[505c] Πῶς γὰρ οὐχί, ἦν δ᾽ ἐγώ, εἰ ὀνειδίζοντές γε ὅτι οὐκ ἴσμεν τὸ ἀγαθὸν λέγουσι πάλιν ὡς εἰδόσιν; φρόνησιν γὰρ αὐτό φασιν εἶναι ἀγαθοῦ, ὡς αὖ συνιέντων ἡμῶν ὅτι λέγουσιν, ἐπειδὰν τὸ τοῦ ἀγαθοῦ φθέγξωνται ὄνομα.Ἀληθέστατα, ἔφη.
Τί δὲ οἱ τὴν ἡδονὴν ἀγαθὸν ὁριζόμενοι; μῶν μή τι ἐλάττονος πλάνης ἔμπλεῳ τῶν ἑτέρων; ἢ οὐ καὶ οὗτοι ἀναγκάζονται ὁμολογεῖν ἡδονὰς εἶναι κακάς;
Σφόδρα γε.
Συμβαίνει δὴ αὐτοῖς οἶμαι ὁμολογεῖν ἀγαθὰ εἶναι καὶ κακὰ ταὐτά. ἦ γάρ;
[505d] Τί μήν;
Οὐκοῦν ὅτι μὲν μεγάλαι καὶ πολλαὶ ἀμφισβητήσεις περὶ αὐτοῦ, φανερόν;
Πῶς γὰρ οὔ;
Τί δέ; τόδε οὐ φανερόν, ὡς δίκαια μὲν καὶ καλὰ πολλοὶ ἂν ἕλοιντο τὰ δοκοῦντα, κἂν ‹εἰ› μὴ εἴη, ὅμως ταῦτα πράττειν καὶ κεκτῆσθαι καὶ δοκεῖν, ἀγαθὰ δὲ οὐδενὶ ἔτι ἀρκεῖ τὰ δοκοῦντα κτᾶσθαι, ἀλλὰ τὰ ὄντα ζητοῦσιν, τὴν δὲ δόξαν ἐνταῦθα ἤδη πᾶς ἀτιμάζει;
Καὶ μάλα, ἔφη.
Ὃ δὴ διώκει μὲν ἅπασα ψυχὴ καὶ τούτου ἕνεκα πάντα [505e] πράττει, ἀπομαντευομένη τι εἶναι, ἀποροῦσα δὲ καὶ οὐκ ἔχουσα λαβεῖν ἱκανῶς τί ποτ᾽ ἐστὶν οὐδὲ πίστει χρήσασθαι μονίμῳ οἵᾳ καὶ περὶ τἆλλα, διὰ τοῦτο δὲ ἀποτυγχάνει καὶ τῶν ἄλλων εἴ τι ὄφελος ἦν, περὶ δὴ τὸ τοιοῦτον καὶ [506a] τοσοῦτον οὕτω φῶμεν δεῖν ἐσκοτῶσθαι καὶ ἐκείνους τοὺς βελτίστους ἐν τῇ πόλει, οἷς πάντα ἐγχειριοῦμεν;
Ἥκιστά γ᾽, ἔφη.
Οἶμαι γοῦν, εἶπον, δίκαιά τε καὶ καλὰ ἀγνοούμενα ὅπῃ ποτὲ ἀγαθά ἐστιν, οὐ πολλοῦ τινος ἄξιον φύλακα κεκτῆσθαι ἂν ἑαυτῶν τὸν τοῦτο ἀγνοοῦντα· μαντεύομαι δὲ μηδένα αὐτὰ πρότερον γνώσεσθαι ἱκανῶς.
Καλῶς γάρ, ἔφη, μαντεύῃ.
Οὐκοῦν ἡμῖν ἡ πολιτεία τελέως κεκοσμήσεται, ἐὰν ὁ [506b] τοιοῦτος αὐτὴν ἐπισκοπῇ φύλαξ, ὁ τούτων ἐπιστήμων;
Ἀνάγκη, ἔφη. ἀλλὰ σὺ δή, ὦ Σώκρατες, πότερον ἐπιστήμην τὸ ἀγαθὸν φῂς εἶναι ἢ ἡδονήν, ἢ ἄλλο τι παρὰ ταῦτα;
Οὗτος, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἀνήρ, καλῶς ἦσθα καὶ πάλαι καταφανὴς ὅτι σοι οὐκ ἀποχρήσοι τὸ τοῖς ἄλλοις δοκοῦν περὶ αὐτῶν.
Οὐδὲ γὰρ δίκαιόν μοι, ἔφη, ὦ Σώκρατες, φαίνεται τὰ τῶν ἄλλων μὲν ἔχειν εἰπεῖν δόγματα, τὸ δ᾽ αὑτοῦ μή, τοσοῦτον [506c] χρόνον περὶ ταῦτα πραγματευόμενον.
Τί δέ; ἦν δ᾽ ἐγώ· δοκεῖ σοι δίκαιον εἶναι περὶ ὧν τις μὴ οἶδεν λέγειν ὡς εἰδότα;
Οὐδαμῶς γ᾽, ἔφη, ὡς εἰδότα, ὡς μέντοι οἰόμενον ταῦθ᾽ ἃ οἴεται ἐθέλειν λέγειν.
Τί δέ; εἶπον· οὐκ ᾔσθησαι τὰς ἄνευ ἐπιστήμης δόξας, ὡς πᾶσαι αἰσχραί; ὧν αἱ βέλτισται τυφλαί — ἢ δοκοῦσί τί σοι τυφλῶν διαφέρειν ὁδὸν ὀρθῶς πορευομένων οἱ ἄνευ νοῦ ἀληθές τι δοξάζοντες;
Οὐδέν, ἔφη.
Βούλει οὖν αἰσχρὰ θεάσασθαι, τυφλά τε καὶ σκολιά, ἐξὸν [506d] παρ᾽ ἄλλων ἀκούειν φανά τε καὶ καλά;
Μὴ πρὸς Διός, ἦ δ᾽ ὅς, ὦ Σώκρατες, ὁ Γλαύκων, ὥσπερ ἐπὶ τέλει ὢν ἀποστῇς. ἀρκέσει γὰρ ἡμῖν, κἂν ὥσπερ δικαιοσύνης πέρι καὶ σωφροσύνης καὶ τῶν ἄλλων διῆλθες, οὕτω καὶ περὶ τοῦ ἀγαθοῦ διέλθῃς.
Καὶ γὰρ ἐμοί, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὦ ἑταῖρε, καὶ μάλα ἀρκέσει· ἀλλ᾽ ὅπως μὴ οὐχ οἷός τ᾽ ἔσομαι, προθυμούμενος δὲ ἀσχημονῶν γέλωτα ὀφλήσω. ἀλλ᾽, ὦ μακάριοι, αὐτὸ μὲν τί ποτ᾽ [506e] ἐστὶ τἀγαθὸν ἐάσωμεν τὸ νῦν εἶναι —πλέον γάρ μοι φαίνεται ἢ κατὰ τὴν παροῦσαν ὁρμὴν ἐφικέσθαι τοῦ γε δοκοῦντος ἐμοὶ τὰ νῦν— ὃς δὲ ἔκγονός τε τοῦ ἀγαθοῦ φαίνεται καὶ ὁμοιότατος ἐκείνῳ, λέγειν ἐθέλω, εἰ καὶ ὑμῖν φίλον, εἰ δὲ μή, ἐᾶν.
Ἀλλ᾽, ἔφη, λέγε· εἰς αὖθις γὰρ τοῦ πατρὸς ἀποτείσεις τὴν διήγησιν.
***
[505c] Πώς όχι, αφού ενώ μας ονειδίζουν πως δεν γνωρίζομε το αγαθό, μας μιλούν γι᾽ αυτό σαν να το γνωρίζαμε; Γιατί μας μιλούν για φρόνηση του αγαθού, σαν να είμαστε υποχρεωμένοι να καταλάβομε τί λένε μόλις ανοίξουν το στόμα τους και προφέρουν τη λέξη αγαθό.
Πολύ σωστά.
Αλλά και όσοι ορίζουν ηδονή το αγαθόν μήπως τάχα πέφτουν σε μικρότερη πλάνη από τους άλλους; Ή δεν αναγκάζονται και αυτοί να ομολογήσουν πως υπάρχουν και κακές ηδονές;
Και βέβαια.
Ώστε, καταντούν, υποθέτω, να παραδέχουνται πως τα ίδια είναι και καλά και κακά· δεν είναι έτσι;
[505d] Πώς όχι;
Δεν είναι λοιπόν φως φανερό πως υπάρχουν πολλές και μεγάλες αμφισβητήσεις γι᾽ αυτό το ζήτημα;
Και βέβαια.
Μα δεν είναι ακόμα ολοφάνερο πως, όταν ο λόγος είναι για τα δίκαια και τα ωραία, οι περισσότεροι θα μπορούσαν ν᾽ αρκεστούν σε κείνα που τους φαίνονται τέτοια, κι αν πραγματικώς δεν είναι, όμως και τα πράττουν και τα έχουν στην κατοχή τους και νομίζονται πως πραγματικώς τα κατέχουν, όταν όμως πρόκειται για αγαθά, κανείς πια δεν αρκείται σε κείνα που φαίνονται τέτοια, αλλά όλοι ζητούν τα πραγματικά αγαθά και περιφρονούν σ᾽ αυτή την περίσταση τα επιφανειακά;
Και πάρα πολύ μάλιστα.
Αυτό λοιπόν το πράγμα που με τόση λαχτάρα κυνηγά κάθε ψυχή και κάνει το παν [505e] για να τ᾽ αποκτήσει, γιατί μαντεύει πως κάτι είναι, βρίσκεται όμως πάντα σε απορία και δεν μπορεί να καταλάβει αρκετά τί επιτέλους είναι, ούτε έχει κανένα σταθερό κριτήριο γι᾽ αυτό, όπως και για τ᾽ άλλα, και γι᾽ αυτό το λόγο δεν μπορεί κι από τ᾽ άλλα να καρπωθεί την ωφέλεια που θα μπορούσε, για ένα λοιπόν τέτοιο και [506a] τόσο σπουδαίο πράγμα μπορούμε να πούμε πως επιτρέπεται να έχουν σκοτεινή ιδέα και οι άριστοι εκείνοι της πολιτείας μας, που στα χέρια τους θα εμπιστευθούμε όλα τα πάντα;
Κάθε άλλο βέβαια.
Υποθέτω λοιπόν πως τα δίκαια και τα ωραία, αν δεν ήταν γνωστή και η όποια των σχέση με την ιδέα του αγαθού, δε θα είχαν αποκτήσει πολύ άξιο φύλακά τους έναν που δε θα την ήξερε κι αυτός· κι ακόμα μαντεύω πως ούτε κι εκείνα θα μπορούσαν να γνωριστούν αρκετά χωρίς αυτή τη γνώση.
Σωστά το μαντεύεις.
Ώστε λοιπόν τώρα δε θα είναι στην εντέλεια και μ᾽ όλα τα συγύρια της τακτοποιημένη η πολιτεία μας, αν [506b] την επιβλέπει ένας τέτοιος φύλακας που να κατέχει την επιστήμη όλων αυτών;
Ανάγκη πάσα. Αλλά εσύ, Σωκράτη, τί παραδέχεσαι πως είναι το αγαθό, επιστήμη ή ηδονή; ή τίποτ᾽ άλλο έξω απ᾽ αυτά;
Να άντρας μια φορά· κι από πριν το᾽ βλεπα φανερά πως δεν είσαι εσύ άνθρωπος ν᾽ αρκεστείς με ό,τι περνά από τη φαντασία τού καθενός γι᾽ αυτά τα ζητήματα.
Γιατί δεν μου φαίνεται, Σωκράτη, δίκιο να έχει κανείς να λέει των άλλων τις ιδέες, όχι όμως και τη δική του, όταν μάλιστα τόσον [506c] καιρό όλο μ᾽ αυτά καταγίνεται να τα μελετά.
Μα τί; σου φαίνεται λοιπόν και δίκιο να μιλά κανείς για πράματα που δε γνωρίζει σαν να τα γνώριζε;
Καθόλου βέβαια σαν να τα γνώριζε· αλλά να θέλει να λέει τί φρονεί κι αυτός σαν άνθρωπος που θα έχει και τη δική του ιδέα.
Και πώς; δεν έχεις καταλάβει ακόμα πόσο ανόητες και γελοίες είναι όλες οι δοξασίες που δεν στηρίζονται στην επιστήμη; και πως οι καλύτερές των είναι σαν τυφλές; Ή σου φαίνεται πως διαφέρουν από τυφλούς που τραβούν σωστά τον ίσιο δρόμο όσοι έχουν μιαν αληθινή δοξασία χωρίς να τη στηρίζουν απάνω σε καμιά λογική απόδειξη;
Καθόλου δεν διαφέρουν.
Προτιμάς λοιπόν να βλέπεις πράματα άμορφα, τυφλά και σκοτεινά, ενώ μπορείς [506d] ν᾽ ακούς από άλλους φωτεινά και όμορφα;
Μη, για το θεό, είπε τότε ο Γλαύκων, σταματήσεις, Σωκράτη, σα να είσαι πια στο τέλος. Εμείς θα᾽ μαστε ευχαριστημένοι έστω και να πραγματευθείς και για το αγαθό, όπως και για τη δικαιοσύνη και τη σωφροσύνη και τα άλλα.
Μα κι εγώ επίσης θα ήμουν πολύ μάλιστα ευχαριστημένος· μα φοβούμαι μήπως δε θα είμαι ικανός και μ᾽ όλη μου την καλή θέληση τα καταφέρω τόσο άσχημα που να γίνω καταγέλαστος. Ακούστε μου τί σας λέω· [506e] ας τ᾽ αφήσομε, καλοί μου, για την ώρα, αυτό το ζήτημα, τί είναι αυτό το ίδιο το αγαθό· γιατί μου φαίνεται ότι, όπως ξεκινήσαμε τώρα, πολύ δύσκολα θα μπορούσαμε να φτάσομε στην ιδέα που έχω εγώ αυτή τουλάχιστο τη στιγμή· εκείνο όμως που μου φαίνεται γέννημα του αγαθού και ομοιότατό του είμαι πρόθυμος να το πω, αν θα μένατε ευχαριστημένοι και σεις, ειδεμή ας τ᾽ αφήσομε κι αυτό.
Λέγε μας λοιπόν για το γιο, κι όσο για τον ίδιο τον πατέρα μάς μένεις χρεώστης για καμιά άλλη φορά.