Πέμπτη 10 Ιανουαρίου 2019

M. Heidegger: Πώς λέγεται ο Χρόνος;

Μάρτιν Χάιντεγκερ: 1889-1976

Τι είναι Χρόνος;

1. Η έννοια του Χρόνου απασχολεί τον Χάιντεγκερ από τα πρώτα του δοκίμια, για παράδειγμα από το πρώτο δοκίμιο: Η έννοια του Χρόνου στην επιστήμη της ιστορίας (1916)[1] μέχρι και τα ύστερα γραπτά του· π.χ. το δοκίμιό του (1962): Χρόνος και Είναι[2]. Ο χρόνος συνιστά θεμελιώδη έννοια της σκέψης του, καθώς συνάπτεται καθοριστικά με την ερμηνεία και κατανόηση του Είναι. Στο ως άνω πρωτόλειο κείμενό του επιχειρεί να σκεφτεί επιστημολογικά και να αναζητήσει την ουσία του χρόνου στις ιστορικές επιστήμες κατ’ αντιδιαστολή προς τον «φυσικό» χρόνο των φυσικών επιστημών. Με δεδομένη την ερμηνεία του χρόνου στη βάση εκείνης της λειτουργίας του που καθιστά δυνατή τη μέτρηση και σε αντίθεση με την ποσοτική του κατανόηση στη φυσική, ο Χάιντεγκερ διακρίνει στην ιστορική επιστήμη τη δυνατότητα χρονολόγησης με βάση τις αξιακές σχέσεις[3]. Ο χρόνος εδώ χαρακτηρίζεται από ποιοτική διαφορετικότητα και εκτίθεται σε μια μεταβλητότητα, ευθέως αντίθετη προς την αιωνιότητα. Από τα πρώτα τούτα βήματά του, ο φιλόσοφός μας δοκιμάζει να συλλάβει τον χρόνο στην περατότητά του, κάτι που θα επεξεργαστεί πιο αναλυτικά στα επόμενα κείμενά του σε συνδυασμό με τη χρονική ερμηνεία του Είναι.

2. Σε μια διάλεξή του το 1924 για την Έννοια του Χρόνου[4] αναμετρείται με την αιωνιότητα και στοχεύει στην αμφισβήτηση της αντίθεσης ανάμεσα στον χρόνο και την αιωνιότητα. Το ζητούμενο τώρα είναι να κατανοήσει φιλοσοφικά τον χρόνο με αφετηρία τον ίδιο τον χρόνο, προβαίνοντας σε σαφή διάκριση ανάμεσα στη φιλοσοφία και την πίστη:

«Ο φιλόσοφος δεν εκτίθεται στην πίστη. Όταν θέτει το ερώτημα για τον χρόνο, είναι αποφασισμένος να κατανοήσει τον χρόνο εκκινώντας από τον χρόνο ή από το αεί, που μοιάζει με την αιωνιότητα, αλλά αποδεικνύεται ως ένα απλό παράγωγο της χρονικότητας [του χρονικώς-Είναι (Zeitlichsein)]»[5].

Η θεολογικώς εννοούμενη αιωνιότητα, όπως μας λέει πιο πάνω ο Χάιντεγκερ και θα μιλήσει πιο εκτενώς στο Είναι και Χρόνος, δεν έχει κανένα εσωτερικό δεσμό με τη χρονικότητα του ανθρώπινου Dasein και των εκάστοτε παροντικών του στιγμών μέσα στον κόσμο, όπου εκ-τίθεται σε αναμέτρηση πρωτίστως με τον εαυτό του και παράλληλα με τους άλλους. Είναι μια έννοια κενή από συγκεκριμένο, ιστορικό περιεχόμενο και ως τέτοια ούτε την αρχέγονη αρχή του χρόνου αποτελεί ούτε τη δική μας εμπειρική χρονικότητα αντανακλά. Απλώς είναι ένα παράγωγο πράγμα ή γεγονός της εν λόγω εμπειρικής χρονικότητας.

3. Στο Είναι και Χρόνος τίθεται η θεμελιώδης προβληματική γύρω από τον χρόνο.

3.1 Η κύρια επιδίωξη συνδέεται με τούτο: ο χρόνος να καταδειχθεί ως ο ορίζοντας που καθιστά εφικτή κάθε κατανόηση του Είναι. Χωρίς έναν τέτοιο ορίζοντα, το ερώτημα για το νόημα του Είναι αποδυναμώνεται σε βαθμό που να εξαφανίζεται μέσα στην ομίχλη μιας ατέρμονης αοριστολογίας και όχι λιγότερο μιας πληκτικής κοινοτοπίας και ανοήμονος ταυτολογίας. Με τον ως άνω τίτλο του έργου, ο Χάιντεγκερ ήδη μας οικειώνει με μια προ-κατανόηση της σχέσης του χρόνου με το Είναι. Ο τίτλος ήδη: Είναι και Χρόνος δεν παραπέμπει σε μια παράλληλη και συγχρόνως αντιθετική πραγμάτευση των δυο εννοιών αλλά σε μια αλληλένδετη σχέση τους. Ανάμεσα στο Είναι και τον χρόνο ο Χάιντεγκερ αναγνωρίζει πως υπάρχει μια εγγενής συναλληλία, η οποία θέτει την αναγκαιότητα για μια πιο αρχέγονη σκέψη γύρω από τις δυο αυτές έννοιες. Το ότι υπάρχει μια θεμελιώδης σχέση μεταξύ τους, μας λέει ο Χάιντεγκερ, γίνεται φανερό στην αρχαία ερμηνεία του Είναι ως ουσίας[6]. Υπό έναν οντολογικό-χρονικό τρόπο, ουσία σημαίνει παρουσία. Το Είναι, στην ενδοσυνάφειά του με τον χρόνο, αποφεύγει τον κίνδυνο να παρανοηθεί ως κάτι ακίνητο, παγιωμένο, ή επέκεινα, όπως συμβαίνει με την παραδοσιακή οντολογία, στο μέτρο που ερμηνεύεται υπό την προοπτική του χρόνου. Ο χρόνος ως χρονικότητα και όχι ως φυσικός χρόνος δίνει ενέργεια στο Είναι και στη σκέψη του Είναι, έτσι ώστε το τελευταίο να μην παρουσιάζεται, ως προς την αλήθεια του, ως μια ανενεργός ύπαρξη του αισθητού κόσμου, η οποία ακολουθεί παθητικά μια δεδομένη φυσική τάξη.

3.2 Η αρχέγονη ερμηνεία του χρόνου ως ορίζοντα κατανόησης του Είναι, ως ορίζοντα κατάδειξης του χρονικού του χαρακτήρα, εκκινεί από τη χρονικότητα του ανθρώπινου Dasein, της ανθρώπινης ύπαρξης. Τούτο σημαίνει πως μια φιλοσοφική πραγμάτευση του χρόνου προϋποθέτει τη φιλοσοφική μελέτη-ερμηνεία της οντολογικής σύστασης του ανθρώπου, καθώς η χρονικότητά του ως χρόνος επιτρέπει στον άνθρωπο να υπάρχει ως άνθρωπος. Πώς θα μπορούσε να συμβαίνει διαφορετικά, όταν ξέρουμε πως η χρονικότητα, ως χρόνος, συνιστά το πεδίο, όπου λαμβάνει χώρα κάθε είδους ανθρώπινη δραστηριότητα και καθίσταται δυνατή η ιστορικότητα του ανθρώπινου Είναι. Το ανθρώπινο Dasein γράφει ιστορία και αποκτά ιστορικότητα, όταν θέτει συγκεκριμένους σκοπούς συνειδητά, αναιρώντας έτσι την αιτιοκρατική σχέση και παύοντας, ως εκ τούτου, να αφήνεται στο έλεος της νομοτέλειας του φυσικού του γίγνεσθαι. Η δυνατότητά του να αναιρεί αυτή τη σχέση προκύπτει ακριβώς από τον εγκόσμιο χαρακτήρα του, από την ενδοκοσμική του σύσταση ως ανθρώπινης ύπαρξης και από την πολλότητα των καταστασιακών σχέσεων που αναπτύσσει μέσα στον κόσμο.

3.3 Οποιαδήποτε παρερμηνεία της ανθρώπινης ύπαρξης προκύπτει από την παραγνώριση της χρονικότητάς της. Το Είναι ‒του ανθρώπινου Dasein, των ανθρώπινων όντων‒ κατανοείται, σε ό,τι αφορά την ουσία του ως παρουσία, υπό τη μορφή ενός ορισμένου τρόπου του χρόνου. Κατ’ αυτό το πνεύμα, ο τελευταίος κατανοείται ως το «νόημα του Είναι», δηλ. ως εκείνο για το οποίο διαθέτουμε ήδη πάντα μια κατανόηση, όταν προφέρουμε τον ρηματικό τύπο «είναι/εστί». Στο πλαίσιο, συνακόλουθα, του ανθρώπινου Dasein, ο χρόνος παραπέμπει στη βασική δομή του τρόπου, με τον οποίο υπάρχει αυτό το Dasein, και ορισμένως συνιστά τον νοηματικό ορίζοντα όλων των πτυχών και των καταστάσεων, που συγκροτούν την ως άνω δομή του τρόπου του Είναι του. Αυτή η θεμελιώδης δομή, ήτοι ο χρόνος ως τέτοια δομή φέρει το όνομα: ύπαρξη (Existenz) και μέλλει να αποδεικνύεται ως ο τρόπος της γενικής χρονικότητας αυτού τούτου του Είναι. Το υπάρχειν (existieren) σημαίνει τώρα εξίστασθαι σε ένα Είναι, που μέλλει να κατισχύσει, να πραγματωθεί, να φέρει σε πέρας την κατίσχυσή του.

3.4 Το Dasein έτσι δεν είναι απλά και μόνο ένα παρευρισκόμενο ον, αλλά υπάρχει κατά τρόπο, που να ρέπει προς το Είναι του. Τούτο υποδηλώνει πως ο άνθρωπος είναι ανοικτός προς το Είναι: εξ-έρχεται στον κόσμο και βρίσκεται στη σκοπιά του da [=εδωνά] ως φύλακας, φρουρός του Είναι. Και όλη αυτή η ενεργός στάση, το ασίγαστο πάθος του ανθρώπινου Dasein για ζωή και η προ-πόρευσή του προ του θανάτου συνάπτεται με τη μέριμνα που το τελευταίο αναλαμβάνει ή επιδεικνύει για την ύπαρξή του. Και πώς μπορεί το Dasein να βιώνει αυτό το εγχείρημα ως συνολικό εγχείρημα; Μπορεί δυνάμει των φαινομένων τέτοιων, όπως αυτά του θανάτου, της συνείδησης, της ενοχής, που αφορούν το σύνολο, την ολότητα της ύπαρξης. Αφορούν τον άνθρωπο ως όλο, έτσι όπως το καταδεικνύει η χρονική ανάλυση των δομικών στοιχείων της μέριμνας, τουτέστιν η μέριμνα ως χρονικότητα.

3.5 Κατανοούμενη, στο οικείο της νόημα αυτή η χρονικότητα εκτείνεται σε μέλλον, παρελθόν και παρόν. Η χρονικότητα ωστόσο, ως αυθεντικά οντολογικός χρόνος, δεν εξαντλείται στον κοινότοπο χρόνο, που εκτείνεται στις τρεις προαναφερθείσες έννοιες ‒μέλλον, παρελθόν, παρόν‒νοούμενες υπό την παραδοσιακή έννοια του χρόνου που έρχεται και παρέρχεται, αλλά συνάπτεται με μια πιο αρχέγονη χρόνιση, ήτοι ωρίμανση (Zeitigung). Πρόκειται για μια διεργασία, η οποία δεν έρχεται από τον ουρανό, αλλά τελεί πάντοτε υπό το χρονικό νόημα της μέριμνας, ως της ουσίας της ανθρώπινης ύπαρξης. Τούτο δε το νόημα μπορεί να προσδιορίζεται συγκεκριμένα μέσα από τη χρονική ερμηνεία των στοιχείων με τις υποδιαιρέσεις τους, που δομούν τη μέριμνα. Συνοπτικά αυτά έχουν ως εξής:

1. Η κατανόηση, που σχετίζεται θεμελιωδώς με το μέλλον και έχει το έρεισμά της σε αυτό.
2. Η εύρεση, νοούμενη ως διάθεση και έχουσα τις ρίζες της στο παρελθόν: στρέφεται προς το ατομικό Είναι ή και ακόμη το αποστρέφεται.
3. Η κατάπτωση ή η έκπτωση, σχετιζόμενη με το παρόν και
4. Η ομιλία, που συνιστά μια διανοικτότητα προς τον κόσμο και συναντάται στο παρόν ως μια προνομιακή δυνατότητα της ανθρώπινης ύπαρξης να συγκροτεί γλώσσα: ως εκ τούτου να καλλιεργεί την ομιλία και να αρθρώνει τη θεμελιακή της τάση να ανοίγεται στο κόσμο και να επωμίζεται τη μοίρα της.                                                  
--------------                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                          
[1] GA1, σσ. 415-433.
[2] GA14, σσ. 3-31.
[3] GA1, σ. 433.
[4] GA64, σ. 105-125.
[5] Ό.π., σ. 107.
[6] Πλάτων, Σοφιστής 246a.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου