ΘΟΥΚ 4.37.1–4.41.4
Νίκη των Αθηναίων στη Σφακτηρία
Μετά την απόρριψη των σπαρτιατικών προτάσεων για ειρήνη (βλ. ΘΟΥΚ 4.21.1–4.23.2), οι επιχειρήσεις στη Σφακτηρία ξανάρχισαν. Ο Κλέωνας εκλέχτηκε στρατηγός και μαζί με τον Δημοσθένη οδήγησαν τις αθηναϊκές δυνάμεις σε απόβαση στη Σφακτηρία. Οι υπερασπιστές της περιήλθαν σε δεινή θέση.
[4.37.1] Γνοὺς δὲ ὁ Κλέων καὶ ὁ Δημοσθένης [ὅτι], εἰ καὶ ὁπο-
σονοῦν μᾶλλον ἐνδώσουσι, διαφθαρησομένους αὐτοὺς ὑπὸ
τῆς σφετέρας στρατιᾶς, ἔπαυσαν τὴν μάχην καὶ τοὺς ἑαυτῶν
ἀπεῖρξαν, βουλόμενοι ἀγαγεῖν αὐτοὺς Ἀθηναίοις ζῶντας, εἴ
πως τοῦ κηρύγματος ἀκούσαντες ἐπικλασθεῖεν τῇ γνώμῃ
τὰ ὅπλα παραδοῦναι καὶ ἡσσηθεῖεν τοῦ παρόντος δεινοῦ.
[4.37.2] ἐκήρυξάν τε, εἰ βούλονται, τὰ ὅπλα παραδοῦναι καὶ σφᾶς
αὐτοὺς Ἀθηναίοις ὥστε βουλεῦσαι ὅτι ἂν ἐκείνοις δοκῇ.
[4.38.1] οἱ δὲ ἀκούσαντες παρῆκαν τὰς ἀσπίδας οἱ πλεῖστοι καὶ τὰς
χεῖρας ἀνέσεισαν, δηλοῦντες προσίεσθαι τὰ κεκηρυγμένα.
μετὰ δὲ ταῦτα γενομένης τῆς ἀνοκωχῆς ξυνῆλθον ἐς λόγους
ὅ τε Κλέων καὶ ὁ Δημοσθένης καὶ ἐκείνων Στύφων ὁ
Φάρακος, τῶν πρότερον ἀρχόντων τοῦ μὲν πρώτου τεθνη-
κότος Ἐπιτάδου, τοῦ δὲ μετ’ αὐτὸν Ἱππαγρέτου ἐφῃρημένου
ἐν τοῖς νεκροῖς ἔτι ζῶντος κειμένου ὡς τεθνεῶτος, αὐτὸς
τρίτος ἐφῃρημένος ἄρχειν κατὰ νόμον, εἴ τι ἐκεῖνοι πάσχοιεν.
[4.38.2] ἔλεγε δὲ ὁ Στύφων καὶ οἱ μετ’ αὐτοῦ ὅτι βούλονται διακηρυ-
κεύσασθαι πρὸς τοὺς ἐν τῇ ἠπείρῳ Λακεδαιμονίους ὅτι χρὴ
σφᾶς ποιεῖν. [4.38.3] καὶ ἐκείνων μὲν οὐδένα ἀφέντων, αὐτῶν δὲ
τῶν Ἀθηναίων καλούντων ἐκ τῆς ἠπείρου κήρυκας καὶ γενο-
μένων ἐπερωτήσεων δὶς ἢ τρίς, ὁ τελευταῖος διαπλεύσας
αὐτοῖς ἀπὸ τῶν ἐκ τῆς ἠπείρου Λακεδαιμονίων ἀνὴρ ἀπήγ-
γειλεν ὅτι [οἱ] «Λακεδαιμόνιοι κελεύουσιν ὑμᾶς αὐτοὺς περὶ
ὑμῶν αὐτῶν βουλεύεσθαι μηδὲν αἰσχρὸν ποιοῦντας»· οἱ δὲ
καθ’ ἑαυτοὺς βουλευσάμενοι τὰ ὅπλα παρέδοσαν καὶ σφᾶς
αὐτούς. [4.38.4] καὶ ταύτην μὲν τὴν ἡμέραν καὶ τὴν ἐπιοῦσαν νύκτα
ἐν φυλακῇ εἶχον αὐτοὺς οἱ Ἀθηναῖοι· τῇ δ’ ὑστεραίᾳ οἱ
μὲν Ἀθηναῖοι τροπαῖον στήσαντες ἐν τῇ νήσῳ τἆλλα
διεσκευάζοντο ὡς ἐς πλοῦν, καὶ τοὺς ἄνδρας τοῖς τριηράρχοις
διεδίδοσαν ἐς φυλακήν, οἱ δὲ Λακεδαιμόνιοι κήρυκα πέμ-
ψαντες τοὺς νεκροὺς διεκομίσαντο. [4.38.5] ἀπέθανον δ’ ἐν τῇ νήσῳ
καὶ ζῶντες ἐλήφθησαν τοσοίδε· εἴκοσι μὲν ὁπλῖται διέβησαν
καὶ τετρακόσιοι οἱ πάντες· τούτων ζῶντες ἐκομίσθησαν
ὀκτὼ ἀποδέοντες τριακόσιοι, οἱ δὲ ἄλλοι ἀπέθανον. καὶ
Σπαρτιᾶται τούτων ἦσαν τῶν ζώντων περὶ εἴκοσι καὶ ἑκατόν.
Ἀθηναίων δὲ οὐ πολλοὶ διεφθάρησαν· ἡ γὰρ μάχη οὐ
σταδαία ἦν.
[4.39.1] Χρόνος δὲ ὁ ξύμπας ἐγένετο ὅσον οἱ ἄνδρες [οἱ] ἐν τῇ
νήσῳ ἐπολιορκήθησαν, ἀπὸ τῆς ναυμαχίας μέχρι τῆς ἐν τῇ
νήσῳ μάχης, ἑβδομήκοντα ἡμέραι καὶ δύο. [4.39.2] τούτων περὶ
εἴκοσιν ἡμέρας, ἐν αἷς οἱ πρέσβεις περὶ τῶν σπονδῶν
ἀπῇσαν, ἐσιτοδοτοῦντο, τὰς δὲ ἄλλας τοῖς ἐσπλέουσι λάθρᾳ
διετρέφοντο. καὶ ἦν σῖτός τις ἐν τῇ νήσῳ καὶ ἄλλα βρώ-
ματα ἐγκατελήφθη· ὁ γὰρ ἄρχων Ἐπιτάδας ἐνδεεστέρως
ἑκάστῳ παρεῖχεν ἢ πρὸς τὴν ἐξουσίαν. [4.39.3] οἱ μὲν δὴ Ἀθηναῖοι
καὶ οἱ Πελοποννήσιοι ἀνεχώρησαν τῷ στρατῷ ἐκ τῆς Πύλου
ἑκάτεροι ἐπ’ οἴκου, καὶ τοῦ Κλέωνος καίπερ μανιώδης οὖσα
ἡ ὑπόσχεσις ἀπέβη· ἐντὸς γὰρ εἴκοσιν ἡμερῶν ἤγαγε τοὺς
ἄνδρας, ὥσπερ ὑπέστη. [4.40.1] παρὰ γνώμην τε δὴ μάλιστα τῶν
κατὰ τὸν πόλεμον τοῦτο τοῖς Ἕλλησιν ἐγένετο· τοὺς γὰρ
Λακεδαιμονίους οὔτε λιμῷ οὔτ’ ἀνάγκῃ οὐδεμιᾷ ἠξίουν τὰ
ὅπλα παραδοῦναι, ἀλλὰ ἔχοντας καὶ μαχομένους ὡς ἐδύναντο
ἀποθνῄσκειν. [4.40.2] ἀπιστοῦντές τε μὴ εἶναι τοὺς παραδόντας
τοῖς τεθνεῶσιν ὁμοίους, καί τινος ἐρομένου ποτὲ ὕστερον τῶν
Ἀθηναίων ξυμμάχων δι’ ἀχθηδόνα ἕνα τῶν ἐκ τῆς νήσου
αἰχμαλώτων εἰ οἱ τεθνεῶτες αὐτῶν καλοὶ κἀγαθοί, ἀπεκρί-
νατο αὐτῷ πολλοῦ ἂν ἄξιον εἶναι τὸν ἄτρακτον, λέγων τὸν
οἰστόν, εἰ τοὺς ἀγαθοὺς διεγίγνωσκε, δήλωσιν ποιούμενος
ὅτι ὁ ἐντυγχάνων τοῖς τε λίθοις καὶ τοξεύμασι διεφθείρετο.
[4.41.1] Κομισθέντων δὲ τῶν ἀνδρῶν οἱ Ἀθηναῖοι ἐβούλευσαν
δεσμοῖς μὲν αὐτοὺς φυλάσσειν μέχρι οὗ τι ξυμβῶσιν, ἢν
δ’ οἱ Πελοποννήσιοι πρὸ τούτου ἐς τὴν γῆν ἐσβάλωσιν,
ἐξαγαγόντες ἀποκτεῖναι. [4.41.2] τῆς δὲ Πύλου φυλακὴν κατεστή-
σαντο, καὶ οἱ ἐκ τῆς Ναυπάκτου Μεσσήνιοι ὡς ἐς πατρίδα
ταύτην (ἔστι γὰρ ἡ Πύλος τῆς Μεσσηνίδος ποτὲ οὔσης γῆς)
πέμψαντες σφῶν αὐτῶν τοὺς ἐπιτηδειοτάτους ἐλῄζοντό τε
τὴν Λακωνικὴν καὶ πλεῖστα ἔβλαπτον ὁμόφωνοι ὄντες. [4.41.3] οἱ
δὲ Λακεδαιμόνιοι ἀμαθεῖς ὄντες ἐν τῷ πρὶν χρόνῳ λῃστείας
καὶ τοῦ τοιούτου πολέμου, τῶν τε Εἱλώτων αὐτομολούντων
καὶ φοβούμενοι μὴ καὶ ἐπὶ μακρότερον σφίσι τι νεωτερισθῇ
τῶν κατὰ τὴν χώραν, οὐ ῥᾳδίως ἔφερον, ἀλλὰ καίπερ οὐ
βουλόμενοι ἔνδηλοι εἶναι τοῖς Ἀθηναίοις ἐπρεσβεύοντο παρ’
αὐτοὺς καὶ ἐπειρῶντο τήν τε Πύλον καὶ τοὺς ἄνδρας κομί-
ζεσθαι. [4.41.4] οἱ δὲ μειζόνων τε ὠρέγοντο καὶ πολλάκις φοιτώντων
αὐτοὺς ἀπράκτους ἀπέπεμπον. ταῦτα μὲν τὰ περὶ Πύλον
γενόμενα.
***
[4.37.1] Όταν κατάλαβαν, ο Κλέων και ο Δημοσθένης, πως και το ελάχιστο να υποχωρήσουν ακόμα θα χαλαστούν όλοι από το δικό τους στρατό, σταμάτησαν τη μάχη κ' εμπόδισαν τουςδικούς τους να συνεχίσουν, θέλοντας να τους φέρουνε ζωντανούς στους Αθηναίους, και με την ελπίδα να σπάσει το ηθικό τους όταν ακούσουν την προκήρυξη και καταβληθούν από τη φοβερή τους θέση, [4.37.2] προκήρυξαν, αν θέλουν, να παραδοθούνε στους Αθηναίους, παραδίνοντας και τα όπλα τους, ώστε να αποφασίσουν εκείνοι ό,τι νομίζουν σωστό.
[4.38.1] Κι αυτοί όταν τ' άκουσαν, έγειραν οι περισσότεροι τις ασπίδες προς τα κάτω κ' ύψωσαν τα χέρια ψηλά κουνώντας τα, δείχνοντας με τούτο πως δέχονται όσα τους φώναξε ο κήρυκας. Κι όταν ύστερα απ' αυτά έγινε ανακωχή, συναντήθηκαν για να μιλήσουν ο Κλέων κι ο Δημοσθένης από τη μια μεριάκι από τους άλλους ο Στύφωνας ο γιος του Φάρακα, γιατί απ' όσους προτήτερα ήταν αρχηγοί, ο πρώτος ο Επιτάδας είχε σκοτωθεί, κ' εκείνος που είχαν διαλέξει δεύτερο, ο Ιππαγρέτας, κείτονταν ανάμεσα στους νεκρούς ενώ ακόμα ζούσε, γιατί τον νόμιζαν πεθαμένο, κι αυτός είχε διαλεχτεί σύμφωνα με το νόμο τρίτος αρχηγός αν πάθαιναν εκείνοι τίποτα. [4.38.2] Και είπε ο Στύφωνας πως θέλει να στείλει με κήρυκα να συνεννοηθεί με τους Λακεδαιμονίους στην απέναντι στεριά για το τι πρέπει να κάνουν. [4.38.3] Οι Αθηναίοι όμως δεν άφησαν κανένα Σπαρτιάτη να πάει απέναντι, αλλ' αυτοί οι ίδιοι φώναξαν κήρυκες απ' την αντικρυνή στεριά κ' ύστερα από δυο και τρία πρόσθετα ερωτήματα, ο τελευταίος που διάβηκε το στενό με βάρκα από μέρους των Λακεδαιμονίων στη στεριά είπε: «Οι Λακεδαιμόνιοι σας προστάζουν μόνοι σας να σκεφτείτε και ν' αποφασίσετε για την τύχη σας χωρίς να κάνετε τίποτα που να σας ντροπιάσει». Και αφού συσκέφτηκαν αναμεταξύ τους παράδωσαν τα όπλα τους και παραδόθηκαν και οι ίδιοι. [4.38.4] Και την ημέρα εκείνη καθώς και τη νύχτα που ακολούθησε τους κράτησαν υπό φρούρηση οι Αθηναίοι· την άλλη μέρα αφού έστησαν τρόπαιο της νίκης τους στο νησί, άρχισαν να κανονίζουν και τ' άλλα ζητήματα για ν' αποπλεύσουν και μοίρασαν τους αιχμαλώτους στους πλοιάρχους να τους φυλάγουν αυτοί. Οι Λακεδαιμόνιοι πάλι αφού έστειλαν κήρυκα να συνεννοηθεί πήραν τους νεκρούς τους απέναντι. [4.38.5] Στο νησί σκοτώθηκαν και πιάστηκαν ζωντανοί τόσοι: είχαν περάσει στο νησί συνολικά τετρακόσιοι είκοσι βαρειά αρματωμένοι στρατιώτες· απ' αυτούς μεταφέρθηκαν ζωντανοί τριακόσιοι παρά οχτώ, οι υπόλοιποι σκοτώθηκαν. Και απ' αυτούς ήταν Σπαρτιάτες από τους ζωντανούς μεν κάπου εκατόν είκοσι· από τους Αθηναίους όμως δε χάθηκαν πολλοί γιατί η μάχη δεν έγινε από κοντά με τον συνειθισμένο τρόπο της συμπλοκής.
[4.39.1] Όλος ο καιρός που πέρασε, όσο οι άντρες βρίσκονταν πολιορκημένοι στο νησί, από τη ναυμαχία ως τη μάχη στο νησί ήταν εβδομήντα δύο ημέρες. [4.39.2] Τις είκοσι μέρες απ' αυτές, όπου έλειπαν οι πρέσβεις που είχαν πάει για διαπραγματεύσεις ειρήνης, οι άντρες εφοδιάζονταν με τρόφιμα επισήμως, τις άλλες τροφοδοτούνταν κρυφά απ' όσους άραζαν τη νύχτα κι από τους κολυμπητές· κι όταν παραδόθηκαν υπήρχε ακόμα λίγο στάρι στο νησί κ' έπιασαν οι Αθηναίοι κι άλλες τροφές, γιατί ο Επιτάδας, ο αρχηγός τους, τους μοίραζε τις τροφές με περισσότερη οικονομία απ' όση επέτρεπαν οι δυνατότητες. [4.39.3] Έφυγαν λοιπόν απ' την Πύλο οι Αθηναίοι και οι Πελοποννήσιοι με το στρατό τους, ο καθένας για τον τόπο του, και βγήκε αληθινό ό,τι είχε τάξει ο Κλέων, κι ας ήταν παλαβό· έφερε δηλαδή τους άντρες αιχμαλώτους μέσα στις είκοσι μέρες όπως είχε υποσχεθεί.
[4.40.1] Τούτο στάθηκε για τους Έλληνες το πιο απίθανο και ενάντιο σε κάθε υπολογισμό απ' όλα τα γεγονότα του πολέμου· γιατί δεν το θεωρούσαν άξιο των Λακεδαιμονίων να παραδώσουν τα όπλα τους ούτε από την πείνα ούτε από κανέναν άλλο εξαναγκασμό, αλλά να πεθαίνουν κρατώντας τα στο χέρι όσο μπορούσαν [4.40.2] και δεν πίστευαν πως αυτοί που τα παράδωσαν έμοιαζαν με κείνους που σκοτώθηκαν. Κι όταν ένας απ' τους συμμάχους των Αθηναίων ρώτησε κάποτε, πολύ αργότερα για να τον πειράξει από πικρόχολη διάθεση, έναν από τους αιχμαλώτους που πιάστηκαν στο νησί, αν οι σκοτωμένοι τους ήταν γενναίοι και άξιοι, αυτός αποκρίθηκε πως θ' άξιζε πολύ το αδράχτι, εννοώντας τη σαΐτα, που θα μπορούσε να διακρίνει τους γενναίους· και μ' αυτό ήθελε να πει πως στην τύχη σκοτώθηκαν όσοι χτυπήθηκαν από πέτρα ή σαΐτα.
[4.41.1] Όταν έφεραν τους άντρες στην Αθήνα, οι Αθηναίοι εψήφισαν να τους κρατούν αλυσοδεμένους ώσπου να κλείσουν κάποια συμφωνία, αν όμως κάνουν οι Πελοποννήσιοι νέα εισβολή στην Αττική πριν απ' αυτό, να τους βγάλουν έξω και να τους σκοτώσουν. [4.41.2] Και εγκατέστησαν φρουρά στην Πύλο και οι Μεσσήνιοι από τη Ναύπακτο έστειλαν τους πιο κατάλληλους άντρες τους εκεί σα να τους έστελναν πίσω στην πατρίδα (γιατί η Πύλος είναι κομμάτι της χώρας που ήταν άλλοτε η Μεσσηνία) και ξεκινώντας από κει λεηλατούσαν τη Λακωνική κ' έκαναν μεγάλες ζημιές επειδή μιλούσαν την ίδια γλώσσα. [4.41.3] Οι Λακεδαιμόνιοι από την άλλη μεριά, άμαθοι καθώς ήταν από ληστρικές επιδρομές και τέτοιας λογής πόλεμο, κ' επειδή οι Είλωτες τους έφευγαν και πήγαιναν να υπηρετήσουν με τους Μεσσηνίους, κ' επειδή φοβούνταν μήπως και στο απώτερο μέλλον γίνει κάποια επαναστατική κίνηση των κατοίκων στην ύπαιθρό τους δε μπορούσαν να το υποφέρουν, και μ' όλο που δεν ήθελαν να εκδηλώσουν τη δυσφορία και το φόβο τους στους Αθηναίους, έστελναν πρέσβεις προσπαθώντας να ξαναπάρουν πίσω τόσο την Πύλο, όσο και τους άντρες τους. [4.41.4] Οι Αθηναίοι όμως είχαν όρεξη γι' ακόμα μεγαλύτερα κέρδη, κ' ενώ ήρθαν πολλές πρεσβείες η μια μετά την άλλη, τις έστειλαν πίσω χωρίς αποτέλεσμα. Αυτά ήταν όσα έγιναν σχετικά με την Πύλο.
[4.37.1] Όταν κατάλαβαν, ο Κλέων και ο Δημοσθένης, πως και το ελάχιστο να υποχωρήσουν ακόμα θα χαλαστούν όλοι από το δικό τους στρατό, σταμάτησαν τη μάχη κ' εμπόδισαν τουςδικούς τους να συνεχίσουν, θέλοντας να τους φέρουνε ζωντανούς στους Αθηναίους, και με την ελπίδα να σπάσει το ηθικό τους όταν ακούσουν την προκήρυξη και καταβληθούν από τη φοβερή τους θέση, [4.37.2] προκήρυξαν, αν θέλουν, να παραδοθούνε στους Αθηναίους, παραδίνοντας και τα όπλα τους, ώστε να αποφασίσουν εκείνοι ό,τι νομίζουν σωστό.
[4.38.1] Κι αυτοί όταν τ' άκουσαν, έγειραν οι περισσότεροι τις ασπίδες προς τα κάτω κ' ύψωσαν τα χέρια ψηλά κουνώντας τα, δείχνοντας με τούτο πως δέχονται όσα τους φώναξε ο κήρυκας. Κι όταν ύστερα απ' αυτά έγινε ανακωχή, συναντήθηκαν για να μιλήσουν ο Κλέων κι ο Δημοσθένης από τη μια μεριάκι από τους άλλους ο Στύφωνας ο γιος του Φάρακα, γιατί απ' όσους προτήτερα ήταν αρχηγοί, ο πρώτος ο Επιτάδας είχε σκοτωθεί, κ' εκείνος που είχαν διαλέξει δεύτερο, ο Ιππαγρέτας, κείτονταν ανάμεσα στους νεκρούς ενώ ακόμα ζούσε, γιατί τον νόμιζαν πεθαμένο, κι αυτός είχε διαλεχτεί σύμφωνα με το νόμο τρίτος αρχηγός αν πάθαιναν εκείνοι τίποτα. [4.38.2] Και είπε ο Στύφωνας πως θέλει να στείλει με κήρυκα να συνεννοηθεί με τους Λακεδαιμονίους στην απέναντι στεριά για το τι πρέπει να κάνουν. [4.38.3] Οι Αθηναίοι όμως δεν άφησαν κανένα Σπαρτιάτη να πάει απέναντι, αλλ' αυτοί οι ίδιοι φώναξαν κήρυκες απ' την αντικρυνή στεριά κ' ύστερα από δυο και τρία πρόσθετα ερωτήματα, ο τελευταίος που διάβηκε το στενό με βάρκα από μέρους των Λακεδαιμονίων στη στεριά είπε: «Οι Λακεδαιμόνιοι σας προστάζουν μόνοι σας να σκεφτείτε και ν' αποφασίσετε για την τύχη σας χωρίς να κάνετε τίποτα που να σας ντροπιάσει». Και αφού συσκέφτηκαν αναμεταξύ τους παράδωσαν τα όπλα τους και παραδόθηκαν και οι ίδιοι. [4.38.4] Και την ημέρα εκείνη καθώς και τη νύχτα που ακολούθησε τους κράτησαν υπό φρούρηση οι Αθηναίοι· την άλλη μέρα αφού έστησαν τρόπαιο της νίκης τους στο νησί, άρχισαν να κανονίζουν και τ' άλλα ζητήματα για ν' αποπλεύσουν και μοίρασαν τους αιχμαλώτους στους πλοιάρχους να τους φυλάγουν αυτοί. Οι Λακεδαιμόνιοι πάλι αφού έστειλαν κήρυκα να συνεννοηθεί πήραν τους νεκρούς τους απέναντι. [4.38.5] Στο νησί σκοτώθηκαν και πιάστηκαν ζωντανοί τόσοι: είχαν περάσει στο νησί συνολικά τετρακόσιοι είκοσι βαρειά αρματωμένοι στρατιώτες· απ' αυτούς μεταφέρθηκαν ζωντανοί τριακόσιοι παρά οχτώ, οι υπόλοιποι σκοτώθηκαν. Και απ' αυτούς ήταν Σπαρτιάτες από τους ζωντανούς μεν κάπου εκατόν είκοσι· από τους Αθηναίους όμως δε χάθηκαν πολλοί γιατί η μάχη δεν έγινε από κοντά με τον συνειθισμένο τρόπο της συμπλοκής.
[4.39.1] Όλος ο καιρός που πέρασε, όσο οι άντρες βρίσκονταν πολιορκημένοι στο νησί, από τη ναυμαχία ως τη μάχη στο νησί ήταν εβδομήντα δύο ημέρες. [4.39.2] Τις είκοσι μέρες απ' αυτές, όπου έλειπαν οι πρέσβεις που είχαν πάει για διαπραγματεύσεις ειρήνης, οι άντρες εφοδιάζονταν με τρόφιμα επισήμως, τις άλλες τροφοδοτούνταν κρυφά απ' όσους άραζαν τη νύχτα κι από τους κολυμπητές· κι όταν παραδόθηκαν υπήρχε ακόμα λίγο στάρι στο νησί κ' έπιασαν οι Αθηναίοι κι άλλες τροφές, γιατί ο Επιτάδας, ο αρχηγός τους, τους μοίραζε τις τροφές με περισσότερη οικονομία απ' όση επέτρεπαν οι δυνατότητες. [4.39.3] Έφυγαν λοιπόν απ' την Πύλο οι Αθηναίοι και οι Πελοποννήσιοι με το στρατό τους, ο καθένας για τον τόπο του, και βγήκε αληθινό ό,τι είχε τάξει ο Κλέων, κι ας ήταν παλαβό· έφερε δηλαδή τους άντρες αιχμαλώτους μέσα στις είκοσι μέρες όπως είχε υποσχεθεί.
[4.40.1] Τούτο στάθηκε για τους Έλληνες το πιο απίθανο και ενάντιο σε κάθε υπολογισμό απ' όλα τα γεγονότα του πολέμου· γιατί δεν το θεωρούσαν άξιο των Λακεδαιμονίων να παραδώσουν τα όπλα τους ούτε από την πείνα ούτε από κανέναν άλλο εξαναγκασμό, αλλά να πεθαίνουν κρατώντας τα στο χέρι όσο μπορούσαν [4.40.2] και δεν πίστευαν πως αυτοί που τα παράδωσαν έμοιαζαν με κείνους που σκοτώθηκαν. Κι όταν ένας απ' τους συμμάχους των Αθηναίων ρώτησε κάποτε, πολύ αργότερα για να τον πειράξει από πικρόχολη διάθεση, έναν από τους αιχμαλώτους που πιάστηκαν στο νησί, αν οι σκοτωμένοι τους ήταν γενναίοι και άξιοι, αυτός αποκρίθηκε πως θ' άξιζε πολύ το αδράχτι, εννοώντας τη σαΐτα, που θα μπορούσε να διακρίνει τους γενναίους· και μ' αυτό ήθελε να πει πως στην τύχη σκοτώθηκαν όσοι χτυπήθηκαν από πέτρα ή σαΐτα.
[4.41.1] Όταν έφεραν τους άντρες στην Αθήνα, οι Αθηναίοι εψήφισαν να τους κρατούν αλυσοδεμένους ώσπου να κλείσουν κάποια συμφωνία, αν όμως κάνουν οι Πελοποννήσιοι νέα εισβολή στην Αττική πριν απ' αυτό, να τους βγάλουν έξω και να τους σκοτώσουν. [4.41.2] Και εγκατέστησαν φρουρά στην Πύλο και οι Μεσσήνιοι από τη Ναύπακτο έστειλαν τους πιο κατάλληλους άντρες τους εκεί σα να τους έστελναν πίσω στην πατρίδα (γιατί η Πύλος είναι κομμάτι της χώρας που ήταν άλλοτε η Μεσσηνία) και ξεκινώντας από κει λεηλατούσαν τη Λακωνική κ' έκαναν μεγάλες ζημιές επειδή μιλούσαν την ίδια γλώσσα. [4.41.3] Οι Λακεδαιμόνιοι από την άλλη μεριά, άμαθοι καθώς ήταν από ληστρικές επιδρομές και τέτοιας λογής πόλεμο, κ' επειδή οι Είλωτες τους έφευγαν και πήγαιναν να υπηρετήσουν με τους Μεσσηνίους, κ' επειδή φοβούνταν μήπως και στο απώτερο μέλλον γίνει κάποια επαναστατική κίνηση των κατοίκων στην ύπαιθρό τους δε μπορούσαν να το υποφέρουν, και μ' όλο που δεν ήθελαν να εκδηλώσουν τη δυσφορία και το φόβο τους στους Αθηναίους, έστελναν πρέσβεις προσπαθώντας να ξαναπάρουν πίσω τόσο την Πύλο, όσο και τους άντρες τους. [4.41.4] Οι Αθηναίοι όμως είχαν όρεξη γι' ακόμα μεγαλύτερα κέρδη, κ' ενώ ήρθαν πολλές πρεσβείες η μια μετά την άλλη, τις έστειλαν πίσω χωρίς αποτέλεσμα. Αυτά ήταν όσα έγιναν σχετικά με την Πύλο.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου