Η Περραιβία, στα αρχαία χρόνια, αποτελούσε γεωγραφικό τμήμα της Θεσσαλίας και η περραιβική Τρίπολη, η οποία περιλάμβανε τις πόλεις Άζωρο, Δολίχη και Πύθιο, συνέθετε ένα ιδιαίτερο τμήμα στα βόρεια της Περραιβίας. Η Περραιβία και οι κάτοικοί της, οι Περραιβοί, απαντώνται σε αρχαίες πηγές της μυθολογίας και της ιστορίας. Η ιστορία τους είναι μακρόχρονη και ο ρόλος τους, ασφαλώς με οποιονδήποτε τρόπο, επηρέαζε την τύχη των αρχαίων πραγμάτων.
Η παρούσα εργασία στοχεύει να αναδείξει τα δεδομένα που συντίθενται από τις αρχαίες πηγές, εισάγοντας τον αναγνώστη στην αρχαία Περραιβία και την περραιβική Τρίπολη από την εποχή του μύθου μέχρι τους βυζαντινούς χρόνους, όπου συνηγορούν οι αρχαιολογικές πηγές. Επιπλέον, μέσω των διαφόρων διατυπώσεων ορισμένων ερευνητών και περιηγητών των δύο προηγούμενων αιώνων, καθώς και της σύγχρονης αρχαιολογικής έρευνας δύναται να εξαχθούν ποικίλα συμπεράσματα τα οποία, σε ορισμένες περιπτώσεις, διατυπώνονται αναλόγως. Ακόμη, με την έγκριτη βιβλιογραφία που χρησιμοποιείται και παρατίθεται, το παρόν ανάγνωσμα ευελπιστεί να οξύνει την κριτική αντίληψη του αναγνώστη, καθώς και να ενισχύσει τον «ανήσυχο» ερευνητή στην περαιτέρω μελέτη του περραιβικού παρελθόντος.
I. Περραιβία
α. Εισαγωγή
Η αρχαία Περραιβία συνόρευε στα βόρεια με τη Μακεδονία (Ελιμιώτιδα -σημερινός ν. Κοζάνης- και Πιερία) και στα νότια με την Εστιαιώτιδα -σημερινός ν. Τρικάλων- και την Πελασγιώτιδα -σημερινός ν. Λάρισας- της Θεσσαλίας. Οι ορεινοί όγκοι του Ολύμπου, του Τιτάρου και των Καμβουνίων αποτελούσαν τα σύνορα της Περραιβίας προς το βορρά, ανατολικά και δυτικά με τη Μακεδονία. Ο Πηνειός, καθώς διέρχεται στα νότια, διέγραφε τα σύνορα της Περραιβίας μεταξύ της Εστιαιώτιδας και της Πελασγιώτιδας.
Η σύγχρονη έρευνα εντόπισε έντεκα πόλεις που συνέθεταν την Περραιβία και αποτελούσαν μια ξεχωριστή πολιτική ενότητα, οι οποίες ήταν οι εξής: Γόννος,[1] Ερεικίνιον, Μάλλοια (σημερινό Παλαιόκαστρο), Μονδαία (σημερινό Λουτρό), Μύλαι (σημερινό Δαμάσι), Ολοοσών,[2] Φάλαννα,[3] Χυρετίαι (σημερινό Δομένικο) και οι πόλεις της περραιβικής Τρίπολης, Άζωρος, Δολίχη και Πύθιο. Τέσσερις οικισμοί που εντοπίσθηκαν στο χώρο της Περραιβίας και είναι αδύνατον να αποδειχθεί ότι ανήκαν σε αυτόνομες πόλεις ήταν οι: Κόνδυλους, Γοννοκόνδυλους, Ασκυριεύς και Λειμώνη-Ηλώνη. Οι δύο πρώτοι, πιθανόν, να εντάσσονταν στην πόλη των Γόννων, ενώ για τους δύο τελευταίους δεν υπάρχουν στοιχεία.[4] Πιθανολογείται, ωστόσο, ότι η Ηλώνη βρισκόταν στην περιοχή του σημερινού Αργυροπουλίου.[5] Στην Ιλιάδα του Ομήρου απαντάται και η Όρθη,[6] η οποία σύμφωνα με τον Στράβωνα (περ. 63 π.Χ. – 24 μ.Χ.) αποτελούσε την ακρόπολη της περραιβικής Φάλαννας (Θ, V.19).[7] Το όνομα της Περραιβίας, μάλλον, δεν αναφέρεται σε ιστορικές πηγές των βυζαντινών χρόνων. Ο λόγιος, αγωνιστής του Εικοσιένα και σύντροφος του Ρήγα Φεραίου, που γεννήθηκε στις Πάνω Πούρλες του Ολύμπου, Χρυσάφης Χατζηβασίλης (1774-1863), χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο: Χριστόφορος Περραιβός,[8] «ενισχύοντας» έτσι το όνομα της Περραιβίας στους νεότερους χρόνους.
β. Η Περραιβία του μύθου και της λογοτεχνίας
Οι μύθοι, που παραδόθηκαν προφορικά από γενιά σε γενιά, ήδη την εποχή της γραφής αποτυπώθηκαν με ποικίλους τρόπους στα αρχαία λογοτεχνικά και ιστορικά έργα με τέτοιον τρόπο ώστε είναι αδύνατο να ξεχωρίσει κανείς με απόλυτη ασφάλεια όλα τα μυθικά στοιχεία από εκείνα της ιστορίας. Σύμφωνα με τον Richard Buxton «Μύθος είναι μια παραδοσιακή ιστορία με κοινωνική ισχύ». Είναι, δηλαδή, μια αφήγηση γεγονότων δομημένων σε μια ακολουθία, μεταδίδονται από αφηγητή σε αφηγητή και συχνά από γενιά σε γενιά και, τέλος, οι αφηγήσεις καταλαμβάνουν σημαντική θέση μέσα στις κοινωνίες που τις αναδιηγούνται, ενσαρκώνοντας αξίες ατόμων, κοινωνικών ομάδων και ολόκληρων κοινοτήτων.[9] Οι μύθοι, λοιπόν, αποτελούν τμήμα της ιστορικής πορείας κάθε τόπου και κοινωνίας. Στην παρούσα μελέτη θα παραθέσουμε ορισμένες μυθολογικές εκδοχές που σχετίζονται με την Περραιβία και τη Θεσσαλία, καθώς η πρώτη σε πολλές περιπτώσεις εντάσσεται στο πλαίσιο της δεύτερης.
Η Περραιβία εκτεινόταν στις δυτικές και νότιες παρυφές του Ολύμπου. Είναι πιθανό οι Περραιβοί να είχαν ιδιαίτερη σχέση με το μυθικό όρος και τη θρησκευτική λατρεία στην αρχαιότητα, καθώς το όρος του Ολύμπου σχετίζεται με τον ολυμπιακό και με τον πελασγικό μύθο της δημιουργίας. Οι γονείς του πρώτου ανθρώπου επί της γης, του Πελασγού ο οποίος αναδύθηκε από το έδαφος της Αρκαδίας, η Ευρυνόμη και ο Οφίων εγκατέστησαν την οικία τους στον Όλυμπο.[10] Ο Ν. Γεωργιάδης (1830-1915) πίστευε πως η ελληνική θρησκεία καθιερώθηκε από τους Περραιβούς και τους Πιερείς, καθώς ο Όλυμπος δεν είναι το μοναδικό Ελληνικό όρος το οποίο φέρει στοιχεία «άγριας ομορφιάς» και ευμετάβλητων καιρικών συνθηκών.[11]
Το όνομα «Πελασγός» φέρουν αρκετοί επιφανείς ήρωες τόσο της Πελοποννήσου όσο και της Θεσσαλίας, καθώς οι Πελασγοί θεωρούνται ότι κατέλαβαν τις εν λόγω περιοχές. Στη θεσσαλική μυθική παράδοση ο Πελασγός ήταν γιος της Λάρισας και του Ποσειδώνα. Μαζί με τους αδερφούς του, τον Αχαιό και τον Φθίο, εγκατέλειψαν τη γενέτειρά τους την Πελοπόννησο και κατέλαβαν τη Θεσσαλία η οποία έως τότε ονομαζόταν Αιμονία. Η χώρα διαιρέθηκε σε τρία τμήματα και μοιράσθηκε στους τρεις αδερφούς. Κάθε τμήμα ονομάσθηκε αναλόγως από τον αρχηγό του: Αχαΐα, Φθιώτιδα και Πελασγιώτιδα. Η πέμπτη μετέπειτα γενιά των κατακτητών εκδιώχθηκε από τους Κουρήτες και τους Λέλεγες με αποτέλεσμα ένα μέρος των Πελασγών να μεταναστεύσει στην Ιταλία.[12]
Σύμφωνα με την έρευνα του Ν. Γεωργιάδη η Θεσσαλία ήταν η πανάρχαια κοίτη των πλείστων ελληνικών φυλών, οι οποίες αργότερα κατήλθαν νοτιότερα και κατοίκησαν στην Στερεά Ελλάδα και την Πελοπόννησο. Ειδικότερα, οι πρώτοι κάτοικοι της Θεσσαλίας μνημονεύονται ως «Πελασγοί» και η Θεσσαλία ως «Πελασγικό Άργος». Κατά την κάθοδο των ελληνικών φυλών των Δωριέων, Μινυών, Αιολέων και Αχαιών ορισμένοι Πελασγοί παρέμειναν στη Θεσσαλία, ενώ άλλοι κατήλθαν νοτιότερα στον ελλαδικό χώρο. Οι Δωριείς εγκαταστάθηκαν στις περιοχές που κατόπιν ονομάστηκαν «Εστιαιώτιδα» και «Περραιβία». Οι Αιολείς κατοίκησαν στην άνω θεσσαλική πεδιάδα και καλούνταν «Αιολίδα», οι Αχαιοί κατέλαβαν τη Φθιώτιδα και οι Μινύες τις ακτές του Πελασγικού κόλπου όπου άκμασε η πρωτεύουσά τους η «Ιωλκός». Στη Φθιώτιδα, μάλιστα, βασίλευσε ο Δευκαλίων (υιός του Προμηθέως και της Κλυμένης) μαζί με τη σύζυγό του Πύρρα (θυγατέρα του Επιμηθέως και της Πανδώρας), γι’ αυτό η Θεσσαλία καλούνταν «Πυρραία» και «Πανδώρα». Ο υιός του Δευκαλίωνα ήταν ο Έλλην, γι’ αυτό οι κατοικούντες όλων των φυλών στην ελληνική χερσόνησο ονομάστηκαν «Έλληνες» μετά τους ομηρικούς χρόνους (Θουκ. 1.3).[13]
Στο θεατρικό έργο Ικέτιδες (464-3 π.Χ.) του Αισχύλου (περ. 524-455 π.Χ.) απαντάται μια ρητή αναφορά στην Περραιβία μέσω του βασιλιά Πελασγού του Άργους. Έτσι, λοιπόν, στο πρώτο επεισόδιο του έργου, μετά τις συμβουλές του Δαναού προς τις κόρες του, Ικέτιδες, για να δείξουν σύνεση, κατέφθασε ο ντόπιος βασιλιάς Πελασγός, προκειμένου να εξετάσει την ικεσία των Δαναΐδων στους θεούς σχετικά με τη σωτηρία τους από τους γιους του Αιγύπτου –συγγενείς τους– που επιδίωκαν να τις παντρευτούν. Ο βασιλιάς συστήθηκε στο Χορό και επέδειξε τη μεγάλη επικράτειά του στη Θεσσαλία, την Ήπειρο και τη Μακεδονία. Μεταξύ των χωρών που εξουσίαζε ήταν και η χώρα των Περραιβών (στιχ. 256).[14] Ακόμη, στους Πέρσες του Αισχύλου, ο περσικός στρατός, μεταξύ των τόπων στους οποίους κατέφυγε μετά την ήττα του, αναφέρεται και ο τόπος της Θεσσαλίας επειδή είχε ταχθεί με το μέρος των Βαρβάρων.[15] Ο Αισχύλος, λοιπόν, περιλαμβάνει στο έργο του τη Θεσσαλία επειδή οι πληθυσμοί της, μεταξύ των οποίων και οι Περραιβοί, είχαν μηδίσει.
Η Περραιβία απαντάται στον ομηρικό ύμνο προς τον Απόλλωνα, όταν κατά την περιγραφή του ταξιδιού του θεού, περιλαμβάνεται και η χώρα των Περραιβών.[16] Απαντώνται έμμεσα και στα ορφικά κείμενα όταν ο μάντης Μόψος κατέφθασε από τον Τίταρον[17] για να συμμετάσχει στην Αργοναυτική Εκστρατεία.[18] Μια ενδιαφέρουσα πληροφορία που προκύπτει από το Λεξικό του Ησύχιου (5ου αι. μ.Χ.) αφορά στο λήμμα «άζωρος» καθώς ο λεξικογράφος σημειώνει ότι σημαίνει τον εύκρατο οίνο και τον κυβερνήτη της Αργούς.[19] Στο λεξικό, του Σουίδα ή Σούδα (10ου αι. μ.Χ), ωστόσο, απαντάται ότι σημαίνει κύριο όνομα, καθώς επίσης και τον εύκρατο οίνο.[20] Είναι πιθανό, λοιπόν, ο μυθικός Άζωρος κυβερνήτης της Αργούς, αλλά και/ή ο εύκρατος οίνος να σχετίζονται με την πόλη της Αζώρου της Περραιβίας.
Ο δε Μόψος, μαζί με άλλους επιφανείς ήρωες –μεταξύ των οποίων και ο Λαπίθης Πειρίθους, τη σχέση του οποίου με την Περραιβία θα διαπιστώσουμε στη συνέχεια– όπως παραδίδει και ο Οβίδιος Πούβλιος Νάζων (43 π.Χ. – 17 μ.Χ), συμμετείχε στο κυνήγι του Καλυδώνιου Κάπρου. Επρόκειτο για ένα φοβερό τέρας που έστειλε η θεά Άρτεμις στην Καλυδώνα της Αιτωλίας για να σκοτώσει τους γεωργούς και να καταστρέψει τις σοδειές τους, επειδή ο Οινεύς -βασιλιάς της Καλυδωνίας- αμέλησε να συμπεριλάβει τη θεά στις ετήσιες θυσίες του προς τους δώδεκα θεούς του Ολύμπου. [21]
Οι Λαπίθες σχετίζονται σε πολλές περιπτώσεις με την περιοχή της Περραιβίας. Ο Στράβων στα Γεωγραφικά (Θ, V.19) παραδίδει ότι οι Περραιβοί, αρχικά, κατοικούσαν κατά μήκος του Πηνειού από τη Γυρτώνη έως τη Θάλασσα, μέχρι τη στιγμή που ο Λαπίθης Ιξίων με τον υιό του Πειρίθου τούς ταπείνωσαν και τούς εκδίωξαν στο ποτάμι προς τα μεσόγεια, ενώ οι Περραιβοί κατείχαν ακόμη ορισμένες πεδιάδες κοντά στον Όλυμπο. Μετά την εκδίωξή τους οι Περραιβοί εγκαταστάθηκαν στα βουνά, στην Πίνδο και στα μέρη των Αθαμάνων και των Δολόπων. Τη χώρα των εναπομεινάντων Περραιβών κατέκτησαν οι γείτονές τους οι Λαρισαίοι εισπράττοντας φόρους από τους Περραιβούς μέχρι την εποχή που ο Μακεδόνας Φίλιππος κατέκτησε τα μέρη.[22]
Ο Πειρίθους, λοιπόν, ήταν ο γιος του Δία ή του Ιξίονα και βασιλιάς των Μαγνητών στις εκβολές του Πηνειού. Στο γάμο του με την Ιπποδάμεια προσκάλεσε όλους τους ολύμπιους θεούς εκτός από τον Άρη και την Έριδα. Λόγω των πολλών προσκεκλημένων στο γάμο του τα ξαδέρφια του, οι Κένταυροι,[23] καθώς και Θεσσαλοί πρίγκιπες, όπως ο Νέστορας και ο Καινεύς, κάθισαν σε μια σπηλιά. Οι Κένταυροι, οι οποίοι δεν ήταν εξοικειωμένοι με το κρασί, μέθυσαν εύκολα και ο Εύρυτος ή Ευρυτίων όρμισε στη νύφη για να τη βιάσει, ακολουθώντας τη στάση του και οι υπόλοιποι Κένταυροι, οι οποίοι επιτέθηκαν σε όλες τις γυναίκες. Ακολούθησε μάχη και ο Πειρίθους, με σύμμαχο τον φίλο του τον Θησέα, έκοψε τα αυτιά και τη μύτη του Ευρυτίωνα, ενώ σκοτώθηκε ο Λαπίθης Καινεύς. Έτσι άρχισε η μακροχρόνια έχθρα Λαπιθών και Κενταύρων, η οποία ήταν αποτέλεσμα μηχανορραφίας του Άρη και της Έριδας.[24] Η δολοφονία του Καινέα, ακόμη, παραδίδεται και ως αποτέλεσμα υποκίνησης των Κενταύρων από το Δία, καθώς συμπεριφερόταν με αλαζονεία όταν έγινε βασιλιάς των Λαπιθών. Ο Δίας είχε μεταμορφώσει την ερωμένη του νύμφη Καινίδα σε άτρωτο πολεμιστή και άλλαξε το όνομά της στο αρσενικό: Καινεύς. Όταν ξεψύχησε ο Καινεύς με τρόπο ασφυκτικό αναδύθηκε ένα πουλί από το σωρό κορμών δέντρων, με τους οποίους οι Κένταυροι σκέπασαν το άψυχο σώμα του. Το πουλί αναγνωρίστηκε από τον μάντη Μόψο ως την ψυχή της Καινίδας, το σώμα της οποίας κατά την ταφή της επέστρεψε στην αρχική γυναικεία μορφή του.[25]
Ο γιος του Πειρίθου, ο Πολυποίτης, όπως παραδίδεται στην Ιλιάδα του Ομήρου, μαζί με τον Λεονταία, ο οποίος ήταν γιος του Κόρωνου και αρχηγός Λαπιθών –ο δε Κόρωνος ήταν βασιλιάς των Λαπιθών την εποχή του Ηρακλή και γιος του Καινέα, ενώ έλαβε μέρος και στην Αργοναυτική Εκστρατεία–[27] συμμετείχε στον Τρωικό Πόλεμο με σαράντα μαύρα καράβια. Γεννήθηκε τη μέρα που ο Πειρίθους τιμώρησε τους Κενταύρους εξορίζοντάς τους από το Πήλιο στους Αίθικες. Ηγήθηκε τους πολεμιστές από την Άργισσα, τη Γυρτώνη, καθώς και τους πολεμιστές της περραiβικής Όρθης και της Ολοσσώνας. Οι Περραιβοί και οι Αινιάνες συμμετείχαν στον Τρωικό Πόλεμο με κοινό αρχηγό, τον Γουνέα, ο οποίος καταγόταν από την Κύφο[28] και οδηγούσε εικοσιδύο πλοία. Οι Περραιβοί και οι Αινιάνες κατοικούσαν στην κακοχείμωνη Δωδώνη[29] και πότιζαν τους αγρούς τους από τον Τιταρήσιο,[30] τα καθαρά νερά του οποίου «αρνούνταν» να σμίξουν με τα θολά νερά του Πηνειού και «επέπλεαν», όπως το λάδι, στην επιφάνεια του ποταμού.[31] Στην Ιλιάδα, επίσης, ο Αχιλλέας επικαλείται στην προσευχή του τον Δία ως Πελασγικό που κατοικεί στην κακοχείμωνη Δωδώνη, όπου τριγύρω ζουν οι προφήτες του, οι Σελλοί.[32]
Ο Στράβων αναφέρει ότι κατά τον διωγμό των Περραιβών από τους Λαπίθες, τα ορεινά μέρη παρέμειναν στους Περραιβούς κοντά στον Όλυμπο και τα Τέμπη, όπως η Κύφος, η Δωδώνη και η περιοχή του Τιταρήσιου ποταμού που πηγάζει από το όρος Τιτάριο που συμφύεται με τον Όλυμπο. Επειδή οι Περραιβοί και οι Λαπίθες κατοικούσαν μαζί ο Σιμωνίδης τους αποκαλεί όλους Πελασγιώτες. Η Κύφος, ακόμη, αναφέρεται ως περραιβικό βουνό με οικισμό από τον Στράβωνα, στο οποίο παρέμειναν ορισμένοι Αινιάνες μετά το διωγμό τους από τους Λαπίθες.[33]
Με τον περραιβικό χώρο, ακόμη, σχετίζονται έμμεσα τόσο ο Πειρίθους του Κριτία (460-403 π.Χ.), όσο και ο Πειρίθους του Ευριπίδη (485-406 π.Χ.), καθώς ο Πειρίθους ήταν ο πατέρας του ομηρικού ηγέτη της Ολοσσώνας, Πολυποίτη. Ο πατέρας του Πειρίθου και παππούς του Πολυποίτη, ο Ιξίωνας, ο οποίος ήταν βασιλιάς των Λαπιθών, ήταν ο πρώτος δολοφόνος συγγενούς, καθώς και μέγιστος υβριστής, αφού επιχείρησε να ασελγήσει στην ίδια τη θεά Ήρα.[34] Στον Πειρίθου του Κριτία, έργο του οποίου σώζονται μερικά αποσπάσματα, περιγράφεται η βίαιη τιμωρία του Ιξίονα, ενώ στον Πειρίθου του Ευριπίδη η πράξη του Ιξίωνα περιγράφεται ως ιδιαίτερα αρνητική για τους Θεσσαλούς.[35]
Γενικότερα, το θεσσαλικό μυθολογικό υλικό, σημειώνει ο Χρήστος Ζαφειρόπουλος, προσέφερε το δραματικό χώρο, τους πρωταγωνιστές, αλλά και απλές αναφορές σε 128 έργα της κλασικής περιόδου (σωζόμενα και μη) του αρχαίου ελληνικού θεάτρου. Παραδόξως, όμως, η δραματική απεικόνιση των Θεσσαλών και της Θεσσαλίας, αναφέρεται ελάχιστα από την ογκωδέστατη διεθνή βιβλιογραφία. Τα θέματα των αθηναϊκών τραγωδιών, συνεχίζει ο ίδιος μελετητής, ήταν ανάγκη να διαδραματίζονται σε μυθικούς και μακρινούς από την Αθήνα τόπους ώστε να συζητηθούν και να επιλυθούν εκεί τα προβλήματα της αθηναϊκής κοινωνίας, εκτονώνοντας έτσι τις εντάσεις της στους κόλπους της δημοκρατίας.[36] Ενδεχομένως ο Χ. Ζαφειρόπουλος να είναι κοντά στην αλήθεια. Είναι γεγονός όμως ότι τα δεδομένα (αρχαιολογικά και λογοτεχνικά) επιδέχονται διάφορες ερμηνείες. Είναι σημαντικό, ωστόσο, να λάβουμε υπ’ όψιν μας τη θεωρία της «Δομής της Αίσθησης» όπως την όρισε ο Raymond Williams η οποία αντιστοιχεί στην ιδιαίτερη αίσθηση που είχαν οι άνθρωποι σε διαφορετικές εποχές και εσωκλείει πάντοτε ορισμένα αδιαφανή στοιχεία για τις επόμενες γενιές. Τη βιωμένη, δηλαδή, αίσθηση των τρόπων με τους οποίους οι συγκεκριμένες δραστηριότητες συνέθεταν έναν τρόπο ζωής και σκέψης.[37] Κατά συνέπεια οι όποιες υποθέσεις που δύναται να διατυπωθούν παραμένουν απλώς υποθέσεις. Ειδικά δε όταν απουσιάζουν οι αντίστοιχες σαφείς πηγές οι υποθέσεις καθίστανται περισσότερο αίολες.
Παρομοίως, για το θέμα της ομηρικής περραιβικής Δωδώνης ο Κουν Βανχάγεντορεν ερμηνεύει τα σωζόμενα αποσπάσματα του Στράβωνα σχετικά με την τοποθέτηση του μαντείου της Δωδώνης σε θεσσαλική γη από τους συγγραφείς των Θεσσαλών τοπικής ιστορίας Σουίδα και Κινέα (4ου αι. π.Χ.)[38] ως μια προσπάθεια αντιστάθμισης της χρόνιας αρνητικής παράδοσης που έπληττε τη Θεσσαλία, ειδικά περί της δράσης των Θεσσαλών μαγισσών.[39] Πράγματι, ο Στράβων αναφέρει ότι σύμφωνα με τον Σουίδα το μαντείο της Δωδώνης μεταφέρθηκε στην Ήπειρο από την περιοχή της Σκοτούσσας, η οποία ανήκει σε περιοχή που λέγεται Θεσσαλία Πελασγιώτις, στο πλαίσιο της προσπάθειάς του να αποδώσει στους Θεσσαλούς μέρος της μυθολογίας.[40] Ο Κινέας, για τον Στράβωνα, «τα λέει πιο μυθικά», καθώς διατυπώνει πως το μαντείο μεταφέρθηκε από τη Σκοτούσσα στη Δωδώνη της Θεσσαλίας κι έπειτα στην Ήπειρο. Ωστόσο, όπως ο Στράβων έτσι και ο Στέφανος ο Βυζάντιος (5ος αι. μ.Χ.) στα Εθνικά για τη Δωδώνη παραπέμπει στον Σουίδα και τον Κινέα. Επειδή, όμως τα αντίστοιχα χωρία για τον Σουίδα διαφέρουν στα έργα των δύο συγγραφέων, του Στράβωνα και του Στεφάνου, είναι αμφίβολο εάν ο δεύτερος βασίστηκε για τις πληροφορίες του στον πρώτο. Οι πηγές τους είναι οι ίδιες, αλλά οι συγγραφείς είναι ανεξάρτητοι μεταξύ τους. Ο Στράβων ακολουθεί τον Ζηνόδοτο (325-260 π.Χ.), για τον οποίο η μαντεία καταγόταν από τη Δωδώνη και δεν συμφωνεί με τον Σουίδα και τον Κινέα, κατά τους οποίους η λατρεία μεταφέρθηκε από τη Θεσσαλία στην Ήπειρο.[41]
Ορισμένοι μελετητές υποστηρίζουν ότι η περραιβική Δωδώνη όντως υφίστατο ως μαντείο ή/ και πόλη μέχρι τα ομηρικά χρόνια ή μέχρι που οι Περραιβοί εκδιώχθηκαν από τους Λαπίθες και ίδρυσαν στην Ήπειρο το νέο μαντείο, ενώ άλλοι θεωρούν ότι ο Όμηρος αναφερόταν απλώς στο όρος των Καμβουνίων. Ο Ν. Γεωργιάδης, για παράδειγμα, τοποθέτησε δεξιά της όχθης του Τιταρήσιου, κοντά στο χωριό Κλίκοβο (σ.σ. σημερινό Σαραντάπορο) όπου ανευρίσκονται ερείπια κυκλώπειων τειχών την περραιβική δυσχείμερη Δωδώνη. Επικρίνει δε τους γεωγράφους της εποχής του (Glaubry) οι οποίοι αρνούνταν την ύπαρξη της θεσσαλικής Δωδώνης στην οποία λατρευόταν ο Δωδωναίος Πελασγικός Ζευς που επικαλείται ο Αχιλλέας στην προσευχή του. Επικαλείται, ακόμη, τα θεσσαλικά νομίσματα (Mionnet), τα οποία έφεραν την προτομή του Δωδωναίου Διός εστεμμένου με κλώνους δρυός.[42]
Μέχρι σήμερα, η αρχαιολογική σκαπάνη δεν έφερε στο φως στοιχεία που να συνηγορούν στη ύπαρξη δωδωνιαίου μαντείου στην Περραιβία, ενώ η χρήση του χώρου της ηπειρωτικής Δωδώνης επιβεβαιώθηκε ήδη από την αρμόδια αρχαιολογική υπηρεσία και ανάγεται στην Εποχή του Χαλκού.[43] Δικαιολογημένα, όμως, οι αναφορές στη θεσσαλική Δωδώνη ενισχύουν την άποψη για την ύπαρξή της στον περραιβικό χώρο με κάποια μορφή σε κάποια χρονική περίοδο. Εξάλλου ο Στράβων, ο οποίος δεν συμφωνεί με τον Σουίδα και τον Κινέα, συνέγραψε το έργο του περίπου τρεις αιώνες αργότερα από τους Θεσσαλούς συγγραφείς.
γ. Αντανακλάσεις της περραιβικής ιστορίας
Επισημαίνοντας δύο διαφορετικές σημασίες του όρου της «ιστορίας», αφενός την ταύτιση της ιστορίας με ολόκληρο το παρελθόν, καλύπτοντας το σύνολο των γεγονότων που συνέβησαν είτε έχουν καταγραφεί είτε όχι, αφετέρου τον ορισμό της «ιστορίας» ως την ιστορία που παραδόθηκε μέσω των γραπτών πηγών από τον εκάστοτε ιστορικό, καθώς επίσης και το γεγονός ότι ο ιστορικός δεν μπορεί να ξεφύγει απόλυτα από την εποχή και το περιβάλλον όπου ζει, παρ’ όλο που έχει την υποχρέωση να ελαχιστοποιεί την απόσταση μεταξύ παρελθόντος και παρόντος και να μην περιορίζεται μόνο στην προσωπική ερμηνεία ή να αγγίζει τα όρια της προπαγάνδας,[44] οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι η καταγεγραμμένη ιστορία δεν μπορεί να είναι απολύτως αντικειμενική.
Εστιάζοντας στο θέμα της εργασίας μας παρατίθενται τα ιστορικά στοιχεία που σχετίζονται με την αρχαία Περραιβία όπως παραδόθηκαν από τους αρχαίους ιστορικούς και μελετήθηκαν από τους επόμενους. Εστιάζουμε μόνο στις πενιχρές αναφορές των αρχαίων συγγραφέων και στα δεδομένα που προκύπτουν από τη σύγχρονη έρευνα, καθώς αντανακλώνται, έστω διαθλασμένα, στοιχεία του παρελθόντος. Αρκεί, ασφαλώς, να λάβουμε υπ’ όψιν ότι τα δεδομένα που προκύπτουν δεν μπορεί να είναι απόλυτα αντικειμενικά καθώς ερχόμαστε αντιμέτωποι με την υποκειμενικότητα τόσο των αρχαίων ιστορικών όσο και των σύγχρονων, ιδιαίτερα δε αν επιχειρήσουμε να προβούμε σε ερμηνείες. Πρέπει να θεωρήσουμε, ακόμη, τα ιστορικά στοιχεία που αφορούν την Περραιβία ως στοιχεία που αντανακλώνται στο χρονολογικό άξονα της ιστορίας, ο οποίος αναδύεται στα ομηρικά χρόνια και χάνεται στην εποχή του Βυζαντίου. Οι ήδη φωτεινές πτυχές του εν λόγω άξονα είναι ως ένα βαθμό μεταβαλλόμενες, ενώ από την έρευνα, ειδικά από την αρχαιολογική, εξακολουθούν να φωτίζονται νέες. Επιπλέον είναι σημαντικό να θυμόμαστε πως η γνώση μας για το παρελθόν του Ανθρώπου, γενικά, εκτός από διαστρεβλωμένη είναι και ελάχιστη, δεδομένου ότι ο χρόνος της ανθρώπινης ζωής στη γη ανέρχεται σε μερικές εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια, ενώ οι ιστορικές μαρτυρίες, υπό αυτό το πρίσμα, είναι πρόσφατες.
Βάσει του παραπάνω πλαισίου, λοιπόν, την αφετηρία των προβληματισμών για την ιστορία της αρχαίας Θεσσαλίας σηματοδοτεί η θεσσαλική οικιστική του ομηρικού Καταλόγου των Νέων, στον οποίο γίνεται αναφορά σε εννέα βασίλεια και τους ηγεμόνες τους που κατέλαβαν την έκταση της μετέπειτα Θεσσαλίας καθώς και έδαφος των περιοίκων λαών (Περραιβοί κ.ά.). Ορισμένες πόλεις έχουν ταυτιστεί επιτυχώς από την αρχαιολογική έρευνα, καθώς αποτελούσαν τους άμεσα προγόνους των πόλεων της κλασικής και ελληνιστικής εποχής, ενώ άλλες παραμένουν αταύτιστες. Μοιραία, εμπλέκεται και η μαρτυρία του Θουκυδίδη σχετικά με την έλευση και συγκέντρωση νέων πληθυσμιακών στοιχείων στη θεσσαλική πεδιάδα, καθώς μάς πληροφορεί ότι οι «Θεσσαλοί» μετά την άφιξή τους στις δυτικές υπώρειες της Θεσσαλικής πεδιάδας στη θέση της ομηρικής Άρνης, ανάγκασαν τους παλαιότερους κατοίκους τής θεσσαλικής πεδιάδας, του Βοιωτούς, να μεταναστεύσουν νοτιότερα στη Βοιωτία των ιστορικών χρόνων, εξήντα χρόνια μετά τα Τρωικά. Ο χρόνος της άφιξης των Θεσσαλών στη θεσσαλική πεδιάδα προσδιορίζεται στα τέλη του 8ου ή στις αρχές του 7ου π.Χ. αιώνα.[45]
Η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως θολωτούς και κιβωτιόσχημους τάφους της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου. Στο νεκροταφείο του Αργυροπουλίου Τυρνάβου, όπου -σύμφωνα με τον Α. Τζιαφάλια- τοποθετείται η ομηρική Ηλώνη, κυριαρχούν οι θολωτοί τάφοι της Εποχής του Σιδήρου. Διαπιστώθηκε δε η καύση νεκρού σε ισχυρή ταφική πυρά που προηγήθηκε της κατασκευής του τάφου. Στη βόρεια Περραιβία οι κιβωτιόσχημοι τάφοι αποτελούν μοναδικό τύπο τάφου της πρώιμης Εποχής του Σιδήρου που έχουν βρεθεί τα τελευταία έτη.[46]
Η οικιστική πραγματικότητα των ομηρικών βασιλείων, κατά τον 7ο αι. π.Χ., μεταβλήθηκε με τη δημιουργία αυτόνομων διοικητικών ενοτήτων με μικρότερη χωροταξική δικαιοδοσία. Οι αυτοδύναμες θεσσαλικές πόλεις αποτελούσαν τις έδρες των θεσσαλικών αριστοκρατικών οικογενειών που κατείχαν μεγάλες εκτάσεις γης και στρατιωτικές δυνάμεις με βάση το περίφημο θεσσαλικό ιππικό,[47] το οποίο ήταν ιδιαίτερα ξακουστό στον ελληνικό κόσμο.[48] Στο τέλος, περίπου, του 6ου αι. π.Χ. ο κυρίως θεσσαλικός χώρος οργανώθηκε διοικητικά σε τέσσερις «τετράδες»: την Πελασγιώτιδα, τη Θεσσαλιώτιδα, την Ισταιώτιδα και τη Φθιώτιδα, οι οποίες αποτέλεσαν τη βάση της πολιτικής και στρατιωτικής οργάνωσης της Θεσσαλίας κατά τους επόμενους αιώνες. Ο Αριστοτέλης αποδίδει τη συγκεκριμένη διευθέτηση σε ένα μέλος της αριστοκρατικής οικογένειας των Αλευάδων της Λάρισας, τον Αλεύα τον Πυρρό.[49] Ο Λυκόφρων, ο Ιάσων και ο Αλέξανδρος κυριαρχούσαν τη μετέπειτα περίοδο και οι δύο πρώτοι έφεραν τον τίτλο του ταγού. Ο ταγός, λοιπόν, ο οποίος κατείχε το ύψιστο ομοσπονδιακό αξίωμα, υπερτερούσε απέναντι στους τέσσερις πολεμάρχους, που από τα μέσα του 5ου αι. π.Χ. εξέλεγαν κάθε χρόνο οι τέσσερις περιοχές στις οποίες ήταν μοιρασμένες ο πληθυσμός και οι πόλεις.[50] Ο όρος «Θεσσαλία» προσδιόριζε γεωγραφικά είτε την περιοχή που περιλάμβανε τις τέσσερις θεσσαλικές «τετράδες» είτε συμπεριλάμβανε και τις περίοικες περιοχές μεταξύ των οποίων και την Περραιβία.[51] Μια ενδιαφέρουσα παρατήρηση αποτελεί εκείνη του Br. Helly (1937-), ο οποίος στην προσπάθειά του να διασαφηνίσει τους όρους «Θεσσαλός» και «θεσσαλικός» προσδιόρισε με τον όρο «Thessaloi» την πληθυσμιακή ομάδα των εισβολέων που ήλθε στη Θεσσαλία κατά την υπομυκηναϊκή περίοδο και με τον όρο «Thessaliens» προσδιόρισε το σύνολο των κατοίκων της Θεσσαλίας, ανεξάρτητα από την καταγωγή τους, με ιδιαίτερη αναφορά στους Περραιβούς, Αινιάνες κλπ.[52]
Η διοίκηση των «τετράδων» ενέπιπτε στην αρμοδιότητα ενός ανώτατου άρχοντα που έφερε τον τίτλο «άρχων», «αρχός» και «τέτραρχος».[53] Οι Περραιβοί, οι Αιάνες, οι Αχαιοί, οι Ίωνες, οι Λοκροί, οι Μαλλιείς, οι Μάγνητες, οι Φωκείς, οι Φθιώτες, οι Βοιωτοί, οι Δόλοπες-Δωριείς και οι Θεσσαλοί συμμετείχαν στην αμφικτυονία της Κεντρικής Ελλάδας, έχοντας δικαίωμα δύο ψήφων. Οι τελευταίοι, ωστόσο, κατά τον 6ο αι. π.Χ., επικρατούσαν στην επικυριαρχία του ιερού και της Αμφικτυονίας.[54] Έχει υποστηριχθεί δε ότι από τον 6ο αι. π.Χ. έως την εποχή της βασιλείας του Φιλίππου Β΄, οι Θεσσαλοί ήλεγχαν και τους κατοίκους των γειτονικών, περίοικων, στην κυρίως Θεσσαλία περιοχών, δηλαδή τους Περραιβούς, τους Μάγνητες, τους Αχαιούς Φθιώτες, τους Δόλοπες, τους Αινιάνες, τους Μαλιείς και τους Οιταίους. Πολλές περίοικες περιοχές διέθεταν αυτονομία αφού συνήθως αναφέρονται από τους αρχαίους συγγραφείς ως ανεξάρτητα έθνη, κόβουν δικά τους νομίσματα και αναφέρονται στους πρώιμους καταλόγους της Δελφικής Αμφικτιονίας.[55]
Οι Περραιβοί απαντώνται από τον Ηρόδοτο κατά την εκστρατεία του 480 π.Χ. στο πλαίσιο του δευτέρου Μηδικού Πολέμου, μεταξύ Ελλήνων και Περσών, όταν ο Ξέρξης δεν συνάντησε καμία δυσκολία στη Θεσσαλία προκειμένου να κατέλθει στις Θερμοπύλες για να αντιμετωπίσει, τελικά, τους τριακόσιους Σπαρτιάτες του Λεωνίδα.
Όταν είχε στρατοπεδεύσει στη Θέρμη πληροφορήθηκε πως από το στενό ανάμεσα από τον Όλυμπο και την Όσσα ρέει ο Πηνειός. Σκόπευε, δια μέσω του πάνω δρόμου από εκείνο το στενό, από τη Μακεδονία να φθάσει στη χώρα των Περραιβών.[56] Όταν, εν τέλει, ο μεγάλος βασιλεύς έστειλε τους κήρυκες στην Ελλάδα να ζητήσουν υποταγή, άλλοι γύρισαν με άδεια χέρια, ενώ μεταξύ εκείνων που παρέδωσαν γῆν καί ὕδωρ στους Πέρσες ήταν και οι Περραιβοί (7, 132).[57] Οι Θεσσαλοί, ακόμη, το 481 π.Χ., παρ’ όλο που είχαν συνάψει συμμαχία με τους Αθηναίους, τους Σπαρτιάτες, τους Βοιωτούς και τους Ευβοείς για την αντιμετώπιση του περσικού στρατού, τελικά «μηδίσανε».[58] Οι υπόλοιποι Έλληνες ορκίστηκαν εναντίον αυτών που υποτάχθηκαν ότι όταν σταθεροποιηθεί η κατάσταση θα καταβάλουν το δέκατο της περιουσίας τους στο θεό των Δελφών.[59]
Η Περραιβία και οι Περραιβοί αναφέρονται και από τον Θουκυδίδη (4, 78) όταν, κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου (431-404 π.Χ.), ο Σπαρτιάτης Βρασίδας εκστράτευσε στη Μακεδονία προκειμένου να ενισχύσει το σύμμαχό του, βασιλιά της Μακεδονίας, Περδίκα Β΄. Ο ιστορικός αναφέρει ότι ο Βρασίδας ξεκίνησε από τη Μελίτεια, διήνυσε ολόκληρη την απόσταση μέχρι τη Φάρσαλο και στη συνέχεια από το Φάκιον προς την Περραιβία, όπου οι Θεσσαλοί που τον συνόδευαν τον αποχαιρέτησαν, ενώ οι Περραιβοί, οι οποίοι ήταν υπήκοοι των Θεσσαλών, τον συνόδευσαν με ασφάλεια μέχρι το Δίον, πόλη στην οποία επικρατούσε ο Περδίκκας και στη συνέχεια μέχρι τη Χαλκιδική.[60] Οι αρκετές πόλεις της θρακομακεδονικής ακτής που στράφηκαν με το μέρος του Βρασίδα, η ήττα στο Δήλιο και η πτώση της Αμφίπολης έφεραν τους Αθηναίους σε δύσκολη θέση και δέχθηκαν τις προτάσεις των Σπαρτιατών για ανακωχή το 423 π.Χ.[61] Στα τέλη του 5ου αι. π.Χ., ακόμη, ορισμένες θεσσαλικές πόλεις αποτέλεσαν πεδία πολιτικών συγκρούσεων, καταλήγοντας στη χειραφέτηση των πανεστών,[62] η οποία αποτελεί απόδειξη για την αυξημένη σημασία που απέκτησε το οπλιτικό πεζικό από τον 4ο αιώνα και μετά.[63]
Στα μέσα του 4ου αι. π.Χ. φαίνεται πως έπαψε οριστικά το σύστημα των «τετράδων», όταν ο Φίλιππος Β΄ έθεσε υπό τον έλεγχό του τις πόλεις της Περραιβίας και της περραιβικής Τρίπολης, οριστικοποιώντας το τέλος της κυριαρχίας της Θεσσαλίας στην Περραιβία.[64]
Η αρχαιολογική έρευνα έφερε στο φως δύο ανάγλυφα της Περραιβίας στα οποία απεικονίζεται η Απολλώνια Τριάδα, των προστάτιδων θεοτήτων: Απόλλωνα, Άρτεμης και Λητούς. Το πρώτο φέρει την επιγραφή Απόλλωνι Πυθίωι Αντιγόνα Ξενάρχου ανέθηκεν. Το δε δεύτερο ανάγλυφο περιλαμβάνει μία σημαντική για την Περραιβία επιγραφή στην οποία περιλαμβάνονται ονόματα πόλεων και αντιπροσώπων στη δελφική αμφικτυονία. Στο α΄ μισό του 4ου αι. π.Χ., εποχή στην οποία χρονολογείται η εν λόγω επιγραφή, η Άζωρος, η Δολίχη και το Πύθιο (πόλεις της περραιβικής Τρίπολης), απουσιάζουν από τον κατάλογο, επειδή, πιθανόν, ανήκαν πλέον στη Μακεδονία.[65] Ολόκληρη η Θεσσαλία, μάλιστα, από το 346 αναδιοργανώθηκε από τον Φίλιππό.[66]
Κατά τον 3ο αιώνα π.Χ. σημειώθηκε η μεγάλη ακμή της Αιτωλικής Συμπολιτείας, η οποία σταδιακά επεκτάθηκε στο θεσσαλικό χώρο. Από το 279 π.Χ. η αιτωλική παρουσία ισχυροποιήθηκε στους Δελφούς. Η Θεσσαλοί, κατά τον 4ο αι. π.Χ. είχαν τον πρώτο λόγο στην Αμφικτυονία, κατέχοντας το μεγαλύτερο αριθμό των εδρών, όπως προκύπτει από τη μελέτη των καταλόγων της δελφικής Αμφικτυονίας. Οι Αιτωλοί κατάφεραν να εκχωρήσουν στον πολιτικό τους μηχανισμό τις περιοχές της Περραιβίας, της Θεσσαλιώτιδας, της Ιστιαιώτιδας και του ανατολικού τμήματος της Αχαΐας Φθιώτιδας, κατά τη διάρκεια του Δημητριακού και του Συμμαχικού πολέμου, 239-229 π.Χ. και 220-217 π.Χ. αντίστοιχα. Το 229 π.Χ. οι Αιτωλοί πήραν την έδρα των Περραιβών στο Αμφικτιονικό Συνέδριο. Το 206 π.Χ. ο Φίλιππος Ε΄ συνέβαλε στην απώλεια των εδαφών της Αιτωλικής Συμπολιτείας, της Ιστιαιώτιδας, της Θεσσαλιώτιδας και της Περραιβίας. Από αναφορές του Πολυβίου, του Τίτου Λίβιου και από επιγραφές φαίνεται ότι την περίοδο της μετάβασης από τον 3ο στο 2ο αι. π.Χ. οι περιοχές από τον Όλυμπο έως τον Κορινθιακό Κόλπο (συμπεριλαμβανομένης της Περραιβίας), εκτός από τις περιοχές της ανατολικής Θεσσαλίας, την περιοχή της Μαγνησίας και της Πελασγιώτιδος, αποτελούσαν τμήμα της «Μεγάλης Αιτωλίας».[67]
Κατά τη διάρκεια του Α΄ Μακεδονικού Πολέμου (215 – 205 π.Χ.), οι Ρωμαίοι σύναψαν συμμαχία με τους Αιτωλούς επειδή χρειάζονταν στρατό για να αντιμετωπίσουν το στρατό του Μακεδόνα βασιλιά Φιλίππου Ε΄ (211 π.Χ).[68] Με τη λήξη του πολέμου συνομολογήθηκε η ειρήνη της Φοινίκης, μετά τη σύναψη ξεχωριστής ειρήνης μεταξύ των Αιτωλών και του Φιλίππου, η οποία όμως δεν είχε διάρκεια,[69] δεδομένου της νέας κήρυξης πολέμου των πρώτων στη Μακεδονία, το 199 π.Χ.[70]
Ο Τίτος Λίβιος (64 π.Χ. – 17 μ.Χ.), στην ιστορία που συνέγραψε για τη Ρώμη, αναφερόμενος στο Β΄ Μακεδονικό Πόλεμο (200 – 197 π.Χ.) εξιστορεί την επίθεση τριών χιλιάδων Αιτωλών με διακόσια άλογα στις περραιβικές πόλεις Μάλλοια και Χυρετείες, καθώς και τη λεηλασία των πόλεων της περραιβικής Τρίπολης.[71]
Το 198 π.Χ. ο ύπατος στρατηγός των Ρωμαίων Τίτος Φλαμινίνος, στις διαπραγματεύσεις του με τον Φίλιππό Ε΄, απαίτησε την εκκένωση της Ελλάδας, καθώς και της Θεσσαλίας η οποία αποτελούσε τμήμα της Μακεδονίας για εκατόν πενήντα χρόνια.[72] Στους Βίους, ο Πλούταρχος (περ. 50 – 120 μ.Χ.) αναφέρει πως ο Τίτος Φλαμινίνος, μετά τη μάχη στις Κυνός Κεφαλές της Θεσσαλίας (197 π.Χ.) και την ήττα του Μακεδόνα βασιλιά Φιλίππου Ε΄, διακήρυξε την «ελευθερία» των Ελλήνων. Στα Ίσθμια, λοιπόν, στο στάδιο της Κορίνθου το 196 π.Χ., όπου πλήθος ανθρώπων παρακολουθούσε τους γυμνικούς αγώνες, ο Τίτος Κόιντος διακήρυξε πως «αφήνει ελεύθερους», χωρίς φρουρές και χωρίς φόρους, με τους πάτριους νόμους τους, τους Κορινθίους, τους Φωκείς, τους Λοκρούς, τους Ευβοείς, τους Αχαιούς Φθιώτες, τους Μάγνητες, τους Θεσσαλούς και τους Περραιβούς» (10, 5-6).[73] Βέβαια, οι Έλληνες θεώρησαν ότι θα είναι ελεύθεροι και βάσει της αντίληψής τους για την ελευθερία θα επέστρεφαν στην παλιά τους συνήθεια να συγκρούονται μεταξύ τους. Όμως, η «ελευθερία» που τους παραχωρήθηκε ήταν συνυφασμένη με την υποχρέωσή τους προς τους Ρωμαίους για τα προνόμια που τους παρασχέθηκαν, καθώς και με την υπακοή τους στο νέο Ρωμαίο «πάτρωνα», στα ίδια πρότυπα με έναν υπόχρεο και ευγνώμονα ρωμαίο πελάτη.[74]
Μετά τη μάχη στις Κυνός Κεφαλές και την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας των ελληνικών πόλεων από τον Φλαμινίνο, το 196 π.Χ. οι Μακεδόνες υποχώρησαν και η Θεσσαλία έγινε ανεξάρτητη. Η Περραιβία αποτέλεσε την εποχή εκείνη αυτόνομο Κοινό.[75]
Ο Τίτος Λίβιος, στην περιγραφή των κινήσεων του μακεδονικού στρατού, αναφέρεται στην Περραιβία και την περραιβική Τρίπολη. Οι Μακεδόνες, μετά την Ελιμιώτιδα (Elimia), πέρασαν τα Καμβούνια (Cambunian) όρη από ένα στενό πέρασμα και κατήλθαν στην περιοχή που ονομάζεται Τρίπολη επειδή περιλάμβανε τρεις πόλεις: την Άζωρο, το Πύθιο και τη Δολίχη. Αυτές οι πόλεις, αρχικά, δίστασαν να πάρουν το μέρος των Μακεδόνων επειδή είχαν δώσει ομήρους στους Λαρισαίους. Τελικά, όμως, υπέκυψαν στους εκβιασμούς των Μακεδόνων, καθώς αντιμετωπίστηκαν από τους τελευταίους με εξαιρετική ευγένεια και οι Περραιβοί ακολούθησαν «το παράδειγμά τους» και δέχτηκαν την πρώτη προσέγγιση των Μακεδόνων, χωρίς δισταγμό.[76] Αναφέρεται, ακόμη, στο ρωμαϊκό συμβούλιο κατά το οποίο οι Ρωμαίοι εξέτασαν τα περάσματα από την Περραιβία προς τη Μακεδονία. Κατασκήνωσαν, λοιπόν, στο χώρο της Περραιβίας και συγκεκριμένα μεταξύ της Αζώρου και της Δολίχης, μέχρι που αποφάσισαν, τελικά, να φυλάξουν τη στενή διάβαση της Βολουστάνας (σ.σ Σαρανταπόρου) και άλλων περιοχών (Lapathus, Phila).[77]
Στην αρχή του ξεσπάσματος του Γ΄ Μακεδονικού Πολέμου (171-168 π.Χ.) το σχέδιο των Ρωμαίων φαινόταν ακόμη ημιτελές. Είχε ληφθεί μόνο η απόφαση ο στρατός να βαδίσει στο Πύθιο, το οποίο μαζί με τη Δολίχη και την Άζωρο συναποτελούσε την περραιβική Τρίπολη. Από το στενό πέρασμα των Βολουστάνων (Σαρανταπόρου) ο ύπατος Οστίλλιος επιχείρησε να εισβάλλει από την περραιβική Τρίπολη στη Μακεδονία κατά το πρώτο έτος του Γ΄ Μακεδονικού Πολέμου. Ο διάδοχός του όμως, ο Μάρκιος Φίλιππος, δεν ακολούθησε τη συγκεκριμένη οδό, ούτε και το στενό πέρασμα της Πέτρας, αν και το τελευταίο πιθανόν παρέμενε αφύλακτο από τη μακεδονική φρουρά. Οι Ρωμαίοι επέλεξαν να εισβάλλουν στη Μακεδονία και αφού καταλάβουν τα Τέμπη να εισβάλλουν μέσω αυτών. Το σχέδιό τους όμως εγκαταλείφθηκε. Οι Περραιβοί, οι οποίοι τελούσαν υπό την υπηρεσία των Ρωμαίων, κλήθηκαν στο συγκροτηθέν πολεμικό συμβούλιο ώστε να δώσουν τις απαραίτητες πληροφορίες καθώς ήταν γνώστες των τόπων και των πραγμάτων της περιοχής. Οι Ρωμαίοι έλαβαν πολλές εσφαλμένες αποφάσεις σχετικά με τον τρόπο εισβολής τους στην Μακεδονία και οι απόπειρές τους δεν θα είχαν αποτέλεσμα εάν οι θεοί –αναφέρει ο Πολύβιος– «δεν είχαν αφαιρέσει το νου από τον μωρό και παραπληγικό βασιλιά της Μακεδονίας Περσέα και δεν είχαν τρέψει τον πιο ανάξιο βασιλιά απ’ όλους τους προηγούμενους ηγεμόνες της Μακεδονίας στις πιο καταστροφικές γι’ αυτόν αποφάσεις». Η τραγικότερη κίνηση του Περσέα ήταν η απογύμνωση των στενών περασμάτων που κάλυπτε η μακεδονική φρουρά, δίνοντας έτσι τη δυνατότητα επισιτισμού των ρωμαίων στρατιωτών από τη Θεσσαλία που είχαν εγκλωβιστεί στο εχθρικό έδαφος της Πιερίας και κινδύνευαν να λιμοκτονήσουν. Από το Πύθιο της Περραιβίας ο Μάρκιος Φίλιππος μετέφερε τα στρατεύματά του στο οροπέδιο της σημερινής Καρυάς ώστε να κατέλθει στη Μακεδονία μέσω των Κανάλων και του Νεζερού. Αποτελεί δε παράδοξο το γεγονός ότι ο ύπατος δεν επέλεξε άλλα περάσματα του Ολύμπου προς την Πιερία τα οποία δεν θα επέφεραν αφενός μεγάλη ταλαιπωρία στο ρωμαϊκό στρατό αφετέρου δεν θα τον εξέθετε σε μεγάλο κίνδυνο.[78]
Το 168 π.Χ. ο ύπατος Αιμίλιος Παύλος αποφάσισε να εισβάλλει στη Μακεδονία δια της κυκλικής κινήσεως εκ Περραιβίας προς τα στενά της Πέτρας, ώστε να επιτεθεί εκ των όπισθεν κατά του Περσέως, ο οποίος κατείχε το Δίον. Όμως το στενό της Πέτρας είχε καταληφθεί από τις μακεδονικές δυνάμεις και κατά συνέπεια ο ύπατος έπρεπε να ενεργήσει με ταχύτητα, μυστικότητα και εν καιρώ νυκτός να τους αιφνιδιάσει. Αποφάσισε, λοιπόν, να αιφνιδιάσει το μακεδονικό στρατό μέσω της συντομότερης οδού του Ηρακλείου (του σημερινού Πλαταμώνα) δια της Ζηλιάνας και ταχέως μετάβηκε την τρίτη ημέρα από την αναχώρησή του στο Πύθιο για την ανάπαυση του στρατεύματός του.[79] Στο δε Πύθιο της Περραιβίας το στράτευμα οδήγησε ο Νασικάς, ο γιος του Αιμίλιου Παύλου, και στη συνέχεια ο στρατός του ενώθηκε με εκείνον του πατέρα του.[80] Εν τέλει, στην Πύδνα, το 168 π.Χ., ο Μακεδόνας Βασιλιάς Περσέας ηττήθηκε υποτάσσοντας ολόκληρη την Ελλάδα οριστικά στους Ρωμαίους.
Σύμφωνα με τον F. Gschnitzer και βάσει των επιγραφικών μαρτυριών, οι πόλεις της Περραιβίας υφίσταντο έως τον 3ο αι. μ.Χ., ενώ περιελήφθησαν στην επικράτεια της Λάρισας επί της εποχής του Διοκλητιανού (284-305 μ.Χ.), καθιερώνοντας την επαρχία της Θεσσαλίας.[81] Κατά τη χριστιανική περίοδο ο Προκόπιος αναφέρει μόνο την Ολοσσών την οποία μάλιστα δεν συγκαταλέγει στη Θεσσαλία, ενώ δεν γνωρίζουμε εάν αναφέρονται άλλες περραιβικές πόλεις.[82] Από τη σύγχρονη αρχαιολογική έρευνα, όμως, ανακαλύφθηκε μικρό τείχος στην Ελασσόνα το οποίο χτίστηκε την εποχή του Ιουστινιανού.[83]
Κατά τους μεσοβυζαντινούς χρόνους η δυτική και βορειοδυτική Θεσσαλία, συμπεριλαμβανομένης την περιοχή της Περραιβίας, ανήκε στη Μεγάλη Βλαχία. Όπως προκύπτει από το «Χρονικόν του Μορέως» η περιοχή οροθετείτο από τον Όλυμπο, το σημερινό χωριό Κατάκαλη Γρεβενών, και την οροσειρά της Πίνδου που τη χώριζε από το Δεσποτάτο της Ηπείρου.[84]
-----------------------------
[1] Η πόλη των Γόννων θεωρείται σημαντική από τους μελετητές. Βρίσκεται στην αριστερή όχθη του Πηνειού και σε απόσταση 4 χλμ. δυτικά από την είσοδο του περάσματος των Τεμπών στη θέση «Καστρί» ή «Παλαιόκαστρο» των νότιων υπωρειών του Κάτω Ολύμπου. Η περιοχή κατοικείτο τουλάχιστον από τα μυκηναϊκά χρόνια Η θέση της ήταν στρατηγική αφού ήλεγχε αφενός τις δύο κύριες διόδους επικοινωνίας της ανατολικής Θεσσαλίας με την Μακεδονία (μέσω των Τεμπών και μέσω των περασμάτων του Κάτω Ολύμπου) αφετέρου την έξοδο από την ενδοχώρα προς τη θάλασσα. Η πόλη των Γόννων διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στο αμυντικό σύστημα των Μακεδόνων τόσο κατά την κυριαρχία τους στη Θεσσαλία όσο και στους επόμενους Μακεδονικούς Πολέμους [Βλ. Ντάσιος (2012), σ. 219-20].
[2] Η αρχαία Ολοσσών (ή Ολοοσών) τοποθετείται απ’ όλους τους μελετητές στην ίδια θέση με τον σημερινό οικισμό της Ελασσόνας και χαρακτηρίζεται από τη διαχρονική της κατοίκηση, λόγω της οποίας τα σωζόμενα λείψανα είναι σχεδόν ανύπαρκτα. Στα χρόνια της μακεδονικής κυριαρχίας η αρχαία Ολοσσών δεν διαδραματίζει σπουδαίο ρόλο καθώς δεν βρισκόταν στον κύριο οδικό άξονα από τη Θεσσαλία για τη Μακεδονία, όπως η αρχαία περραιβική Τρίπολη (Άζωρος, Δολίχη, Πύθιο). Η ακρόπολη της αρχαίας πόλης τοποθετείται στο ύψωμα στο οποίο σήμερα είναι κτισμένη η μονή της Παναγίας Ολυμπιώτισσας. Στη συνοικία «Βαρούσι», στη δεξιά όχθη του Ελασσονίτικου ποταμού, εντοπίζεται η κάτω πόλη, ενώ στην αριστερή όχθη απλώνονται τα νεκροταφεία από τα οποία ανασκάφθηκαν τάφοι της Εποχής του Σιδήρου [Βλ. Ντάσιος (2012), σ. 219].
[3] Οι μελετητές θεωρούν την περραιβική πόλη της Φάλαννας, η οποία έλαβε το όνομά της από τη νύμφη Φάλαννα και ταυτίζεται χωρίς ομοφωνία με τη θέση «Καστρί», δυτικά της σημερινής κωμόπολης του Αμπελώνα, όπου σώζονται εκτεταμένα λείψανα και διασπορά από αρχαία πόλη, ως τη σπουδαιότερη πόλη των Περραιβών. Η Φάλαννα άκμασε τον 5ο και 4ο αι. π.Χ., έκοψε δικά της νομίσματα και ανέπτυξε σχολή καλλιτεχνίας, τα γλυπτά της οποίας εκτίθενται στα μουσεία της Λάρισας και του Βόλου. [Βλ. Ντάσιος (2012), σ. 217].
[4] Hansen και Nielsen (2004), σ.σ. 689-90, 721-7. Βλ. και Ντάσιος (2012), σ. 219.
[5] Ο Α. Τζαφάλιας στη μελέτη του για τα Νεκροταφεία της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου, ταυτίζει την ομηρική Ηλώνη με τη σημερινή θέση του Αργυροπουλίου – Τυρνάβου. Βλ. Τζιαφάλιας και Ζαούρη (1999), σ.σ. 145, 147.
[6] Όμηρος (αρχαίες πηγές). Ιλιάς. Ραψ. Β΄, στιχ. 738-740: «Οἳ δ᾽ Ἄργισσαν ἔχον καὶ Γυρτώνην ἐνέμοντο,/ Ὄρθην Ἠλώνην τε πόλιν τ᾽ Ὀλοοσσόνα λευκήν, / τῶν αὖθ᾽ ἡγεμόνευε μενεπτόλεμος Πολυποίτης».
[7] Στράβων (αρχαίες πηγές). Γεωγραφικών Θ, V.19. Στο ΒΙΚΙΘΗΚΗ: «Ὄρθην δὲ τινὲς τὴν ἀκρόπολιν τῶν Φαλανναίων εἰρήκασιν».
[8] Για τον Χριστόφορο Περραιβό, βλ. Σύγχρονοι Έλληνες Συγγραφείς. Χριστόφορος Περραιβός (διαδικτυακές πηγές). Στο Εθνικό Κέντρο Βιβλίου.
[9] Buxton (2004), σ. 18.
[10] Graves (1979), τ. Α, σ. 3.
[11] Γεωργιάδης (1880), σ. 17.
[12] Grimal (1991), σ.σ. 545-6.
[13] Γεωργιάδης (1880), σ.σ. 85-6.
[14] Ασχύλος (αρχαίες πηγές), μτφρ. Μαυρόπουλος (2007), Ικέτιδες, στιχ. 250-259, σ.σ. 94-97: «τοῦ γηγενοῦς γάρ εἰμ’ ἐγὼ Παλαίχθονος ἶνις Πελασγός, τῆσδε γῆς ἀρχηγέτης. ἐμοῦ δ’ ἄνακτος εὐλόγως ἐπώνυμον γένος Πελασγῶν τήνδε καρποῦται χθόνα. καὶ πᾶσαν αἶαν, ἧς δι’ ἁγνὸς ἔρχεται Στρυμών, τὸ πρὸς δύνοντος ἡλίου, κρατῶ. ὁρίζομαι δὲ τήν τε Περραίβων χθόνα, Πίνδου τε τἀπέκεινα, Παιόνων πέλας, ὄρη τε Δωδωναῖα. συντέμνει δ’ ὅρος ὑγρᾶς θαλάσσης: τῶνδε τἀπὶ τάδε κρατῶ».
[15] Ζαφειρόπουλος (2008), σ. 157.
[16] Ομηρικοί Ύμνοι (αρχαίες πηγές). Προς Πύθιο Απόλλωνα, στιχ. 214-219: «῎Η πού τή γῆ περπάτησες ἑκατηβόλε ᾿Απόλλων / σάν ἄρχισες γυρεύοντας χρηστήριο στούς ἀνθρώπους. / Στήν Πιερία στήν ἀρχή ἀπ᾿ τόν ῎Ολυμπο ἐκατέβης / τό Λέκτο τόν ἀμμουδερό παρέκαμψες / καί τούς Αἰνιᾶνες, μέσα ἀπ᾿ τῶν Περραιβῶν τή χώρα, / κι εὐθύς στήν ᾿Ιωλκό ἀφίχθης / καί στό Κηναῖο τῆς καραβοξακουσμένης Εὔβοιας ἀποβιβάστης».
[17] Ο Τιταρήσιος αποτελεί σημαντικό παραπόταμο εβδομήντα χιλιομέτρων του Πηνειού ποταμού. Πηγάζει από τις δυτικές κλιτύες του Ολύμπου, κατευθύνεται δυτικά, νοτιοδυτικά και συμβάλλει με τον Πηνειό. Βλ. Χάρτη (εικόνα 1) «Part of Reference Map of Ancient Greece». Ο Όμηρος αναφέρει ότι οι Περραιβοί και οι Αινιάνες πότιζαν τους αγρούς τους από τον Τιταρήσιο (βλ. παρακάτω στην παρούσα μελέτη).
[18] Τα Ορφικά (αρχαίες πηγές). Γενική Εισαγωγή Πασσά, Ι. σ.σ. 138, 172 «Έπειτα ανεγνώρισα τον Κάστορα, τον ιπποδαμαστήν, και τον Πολυδεύκη και τον Μόψον από τον Τίταρον, τον οποίο η Αρηγονίς, αφού ενυμφεύθη τον Άμπυκα, εγένησε κάτω από την Χαονίαν βαλανιδιά» […] «Και τότε λοιπόν εφώναξεν εις το μέσον όλων των ηρώων ο Μόψος –διότι αυτός τα έμαθεν αυτά από την ιδικήν του μαντικήν τέχνην – δια να παρακαλέσουν εμέ, ενώ θα εβάδιζον εις την εκτέλεσιν του έργου».
[19] Ησύχιος (αρχαίες πηγές), επιμ. Φιλολογική Ομάδα Κάκτου (2004). Λεξικόν, σ. 90.
[20] Σουίδας (αρχαίες πηγές), μτφρ. Bekkeri (1854). Λεξικό, σ. 31.
[21] Οβίδιος (αρχαίες πηγές), μτφρ. Παπαγεωργίου και Παπαφωτίου (1886). Μεταμορφώσεις, σ.σ. 142-64. Βλ. και Graves (1979), τ. Β, σ.σ. 313-9.
[22] Στράβων (αρχαίες πηγές). Γεωγραφικά, βιβλίο Θ, V.19. Στο ΒΙΚΙΘΗΚΗ: «Ταύτην τὴν χώραν πρότερον μὲν ὤικουν Περραιβοί, τὸ πρὸς θαλάττηι μέρος νεμόμενοι καὶ τῶι Πηνειῶι μέχρι τῆς ἐκβολῆς αὐτοῦ καὶ Γυρτῶνος πόλεως Περραιβίδος».
[23] Οι Κένταυροι παραδίδονται ως απόγονοι του Ιξίονα και κατά συνέπεια ως συγγενείς των Λαπιθών. Όταν ο Ιξίων βίασε το μεταμορφωμένο σύννεφο της θεάς Ήρας, το οποίο κατασκεύασε ο Δίας και ονομάστηκε Νεφέλη, γεννήθηκε ο απόβλητος Κένταυρος, ο οποίος έσπειρε σε φοράδες της Μαγνησίας τους αλογοκένταυρους, ο επιφανέστερος των οποίων ήταν ο Χείρων. Βλ. Graves (1979), τ. Β, σ. 240.
[24] Graves (1979), τ. Β, σ.σ. 440-1. Βλ. επίσης, Διόδωρος Σικελιώτης (αρχαίες πηγές), μτφρ. Φιλολογική Ομάδα Κάκτου (1997). Βιβλιοθήκης Ιστορικής (§ 69-70), σ.σ. 214-9.
[25] Graves (1979), τ. Β, σ.σ. 309-10.
[26] Οι 32 μετώπες της νότιας πλευράς του Παρθενώνα απεικονίζουν σκηνές από την Κενταυρομαχία. Η υπ’ αριθμ. 7 μετώπη, όπως πιθανολογούν ορισμένοι μελετητές, απεικονίζει το βασιλιά των Λαπιθών, Πειρίθου. Βλ. Χωρέμη – Σπετσιέρη (2004), σ.σ. 41-47, 60.
[27] Grimal (1991), σ.σ. 370, 400.
[28] Ο Ν. Γεωργιάδης ταύτισε την κορυφή «Αμάρμπεϊ» (όρος στο οποίο βρίσκεται σήμερα η σημερινή κοινότητα Σαρανταπόρου) βασιζόμενος στον Στράβωνα, με το περραιβικό όρος «Κύφος» στις παρυφές του οποίου οργανώθηκαν οι περραιβικές πόλεις της Κύφου και της Δωδώνης. Επέκρινε, μάλιστα, τον περιηγητή Heuzey ο οποίος όρισε την Κύφο στην ανατολική πλευρά του Ολύμπου, καθώς και τον περιηγητή Kiepert ο οποίος τοποθέτησε την Κύφο στα Χασιώτικα όρη [βλ. Γεωργιάδης (1880), σ. 17].
[29] Για τη θεσσαλική Δωδώνη βλ. παρακάτω στην παρούσα μελέτη.
[30] Ο Τιταρήσιος αποτελεί σημαντικό παραπόταμο εβδομήντα χιλιομέτρων του Πηνειού ποταμού. Πηγάζει από τις δυτικές κλιτύες του Ολύμπου, κατευθύνεται δυτικά, νοτιοδυτικά και συμβάλλει με τον Πηνειό. Βλ. Χάρτη (εικόνα 1) «Part of Reference Map of Ancient Greece».
[31] Όμηρος (αρχαίες πηγές). Ιλιάς. Ραψ. Β΄, στιχ. 738-55: «Οἳ δ᾽ Ἄργισσαν ἔχον καὶ Γυρτώνην ἐνέμοντο,/ Ὄρθην Ἠλώνην τε πόλιν τ᾽ Ὀλοοσσόνα λευκήν, / τῶν αὖθ᾽ ἡγεμόνευε μενεπτόλεμος Πολυποίτης / υἱὸς Πειριθόοιο τὸν ἀθάνατος τέκετο Ζεύς·/ τόν ῥ᾽ ὑπὸ Πειριθόῳ τέκετο κλυτὸς Ἱπποδάμεια / ἤματι τῷ ὅτε Φῆρας ἐτίσατο λαχνήεντας, / τοὺς δ᾽ ἐκ Πηλίου ὦσε καὶ Αἰθίκεσσι πέλασσεν· / οὐκ οἶος, ἅμα τῷ γε Λεοντεὺς ὄζος Ἄρηος / υἱὸς ὑπερθύμοιο Κορώνου Καινεΐδαο·/ τοῖς δ᾽ ἅμα τεσσαράκοντα μέλαιναι νῆες ἕποντο. / Γουνεὺς δ᾽ ἐκ Κύφου ἦγε δύω καὶ εἴκοσι νῆας·/ τῷ δ᾽ Ἐνιῆνες ἕποντο μενεπτόλεμοί τε Περαιβοὶ / οἳ περὶ Δωδώνην δυσχείμερον οἰκί᾽ ἔθεντο / οἵ τ᾽ ἀμφ᾽ ἱμερτὸν Τιταρησσὸν ἔργα νέμοντο / ὅς ῥ᾽ ἐς Πηνειὸν προΐει καλλίρροον ὕδωρ, / οὐδ᾽ ὅ γε Πηνειῷ συμμίσγεται ἀργυροδίνῃ, / ἀλλά τέ μιν καθύπερθεν ἐπιρρέει ἠΰτ᾽ ἔλαιον / ὅρκου γὰρ δεινοῦ Στυγὸς ὕδατός ἐστιν ἀπορρώξ».
[32] Όμηρος (αρχαίες πηγές). Ιλιάς. Ραψ. Π΄, στιχ 233-5: «Ζεῦ ἄνα Δωδωναῖε Πελασγικὲ τηλόθι ναίων/ Δωδώνης μεδέων δυσχειμέρου, ἀμφὶ δὲ Σελλοὶ/ σοὶ ναίουσ᾽ ὑποφῆται ἀνιπτόποδες χαμαιεῦναι». Ο Ησύχιος (5ος αι. μ.Χ.) στο Λεξικό του ορίζει τους Σελλούς ως έθνος στη Δωδώνη ή γενικά τους φτωχούς [βλ. Ησύχιος, επιμ. Φιλολογική Ομάδα Κάκτου, (2004). Λεξικόν]. Ο λεξικογράφος Σουίδας (10ος αι. μ.Χ.), παραπέμπτοντας στον Όμηρο, αναφέρει τους Σελλούς ως έθνος [βλ. Σουίδας, μτφρ. Bekerri (1854). Λεξικό, σ. 943]. Αν υποθέταμε πως η πρώην ονομασία «Σέλος» της σημερινής κοινότητας του Πυθίου (η «κοινότητα Σέλου» το 1928 μετονομάσθηκε σε «κοινότητα Πυθίου», όπως και ο ομώνυμος συνοικισμός «Σέλος» μετονομάσθηκε σε «Πύθιο» [ΦΕΚ Α, 156/1928, σ. 1229, βλ. Αναζήτηση Φύλλων Εφημερίδας της Κυβερνήσεως (διαδικτυακές πηγές), στο Εθνικό Τυπογραφείο], οι αρχαιολογικοί χώροι της οποίας έχουν ταυτισθεί με τη θέση της αρχαίας πόλης του Πυθίου της περραιβικής Τρίπολης, σχετίζεται με τους ομηρικούς Σελλούς ερχόμαστε αντιμέτωποι με την ίδια την προφορική παράδοση η οποία σ’ αυτήν την περίπτωση απέρριψε τη μεταγενέστερη, θεωρητικά, ονομασία του Πυθίου και διέσωσε εκείνη των Σελλών, για τους οποίους η έρευνα δεν έφερε στο φως γραπτές μαρτυρίες που να τεκμηριώνουν οποιοδήποτε συσχετισμό.
[33] Στράβων (αρχαίες πηγές). Γεωγραφικών Θ, V.20. Στο ΒΙΚΙΘΗΚΗ: «καὶ τὸ ἐνταῦθα Περραιβικὸν ὑπὸ τούτοις τετάχθαι ὡς ἐπὶ πλέον, τὰ δ᾽ ὀρεινότερα χωρία πρὸς τῶι Ὀλύμπωι καὶ τοῖς Τέμπεσι τοὺς Περραιβούς, καθάπερ τὸν Κύφον καὶ τὴν Δωδώνην καὶ τὰ περὶ τὸν Τιταρήσιον, ὃς ἐξ ὄρους Τιταρίου συμφυοῦς τῶι Ὀλύμπωι […] Διὰ δὲ τὸ ἀναμὶξ οἰκεῖν Σιμωνίδης Περραιβοὺς καὶ Λαπίθας καλεῖ τοὺς Πελασγιώτας ἅπαντας». Θ, V.22: «Οἱ μὲν οὖν Αἰνιᾶνες οἱ πλείους εἰς τὴν Οἴτην ἐξηλάθησαν ὑπὸ τῶν Λαπιθῶν, κἀνταῦθα δὲ ἐδυνάστευσαν ἀφελόμενοι τῶν τε Δωριέων τινὰ μέρη καὶ τῶν Μαλιέων μέχρι Ἡρακλείας καὶ Ἐχίνου, τινὲς δ᾽ αὐτῶν ἔμειναν περὶ Κύφον, Περραιβικὸν ὄρος ὁμώνυμον κατοικίαν ἔχον».
[34] Ο Δίας όχι μόνο δεν τιμώρησε τον Ιξίονα επειδή δολοφόνησε τον πεθερό του, Ηιονέα, αλλά τον εξάγνισε από το έγκλημά του. Δεν ανέχτηκε όμως την προσβολή από την ασέλγεια του Ιξίονα στη σύζυγό του, την Ή¨Ηρα. Βίασε, τελικά, ένα σύννεφο με την όψη της Ήρας που κατασκεύασε ο Δίας και αποτέλεσμα αυτής της συνεύρεσης ήταν η γέννηση του πρώτου Κενταύρου. Ο Ιξίων στη μεταθανάτια ζωή του θα τοποθετούνταν σε έναν τροχό ο οποίος θα γύριζε αιωνίως στον αέρα. Προβάλλονται έτσι οι συμπεριφορές των ανθρώπων που εξόργιζαν του θεούς και σχετίζονταν με την προσβολή των ίδιων των θεών. Βλ. Buxton (2005), σ. 89 και Graves (1979), τ. Β, σ. 240.
[35] Ζαφειρόπουλος (2008), σ. 157.
[36] Ζαφειρόπουλος (2008), σ.σ. 153, 157.
[37] Williams (1994), σ.σ. 145-7.
[38] Ο Σουίδας και ο Κινέας συνέγραψαν τα Θεσσαλικά. Βλ. Στράβων (αρχαίες πηγές), μτφρ. Θεοδωρίδης (2004). Γεωγραφικών Ζ, σ. 234, σημ. 304.
[39] Βανχάγεντορεν (2008), σ. 173.
[40] Στράβων (αρχαίες πηγές). Γεωγραφικών Ζ, VII.12. Στο ΒΙΚΗΘΗΚΗ: «Κατ᾽ ἀρχὰς μὲν οὖν ἄνδρες ἦσαν οἱ προφητεύοντες· καὶ τοῦτ᾽ ἴσως καὶ ὁ ποιητὴς ἐμφαίνει· ὑποφήτας γὰρ καλεῖ, ἐν οἷς τάττοιντο κἂν οἱ προφῆται· ὕστερον δ᾽ ἀπεδείχθησαν τρεῖς γραῖαι, ἐπειδὴ καὶ σύνναος τῶι Διὶ προσαπεδείχθη καὶ ἡ Διώνη. Σουίδας μέντοι Θετταλοῖς μυθώδεις λόγους προσχαριζόμενος, ἐκεῖθέν τέ φησιν εἶναι τὸ ἱερὸν μετενηνεγμένον ἐκ τῆς περὶ Σκοτοῦσσαν Πελασγίας· ἔστι δ᾽ ἡ Σκοτοῦσσα τῆς Πελασγιώτιδος Θετταλίας· συνακολουθῆσαί τε γυναῖκας τὰς πλείστας, ὧν ἀπογόνους εἶναι τὰς νῦν προφήτι δας· ἀπὸ δὲ τούτου καὶ Πελασγικὸν Δία κεκλῆσθαι· Κινέας δ᾽ ἔτι μυθωδέστερον».
[41] Στράβων (αρχαίες πηγές), μτφρ. Θεοδωρίδης (2004). Γεωγραφικών Ζ, Αποσπάσματα από το έβδομο βιβλίο, σ. 157 και σ. 234, σημ. 1.
[42] Γεωργιάδης (1880), σ. 273.
[43] Δωδώνη(διαδικτυακές πηγές). Στο «ΟΔΥΣΣΕΥΣ» Υπουργείο Πολιτισμού.
[44] Marwick (1985), σ.σ. 11, 44-6.
[45] Κραβαρίτου (2012), σ.σ. 26-7.
[46] Τζιαφάλιας και Ζαούρη (1999), σ.σ. 145, 147.
[47] Κραβαρίτου (2012), σ. 28.
[48] Mosse (2009), σ. 339.
[49] Το πρόσωπο του Αλευά του Πυρρού κινείται μεταξύ μύθου και ιστορίας. Βλ. Κραβαρίτου (2012), σ. 33.
[50] Mosse (2009), σ. 339.
[51] Κραβαρίτου (2012), σ. 32.
[52] Κραβαρίτου (2012), σ. 33.
[53] Κραβαρίτου (2012), σ. 33.
[54] Γλωσσάρι (διαδικτυακές πηγές). Στο «ΟΔΥΣΣΕΥΣ» Υπουργείο Πολιτισμού: «Αμφικτυονία ονομαζόταν η ένωση αρχαίων ελληνικών πόλεων – κρατών με κέντρο κάποιο ιερό. Ο θρησκευτικός χαρακτήρας της αμφικτυονίας εξελίχθηκε σταδιακά σε πολιτικός. Το 24μελές αμφικτυονικό συνέδριο και η αμφικτυονική εκκλησία ασκούσε τη διοίκηση της Αμφικτυονίας. Τα μέλη του συνεδρίου εκλέγονταν έπειτα από κλήρωση και αντιστοιχούσαν δύο μέλη από κάθε φυλή. Τη διοίκηση της Αμφικτυονίας ασκούσε το αμφικτυονικό συνέδριο και η αμφικτυονική εκκλησία. Το συνέδριο το συγκροτούσαν οι ιερομνήμονες, δηλαδή 24 μόνιμα μέλη που εκλέγονταν με κλήρωση από τις 12 φυλές της Αμφικτυονίας (δύο ψήφοι για κάθε φυλή), οι πυλαγόρες, ένας γραμματέας και ένας ιεροκήρυκας. Το συνέδριο σκόπευε στην προάσπιση των συμφερόντων των πόλεων που εκπροσωπούσε η Αμφικτυονία. Η έδρα βρισκόταν στο ιερό της Δήμητρας στην Ανθήλη, κοντά στις Θερμοπύλες. Έπειτα από τον πρώτο Ιερό Πόλεμο (590 π.Χ.), οι Αμφικτύονες πήραν τον έλεγχο του ιερού των Δελφών και των αγώνων και συνεδρίαζαν, πλέον, το φθινόπωρο (οπωρινή Πυλαία) στους Δελφούς και στην Ανθήλη την άνοιξη (ηρινή Πυλαία). Στην επικυριαρχία του ιερού και της Αμφικτυονίας, τον 6ο αι. π.Χ. επικρατούσαν οι Θεσσαλοί, κατά τους 5ο και 4ο αι. π.Χ. οι Σπαρτιάτες και μετά το 371 π.Χ. οι Βοιωτοί. Στη συνέχεια, μετά το 346 π.Χ., ο Φίλιππος, οι Αιτωλοί τον 3ο αι. π.Χ. και από το 168 π.Χ. οι Ρωμαίοι, ώσπου ο αυτοκράτορας Αδριανός ίδρυσε νέα οργάνωση ενότητας των Ελλήνων, το Πανελλήνιο».
[55] Κραβαρίτου (2012), σ. 29.
[56] Βλάχος (2000), σ. 178.
[57] Ηρόδοτος (αρχαίες πηγές), μτφρ. Σκαλίδου (1875). Ιστορίαι. Βιβλίον Έβδομον. Πολύμνια. Στο gutenberg.org: «131: ὁ μὲν δὴ περὶ Πιερίην διέτριβε ἡμέρας συχνάς· τὸ γὰρ δὴ ὄρος τὸ Μακεδονικὸν ἔκειρε τῆς στρατιῆς τριτημορίς, ἵνα ταύτῃ διεξίῃ ἅπασα ἡ στρατιὴ ἐς Πεῤῥαιβούς. οἱ δὲ δὴ κήρυκες οἱ ἀποπεμφθέντες ἐς τὴν Ἑλλάδα ἐπὶ γῆς αἴτησιν ἀπίκατο οἳ μὲν κεινοί, οἳ δὲ φέροντες γῆν τε καὶ ὕδωρ. 132: τῶν δὲ δόντων ταῦτα ἐγένοντο οἵδε, Θεσσαλοὶ Δόλοπες Ἐνιῆνες Πεῤῥαιβοὶ Λοκροὶ Μάγνητες Μηλιέες Ἀχαιοὶ οἱ Φθιῶται καὶ Θηβαῖοι καὶ οἱ ἄλλοι Βοιωτοὶ πλὴν Θεσπιέων τε καὶ Πλαταιέων. ἐπὶ τούτοισι οἱ Ἕλληνες ἔταμον ὅρκιον οἱ τῷ βαρβάρῳ πόλεμον ἀειράμενοι· τὸ δὲ ὅρκιον ὧδε εἶχε, ὅσοι τῷ Πέρσῃ ἔδοσαν σφέας αὐτοὺς Ἕλληνες ἐόντες μὴ ἀναγκασθέντες, καταστάντων σφι εὖ τῶν πρηγμάτων, τούτους δεκατεῦσαι τῷ ἐν Δελφοῖσι θεῷ. τὸ μὲν δὴ ὅρκιον ὧδε εἶχε τοῖσι Ἕλλησι».
[58] Mosse (2009), σ. 240.
[59] Βλάχος (2000), σ. 179.
[60] Θουκυδίδης (αρχαίες πηγές), μτφρ. Βενιζέλος. Ιστορίαι. Βιβλίο Δ΄, παρ. 78. Στο Μικρός Απόπλους: «[4.78] καὶ ἐξ αὐτοῦ ἐς Περραιβίαν. ἀπὸ δὲ τούτου ἤδη οἱ μὲν τῶν Θεσσαλῶν ἀγωγοὶ πάλιν ἀπῆλθον, οἱ δὲ Περραιβοὶ αὐτόν, ὑπήκοοι ὄντες Θεσσαλῶν, κατέστησαν ἐς Δῖον τῆς Περδίκκου ἀρχῆς, ὃ ὑπὸ τῷ Ὀλύμπῳ Μακεδονίας πρὸς».
[61] Mosse (2009), σ. 281.
[62] Οι πανέστες αποτελούσαν υποτελείς χωρικούς που οι Αρχαίοι τους συνέκριναν με τους είλωτες [βλ. Mosse (2009), σ. 339].
[63] Mosse (2009), σ. 339.
[64] Κραβαρίτου (2012), σ. 30.
[65] Μπάτζιου-Ευσταθίου (διαδικτυακές πηγές, 2012), Η Κοιλάδα των Τεμπών. Στο περιοδικό Αρχαιολογία και Τέχνες.
[66] Mosse (2009), σ. 340.
[67] Τσαγκάρη (2004), σ.σ. 227-9.
[68] Mackay (2007), σ. 108.
[69] Walbank (1999), σ. 328.
[70] Mackay (2007), σ. 110.
[71] Titus Livius (αρχαίες πηγές). History of Rome. V.III. 10. Στο: Haystack. Electronic Literature Archive: «Meantime, Amynander, with the Athamanian troops, seized on Pellinaeus; while Menippus, with three thousand Aetolian foot and two hundred horse, marched into Perrhaebia, where he took Mallaea and Cyretiae by assault, and ravaged the lands of Tripolis».
[72] Mackay (2007), σ. 111.
[73] Πλούταρχος (αρχαίες πηγές), μτφρ. Μεταφραστική Ομάδα Κάκτου (1993). Βίοι Παράλληλοι. Φιλοποίμην – Τίτος Φλαμινίνος, σ.σ. 104-7.
[74] Mackay (2007), σ. 113.
[75] Κραβαρίτου (2012), σ. 31.
[76] Titus Livius (αρχαίες πηγές), The Supplement of J. Freinsheim (1761), σ.σ. 252-3.
[77] Titus Livius (αρχαίες πηγές), The Supplement of J. Freinsheim (1761), σ.σ. 308-9.
[78] Σωτηριάδης (1931), σ.σ. 5-10.
[79] Σωτηριάδης (1931), σ. 13.
[80] Πλούταρχος (αρχαίες πηγές), μτφρ. Μεταφραστική Ομάδα Κάκτου (1993). Βίοι Παράλληλοι. Αιμίλιος Παύλος – Τιμολέων, σ.σ. 60-3.
[81] Δεριζιώτης (2004), σ. 63.
[82] Δεριζιώτης (2006), σ.σ. 389-90 και Υποσημείωση 2: Προκόπιος, Περί Κτισμάτων, 4,3,8. J. Haury – G. Wirth (εκδ. Λειψία, 1964), στο «Χριστιανική Περραιβία. Τοπογραφικές και Ανασκαφικές Έρευνες».
[83] Δεριζιώτης (2004), σ. 64.
[84] Βλαχάκη (2006), σ. 489.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου