Τα Ηθικά Νικομάχεια (Θ και Ι, Περί Φιλίας) ορίζουν αρχικά τον φιλικό δεσμό ως «ενεργή και αμοιβαία ευμένεια» και διακρίνουν πολλά είδη ανάλογα με τους στόχους της: χρησιμότητα, ευχαρίστηση, αρετή. Η τελευταία αυτή λέξη, ήδη πολύσημη, καταδεικνύει την αναζήτηση του αγαθού και της γνώσης. Είναι μια προδιάθεση της ψυχής που αποκτάται αργά και προοδευτικά μέσα από τη βούληση. Μόνο η ενάρετη φιλία χαρακτηρίζεται «αληθινή» ή «τέλεια».
Αυτή η ηθική σύλληψη δεν εμποδίζει τον Αριστοτέλη να ξεχωρίσει από αυτήν τη ψυχοσυναισθηματική διάσταση της φιλίας:
«Αν όλοι οι πολίτες ασκούσαν τη φιλία μεταξύ τους, δεν θα είχαν ανάγκη τη δικαιοσύνη, και αν όμως θεωρούσαμε πως ήταν όλοι δίκαιοι, θα είχαν ανάγκη τη φιλία»
Σημαίνει ότι πράγματι βιώνουν ταυτόχρονα τη χαρά της μοιρασιάς και της ανταλλαγής, τη χαρά να «αισθάνονται πως υπάρχουν μαζί», εναλλάσσοντας στην ίδια κλίμακα τη δράση και την εσωτερικότητα.
Σε αντίθεση με τον Θεό, το ανθρώπινο ον δεν μπορεί διόλου να αρκεστεί στον εαυτό του και ο φίλος είναι το ίδιο απαραίτητος στην ευτυχία όσο το αντικείμενο στη γνώση. Αν είναι αλήθεια πως έχει τάση να αγαπάει τον εαυτό του, δεν είναι για αυτό εγωιστής ούτε εγωκεντρικός, στο μέτρο που δεν απομονώνεται σε αυτά που κατέχει αλλά επιδιώκει να δημιουργεί και να επικοινωνεί. «Η συνείδηση της ύπαρξης του αυξάνεται με τη συμμετοχή του στη συνείδηση των βιωμάτων που έχει ο φίλος», πράγμα που προϋποθέτει την εγγύτητα για να μπορεί να γίνει ανταλλαγή λόγων, σκέψεων και αισθημάτων. Συνοπτικά, η εξάσκηση μιας μεγάλης φιλίας συντηρεί ένα είδος ανάτασης στην καθημερινότητα και σταθερότητας στις δοκιμασίες.
Τέλος, ο Αριστοτέλης (ο.π., βιβλίο 9) εκτιμά πως «τα αισθήματα αγάπης για τους φίλους μπορεί να προέρχονται από τη φιλία για τον εαυτό». Ο ενάρετος άνθρωπος έχει τάση να εμμένει σε αυτό που είναι, χωρίς να επιθυμεί να γίνει άλλος, αλλά καλλιεργεί επίσης τη φιλία, γιατί «ο φίλος είναι ένας άλλος εαυτός». Αντίστροφα, τα κακά όντα έχουν τάση να αποφεύγονται, «αναζητώντας τη συντροφιά του άλλου μόνο για να βρουν λίγη λησμονιά». Ωστόσο ο φιλόσοφος δεν προσπαθεί να ορίσει περισσότερο «αυτό που επιτρέπει πράγματι να επιτύχει κανείς τη φιλία για τον εαυτό», προσθέτει όμως με χιούμορ: «ορισμένοι πιστεύουν εξάλλου πως έχει κάτι το υπερβολικό …».
Παρακάτω ο Αριστοτέλης, διακρίνει ρητά τη φιλία (προνομιακό δυαδικό δεσμό) από την εύνοια (ευμενής στάση γενικά απέναντι στον άλλον) και από την ομόνοια (είδος φιλίας πολιτών σε σχέση με μια κοινότητα ιδεών), αποδέχεται ωστόσο ένα είδος αμοιβαίας στήριξης των τριών διαδικασιών και του νοήματος τους, ιδέα που θα λάβει προέκταση σε κατοπινούς συγγραφείς και στην προφορική παράδοση.
Θα μπορούσε λοιπόν κανείς να πει πως ο Αριστοτέλης ως ψυχοκοινωνιολόγος είχε ήδη θεωρήσει τη φιλία ως διυποκειμενικό βίωμα, αλλά επίσης μέσα στη συνθήκη εξάσκησης της. Προσδιορίζει πράγματι παρεμπιπτόντως τις περισσότερο ή λιγότερο ευνοϊκές δομές μέσα στις οποίες εγγράφεται: παρεμφερή κατάσταση των εταίρων, τοπικές συνεταιρικές μορφές, ισχύουν πολιτικό σύστημα.
«Η θέση της φιλίας, όπως και της δικαιοσύνης, είναι περιορισμένη μέσα στην τυραννία. Είναι όμως υπολογίσιμη μέσα στη δημοκρατία, όπου πολλά πράγματα είναι πολλά πράγματα είναι κοινά και όπου οι πολίτες είναι ίσοι …»
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου