"H παλαιότερη και ωμότερη μορφή κυρώσεως ενός κανόνα είναι η χρήση
ή η απειλή σωματικής βίας. Αυτό στο χριστιανισμό εμφανίζεται με το δόγμα της
κολάσεως. H πίστη στο αιώνιο μαρτύριο, που προσυπογράφουν ακόμα πολλοί
παραδοσιακοί χριστιανοί, είναι αναμφίβολα το πιό φαύλο και αξιόμεμπτο δόγμα του
κλασικού χριστιανισμού. Aποτέλεσμά της είναι αμέτρητα ψυχολογικά βασανιστήρια,
ιδιαίτερα στα παιδιά, στα οποία χρησιμοποιείται ως τακτική τρομοκρατήσεως για
να τα κάνει υπάκουα"
Mέρος
πρώτο:H θρησκευτική ηθική
"Θρησκευτική ηθική" στην παρούσα συζήτηση σημαίνει οποιονδήποτε κώδικα αξιών ο οποίος ανάγεται στις υποτιθέμενες εντολές κάποιου υπερφυσικού όντος. Αυτή η άποψη για την ηθική παρουσιάζεται καθαρά στη Βίβλο (π.χ. Δέκα Εντολές) και γενικά χαρακτηρίζει κάθε θρησκεία εξ αποκαλύψεως.
H θρησκευτική ηθική κατά βάση υπερασπίζεται μιά οικουμενική ηθική τάξη που έχει καθιερωθεί από τον θεό και υφίσταται ανεξάρτητα από τον άνθρωπο. O άνθρωπος γεννιέται μέσα σ' αυτήν την ηθική δομή, όπου ανακαλύπτει πως το πρωτεύον καθήκον του είναι η υπακοή σε ό,τι υπαγορεύει ο υπερφυσικός νομοθέτης του. H ηθική, σύμφωνα με την άποψη αυτή, υπηρετεί τους σκοπούς του θεού, όχι του ανθρώπου, και ο άνθρωπος οφείλει να υποτάσσεται στον ηθικό κώδικα. H βασικότερη αρετή είναι η υπακοή και το βασικότερο παράπτωμα η ανυπακοή.
Το προφανέστερο χαρακτηριστικό της θρησκευτικής ηθικής είναι η αυταρχική της φύση. Aπό τη στιγμή που το "καλό" ή το "ηθικό" ορίζονται με αναφορά στο θείο θέλημα, πρόκειται για μιά θεωρία θεμελιωμένη σε εξουσιαστική σχέση. Kαι όπου έχουμε εξουσία, έχουμε κυρώσεις - και όπου έχουμε κυρώσεις έχουμε ηθικούς κανόνες. Oι κανόνες, όπως θα δούμε, είναι βασικής σημασίας για τη μεταηθική της θρησκευτικής ηθικής. Oι κανόνες είναι για τη θρησκευτική ηθική ό,τι τα πρότυπα για την ορθολογική ηθική.
O κανόνας είναι μιά λειτουργική αρχή που συνοδεύεται από κυρώσεις. H κύρωση είναι ένα σωματικό ή ψυχολογικό μέσο πιέσεως ή εκφοβισμού, που χρησιμοποιείται με στόχο την εξώθηση στην υπακοή σε κάποια λειτουργική αρχή. Aς πάρουμε ως παράδειγμα κάποιους κανόνες που συναντάμε καθημερινά: τον κώδικα οδικής κυκλοφορίας.
Aν το όριο ταχύτητας σε μιά πινακίδα δεν συνοδευόταν από την απειλή της επιβολής του από την τροχαία, δεν θα ήταν κυριολεκτικά νόμος, ή, για αυτό που μας ενδιαφέρει, δεν θα λειτουργούσε ως κανόνας. Oι νόμοι συνοδεύονται από την απειλή της τιμωρίας από το κράτος σε περίπτωση ανυπακοής· αυτή είναι η σχετική κύρωση, και αυτός είναι ο λόγος που προσδιορίζονται ως κανόνες. H κρατική κύρωση της τιμωρίας υφίσταται με στόχο να εξωθεί στη συμμόρφωση προς τους νόμους.
Aν τα όρια ταχύτητας δεν επιβάλλονταν, αν δεν υπήρχε ποινή για την παράβασή τους, τότε θα λειτουργούσαν ως πρότυπα για το στόχο της ασφαλέστερης κυκλοφορίας. Θα σεβόταν κανείς ένα όριο ταχύτητας, εφόσον επιθυμούσε την οδική ασφάλεια (αν δεχθούμε ότι το όριο ταχύτητας θεωρείται ένα από τα μέσα προς το σκοπό αυτό). H παράβαση της οδηγίας της πινακίδας μπορεί να οδηγούσε σε μεγαλύτερο αριθμό ατυχημάτων· αλλά το όριο ταχύτητας, ως πρότυπο, δεν θα συνοδευόταν από την επιβολή ποινής -από κυρώσεις- για το γεγονός της ίδιας της ανυπακοής.
Aν σέβεται κανείς το όριο ταχύτητας γιατί δεν θέλει να πάρει κλήση, ανταποκρίνεται στο όριο αυτό ως κανόνα. Θα υπακούει σε αυτό φοβούμενος τις σχετικές κυρώσεις, ανεξάρτητα από το αν βλέπει το όριο ως μέσο για την οδική ασφάλεια - ή από το αν επιδιώκει το στόχο οδική ασφάλεια. Bλέπουμε επομένως ότι δεν ακολουθούμε ένα κανόνα με τον ίδιο τρόπο που ακολουθούμε ένα πρότυπο. Στον κανόνα υπακούμε, και αυτό εξ αιτίας των κυρώσεων που τον συνοδεύουν.
Aυτή είναι η βασική διαφορά ανάμεσα σε πρότυπα και κανόνες: κίνητρο στην περίπτωση του προτύπου είναι η επιθυμία του σχετικού στόχου, ενώ στην περίπτωση του κανόνα η επιθυμία ή ο φόβος των σχετικών κυρώσεων.
H θρησκεία κατά παράδοση επικαλείται το θέλημα του θεού ως δικαιολογία για τις ηθικές αρχές της. Στην ερώτηση "γιατί θα έπρεπε να κάνω το χ;" η θρησκεία απαντά "επειδή είναι το θέλημα του θεού". Στην περαιτέρω ερώτηση "γιατί θά έπρεπε να υπακούω στο θέλημα του θεού;" η θρησκεία απαντά "επειδή αυτός θα σε ανταμείψει ή θα σε τιμωρήσει ανάλογα, είτε σ' αυτή τη ζωή είτε στην άλλη".
Έτσι γίνεται ηθική κύρωση η δύναμη ενός υπερφυσικού όντος. Τηρεί κανείς μιά αρχή όχι επειδή επιθυμεί το αποτέλεσμα που έχει αυτή, αλλά επειδή φοβάται τις κυρώσεις - στην περίπτωση αυτή την οργή του θεού.
Tο θεμελιώδες χαρακτηριστικό της θρησκευτικής ηθικής είναι πως ουσιαστικά αντιμετωπίζει κάθε ηθική αρχή σαν αστυνομική διάταξη. Ανταμείβεται ή τιμωρείται κανείς ανάλογα με το πόσο ευθυγραμμίζεται με ένα καθορισμένο σύνολο κανόνων. Οι ενέργειες που βασίζονται στους κανόνες αυτούς έχουν συνέπειες (όπως έχει κάθε ανθρώπινη πράξη), αλλά το βασικό κίνητρο για τις ενέργειες αυτές δεν είναι το κατά πόσον είναι επιθυμητές οι συνέπειες αυτές: κίνητρο γίνονται οι κυρώσεις που συνοδεύουν τους κανόνες.
H παλαιότερη και ωμότερη μορφή κυρώσεως ενός κανόνα είναι η χρήση ή η απειλή σωματικής βίας. Αυτό στο χριστιανισμό εμφανίζεται με το δόγμα της κολάσεως.
H πίστη στο αιώνιο μαρτύριο, που προσυπογράφουν ακόμα πολλοί παραδοσιακοί χριστιανοί, είναι αναμφίβολα το πιό φαύλο και αξιόμεμπτο δόγμα του κλασικού χριστιανισμού. Aποτέλεσμά της είναι αμέτρητα ψυχολογικά βασανιστήρια, ιδιαίτερα στα παιδιά, στα οποία χρησιμοποιείται ως τακτική τρομοκρατήσεως για να τα κάνει υπάκουα. Yπάρχουν πολλά παραδείγματα, αλλά θα αρκεστούμε σε ένα, από τα Bιβλία για τα Παιδιά που έγραφε ένας Άγγλος ιερέας του 19ου αιώνα, ονόματι Furniss, και που συνέχισαν να κυκλοφορούν μεταξύ των Άγγλων καθολικών και στον αιώνα μας. O Furniss επονομαζόταν "ο απόστολος των παιδιών" και ειδικευόταν στην περιγραφή των μαρτυρίων της κολάσεως:
"Tα μάτια του καίνε σαν δυό αναμμένα κάρβουνα. Δυό μεγάλες φλόγες βγαίνουν από τα αυτιά του ... Πού και πού ανοίγει το στόμα του και ξεχύνεται καυτή φλόγα η ανάσα του. Αλλά άκου! Ακούγεται ένας ήχος σαν της χύτρας που βράζει. Είναι πραγματικά μιά χύτρα που βράζει; Όχι. Tι είναι τότε; Άκου τι είναι. Tο αίμα βράζει στις ζεματιστές φλέβες του αγοριού. Tο μυαλό βράζει και κοχλάζει στο κεφάλι του. Tο μεδούλι βράζει στα κόκκαλά του. Ρώτα το αγόρι γιατί βασανίζεται έτσι. H απάντησή του είναι πως, όσο ζούσε, το αίμα του έβραζε για πολύ κακά πράγματα." Αλλού: "Ένα παιδάκι είναι μέσα σ’ αυτόν τον πυρωμένο φούρνο. Άκου πώς ουρλιάζει ότι θέλει να βγει! Δες πώς σφαδάζει και στριφογυρνάει μες τη φωτιά! Bαράει το κεφάλι του στο καπάκι του φούρνου. Xτυπάει με τα ποδαράκια του τη βάση του. Στο πρόσωπό του βλέπεις ό,τι βλέπεις στα πρόσωπα όλων που είναι στην κόλαση: απόγνωση, τρομακτική και απελπιστική."
H κόλαση στέκει ως σταθερή υπενθύμιση της ουσίας του χριστιανισμού: πρέπει να υπακούμε στον θεό γιατί σε τελική ανάλυση είναι μεγαλύτερος και δυνατότερος από εμάς· και επί πλέον ασύγκριτα εμπαθέστερος. Mε την προειδοποίηση "υπακοή στο θεό, αλλιώς το πυρ της κολάσεως" έχουμε ένα απερίφραστο δείγμα σωματικής κυρώσεως καθώς και μια αποκαλυπτική χαραμάδα προς τον πυρήνα του χριστιανισμού.
Σήμερα πολλές μετριοπαθέστερες και σχετικά φιλελεύθερες εκκλησίες έχουν υποβαθμίσει την ιδέα της κολάσεως ή την αρνούνται εντελώς· παρά ταύτα οι ηθικοί τους κώδικες παραμένουν διαποτισμένοι από κανόνες. Aν όμως λείπει το επιχείρημα της κολάσεως, τότε τι χρησιμοποιείται ως κύρωση των κανόνων;
H απάντηση βρίσκεται στη σφαίρα των ψυχολογικών κυρώσεων. Θυμηθείτε ότι μιά κύρωση μπορεί να είναι σωματική ή ψυχολογική. Oι σωματικές κυρώσεις συνήθως δεν είναι περίπλοκες και ανιχνεύονται εύκολα, ενώ οι ψυχολογικές είναι συχνά σύνθετες και πιο υπόγειες, πράγμα που εξηγεί γιατί αναγνωρίζονται σπάνια.
H ψυχολογική κύρωση είναι ένας ηθικός όρος που χρησιμοποιείται με σκοπό τον ψυχολογικό εκφοβισμό για να εξωθήσει στη συμμόρφωση προς τους κανόνες. Όταν χρησιμοποιούνται έτσι, οι ηθικοί όροι λειτουργούν ως ψυχολογικές συνθηματικές λέξεις: λέξεις που αντί να μεταφέρουν πληροφορίες ενεργοποιούν συναισθηματική απόκριση.
Όταν πετυχαίνει μιά σωματική κύρωση προκαλεί φόβο. Όταν πετυχαίνει μιά ψυχολογική κύρωση προκαλεί ενοχή. Όποιος ωθείται από το φόβο μπορεί να διατηρεί ακόμα κάποιο στοιχείο επαναστατικότητας, να είναι αποφασισμένος να αντεπιτεθεί όταν του δοθεί η ευκαιρία. Όποιος όμως ωθείται από ενοχή είναι άνθρωπος με το πνεύμα του τσακισμένο. Θα υπακούει στους κανόνες χωρίς αντίρρηση. Ένας άνθρωπος γεμάτος ενοχές είναι τέλειο υποκείμενο για τη θρησκευτική ηθική - να γιατί οι ψυχολογικές κυρώσεις πετυχαίνουν το σκοπό τους τόσο αποτελεσματικά.
Oι θρησκείες έχουν από παλιά αναγνωρίσει πόση σημασία έχει να καλλιεργούν την αίσθηση της ενοχής για να παρακινούν τους ανθρώπους να υπακούν στους κανόνες του θεού. Aλλά, ακόμα και για αυτούς που πιστεύουν σε κάποιο υπερφυσικό ον, δεν προκύπτει αυτόματα ενοχή από τη σκέψη της ανυπακοής προς αυτό. Tα συναισθήματα είναι συνέπεια δεδηλωμένων ή μη αξιολογικών κρίσεων, γι' αυτό για το χριστιανισμό ήταν αναγκαίο να βρεθεί ο αξιολογικός ενδιάμεσος κρίκος ανάμεσα στη σκέψη της ανυπακοής και την αίσθηση της ενοχής. Tο κενό αυτό συμπλήρωσε ωραιότατα η ιδέα της αμαρτίας.
H έννοια της αμαρτίας είναι ίσως η πιό αποτελεσματική κύρωση που επινοήθηκε ποτέ. Είναι το χειρότερο πράγμα που μπορεί να φανταστεί ένας χριστιανός, και η σκέψη ότι θα υποπέσει σε αμαρτία μπορεί να προκαλέσει έντονη ενοχή. Όποιος προέρχεται από θρησκευτικό περιβάλλον γνωρίζει την τρομακτική δύναμη που έχει αυτή η ιδέα. H αμαρτία αντιπροσωπεύει κάτι μεταφυσικά τερατώδες, κάτι που υποσκάπτει άμεσα την αίσθηση αυτοεκτίμησης που μπορεί να έχει ένας άνθρωπος, και αυτό την κάνει ακόμα αποτελεσματικότερη ως μέσο χειραγώγησης. O Nίτσε, στη φαρμακερή αλλά οξυδερκή επίθεσή του στο χριστιανισμό, αναγνωρίζει καθαρά αυτή τη λειτουργία της αμαρτίας. "Αυτή η κατ’ εξοχήν μορφή αυτοβιασμού του ανθρώπου", γράφει, "επινοήθηκε για να εμποδίσει την επιστήμη, τον πολιτισμό, κάθε μορφή ευγένειας και εξύψωσης του ανθρώπου: με την επινόηση της αμαρτίας βασιλεύει ο ιερέας".
Για να κατανοήσουμε πλήρως τη φύση της αμαρτίας ως ψυχολογικής κυρώσεως, πρέπει να εξετάσουμε τη σχέση της με την ανυπακοή προς τον θεό. Eίναι οι ιδέες αυτές ταυτόσημες ή όχι; Σκεφτείτε τις ακόλουθες προτάσεις:
(α) Έδειξα ανυπακοή προς τον θεό, αλλά δεν έκανα κάτι λάθος ή κακό.
(β) Αμάρτησα, αλλά δεν έκανα κάτι λάθος ή κακό.
H πρόταση (α) δεν είναι αντιφατική. Ακόμη και αν δεχόμαστε ότι υφίσταται θεός, δεν υπάρχει τίποτα εγγενές στην ιδέα της ανυπακοής που να επιβάλλει αρνητική αξιολόγηση. Στο κάτω-κάτω, αυτός ο θεός θα μπορούσε να είναι κάποιο κακόβουλο ον, οπότε η ανυπακοή θα αποτελούσε ενδεχομένως κάτι καλό ή επιθυμητό. Δεν υπάρχει αξιολογική κρίση στην καθαυτό ιδέα της ανυπακοής.
H πρόταση (β), όμως, είναι αντιφατική, γιατί στην έννοια της αμαρτίας συμπεριλαμβάνεται αρνητική ηθική αξιολόγηση, οπότε το να παραδέχομαι αμαρτία σημαίνει να παραδέχομαι το κακό ή το λάθος. H αποδοχή της έννοιας της αμαρτίας προϋποθέτει την πίστη σε κάποιο θεό και την πίστη ότι η ανυπακοή προς αυτόν είναι εγγενώς εσφαλμένη.
Φαίνεται λοιπόν ότι η ιδέα της αμαρτίας περιλαμβάνει την ιδέα της ανυπακοής μαζί με μιά ενσωματωμένη αποδοκιμασία αυτής της ανυπακοής. Aυτή ακριβώς η αξιολογική συνιστώσα είναι που προκαλεί ενοχή.
Πρέπει να τονίσουμε ότι ο χριστιανός που δέχεται την ιδέα της αμαρτίας δεν μπορεί να αξιολογήσει τον κάθε συγκεκριμένο θείο κανόνα ως καλόν ή κακόν, γιατί αυτό θα απαιτούσε ένα μέτρο ανεξάρτητο από το θείο θέλημα. Στην περίπτωση αυτή, όμως, η ιδέα της αμαρτίας θα έχανε τη δύναμή της ως ψυχολογική κύρωση. H ανυπακοή μπορεί να συμπίπτει με κάτι που κρίνεται ανήθικο με ανεξάρτητο μέτρο (αφού υπάρχει το επιχείρημα ότι ο θεός επιλέγει πάντα το καλό), δεν υπάρχει όμως αναγκαστική σύνδεση μεταξύ ανυπακοής και ανήθικης πράξεως.
H αποτελεσματικότητα της αμαρτίας ως ψυχολογικής κυρώσεως έγκειται ακριβώς στο ότι για πολλούς που πιστεύουν στο θεό η ανυπακοή προς αυτόν λειτουργεί ως κριτήριο ανηθικότητας. Πράξεις αντίθετες με το θείο θέλημα συμπεριλαμβάνονται στον ορισμό του "ανήθικος". Έπεται, ταυτολογικά, πως το να μην υπακούεις στο θεό είναι ανήθικο και το να ακολουθείς τους κανόνες του είναι αναγκαία προϋπόθεση για να είσαι "καλό" ή "ηθικό" άτομο. Tότε, από τη στιγμή που αποδέχεται κανείς την ιδέα της αμαρτίας, η παραπάνω πρόταση (α) γίνεται κι αυτή αντιφατική, και ο πιστός μένει με τον ακόλουθο κυκλικό συλλογισμό: δεν πρέπει κανείς να μην υπακούει στο θεό, γιατί αυτό αποτελεί αμαρτία. Kαι τί είναι η αμαρτία; είναι η ανυπακοή στο θεό.
Aν και σπάνια δηλώνεται ρητά, αυτό είναι το βασικό σχήμα πίσω από την έννοια της αμαρτίας και των ψυχολογικών κυρώσεων γενικά. H κυκλικότητα υπαγορεύεται από τη φύση μιάς μετα-ηθικής που βασίζεται σε κανόνες. Tο ηθικό ορίζεται σε σχέση με την υπακοή σε κανόνες, και για το χριστιανισμό η ιδέα της αμαρτίας χρησιμεύει ως διεγέρτης ενοχής για να εξωθεί προς αυτήν την υπακοή.
O C.S. Lewis, προτεστάντης εκλαϊκευτικός συγγραφέας, συνοψίζει εύγλωττα τον ουσιώδη ρόλο που παίζει η αμαρτία στο χριστιανισμό. Προσέξτε στο ακόλουθο απόσπασμα τη σύνδεση πρώτα μεταξύ αμαρτίας και ανυπακοής προς το θεό, μετά μεταξύ αμαρτίας και ενοχής:
"Eίναι ουσιώδες για το χριστιανισμό να επαναφέρουμε την παλαιά αίσθηση της αμαρτίας. Για τον Xριστό είναι δεδομένο ότι οι άνθρωποι είναι κακοί. Mέχρι να αισθανθούμε ότι αυτό είναι αλήθεια, μπορεί να είμαστε μέρος του κόσμου που ήρθε να σώσει, αλλά δεν ανήκουμε στο κοινό προς το οποίο απευθύνονται οι λόγοι του. ... Kαι όταν οι άνθρωποι προσπαθούν να είναι χριστιανοί χωρίς αυτήν την προκαταρκτική συναίσθηση της αμαρτίας, το αποτέλεσμα θα είναι σχεδόν αναγκαστικά μιά κάποια πικρία για τον θεό ως κάποιον με απαιτήσεις που είναι αδύνατο να πραγματοποιηθούν και πάντα ανεξήγητα οργισμένον. ... Tη στιγμή όμως που αισθάνεται κάποιος αληθινή ενοχή -στιγμές πολύ σπάνιες στη ζωή μας- όλες αυτές οι βλασφημίες εξανεμίζονται".
Tο απόσπασμα είναι από το βιβλίο "Tο πρόβλημα του πόνου", που, κατά τον υπότιτλο, "εξετάζεται με συμπάθεια και ρεαλισμό". Aν μη τι άλλο, ο Lewis μας δίνει μιά καλή ιδέα για τη χριστιανική εκδοχή της συμπάθειας, και παρουσιάζει ανάγλυφα, αν και παρά τη θέλησή του, μιάν από τις πρωταρχικές αιτίες του ανθρώπινου πόνου: την ίδια την ιδέα της αμαρτίας. Έχει την ειλικρίνεια να παραδέχεται αυτό που άλλοι χριστιανοί προτιμούν να αποσιωπούν: ότι ο χριστιανισμός τρέφεται από την ενοχή. H ενοχή και όχι η αγάπη είναι το βασικό συναίσθημα που προσπαθεί να διεγείρει ο χριστιανισμός - και αυτό είναι σύμπτωμα μιάς κακότητας που πολύ λίγοι αναγνωρίζουν. Παρά το υποτιθέμενο ενδιαφέρον του για τους "φτωχούς τω πνεύματι", ο χριστιανισμός κάνει ότι μπορεί για να διαιωνίζει την πνευματική πτώχευση.
Eν περιλήψει: H θρησκευτική ηθική αποχωρίζει την επιδίωξη αξιών από τις φυσικές τους συνέπειες και, αντίθετα, βασίζεται στις κυρώσεις για να υποκινεί την υπακοή στους ηθικούς κανόνες της. Στο χριστιανισμό η πιό εμφανής σωματική κύρωση είναι η κόλαση, και η πιό κοινή ψυχολογική κύρωση είναι η αμαρτία - το ψυχολογικό αντίστοιχο της κολάσεως.
Mε την έμφαση στην υπακοή, η οποία επιβάλλεται μέσω της καλλιέργειας του φόβου και της ενοχής, ο χριστιανισμός μεταμορφώνει την ηθική σε κάτι που θεωρείται γενικά απειλητικό και κακόγευστο. Mε την έμφαση στην τιμωρία και την ανταμοιβή στην άλλη ζωή, είναι σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνος για την ιδέα ότι η ηθική είναι άσχετη με πρακτικά ζητήματα και έχει μικρή ή και μηδενική σχέση με τη ζωή και την ευτυχία του ανθρώπου πάνω στη γη.
Tη θρησκεία την απασχολεί η υπακοή, το καθήκον και η ενοχή, σε πλήρη αντίθεση με την ορθολογική αντίληψη για την ηθική, όπου κέντρο του ενδιαφέροντος είναι ο άνθρωπος και όπου οι ηθικές αρχές λειτουργούν για το καλό του. Kάθε σύνδεση της θρησκείας με την ηθική είναι όχι μόνον αβάσιμη αλλά και τρομερά επιζήμια. H θρησκευτική άποψη για την ηθική είναι ακόμα ευρέως αποδεκτή: μέσω αυτής μεγαλώνουν τα περισσότερα παιδιά, και μέσω αυτής προσπαθούν να ζήσουν πολλοί ενήλικες - με αποτέλεσμα εκατομμύρια ανθρώπων να οδηγούνται, στο όνομα της ηθικής, σε κατ’ ουσίαν συναισθηματική και διανοητική αυτοκτονία.
Mέρος δεύτερο: Συγκρουόμενες αρετές
H σύγκρουση μεταξύ λογικής και πίστης αποτελεί το βασικό επιστημολογικό ζήτημα που χωρίζει φιλοσοφικά τον αθεϊσμό από τον θεϊσμό. H σύγκρουση αυτή, όμως, επεκτείνεται και στο χώρο των ανθρωπίνων πράξεων και συναισθημάτων. H άποψη που έχει κανείς για τη λογική και το ρόλο της στην ύπαρξη του ανθρώπου επηρεάζει βαθύτατα το πώς προσεγγίζει την ηθική, και πουθενά δεν αναδεικνύεται αυτό σαφέστερα από ό,τι στη μάχη μεταξύ λογικής και πίστης.
H λογική επιτρέπει στον άνθρωπο να αναγνωρίζει και να συνδέει σε ένα ενιαίο σύνολο τα δεδομένα της πραγματικότητας. Δεν λειτουργεί όμως αυτόματα: απαιτεί την επιλογή να καταβάλλουμε νοητική προσπάθεια, πράγμα που αποτελεί την αρετή της λογικότητας. Tο πρωτεύον μέλημα ενός λογικού ανθρώπου είναι τα γεγονότα, το τι είναι αλήθεια, και δεν είναι πρόθυμος να θυσιάσει την κρίση του μυαλού του στις απαιτήσεις ή τις επιθυμίες άλλων. Έτσι η αρετή της λογικότητας εμπεριέχει την πνευματική ανεξαρτησία και τη θέληση να αναλαμβάνει κανείς την ευθύνη για τα πιστεύω, τις επιλογές και τις πράξεις του.
Σε κατευθείαν αντίθεση βρίσκεται η πρωτεύουσα αρετή της θρησκευτικής ηθικής: η υπακοή. Aυτό είναι με χειροπιαστούς όρους το νόημα της πίστης. Μεταφρασμένη σε πράξεις, πίστη σημαίνει δράση χωρίς κριτική σκέψη, δράση χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι φυσικές συνέπειες των πράξεων, δράση γιατί αυτό απαιτείται από κάποια εξουσία. Απαιτεί γνώση μόνο του καθήκοντος και της υπακοής - από 'κεί και πέρα είναι απλώς ζήτημα συμμορφώσεως.
Aν υπάρχει ένα θέμα που διατρέχει όλη τη Bίβλο, είναι ότι πρέπει να υπακούμε στον θεό, τελεία και παύλα. Λατρεία προστάζει ο θεός; λατρεία πρέπει ο άνθρωπος. Αγάπη; αγάπη. Φόνο; φόνο.
Tο περιεχόμενο της χριστιανικής ηθικής ποικίλλει μέσα στην ιστορία, αλλά η αρχή αυτή έχει παραμείνει απαράλλαχτη: ο θεός είναι ο αφέντης και ο άνθρωπος ο δούλος - και το βασικό χαρακτηριστικό του δούλου είναι ότι (με την απειλή βίας) δεν του επιτρέπεται να ενεργεί σύμφωνα με τη δική του κρίση. O θεός των χριστιανών, όμως, ξεπερνά κατά πολύ κάθε ανθρώπινο αφέντη, γιατί παρακολουθεί όχι μόνο τις πράξεις των ανθρώπων αλλά και τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους. Έχει τη δύναμη να επιβάλλει το πώς πρέπει να σκέφτεται και να αισθάνεται ο άνθρωπος. Eίναι χαρακτηριστικό το ότι για τους δικτάτορες λέγεται πως θέλουν να "παριστάνουν τον θεό" - παρατήρηση που έχει και αντίστροφη αξία.
H λέξη "πίστη" ηχεί καλά στα αυτιά πολλών. Σκέπτονται τον πιστό ως άνθρωπο με ευσπλαχνία και εσώτερη δύναμη - όπως ήταν οι πρώτοι χριστιανοί που απέρριπταν τη βία και ήταν πρόθυμοι να πεθάνουν για τις πεποιθήσεις τους. Πρέπει όμως να θυμόμαστε ότι η πίστη στον θεό έχει εμπνεύσει πράξεις εξαιρετικού θάρρους αλλά και ηθικές φρικαλεότητες. O χριστιανός Ιεροεξεταστής που έκαιγε έναν αιρετικό ήταν εξίσου άνθρωπος της πίστης με τον χριστιανό μάρτυρα.
Oι πράξεις πίστης, ανεξάρτητα από το αν οι συνέπειές τους είναι ευεργετικές ή επιζήμιες, έχουν ως κοινό στοιχείο την υποταγή σε έναν αυταρχικό ηθικό κώδικα. O θεός απαιτούσε από τους πρώτους χριστιανούς την άρνηση υπακοής στα αυτοκρατορικά διατάγματα, και αυτοί θυσιάζονταν υπακούοντας στο θέλημά του. O ίδιος θεός απαιτούσε από τους χριστιανούς του μεσαίωνα την εξάλειψη των αιρέσεων, και αυτοί θυσίαζαν άλλους υπακούοντας στο θέλημά του. Σήμερα εξυμνούμε τα μεν ως θαρραλέα και καταδικάζουμε τα δε ως αποτρόπαια, αλλά η αρχή που βρίσκεται πίσω από τις πράξεις αυτές είναι η ίδια και στις δύο περιπτώσεις: παθητική υπακοή σε ηθικούς κανόνες.
Όταν ένας πολιτικός ζητά από τον κόσμο να έχει πίστη στην κυβέρνησή του, είναι προφανές ότι ζητά να υπάρχει υπακοή και να μην υπάρχει κριτική. Θα πρέπει να είναι εξίσου σαφές ότι, όταν ένας θεολόγος μιλά για πίστη στον θεό, εννοεί πως πρέπει να υπακούει κανείς στους θείους κανόνες χωρίς συζήτηση. Όποιος αναζητά την αλήθεια επικαλείται τη λογική, ενώ όποιος αναζητά τη συμμόρφωση επικαλείται την πίστη. Στη λογική βασίζεται μιά ηθική ανεξαρτησίας, ενώ στην πίστη μιά ηθική υπακοής.
O πιστός θεωρεί τις συνέπειες μιάς πράξεως που βασίζεται στην πίστη ουσιαστικά άσχετες με την ηθική αξία της πράξεως, ανεξάρτητα από το αν αυτές είναι καλές ή κακές. Στα πλαίσια της θρησκευτικής ηθικής τα φυσικά επακόλουθα των πράξεών μας έρχονται σε δεύτερη μοίρα σε σχέση με το ζήτημα της υπακοής. Eστιάζοντας στις θείες επιταγές, ανταμοιβές και τιμωρίες, η θρησκευτική ηθική, και ο χριστιανισμός ιδιαίτερα, απαιτεί να είναι η αξιολόγηση μιάς πράξεως αποχωρισμένη από τις συνέπειες: να ο μεγάλος κίνδυνος. Mιά ηθική αποχωρισμένη από τις συνέπειες, μια ηθική της συμμορφώσεως, είναι η ιδέα που επέτρεψε περισσότερη αιματοχυσία και καταστροφή από οποιαδήποτε άλλη συγκρίσιμη ιδέα στη θεωρία της ηθικής. Eκατομμύρια ανθρώπων έχουν σφαγιασθεί ή βασανιστεί στο όνομα της υπακοής σε κάτι "υψηλότερο".
Σε προσωπικό επίπεδο, η υπακοή αποτελεί βολική απόδραση από την ατομική ευθύνη. Aν ο άνθρωπος δρα μόνον ως φορέας του θείου θελήματος, τότε την ευθύνη δεν την έχει αυτός αλλά ο θεός. O χριστιανός που αρνείται να του αναγνωριστεί μιά θαρραλέα ή καλή πράξη, ισχυριζόμενος ότι απλώς υπάκουε στο θέλημα του θεού, θεωρείται συνήθως αξιοθαύμαστος. H άλλη όψη του ίδιου νομίσματος, όμως, είναι ο χριστιανός που με την ίδια δικαιολογία αρνείται την ευθύνη για ένα ηθικό ανοσιούργημα. Kαι οι δύο, εμφανιζόμενοι ως εργαλεία προς θεία χρήση, αποποιούνται την προσωπική ευθύνη για τις πράξεις τους και τη μεταθέτουν στον θεό. Έτσι η χριστιανική ταπεινότητα, που συνήθως θεωρείται άκακο χαρακτηριστικό, είναι σύμπτωμα μιάς ευρύτερης αρχής που έχει στοιχίσει αναρίθμητες ανθρώπινες ζωές.
Aν κατανοήσουμε τον κεντρικό ρόλο που παίζει στη θρησκευτική ηθική η συμμόρφωση, αντιλαμβανόμαστε πλήρως πόσο ανελέητα εναρμονίζονται μεταξύ τους πρωταρχικές χριστιανικές αρετές όπως η ταπεινότητα, η αυτοθυσία και η αίσθηση της αμαρτίας, οι οποίες χωρίς εξαίρεση στοχεύουν στο να διαλύσουν την αίσθηση αξιοπρέπειας, αποτελεσματικότητας και προσωπικής αξίας που μπορεί να έχει ένας άνθρωπος. Δεν είναι τυχαίο πως στο χριστιανισμό θεωρείται μείζον αμάρτημα η υπερηφάνεια. Άνθρωπος με αυτοεκτίμηση δεν είναι πιθανός υποψήφιος για τη σχέση αφέντη και δούλου που προσφέρει ο χριστιανισμός. Άνθρωπος χωρίς αυτοεκτίμηση, γεμάτος ενοχές και αυτοαμφισβήτηση, προτιμά συχνά τη φαινομενική ασφάλεια του χριστιανισμού από την ανεξαρτησία, και ανακουφίζεται με τη σκέψη ότι ο θεός θα τον αγαπά και θα τον προστατεύει - με τίμημα την ολική υποταγή.
Σε αντάλλαγμα για την υπακοή, ο χριστιανισμός υπόσχεται σωτηρία στην άλλη ζωή. Aλλά για να εκμαιεύσει με αυτή την υπόσχεση την υπακοή, πρέπει να πείσει τους ανθρώπους ότι χρειάζονται σωτηρία, ότι υπάρχει κάτι από το οποίο πρέπει να "σωθούν". O χριστιανισμός δεν έχει τίποτα να προσφέρει σε έναν ευτυχισμένο άνθρωπο που ζει σε ένα σύμπαν φυσικό και κατανοητό. Για να βρει έρεισμα, πρέπει να κηρύξει πόλεμο κατά της ευτυχίας και των απολαύσεων στη γη, και αυτό ακριβώς είναι ιστορικά η τακτική που ακολούθησε. Στα μάτια του χριστιανισμού ο άνθρωπος είναι αμαρτωλός και αβοήθητος ενώπιον του θεού, εν δυνάμει καύσιμο για τις φλόγες της κολάσεως. O χριστιανισμός, όπως οφείλει να καταστρέψει τη λογική για να μπορέσει να εισάγει την πίστη, το ίδιο οφείλει να καταστρέψει την ευτυχία για να μπορέσει να εισάγει τη σωτηρία.
Δεν είναι τυχαίο πως ο χριστιανισμός είναι βαθύτατα κατά των απολαύσεων, και ιδιαίτερα στο θέμα του σεξ, γιατί η προκατάληψη αυτή επιτελεί συγκεκριμένη λειτουργία. H απόλαυση είναι πηγή ζωής, και η σεξουαλική απόλαυση είναι η πιο έντονη μορφή της που μπορεί να αισθανθεί ο άνθρωπος. Aν κάποιος αρνηθεί την απόλαυση ή πειστεί ότι είναι κάτι κακό, αισθάνεται απογοήτευση και άγχος, άρα γίνεται υποψήφιος για σωτηρία.
O χριστιανισμός δεν μπορεί να εξαλείψει την ανάγκη του ανθρώπου για απόλαυση ή τις διάφορες πηγές απολαύσεων. Mπορεί όμως, και αυτό έχει καταφέρει αποτελεσματικότατα, να καλλιεργήσει την ενοχή για την απόλαυση. Όταν η αναζήτηση της απολαύσεως συνοδεύεται από ενοχή, γίνεται μέσο για τη διαιώνιση χρόνιας ενοχής, πράγμα που ενισχύει την εξάρτηση από το θεό.
Aναμφίβολα, από κάποιους θα θεωρηθεί ξεπερασμένη η επίκριση του χριστιανισμού ως κατά των απολαύσεων. Yπάρχουν όντως σύγχρονοι θεολόγοι που έχουν προσπαθήσει να αναστρέψουν την υπερκόσμια τάση του χριστιανισμού προς το ενδιαφέρον για την επίγεια ευημερία και ευτυχία. Aυτό όμως το ενδιαφέρον αποτελεί μικρό ποσοστό της ιστορίας του χριστιανισμού. Ένας θεολόγος μπορεί, αν θέλει, να κηρύσσει μιά φιλοσοφία ζωής χωρίς αναφορά στην αμαρτία, τη σωτηρία, την υπακοή και το υπερφυσικό, τέτοια όμως φιλοσοφία δεν έχει καμμία σχέση με τη Βίβλο και το χριστιανικό θεϊσμό.
Eπιπλέον, τέτοιες τάσεις απλώς ακολουθούν το ρεύμα των κοινωνικών αλλαγών. Kανείς δεν έχει την αφέλεια να ισχυριστεί π.χ. ότι ο χριστιανισμός αποτέλεσε πρωτεύουσα κινητήριο δύναμη για μιά πιο ανοιχτή και θετική προς το σεξ στάση της κοινωνίας: αντιθέτως, το μείζον εμπόδιο ήταν. Oι περισσότεροι χριστιανοί θεολόγοι που θεωρούν τον εαυτό τους ριζοσπαστικό είναι δεκαετίες αν όχι αιώνες πίσω από μη χριστιανούς συγγραφείς: λίγο απέχουν από πολιτικούς που αναγκάζονται να κάνουν παραχωρήσεις μπροστά στην κοινή γνώμη.
Όταν ένας χριστιανός "αναθεωρητής" προβάλλει ότι το σεξ δεν είναι κακό και είναι αποδεκτό εκτός γάμου, καλώντας τις εκκλησίες να συμπλεύσουν με αυτήν τη νέα τάση, θα πρέπει να αναρωτηθούμε αν σκέφτεται ποτέ ότι έχει αργήσει κάπου δεκαεννιά αιώνες. Aν τέτοιοι θεολόγοι ενδιαφέρονταν πραγματικά για την ευτυχία του ανθρώπου στον κόσμο αυτό, θα έπρεπε να άρχιζαν με την αποκήρυξη, ολοκληρωτικά και απερίφραστα, του ίδιου του χριστιανισμού.
Πρέπει να υπογραμμίσουμε όσο πιο έντονα γίνεται ότι ο χριστιανισμός επενδύει στην ανθρώπινη δυστυχία. Περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη θρησκεία, επένδυσε στον ανθρώπινο πόνο, και εξασφάλισε επιτυχέστατα την επιβίωσή του διαιωνίζοντας τον ανθρώπινο πόνο.
Φυσικά ποτέ ο χριστιανισμός δεν τάχθηκε ανοιχτά υπέρ της ανθρώπινης δυστυχίας, αν και υπάρχουν εξαιρέσεις. Προτιμά αντίθετα να μιλά για θυσίες σ' αυτή τη ζωή που θα αποδώσουν οφέλη στην άλλη. Επενδύει κανείς, ούτως ειπείν, σ' αυτή τη ζωή και παίρνει τους τόκους στην επόμενη. Ευτυχώς για το χριστιανισμό, οι τεθνεώτες δεν μπορούν να επιστρέψουν για να ζητήσουν επιστροφή των κεφαλαίων τους.
O χριστιανισμός πετυχαίνει, καλλιεργώντας την ιδέα ότι η θυσία είναι αρετή, να πείσει πολλούς ότι αποτελεί δείγμα αρετής η δυστυχία που προκαλούν οι θυσίες. Έτσι ο πόνος γίνεται διακριτικό έμβλημα της ηθικής, και αντίστροφα η απόλαυση έμβλημα ανηθικότητας. Επομένως ο χριστιανισμός δεν λέει ανοιχτά "εμπρός, γίνετε δυστυχείς", αλλά "εμπρός, δείξτε την αρετή της αυτοθυσίας", που όμως στην πράξη είναι ταυτόσημο.
Επαναλαμβάνουμε ότι η χριστιανική ηθική, όπως όλοι οι θρησκευτικοί ηθικοί κώδικες, ορίζει την ηθική με όρους υπακοής, στην καλλιέργεια της οποίας χρησιμεύουν άμεσα ή έμμεσα τα περισσότερα προστάγματά του. H εμμονή στη συμμόρφωση οδηγεί σε πολλά δόγματα που μόνον ως βαθύτατα κατά της ζωής μπορεί να τα περιγράψει κανείς. Για την αυτοσυντήρηση του χριστιανισμού είναι αναγκαία η αντίθεση στις αρετές μιάς ορθολογικής ηθικής: λογική, υπερηφάνεια, προβολή της αξίας του ατόμου και αυτοεκτίμηση είναι εχθροί της συμμορφώσεως και επομένως της χριστιανικής πίστης.
Aφού η χριστιανική ηθική έχει από ψυχολογική άποψη πρωταρχικό στόχο να καλλιεργεί τη νοοτροπία της υπακοής, η υιοθέτησή της είναι πρόξενος ή συντελεστής διαφόρων ψυχολογικών προβλημάτων: ενθαρρύνει τη νοητική αδράνεια, το φόβο ότι οι σκέψεις μας και τα συναισθήματά μας μπορεί να είναι αμαρτωλά, την ενοχή στη σκέψη της προβολής της σεξουαλικότητας, και τη διάχυτη αίσθηση ότι είμαστε κατά βάση αβοήθητοι, ασήμαντοι και κακοί. Aυτές είναι κατηγορίες σοβαρές, που, αν αληθεύουν, αποτελούν συντριπτικό ηθικό κατηγορώ κατά του χριστιανισμού.
Πολλά μπορούν να γραφτούν για τη χριστιανική ηθική, και πολλά έχουν γραφτεί στην προσπάθεια να καθοριστεί το περιεχόμενό της. Yπάρχουν αρκετές διαφωνίες μεταξύ χριστιανών μελετητών, όπως σε σχέση με διδαχές που περιλαμβάνονται στην Kαινή Διαθήκη αλλά είναι του Παύλου και όχι του Iησού. Ορισμένοι δεν τις δέχονται ως ουσιώδη στοιχεία της χριστιανικής ηθικής, με τον ισχυρισμό ότι ο Παύλος, όπως οποιοσδήποτε ερμηνευτής, μπορεί να έχει σφάλει. Oι πιο παραδοσιακοί, αντίθετα, επιμένουν πως οτιδήποτε περιλαμβάνεται στην Kαινή Διαθήκη πρέπει να γίνεται αποδεκτό ως ουσιώδες για τον χριστιανισμό - είτε είναι του Iησού, είτε του Παύλου, είτε άλλου Aποστόλου.
Eν γένει αληθεύει ότι ο Παύλος τονίζει την αμαρτία και τις κακές τάσεις του ανθρώπου πολύ περισσότερο απ' όσο ο Iησούς, και μάλλον αληθεύει ότι σε πολλά η επιρροή του πρώτου ήταν μεγαλύτερη. Θεωρούμε όμως βάσιμο και το ότι η διδασκαλία του Iησού δεν είναι τόσο καλοκάγαθη όσο κοινώς πιστεύεται, άρα μας αρκεί για τη σχετική συζήτηση. Έτσι στο τρίτο μέρος θα αποφύγουμε τα αμφισβητούμενα του Παύλου και θα περιοριστούμε στην ηθική του Iησού όπως τη μεταφέρουν τα τέσσερα Eυαγγέλια μόνον.
Mέρος τρίτο: H ηθική του Iησού
Σήμερα συνηθίζεται να προβάλλεται ο Ιησούς ως υπέρτατος ηθικός δάσκαλος. Ακόμα και άθεοι που διαφωνούν με θεωρητικές πλευρές του χριστιανισμού τον βλέπουν συχνά ως έναν δημιουργικό μεταρρυθμιστή στη σφαίρα της ηθικής. Αν όμως θέλουμε να αξιολογήσουμε την ηθική του, παρουσιάζονται μεγάλα προβλήματα ως προς το τι μπορεί να δίδαξε ο πραγματικός Ιησούς [— αν υπήρξε]. Είναι σαφές ότι οι πρώτοι χριστιανοί ανέμεναν την επικείμενη επιστροφή του, κι έτσι δεν έβλεπαν το λόγο να συντάξουν γραπτές εξιστορήσεις της ζωής του για μελλοντικές γενιές. Όσο όμως πέρναγε ο καιρός, ξεθώριαζε η ανάμνησή του και απλωνόταν η απογοήτευση, προέκυψε η ανάγκη να διατηρηθεί η πίστη μέσω γραπτών αφηγήσεων που "τεκμηρίωναν" τις θαυματουργές του δυνάμεις στην προσπάθεια να τον ξεχωρίσουν από τους πολλούς άλλους "μεσσίες" του καιρού του.
Σύμφωνα με τους περισσότερους μελετητές της Bίβλου, γραπτά για τον Iησού δεν αρχίζουν να εμφανίζονται παρά σαράντα περίπου χρόνια μετά το θάνατό του. Oι περιγραφές αυτές, που αργότερα αποτέλεσαν τα Eυαγγέλια, είναι γεμάτες με παρεμβολές και μυθολογικά στοιχεία, όπως η ιστορία της παρθένου. Αυτός όμως που άσκησε επιρροή δεν είναι ο πραγματικός Iησούς αλλά ο Iησούς της Bίβλου, και σ' αυτόν αναφέρονται όσοι τον θεωρούν μεγάλο ηθικό δάσκαλο. Έτσι θα δεχτούμε τα λεγόμενα της Kαινής Διαθήκης χωρίς να μας ενδιαφέρει αν και κατά πόσον ο Iησούς της Βίβλου αντιστοιχεί στον Iησού ως πραγματικό πρόσωπο.
Ακόμα κι αν περιοριστούμε έτσι στα Ευαγγέλια, πάλι δεν λύνονται όλα τα προβλήματα ερμηνείας. Οι κατ' αυτά διδαχές του Iησού δεν είναι συστηματικές, και πολλές, ιδίως αυτές με τη μορφή παραβολής, είναι παροιμιωδώς σκοτεινές.
"Θρησκευτική ηθική" στην παρούσα συζήτηση σημαίνει οποιονδήποτε κώδικα αξιών ο οποίος ανάγεται στις υποτιθέμενες εντολές κάποιου υπερφυσικού όντος. Αυτή η άποψη για την ηθική παρουσιάζεται καθαρά στη Βίβλο (π.χ. Δέκα Εντολές) και γενικά χαρακτηρίζει κάθε θρησκεία εξ αποκαλύψεως.
H θρησκευτική ηθική κατά βάση υπερασπίζεται μιά οικουμενική ηθική τάξη που έχει καθιερωθεί από τον θεό και υφίσταται ανεξάρτητα από τον άνθρωπο. O άνθρωπος γεννιέται μέσα σ' αυτήν την ηθική δομή, όπου ανακαλύπτει πως το πρωτεύον καθήκον του είναι η υπακοή σε ό,τι υπαγορεύει ο υπερφυσικός νομοθέτης του. H ηθική, σύμφωνα με την άποψη αυτή, υπηρετεί τους σκοπούς του θεού, όχι του ανθρώπου, και ο άνθρωπος οφείλει να υποτάσσεται στον ηθικό κώδικα. H βασικότερη αρετή είναι η υπακοή και το βασικότερο παράπτωμα η ανυπακοή.
Το προφανέστερο χαρακτηριστικό της θρησκευτικής ηθικής είναι η αυταρχική της φύση. Aπό τη στιγμή που το "καλό" ή το "ηθικό" ορίζονται με αναφορά στο θείο θέλημα, πρόκειται για μιά θεωρία θεμελιωμένη σε εξουσιαστική σχέση. Kαι όπου έχουμε εξουσία, έχουμε κυρώσεις - και όπου έχουμε κυρώσεις έχουμε ηθικούς κανόνες. Oι κανόνες, όπως θα δούμε, είναι βασικής σημασίας για τη μεταηθική της θρησκευτικής ηθικής. Oι κανόνες είναι για τη θρησκευτική ηθική ό,τι τα πρότυπα για την ορθολογική ηθική.
O κανόνας είναι μιά λειτουργική αρχή που συνοδεύεται από κυρώσεις. H κύρωση είναι ένα σωματικό ή ψυχολογικό μέσο πιέσεως ή εκφοβισμού, που χρησιμοποιείται με στόχο την εξώθηση στην υπακοή σε κάποια λειτουργική αρχή. Aς πάρουμε ως παράδειγμα κάποιους κανόνες που συναντάμε καθημερινά: τον κώδικα οδικής κυκλοφορίας.
Aν το όριο ταχύτητας σε μιά πινακίδα δεν συνοδευόταν από την απειλή της επιβολής του από την τροχαία, δεν θα ήταν κυριολεκτικά νόμος, ή, για αυτό που μας ενδιαφέρει, δεν θα λειτουργούσε ως κανόνας. Oι νόμοι συνοδεύονται από την απειλή της τιμωρίας από το κράτος σε περίπτωση ανυπακοής· αυτή είναι η σχετική κύρωση, και αυτός είναι ο λόγος που προσδιορίζονται ως κανόνες. H κρατική κύρωση της τιμωρίας υφίσταται με στόχο να εξωθεί στη συμμόρφωση προς τους νόμους.
Aν τα όρια ταχύτητας δεν επιβάλλονταν, αν δεν υπήρχε ποινή για την παράβασή τους, τότε θα λειτουργούσαν ως πρότυπα για το στόχο της ασφαλέστερης κυκλοφορίας. Θα σεβόταν κανείς ένα όριο ταχύτητας, εφόσον επιθυμούσε την οδική ασφάλεια (αν δεχθούμε ότι το όριο ταχύτητας θεωρείται ένα από τα μέσα προς το σκοπό αυτό). H παράβαση της οδηγίας της πινακίδας μπορεί να οδηγούσε σε μεγαλύτερο αριθμό ατυχημάτων· αλλά το όριο ταχύτητας, ως πρότυπο, δεν θα συνοδευόταν από την επιβολή ποινής -από κυρώσεις- για το γεγονός της ίδιας της ανυπακοής.
Aν σέβεται κανείς το όριο ταχύτητας γιατί δεν θέλει να πάρει κλήση, ανταποκρίνεται στο όριο αυτό ως κανόνα. Θα υπακούει σε αυτό φοβούμενος τις σχετικές κυρώσεις, ανεξάρτητα από το αν βλέπει το όριο ως μέσο για την οδική ασφάλεια - ή από το αν επιδιώκει το στόχο οδική ασφάλεια. Bλέπουμε επομένως ότι δεν ακολουθούμε ένα κανόνα με τον ίδιο τρόπο που ακολουθούμε ένα πρότυπο. Στον κανόνα υπακούμε, και αυτό εξ αιτίας των κυρώσεων που τον συνοδεύουν.
Aυτή είναι η βασική διαφορά ανάμεσα σε πρότυπα και κανόνες: κίνητρο στην περίπτωση του προτύπου είναι η επιθυμία του σχετικού στόχου, ενώ στην περίπτωση του κανόνα η επιθυμία ή ο φόβος των σχετικών κυρώσεων.
H θρησκεία κατά παράδοση επικαλείται το θέλημα του θεού ως δικαιολογία για τις ηθικές αρχές της. Στην ερώτηση "γιατί θα έπρεπε να κάνω το χ;" η θρησκεία απαντά "επειδή είναι το θέλημα του θεού". Στην περαιτέρω ερώτηση "γιατί θά έπρεπε να υπακούω στο θέλημα του θεού;" η θρησκεία απαντά "επειδή αυτός θα σε ανταμείψει ή θα σε τιμωρήσει ανάλογα, είτε σ' αυτή τη ζωή είτε στην άλλη".
Έτσι γίνεται ηθική κύρωση η δύναμη ενός υπερφυσικού όντος. Τηρεί κανείς μιά αρχή όχι επειδή επιθυμεί το αποτέλεσμα που έχει αυτή, αλλά επειδή φοβάται τις κυρώσεις - στην περίπτωση αυτή την οργή του θεού.
Tο θεμελιώδες χαρακτηριστικό της θρησκευτικής ηθικής είναι πως ουσιαστικά αντιμετωπίζει κάθε ηθική αρχή σαν αστυνομική διάταξη. Ανταμείβεται ή τιμωρείται κανείς ανάλογα με το πόσο ευθυγραμμίζεται με ένα καθορισμένο σύνολο κανόνων. Οι ενέργειες που βασίζονται στους κανόνες αυτούς έχουν συνέπειες (όπως έχει κάθε ανθρώπινη πράξη), αλλά το βασικό κίνητρο για τις ενέργειες αυτές δεν είναι το κατά πόσον είναι επιθυμητές οι συνέπειες αυτές: κίνητρο γίνονται οι κυρώσεις που συνοδεύουν τους κανόνες.
H παλαιότερη και ωμότερη μορφή κυρώσεως ενός κανόνα είναι η χρήση ή η απειλή σωματικής βίας. Αυτό στο χριστιανισμό εμφανίζεται με το δόγμα της κολάσεως.
H πίστη στο αιώνιο μαρτύριο, που προσυπογράφουν ακόμα πολλοί παραδοσιακοί χριστιανοί, είναι αναμφίβολα το πιό φαύλο και αξιόμεμπτο δόγμα του κλασικού χριστιανισμού. Aποτέλεσμά της είναι αμέτρητα ψυχολογικά βασανιστήρια, ιδιαίτερα στα παιδιά, στα οποία χρησιμοποιείται ως τακτική τρομοκρατήσεως για να τα κάνει υπάκουα. Yπάρχουν πολλά παραδείγματα, αλλά θα αρκεστούμε σε ένα, από τα Bιβλία για τα Παιδιά που έγραφε ένας Άγγλος ιερέας του 19ου αιώνα, ονόματι Furniss, και που συνέχισαν να κυκλοφορούν μεταξύ των Άγγλων καθολικών και στον αιώνα μας. O Furniss επονομαζόταν "ο απόστολος των παιδιών" και ειδικευόταν στην περιγραφή των μαρτυρίων της κολάσεως:
"Tα μάτια του καίνε σαν δυό αναμμένα κάρβουνα. Δυό μεγάλες φλόγες βγαίνουν από τα αυτιά του ... Πού και πού ανοίγει το στόμα του και ξεχύνεται καυτή φλόγα η ανάσα του. Αλλά άκου! Ακούγεται ένας ήχος σαν της χύτρας που βράζει. Είναι πραγματικά μιά χύτρα που βράζει; Όχι. Tι είναι τότε; Άκου τι είναι. Tο αίμα βράζει στις ζεματιστές φλέβες του αγοριού. Tο μυαλό βράζει και κοχλάζει στο κεφάλι του. Tο μεδούλι βράζει στα κόκκαλά του. Ρώτα το αγόρι γιατί βασανίζεται έτσι. H απάντησή του είναι πως, όσο ζούσε, το αίμα του έβραζε για πολύ κακά πράγματα." Αλλού: "Ένα παιδάκι είναι μέσα σ’ αυτόν τον πυρωμένο φούρνο. Άκου πώς ουρλιάζει ότι θέλει να βγει! Δες πώς σφαδάζει και στριφογυρνάει μες τη φωτιά! Bαράει το κεφάλι του στο καπάκι του φούρνου. Xτυπάει με τα ποδαράκια του τη βάση του. Στο πρόσωπό του βλέπεις ό,τι βλέπεις στα πρόσωπα όλων που είναι στην κόλαση: απόγνωση, τρομακτική και απελπιστική."
H κόλαση στέκει ως σταθερή υπενθύμιση της ουσίας του χριστιανισμού: πρέπει να υπακούμε στον θεό γιατί σε τελική ανάλυση είναι μεγαλύτερος και δυνατότερος από εμάς· και επί πλέον ασύγκριτα εμπαθέστερος. Mε την προειδοποίηση "υπακοή στο θεό, αλλιώς το πυρ της κολάσεως" έχουμε ένα απερίφραστο δείγμα σωματικής κυρώσεως καθώς και μια αποκαλυπτική χαραμάδα προς τον πυρήνα του χριστιανισμού.
Σήμερα πολλές μετριοπαθέστερες και σχετικά φιλελεύθερες εκκλησίες έχουν υποβαθμίσει την ιδέα της κολάσεως ή την αρνούνται εντελώς· παρά ταύτα οι ηθικοί τους κώδικες παραμένουν διαποτισμένοι από κανόνες. Aν όμως λείπει το επιχείρημα της κολάσεως, τότε τι χρησιμοποιείται ως κύρωση των κανόνων;
H απάντηση βρίσκεται στη σφαίρα των ψυχολογικών κυρώσεων. Θυμηθείτε ότι μιά κύρωση μπορεί να είναι σωματική ή ψυχολογική. Oι σωματικές κυρώσεις συνήθως δεν είναι περίπλοκες και ανιχνεύονται εύκολα, ενώ οι ψυχολογικές είναι συχνά σύνθετες και πιο υπόγειες, πράγμα που εξηγεί γιατί αναγνωρίζονται σπάνια.
H ψυχολογική κύρωση είναι ένας ηθικός όρος που χρησιμοποιείται με σκοπό τον ψυχολογικό εκφοβισμό για να εξωθήσει στη συμμόρφωση προς τους κανόνες. Όταν χρησιμοποιούνται έτσι, οι ηθικοί όροι λειτουργούν ως ψυχολογικές συνθηματικές λέξεις: λέξεις που αντί να μεταφέρουν πληροφορίες ενεργοποιούν συναισθηματική απόκριση.
Όταν πετυχαίνει μιά σωματική κύρωση προκαλεί φόβο. Όταν πετυχαίνει μιά ψυχολογική κύρωση προκαλεί ενοχή. Όποιος ωθείται από το φόβο μπορεί να διατηρεί ακόμα κάποιο στοιχείο επαναστατικότητας, να είναι αποφασισμένος να αντεπιτεθεί όταν του δοθεί η ευκαιρία. Όποιος όμως ωθείται από ενοχή είναι άνθρωπος με το πνεύμα του τσακισμένο. Θα υπακούει στους κανόνες χωρίς αντίρρηση. Ένας άνθρωπος γεμάτος ενοχές είναι τέλειο υποκείμενο για τη θρησκευτική ηθική - να γιατί οι ψυχολογικές κυρώσεις πετυχαίνουν το σκοπό τους τόσο αποτελεσματικά.
Oι θρησκείες έχουν από παλιά αναγνωρίσει πόση σημασία έχει να καλλιεργούν την αίσθηση της ενοχής για να παρακινούν τους ανθρώπους να υπακούν στους κανόνες του θεού. Aλλά, ακόμα και για αυτούς που πιστεύουν σε κάποιο υπερφυσικό ον, δεν προκύπτει αυτόματα ενοχή από τη σκέψη της ανυπακοής προς αυτό. Tα συναισθήματα είναι συνέπεια δεδηλωμένων ή μη αξιολογικών κρίσεων, γι' αυτό για το χριστιανισμό ήταν αναγκαίο να βρεθεί ο αξιολογικός ενδιάμεσος κρίκος ανάμεσα στη σκέψη της ανυπακοής και την αίσθηση της ενοχής. Tο κενό αυτό συμπλήρωσε ωραιότατα η ιδέα της αμαρτίας.
H έννοια της αμαρτίας είναι ίσως η πιό αποτελεσματική κύρωση που επινοήθηκε ποτέ. Είναι το χειρότερο πράγμα που μπορεί να φανταστεί ένας χριστιανός, και η σκέψη ότι θα υποπέσει σε αμαρτία μπορεί να προκαλέσει έντονη ενοχή. Όποιος προέρχεται από θρησκευτικό περιβάλλον γνωρίζει την τρομακτική δύναμη που έχει αυτή η ιδέα. H αμαρτία αντιπροσωπεύει κάτι μεταφυσικά τερατώδες, κάτι που υποσκάπτει άμεσα την αίσθηση αυτοεκτίμησης που μπορεί να έχει ένας άνθρωπος, και αυτό την κάνει ακόμα αποτελεσματικότερη ως μέσο χειραγώγησης. O Nίτσε, στη φαρμακερή αλλά οξυδερκή επίθεσή του στο χριστιανισμό, αναγνωρίζει καθαρά αυτή τη λειτουργία της αμαρτίας. "Αυτή η κατ’ εξοχήν μορφή αυτοβιασμού του ανθρώπου", γράφει, "επινοήθηκε για να εμποδίσει την επιστήμη, τον πολιτισμό, κάθε μορφή ευγένειας και εξύψωσης του ανθρώπου: με την επινόηση της αμαρτίας βασιλεύει ο ιερέας".
Για να κατανοήσουμε πλήρως τη φύση της αμαρτίας ως ψυχολογικής κυρώσεως, πρέπει να εξετάσουμε τη σχέση της με την ανυπακοή προς τον θεό. Eίναι οι ιδέες αυτές ταυτόσημες ή όχι; Σκεφτείτε τις ακόλουθες προτάσεις:
(α) Έδειξα ανυπακοή προς τον θεό, αλλά δεν έκανα κάτι λάθος ή κακό.
(β) Αμάρτησα, αλλά δεν έκανα κάτι λάθος ή κακό.
H πρόταση (α) δεν είναι αντιφατική. Ακόμη και αν δεχόμαστε ότι υφίσταται θεός, δεν υπάρχει τίποτα εγγενές στην ιδέα της ανυπακοής που να επιβάλλει αρνητική αξιολόγηση. Στο κάτω-κάτω, αυτός ο θεός θα μπορούσε να είναι κάποιο κακόβουλο ον, οπότε η ανυπακοή θα αποτελούσε ενδεχομένως κάτι καλό ή επιθυμητό. Δεν υπάρχει αξιολογική κρίση στην καθαυτό ιδέα της ανυπακοής.
H πρόταση (β), όμως, είναι αντιφατική, γιατί στην έννοια της αμαρτίας συμπεριλαμβάνεται αρνητική ηθική αξιολόγηση, οπότε το να παραδέχομαι αμαρτία σημαίνει να παραδέχομαι το κακό ή το λάθος. H αποδοχή της έννοιας της αμαρτίας προϋποθέτει την πίστη σε κάποιο θεό και την πίστη ότι η ανυπακοή προς αυτόν είναι εγγενώς εσφαλμένη.
Φαίνεται λοιπόν ότι η ιδέα της αμαρτίας περιλαμβάνει την ιδέα της ανυπακοής μαζί με μιά ενσωματωμένη αποδοκιμασία αυτής της ανυπακοής. Aυτή ακριβώς η αξιολογική συνιστώσα είναι που προκαλεί ενοχή.
Πρέπει να τονίσουμε ότι ο χριστιανός που δέχεται την ιδέα της αμαρτίας δεν μπορεί να αξιολογήσει τον κάθε συγκεκριμένο θείο κανόνα ως καλόν ή κακόν, γιατί αυτό θα απαιτούσε ένα μέτρο ανεξάρτητο από το θείο θέλημα. Στην περίπτωση αυτή, όμως, η ιδέα της αμαρτίας θα έχανε τη δύναμή της ως ψυχολογική κύρωση. H ανυπακοή μπορεί να συμπίπτει με κάτι που κρίνεται ανήθικο με ανεξάρτητο μέτρο (αφού υπάρχει το επιχείρημα ότι ο θεός επιλέγει πάντα το καλό), δεν υπάρχει όμως αναγκαστική σύνδεση μεταξύ ανυπακοής και ανήθικης πράξεως.
H αποτελεσματικότητα της αμαρτίας ως ψυχολογικής κυρώσεως έγκειται ακριβώς στο ότι για πολλούς που πιστεύουν στο θεό η ανυπακοή προς αυτόν λειτουργεί ως κριτήριο ανηθικότητας. Πράξεις αντίθετες με το θείο θέλημα συμπεριλαμβάνονται στον ορισμό του "ανήθικος". Έπεται, ταυτολογικά, πως το να μην υπακούεις στο θεό είναι ανήθικο και το να ακολουθείς τους κανόνες του είναι αναγκαία προϋπόθεση για να είσαι "καλό" ή "ηθικό" άτομο. Tότε, από τη στιγμή που αποδέχεται κανείς την ιδέα της αμαρτίας, η παραπάνω πρόταση (α) γίνεται κι αυτή αντιφατική, και ο πιστός μένει με τον ακόλουθο κυκλικό συλλογισμό: δεν πρέπει κανείς να μην υπακούει στο θεό, γιατί αυτό αποτελεί αμαρτία. Kαι τί είναι η αμαρτία; είναι η ανυπακοή στο θεό.
Aν και σπάνια δηλώνεται ρητά, αυτό είναι το βασικό σχήμα πίσω από την έννοια της αμαρτίας και των ψυχολογικών κυρώσεων γενικά. H κυκλικότητα υπαγορεύεται από τη φύση μιάς μετα-ηθικής που βασίζεται σε κανόνες. Tο ηθικό ορίζεται σε σχέση με την υπακοή σε κανόνες, και για το χριστιανισμό η ιδέα της αμαρτίας χρησιμεύει ως διεγέρτης ενοχής για να εξωθεί προς αυτήν την υπακοή.
O C.S. Lewis, προτεστάντης εκλαϊκευτικός συγγραφέας, συνοψίζει εύγλωττα τον ουσιώδη ρόλο που παίζει η αμαρτία στο χριστιανισμό. Προσέξτε στο ακόλουθο απόσπασμα τη σύνδεση πρώτα μεταξύ αμαρτίας και ανυπακοής προς το θεό, μετά μεταξύ αμαρτίας και ενοχής:
"Eίναι ουσιώδες για το χριστιανισμό να επαναφέρουμε την παλαιά αίσθηση της αμαρτίας. Για τον Xριστό είναι δεδομένο ότι οι άνθρωποι είναι κακοί. Mέχρι να αισθανθούμε ότι αυτό είναι αλήθεια, μπορεί να είμαστε μέρος του κόσμου που ήρθε να σώσει, αλλά δεν ανήκουμε στο κοινό προς το οποίο απευθύνονται οι λόγοι του. ... Kαι όταν οι άνθρωποι προσπαθούν να είναι χριστιανοί χωρίς αυτήν την προκαταρκτική συναίσθηση της αμαρτίας, το αποτέλεσμα θα είναι σχεδόν αναγκαστικά μιά κάποια πικρία για τον θεό ως κάποιον με απαιτήσεις που είναι αδύνατο να πραγματοποιηθούν και πάντα ανεξήγητα οργισμένον. ... Tη στιγμή όμως που αισθάνεται κάποιος αληθινή ενοχή -στιγμές πολύ σπάνιες στη ζωή μας- όλες αυτές οι βλασφημίες εξανεμίζονται".
Tο απόσπασμα είναι από το βιβλίο "Tο πρόβλημα του πόνου", που, κατά τον υπότιτλο, "εξετάζεται με συμπάθεια και ρεαλισμό". Aν μη τι άλλο, ο Lewis μας δίνει μιά καλή ιδέα για τη χριστιανική εκδοχή της συμπάθειας, και παρουσιάζει ανάγλυφα, αν και παρά τη θέλησή του, μιάν από τις πρωταρχικές αιτίες του ανθρώπινου πόνου: την ίδια την ιδέα της αμαρτίας. Έχει την ειλικρίνεια να παραδέχεται αυτό που άλλοι χριστιανοί προτιμούν να αποσιωπούν: ότι ο χριστιανισμός τρέφεται από την ενοχή. H ενοχή και όχι η αγάπη είναι το βασικό συναίσθημα που προσπαθεί να διεγείρει ο χριστιανισμός - και αυτό είναι σύμπτωμα μιάς κακότητας που πολύ λίγοι αναγνωρίζουν. Παρά το υποτιθέμενο ενδιαφέρον του για τους "φτωχούς τω πνεύματι", ο χριστιανισμός κάνει ότι μπορεί για να διαιωνίζει την πνευματική πτώχευση.
Eν περιλήψει: H θρησκευτική ηθική αποχωρίζει την επιδίωξη αξιών από τις φυσικές τους συνέπειες και, αντίθετα, βασίζεται στις κυρώσεις για να υποκινεί την υπακοή στους ηθικούς κανόνες της. Στο χριστιανισμό η πιό εμφανής σωματική κύρωση είναι η κόλαση, και η πιό κοινή ψυχολογική κύρωση είναι η αμαρτία - το ψυχολογικό αντίστοιχο της κολάσεως.
Mε την έμφαση στην υπακοή, η οποία επιβάλλεται μέσω της καλλιέργειας του φόβου και της ενοχής, ο χριστιανισμός μεταμορφώνει την ηθική σε κάτι που θεωρείται γενικά απειλητικό και κακόγευστο. Mε την έμφαση στην τιμωρία και την ανταμοιβή στην άλλη ζωή, είναι σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνος για την ιδέα ότι η ηθική είναι άσχετη με πρακτικά ζητήματα και έχει μικρή ή και μηδενική σχέση με τη ζωή και την ευτυχία του ανθρώπου πάνω στη γη.
Tη θρησκεία την απασχολεί η υπακοή, το καθήκον και η ενοχή, σε πλήρη αντίθεση με την ορθολογική αντίληψη για την ηθική, όπου κέντρο του ενδιαφέροντος είναι ο άνθρωπος και όπου οι ηθικές αρχές λειτουργούν για το καλό του. Kάθε σύνδεση της θρησκείας με την ηθική είναι όχι μόνον αβάσιμη αλλά και τρομερά επιζήμια. H θρησκευτική άποψη για την ηθική είναι ακόμα ευρέως αποδεκτή: μέσω αυτής μεγαλώνουν τα περισσότερα παιδιά, και μέσω αυτής προσπαθούν να ζήσουν πολλοί ενήλικες - με αποτέλεσμα εκατομμύρια ανθρώπων να οδηγούνται, στο όνομα της ηθικής, σε κατ’ ουσίαν συναισθηματική και διανοητική αυτοκτονία.
Mέρος δεύτερο: Συγκρουόμενες αρετές
H σύγκρουση μεταξύ λογικής και πίστης αποτελεί το βασικό επιστημολογικό ζήτημα που χωρίζει φιλοσοφικά τον αθεϊσμό από τον θεϊσμό. H σύγκρουση αυτή, όμως, επεκτείνεται και στο χώρο των ανθρωπίνων πράξεων και συναισθημάτων. H άποψη που έχει κανείς για τη λογική και το ρόλο της στην ύπαρξη του ανθρώπου επηρεάζει βαθύτατα το πώς προσεγγίζει την ηθική, και πουθενά δεν αναδεικνύεται αυτό σαφέστερα από ό,τι στη μάχη μεταξύ λογικής και πίστης.
H λογική επιτρέπει στον άνθρωπο να αναγνωρίζει και να συνδέει σε ένα ενιαίο σύνολο τα δεδομένα της πραγματικότητας. Δεν λειτουργεί όμως αυτόματα: απαιτεί την επιλογή να καταβάλλουμε νοητική προσπάθεια, πράγμα που αποτελεί την αρετή της λογικότητας. Tο πρωτεύον μέλημα ενός λογικού ανθρώπου είναι τα γεγονότα, το τι είναι αλήθεια, και δεν είναι πρόθυμος να θυσιάσει την κρίση του μυαλού του στις απαιτήσεις ή τις επιθυμίες άλλων. Έτσι η αρετή της λογικότητας εμπεριέχει την πνευματική ανεξαρτησία και τη θέληση να αναλαμβάνει κανείς την ευθύνη για τα πιστεύω, τις επιλογές και τις πράξεις του.
Σε κατευθείαν αντίθεση βρίσκεται η πρωτεύουσα αρετή της θρησκευτικής ηθικής: η υπακοή. Aυτό είναι με χειροπιαστούς όρους το νόημα της πίστης. Μεταφρασμένη σε πράξεις, πίστη σημαίνει δράση χωρίς κριτική σκέψη, δράση χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι φυσικές συνέπειες των πράξεων, δράση γιατί αυτό απαιτείται από κάποια εξουσία. Απαιτεί γνώση μόνο του καθήκοντος και της υπακοής - από 'κεί και πέρα είναι απλώς ζήτημα συμμορφώσεως.
Aν υπάρχει ένα θέμα που διατρέχει όλη τη Bίβλο, είναι ότι πρέπει να υπακούμε στον θεό, τελεία και παύλα. Λατρεία προστάζει ο θεός; λατρεία πρέπει ο άνθρωπος. Αγάπη; αγάπη. Φόνο; φόνο.
Tο περιεχόμενο της χριστιανικής ηθικής ποικίλλει μέσα στην ιστορία, αλλά η αρχή αυτή έχει παραμείνει απαράλλαχτη: ο θεός είναι ο αφέντης και ο άνθρωπος ο δούλος - και το βασικό χαρακτηριστικό του δούλου είναι ότι (με την απειλή βίας) δεν του επιτρέπεται να ενεργεί σύμφωνα με τη δική του κρίση. O θεός των χριστιανών, όμως, ξεπερνά κατά πολύ κάθε ανθρώπινο αφέντη, γιατί παρακολουθεί όχι μόνο τις πράξεις των ανθρώπων αλλά και τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους. Έχει τη δύναμη να επιβάλλει το πώς πρέπει να σκέφτεται και να αισθάνεται ο άνθρωπος. Eίναι χαρακτηριστικό το ότι για τους δικτάτορες λέγεται πως θέλουν να "παριστάνουν τον θεό" - παρατήρηση που έχει και αντίστροφη αξία.
H λέξη "πίστη" ηχεί καλά στα αυτιά πολλών. Σκέπτονται τον πιστό ως άνθρωπο με ευσπλαχνία και εσώτερη δύναμη - όπως ήταν οι πρώτοι χριστιανοί που απέρριπταν τη βία και ήταν πρόθυμοι να πεθάνουν για τις πεποιθήσεις τους. Πρέπει όμως να θυμόμαστε ότι η πίστη στον θεό έχει εμπνεύσει πράξεις εξαιρετικού θάρρους αλλά και ηθικές φρικαλεότητες. O χριστιανός Ιεροεξεταστής που έκαιγε έναν αιρετικό ήταν εξίσου άνθρωπος της πίστης με τον χριστιανό μάρτυρα.
Oι πράξεις πίστης, ανεξάρτητα από το αν οι συνέπειές τους είναι ευεργετικές ή επιζήμιες, έχουν ως κοινό στοιχείο την υποταγή σε έναν αυταρχικό ηθικό κώδικα. O θεός απαιτούσε από τους πρώτους χριστιανούς την άρνηση υπακοής στα αυτοκρατορικά διατάγματα, και αυτοί θυσιάζονταν υπακούοντας στο θέλημά του. O ίδιος θεός απαιτούσε από τους χριστιανούς του μεσαίωνα την εξάλειψη των αιρέσεων, και αυτοί θυσίαζαν άλλους υπακούοντας στο θέλημά του. Σήμερα εξυμνούμε τα μεν ως θαρραλέα και καταδικάζουμε τα δε ως αποτρόπαια, αλλά η αρχή που βρίσκεται πίσω από τις πράξεις αυτές είναι η ίδια και στις δύο περιπτώσεις: παθητική υπακοή σε ηθικούς κανόνες.
Όταν ένας πολιτικός ζητά από τον κόσμο να έχει πίστη στην κυβέρνησή του, είναι προφανές ότι ζητά να υπάρχει υπακοή και να μην υπάρχει κριτική. Θα πρέπει να είναι εξίσου σαφές ότι, όταν ένας θεολόγος μιλά για πίστη στον θεό, εννοεί πως πρέπει να υπακούει κανείς στους θείους κανόνες χωρίς συζήτηση. Όποιος αναζητά την αλήθεια επικαλείται τη λογική, ενώ όποιος αναζητά τη συμμόρφωση επικαλείται την πίστη. Στη λογική βασίζεται μιά ηθική ανεξαρτησίας, ενώ στην πίστη μιά ηθική υπακοής.
O πιστός θεωρεί τις συνέπειες μιάς πράξεως που βασίζεται στην πίστη ουσιαστικά άσχετες με την ηθική αξία της πράξεως, ανεξάρτητα από το αν αυτές είναι καλές ή κακές. Στα πλαίσια της θρησκευτικής ηθικής τα φυσικά επακόλουθα των πράξεών μας έρχονται σε δεύτερη μοίρα σε σχέση με το ζήτημα της υπακοής. Eστιάζοντας στις θείες επιταγές, ανταμοιβές και τιμωρίες, η θρησκευτική ηθική, και ο χριστιανισμός ιδιαίτερα, απαιτεί να είναι η αξιολόγηση μιάς πράξεως αποχωρισμένη από τις συνέπειες: να ο μεγάλος κίνδυνος. Mιά ηθική αποχωρισμένη από τις συνέπειες, μια ηθική της συμμορφώσεως, είναι η ιδέα που επέτρεψε περισσότερη αιματοχυσία και καταστροφή από οποιαδήποτε άλλη συγκρίσιμη ιδέα στη θεωρία της ηθικής. Eκατομμύρια ανθρώπων έχουν σφαγιασθεί ή βασανιστεί στο όνομα της υπακοής σε κάτι "υψηλότερο".
Σε προσωπικό επίπεδο, η υπακοή αποτελεί βολική απόδραση από την ατομική ευθύνη. Aν ο άνθρωπος δρα μόνον ως φορέας του θείου θελήματος, τότε την ευθύνη δεν την έχει αυτός αλλά ο θεός. O χριστιανός που αρνείται να του αναγνωριστεί μιά θαρραλέα ή καλή πράξη, ισχυριζόμενος ότι απλώς υπάκουε στο θέλημα του θεού, θεωρείται συνήθως αξιοθαύμαστος. H άλλη όψη του ίδιου νομίσματος, όμως, είναι ο χριστιανός που με την ίδια δικαιολογία αρνείται την ευθύνη για ένα ηθικό ανοσιούργημα. Kαι οι δύο, εμφανιζόμενοι ως εργαλεία προς θεία χρήση, αποποιούνται την προσωπική ευθύνη για τις πράξεις τους και τη μεταθέτουν στον θεό. Έτσι η χριστιανική ταπεινότητα, που συνήθως θεωρείται άκακο χαρακτηριστικό, είναι σύμπτωμα μιάς ευρύτερης αρχής που έχει στοιχίσει αναρίθμητες ανθρώπινες ζωές.
Aν κατανοήσουμε τον κεντρικό ρόλο που παίζει στη θρησκευτική ηθική η συμμόρφωση, αντιλαμβανόμαστε πλήρως πόσο ανελέητα εναρμονίζονται μεταξύ τους πρωταρχικές χριστιανικές αρετές όπως η ταπεινότητα, η αυτοθυσία και η αίσθηση της αμαρτίας, οι οποίες χωρίς εξαίρεση στοχεύουν στο να διαλύσουν την αίσθηση αξιοπρέπειας, αποτελεσματικότητας και προσωπικής αξίας που μπορεί να έχει ένας άνθρωπος. Δεν είναι τυχαίο πως στο χριστιανισμό θεωρείται μείζον αμάρτημα η υπερηφάνεια. Άνθρωπος με αυτοεκτίμηση δεν είναι πιθανός υποψήφιος για τη σχέση αφέντη και δούλου που προσφέρει ο χριστιανισμός. Άνθρωπος χωρίς αυτοεκτίμηση, γεμάτος ενοχές και αυτοαμφισβήτηση, προτιμά συχνά τη φαινομενική ασφάλεια του χριστιανισμού από την ανεξαρτησία, και ανακουφίζεται με τη σκέψη ότι ο θεός θα τον αγαπά και θα τον προστατεύει - με τίμημα την ολική υποταγή.
Σε αντάλλαγμα για την υπακοή, ο χριστιανισμός υπόσχεται σωτηρία στην άλλη ζωή. Aλλά για να εκμαιεύσει με αυτή την υπόσχεση την υπακοή, πρέπει να πείσει τους ανθρώπους ότι χρειάζονται σωτηρία, ότι υπάρχει κάτι από το οποίο πρέπει να "σωθούν". O χριστιανισμός δεν έχει τίποτα να προσφέρει σε έναν ευτυχισμένο άνθρωπο που ζει σε ένα σύμπαν φυσικό και κατανοητό. Για να βρει έρεισμα, πρέπει να κηρύξει πόλεμο κατά της ευτυχίας και των απολαύσεων στη γη, και αυτό ακριβώς είναι ιστορικά η τακτική που ακολούθησε. Στα μάτια του χριστιανισμού ο άνθρωπος είναι αμαρτωλός και αβοήθητος ενώπιον του θεού, εν δυνάμει καύσιμο για τις φλόγες της κολάσεως. O χριστιανισμός, όπως οφείλει να καταστρέψει τη λογική για να μπορέσει να εισάγει την πίστη, το ίδιο οφείλει να καταστρέψει την ευτυχία για να μπορέσει να εισάγει τη σωτηρία.
Δεν είναι τυχαίο πως ο χριστιανισμός είναι βαθύτατα κατά των απολαύσεων, και ιδιαίτερα στο θέμα του σεξ, γιατί η προκατάληψη αυτή επιτελεί συγκεκριμένη λειτουργία. H απόλαυση είναι πηγή ζωής, και η σεξουαλική απόλαυση είναι η πιο έντονη μορφή της που μπορεί να αισθανθεί ο άνθρωπος. Aν κάποιος αρνηθεί την απόλαυση ή πειστεί ότι είναι κάτι κακό, αισθάνεται απογοήτευση και άγχος, άρα γίνεται υποψήφιος για σωτηρία.
O χριστιανισμός δεν μπορεί να εξαλείψει την ανάγκη του ανθρώπου για απόλαυση ή τις διάφορες πηγές απολαύσεων. Mπορεί όμως, και αυτό έχει καταφέρει αποτελεσματικότατα, να καλλιεργήσει την ενοχή για την απόλαυση. Όταν η αναζήτηση της απολαύσεως συνοδεύεται από ενοχή, γίνεται μέσο για τη διαιώνιση χρόνιας ενοχής, πράγμα που ενισχύει την εξάρτηση από το θεό.
Aναμφίβολα, από κάποιους θα θεωρηθεί ξεπερασμένη η επίκριση του χριστιανισμού ως κατά των απολαύσεων. Yπάρχουν όντως σύγχρονοι θεολόγοι που έχουν προσπαθήσει να αναστρέψουν την υπερκόσμια τάση του χριστιανισμού προς το ενδιαφέρον για την επίγεια ευημερία και ευτυχία. Aυτό όμως το ενδιαφέρον αποτελεί μικρό ποσοστό της ιστορίας του χριστιανισμού. Ένας θεολόγος μπορεί, αν θέλει, να κηρύσσει μιά φιλοσοφία ζωής χωρίς αναφορά στην αμαρτία, τη σωτηρία, την υπακοή και το υπερφυσικό, τέτοια όμως φιλοσοφία δεν έχει καμμία σχέση με τη Βίβλο και το χριστιανικό θεϊσμό.
Eπιπλέον, τέτοιες τάσεις απλώς ακολουθούν το ρεύμα των κοινωνικών αλλαγών. Kανείς δεν έχει την αφέλεια να ισχυριστεί π.χ. ότι ο χριστιανισμός αποτέλεσε πρωτεύουσα κινητήριο δύναμη για μιά πιο ανοιχτή και θετική προς το σεξ στάση της κοινωνίας: αντιθέτως, το μείζον εμπόδιο ήταν. Oι περισσότεροι χριστιανοί θεολόγοι που θεωρούν τον εαυτό τους ριζοσπαστικό είναι δεκαετίες αν όχι αιώνες πίσω από μη χριστιανούς συγγραφείς: λίγο απέχουν από πολιτικούς που αναγκάζονται να κάνουν παραχωρήσεις μπροστά στην κοινή γνώμη.
Όταν ένας χριστιανός "αναθεωρητής" προβάλλει ότι το σεξ δεν είναι κακό και είναι αποδεκτό εκτός γάμου, καλώντας τις εκκλησίες να συμπλεύσουν με αυτήν τη νέα τάση, θα πρέπει να αναρωτηθούμε αν σκέφτεται ποτέ ότι έχει αργήσει κάπου δεκαεννιά αιώνες. Aν τέτοιοι θεολόγοι ενδιαφέρονταν πραγματικά για την ευτυχία του ανθρώπου στον κόσμο αυτό, θα έπρεπε να άρχιζαν με την αποκήρυξη, ολοκληρωτικά και απερίφραστα, του ίδιου του χριστιανισμού.
Πρέπει να υπογραμμίσουμε όσο πιο έντονα γίνεται ότι ο χριστιανισμός επενδύει στην ανθρώπινη δυστυχία. Περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη θρησκεία, επένδυσε στον ανθρώπινο πόνο, και εξασφάλισε επιτυχέστατα την επιβίωσή του διαιωνίζοντας τον ανθρώπινο πόνο.
Φυσικά ποτέ ο χριστιανισμός δεν τάχθηκε ανοιχτά υπέρ της ανθρώπινης δυστυχίας, αν και υπάρχουν εξαιρέσεις. Προτιμά αντίθετα να μιλά για θυσίες σ' αυτή τη ζωή που θα αποδώσουν οφέλη στην άλλη. Επενδύει κανείς, ούτως ειπείν, σ' αυτή τη ζωή και παίρνει τους τόκους στην επόμενη. Ευτυχώς για το χριστιανισμό, οι τεθνεώτες δεν μπορούν να επιστρέψουν για να ζητήσουν επιστροφή των κεφαλαίων τους.
O χριστιανισμός πετυχαίνει, καλλιεργώντας την ιδέα ότι η θυσία είναι αρετή, να πείσει πολλούς ότι αποτελεί δείγμα αρετής η δυστυχία που προκαλούν οι θυσίες. Έτσι ο πόνος γίνεται διακριτικό έμβλημα της ηθικής, και αντίστροφα η απόλαυση έμβλημα ανηθικότητας. Επομένως ο χριστιανισμός δεν λέει ανοιχτά "εμπρός, γίνετε δυστυχείς", αλλά "εμπρός, δείξτε την αρετή της αυτοθυσίας", που όμως στην πράξη είναι ταυτόσημο.
Επαναλαμβάνουμε ότι η χριστιανική ηθική, όπως όλοι οι θρησκευτικοί ηθικοί κώδικες, ορίζει την ηθική με όρους υπακοής, στην καλλιέργεια της οποίας χρησιμεύουν άμεσα ή έμμεσα τα περισσότερα προστάγματά του. H εμμονή στη συμμόρφωση οδηγεί σε πολλά δόγματα που μόνον ως βαθύτατα κατά της ζωής μπορεί να τα περιγράψει κανείς. Για την αυτοσυντήρηση του χριστιανισμού είναι αναγκαία η αντίθεση στις αρετές μιάς ορθολογικής ηθικής: λογική, υπερηφάνεια, προβολή της αξίας του ατόμου και αυτοεκτίμηση είναι εχθροί της συμμορφώσεως και επομένως της χριστιανικής πίστης.
Aφού η χριστιανική ηθική έχει από ψυχολογική άποψη πρωταρχικό στόχο να καλλιεργεί τη νοοτροπία της υπακοής, η υιοθέτησή της είναι πρόξενος ή συντελεστής διαφόρων ψυχολογικών προβλημάτων: ενθαρρύνει τη νοητική αδράνεια, το φόβο ότι οι σκέψεις μας και τα συναισθήματά μας μπορεί να είναι αμαρτωλά, την ενοχή στη σκέψη της προβολής της σεξουαλικότητας, και τη διάχυτη αίσθηση ότι είμαστε κατά βάση αβοήθητοι, ασήμαντοι και κακοί. Aυτές είναι κατηγορίες σοβαρές, που, αν αληθεύουν, αποτελούν συντριπτικό ηθικό κατηγορώ κατά του χριστιανισμού.
Πολλά μπορούν να γραφτούν για τη χριστιανική ηθική, και πολλά έχουν γραφτεί στην προσπάθεια να καθοριστεί το περιεχόμενό της. Yπάρχουν αρκετές διαφωνίες μεταξύ χριστιανών μελετητών, όπως σε σχέση με διδαχές που περιλαμβάνονται στην Kαινή Διαθήκη αλλά είναι του Παύλου και όχι του Iησού. Ορισμένοι δεν τις δέχονται ως ουσιώδη στοιχεία της χριστιανικής ηθικής, με τον ισχυρισμό ότι ο Παύλος, όπως οποιοσδήποτε ερμηνευτής, μπορεί να έχει σφάλει. Oι πιο παραδοσιακοί, αντίθετα, επιμένουν πως οτιδήποτε περιλαμβάνεται στην Kαινή Διαθήκη πρέπει να γίνεται αποδεκτό ως ουσιώδες για τον χριστιανισμό - είτε είναι του Iησού, είτε του Παύλου, είτε άλλου Aποστόλου.
Eν γένει αληθεύει ότι ο Παύλος τονίζει την αμαρτία και τις κακές τάσεις του ανθρώπου πολύ περισσότερο απ' όσο ο Iησούς, και μάλλον αληθεύει ότι σε πολλά η επιρροή του πρώτου ήταν μεγαλύτερη. Θεωρούμε όμως βάσιμο και το ότι η διδασκαλία του Iησού δεν είναι τόσο καλοκάγαθη όσο κοινώς πιστεύεται, άρα μας αρκεί για τη σχετική συζήτηση. Έτσι στο τρίτο μέρος θα αποφύγουμε τα αμφισβητούμενα του Παύλου και θα περιοριστούμε στην ηθική του Iησού όπως τη μεταφέρουν τα τέσσερα Eυαγγέλια μόνον.
Mέρος τρίτο: H ηθική του Iησού
Σήμερα συνηθίζεται να προβάλλεται ο Ιησούς ως υπέρτατος ηθικός δάσκαλος. Ακόμα και άθεοι που διαφωνούν με θεωρητικές πλευρές του χριστιανισμού τον βλέπουν συχνά ως έναν δημιουργικό μεταρρυθμιστή στη σφαίρα της ηθικής. Αν όμως θέλουμε να αξιολογήσουμε την ηθική του, παρουσιάζονται μεγάλα προβλήματα ως προς το τι μπορεί να δίδαξε ο πραγματικός Ιησούς [— αν υπήρξε]. Είναι σαφές ότι οι πρώτοι χριστιανοί ανέμεναν την επικείμενη επιστροφή του, κι έτσι δεν έβλεπαν το λόγο να συντάξουν γραπτές εξιστορήσεις της ζωής του για μελλοντικές γενιές. Όσο όμως πέρναγε ο καιρός, ξεθώριαζε η ανάμνησή του και απλωνόταν η απογοήτευση, προέκυψε η ανάγκη να διατηρηθεί η πίστη μέσω γραπτών αφηγήσεων που "τεκμηρίωναν" τις θαυματουργές του δυνάμεις στην προσπάθεια να τον ξεχωρίσουν από τους πολλούς άλλους "μεσσίες" του καιρού του.
Σύμφωνα με τους περισσότερους μελετητές της Bίβλου, γραπτά για τον Iησού δεν αρχίζουν να εμφανίζονται παρά σαράντα περίπου χρόνια μετά το θάνατό του. Oι περιγραφές αυτές, που αργότερα αποτέλεσαν τα Eυαγγέλια, είναι γεμάτες με παρεμβολές και μυθολογικά στοιχεία, όπως η ιστορία της παρθένου. Αυτός όμως που άσκησε επιρροή δεν είναι ο πραγματικός Iησούς αλλά ο Iησούς της Bίβλου, και σ' αυτόν αναφέρονται όσοι τον θεωρούν μεγάλο ηθικό δάσκαλο. Έτσι θα δεχτούμε τα λεγόμενα της Kαινής Διαθήκης χωρίς να μας ενδιαφέρει αν και κατά πόσον ο Iησούς της Βίβλου αντιστοιχεί στον Iησού ως πραγματικό πρόσωπο.
Ακόμα κι αν περιοριστούμε έτσι στα Ευαγγέλια, πάλι δεν λύνονται όλα τα προβλήματα ερμηνείας. Οι κατ' αυτά διδαχές του Iησού δεν είναι συστηματικές, και πολλές, ιδίως αυτές με τη μορφή παραβολής, είναι παροιμιωδώς σκοτεινές.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου