινήσεις εναντίον του εαυτού, οι αναστολές και οι αποτυχίες εγγράφουν οδυνηρά στην ανθρώπινη ζωή την δράση της ενοχής. Η οπτική της ανάγκης της τιμωρίας λόγω επιθυμιών αφανισμού του άλλου διαπλέκεται με την προβληματική των εσωτερικεύσεων και των ταυτίσεων. Η επιθετικότητα η οποία στην εξέλιξη του ατόμου υπόκειται σε απωθήσεις, εγκαθιστά μέσα στο υποκείμενο και τον επιτιθέμενο και το θύμα (Ηθικός μαζοχισμός). Δεν αφορά µόνον παραβάσεις σχετικές µε επιθυµίες ερωτικές ή επιθετικές του φαλλικού αλλά από πολύ πρωιµότερες εµπειρίες. Συνδέεται με την ευχαρίστηση της τιμωρίας πράγμα που είναι εµφανές στους ψυχαναγκασµούς επαναλήψεων που µαρτυρούν ότι αυτοτιµωρητικές κινήσεις είναι σε δράση.
Στο βιβλίο του «Πολιτισμός πηγή δυστυχίας», ο Φρόυντ ισχυρίζεται ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν συναισθήματα ενοχής, γιατί τα επιθετικά τους ένστικτα πρέπει να δαμαστούν αν ελπίζουν να μοιραστούν την αγάπη που η πολιτισμένη κοινωνία έχει διαθέσιμη για τα μέλη της:
«Ο πολιτισμός κάνει κάτι πολύ περίεργο. Η επιθετικότητα ενδοβάλλεται, εσωτερικεύεται, και στην πραγματικότητα ξαναστέλνεται εκεί από όπου προήλθε, δηλαδή απευθύνεται ενάντια στο Εγώ. Την ένταση ανάμεσα στο αυστηρό Υπερεγώ και στο υποταγμένο σε αυτό Εγώ την ονομάζουμε ένοχη συνείδηση. Εκφράζεται ως ανάγκη για τιμωρία».
Ο ενοχικός φόβος ώθησε τα ιερατεία να επινοήσουν τον Θεό για να διαχειρίζονται πιο εύκολα τις μάζες. Η ενοχή δηλαδή που εμφύτευσαν στον πρωτόγονο για τον φόνο του αρχέγονου πατέρα και ο φόβος της τιμωρίας για την ενοχή του αυτή σχετίζεται με την καταγωγή της θρησκείας. Ο φόβος και οι ενοχές για το δήθεν “προπατορικό αμάρτημα της Εύας” τοποθέτησε τις γυναίκες στην θέση του θύματος/αμαρτωλής, της ψεύτρας, δόλιας, ένοχης, καταδικαστέας, βρόμικης, υποτελούς… που διαιωνίζεται μέχρι σήμερα σ’ όλες τις “ευνοούμενες” κοινωνίες του πλανήτη.
Ενώ η επιληψία του Ντοστογιέφσκι αποδίδεται στην ενοχή που ένιωθε για τις πατροκτονικές του τάσεις. Την ίδια ενοχή νοιώθει και ο ήρωάς του Ντιμίτρι στους Αδερφούς Καραμαζόφ. Ενοχή αισθανόταν και ο Ρασκόλνικοφ για την εγκληματική πράξη του. Ο ενοχικός φόβος και η νευρωτική καταπάτηση των ενστίκτων είναι η τιμή που πληρώνουμε για να μπορούμε να ζούμε μαζί.
Στις Ευμενίδες, ο Ορέστης εμφανίζεται να καταδιώκεται από τις Ερινύες. Η Ορέστεια παραπέμπει σε τρία μείζονα θέματα: την ύβρι, τον φόνο και την ενοχή, ως προϋποθέσεις sine qua non του δυτικού ανθρώπου. Σκιαγραφεί έτσι το ενοχικό κλίμα μέσα στο οποίο θα οικοδομηθεί ένας πολιτισμός τριών χιλιετιών ενώ ο συμβολισμός του φόνου ανάγεται στον «πρωταρχικό φόνο» που συνδέεται με την ενοχή. Στο ανάκτορο των Ατρειδών ο φόνος και η ενοχή είναι οι πρωταγωνιστές. Το ίδιο στον Μάκβεθ ή τον Άμλετ του Σαίξπηρ. Για τους Heidegger και Sartre συνδέεται με την άρνηση της ελευθερίας μας.
Η ενοχή βαραίνει όλους, κανείς δεν μπορεί να της ξεφύγει. Όλοι οι ποιητές μίλησαν για αυτήν, ο Δ. Σολωμός στον «Λάμπρο», ο Κ. Καβάφης, ο Καρυωτάκης, ο Λειβαδίτης, ο Σαίξπηρ, ο Σίλλερ, ο Καμύ, ο Κάφκα…
Φαίνεται να προϋπάρχει ένα αίσθημα ενοχής, που καραδοκεί μέσα στον άνθρωπο, έτοιμο, και περιμένοντας ν’ αφομοιώσει μια κατηγορία που θα διατυπωθεί εναντίον του. Η ιδέα αυτή φαίνεται ν’ αντιστοιχεί με εκείνη ενός αδέσμευτου άγχους, που ‘χει υπόγειες ρίζες, πιο κάτω ακόμα κι από το υποσυνείδητο. Έχει εμφυτευθεί στο DNA του ανθρώπου η ενοχή, η ντροπή κι ο φόβος, για να μπορεί να ελέγχεται μέσα στο μαντρί που είναι φυλακισμένο και να υπακούει τις “σκιές στον τοίχο” και τους δεσμώτες/θαυματοποιούς γι’ αληθινά, κι ως την μοναδική πραγματικότητα.
Αλλά, για τον Αλεξανδρινό, Κ. Καβάφη:
«Όλοι οι νόμοι της ηθικής
κακώς νοημένοι, κακώς εφαρμοζόμενοι
είναι μηδέν και δεν ημπορούν να σταθούν ουδέ στιγμήν,
όταν περνά το Σύνταγμα της Hδονής
με μουσικήν και σημαίας».
Αυτός είναι ο κόσμος που έχει δημιουργηθεί κι ως επί το πλείστον έχει γίνει αποδεκτός, από εκείνο το μεγάλο τμήμα της κοινωνίας που αναφέρεται ως μάζα.
Επέτρεψαν οι ανθρωπόμαζες σε μια άρχουσα τάξη και το σύστημα διακυβέρνησής της να τις διαιρεί, να τις κακοποιεί, να τις κλέβει, να τις ελέγχει και να τις δολοφονεί, κι όλα αυτά με ελάχιστη προκλητικότητα. Οι μάζες αποτελούν τον κύριο όγκο της ανθρωπότητας και, ως εκ τούτου, είναι το πιο σημαντικό και ζωτικό μέρος της κοινωνίας, αλλά όταν ζουν και ενεργούν ως ένας όχλος, καθίστανται άσχετες με τον κύκλο της ζωής. Ελέγχονται εύκολα σε τέτοιο βαθμό ώστε να παραμερίζονται, να αντιμετωπίζονται ως ποιμενικό κοπάδι που κουρεύεται και σφάζεται, αντί να γίνονται σεβαστές για την ανεξάρτητη δύναμη και την αποφασιστικότητά τους απέναντι στις αντιξοότητες.
Πολλοί έλκονται πάντα προς αυτή την ταπεινή θέση -πολλοί περισσότεροι αντιτίθενται κρυφά/φανερά σε αυτή την συγκατάβαση στην εξουσία, αλλά υποκύπτουν σ’ αυτήν προκειμένου να ενταχθούν και να αποφύγουν την σύγκρουση- ενώ κάποιοι άλλοι μιλούν, αλλά μόνο όταν προστατεύονται από τους αριθμούς και μόνο μέχρις ότου η κρατική αντίσταση γίνει πιο επιθετική. Αυτή είναι η κοινωνική μετριότητα στο πιο βασικό της επίπεδο και η μάστιγα της ανθρωπότητας.
Μόνο οι πολύ λίγοι (ένα 2% του 5%) θα πολεμήσουν ενάντια σ’ αυτή την επίθεση μέχρι τέλους και θα σταθούν ενάντια στην κρατική τυραννία και τον εκφυλισμό του περιβάλλοντός τους, ως άτομα, πάντα, μόνοι τους. Αποδέχονται το ρίσκο όλων των άλλων, με την πλήρη κατανόηση ότι οι ανθρωπόμαζες τρέχουν να κρυφτούν και συνεχίζουν να υπακούν στα επιλεγμένα αφεντικά/τσοπάνηδες τους.
Όλ’ αυτά καταλήγουν στο ότι το Κράτος (αυτοί που φαίνεται να κυβερνούν), ενώ είναι πάντα ο εχθρός του λαού, μπορεί να είναι κι ο ανταγωνιστικός κυρίαρχος της κοινωνίας αλλά μόνο αν ο λαός στο σύνολό του το επιτρέψει. Το Κράτος δεν έχει καμία άλλη δύναμη εκτός από αυτή που του δίνεται από έναν ενοχικό, αμαρτωλό, υποστηρικτικό, υποτακτικό και ληθαργικό μαζάνθρωπο, αλλά όσο ο άνθρωπος βαδίζει στην Αλήθεια της στιγμής του, ακούει την δική του μουσική, ζει κάθε στιγμή της ζωής του ελεύθερος κι αγνοεί τις ορδές των δούλων, των οποίων ο μόνος στόχος είναι η επαναλαμβανόμενη πλήξη/ενοχή, ο φόβος ζωής και θανάτου και η ασφαλής ύπαρξη, θα σωθεί από την αιώνια υποδούλωση του σώματος και του μυαλού του, τουλάχιστον σε φυσικό επίπεδο. Αργότερα θα δει τι θα κάνει σε άλλα περιβάλλοντα.
«ΛΑΘΕ ΒΙΩΣΑΣ» έλεγε ο Μέγας Επίκουρος.
Ζήσε στις παρυφές της κοινωνίας και θα ζήσεις ελεύθερος.
Όπως πολλά πράγματα στην ζωή έχουν πολλές όψεις, έτσι και το “Λάθε Βιώσας” είναι κάτι σαν ευχή και κατάρα. Να είμαστε σε εγρήγορση! Να προσέχουμε τις επιλογές μας για να αποφεύγουμε τον πόνο. Στόχος μας η ηδονή. Είναι υπέροχη! Σε οποιαδήποτε μορφή της κι άκρως εθιστική συγχρόνως. Έτσι ο μικρός πόνος είναι και αυτός καλός. Η γνώση του πόνου και η καρτερικότητά του είναι σοφία. Ο πόνος είναι δάσκαλος, λέει ο φιλόσοφος! Το να κυνηγάμε την ηδονή μανιωδώς μας κάνει εξαρτημένους από αυτήν. Δεν θ’ άρεσε καθόλου στον Επίκουρο αυτό.
“Λάθε Βιώσας”, είναι ο τρόπος ν’ απολαμβάνεις την ζωή. Η υπέροχη θνητή ζωή με αίσθηση αθάνατου παιδιού… σχεδόν τέλειο! Σχεδόν απόλυτα παρέα με την φύση. Ερωτευμένος με την φύση, ερωτευμένος, παθιασμένος με το φυσιολογικό.
Δυστυχώς δεν έχουν διασωθεί τα βιβλία του Επίκουρου «Περί Αιρέσεων και Φυγών» (περί του τι επιλέγουμε και τι αποφεύγουμε) καθώς και το «Περί Βίων» (περί τρόπου ζωής) στα οποία ο Επίκουρος ανέπτυσσε διεξοδικά το “Λάθε Βιώσας”. Από τα κείμενα όμως που σώζονται άλλων Επικούρειων και μη, μπορούμε να βγάλουμε το συμπέρασμα ότι ο Δάσκαλος προέτρεπε τους μαθητές του να αποφεύγουν τα δημόσια πράγματα και την πολιτική. Το σύνθημα «Λάθε Βιώσας» δεν ήταν επαναστατική καταγγελία της κοινωνίας αλλά συνταγή για την κατάκτηση της γαλήνης. Η φράση αποδίδεται ως εξής:
«Απόφευγε τις ανόητες επιδιώξεις, τις πράξεις που προκαλούν αντίδραση, ταράζουν την γαλήνη σου και σε κατεβάζουν στο επίπεδο των αφώτιστων και των χυδαίων. Τιμή και δόξα σαν εκείνες δεν έχουν αξία. Η αφάνεια σου εξασφαλίζει την ανωνυμία και την δυνατότητα να είσαι αυτάρκης, δηλαδή ελεύθερος, ενώ η διασημότητα δημιουργεί αντιπαλότητα και μεγάλη έχθρα με αποτέλεσμα το άτομο να μην μπορεί να βρει την αταραξία, που είναι η προϋπόθεση για το «Ζην Ηδέως». Δεν πρόκειται επομένως για αντικοινωνική στάση, αλλά για καθαρά κοινωνική, αφού έτσι μόνο μπορείς να φθάσεις στο ύψιστο αγαθό την ΗΔΟΝΗ. Πρέπει να μείνει ο σοφός όσο γίνεται πιο μακριά από τα δημόσια πράγματα, τα οποία δεν είναι μόνο η πολιτική, αλλά όλες οι μορφές της κοινωνικής μας ζωής. Αξίζει να μείνεις στην αφάνεια, για να διαφυλάξεις την ψυχική σου γαλήνη και να καλλιεργήσεις το πνεύμα σου.»
Ο Επίκουρος μας καλεί να απολαύσουμε αυτήν την Ζωή και να μην χάσουμε αυτήν την μοναδική ευκαιρία που μας δίδεται. Πρέπει να απελευθερωθούμε από τις δεισιδαιμονίες των Μύθων και των Θρησκειών. Η ηθική του Επίκουρου έχει ως μέτρο της ευτυχίας την ηδονή. Η ηδονή ή ο πόνος είναι φυσικό επακόλουθο κάθε επαφής μας με πράγματα ή ανθρώπους. Η φύση του ανθρώπου είναι φτιαγμένη έτσι ώστε οι αισθήσεις να μας υποδεικνύουν το καλό ή το κακό μιας πράξης διαμέσου του αισθήματος της ηδονής ή του πόνου.
Ότι παράγει ηδονή είναι καλό, ότι παράγει πόνο είναι κακό.
Αλλά ο σοφός άνθρωπος διαθέτει φρόνηση -μια από τις σημαντικότερες αρετές για τους Επικούρειους- και δεν παραδίνεται αδιακρίτως σε κάθε λογής ηδονές:
«Κι ακριβώς επειδή είναι το πρωταρχικό και σύμφυτο μ’ εμάς αγαθό, για τούτο δεν επιλέγουμε αδιακρίτως κάθε ηδονή, αλλά συμβαίνει ορισμένες φορές να γυρίζουμε την πλάτη μας σε πολλές ηδονές, όταν τα προβλήματα που προκαλούν αυτές οι ηδονές είναι για μας μεγαλύτερα και υπάρχουν, από την άλλη, πολλοί πόνοι που τους θεωρούμε προτιμότερους από τις ηδονές, εφόσον η ηδονή που θα ακολουθήσει άμα τους υπομείνουμε για κάμποσο θα είναι για μας μεγαλύτερη.»
Μόνο όταν κάποιος ζει την ζωή στο έπακρο, στον Παρόντα Χρόνο (άλλωστε δεν υπάρχει κι άλλος χρόνος για να ζει) αγνοώντας την τάση να καταλάβει κάποιο νόημα κι αγκαλιάζοντας κάθε στιγμή ως ευκαιρία να είναι ελεύθερος από την κυριαρχία των μαζανθρώπων κι ελεύθερος από σκέψεις, πίστεις, δογματισμούς και τις απόψεις τους, μπορεί να γίνει ιδιοκτήτης του εαυτού του.
Είναι τότε η επιτομή του ελεύθερου ανθρώπου. Είναι ειλικρινά ευτυχισμένος, είναι φάρος για τους άλλους και αποτελεί παράδειγμα για το τι μπορεί να επιτευχθεί σε αντίθεση με αυτό που φοβούνται οι μαζάνθρωποι, τις “σκιές στον τοίχο” και τον Κύριο κι Αφέντη τους.
Η ουσία της ύπαρξης, βρίσκεται στο ατομικό πνεύμα του ανθρώπου, όχι στο ακατάστατο σύμπαν του πλήθους και του αιώνιου φόβου τους, της σύγχυσής τους, των προσπαθειών τους να ξεφύγουν από την ευθύνη και την άγνοιάς τους. Λίγοι έχουν την Δύναμη/Ενέργεια να ζήσουν την ζωή τους χωρίς ενοχές, φόβο, άγχος, κατάθλιψη, αλλά αυτό δεν είναι απαραίτητο. Γίνε αυτό που είσαι πραγματικά. Λίγο να κουνήσεις το κεφάλι σου δεξιά/αριστερά και θα δεις τις αλυσίδες σου που σε κρατούν φυλακισμένο μέσα στην σπηλιά, να πιστεύεις τις σκιές στον τοίχο γι’ αληθινές… και ποιοί είναι αυτοί που δημιουργούν τις σκιές;
«Τι θα γινόταν αν κάποια μέρα ή νύχτα ένας δαίμονας έρθει και σου πει: «Αυτή την ζωή όπως την ζεις τώρα και την έχεις ζήσει, θα πρέπει να την ζήσεις άλλη μια φορά και αμέτρητες άλλες φορές»… Θα 'πέφτες κάτω τρέμοντας από φόβο; Θα καταριόσουν τον δαίμονα γι’ αυτό που ξεστόμισε; Ή θα του απαντήσεις: «Είσαι Θεός; Γιατί δεν έχω ακούσει ποτέ κάτι πιο Θεϊκό απ’ αυτό». -Friedrich Nietzsche
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου