Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2019

Ο Θουκυδίδης και το πανόραμα της πολεμικής διπλωματίας

Μετά τα γεγονότα στην Αμφίπολη ούτε οι Αθηναίοι ούτε οι Λακεδαιμόνιοι προχώρησαν σε καμία πολεμική επιχείρηση. Ο θάνατος του Κλέωνα και του Βρασίδα, ηγέτες που τάσσονταν περισσότερο με τον πόλεμο, δυνάμωσε τις φωνές που υποστήριζαν την ειρήνη. Εξάλλου, οι μακρόχρονες συρράξεις είχαν εξασθενίσει και τα δύο στρατόπεδα. Το βασικότερο όμως ήταν η ανασφάλεια που δημιουργήθηκε και στους δύο, καθώς κανείς πλέον δεν πίστευε ότι κατείχε το πάνω χέρι στη στρατιωτική αντιπαράθεση. Η επίγνωση της εξισορρόπησης των όπλων, δεν είναι παρά η ανασφάλεια της ισχύος κι αυτός είναι ο ασφαλέστερος δρόμος προς τις διαπραγματεύσεις. Γιατί η πεποίθηση της ισχύος δεν μπορεί να λειτουργήσει ποτέ διαλλακτικά. Η ισχύς το μόνο που γνωρίζει είναι να επιβάλλεται, αφού, αν δεν επιβάλλεται, δεν είναι ισχύς. Η διπλωματία, ως συμφωνία με ίσους όρους, προϋποθέτει τη στρατιωτική ισορροπία, αλλιώς δεν είναι παρά η διαπραγμάτευση της υποταγής και τέτοιες διαπραγματεύσεις δεν χωρούσαν (προς το παρόν) ανάμεσα στους Αθηναίους και στους Σπαρτιάτες. Οι κυριότεροι υποστηρικτές της ειρήνης ήταν ο Πλειστοάνακτας του Παυσανία από τη μεριά της Σπάρτης και ο Νικίας του Νικηράτου από την Αθήνα. Αυτοί οι δύο ήταν και οι ηγέτες που αγωνίζονταν να επικρατήσουν στην πολιτική σκηνή των δυο πόλεων: «Οι Αθηναίοι και οι Λακεδαιμόνιοι, κι οι σύμμαχοι και των δυο τους, κλείσανε ειρήνη με τους όρους που ακολουθούν κι η κάθε πόλη χωριστά δεσμεύτηκε με όρκους να τη σεβαστεί. Οι Λακεδαιμόνιοι και οι σύμμαχοί τους θα δώσουν πίσω στους Αθηναίους την Αμφίπολη. Οι κάτοικοι των πόλεων, που οι Λακεδαιμόνιοι θα παραδώσουν στους Αθηναίους, επιτρέπεται να φύγουν και να πάνε όπου θέλουν, παίρνοντας μαζί τους τα κινητά πράγματά τους. Οι πόλεις αυτές θα πληρώνουν το φόρο που ορίστηκε την εποχή του Αριστείδη, αλλά θα είναι ανεξάρτητες. Οι πόλεις αυτές είναι η Άργιλος, η Στάγιρος, η Άκανθος, η Σκώλος, η Όλυνθος κι η Σπάρτωλος, που δε θα ‘ναι σύμμαχοι ούτε των Λακεδαιμονίων ούτε των Αθηναίων. Οι Λακεδαιμόνιοι κι οι σύμμαχοί τους θα δώσουν πίσω στους Αθηναίους το Πάνακτο. Οι Αθηναίοι θα δώσουν πίσω στους Λακεδαιμονίους το Κορυφάσιο, τα Κύθηρα, τη Μεθώνη, τον Πτελεό και την Αταλάντη, καθώς και τους Λακεδαιμονίους αιχμαλώτους τους οποίους κρατούν στις φυλακές της Αθήνας ή σ’ οποιοδήποτε άλλο μέρος που βρίσκεται κάτω από την εξουσία τους.» (βιβλίο πέμπτο, παράγραφος 18).
 
Πρώτοι που θα εφάρμοζαν τους όρους ορίστηκαν οι Λακεδαιμόνιοι. Ελευθέρωσαν τους δικούς τους αιχμαλώτους και διέταξαν τον Κλεαρίδα να παραδώσει την Αμφίπολη. Ο Κλεαρίδας όμως, αρνήθηκε να την παραδώσει. Ισχυρίστηκε ότι οφείλει να υποστηρίξει τους Χαλκιδικιώτες, που δεν ήθελαν την παράδοση της πόλης στους Αθηναίους. Κατέβηκε μάλιστα στη Σπάρτη για να διαπιστώσει προσωπικά αν ήταν δυνατή η αναθεώρηση αυτής της συμφωνίας. Οι Λακεδαιμόνιοι τον διέταξαν να γυρίσει αμέσως πίσω και να παραδώσει την Αμφίπολη. Όμως και άλλοι σύμμαχοι των Σπαρτιατών δε φάνηκαν πρόθυμοι να τηρήσουν τους όρους της ειρήνης: «Αντιπρόσωποι των συμμάχων των Λακεδαιμονίων έτυχε να βρίσκονται ακόμη στη Σπάρτη, κι οι Σπαρτιάτες απαιτούσαν από κείνους που δεν είχαν δεχτεί τη συνθήκη ειρήνης να το κάμουν. Αυτοί όμως, χρησιμοποιώντας τα ίδια επιχειρήματα με τα οποία και αρχικά την απόκρουσαν, δήλωσαν πως δεν πρόκειται να τη δεχτούν, αν οι όροι δε γίνουν δικαιότεροι. Βλέποντας οι Λακεδαιμόνιοι πως οι σύμμαχοί τους τούτοι δεν τους ακούν, τους έδιωξαν κι έκλεισαν εκείνοι συμμαχία με τους Αθηναίους, γιατί οι Αργίτες – στους οποίους είχαν στείλει πρέσβεις τον Αμπελίδα και το Λίχα – αρνήθηκαν ν’ ανανεώσουν τις σπονδές». (βιβλίο πέμπτο, παράγραφος 22).
 
 Όλα ξεκίνησαν στραβά για τη Νικίεια ειρήνη, αφού, απ’ την αρχή, καθίσταται σαφές ότι κανείς δεν μπορεί να διευθετήσει τα αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα που μαίνονται στην Πελοπόννησο. Οι Λακεδαιμόνιοι προχωρούν σε σύναψη ειρήνης σχεδόν μονομερώς, καθώς μεγάλο κομμάτι των συμμάχων αρνείται να ακολουθήσει. Και το χειρότερο απ’ όλα είναι ότι χρησιμοποιούν την αθηναϊκή πλέον συμμαχία ως αντίβαρο στις δικές τους ενδοπελοποννησιακές διαμάχες. Γιατί το Άργος αποκτά δύναμη και διαπραγματευτική ισχύ και η Σπάρτη υπολογίζει ότι έχοντας με το μέρος της την Αθήνα οι Αργίτες δε θα προχωρούσαν σε καμιά δυναμική διεκδίκηση, παρασύροντας ολόκληρη την Πελοπόννησο στη σιωπηλή αποδοχή των όρων. Παρακολουθούμε τις λεπτές ισορροπίες μιας πολύπλοκης διπλωματίας που οφείλει να συνταιριάσει τα συμφέροντα πάρα πολλών και που προβάλλει ως δυναμική της ισχύος τη συμμαχία των πρώην εμπόλεμων, που τώρα θέλουν να επιβάλουν και πάλι τις ισορροπίες. Υπό αυτούς τους όρους οι συμφωνίες για πενηντάχρονη ειρήνη κρίνονται μάλλον επισφαλείς. Πρώτοι που ρίχνουν λάδι στη φωτιά είναι οι Κορίνθιοι που στέλνουν πρέσβεις στο Άργος ξεκαθαρίζοντας την αντίθεσή τους με τη σύναψη ειρήνης και διατυπώνοντας την άποψη ότι οι Αργίτες είχαν χρέος να παίξουν ρόλο ρυθμιστικό για τα συμφέροντα της Πελοποννήσου: «Οι Αργίτες δέχτηκαν πρόθυμα τις προτάσεις των Κορινθίων κι επειδή έβλεπαν ότι ο πόλεμος με τους Σπαρτιάτες ήταν αναπόφευκτος (πλησίαζε η λήξη της μεταξύ τους συνθήκης ειρήνης) και, ταυτόχρονα, επειδή ελπίζανε ότι θα αποχτήσουν έτσι την ηγεμονία στην Πελοπόννησο. Και πραγματικά την εποχή τούτη η Σπάρτη είχε κακό όνομα και περιφρονιόταν απ’ αφορμή τις συμφορές που είχε πάθει, ενώ το Άργος βρισκόταν σε άριστη από κάθε άποψη κατάσταση, επειδή δεν είχε πάρει μέρος στον πόλεμο εναντίον της Αθήνας κι είχε καρπωθεί πολλά οφέλη, διατηρώντας ειρηνικές σχέσεις και με τις δύο παρατάξεις. Γι’ αυτούς, λοιπόν, τους λόγους οι Αργίτες δέχονταν να γίνουν σύμμαχοί τους όσοι Έλληνες το επιθυμούσαν». (βιβλίο πέμπτο, παράγραφος 28).
 
Η ανάδειξη του Άργους ως νέου ρυθμιστικού παράγοντα στα τεκταινόμενα της Πελοποννήσου έφερε στην επιφάνεια ένα ολόκληρο κύμα διεκδικήσεων και προσωπικών φιλοδοξιών, ικανών να ανατρέψουν όλες τις ισορροπίες. Η Μαντινείς, επειδή είχαν καταλάβει μέρος της Αρκαδίας, από φόβο προς τους Σπαρτιάτες, που απαλλαγμένοι από τον αθηναϊκό κίνδυνο θα μπορούσαν ελεύθερα να ασχοληθούν μαζί τους, ήταν οι πρώτοι που εντάχθηκαν στη συμμαχία του Άργους, αναζητώντας προστασία. Η αποστασία των Μαντινέων παρέσυρε κι άλλες πόλεις επιβεβαιώνοντας τη γενικότερη δυσφορία που προέκυψε από τη σύναψη ειρήνης και ειδικότερα από μια ρήτρα της Αθηνο – Σπαρτιατικής συμφωνίας «σύμφωνα με την οποία δεν ήταν ασυμβίβαστο με τους όρκους που δόθηκαν, οι Αθηναίοι και οι Σπαρτιάτες – αν το ήθελαν και οι δύο – να προσθέτουν ή να αφαιρούν απ’ αυτήν οτιδήποτε. Η ρήτρα τούτη δημιουργούσε τη μεγαλύτερη ανησυχία στην Πελοπόννησο και γεννούσε την υποψία πως οι Σπαρτιάτες με τους Αθηναίους θέλουν να τους υποδουλώσουν». (βιβλίο πέμπτο, παράγραφος 29). Όταν οι Λακεδαιμόνιοι έστειλαν πρέσβεις στους Κορίνθιους και τους κατηγόρησαν ανοιχτά ως υποκινητές της όλης απειθαρχίας οι Κορίνθιοι – μπροστά στους συμμάχους – απέφυγαν να πουν τους πραγματικούς λόγους που δεν ήθελαν την ειρήνη, ότι δηλαδή δεν πήραν το Σόλλιο και το Ανακτόριο, κι επικαλέστηκαν τις συμφωνίες που είχαν με τους Ποτιδεάτες, τους οποίους όφειλαν να μην προδώσουν. (Οι εδαφικές διεκδικήσεις δε φανερώνουν ποτέ το αληθινό τους πρόσωπο. Τα ζητήματα της ηθικής τάξης είναι η προσφιλής τους καταφυγή). Από την άλλη οι Ηλείοι είχαν αντιπαλότητα με τους Λεπρεάτες, αφού, όταν οι τελευταίοι έκαναν πόλεμο με αρκαδικά φύλα και ζήτησαν τη συμμαχία των Ηλείων υποσχόμενοι τη μισή γη τους, παρά τη βοήθεια των Ηλείων και τη συμφωνία να πληρώνουν ένα τάλαντο το χρόνο στον Ολύμπιο Δία, εκμεταλλευόμενοι την αναστάτωση του πολέμου με τους Αθηναίους, έπαψαν να πληρώνουν και εξακολούθησαν να αρνούνται το αντίτιμο ακόμη και μετά τη λήξη του πολέμου. Αρχικά και οι δύο αποδέχτηκαν τη Σπάρτη ως διαιτητή της υπόθεσης, στη συνέχεια όμως οι Ηλείοι, θεωρώντας ότι δεν θα δικαιωθούν, απέσυραν την εμπιστοσύνη τους κι επιτέθηκαν στους Λεπρεάτες. Όταν η Σπάρτη έβγαλε απόφαση, που πράγματι δεν δικαίωνε τους Ηλείους, κατέφυγαν αμέσως στη συμμαχία του Άργους: «Αμέσως ύστερα απ’ αυτούς έγιναν σύμμαχοι με το Άργος κι οι Κορίνθιοι κι οι Χαλκιδικιώτες, στα παράλια της Θράκης. Οι Βοιωτοί και οι Μεγαρίτες, μόλο που συμφωνούσαν, δε συμμάχησαν με το Άργος κι από καιροσκοπισμό κι επειδή νόμιζαν, μια και κυβερνιόνταν ολιγαρχικά, πως το δημοκρατικό πολίτευμα του Άργους ήταν γι’ αυτούς λιγότερο ευνοϊκό απ’ το πολίτευμα των Λακεδαιμονίων». (βιβλίο πέμπτο, παράγραφος 31).
 
Όπως ήταν φυσικό, η αδυναμία της Σπάρτης να ελέγξει τους συμμάχους, έφερε δυσφορία στην Αθήνα, αφού ούτε η Αμφίπολη, ούτε άλλα μέρη που είχαν συμφωνηθεί επιστράφηκαν στους Αθηναίους. Έτσι κι εκείνοι δεν παρέδιδαν την Πύλο και μετανοούσαν που έδωσαν τους αιχμαλώτους στη Σφακτηρία. Οι Σπαρτιάτες υποσχέθηκαν εκ νέου ότι θα προσπαθούσαν να πείσουν τους Βοιωτούς και τους Κορίνθιους να αποδεχτούν την ειρήνη και να προβούν στα συμφωνημένα. Οι Αθηναίοι απέσυραν από την Πύλο τους Μεσσηνίους και τους είλωτες κι όλους όσους είχαν αυτομολήσει από τη Λακωνία, χωρίς όμως να αποσυρθούν κι οι ίδιοι από τη θέση. Όταν το χειμώνα συγκεντρώθηκαν πρέσβεις από τη συμμαχία στη Σπάρτη, παρουσία και Αθηναίων πρέσβεων, οι έφοροι Κλεόβουλος και Ξενάρης, που τάσσονταν υπέρ της διάλυσης της ειρήνης, έπιασαν κρυφά τους Βοιωτούς και τους Κορινθίους υποδαυλίζοντας το πολεμικό κλίμα και συμβούλεψαν τους Βοιωτούς να μπουν στην αργίτικη συμμαχία διαβεβαιώνοντας ότι οι Σπαρτιάτες είναι πάντα φιλικοί με το Άργος. Μια τέτοια δυνατή συμμαχία, με τη δεδομένη φιλία της Σπάρτης, θα ήταν ο μεγάλος αντίπαλος της Αθήνας. Το μόνο που έπρεπε να διευθετηθεί ήταν η επιστροφή της Πύλου – που προϋπόθετε ότι οι Βοιωτοί θα παρέδιδαν το Πάνακτο – για να ισχυροποιηθεί η θέση της Σπάρτης στο νέο πόλεμο με την Αθήνα. Όταν οι πρέσβεις επέστρεψαν κι ανακοίνωσαν τα καθέκαστα στους βοιωτάρχες,  εκείνοι έθεσαν το θέμα σε ψηφοφορία. Κι ενώ θεωρήθηκε δεδομένο ότι οι τέσσερις βουλές των Βοιωτών θα ψήφιζαν τη συμμαχία με το Άργος – τόσο δεδομένο που οι βοιωτάρχες δεν ανακοίνωσαν τις διαβεβαιώσεις του Κλεόβουλου και του Ξενάρη – η απόφαση ήταν αρνητική, αφού τα μέλη των βουλών φοβήθηκαν να δυσαρεστήσουν τη Σπάρτη, συμμαχώντας με τους Κορινθίους που είχαν αποστατήσει. Η αποτυχία της ένταξης των Βοιωτών στη συμμαχία του Άργους και η ταυτόχρονη κατηγορηματική άρνηση της Τεγέας  να ενταχθεί περιέπλεξαν τα πράγματα ακόμη περισσότερο. Γιατί οι Βοιωτοί όχι μόνο δεν εντάχθηκαν στον αργίτικο συνασπισμό, αλλά ζήτησαν ξεχωριστή συμμαχία με τη Σπάρτη προκειμένου να παραδώσουν το Πάνακτο, που οι Λακεδαιμόνιοι ήθελαν να ανταλλάξουν με την Πύλο. Η συμμαχία αυτή πραγματοποιήθηκε, αν και παραβίαζε τη συμφωνία με τους Αθηναίους, που όριζε ρητά ότι χωρίς αμοιβαία συγκατάθεση κανείς δε θα έκανε με κανένα ειρήνη ή πόλεμο. Και σαν να μην έφτανε αυτό οι Βοιωτοί γκρέμισαν ολοσχερώς το Πάνακτο προκειμένου να παραδοθεί στους Αθηναίους. Οι Σπαρτιάτες έστειλαν πρέσβεις στους Αθηναίους «οι οποίοι πίστευαν ότι αδικιούνται από τους Λακεδαιμονίους με την κατεδάφιση του Πανάκτου, το οποίο έπρεπε να τους παραδοθεί απείραχτο. Ταυτόχρονα είχαν μάθει πως οι Λακεδαιμόνιοι είχαν κάμει ιδιαίτερη συμφωνία με τους Βοιωτούς, ενώ πρωτύτερα είχαν υποσχεθεί πως μαζί με τους Αθηναίους θα εξανάγκαζαν τους συμμάχους που δυστροπούσαν να προσχωρήσουν στη συνθήκη ειρήνης. Αναλογίζονταν ακόμη και τις άλλες παραβιάσεις της συνθήκης που είχαν κάμει οι Λακεδαιμόνιοι κι έκριναν πως είχαν εξαπατηθεί. Γι’ αυτό έδωσαν σκληρή απάντηση στους πρέσβεις και τους έδιωξαν». (βιβλίο πέμπτο, παράγραφος 42). Στην Αθήνα πλέον οι φωνές που υποστήριζαν τον πόλεμο άρχισαν να γίνονται εντονότερες. Ηγέτης αυτής της πολιτικής ήταν ο πολύ νεαρός τότε Αλκιβιάδης, που υποστήριζε τον πόλεμο κινούμενος περισσότερο από προσωπικές φιλοδοξίες.
 
Κι ενώ οι Αργίτες βρίσκονταν σε αμηχανία (μετά την αποτυχία να εντάξουν στη συμμαχία τους Βοιωτούς) μήπως τελικά βρεθούν να πολεμήσουν με τη συμμαχία των Σπαρτιατών, των Αθηναίων, των Βοιωτών και των Τεγεατών, κι έστειλαν πρέσβεις στη Σπάρτη κάνοντας άκαρπες διαπραγματεύσεις, έλαβαν μήνυμα από τον Αλκιβιάδη που τους παρότρυνε να έρθουν το γρηγορότερο στην Αθήνα. Μπροστά σ’ αυτή τη διέξοδο οι Αργίτες έσπευσαν, αφήνοντας μετέωρες τις διαπραγματεύσεις με τους Λακεδαιμονίους. Στην Αθήνα έφτασαν και πρέσβεις από τη Σπάρτη με σκοπό να αποτρέψουν τη συμμαχία Αθήνας και Άργους δίνοντας εξηγήσεις για το Πάνακτο και τη συμμαχία με τους Βοιωτούς. Εμφανίστηκαν στη βουλή και δήλωσαν ευθαρσώς ότι είχαν έρθει με απόλυτη πληρεξουσιότητα για να διαπραγματευτούν. Ο Αλκιβιάδης όμως, δίνοντας εξ’ αρχής ξεκάθαρο στίγμα των πολιτικών του μεθοδεύσεων, κατάφερε να τους εξαπατήσει, δίνοντας ψεύτικούς όρκους για δήθεν παράδοση της Πύλου, αν ανακαλούσαν τη διαβεβαίωση της πληρεξουσιότητας όταν θα παρουσιάζονταν στη σύναξη του λαού. Οι πρέσβεις τον πίστεψαν, ανακάλεσαν την πληρεξουσιότητα και ο Αλκιβιάδης δυναμίτισε το κλίμα επικαλούμενος το σπαρτιατικό εμπαιγμό και πετυχαίνοντας τρομερό πλήγμα στον πολιτικό του αντίπαλο Νικία, που υποστήριζε την ειρήνη. Μάταια ο Νικίας προσπάθησε να κατευνάσει τα πλήθη. Μάταια έσπευσε ο ίδιος στη Σπάρτη για διαπραγματεύσεις, αφού στην πολιτική σκηνή των Λακεδαιμονίων επικρατούσε πια ο Ξενάρης με τους οπαδούς του. Όταν επέστρεψε στην Αθήνα με άδεια χέρια ήξερε καλά τι θα επακολουθούσε. Οι Αθηναίοι προχώρησαν στη συμμαχία με το Άργος κι ο Αλκιβιάδης άρχισε να κυριαρχεί στο πολιτικό προσκήνιο. Ο δεύτερος γύρος του πολέμου είχε ήδη δρομολογηθεί. Ο νέος συμμαχικός χάρτης ήταν έτοιμος. Με μια μικρή διαφορά. Οι Κορίνθιοι, μετά τη συμμαχία του Άργους με τους Αθηναίους αρνήθηκαν να ανανεώσουν τις συμφωνίες κι επέστρεψαν στην αρχική (θα λέγαμε φυσική) τους συμμαχική βάση, τη Σπάρτη.
 
Όπως ήταν φυσικό, η αδυναμία της Σπάρτης να ελέγξει τους συμμάχους, έφερε δυσφορία στην Αθήνα, αφού ούτε η Αμφίπολη, ούτε άλλα μέρη που είχαν συμφωνηθεί επιστράφηκαν στους Αθηναίους. Έτσι κι εκείνοι δεν παρέδιδαν την Πύλο και μετανοούσαν που έδωσαν τους αιχμαλώτους στη Σφακτηρία
 
Το όραμα του Νικία για πενηντάχρονη ειρήνη δεν έμελλε να πραγματοποιηθεί. Το εύθραυστο της Νικίειας ειρήνης φαινότανε απ’ την αρχή, αφού η αμοιβαία καχυποψία, οι προσωπικές φιλοδοξίες και τα αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα δεν εξαλείφθηκαν ποτέ. Ολόκληρος ο αρχαίος κόσμος ήταν σε αναβρασμό και οι διαπραγματεύσεις της ειρήνης ήταν ξεκάθαρα πολεμικές. Η διακοπή του πολέμου δεν ήταν παρά μια ευκαιρία για να ανακατευτεί εκ νέου η συμμαχική τράπουλα, δηλαδή να επαναπροσδιοριστεί η δυναμική της ισχύος. Οι διαπραγματεύσεις γέννησαν νέες ελπίδες νίκης. Υπό αυτούς τους όρους δεν μπορούμε να μιλάμε για ειρήνη. Η ειρήνη γεννιέται μόνο μέσα από την ισορροπία. Κι εδώ δεν μιλάμε για την ανθρώπινη συνθήκη της αποδοχής που επισφραγίζει την ισορροπία της συνύπαρξης. Εδώ μιλάμε για τη βαρβαρότητα της στρατιωτικής επιβολής που κρίνεται αβέβαιη διασφαλίζοντας τις ισορροπίες εξ’ ανάγκης. Γιατί μόνο η κατανόηση της ισότιμης δύναμης επικυρώνει τις συμφωνίες, δηλαδή ο φόβος μπροστά στη στρατιωτική ισχύ του άλλου. Γιατί η ισχύς αναχαιτίζεται μόνο μπροστά στην ισχύ. Και ο καθένας εκδηλώνει την ισχύ του εκεί που μπορεί. Οι Ηλείοι στους Λεπρεάτες, οι Μαντινείς στους Αρκάδες και πάει λέγοντας. Κι όταν τα πράγματα σκουραίνουν, αρχίζουν οι συμμαχίες, που φυσικά δεν έχουν καμία σχέση μ’ αυτό που ονομάζουμε φιλία, γιατί, επί της ουσίας, δεν περιέχουν καμία αμοιβαιότητα. Γι’ αυτό και είναι τόσο εύθραυστες. Γιατί λειτουργούν αποκλειστικά ως μηχανισμός ανακατανομής της ισχύος, που μόνο επιθετικά μπορεί να εκδηλωθεί. Γι’ αυτό οι Αργίτες μπήκαν στο παιχνίδι τόσο δυναμικά. Γιατί πίστεψαν στ’ αλήθεια ότι ήρθε η ώρα της δικής τους ισχύος. Υπό αυτούς τους όρους η ειρήνη θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο όταν εγκαταλειπόταν κάθε ελπίδα νίκης, κι αυτός είναι ο δρόμος της εξαθλίωσης. Όμως οι ελπίδες διατηρούνταν ακόμη. Το μόνο που έλλειπε ήταν η πολεμική αφορμή.
 
Ο πόλεμος ανάμεσα στους Επιδαύριους και τους Αργίτες τους ενέπλεξε όλους. Την τελική μάχη στην Μαντινεία την κέρδισαν οι Λακεδαιμόνιοι: «Ήταν η μεγαλύτερη απ’ τις ελληνικές μάχες που είχαν γίνει εδώ και πολλά χρόνια και πήραν σ’ αυτή μέρος οι πιο αξιόλογες πόλεις. Οι Λακεδαιμόνιοι, αφού σώριασαν μπροστά τα όπλα των νεκρών εχθρών, στήσανε αμέσως τρόπαιο, σκυλέψανε τα πτώματα, σήκωσαν τους δικούς τους νεκρούς και τους μεταφέρανε στην Τεγέα, όπου τους έθαψαν, και, με σύντομη ανακωχή, έδωσαν στον εχθρό την άδεια να σηκώσει τους δικούς του. Από τους Αργίτες, τους Ορνεάτες και τους Κλεωναίους σκοτώθηκαν εφτακόσιοι, από τους Μαντινείς διακόσιοι κι από τους Αθηναίους, μαζί με τους Αιγινήτες, επίσης διακόσιοι κι οι δυο στρατηγοί τους. Οι σύμμαχοι των Λακεδαιμονίων δεν υπέφεραν τόσο ώστε να ‘χουν αξιόλογες απώλειες. Για τις απώλειες των ίδιων των Σπαρτιατών ήταν δύσκολο να μάθει κανείς την αλήθεια, λεγόταν όμως ότι σκοτώθηκαν κάπου τριακόσιοι». (βιβλίο πέμπτο, παράγραφος 74).
 
ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου