[XI] Τῶν δ᾽ ἐπιθυμιῶν αἳ μὲν κοιναὶ δοκοῦσιν εἶναι, αἳ δ᾽ ἴδιοι καὶ ἐπίθετοι· οἷον ἡ μὲν τῆς τροφῆς φυσική· πᾶς γὰρ ἐπιθυμεῖ ὁ ἐνδεὴς ξηρᾶς ἢ ὑγρᾶς τροφῆς, ὁτὲ δὲ ἀμφοῖν, καὶ εὐνῆς, φησὶν Ὅμηρος, ὁ νέος καὶ ἀκμάζων· τὸ δὲ τοιᾶσδε ἢ τοιᾶσδε, οὐκέτι πᾶς, οὐδὲ τῶν αὐτῶν. διὸ φαίνεται ἡμέτερον εἶναι. οὐ μὴν ἀλλ᾽ ἔχει γέ τι καὶ φυσικόν· ἕτερα γὰρ ἑτέροις ἐστὶν ἡδέα, καὶ ἔνια πᾶσιν ἡδίω τῶν τυχόντων. ἐν μὲν οὖν ταῖς φυσικαῖς ἐπιθυμίαις ὀλίγοι ἁμαρτάνουσι καὶ ἐφ᾽ ἕν, ἐπὶ τὸ πλεῖον· τὸ γὰρ ἐσθίειν τὰ τυχόντα ἢ πίνειν ἕως ἂν ὑπερπλησθῇ, ὑπερβάλλειν ἐστὶ τὸ κατὰ φύσιν τῷ πλήθει· ἀναπλήρωσις γὰρ τῆς ἐνδείας ἡ φυσικὴ ἐπιθυμία. διὸ λέγονται οὗτοι γαστρίμαργοι, ὡς παρὰ τὸ δέον πληροῦντες αὐτήν. τοιοῦτοι δὲ γίνονται οἱ λίαν ἀνδραποδώδεις. περὶ δὲ τὰς ἰδίας τῶν ἡδονῶν πολλοὶ καὶ πολλαχῶς ἁμαρτάνουσιν. τῶν γὰρ φιλοτοιούτων λεγομένων ἢ τῷ χαίρειν οἷς μὴ δεῖ, ἢ τῷ μᾶλλον ἢ ὡς οἱ πολλοί, ἢ μὴ ὡς δεῖ, κατὰ πάντα δ᾽ οἱ ἀκόλαστοι ὑπερβάλλουσιν· καὶ γὰρ χαίρουσιν ἐνίοις οἷς οὐ δεῖ (μισητὰ γάρ), καὶ εἴ τισι δεῖ χαίρειν τῶν τοιούτων, μᾶλλον ἢ δεῖ καὶ ἢ ὡς οἱ πολλοὶ χαίρουσιν. ἡ μὲν οὖν περὶ τὰς ἡδονὰς ὑπερβολὴ ὅτι ἀκολασία καὶ ψεκτόν, δῆλον· περὶ δὲ τὰς λύπας οὐχ ὥσπερ ἐπὶ τῆς ἀνδρείας τῷ ὑπομένειν λέγεται σώφρων οὐδ᾽ ἀκόλαστος τῷ μή, ἀλλ᾽ ὁ μὲν ἀκόλαστος τῷ λυπεῖσθαι μᾶλλον ἢ δεῖ ὅτι τῶν ἡδέων οὐ τυγχάνει (καὶ τὴν λύπην δὲ ποιεῖ αὐτῷ ἡ ἡδονή), ὁ δὲ σώφρων τῷ μὴ λυπεῖσθαι τῇ ἀπουσίᾳ [καὶ τῷ ἀπέχεσθαι] τοῦ ἡδέος.
[1119a] Ὁ μὲν οὖν ἀκόλαστος ἐπιθυμεῖ τῶν ἡδέων πάντων ἢ τῶν μάλιστα, καὶ ἄγεται ὑπὸ τῆς ἐπιθυμίας ὥστε ἀντὶ τῶν ἄλλων ταῦθ᾽ αἱρεῖσθαι· διὸ καὶ λυπεῖται καὶ ἀποτυγχάνων καὶ ἐπιθυμῶν· μετὰ λύπης γὰρ ἡ ἐπιθυμία· ἀτόπῳ δ᾽ ἔοικε τὸ δι᾽ ἡδονὴν λυπεῖσθαι. ἐλλείποντες δὲ τὰ περὶ τὰς ἡδονὰς καὶ ἧττον ἢ δεῖ χαίροντες οὐ πάνυ γίνονται· οὐ γὰρ ἀνθρωπική ἐστιν ἡ τοιαύτη ἀναισθησία· καὶ γὰρ τὰ λοιπὰ ζῷα διακρίνει τὰ βρώματα, καὶ τοῖς μὲν χαίρει τοῖς δ᾽ οὔ· εἰ δέ τῳ μηδέν ἐστιν ἡδὺ μηδὲ διαφέρει ἕτερον ἑτέρου, πόρρω ἂν εἴη τοῦ ἄνθρωπος εἶναι· οὐ τέτευχε δ᾽ ὁ τοιοῦτος ὀνόματος διὰ τὸ μὴ πάνυ γίνεσθαι. ὁ δὲ σώφρων μέσως μὲν περὶ ταῦτ᾽ ἔχει· οὔτε γὰρ ἥδεται οἷς μάλιστα ὁ ἀκόλαστος, ἀλλὰ μᾶλλον δυσχεραίνει, οὐδ᾽ ὅλως οἷς μὴ δεῖ οὐδὲ σφόδρα τοιούτῳ οὐδενί, οὔτ᾽ ἀπόντων λυπεῖται οὐδ᾽ ἐπιθυμεῖ, ἢ μετρίως, οὐδὲ μᾶλλον ἢ δεῖ, οὐδ᾽ ὅτε μὴ δεῖ, οὐδ᾽ ὅλως τῶν τοιούτων οὐδέν· ὅσα δὲ πρὸς ὑγίειάν ἐστιν ἢ πρὸς εὐεξίαν ἡδέα ὄντα, τούτων ὀρέξεται μετρίως καὶ ὡς δεῖ, καὶ τῶν ἄλλων ἡδέων μὴ ἐμποδίων τούτοις ὄντων ἢ παρὰ τὸ καλὸν ἢ ὑπὲρ τὴν οὐσίαν. ὁ γὰρ οὕτως ἔχων μᾶλλον ἀγαπᾷ τὰς τοιαύτας ἡδονὰς τῆς ἀξίας· ὁ δὲ σώφρων οὐ τοιοῦτος, ἀλλ᾽ ὡς ὁ ὀρθὸς λόγος.
***
[11] Από τις επιθυμίες άλλες θεωρούνται κοινές σε όλους τους ανθρώπους και άλλες προσιδιάζουν σε επιμέρους άτομα και είναι επίκτητες· επιπαραδείγματι, η επιθυμία της τροφής είναι φυσική· ο καθένας, πράγματι, επιθυμεί ξερή ή υγρή τροφή, άμα του λείπει — καμιά φορά τις επιθυμεί και τις δύο· και αν είναι νέος και ακμαίος επιθυμεί επίσης, όπως λέει ο Όμηρος, και το «κρεβάτι». Το να έχει όμως την τάδε ή την τάδε συγκεκριμένη επιθυμία, αυτό δεν το κάνει ο καθένας, ούτε και όλοι οι άνθρωποι επιθυμούν τα ίδια πράγματα. Μοιάζει λοιπόν να είναι για τον καθένα μας κάτι το προσωπικό. Όμως εδώ υπάρχει και κάτι το φυσικό· γιατί τα επιμέρους άτομα αρέσκονται σε διαφορετικά πράγματα, και είναι μερικά πράγματα που είναι σε όλους τους ανθρώπους πιο ευχάριστα από τα τυχόντα.
Στις φυσικές λοιπόν επιθυμίες λίγοι συμπεριφέρονται λανθασμένα, και μάλιστα προς μία μόνο κατεύθυνση: προς την κατεύθυνση της υπερβολής· γιατί το να τρώει και να πίνει κανείς ό,τι βρεθεί μπροστά του ώσπου να κορεσθεί, σημαίνει ότι ξεπερνάει σε ποσότητα αυτό που έχει ορίσει η φύση: η φυσική επιθυμία πάει ως την ικανοποίηση της ανάγκης. Αυτός είναι ο λόγος που τους ανθρώπους αυτούς τους λέμε «γαστρίμαργους», θέλοντας να πούμε ότι γεμίζουν την κοιλιά τους πέρα από όσο πρέπει — έτσι, πάντως, καταντούν οι απολύτως ευτελείς και τιποτένιοι άνθρωποι· ενσχέσει όμως με τις ατομικές, τις προσωπικές ηδονές, οι λανθασμένες συμπεριφορές είναι συχνές και πολλών ειδών. Γιατί, ενώ όλοι αυτοί που λέγονται «παθιασμένοι φίλοι του τάδε ή του τάδε πράγματος» λέγονται έτσι ή γιατί ευχαριστιούνται με πράγματα που δεν πρέπει ή γιατί ευχαριστιούνται με αυτό ή με εκείνο το πράγμα περισσότερο από ό,τι οι περισσότεροι άνθρωποι ή γιατί ευχαριστιούνται με τρόπο που δεν είναι ο σωστός, οι ακόλαστοι φτάνουν σε υπερβολή και από τις τρεις αυτές απόψεις: ευχαριστιούνται με κάποια πράγματα με τα οποία δεν πρέπει να ευχαριστιέται κανείς (γιατί είναι πράγματα μισητά), και στην περίπτωση που ευχαριστιούνται με πράγματα με τα οποία θα έπρεπε πράγματι κανείς να ευχαριστιέται, αυτοί το κάνουν σε βαθμό μεγαλύτερο από ό,τι πρέπει ή σε σύγκριση με τους περισσότερους ανθρώπους.
Είναι λοιπόν φανερό ότι η ακολασία αποτελεί υπερβολή ως προς τις ηδονές και είναι κάτι το ψεκτό. Όσο για τις λύπες, δεν λέγεται κανείς —όπως στην περίπτωση της ανδρείας— σώφρων, αν τις αντιμετωπίζει, και ακόλαστος, αν δεν τις αντιμετωπίζει· ακόλαστος λέγεται αυτός που λυπάται περισσότερο από ό,τι πρέπει, επειδή δεν πετυχαίνει τα ευχάριστα πράγματα (και τη λύπη η ηδονή τού την προκαλεί), ενώ σώφρων λέγεται αυτός που δεν λυπάται για την απουσία των ευχάριστων πραγμάτων [και για την αποχή του από αυτά].
[1119a] Ο ακόλαστος λοιπόν επιθυμεί όλα τα ευχάριστα πράγματα, ή αυτά που προκαλούν μεγάλη ευχαρίστηση. Η επιθυμία του τον οδηγεί στο να προτιμάει και να επιλέγει τα πράγματα αυτά έναντι όλων των άλλων. Γι᾽ αυτό ο ακόλαστος λυπάται και όταν δεν πετυχαίνει τα ευχάριστα πράγματα, αλλά και όταν τα επιθυμεί· γιατί η κάθε επιθυμία συνοδεύεται από λύπη: λύπη εξαιτίας της ηδονής είναι, στ᾽ αλήθεια, κάτι που μοιάζει με παράδοξο.
Ελλιπείς στις ηδονές, άνθρωποι που να τις ευχαριστιούνται λιγότερο από ό,τι πρέπει, δεν υπάρχουν· μια τέτοια αναισθησία δεν είναι, πράγματι, ανθρώπινη. Πραγματικά, και τα άλλα, ακόμη, ζώα κάνουν διάκριση ανάμεσα στη μια και στην άλλη τροφή: με άλλες ευχαριστιούνται, με άλλες όχι. Το να μη νιώθει, πάντως, κανείς ευχαρίστηση με τίποτε και να μην κάνει διάκριση ανάμεσα σε ένα και σε ένα άλλο πράγμα, αυτός απέχει πάρα πολύ από το να είναι άνθρωπος. Γι᾽ αυτού του είδους τον άνθρωπο η γλώσσα μας δεν έχει λέξη που να τον δηλώνει, ακριβώς γιατί τέτοιος άνθρωπος δεν υπάρχει.
Ο σώφρων άνθρωπος κατέχει τη μέση θέση σ᾽ αυτά τα πράγματα, αφού ούτε ευχαριστιέται με τα πράγματα με τα οποία ευχαριστιέται πάρα πολύ ο ακόλαστος (ίσα ίσα τα πράγματα αυτά τον δυσαρεστούν), ούτε γενικά ευχαριστιέται με πράγματα με τα οποία δεν θα έπρεπε να ευχαριστιέται· επίσης, δεν ευχαριστιέται σε βαθμό υπερβολής με οποιοδήποτε από τα πράγματα αυτά. Από την άλλη ο σώφρων άνθρωπος δεν αισθάνεται λύπη, όταν τα πράγματα αυτά του λείπουν, ούτε και τα επιθυμεί, ή τα επιθυμεί σε μέτριο βαθμό· δεν τα επιθυμεί, επίσης, περισσότερο από ό,τι πρέπει, ούτε σε στιγμή που δεν πρέπει — θυμήσου και όλα τα παρόμοια πράγματα που έχουμε ήδη πει. Τα ευχάριστα όμως πράγματα που βοηθούν στην υγεία ή στην καλή φυσική κατάσταση θα τα επιθυμήσει σε μέτριο βαθμό και με τον τρόπο που πρέπει· το ίδιο και τα άλλα ευχάριστα πράγματα, αν δεν αποτελούν εμπόδιο από την άποψη που είπαμε και αν δεν έρχονται σε αντίθεση με το ηθικά ωραίο και δεν υπερβαίνουν τα μέσα που διαθέτει. Γιατί όποιος αδιαφορεί γι᾽ αυτούς τους όρους, αυτός αγαπάει αυτού του είδους τις ηδονές περισσότερο από ό,τι τους αξίζει· ο σώφρων όμως δεν είναι τέτοιου είδους άνθρωπος, αλλά άνθρωπος που ενεργεί όπως ο ορθός λόγος ορίζει.
[1119a] Ὁ μὲν οὖν ἀκόλαστος ἐπιθυμεῖ τῶν ἡδέων πάντων ἢ τῶν μάλιστα, καὶ ἄγεται ὑπὸ τῆς ἐπιθυμίας ὥστε ἀντὶ τῶν ἄλλων ταῦθ᾽ αἱρεῖσθαι· διὸ καὶ λυπεῖται καὶ ἀποτυγχάνων καὶ ἐπιθυμῶν· μετὰ λύπης γὰρ ἡ ἐπιθυμία· ἀτόπῳ δ᾽ ἔοικε τὸ δι᾽ ἡδονὴν λυπεῖσθαι. ἐλλείποντες δὲ τὰ περὶ τὰς ἡδονὰς καὶ ἧττον ἢ δεῖ χαίροντες οὐ πάνυ γίνονται· οὐ γὰρ ἀνθρωπική ἐστιν ἡ τοιαύτη ἀναισθησία· καὶ γὰρ τὰ λοιπὰ ζῷα διακρίνει τὰ βρώματα, καὶ τοῖς μὲν χαίρει τοῖς δ᾽ οὔ· εἰ δέ τῳ μηδέν ἐστιν ἡδὺ μηδὲ διαφέρει ἕτερον ἑτέρου, πόρρω ἂν εἴη τοῦ ἄνθρωπος εἶναι· οὐ τέτευχε δ᾽ ὁ τοιοῦτος ὀνόματος διὰ τὸ μὴ πάνυ γίνεσθαι. ὁ δὲ σώφρων μέσως μὲν περὶ ταῦτ᾽ ἔχει· οὔτε γὰρ ἥδεται οἷς μάλιστα ὁ ἀκόλαστος, ἀλλὰ μᾶλλον δυσχεραίνει, οὐδ᾽ ὅλως οἷς μὴ δεῖ οὐδὲ σφόδρα τοιούτῳ οὐδενί, οὔτ᾽ ἀπόντων λυπεῖται οὐδ᾽ ἐπιθυμεῖ, ἢ μετρίως, οὐδὲ μᾶλλον ἢ δεῖ, οὐδ᾽ ὅτε μὴ δεῖ, οὐδ᾽ ὅλως τῶν τοιούτων οὐδέν· ὅσα δὲ πρὸς ὑγίειάν ἐστιν ἢ πρὸς εὐεξίαν ἡδέα ὄντα, τούτων ὀρέξεται μετρίως καὶ ὡς δεῖ, καὶ τῶν ἄλλων ἡδέων μὴ ἐμποδίων τούτοις ὄντων ἢ παρὰ τὸ καλὸν ἢ ὑπὲρ τὴν οὐσίαν. ὁ γὰρ οὕτως ἔχων μᾶλλον ἀγαπᾷ τὰς τοιαύτας ἡδονὰς τῆς ἀξίας· ὁ δὲ σώφρων οὐ τοιοῦτος, ἀλλ᾽ ὡς ὁ ὀρθὸς λόγος.
***
[11] Από τις επιθυμίες άλλες θεωρούνται κοινές σε όλους τους ανθρώπους και άλλες προσιδιάζουν σε επιμέρους άτομα και είναι επίκτητες· επιπαραδείγματι, η επιθυμία της τροφής είναι φυσική· ο καθένας, πράγματι, επιθυμεί ξερή ή υγρή τροφή, άμα του λείπει — καμιά φορά τις επιθυμεί και τις δύο· και αν είναι νέος και ακμαίος επιθυμεί επίσης, όπως λέει ο Όμηρος, και το «κρεβάτι». Το να έχει όμως την τάδε ή την τάδε συγκεκριμένη επιθυμία, αυτό δεν το κάνει ο καθένας, ούτε και όλοι οι άνθρωποι επιθυμούν τα ίδια πράγματα. Μοιάζει λοιπόν να είναι για τον καθένα μας κάτι το προσωπικό. Όμως εδώ υπάρχει και κάτι το φυσικό· γιατί τα επιμέρους άτομα αρέσκονται σε διαφορετικά πράγματα, και είναι μερικά πράγματα που είναι σε όλους τους ανθρώπους πιο ευχάριστα από τα τυχόντα.
Στις φυσικές λοιπόν επιθυμίες λίγοι συμπεριφέρονται λανθασμένα, και μάλιστα προς μία μόνο κατεύθυνση: προς την κατεύθυνση της υπερβολής· γιατί το να τρώει και να πίνει κανείς ό,τι βρεθεί μπροστά του ώσπου να κορεσθεί, σημαίνει ότι ξεπερνάει σε ποσότητα αυτό που έχει ορίσει η φύση: η φυσική επιθυμία πάει ως την ικανοποίηση της ανάγκης. Αυτός είναι ο λόγος που τους ανθρώπους αυτούς τους λέμε «γαστρίμαργους», θέλοντας να πούμε ότι γεμίζουν την κοιλιά τους πέρα από όσο πρέπει — έτσι, πάντως, καταντούν οι απολύτως ευτελείς και τιποτένιοι άνθρωποι· ενσχέσει όμως με τις ατομικές, τις προσωπικές ηδονές, οι λανθασμένες συμπεριφορές είναι συχνές και πολλών ειδών. Γιατί, ενώ όλοι αυτοί που λέγονται «παθιασμένοι φίλοι του τάδε ή του τάδε πράγματος» λέγονται έτσι ή γιατί ευχαριστιούνται με πράγματα που δεν πρέπει ή γιατί ευχαριστιούνται με αυτό ή με εκείνο το πράγμα περισσότερο από ό,τι οι περισσότεροι άνθρωποι ή γιατί ευχαριστιούνται με τρόπο που δεν είναι ο σωστός, οι ακόλαστοι φτάνουν σε υπερβολή και από τις τρεις αυτές απόψεις: ευχαριστιούνται με κάποια πράγματα με τα οποία δεν πρέπει να ευχαριστιέται κανείς (γιατί είναι πράγματα μισητά), και στην περίπτωση που ευχαριστιούνται με πράγματα με τα οποία θα έπρεπε πράγματι κανείς να ευχαριστιέται, αυτοί το κάνουν σε βαθμό μεγαλύτερο από ό,τι πρέπει ή σε σύγκριση με τους περισσότερους ανθρώπους.
Είναι λοιπόν φανερό ότι η ακολασία αποτελεί υπερβολή ως προς τις ηδονές και είναι κάτι το ψεκτό. Όσο για τις λύπες, δεν λέγεται κανείς —όπως στην περίπτωση της ανδρείας— σώφρων, αν τις αντιμετωπίζει, και ακόλαστος, αν δεν τις αντιμετωπίζει· ακόλαστος λέγεται αυτός που λυπάται περισσότερο από ό,τι πρέπει, επειδή δεν πετυχαίνει τα ευχάριστα πράγματα (και τη λύπη η ηδονή τού την προκαλεί), ενώ σώφρων λέγεται αυτός που δεν λυπάται για την απουσία των ευχάριστων πραγμάτων [και για την αποχή του από αυτά].
[1119a] Ο ακόλαστος λοιπόν επιθυμεί όλα τα ευχάριστα πράγματα, ή αυτά που προκαλούν μεγάλη ευχαρίστηση. Η επιθυμία του τον οδηγεί στο να προτιμάει και να επιλέγει τα πράγματα αυτά έναντι όλων των άλλων. Γι᾽ αυτό ο ακόλαστος λυπάται και όταν δεν πετυχαίνει τα ευχάριστα πράγματα, αλλά και όταν τα επιθυμεί· γιατί η κάθε επιθυμία συνοδεύεται από λύπη: λύπη εξαιτίας της ηδονής είναι, στ᾽ αλήθεια, κάτι που μοιάζει με παράδοξο.
Ελλιπείς στις ηδονές, άνθρωποι που να τις ευχαριστιούνται λιγότερο από ό,τι πρέπει, δεν υπάρχουν· μια τέτοια αναισθησία δεν είναι, πράγματι, ανθρώπινη. Πραγματικά, και τα άλλα, ακόμη, ζώα κάνουν διάκριση ανάμεσα στη μια και στην άλλη τροφή: με άλλες ευχαριστιούνται, με άλλες όχι. Το να μη νιώθει, πάντως, κανείς ευχαρίστηση με τίποτε και να μην κάνει διάκριση ανάμεσα σε ένα και σε ένα άλλο πράγμα, αυτός απέχει πάρα πολύ από το να είναι άνθρωπος. Γι᾽ αυτού του είδους τον άνθρωπο η γλώσσα μας δεν έχει λέξη που να τον δηλώνει, ακριβώς γιατί τέτοιος άνθρωπος δεν υπάρχει.
Ο σώφρων άνθρωπος κατέχει τη μέση θέση σ᾽ αυτά τα πράγματα, αφού ούτε ευχαριστιέται με τα πράγματα με τα οποία ευχαριστιέται πάρα πολύ ο ακόλαστος (ίσα ίσα τα πράγματα αυτά τον δυσαρεστούν), ούτε γενικά ευχαριστιέται με πράγματα με τα οποία δεν θα έπρεπε να ευχαριστιέται· επίσης, δεν ευχαριστιέται σε βαθμό υπερβολής με οποιοδήποτε από τα πράγματα αυτά. Από την άλλη ο σώφρων άνθρωπος δεν αισθάνεται λύπη, όταν τα πράγματα αυτά του λείπουν, ούτε και τα επιθυμεί, ή τα επιθυμεί σε μέτριο βαθμό· δεν τα επιθυμεί, επίσης, περισσότερο από ό,τι πρέπει, ούτε σε στιγμή που δεν πρέπει — θυμήσου και όλα τα παρόμοια πράγματα που έχουμε ήδη πει. Τα ευχάριστα όμως πράγματα που βοηθούν στην υγεία ή στην καλή φυσική κατάσταση θα τα επιθυμήσει σε μέτριο βαθμό και με τον τρόπο που πρέπει· το ίδιο και τα άλλα ευχάριστα πράγματα, αν δεν αποτελούν εμπόδιο από την άποψη που είπαμε και αν δεν έρχονται σε αντίθεση με το ηθικά ωραίο και δεν υπερβαίνουν τα μέσα που διαθέτει. Γιατί όποιος αδιαφορεί γι᾽ αυτούς τους όρους, αυτός αγαπάει αυτού του είδους τις ηδονές περισσότερο από ό,τι τους αξίζει· ο σώφρων όμως δεν είναι τέτοιου είδους άνθρωπος, αλλά άνθρωπος που ενεργεί όπως ο ορθός λόγος ορίζει.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου