Κυριακή 20 Ιουνίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΣΟΦΟΚΛΗΣ - Ἀντιγόνη (1192-1243)

ΑΓ. ἐγώ, φίλη δέσποινα, καὶ παρὼν ἐρῶ,
κοὐδὲν παρήσω τῆς ἀληθείας ἔπος·
τί γάρ σε μαλθάσσοιμ᾽ ἂν ὧν ἐς ὕστερον
1195 ψεῦσται φανούμεθ᾽; ὀρθὸν ἁλήθει᾽ ἀεί.
ἐγὼ δὲ σῷ ποδαγὸς ἑσπόμην πόσει
πεδίον ἐπ᾽ ἄκρον, ἔνθ᾽ ἔκειτο νηλεὲς
κυνοσπάρακτον σῶμα Πολυνείκους ἔτι·
καὶ τὸν μέν, αἰτήσαντες ἐνοδίαν θεὸν
1200 Πλούτωνά τ᾽ ὀργὰς εὐμενεῖς κατασχεθεῖν,
λούσαντες ἁγνὸν λουτρόν, ἐν νεοσπάσιν
θαλλοῖς ὃ δὴ ᾽λέλειπτο συγκατῄθομεν,
καὶ τύμβον ὀρθόκρανον οἰκείας χθονὸς
χώσαντες αὖθις πρὸς λιθόστρωτον κόρης
1205 νυμφεῖον Ἅιδου κοῖλον εἰσεβαίνομεν.
φωνῆς δ᾽ ἄπωθεν ὀρθίων κωκυμάτων
κλύει τις ἀκτέριστον ἀμφὶ παστάδα,
καὶ δεσπότῃ Κρέοντι σημαίνει μολών·
τῷ δ᾽ ἀθλίας ἄσημα περιβαίνει βοῆς
1210 ἕρποντι μᾶλλον ἆσσον, οἰμώξας δ᾽ ἔπος
ἵησι δυσθρήνητον, ὦ τάλας ἐγώ,
ἆρ᾽ εἰμὶ μάντις; ἆρα δυστυχεστάτην
κέλευθον ἕρπω τῶν παρελθουσῶν ὁδῶν;
παιδός με σαίνει φθόγγος. ἀλλά, πρόσπολοι,
1215 ἴτ᾽ ἆσσον ὠκεῖς, καὶ παραστάντες τάφῳ
ἀθρήσαθ᾽, ἁρμὸν χώματος λιθοσπαδῆ
δύντες πρὸς αὐτὸ στόμιον, εἰ τὸν Αἵμονος
φθόγγον συνίημ᾽, ἢ θεοῖσι κλέπτομαι.
τάδ᾽ ἐξ ἀθύμου δεσπότου κελευσμάτων
1220 ἠθροῦμεν· ἐν δὲ λοισθίῳ τυμβεύματι
τὴν μὲν κρεμαστὴν αὐχένος κατείδομεν,
βρόχῳ μιτώδει σινδόνος καθημμένην,
τὸν δ᾽ ἀμφὶ μέσσῃ περιπετῆ προσκείμενον,
εὐνῆς ἀποιμώζοντα τῆς κάτω φθορὰν
1225 καὶ πατρὸς ἔργα καὶ τὸ δύστηνον λέχος.
ὃ δ᾽ ὡς ὁρᾷ σφε, στυγνὸν οἰμώξας ἔσω
χωρεῖ πρὸς αὐτὸν κἀνακωκύσας καλεῖ·
ὦ τλῆμον, οἷον ἔργον εἴργασαι· τίνα
νοῦν ἔσχες; ἐν τῷ συμφορᾶς διεφθάρης;
1230 ἔξελθε, τέκνον, ἱκέσιός σε λίσσομαι.
τὸν δ᾽ ἀγρίοις ὄσσοισι παπτήνας ὁ παῖς,
πτύσας προσώπῳ κοὐδὲν ἀντειπών, ξίφους
ἕλκει διπλοῦς κνώδοντας, ἐκ δ᾽ ὁρμωμένου
πατρὸς φυγαῖσιν ἤμπλακ᾽· εἶθ᾽ ὁ δύσμορος
1235 αὑτῷ χολωθείς, ὥσπερ εἶχ᾽, ἐπενταθεὶς
ἤρεισε πλευραῖς μέσσον ἔγχος, ἐς δ᾽ ὑγρὸν
ἀγκῶν᾽ ἔτ᾽ ἔμφρων παρθένῳ προσπτύσσεται·
καὶ φυσιῶν ὀξεῖαν ἐκβάλλει ῥοὴν
λευκῇ παρειᾷ φοινίου σταλάγματος.
1240 κεῖται δὲ νεκρὸς περὶ νεκρῷ, τὰ νυμφικὰ
τέλη λαχὼν δείλαιος εἰν Ἅιδου δόμοις,
δείξας ἐν ἀνθρώποισι τὴν ἀβουλίαν
ὅσῳ μέγιστον ἀνδρὶ πρόσκειται κακόν.

***
ΑΓΓ. Εγώ, που ήμουν και μπρος, βασίλισσά μου,
θα σου πω δίχως τίποτα να κρύψω
την πάσ᾽ αλήθεια· και γιατί να θέλω
να σου μαλάξω το κακό, αφού θά ᾽βγω
ψεύτης κατόπι; ο μόνος ίσιος δρόμος
είναι ή αλήθεια πάντα — Και λοιπόν
τον άντρα σου ακλουθούσα εγώ, οδηγός του,
προς τα ψηλά του κάμπου, όπου κειτόνταν
το ανελέητο ακόμα το κουφάρι
του Πολυνείκη σκυλοσπαραγμένο·
και εκεί αφού στην Ενόδια την Εκάτη
και στον Πλούτωνα κάμαμε δεήσεις
1200 να σπλαχνιστούν και πάψουν την οργή τους,
λούσαμε εκείνον με νερό αγιασμένο
και σε νιόκοφτα κάψαμε ελιοκλάδια
όλα τ᾽ απομεινάρια του κορμιού του·
κι έπειτα αφού σωριάσαμε αποπάνω
με χώμα της πατρίδας ψηλό τάφο,
κινήσαμε για την πετροχτισμένη
βραχοσπηλιά, που ήταν κλεισμένη η κόρη,
η νύφη του Άδη, όταν από μακριά
μια φωνή κάποιος άκουσε να σκούζει
σπαραχτικά απ᾽ το μέρος του άκλαφτου
του τάφου κι ευτύς τρέχει και το λέει
στον Κρέοντα, και καθώς εκείνος φτάνει
όλο και πιο κοντά, χτυπάει τ᾽ αυτί του
αξεδιάλυτος βόγγος πικρού θρήνου·
1210 κι ευτύς ξεσπάει στενάζοντας σε λόγια
κακοθρήνητα: «Οϊμένα συφορά μου,
μην είμαι άραγε μάντης; μήπως είναι
αυτός ο πιο δυστυχισμένος δρόμος
πὄκαμα ως τώρα; του παιδιού μου ακούω
τη φωνούλα· μα τρέξετ᾽ εσείς, δούλοι,
γρήγορα πιο κοντά, γύρω στον τάφο,
τραβήχτε από το πρόχωμα την πέτρα
που του φράζει την είσοδο και μπείτε
ώς μέσα μέσα στο άνοιγμα, να δείτε
αν είν᾽ του Αίμονα η φωνή που ακούω,
ή με γελούνε οι θεοί.» Και μεις έτσι όπως
μας πρόσταξε βαρύθυμος ο αφέντης,
1220 μπαίνομε και τί βλέπομε; στο βάθος
του τάφου μέσα κρεμασμένη εκείνη
με γύρω στο λαιμό θηλιά στριμμένη
απ᾽ τη δίμιτη ζώστρα της και κείνον
να την κρατάει απ᾽ τη μέση της πεσμένος
πάνω της σα χαμένος και να σκούζει
και να θρηνεί το νεκρό του το ταίρι,
του πατέρα του τα έργα και το γάμο
τον άτυχό του· μα καθώς τον βλέπει
ο Κρέοντας, μ᾽ ένα βαθύ βόγγο τρέχει
θρηνώντας μέσα, προχωρεί κοντά του
και του κράζει: «Ταλαίπωρε, τί πράμα
είν᾽ αυτό πὄχεις κάμει; τί έχεις βάλει
στο νου σου; από τί πας και χάνεσαι έτσι;
1230 έβγα έξω, γιε μου έβγα σε ξορκίζω.»
Μα ρίχνοντάς του άγριες ματιές εκείνος
τον έφτυσε στο πρόσωπο και δίχως
ούτε λέξη να πει, τραβάει απ᾽ τη θήκη
το δίκοπο σπαθί του, μα ο πατέρας
φεύγοντας ρίχτηκ᾽ έξω να γλιτώσει·
και καθώς δεν τον πέτυχε, οργισμένος
με τον εαυτό του, ο άμοιρος, έτσι ως ήταν
τέντωσε πίσω το κορμί και μπήγει
το σπαθί του ως τη μέση στα πλευρά του·
και ενώ ανάσαινε ακόμα, παίρνει μέσα
στ᾽ αδρανισμένα χέρια του την κόρη
κι αγκομαχώντας ξετινάζει βρύση
το αίμα του στάλες κόκκινες απάνω
στ᾽ άσπρο το μάγουλό της, ώσπου μένει
1240νεκρός απάνω στη νεκρή· και του έλαχ᾽ έτσι
στον Άδη καν, ο δόλιος, να γιορτάσει
τους γάμους του, παράδειγμα στον κόσμο,
πως άλλο πιο μεγάλο δεν υπάρχει
στον άνθρωπο κακό απ᾽ την ακρισία.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου