Σάββατο 10 Νοεμβρίου 2018

Η έννοια του θεού (θεῖον) στον ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ

Για τους Ίωνες προσωκρατικούς, φυσικούς φιλοσόφους, ο Θεός ταυτιζόταν μάλλον με τη φύση, είναι αυτό που η νεότερη φιλοσοφία ονόμασε Πανθεϊσμό, μια ταύτιση δηλαδή του Θεού με τον κόσμο, όπου ο Θεός είναι η ψυχή ή η βούληση του Κόσμου, η ζωτική του αρχή (Spinoza). Για τον Θουκυδίδη όμως ισχύει μάλλον αυτό που οι νεότεροι ονόμασαν Ντεϊσμό (Deismus), που αρνείται κάθε επαφή του Θεού με τον Κόσμο· δεν ήταν δηλαδή θεϊστής (Theismus), που δέχεται όχι μόνο δημιουργό Θεό, αλλά και προσωπικό, κυβερνήτη του Κόσμου· δεν ήταν επίσης πανθεϊστής (Panentheismus), σύμφω­να με τον οποίο ο Κόσμος περιλαμβάνεται στο Θεό και είναι μάλιστα προϊ­όν της βούλησής του (Lessing)
 
Τελικά, δε θα ’λεγα ότι ο Θουκυδίδης ήταν άθεος, δεχόταν μια ανώτερη φυσική, συμπαντική δύναμη, που δεν επεμβαίνει όμως στα ανθρώπεια- ήταν αυτό που επιγραμματικά ο αρχαίος βιογράφος του Μαρκελλίνος περιέγραψε: «ἠρέμα ἄθεος».          
                           
Αλλά ας δούμε μερικές χαρακτηριστικές αναφορές από το έργο του Θουκυδίδη:
 
Στο δεύτερο βιβλίο και στην περιγραφή (§ 47-55) του φοβερού Λοιμού (τύφου) γράφει:
 
 «Ὑπερβιαζομένου γάρ τοῦ κακοῦ οί άνθρωποι, οὐκ ἔχοντες ὅ, τι γένωνται, ἐς ὀλιγωρίαν ἐτράποντο καί ἱερῶν καί ὁσίων ὁμοίως» (§ 52). (γιατί, καθώς το κακό τους είχε παραβασανίσει, οι άνθρωποι, μην ξέροντας τι θα γίνουν, το ’ριξαν στην αδιαφορία ίδια για τους θεϊκούς νόμους και τους ανθρώπινους.)

Και λίγο πιο κάτω:

«Θεῶν δε φόβος ἤ ἀνθρώπων νόμος οὐδείς ἀπεῖργε, τό μέν κρίνοντες ἐν ὁμοίῳ καί σέβειν καί μή ἐκ τοῦ πάντας ὁρᾶν ἐν ἴσῳ ἀπολλυμένους, ταῶν δέ ἁμαρτημάτων οὐδείς ἐλπίζων μέχρι τοῦ δίκην γενέσθαι βιούς ἄν τήν τιμωρίαν ἀντιδοῦναι...» (§ 53). (Φόβος των θεών ή νόμων των ανθρώπων κανένας δεν τους συγκρατούσε, απ’ τη μια γιατί έκριναν, με το να βλέπουν πως όλοι χάνονταν όμοια, ότι ήταν το ίδιο να δεί­χνουν σεβασμό ή όχι, απ’ την άλλη, γιατί κανένας δεν περίμενε ότι θα ζούσε ώσπου να γίνει δίκη και να τιμωρηθεί για τα ανομήματά του.)
 
Εδώ θυμόμαστε το «Δεκαήμερο» του Βοκάκιου. Δηλαδή, η υπακοή ή μη στους θεούς είναι καθαρά ανταποδοτική (τιμωρία-αμοιβή) και δεν είναι ένας a priori καθολικός νόμος. Γιατί, αν ο Θεός δεν τηρεί το συμβόλαιό του, δεν έχει καμία αξία. Αυτό δεν είναι Ηθική!
 
Πιο κάτω, στην πολιορκία της Πλάταιας (II, § 71-78), ο Αρχίδαμος, βασι­λιάς της Σπάρτης, προσπαθώντας να δικαιολογήσει την άδικη συμπεριφορά του, λέει:
 
«Θεοί ὅσοι γῆν τήν Πλαταιΐδα ἔχετε καί ἥρωες, ξυνίστορες ἔστε ὅτι οὔτε τήν ἀρχήν ἀδίκως, ἐκλιπόντων δέ τῶνδε προτέρων τό ξυνώμοτον, ἐπί γῆν τῆνδε ἤλθομεν οὔτε νῦν, ἤν τί ποιῶμεν, ἀδικήσομεν προκαλεσάμενοι γάρ πολλά καί εἰκότα οὐ τυγχάνομεν. Ξυγγνώμονες δέ ἔστε τῆς μέν ἀδικίας κολάζεσθαι τοῖς ὑπάρχουσι προτέροις, τῆς δέ τιμωρίας τυγχάνειν τοῖς ἐπιφέρουσι νομίμως» (II. 74). (Θεοί και ήρωες, όσοι προστατεύετε την πλαταιική γη, να είστε μάρτυρες ότι κι απ’ την αρχή δεν ήρθαμε άδικα εναντίον της χώ­ρας αυτής και τώρα αν κάμουμε κάτι κακό, δε θα είμαστε άδικοι· γιατί, ενώ κάναμε πολλές και λογικές προτάσεις, δεν εισακουστήκαμε. Ευδοκήστε λοιπόν να τιμωρηθούν όσοι άρχισαν πρώτοι την αδικία και να πετύχουν την τιμωρία όσοι ζητούν να την επιβάλουν νόμιμα.) Νομίζουν δηλαδή ότι με μια νομικίστικη και νομιμοφανή δικαιολογία θα εξαπατήσουν τους θεούς και προπαντός θα εφησυχάσουν την άδικη συνείδησή τους.
 
Περιγράφοντας την ήττα των Αθηναίων στο Δήλιο (Βοιωτίας) ο Θουκυδί­δης, λέει:
 
«Πᾶν δ’ εἰκός εἶναι τό πολέμῳ καί δεινῷ τινι κατειργόμενον ξύγγνωμον τί γίγνεσθαι καί πρός τοῦ θεοῦ, καί γάρ τῶν ἀκουσίων ἁμαρτημάτων καταφυγήν εἶναι τούς βωμούς, παρανομίαν τέ ἐπί τοῖς μή ἀνάγκη κακοῖς ὀνομασθῆναι καί οὐκ ἐπί τοῖς ἀπό τῶν ξυμφορῶν τί τολμήσασιν  (IV. 98). (Και καθετί που γίνεται απ’ την ανάγκη του πολέμου ή άλλου δεινού, φυσι­κό είναι να κρίνεται με επιείκεια ακόμη κι από το θεό, αφού οι βωμοί είναι καταφύγιο για τα ακούσια εγκλήματα. Ανομίες θεωρούνται οι κακές πράξεις που αποτολμιούνται χωρίς λόγο, όχι εκείνες που γίνονται κάτω από την πίεση της ανάγκης.)
 
Τώρα, τι είναι ανάγκη και ποιος είναι υπεύθυνος γι’ αυτήν δε λέγεται κι ούτε έχει σημασία, όταν ο καθένας προσπαθεί να δικαιολογήσει τις όποιες πράξεις του και να καθησυχάσει τη συνείδησή του ζητώντας τη θεϊκή επιεί­κεια.
 
Επανέρχομαι στο διάλογο Αθηναίων και Μηλίων του πέμπτου βιβλίου, όπου οι Μήλιοι στην απελπισία τους επιστρατεύουν κάθε επιχείρημα για σωτηρία τους, λέγοντας στους Αθηναίους:
 
 «Ὅμως δέ πιστεύομεν ταῇ μέν τύχῃ ἐκ τοῦ θείου μή ἐλασσώσεσθαι, ὅτι ὅσοί πρός οὐ δικαίους ἱστάμεθα…» (V, 104). (Πιστεύουμε όμως ότι οι θεοί δε θα μας αξιώσουν τύχη χειρότερη απ’ τη δική σας, γιατί θεοφοβούμενοι εμείς, αντιστεκόμαστε σε αδίκους.)
 
Δύο παρατηρήσεις: Πράγματι, στο τέλος η τύχη των Αθηναίων θα είναι η ίδια μ’ αυτή των Μηλιών και δεύτερο, η πίστη των Μηλίων στους θεούς και ότι επειδή κατά τη γνώμη τους έχουν το δίκαιο με το μέρος τους, αυτοί θα πρέπει να τους σώσουν, αποδεικνύεται αβάσιμη. Εδώ μπαίνει για μία ακόμη φορά το πρόβλημα της Θεοδικίας, όρος του Λάιμπνιτς. σε σχέση με την επι­κράτηση του κακού στον Κόσμο και πώς αυτό συμβιβάζεται με την ιδέα του αγαθού και δίκαιου θεού. Διακρίνει κανείς μια ειρωνεία του Θουκυδίδη για την αφέλεια των ανθρώπων να πιστεύουν ότι το θείο επεμβαίνει υπέρ των ανθρώπων και όπως αυτοί θέλουν κάθε φορά. Οι Αθηναίοι όμως τους απα­ντούν:
 
«Τῆς μέν τοίνυν πρός τό θεῖον εὐμενείας οὐδ' ἠμεῖς οἰόμεθα λελείψεσθαι. Οὐδέ γάρ ἔξω της ἀνθρωπείας τῶν μέν ἔς τό θεῖον νομίσεως τῶν δ’ ἔς σφᾶς αὔτους βουλήσεως δικαιοϋμεν ἤ πράσσομεν. Ἡγούμεθα γάρ τό τέ θεῖον δόξη, τό ἀνθρώπειον τέ σαφῶς διά παντός ἀπό ψύσεως ἀναγκαίας, οὗ ἄν κράτη, ἄρχειν» (V, 105). (Αλλά κι εμείς νομίζουμε πως δε θα μας λείψει η εύ­νοια των θεών γιατί δε ζητούμε και δεν κάνουμε τίποτε που να ’ναι αντίθε­το με τις πεποιθήσεις των ανθρώπων για τους θεούς ή τις αρχές που ακο­λουθούν στις μεταξύ τους σχέσεις. Έχουμε τη γνώμη για τους θεούς και τη βεβαιότητα για τους ανθρώπους ότι κάποιος φυσικός νόμος τους αναγκάζει να επιβάλουν την εξουσία τους σε κάθε περίσταση που είναι πιο δυνατοί.)
 
Δε λέει τι κάνουν ή τι μπορούν να κάνουν οι θεοί, αλλά τι νομίζουν οι άνθρωποι ότι δήθεν κάνουν οι θεοί, ενώ είναι σίγουροι ότι το κάνουν οι άνθρω- ποι και πως αυτοί δρουν στις μεταξύ τους σχέσεις. Το να επιβάλλονται δε οι δυνατοί στους αδυνάτους, αυτό είναι φυσικός νόμος, που ούτε οι θεοί ούτε οι άνθρωποι μπορούν να αποτρέφουν. Άρα οι θεοί είναι ανίσχυροι απέναντι στους φυσικούς νόμους ή, αν θέλετε, το θείο και το φυσικό ταυτίζονται, ή ακόμη ότι το ένα δρα ανεξάρτητα από το άλλο, όπως άλλωστε και το ανθρώπειον. Θεός, Φύση, Άνθρωπος, στο τέλος «τριάδα ὁμοούσιος καί ἀχώριστος»; Τρεις ανεξάρτητες οντότητες, αλλά και ταυτόχρονα με μια ουσία!
 
Στο έκτο βιβλίο περιγράφονται διάφορες επιχειρήσεις και νίκες των Αθη­ναίων στη Σικελία. Σε μια απ’ αυτές, την ώρα της μάχης,
 
«γενομένης δ’ ἐν χερσί τῆς μάχης ἐπί πολύ ἀντεῖχον ἀλλήλοις, καί ξυνέβη βροντάς τέ ἅμα τινάς γενέσθαι καί ἀστραπάς καί ὕδωρ πολύ, ὥστε τοῖς μέν πρῶτον μαχομένοις καί ἐλάχιστα πολέμῳ ὡμιληκόσι καί τοῦτο ξυνεπιλαβέσθαι τοῦ φόβου, τοῖς δ’ ἐμπειροτέροις τά μέν γιγνόμενα καί ὥρα ἔτους περαίνεσθαι δοκεῖν, τούς δέ ἀνθεστώτας πολύ μείζω ἔκπληξιν μή νικωμένους παρέχει» (VI, 70). (Όταν ο αγώνας άρχισε να γίνεται σώμα με σώμα, για κάμποση ώρα κι οι δυο αντί­παλοι κρατούσαν τις θέσεις τους· συνέβηκε όμως. τη στιγμή κείνη, ν’ αρχίσει να βροντά, ν’ αστράφτει και να πέφτει δυνατή βροχή. Τα φαινόμενα αυτά με­γάλωσαν το φόβο κείνων που πολεμούσαν για πρώτη φορά κι είχαν ελάχιστη πολεμική πείρα, ενώ των άλλων, των έμπειρων, αυτά τους φαίνονταν φυσικά, εξαιτίας της εποχής του έτους, και πιο πολύ εκπλήσσονταν απ’ το γεγονός πως ο αντίπαλός τους αντιστεκόταν και δεν είχε ακόμη νικηθεί.)
 
Για άλλη μια φορά ο Θουκυδίδης εξηγεί τα πάντα σύμφωνα με τους φυ­σικούς νόμους, ως φυσικά δηλαδή φαινόμενα και όχι ως θεϊκή επέμβαση, μό­νο δηλαδή τον ορθό Λόγο δέχεται.
 
Τέλος, στο έβδομο βιβλίο περιγράφοντας την καταστροφή του αθηναϊκού στρατού και προσπαθώντας ο Νικίας να ενθαρρύνει τους στρατιώτες του, λέει:
 
«Ἱκανά γάρ τοῖς τέ πολεμίοις ηὐτύχηται, καί εἴ τῳ θεῶν ἐπίφθονοι ἐστρατεύσαμεν, ἀποχρώντως ἤδη τετιμωρήμεθα· ἦλθον γάρ που καί ἄλλοι τινές ἤδη ἔφ’ ἑτέρους, καί ἀνθρώπεια δράσαντες ἀνεκτά ἔπαθον. Καί ἠμᾶς εἰκός νῦν τά τέ ἀπό τοῦ θείου ἐλπίζειν ἠπιώτερα ἕξειν (οἴκτου γάρ ἄπ’ αὐτῶν ἀξιώτεροι ἤδη ἐσμέν ἤ φθόνου» (VII, 77). (γιατί κι οι εχθροί αρκετά έχουν ευνοηθεί από την τύχη, κι εμείς, αν με την εκστρατεία μας προκαλέσα- με το φθόνο κανενός θεού, αρκετά πια έχουμε τιμωρηθεί. Κι άλλοι, ξέρουμε, πήγαν να χτυπήσουν ξένες χώρες κι αφού έκαμαν όσα η ανθρώπινη φύση σπρώχνει να κάνουμε, έπαθαν όσα άνθρωποι μπορούν να υποφέρουν λογι­κό, λοιπόν, είναι κι εμείς τώρα να ελπίζουμε πως οι θεοί θα φανούν πιο μα­λακοί απέναντι μας [γιατί περισσότερο πια αξίζουμε τον οίκτο τους παρά το φθόνο τους.])
 
Βλέπουμε δηλαδή πώς οι άνθρωποι προσπαθούν να δικαιολογήσουν τις πράξεις τους, ή αποδίδοντάς τες στους θεούς ή στη Φύση και τους Νόμους της ή στη φυσική ανθρώπινη συμπεριφορά. Ο Θουκυδίδης όμως όλα αυτά τα θεωρεί προφάσεις «ἐν ἁμαρτίαις» και αν και τις θεωρεί ανθρώπινες αδυνα­μίες, δεν τις δέχεται, και τις ερμηνεύει μόνο σύμφωνα με τον ορθό Λόγο. Εί­ναι σαν να μας λέγει: Η ευθύνη είναι απόλυτα δική μας! Αν και «οι Θεοί και οι Άνθρωποι ακολουθούν πάντα έναν απόλυτο νόμο της Φύσης» (Finley, Θουκυδίδης, σελ. 215 και «Στην Ιστορία οι Θεοί λάμπουν με την απουσία τους», στο ίδιο, σελ. 315).

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου