ΞΕΝ Απολ 1–9
Η αδιαφορία του Σωκράτη για την προετοιμασία της απολογίας του
Το έργο ανήκει στη μακρά παράδοση των συγγραμμάτων που αφορούν τη δίκη και την καταδικαστική απόφαση εναντίον του Σωκράτη (399 π.Χ.).
ΔΕΣ: Απολογία Σωκράτους (Πλάτων)
[1] Σωκράτους δὲ ἄξιόν μοι δοκεῖ εἶναι μεμνῆσθαι καὶ ὡς
ἐπειδὴ ἐκλήθη εἰς τὴν δίκην ἐβουλεύσατο περί τε τῆς
ἀπολογίας καὶ τῆς τελευτῆς τοῦ βίου. γεγράφασι μὲν οὖν
περὶ τούτου καὶ ἄλλοι καὶ πάντες ἔτυχον τῆς μεγαληγορίας
αὐτοῦ· ᾧ καὶ δῆλον ὅτι τῷ ὄντι οὕτως ἐρρήθη ὑπὸ Σωκρά-
τους. ἀλλ’ ὅτι ἤδη ἑαυτῷ ἡγεῖτο αἱρετώτερον εἶναι τοῦ βίου
θάνατον, τοῦτο οὐ διεσαφήνισαν· ὥστε ἀφρονεστέρα αὐτοῦ
φαίνεται εἶναι ἡ μεγαληγορία. [2] Ἑρμογένης μέντοι ὁ Ἱππο-
νίκου ἑταῖρός τε ἦν αὐτῷ καὶ ἐξήγγειλε περὶ αὐτοῦ τοιαῦτα
ὥστε πρέπουσαν φαίνεσθαι τὴν μεγαληγορίαν αὐτοῦ τῇ
διανοίᾳ. ἐκεῖνος γὰρ ἔφη ὁρῶν αὐτὸν περὶ πάντων μᾶλλον
διαλεγόμενον ἢ περὶ τῆς δίκης εἰπεῖν· [3] Οὐκ ἐχρῆν μέντοι
σκοπεῖν, ὦ Σώκρατες, καὶ ὅ τι ἀπολογήσῃ; τὸν δὲ τὸ μὲν
πρῶτον ἀποκρίνασθαι· Οὐ γὰρ δοκῶ σοι ἀπολογεῖσθαι
μελετῶν διαβεβιωκέναι; ἐπεὶ δ’ αὐτὸν ἐρέσθαι· Πῶς; Ὅτι
οὐδὲν ἄδικον διαγεγένημαι ποιῶν· ἥνπερ νομίζω μελέτην εἶναι
καλλίστην ἀπολογίας. [4] ἐπεὶ δὲ αὐτὸν πάλιν λέγειν· Οὐχ ὁρᾷς
τὰ Ἀθηναίων δικαστήρια ὡς πολλάκις μὲν οὐδὲν ἀδικοῦντας
λόγῳ παραχθέντες ἀπέκτειναν, πολλάκις δὲ ἀδικοῦντας ἢ ἐκ
τοῦ λόγου οἰκτίσαντες ἢ ἐπιχαρίτως εἰπόντας ἀπέλυσαν;
Ἀλλὰ ναὶ μὰ Δία, φάναι αὐτόν, καὶ δὶς ἤδη ἐπιχειρήσαντός
μου σκοπεῖν περὶ τῆς ἀπολογίας ἐναντιοῦταί μοι τὸ δαιμόνιον.
[5] ὡς δὲ αὐτὸν εἰπεῖν· Θαυμαστὰ λέγεις, τὸν δ’ αὖ ἀποκρί-
νασθαι· Ἦ θαυμαστὸν νομίζεις εἰ καὶ τῷ θεῷ δοκεῖ ἐμὲ
βέλτιον εἶναι ἤδη τελευτᾶν; οὐκ οἶσθα ὅτι μέχρι μὲν τοῦδε
οὐδενὶ ἀνθρώπων ὑφείμην <ἂν> βέλτιον ἐμοῦ βεβιωκέναι;
ὅπερ γὰρ ἥδιστόν ἐστιν, ᾔδειν ὁσίως μοι καὶ δικαίως ἅπαντα
τὸν βίον βεβιωμένον· ὥστε ἰσχυρῶς ἀγάμενος ἐμαυτὸν ταὐτὰ
ηὕρισκον καὶ τοὺς ἐμοὶ συγγιγνομένους γιγνώσκοντας περὶ
ἐμοῦ. [6] νῦν δὲ εἰ ἔτι προβήσεται ἡ ἡλικία, οἶδ’ ὅτι ἀνάγκη
ἔσται τὰ τοῦ γήρως ἐπιτελεῖσθαι καὶ ὁρᾶν τε χεῖρον καὶ
ἀκούειν ἧττον καὶ δυσμαθέστερον εἶναι καὶ ὧν ἔμαθον
ἐπιλησμονέστερον. ἂν δὲ αἰσθάνωμαι χείρων γιγνόμενος
καὶ καταμέμφωμαι ἐμαυτόν, πῶς ἄν, εἰπεῖν, ἐγὼ ἔτι ἂν
ἡδέως βιοτεύοιμι; [7] ἴσως δέ τοι, φάναι αὐτόν, καὶ ὁ θεὸς δι’
εὐμένειαν προξενεῖ μοι οὐ μόνον τὸ ἐν καιρῷ τῆς ἡλικίας
καταλῦσαι τὸν βίον, ἀλλὰ καὶ τὸ ᾗ ῥᾷστα. ἂν γὰρ νῦν
κατακριθῇ μου, δῆλον ὅτι ἐξέσται μοι τῇ τελευτῇ χρῆσθαι
ἣ ῥᾴστη μὲν ὑπὸ τῶν τούτου ἐπιμεληθέντων κέκριται, ἀπρα-
γμονεστάτη δὲ τοῖς φίλοις, πλεῖστον δὲ πόθον ἐμποιοῦσα τῶν
τελευτώντων. ὅταν γὰρ ἄσχημον μὲν μηδὲν μηδὲ δυσχερὲς
ἐν ταῖς γνώμαις τῶν παρόντων καταλείπηταί <τις,> ὑγιὲς δὲ
τὸ σῶμα ἔχων καὶ τὴν ψυχὴν δυναμένην φιλοφρονεῖσθαι
ἀπομαραίνηται, πῶς οὐκ ἀνάγκη τοῦτον ποθεινὸν εἶναι;
[8] ὀρθῶς δὲ οἱ θεοὶ τότε μου ἠναντιοῦντο, φάναι αὐτόν, τῇ
τοῦ λόγου ἐπισκέψει ὅτε ἐδόκει ἡμῖν ζητητέα εἶναι ἐκ παντὸς
τρόπου τὰ ἀποφευκτικά. εἰ γὰρ τοῦτο διεπραξάμην, δῆλον
ὅτι ἡτοιμασάμην ἂν ἀντὶ τοῦ ἤδη λῆξαι τοῦ βίου ἢ νόσοις
ἀλγυνόμενος τελευτῆσαι ἢ γήρᾳ, εἰς ὃ πάντα τὰ χαλεπὰ
συρρεῖ καὶ μάλα ἔρημα τῶν εὐφροσυνῶν. [9] μὰ Δί’, εἰπεῖν
αὐτόν, ὦ Ἑρμόγενες, ἐγὼ ταῦτα οὐδὲ προθυμήσομαι, ἀλλ’
ὅσων νομίζω τετυχηκέναι καλῶν καὶ παρὰ θεῶν καὶ παρ’
ἀνθρώπων, καὶ ἣν ἐγὼ δόξαν ἔχω περὶ ἐμαυτοῦ, ταύτην
ἀναφαίνων εἰ βαρυνῶ τοὺς δικαστάς, αἱρήσομαι τελευτᾶν
μᾶλλον ἢ ἀνελευθέρως τὸ ζῆν ἔτι προσαιτῶν κερδᾶναι τὸν
πολὺ χείρω βίον ἀντὶ θανάτου.
[1] Σωκράτους δὲ ἄξιόν μοι δοκεῖ εἶναι μεμνῆσθαι καὶ ὡς
ἐπειδὴ ἐκλήθη εἰς τὴν δίκην ἐβουλεύσατο περί τε τῆς
ἀπολογίας καὶ τῆς τελευτῆς τοῦ βίου. γεγράφασι μὲν οὖν
περὶ τούτου καὶ ἄλλοι καὶ πάντες ἔτυχον τῆς μεγαληγορίας
αὐτοῦ· ᾧ καὶ δῆλον ὅτι τῷ ὄντι οὕτως ἐρρήθη ὑπὸ Σωκρά-
τους. ἀλλ’ ὅτι ἤδη ἑαυτῷ ἡγεῖτο αἱρετώτερον εἶναι τοῦ βίου
θάνατον, τοῦτο οὐ διεσαφήνισαν· ὥστε ἀφρονεστέρα αὐτοῦ
φαίνεται εἶναι ἡ μεγαληγορία. [2] Ἑρμογένης μέντοι ὁ Ἱππο-
νίκου ἑταῖρός τε ἦν αὐτῷ καὶ ἐξήγγειλε περὶ αὐτοῦ τοιαῦτα
ὥστε πρέπουσαν φαίνεσθαι τὴν μεγαληγορίαν αὐτοῦ τῇ
διανοίᾳ. ἐκεῖνος γὰρ ἔφη ὁρῶν αὐτὸν περὶ πάντων μᾶλλον
διαλεγόμενον ἢ περὶ τῆς δίκης εἰπεῖν· [3] Οὐκ ἐχρῆν μέντοι
σκοπεῖν, ὦ Σώκρατες, καὶ ὅ τι ἀπολογήσῃ; τὸν δὲ τὸ μὲν
πρῶτον ἀποκρίνασθαι· Οὐ γὰρ δοκῶ σοι ἀπολογεῖσθαι
μελετῶν διαβεβιωκέναι; ἐπεὶ δ’ αὐτὸν ἐρέσθαι· Πῶς; Ὅτι
οὐδὲν ἄδικον διαγεγένημαι ποιῶν· ἥνπερ νομίζω μελέτην εἶναι
καλλίστην ἀπολογίας. [4] ἐπεὶ δὲ αὐτὸν πάλιν λέγειν· Οὐχ ὁρᾷς
τὰ Ἀθηναίων δικαστήρια ὡς πολλάκις μὲν οὐδὲν ἀδικοῦντας
λόγῳ παραχθέντες ἀπέκτειναν, πολλάκις δὲ ἀδικοῦντας ἢ ἐκ
τοῦ λόγου οἰκτίσαντες ἢ ἐπιχαρίτως εἰπόντας ἀπέλυσαν;
Ἀλλὰ ναὶ μὰ Δία, φάναι αὐτόν, καὶ δὶς ἤδη ἐπιχειρήσαντός
μου σκοπεῖν περὶ τῆς ἀπολογίας ἐναντιοῦταί μοι τὸ δαιμόνιον.
[5] ὡς δὲ αὐτὸν εἰπεῖν· Θαυμαστὰ λέγεις, τὸν δ’ αὖ ἀποκρί-
νασθαι· Ἦ θαυμαστὸν νομίζεις εἰ καὶ τῷ θεῷ δοκεῖ ἐμὲ
βέλτιον εἶναι ἤδη τελευτᾶν; οὐκ οἶσθα ὅτι μέχρι μὲν τοῦδε
οὐδενὶ ἀνθρώπων ὑφείμην <ἂν> βέλτιον ἐμοῦ βεβιωκέναι;
ὅπερ γὰρ ἥδιστόν ἐστιν, ᾔδειν ὁσίως μοι καὶ δικαίως ἅπαντα
τὸν βίον βεβιωμένον· ὥστε ἰσχυρῶς ἀγάμενος ἐμαυτὸν ταὐτὰ
ηὕρισκον καὶ τοὺς ἐμοὶ συγγιγνομένους γιγνώσκοντας περὶ
ἐμοῦ. [6] νῦν δὲ εἰ ἔτι προβήσεται ἡ ἡλικία, οἶδ’ ὅτι ἀνάγκη
ἔσται τὰ τοῦ γήρως ἐπιτελεῖσθαι καὶ ὁρᾶν τε χεῖρον καὶ
ἀκούειν ἧττον καὶ δυσμαθέστερον εἶναι καὶ ὧν ἔμαθον
ἐπιλησμονέστερον. ἂν δὲ αἰσθάνωμαι χείρων γιγνόμενος
καὶ καταμέμφωμαι ἐμαυτόν, πῶς ἄν, εἰπεῖν, ἐγὼ ἔτι ἂν
ἡδέως βιοτεύοιμι; [7] ἴσως δέ τοι, φάναι αὐτόν, καὶ ὁ θεὸς δι’
εὐμένειαν προξενεῖ μοι οὐ μόνον τὸ ἐν καιρῷ τῆς ἡλικίας
καταλῦσαι τὸν βίον, ἀλλὰ καὶ τὸ ᾗ ῥᾷστα. ἂν γὰρ νῦν
κατακριθῇ μου, δῆλον ὅτι ἐξέσται μοι τῇ τελευτῇ χρῆσθαι
ἣ ῥᾴστη μὲν ὑπὸ τῶν τούτου ἐπιμεληθέντων κέκριται, ἀπρα-
γμονεστάτη δὲ τοῖς φίλοις, πλεῖστον δὲ πόθον ἐμποιοῦσα τῶν
τελευτώντων. ὅταν γὰρ ἄσχημον μὲν μηδὲν μηδὲ δυσχερὲς
ἐν ταῖς γνώμαις τῶν παρόντων καταλείπηταί <τις,> ὑγιὲς δὲ
τὸ σῶμα ἔχων καὶ τὴν ψυχὴν δυναμένην φιλοφρονεῖσθαι
ἀπομαραίνηται, πῶς οὐκ ἀνάγκη τοῦτον ποθεινὸν εἶναι;
[8] ὀρθῶς δὲ οἱ θεοὶ τότε μου ἠναντιοῦντο, φάναι αὐτόν, τῇ
τοῦ λόγου ἐπισκέψει ὅτε ἐδόκει ἡμῖν ζητητέα εἶναι ἐκ παντὸς
τρόπου τὰ ἀποφευκτικά. εἰ γὰρ τοῦτο διεπραξάμην, δῆλον
ὅτι ἡτοιμασάμην ἂν ἀντὶ τοῦ ἤδη λῆξαι τοῦ βίου ἢ νόσοις
ἀλγυνόμενος τελευτῆσαι ἢ γήρᾳ, εἰς ὃ πάντα τὰ χαλεπὰ
συρρεῖ καὶ μάλα ἔρημα τῶν εὐφροσυνῶν. [9] μὰ Δί’, εἰπεῖν
αὐτόν, ὦ Ἑρμόγενες, ἐγὼ ταῦτα οὐδὲ προθυμήσομαι, ἀλλ’
ὅσων νομίζω τετυχηκέναι καλῶν καὶ παρὰ θεῶν καὶ παρ’
ἀνθρώπων, καὶ ἣν ἐγὼ δόξαν ἔχω περὶ ἐμαυτοῦ, ταύτην
ἀναφαίνων εἰ βαρυνῶ τοὺς δικαστάς, αἱρήσομαι τελευτᾶν
μᾶλλον ἢ ἀνελευθέρως τὸ ζῆν ἔτι προσαιτῶν κερδᾶναι τὸν
πολὺ χείρω βίον ἀντὶ θανάτου.
***
Νομίζω ότι αξίζει να μνημονεύσουμε τη στάση πού αποφάσισε να τηρήσει ο Σωκράτης, όταν παραπέμφθηκε σε δίκη, τόσο σχετικά με την απολογία όσο και με το θάνατο του. Και άλλοι βέβαια έχουν γράψει για το ζήτημα αυτό και όλοι έχουν αποδώσει τη μεγαληγορία του· πράγμα που φανερώνει ότι όντως έτσι μίλησε ο Σωκράτης. Aλλά ότι θεωρούσε προτιμότερο το θάνατο από τη ζωή του, αυτό δεν το διευκρίνισαν, με αποτέλεσμα η μεγαληγορία του να φαίνεται κάπως αστόχαστη. Ο Ερμογένης όμως του Ίππονίκου, ένας από τους φίλους του, μας έχει δώσει γι' αυτόν τέτοιες πληροφορίες, ώστε ή μεγαληγορία του να φαίνεται σύμφωνη με τη σκέψη του. Καθώς τον έβλεπε, λέει, να μιλάει για τα πάντα έκτος από τη δίκη του, «Σωκράτη», του είπε, «δεν έπρεπε άραγε να σκεφτείς και τι θα πεις στην απολογία σου;» Κι εκείνος αποκρίθηκε πρώτα «Δεν νομίζεις λοιπόν ότι έχω περάσει όλη τη ζωή μου μελετώντας την απολογία μου;» Κι όταν ο Ερμογένης τον ρώτησε «Πώς αυτό;» «Επειδή», απάντησε, «στη ζωή μου όλη δεν έχω κάμει κανένα άδικο· κι αυτό νομίζω ότι είναι η καλύτερη μελέτη απολογίας». Κι όταν εκείνος ξαναπήρε το λόγο για να του πει «Δεν βλέπεις ότι τα αθηναϊκά δικαστήρια πολλές φορές έχουν θανατώσει αθώους, παραπλανημένα από τα λόγια τους, ενώ πολλές φορές έχουν απαλλάξει ενόχους είτε επειδή τα λόγια τους τους κίνησαν τον οίκτο είτε επειδή τους γοήτευσαν;» «Και βέβαια το βλέπω», είπε εκείνος, «και δυο φορές ήδη επιχείρησα να σκεφτώ την απολογία μου, αλλά το δαιμόνιο μου εναντιώνεται». Κι όταν αυτός είπε «παράξενα είναι τα λόγια σου», ο Σωκράτης αποκρίθηκε «νομίζεις τάχα παράξενο που και ο θεός ακόμα θεωρεί ότι είναι προτιμότερο να πεθάνω τώρα; Δεν ξέρεις ότι ως σήμερα δεν έχω παραχωρήσει σε κανέναν το προνόμιο να έχει ζήσει καλύτερα από μένα; Και το πιο ευχάριστο, ήξερα ότι έχω ζήσει ολόκληρη τη ζωή μου με ευσέβεια και δικαιοσύνη· καμάρωνα λοιπόν τον εαυτό μου και έβρισκα ότι και οι σύντροφοι μου είχαν την ίδια γνώμη για μένα. Άλλα τώρα, αν προχωρήσω ακόμα σε ηλικία, ξέρω ότι κατ' ανάγκην θα υποστώ τα επακόλουθα των γηρατειών και θα βλέπω χειρότερα και θα ακούω λιγότερο και δυσκολότερα θα μαθαίνω και ευκολότερα θα ξεχνώ όσα έμαθα. Και αν αισθάνομαι ότι γίνομαι χειρότερος και ελεεινολογώ συνεχώς τον εαυτό μου, συνέχισε ο Σωκράτης, πως θα μπορώ πια να χαίρομαι τη ζωή μου; Ίσως μάλιστα, πρόσθεσε, ο θεός από ευμένεια φροντίζει να πεθάνω όχι μόνο στην κατάλληλη ηλικία, άλλα και με τον ευκολότερο δυνατό τρόπο. Γιατί αν τώρα καταδικαστώ, είναι φανερό ότι θα μου δοθεί ή δυνατότητα να λάβω το θάνατο που όχι μόνο έχει κριθεί από όσους έχουν ασχοληθεί με το θέμα ευκολότερος άλλα και στοιχίζει στους φίλους λιγότερες φροντίδες και μεγαλύτερο πόνο για το χαμό αυτών πού πεθαίνουν. Διότι, όταν κανείς δεν αφήνει τίποτε άσχημο ούτε δυσάρεστο στις σκέψεις των συντρόφων του και φεύγει από τη ζωή με το σώμα υγιές και την ψυχή γεμάτη φιλικά αισθήματα, πώς γίνεται να μην είναι οδυνηρή η στέρηση του; Σωστά λοιπόν, συνέχισε ο Σωκράτης, εναντιώνονταν οι θεοί στην προετοιμασία της απολογίας μου, τότε που πίστευα ότι έπρεπε να αναζητήσω με κάθε τρόπο τα μέσα για να αποφύγω την καταδίκη. Διότι αν το κατόρθωνα, είναι φανερό ότι θα ετοιμαζόμουν, αντί να τελειώσω τώρα αμέσως τη ζωή μου, να πεθάνω βασανιζόμενος ή από αρρώστιες ή από γηρατειά, πού είναι γεμάτα από όλα τα δυσάρεστα και δεν έχουν καμιά χαρά. Μα τον Δία, Ερμογένη, είπε, ποτέ δεν θα ευχόμουν στον εαυτό μου κάτι τέτοιο, αλλά όσα καλά πιστεύω πως μου χαρίστηκαν και από τους θεούς και από τους ανθρώπους καθώς και τη γνώμη που εγώ έχω για τον εαυτό μου, αυτά θα φανερώσω· κι αν με τον τρόπο αυτόν θα δυσαρεστήσω τους δικαστές, θα προτιμήσω μάλλον να πεθάνω παρά, ζητιανεύοντας δουλικά τη συνέχιση της ζωής, να κερδίσω, αντί για το θάνατο, μια ζωή πολύ χειρότερη του».
Νομίζω ότι αξίζει να μνημονεύσουμε τη στάση πού αποφάσισε να τηρήσει ο Σωκράτης, όταν παραπέμφθηκε σε δίκη, τόσο σχετικά με την απολογία όσο και με το θάνατο του. Και άλλοι βέβαια έχουν γράψει για το ζήτημα αυτό και όλοι έχουν αποδώσει τη μεγαληγορία του· πράγμα που φανερώνει ότι όντως έτσι μίλησε ο Σωκράτης. Aλλά ότι θεωρούσε προτιμότερο το θάνατο από τη ζωή του, αυτό δεν το διευκρίνισαν, με αποτέλεσμα η μεγαληγορία του να φαίνεται κάπως αστόχαστη. Ο Ερμογένης όμως του Ίππονίκου, ένας από τους φίλους του, μας έχει δώσει γι' αυτόν τέτοιες πληροφορίες, ώστε ή μεγαληγορία του να φαίνεται σύμφωνη με τη σκέψη του. Καθώς τον έβλεπε, λέει, να μιλάει για τα πάντα έκτος από τη δίκη του, «Σωκράτη», του είπε, «δεν έπρεπε άραγε να σκεφτείς και τι θα πεις στην απολογία σου;» Κι εκείνος αποκρίθηκε πρώτα «Δεν νομίζεις λοιπόν ότι έχω περάσει όλη τη ζωή μου μελετώντας την απολογία μου;» Κι όταν ο Ερμογένης τον ρώτησε «Πώς αυτό;» «Επειδή», απάντησε, «στη ζωή μου όλη δεν έχω κάμει κανένα άδικο· κι αυτό νομίζω ότι είναι η καλύτερη μελέτη απολογίας». Κι όταν εκείνος ξαναπήρε το λόγο για να του πει «Δεν βλέπεις ότι τα αθηναϊκά δικαστήρια πολλές φορές έχουν θανατώσει αθώους, παραπλανημένα από τα λόγια τους, ενώ πολλές φορές έχουν απαλλάξει ενόχους είτε επειδή τα λόγια τους τους κίνησαν τον οίκτο είτε επειδή τους γοήτευσαν;» «Και βέβαια το βλέπω», είπε εκείνος, «και δυο φορές ήδη επιχείρησα να σκεφτώ την απολογία μου, αλλά το δαιμόνιο μου εναντιώνεται». Κι όταν αυτός είπε «παράξενα είναι τα λόγια σου», ο Σωκράτης αποκρίθηκε «νομίζεις τάχα παράξενο που και ο θεός ακόμα θεωρεί ότι είναι προτιμότερο να πεθάνω τώρα; Δεν ξέρεις ότι ως σήμερα δεν έχω παραχωρήσει σε κανέναν το προνόμιο να έχει ζήσει καλύτερα από μένα; Και το πιο ευχάριστο, ήξερα ότι έχω ζήσει ολόκληρη τη ζωή μου με ευσέβεια και δικαιοσύνη· καμάρωνα λοιπόν τον εαυτό μου και έβρισκα ότι και οι σύντροφοι μου είχαν την ίδια γνώμη για μένα. Άλλα τώρα, αν προχωρήσω ακόμα σε ηλικία, ξέρω ότι κατ' ανάγκην θα υποστώ τα επακόλουθα των γηρατειών και θα βλέπω χειρότερα και θα ακούω λιγότερο και δυσκολότερα θα μαθαίνω και ευκολότερα θα ξεχνώ όσα έμαθα. Και αν αισθάνομαι ότι γίνομαι χειρότερος και ελεεινολογώ συνεχώς τον εαυτό μου, συνέχισε ο Σωκράτης, πως θα μπορώ πια να χαίρομαι τη ζωή μου; Ίσως μάλιστα, πρόσθεσε, ο θεός από ευμένεια φροντίζει να πεθάνω όχι μόνο στην κατάλληλη ηλικία, άλλα και με τον ευκολότερο δυνατό τρόπο. Γιατί αν τώρα καταδικαστώ, είναι φανερό ότι θα μου δοθεί ή δυνατότητα να λάβω το θάνατο που όχι μόνο έχει κριθεί από όσους έχουν ασχοληθεί με το θέμα ευκολότερος άλλα και στοιχίζει στους φίλους λιγότερες φροντίδες και μεγαλύτερο πόνο για το χαμό αυτών πού πεθαίνουν. Διότι, όταν κανείς δεν αφήνει τίποτε άσχημο ούτε δυσάρεστο στις σκέψεις των συντρόφων του και φεύγει από τη ζωή με το σώμα υγιές και την ψυχή γεμάτη φιλικά αισθήματα, πώς γίνεται να μην είναι οδυνηρή η στέρηση του; Σωστά λοιπόν, συνέχισε ο Σωκράτης, εναντιώνονταν οι θεοί στην προετοιμασία της απολογίας μου, τότε που πίστευα ότι έπρεπε να αναζητήσω με κάθε τρόπο τα μέσα για να αποφύγω την καταδίκη. Διότι αν το κατόρθωνα, είναι φανερό ότι θα ετοιμαζόμουν, αντί να τελειώσω τώρα αμέσως τη ζωή μου, να πεθάνω βασανιζόμενος ή από αρρώστιες ή από γηρατειά, πού είναι γεμάτα από όλα τα δυσάρεστα και δεν έχουν καμιά χαρά. Μα τον Δία, Ερμογένη, είπε, ποτέ δεν θα ευχόμουν στον εαυτό μου κάτι τέτοιο, αλλά όσα καλά πιστεύω πως μου χαρίστηκαν και από τους θεούς και από τους ανθρώπους καθώς και τη γνώμη που εγώ έχω για τον εαυτό μου, αυτά θα φανερώσω· κι αν με τον τρόπο αυτόν θα δυσαρεστήσω τους δικαστές, θα προτιμήσω μάλλον να πεθάνω παρά, ζητιανεύοντας δουλικά τη συνέχιση της ζωής, να κερδίσω, αντί για το θάνατο, μια ζωή πολύ χειρότερη του».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου