Θεωρώ πάρα πολύ πιθανό ότι η θεωρία αυτή του Πλάτωνα οφείλει ένα μεγάλο μέρος των στοιχείων της στην επίδραση του Σωκράτη. Ένα από τα θεμελιακά άρθρα πίστης του Σωκράτη ήταν, πιστεύω, ο ηθικός διανοητισμός του [moral intellectua-lism]. Με τον όρο αυτόν εννοώ:
(α) τη σωκρατική ταύτιση αρετής και σοφίας, τη θεωρία του δηλαδή ότι κανείς δεν ενεργεί ενάντια στη δική του καλύτερη γνώση και ότι υπεύθυνη για όλα τα ηθικά σφάλματα είναι ή άγνοια
(β) τη θεωρία του ότι η ηθική αρετή είναι διδακτή και δεν απαιτεί οποιεσδήποτε ιδιαίτερες ηθικές ικανότητες, πέρα από την καθολική ανθρώπινη νόηση.
Ο Σωκράτης ήταν ένας ηθικολόγος και ένας άνθρωπος πού ενθουσιαζόταν. Ήταν ο τύπος του ανθρώπου πού θα ασκούσε κριτική σε οποιαδήποτε μορφή κυβέρνησης για τις ατέλειες της (και, βέβαια, μια παρόμοια κριτική θα ήταν αναγκαία και χρήσιμη για κάθε κυβέρνηση, αν και είναι δυνατή μόνον υπό καθεστώς δημοκρατίας) άλλα και αναγνώριζε τη μεγάλη σημασία του να είναι κανείς πιστός στους νόμους του κράτους.
Συνέβη να περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του κάτω από διακυβέρνηση δημοκρατικής μορφής και σαν καλός δημοκράτης θεωρούσε καθήκον του να ξεσκεπάζει την ανικανότητα και την κουφότητα ορισμένων από τούς δημοκρατικούς ηγέτες της εποχής του. Ταυτόχρονα ήταν αντίθετος προς κάθε μορφή τυραννίας· και, αν λάβουμε υπόψη μας τη θαρραλέα συμπεριφορά του κάτω από το καθεστώς των Τριάντα Τυράννων, δεν έχουμε κανένα λόγο να δεχτούμε πώς ή κριτική του κατά των δημοκρατικών ηγετών εμπνεόταν από οποιεσδήποτε αντιδημοκρατικές τάσεις.
Δεν είναι απίθανο να πρόβαλλε (σαν τον Πλάτωνα) το αίτημα ότι πρέπει να άρχουν οι καλύτεροι — πού θα σήμαινε, κατά την άποψή του, οι σοφότεροι ή εκείνοι που γνωρίζουν κάτι για τη δικαιοσύνη· πρέπει όμως να θυμόμαστε ότι με τον όρο αυτό εννοούσε δικαιοσύνη βασισμένη στην ισότητα και ότι ήταν όχι μόνον οπαδός της ιδέας της ισότητας άλλα και ένας ατομικιστής — ίσως ο μεγαλύτερος απόστολος μιας ατομικιστικής ηθικής όλων των εποχών.
Θα πρέπει, εξάλλου, να κατανοηθεί ότι αν πρόβαλλε το αίτημα να κυβερνούν οι πιο σοφοί, τόνιζε ωστόσο ξεκάθαρα πώς δεν εννοούσε τούς μορφωμένους· στην πραγματικότητα έβλεπε με πολύ σκεπτικισμό όλη την εξειδικευμένη μόρφωση τόσο των φιλοσόφων τού παρελθόντος όσο και των μορφωμένων της γενιάς του, δηλαδή των Σοφιστών. Εκείνος εννοούσε μια σοφία διαφορετικού είδους·. ήταν άπλα η συνειδητοποίηση: πόσο λίγα γνωρίζω! Όσοι δεν το γνώριζαν αυτό, δίδασκε, δεν εγνώριζαν τίποτα απολύτως, (Αυτό και είναι το αληθινό επιστημονικό πνεύμα.
Μερικοί εξακολουθούν να νομίζουν — όπως θεωρούσε και ό Πλάτων ήταν είχε εδραιωθεί ως μορφωμένος πυθαγόρειος σοφός — ότι η αγνωστικιστική στάση του Σωκράτη πρέπει να εξηγηθεί από την απουσία επιτυχών επιτευγμάτων της επιστήμης την εποχή εκείνη Αλλ’ αυτό φανερώνει μόνο ότι δεν καταλαβαίνουν αυτό το πνεύμα και ότι εξακολουθούν να κατέχονται από την προσωκρατική μαγική στάση απέναντι στην επιστήμη και τον επιστήμονα, τον όποιο θεωρούν ως ένα είδος δοξασμένου σαμάνα |shaman], ως σοφό, πεπαιδευμένο, μυημένο. Τον κρίνουν από το ποσό γνώσης που κατέχει αντί να θεωρούν — όπως ο Σωκράτης την επίγνωσή του για όσα δεν γνωρίζει ως μέτρο του επιστημονικού επιπέδου του όσο και της διανοητικής εντιμότητας του.)
Έχει μεγάλη σημασία να κατανοήσουμε ότι αυτός ό σωκρατικός διανοητισμός διέπεται αποφασιστικά από την ιδέα της ισότητας. Ο Σωκράτης πίστευε ότι ό καθένας μπορεί να διδαχτεί· στον Μένωνα τον συναντάμε να διδάσκει σ’ ένα νεαρό δούλο μια παραλλαγή αυτού που σήμερα ονομάζουμε πυθαγόρειο θεώρημα, σε μια προσπάθεια να αποδείξει πως ο οποιοσδήποτε ανεκπαίδευτος δούλος έχει την ικανότητα να συλλάβει ακόμα και αφηρημένα θέματα. ‘Ο διανοητισμός του είναι, εξάλλου, αντίθετος προς το πνεύμα της αυθεντίας.
Μια τεχνική, όπως ή ρητορική, μπορεί ίσως να διδαχτεί δογματικά από έναν έμπειρο γνώστη, σύμφωνα με το Σωκράτη· αλλά η πραγματική γνώση, η σοφία καθώς και η αρετή, μπορούν να διδαχτούν μόνο με μια μέθοδο πού ό ’ίδιος περιγράφει ως μια μορφή μαιευτικής. Αυτοί πού επιθυμούν έντονα να μάθουν μπορεί να βοηθηθούν στο να απελευθερώσουν τούς εαυτούς τους από την προκατάληψή τους· μπορεί, έτσι, να μάθουν να κάνουν αυτοκριτική και, ακόμα, ότι ή αλήθεια δεν κατακτάται εύκολα. Μπορεί όμως επίσης να μάθουν να παίρνουν αποφάσεις και να βασίζονται, κριτικά, σ’ αυτές όσο και στη διορατικότητά τους.
Παρόμοιες διδασκαλίες κάνουν φανερό ως ποιό βαθμό το αίτημα του Σωκράτη (αν το έθεσε ποτέ) ότι θα πρέπει να άρχουν οι καλύτεροι, δηλαδή οι διανοητικά έντιμοι, διαφέρει από το αίτημα των οπαδών της αυθεντίας, ότι θα πρέπει να άρχουν οι πιο μορφωμένοι, ή από το αριστοκρατικό αίτημα, ότι θα πρέπει να άρχουν οι καλύτεροι, δηλαδή οι πιο ευγενείς. (Ή πίστη του Σωκράτη ότι ακόμα και το θάρρος είναι σοφία μπορεί, νομίζω, να ερμηνευτεί ως άμεση κριτική του αριστοκρατικού δόγματος για τον ευγενούς καταγωγής ηρώα.)
Όμως αυτός ό ηθικός διανοητισμός του Σωκράτη είναι δίκοπο μαχαίρι. Έχει την εξισωτική και δημοκρατική πλευρά του, που αργότερα αναπτύχθηκε από τον Αντισθένη. Έχει, ωστόσο, και μια πλευρά που μπορεί να αποτελέσει αφετηρία ισχυρών αντιδημοκρατικών τάσεων. Η έμφαση που δίνει στην ανάγκη για διαφωτισμό, για εκπαίδευση, θα μπορούσε εύκολα να παρερμηνευτεί ως ένα αίτημα για επικράτηση της αυθεντίας.
Αυτό συνδέεται με ένα ζήτημα πού φαίνεται πώς είχε προβληματίσει πολύ το Σωκράτη: ότι αυτοί πού δεν είναι αρκετά εκπαιδευμένοι — και, έτσι, όχι αρκετά σοφοί ώστε να γνωρίζουν τα ελαττώματα τους — είναι ακριβώς εκείνοι πού έχουν τη μεγαλύτερη ανάγκη από εκπαίδευση. Η προθυμία να μάθει κανείς, αυτή καθ’ αυτήν, είναι απόδειξη για την κατοχή σοφίας — στην πραγματικότητα όλης της σοφίας που ο Σωκράτης αξίωνε πως έχει· γιατί αυτός που είναι πρόθυμος να μάθει έχει επίγνωση του πόσο λίγα γνωρίζει. Ο απαίδευτος φαίνεται, έτσι, να έχει ανάγκη από μια αυθεντία που θα τον αφυπνίσει, αφοί από τον ίδιο δεν μπορεί να αναμένεται να είναι κριτικός απέναντι στον εαυτό του.
Αλ’ αυτό το στοιχείο υπεροχής της αυθεντίας αντισταθμιζόταν κατά τρόπο θαυμαστό στη διδασκαλία του Σωκράτη, με την έμφασή του στο ότι οι αξιώσεις της αυθεντίας δεν πρέπει να προσχωρούν πέρα απ’ αυτό το σημείο. ‘Ο γνήσιος δάσκαλος μπορεί να αποδείξει την άξια του μόνο εκδηλώνοντας αύτη την αυτοκριτική πού στερείται ό απαίδευτος.
«Όποια αυθεντία μπορεί να έχω, αύτη οφείλεται αποκλειστικά στο ότι έχω επίγνωση του πόσο λίγα γνωρίζω»
μ’ αυτό τον τρόπο θα μπορούσε να έχει δικαιολογήσει την αποστολή του να αφυπνίζει τούς ανθρώπους από το δογματικό τους ύπνο. Πίστευε πώς ή αποστολή αύτη δεν έχει μόνον εκπαιδευτικό παρά και πολιτικό χαρακτήρα: ό δρόμος για τη βελτίωση της πολιτικής ζωής της πόλης ήταν ή διαπαιδαγώγηση των πολιτών στην αυτοκριτική. Μ’ αυτό το νόημα ισχυρή ζητών ότι είναι «ό μόνος πολιτικός της εποχής του», σε αντίθεση προς τους άλλους πού κολακεύουν το λαό αντί να προωθούν τα αληθινά του συμφέροντα.
Η σωκρατική ταύτιση της εκπαιδευτικής και της πολίτικης δραστηριότητας εύκολα μπορούσε να αλλοιωθεί στο πλατωνικά και αριστοτελικό αίτημα ότι το κράτος θα πρέπει να μεριμνά για την ηθική ζωή των πολιτών του. Και μπορεί επίσης εύκολα να χρησιμοποιηθεί για το επικίνδυνα πειστικό συμπέρασμα ότι κάθε δημοκρατικός έλεγχος έχει χαρακτήρα κύκλου: γιατί πως είναι δυνατόν οι απαίδευτοι να κρίνουν αυτούς που έργο τους είναι να εκπαιδεύουν; Πως είναι δυνατόν οι καλύτεροι να ελέγχονται από τους λιγότερο καλούς;
Αλλ’ αυτό το επιχείρημα είναι βέβαια πέρα για πέρα μη σωκρατικό. Θεωρεί ως δεδομένη μια αυθεντία του σοφού και μορφωμένου ανθρώπου ξεπερνώντας, έτσι, κατά πολύ τη μετριοπαθή ιδέα του Σωκράτη για την αυθεντία του δασκάλου ως κάτι που θεμελιώνεται αποκλειστικά στη συνειδητοποίηση των ορίων του. Σ’ αυτά τα θέματα ή κρατική αυθεντία είναι ενδεχόμενο να οδηγήσει, στην πραγματικότητα, σε κάτι διαμετρικά αντίθετο από το στόχο τού Σωκράτη. Είναι πιθανό να προκαλέσει δογματική αυτοκτόνο-ποίηση και μαζική διανοητική αυταρέσκεια αντί για κριτική δυσαρέσκεια και έντονη έφεση για βελτίωση.
Δεν νομίζω πως είναι περιττό να τονίσω αυτόν τον κίνδυνο που σπάνια κατανοείται ξεκάθαρα. Ακόμα κι ένας συγγραφέας σαν τον Crossman που, όπως πιστεύω, κατανοούσε το αληθινό σωκρατικό πνεύμα, συμφωνεί με τον Πλάτωνα σ’ αυτό που ο ίδιος ονομάζει τρίτη κριτική του Πλάτωνα κατά της Αθήνας:
«Η παιδεία, που θα ’πρεπε να αποτελεί τη μείζονα υπευθυνότητα του Κράτους, είχε αφεθεί στο ατομικό καπρίτσιο…Να πάλι ένα καθήκον που θα ’πρεπε να το εμπιστευτούν μόνο σ’ έναν άνθρωπο αποδεδειγμένης ακεραιότητας. Το μέλλον κάθε Κράτους εξαρτάται από τη νεώτερη γενιά και είναι, επομένως, παραφροσύνη να διαπλάθεται το πνεύμα των παιδιών από το ατομικό γούστο και το ρεύμα των περιστάσεων. Εξίσου καταστροφική ήταν η κρατική πολιτική του laissez-faire σε ότι αφορούσε τους δασκάλους, τους διευθυντές σχολών και τους σοφιστές πού έδιναν διαλέξεις.»
Αλλά η πολιτική του laissez-faire του αθηναϊκού κράτους, στην όποια ασκούν κριτική ο Crosman και ο Πλάτων, είχε το ανεκτίμητο αποτέλεσμα να δίνει τη δυνατότητα σε ορισμένους σοφιστές που έδιναν διαλέξεις, και ιδιαίτερα στο μέγιστο απ’ όλους το Σωκράτη, να διδάσκουν. Και όταν αργότερα η πολιτική αυτή εγκαταλείφθηκε, το αποτέλεσμα ήταν ο θάνατος του Σωκράτη. Αυτό θα ’πρεπε να αποτελεί προειδοποίηση για το ότι ο κρατικός έλεγχος σε παρόμοια θέματα είναι επικίνδυνος και η επιτακτική απαίτηση για τον «αποδεδειγμένης ακεραιότητας άνθρωπο» μπορεί να οδηγήσει στον παραμερισμό του καλύτερου. (Ή πρόσφατη καταστολή της διδακτικής δραστηριότητας του Bertrand Russell αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση.)
Στο μέτρο όμως που πρόκειται για βασικές αρχές, έχουμε εδώ ένα παράδειγμα της βαθιά ριζωμένης προκατάληψης ότι το μόνο εναλλακτικό στο laissez-faire είναι ή πλήρης κρατική υπευθυνότητα. Πιστεύω, βέβαια, πως αποτελεί ευθύνη του κράτους να μέριμνα ώστε να δίνεται στους πολίτες του μια εκπαίδευση που να τους καθιστά ικανούς να μετέχουν στη ζωή της κοινότητας και να αξιοποιούν κάθε ευκαιρία για να αναπτύξουν τα ιδιαίτερα ενδιαφέροντα και τα χαρίσματα τους· ακόμα, το κράτος θα πρέπει να φροντίζει (όπως συχνά τονίζει ο Crossman) ώστε η έλλειψη «Ικανότητας του άτομου να πληρώσει» να μην αποτελεί φραγμό για ανώτερες σπουδές. Αυτό, πιστεύω, ανήκει στις προστατευτικές λειτουργίες του κράτους. Το να λέει, όμως, κανείς ότι:
«το μέλλον του Κράτους εξαρτάται από τη νεώτερη γενιά και είναι, επομένως, παραφροσύνη να διαπλάθεται το πνεύμα των παιδιών από το ατομικό γούστο»
μου φαίνεται πώς ανοίγει διάπλατα την πόρτα στον ολοκληρωτισμό. Δεν θα πρέπει να επικαλούμαστε ελαφρά το κρατικό συμφέρον για να υπερασπιστούμε μέτρα πού μπορεί να θέσουν σε κίνδυνο την πιο πολύτιμη απ’ όλες τις μορφές ελευθερίας: την πνευματική ελευθερία. Και μολονότι δεν είμαι υπέρμαχος του «laissez-faire σε ότι αφορά τους δασκάλους και τους διευθυντές σχολών», πιστεύω πως αυτή η πολιτική είναι απείρως ανώτερη από μια απολυταρχική πολιτική πού παρέχει στους επιτελείς του κράτους πλήρη δικαιοδοσία να διαμορφώνουν πνεύματα και να ελέγχουν τη διδασκαλία της επιστήμης καλύπτοντας μ’ αυτό τον τρόπο το αμφίβολο κύρος του εμπειρογνώμονα με την αυθεντία του κράτους, καταλύοντας την επιστήμη με τη, συνηθισμένη, πρακτική του να διδάσκεται σαν ένα απόλυτου κύρους δόγμα και καταστρέφοντας το επιστημονικό πνεύμα της έρευνας — το πνεύμα της αναζήτησης της αλήθειας που είναι αντίθετο προς την πεποίθηση ότι την κατέχουμε ήδη.
Προσπάθησα να δείξω ότι ο διανοητισμός του Σωκράτη διεπόταν στο βάθος του από την ιδέα της ισότητας και της αξίας του ατόμου και ότι το στοιχείο υπεροχής της αυθεντίας πού περιείχε μειωνόταν στο ελάχιστο χάρη στην πνευματική μετριοπάθεια και το επιστημονικό ήθος του .Ο διανοητικισμός του Πλάτωνα είναι πολύ διαφορετικός. Ο πλατωνικός «Σωκράτης» της Πολιτείας είναι η ενσάρκωση μιας αμετρίαστης πίστης στην αυθεντία. (Ακόμα και τα αύτοαποδοκιμαστικά του σχόλια δεν βασίζονται σε μια επίγνωση των ορίων του, όσο μάλλον αποτελούν ένα ειρωνικό τρόπο βεβαίωσης της υπεροχής του.)
Ο εκπαιδευτικός στόχος του δεν είναι η αφύπνιση της αυτοκριτικής και της κριτικής σκέψης γενικότερα- είναι, μάλλον, ή κατήχηση — ή διάπλαση πνευμάτων και ψυχών πού (για να επαναλάβουμε ένα χωρίο από τούς Νόμους) πρέπει «να γίνουν με μακρόν εθισμό, ολωσδιόλου ανίκανα για οποιαδήποτε ανεξάρτητη δράση». Η μεγάλη, έξαλλου, εξισωτική και απελευθερωτική ιδέα του Σωκράτη ότι είναι δυνατό να συσκέπτεται με ένα δούλο και ότι υπάρχει ένας πνευματικός δεσμός ανάμεσα στους ανθρώπους, ένα μέσο καθολικής κατανόησης, ο «λόγος», η ιδέα αυτή αντικαθίσταται από το αίτημα για ένα εκπαιδευτικό μονοπώλιο της άρχουσας τάξης, συναρτημένο με την αυστηρότερη λογοκρισία, και των προφορικών ακόμη συζητήσεων.
Ο Σωκράτης είχε τονίσει πως δεν είναι σοφός- πως δεν κατέχει την αλήθεια, παρά είναι ένας αναζητητής, ένας ερευνητής, ένας εραστής της αλήθειας. Αυτό, εξηγούσε, εκφράζεται με τη λέξη «φιλόσοφος» που σημαίνει τον εραστή και αναζητητή της σοφίας, σε αντίθεση προς τον «σοφιστή» που σημαίνει τον κατ’ επάγγελμα σοφό άνθρωπο. Αν ποτέ ισχυρίστηκε πως οι πολιτικοί θα πρέπει να είναι φιλόσοφοι, το μόνο που θα μπορούσε να εννοεί θα ήταν πω ς αυτοί, επιφορτισμένοι καθώς είναι με μια υπέρμετρη υπευθυνότητα, θα ’πρεπε να αναζητούν την αλήθεια και να έχουν συνείδηση των ορίων τους.
Πως, τώρα, μετέστρεψε ο Πλάτων αυτή τη διδασκαλία; Θα φαινόταν σε πρώτη ματιά πως δεν τη μετέβαλε καθόλου όταν απαιτούσε να επενδύεται η απόλυτη διακυβέρνηση του κράτους στους φιλοσόφους, ιδιαίτερα μάλιστα αφού, σαν το Σωκράτη, όριζε τούς φιλοσόφους ως εραστές της αλήθειας. Και όμως η αλλαγή που επέφερε ο Πλάτων ήταν τεράστια. Ο εραστής του δεν είναι πια ο μετριόφρων αναζητητής παρά ο υπερήφανος κάτοχος της αλήθειας· ασκημένος διαλεκτικός, έχει την ικανότητα της πνευματικής ενόρασης, μπορεί δηλαδή να βλέπει και να επικοινωνεί με τις αιώνιες και ουράνιες Μορφές ή Ιδέες. Τοποθετημένος πολύ υψηλότερα απ’ όλους τούς κοινούς ανθρώπους είναι «όμοιος με θεό, αν όχι… θείος», στη σοφία και στη δύναμή του.
Ο ιδεώδης φιλόσοφος του Πλάτωνα πλησιάζει τόσο την παντογνωσία όσο και την παντοδυναμία. Είναι ο Φιλόσοφος — Βασιλιάς. Είναι, νομίζω, δύσκολο να φανταστεί κανείς μεγαλύτερη αντίθεση απ’ αυτήν πού υπάρχει ανάμεσα στο σωκρατικό και το πλατωνικό ιδεώδες για το φιλόσοφο. Πρόκειται για αντίθεση ανάμεσα σε δύο κόσμους, στον κόσμο ενός μετριοπαθούς ορθολογιστή υπέρμαχου της άξιας του ατόμου και σ’ αυτόν ενός ημιθέου εκφραστή του ολοκληρωτισμοί.
Το αίτημα του Πλάτωνα ότι θα πρέπει να άρχει ο σοφός — ο κάτοχος της αλήθειας, ό «γνήσιος και ολοκληρωμένος φιλόσοφος» — εγείρει, βέβαια, το πρόβλημα της επιλογής και της εκπαίδευσης των κυβερνώντων. Σε μια καθαρά περσοναλιστική (αντίθετα προς μια θεσμική) θεωρία, το πρόβλημα θα μπορούσε να λυθεί άπλα με το να διακηρύξει κανείς ότι ό σοφός κυβερνήτης, με τη σοφία του, θα είναι αρκετά σοφός ώστε να διαλέξει τον καλύτερο άνθρωπο ως διάδοχό του.
Αλλ’ αυτή βέβαια δεν είναι και τόσο ικανοποιητική προσέγγιση στο πρόβλημα. Πάρα πολλά θα εξαρτιόνταν από ανεξέλεγκτες περιστάσεις· ένα τυχαίο περιστατικό και μόνο μπορεί να καταλύσει τη σταθερότητα του κράτους. ’Αλλά ή προσπάθεια να ελεγχτούν οι περιστάσεις, να προβλεφθεί το τι είναι ενδεχόμενο να συμβεί και να ληφθεί πρόνοια γι’ αυτό, θα πρέπει να οδηγήσει κι εδώ — όπως παντού — στην εγκατάλειψη μιας καθαρά περσοναλιστικής λύσης και στην αντικατάστασή της με μία θεσμική. “Όπως σημειώσαμε ήδη, η προσπάθεια να σχεδιάσει κανείς το μέλλον θα πρέπει πάντα να οδηγεί στη θεσμοκρατία.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου