Η άγνοια υποβαθμίζει τον άνθρωπο μόνο όταν συναπαντιέται με τον πλούτο. Ο φτωχός είναι καθυποταγμένος στη φτώχεια και την ένδειά του- οι πράξεις του υποκαθιστούν τις γνώσεις του και απασχολούν τις σκέψεις του. Απεναντίας, οι πλούσιοι που είναι αμαθείς, ζουν μόνο για τις ορέξεις τους και μοιάζουν με τα ζώα· κι αυτό το βλέπουμε σε καθημερινή βάση. Επιπλέον κατηγορούνται, ότι τον πλούτο και τον ελεύθερο χρόνο τους δεν τα χρησιμοποίησαν για κάτι, που θα τους προσδώσει την μέγιστη αξία.
Όταν διαβάζουμε, κάποιος άλλος σκέφτεται για μας: εμείς απλώς επαναλαμβάνουμε τις νοητικές του διεργασίες. Είναι καθώς ο μαθητής που μαθαίνει να γράφει, που αντιγράφει με πένα και μελάνι τα γράμματα που έχει γράψει με την κιμωλία ο δάσκαλος. Ως εκ τούτου, διαβάζοντας, είμαστε απαλλαγμένοι από το μεγαλύτερο μέρος της διανοητικής προσπάθειας. Έτσι εξηγείται η ανακούφιση που αισθανόμαστε όταν παύουμε να ασχολούμαστε με τις σκέψεις μας και πάμε να αφοσιωθούμε στο διάβασμα. Όταν διαβάζουμε όμως, το μυαλό μας ουσιαστικά δεν είναι παρά ένα πεδίο άσκησης ξένων σκέψεων. Όταν οι σκέψεις αυτές τελικά αποσύρονται, τι μένει; Αυτός είναι και ο λόγος που όταν κάποιος διαβάζει πάρα πολύ και για ολόκληρη σχεδόν την ημέρα, ενδιαμέσως όμως ξεκουράζεται ξοδεύοντας άσκοπα το χρόνο του, χάνει βαθμιαία την ικανότητα να σκέφτεται από μόνος του ο ίδιος -όπως κάποιος που πηγαίνοντας πάντα καβάλα στο άλογο, στο τέλος ξεχνάει να βαδίζει. Τέτοια όμως είναι η περίπτωση πάρα πολλών λογιών: από το πολύ διάβασμα αποβλακώθηκαν. Γιατί το αδιάκοπο διάβασμα, στο οποίο αφιερώνουν και την τελευταία στιγμή του χρόνου τους, παραλύει το μυαλό περισσότερο από τη συνεχή χειρωνακτική εργασία, δεδομένου ότι αυτός που την εκτελεί έχει τη δυνατότητα ταυτόχρονα να σκέφτεται. Είναι σαν το ελατήριο, που όταν πιέζεται μονίμως από ένα ξένο σώμα, χάνει την ελαστικότητά του, το ίδιο συμβαίνει και με το μυαλό, όταν σ’ αυτό εισβάλουν διαρκώς ξένες σκέψεις. Και όπως με το πολύ φαγητό καταστρέφουμε το στομάχι μας, βλάπτοντας έτσι όλο μας το σώμα, το ίδιο και με το μυαλό μας, όταν το ταΐσουμε με υπερβολική πνευματική τροφή θα μπουκώσει και θα πνιγεί. Γιατί όσο περισσότερο διαβάζουμε, τόσο λιγότερα ίχνη αφήνει στο πνεύμα μας αυτό που διαβάσαμε· κάνει το πνεύμα μας να μοιάζει με μαυροπίνακα στον οποίο γράφονται πολλά, το ένα πάνω στο άλλο. Οπότε δεν προκύπτει κάποιος νέος συλλογισμός:[1] Μόνο με αυτόν όμως μπορούμε να αφομοιώσουμε τα όσα διαβάζουμε- είναι σαν τις τροφές, που δεν μας τρέφουν όταν τις τρώμε, αλλά όταν τις χωνεύουμε. Απεναντίας, όταν διαβάζουμε αδιάκοπα, χωρίς στη συνέχεια να στοχαστούμε τα όσα διαβάσαμε, η πνευματική τροφή δεν ριζώνει μέσα μας, και πηγαίνει ολότελα χαμένη. Γενικά όμως ό,τι ισχύει για τη σωματική τροφή ισχύει και για την πνευματική τροφή: ζήτημα είναι αν αφομοιώνουμε το ένα πεντηκοστό της τροφής που δεχόμαστε: το υπόλοιπο χάνεται με τον ιδρώτα, την ανάσα, ή με κάποια άλλη παρόμοια διεργασία.
Σε όλα αυτά να προσθέσω ακόμα, ότι οι σκέψεις που καταγράφονται πάνω στο χαρτί, δεν είναι παρά τα ίχνη ενός οδοιπόρου πάνω στην άμμο: πολύ εύκολα διακρίνουμε τον δρόμο που έχει ακολουθήσει, αλλά για να μάθουμε τι ακριβώς είδε, πρέπει να χρησιμοποιήσουμε τα δικά του μάτια.
Συγγραφικές αρετές, όπως για παράδειγμα πειθώ, εικαστικό πλούτο, ευχέρεια σύγκρισης, παλικαριά, πίκρα, συντομία, χάρη, ευκολία έκφρασης, ή ακόμα και χιούμορ, παράξενες αντιθέσεις, λακωνικότητα, αφέλεια, και πολλές άλλες ακόμα, δεν μπορούμε να τις αποκτήσουμε διαβάζοντας κάποιους συγγραφείς που τις διαθέτουν. Αν όμως αυτές οι αρετές υπάρχουν ήδη μέσα μας, αν δηλαδή τις διαθέτουμε ήδη εν δυνάμει, μπορούμε να τις φέρουμε στη συνείδησή μας, μπορούμε να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε μ’ αυτές, μπορούμε να ενισχύσουμε μέσα μας την κλίση και το θάρρος να τις χρησιμοποιήσουμε, μπορούμε να κρίνουμε σε κάποια παραδείγματα τα αποτελέσματα της εφαρμογής τους, ώστε να μάθουμε να τις χρησιμοποιούμε σωστά- απαραίτητη βέβαια προϋπόθεση είναι να διαθέτουμε αυτές τις αρετές εν ενεργεία. Αυτός λοιπόν είναι ο μοναδικός τρόπος που το διάβασμα μπορεί να μας διδάξει να γράφουμε, να μας μάθει δηλαδή να χρησιμοποιούμε τα φυσικά μας χαρίσματα- πάντα όμως κάτω από την προϋπόθεση ότι τα χαρίσματα αυτά τα διαθέτουμε πραγματικά. Αν βέβαια δεν τα διαθέτουμε, το διάβασμα δε θα μας διδάξει τίποτα, παρά μόνο ψυχρές και πεθαμένες μανιέρες, θα γίνουμε απλοί ελαφρόμυαλοι μιμητές.
Για να προστατέψουν τα μάτια μας, οι υγειονομικές υπηρεσίες θα έπρεπε να επαγρυπνούν ώστε τα τυπογραφικά στοιχεία των βιβλίων να έχουν ένα ελάχιστο επιτρεπτό μέγεθος. (Όταν το 1818 ήμουνα στην Βενετία, σε μια εποχή που ακόμα κατασκευάζονταν τα αυθεντικά βενετσιάνικα περιδέραια, ένας χρυσοχόος μου είπε, ότι οι τεχνίτες που κατασκεύαζαν τις catena fina, τις λεπτές αλυσίδες, στα τριάντα τους τυφλώνονταν).
Όπως τα στρώματα της Γης διαφυλάσσουν μέσα τους αραδιασμένα τα ζωντανά όντα περασμένων εποχών, έτσι και τα ράφια των βιβλιοθηκών διαφυλάσσουν αραδιασμένες τις πλάνες του παρελθόντος και τις ερμηνείες τους. Τα κείμενα αυτά, όπως και τα όντα που αναφέραμε, ήταν στην εποχή τους γεμάτα ζωή και κάνανε μεγάλο θόρυβο, τώρα όμως στέκονται άκαμπτα και απολιθωμένα, και ο μόνος που ασχολείται μαζί τους είναι ο παλαιοντολόγος της λογοτεχνίας.
Καταπώς λέει ο Ηρόδοτος, όταν ο Ξέρξης αντίκρισε τον απέραντο στρατό του δάκρυσε, γιατί αναλογίστηκε πως μετά από εκατό χρόνια, από όλους αυτούς δε θα ήταν κανείς ζωντανός. Ποιος δε θα δάκρυζε επίσης βλέποντας τον χοντρό κατάλογο της έκθεσης και σκεπτόμενος, ότι απ’ όλα αυτά τα βιβλία, σε δέκα κιόλας χρόνια, δε θα ήταν πια κανένα ζωντανό.
Τα πράγματα στη λογοτεχνία δεν είναι διαφορετικά από τη ζωή. Όπου και να κοιτάξουμε, το βλέμμα μας πέφτει πάνω στον αδιόρθωτο όχλο της ανθρωπότητας, που κυκλοφορεί κατά χιλιάδες, που γεμίζει τα πάντα, που βρωμίζει τα πάντα, σαν τις μύγες το καλοκαίρι. Εξ ου και τα αναρίθμητα κακά βιβλία, αυτό το θεριεμένο παράσιτο της λογοτεχνίας, που αφαιρεί την τροφή του σιταριού και το πνίγει. Τα βιβλία αυτά αρπάζουν από τον κόσμο χρόνο, χρήμα και προσοχή –κι αυτά ανήκουν δικαιωματικά στα καλά βιβλία και στους ευγενείς σκοπούς τους, ενώ τα κακά βιβλία γράφονται με αποκλειστικό σκοπό να μαζέψουν χρήματα ή ν’ αποκτήσουν αξιώματα. Επομένως δεν είναι μόνο άχρηστα, είναι και ξεκάθαρα επιζήμια. Τα εννέα δέκατα της σύγχρονης λογοτεχνίας ένα μόνο σκοπό έχουν: να βουτήξουν μερικά τάλιρα από την τσέπη του κοινού. Για να πετύχουν τον σκοπό αυτό έχουν συνωμοτήσει όλοι, συγγραφείς, εκδότες και βιβλιοκριτικοί.
Ένα πανούργο και κακό, αλλά ωστόσο σημαντικό κόλπο, που έχουν βάλει σ’ εφαρμογή οι λογοτεχνίσκοι, οι συγγραφίσκοι της δεκάρας και οι πολυγραφότατοι τύποι εις βάρος του καλού γούστου και της αληθινής παιδείας της εποχής, είναι ότι κατάφεραν να χειραγωγήσουν όλο τον καθωσπρέπει κόσμο, και να τον φτάσουν στο σημείο, να διαβάζουν όλοι a tempo, να διαβάζουν δηλαδή όλοι το ίδιο βιβλίο, ένα πολύ πρόσφατο βιβλίο, ώστε να έχουν στους κύκλους τους υλικό για συζήτηση. Αυτό τον σκοπό εξυπηρετούν τα κακόγουστα μυθιστορήματα και άλλα τέτοια πονήματα, βγαλμένα από την πένα κάποιων διάσημων κάποτε συγγραφέων, όπως ήταν ο Σπίντλερ[2], ο Μπούλγουερ[3], ο Ευγένιος Συ[4], και άλλοι. Υπάρχει όμως μοίρα πιο αξιολύπητη από τη μοίρα ενός τέτοιου βιβλιόφιλου κοινού, που νιώθει υποχρεωμένο να διαβάζει μόνιμα τις φλυαρίες κάποιων μετριοτήτων, που γράφουν μόνο για το χρήμα, και για το λόγο αυτό είναι πολυάριθμοι; Είναι ένα κοινό που μόνο κατ’ όνομα γνωρίζει τα έργα των πιο σπάνιων και ανώτερων μυαλών όλων των εποχών και χωρών! Ιδιαίτερα, ο καθημερινός λογοτεχνικός τύπος, είναι ένα πονηρά επινοημένο μέσο, που αρπάζει από το καλλιεργημένο κοινό τον χρόνο, ώστε αντί να ασχολείται με τα γνήσια δημιουργήματα της τέχνης, και να προάγει τη μόρφωσή του, να πέφτει με τα μούτρα στις καθημερινές ανοησίες κάποιων κρετίνων δημοσιογράφων.
Επειδή ο κόσμος, αντί να διαβάζει τα άριστα έργα όλων των εποχών, διαβάζει πάντα μόνο τα πλέον πρόσφατα κείμενα, οι συγγραφείς παραμένουν μέσα στον στενό κύκλο των κυκλοφορούντων ιδεών, και η εποχή βουλιάζει όλο και πιο βαθιά στην ίδια της τη βρωμιά.
Συνεπώς, από την άποψη του αναγνώσματος μας, η τέχνη του να μη διαβάζεις είναι εξαιρετικά σημαντική. Η τέχνη αυτή συνίσταται στο να μην καταπιανόμαστε κάθε φορά με το όποιο βιβλίο απασχολεί το μεγάλο κοινό, απλώς και μόνο επειδή στη συγκεκριμένη εποχή τυχαίνει να κάνει θόρυβο ή να κάνει απανωτές εκδόσεις στο πρώτο και συνάμα τελευταίο χρόνο της ζωής του, όπως συμβαίνει για παράδειγμα με πολιτικές ή λογοτεχνικές παμφλέτες, μυθιστορήματα, ποιήματα, και άλλα παρόμοια. Βεβαίως σκεπτόμενοι, ότι όποιος γράφει για ανόητους βρίσκει πάντοτε έτοιμο ένα μεγάλο κοινό να τον διαβάσει, καλό είναι τον περιορισμένο χρόνο που διαθέτουμε για το διάβασμα, να τον αφιερώνουμε αποκλειστικά στα έργα των μεγάλων πνευμάτων, που δεσπόζουν μέσα στην ανθρωπότητα και ξεχωρίζουν μέσα στους αιώνες και τους λαούς- στα έργα των πνευμάτων εκείνων, που η φωνή της δόξας τα έχει χαρακτηρίσει μεγάλα. Μόνο αυτά μορφώνουν και διδάσκουν πραγματικά.
Όσο λίγα και να διαβάσεις από τα κακά βιβλία, ποτέ δεν είναι αρκούντως λίγα, και από τα καλά βιβλία όσα πολλά και να διαβάσεις, ποτέ δεν είναι αρκούντως πολλά. Τα κακά βιβλία είναι πνευματικό δηλητήριο: καταστρέφουν το μυαλό.
Η προϋπόθεση να διαβάσουμε ένα καλό βιβλίο είναι να μη διαβάσουμε ένα κακό: γιατί η ζωή είναι μικρή και ο χρόνος και οι δυνάμεις μας περιορισμένες.
Βιβλία γράφονται πότε για το ένα, πότε για το άλλο μεγάλο μυαλό του παρελθόντος, και το κοινό τα διαβάζει, χωρίς όμως να διαβάζει και τα ίδια τα έργα αυτών των μεγάλων συγγραφέων. Προτιμάει να διαβάζει μόνο ό,τι είναι φρεσκοτυπωμένο, και επειδή όμοιος ομοίω αεί πελάζει, τα σαχλά και ανούσια κουτσομπολιά ενός σημερινού χοντροκέφαλου ακούγονται πιο ομοιογενή και ευχάριστα απ’ ό,τι οι σκέψεις του μεγάλου πνεύματος. Εγώ πάντως ευχαριστώ τη μοίρα μου, που ήδη στα νιάτα μου με οδήγησε σ’ ένα επίγραμμα του Αουγκούστ Βίλχελμ Σλέγκελ, που από τότε έγινε το φωτεινό αστέρι που με οδηγεί:
Να διαβάζετε επιμελώς τους αρχαίους κλασικούς, τους γνήσιους αρχαίους κλασικούς!
Το τι λένε οι νεότεροι γι’ αυτούς, δεν έχει και μεγάλη σημασία.
«Μελέτη της αρχαιότητας»
Αχ, πόσο πολύ μοιάζουν μεταξύ τους οι συνηθισμένοι καθημερινοί άνθρωποι! Σαν όλοι τους να έχουν βγει από το ίδιο καλούπι! Είναι αξιοπρόσεχτο, ότι όλοι τους, κάτω από τις ίδιες περιστάσεις, σκέφτονται τα ίδια πράγματα, ότι κανείς τους δε σκέφτεται κάτι διαφορετικό! Κι επιπλέον έχουν και τις πρόστυχες προσωπικές τους προθέσεις. Και το ηλίθιο κοινό σπεύδει να διαβάσει τις ανάξιες λόγου φλυαρίες αυτών των ανθρωπάκων, μόνο και μόνο επειδή έχουν τυπωθεί σήμερα, κι αφήνει τα βιβλία των μεγάλων πνευμάτων παρατημένα στα ράφια των βιβλιοθηκών.
Είναι πραγματικά απίστευτη η βλακεία και η διαστροφή του κοινού, που αφήνει στην άκρη τα ευγενέστερα και σπανιότερα πνεύματα όλων των εποχών και όλων των χωρών, για να διαβάσει τις καθημερινά εμφανιζόμενες χαζομάρες των ανθρώπων της σειράς, που εκκολάπτονται κάθε χρόνο, σαν τις μύγες, σε άπειρες ποσότητες- και ο μόνος λόγος που το κάνει αυτό είναι, ότι οι χαζομάρες αυτές είναι μόλις φρεσκοτυπωμένες και νωπές ακόμα από το τυπογραφείο. Ευχής έργο θα ήταν, το κοινό να μην ασχολούνταν και να περιφρονούσε από την πρώτη μέρα της γέννησής τους τα παραπροϊόντα αυτά, πράγμα που έτσι κι αλλιώς γίνεται μετά από λίγα χρόνια μια για πάντα, όταν πλέον αποτελούν απλώς υλικό για να γελάμε με τις αμετροέπειες των περασμένων εποχών.
Σε κάθε εποχή υπάρχουν δύο λογοτεχνίες, που μολονότι είναι σε μεγάλο βαθμό ξένες μεταξύ τους, βαδίζουν η μία δίπλα στην άλλη: η μία είναι πραγματική και η άλλη απλώς φαινομενική. Η πρώτη αναπτύσσεται, ριζώνει και παραμένει. Καλλιεργείται από ανθρώπους που ζουν για την επιστήμη ή την ποίηση, ακολουθεί μια πορεία σοβαρά και αθόρυβα, αλλά εξαιρετικά αργά, ζήτημα είναι αν σ’ ολόκληρη την Ευρώπη παράγει περισσότερα από μια ντουζίνα έργα στον κάθε αιώνα, τα οποία όμως παραμένουν. Η δεύτερη καλλιεργείται από ανθρώπους που ζουν από την επιστήμη ή την ποίηση, πηγαίνει καλπάζοντας, κάτω από τη φασαρία και τα ξεφωνητά των μετεχόντων, και κάθε χρόνο φέρνει χιλιάδες έργα στην αγορά. Μετά από λίγα χρόνια όμως αναρωτιόμαστε: Πού πήγαν τα έργα αυτά; Πού πήγε όλη αυτή η τόσο πρώιμη και θορυβώδης δόξα τους; Μπορούμε λοιπόν αυτήν τη φαινομενική λογοτεχνία να την χαρακτηρίσουμε ως εφήμερη, και την πραγματική να την χαρακτηρίσουμε ως μόνιμη.
Θα ήταν πολύ ωραίο, όταν αγοράζουμε βιβλία να μπορούσαμε να αγοράσουμε μαζί και το χρόνο που απαιτείται για να τα διαβάσουμε. Αυτό που συμβαίνει όμως συνήθως είναι ότι συγχέουμε την αγορά των βιβλίων με την οικειοποίηση του περιεχομένου τους.
Το να ζητάμε από κάποιον να κρατήσει στο κεφάλι του όλα όσα έχει ποτέ διαβάσει στη ζωή του, είναι σαν να του ζητάμε, να έχει κρατήσει μέσα του όλα όσα έχει φάει ποτέ στη ζωή του. Το ένα έθρεψε το σώμα του, το άλλο έθρεψε το πνεύμα του, κι έτσι έγινε αυτό που σήμερα είναι. Με τον ίδιο τρόπο λοιπόν που το σώμα του αφομοιώνει αυτά που εκείνο θεωρεί θρεπτικά, έτσι και ο ίδιος συγκρατεί στο μυαλό του ό,τι τον ενδιαφέρει, δηλαδή ό,τι ταιριάζει στο σύστημα των ιδεών του ή στους σκοπούς του. Είναι προφανές ότι σκοπούς έχουν όλοι, κάτι όμως που έστω να μοιάζει μ’ ένα σύστημα ιδεών το διαθέτουν βέβαια ελάχιστοι. Αυτός είναι ο λόγος που δεν έχουν κάποιο αντικειμενικό ενδιαφέρον για κάτι, και αυτό πάλι έχει σαν συνέπεια να μη συγκρατούν τίποτα απ’ αυτά που διαβάζουν: δεν αφομοιώνουν το παραμικρό.
«Repetitio est mater studiorum». [Επανάληψις μήτηρ μαθήσεως.] Τα σημαντικά βιβλία καλό είναι να τα διαβάζουμε δύο φορές – αφενός επειδή με το δεύτερο διάβασμα κατανοούμε τα πράγματα καλύτερα μέσα στη συνάφειά τους, και επιπλέον, όταν γνωρίζουμε το τέλος, αντιλαμβανόμαστε σωστά και την αρχή – αφετέρου, επειδή τη δεύτερη φορά το κέφι και η διάθεσή μας είναι διαφορετικά από την πρώτη, στο κάθε σημείο που διαβάζουμε, κι έτσι αποκομίζουμε μια διαφορετική εντύπωση – είναι όπως όταν βλέπουμε ένα αντικείμενο φωτισμένο διαφορετικά.
Τα έργα είναι η πεμπτουσία του κάθε πνεύματος. Επομένως, ακόμα κι αν πρόκειται για μια μεγαλοφυΐα, τα έργα της είναι πάντα πολύ πιο ουσιώδη και ποιοτικά από την παρέα μαζί της, και επιπλέον όχι μόνο θα την υποκαθιστούν, αλλά θα είναι και υπέρτερα σε αξία και θα την αφήνουν πολύ πίσω. Ακόμα και τα κείμενα ενός μέτριου μυαλού μπορούν να είναι διδακτικά και διασκεδαστικά, ακριβώς επειδή αποτελούν την πεμπτουσία του, το αποτέλεσμα, τον καρπό της σκέψης και της μελέτης του συνολικά, ενώ η συναναστροφή μαζί του μπορεί να μη μας είναι εξίσου ικανοποιητική. Συνεπώς, αυτό που συμβαίνει είναι να διαβάζουμε βιβλία ανθρώπων, τους οποίους δε θα συναναστρεφόμασταν αφού δε θα μας ικανοποιούσε η παρέα τους, και γι’ αυτό όταν θέλουμε να καλλιεργήσουμε το πνεύμα σε ψηλό επίπεδο, οδηγούμαστε βαθμιαία σχεδόν απόλυτα στην ανάγνωση βιβλίων, και όχι πλέον στην συναναστροφή με τους ανθρώπους.
Δεν υπάρχει μεγαλύτερη αναζωογόνηση για το πνεύμα από την ανάγνωση των αρχαίων κλασικών. Με το που θα πάρουμε στα χέρια μας, έστω και για μισή ώρα, κάποιον απ’ αυτούς, αμέσως νιώθουμε δροσισμένοι, ξαλαφρωμένοι, καθαρμένοι, εξυψωμένοι και δυναμωμένοι, σαν να έχουμε ανανεωθεί στα καθάρια νερά μιας ορεινής πηγής. Οφείλεται αυτό στις αρχαίες γλώσσες και την τελειότητά τους ή στο τεράστιο πνευματικό μέγεθος των ανθρώπων εκείνων, που τα έργα τους στο πέρασμα των χιλιετιών έχουν παραμείνει ακέραια και δυνατά; Ίσως να οφείλεται και στα δύο. Εκείνο όμως που ξέρω καλά είναι ότι όταν όπως επαπειλείται (οι βάρβαροι είναι ήδη εδώ – οι Βάνδαλοι θα εμφανιστούν κι αυτοί), σταματήσει η διδασκαλία των αρχαίων γλωσσών, τότε θα προκόψει μια νέα λογοτεχνία, που θα είναι πρωτοφανώς βάρβαρη, ρηχή και ευτελής· ιδιαίτερα, επειδή η γερμανική γλώσσα, που άλλωστε διαθέτει κάποιες από τις τελειότητες των αρχαίων γλωσσών, φθείρεται και παραμορφώνεται επίμονα και μεθοδικά από τους ανάξιους γραφιάδες του «σήμερα», έτσι που βαθμιαία να φτωχαίνει και να σακατεύεται, μέχρι που να καταντήσει σε μια άθλια αργκό.
Υπάρχουν δύο ιστορίες: η ιστορία της πολιτικής και η ιστορία της λογοτεχνίας και της τέχνης. Η πρώτη είναι η ιστορία της βούλησης, η δεύτερη είναι η ιστορία της νόησης. Γι’ αυτό και η πρώτη γεννάει γενικά μια ανησυχία, αν όχι και τρόμο: ο φόβος, η ένδεια, απάτη και οι αποτρόπαιοι φόνοι είναι στο έπακρο εκτεταμένα. Αντίθετα η δεύτερη είναι παντού ευχάριστη και ξέγνοιαστη, σαν την απομονωμένη νόηση, ακόμα κι όταν περιγράφει λαθεμένους δρόμους. Ο βασικός της κλάδος είναι η ιστορία της φιλοσοφίας. Στην πραγματικότητα είναι το πρώτο βιολί της που αντηχεί και στην άλλη ιστορία, κατευθύνοντας κι εκεί τη σκέψη των ανθρώπων όμως αυτή κυβερνάει τον κόσμο. Γι’ αυτό και αν κατανοήσουμε σωστά την ιστορία, αυτή αποτελεί την πιο ισχυρή υλική δύναμη, έστω κι αν ενεργεί με πολύ βραδείς ρυθμούς.
Στην ιστορία της ανθρωπότητας, μισός αιώνας είναι ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, γιατί αυτό ρέει ασταμάτητα, και πάμπολλα πράγματα συμβαίνουν μέσα σ’ αυτό. Αντίθετα στην ιστορία της λογοτεχνίας, το ίδιο χρονικό διάστημα είναι περίπου αμελητέο, επειδή ακριβώς δεν συμβαίνει τίποτα απολύτως: βεβαίως οι ατζαμίδικες προσπάθειες δεν την αφορούν καθόλου. Επομένως παραμένει στο ίδιο σημείο που ήταν και πριν από πενήντα χρόνια.
Για να το καταλάβουμε αυτό, πρέπει να φανταστούμε τις προόδους της ανθρώπινης γνώσης σαν μια πλανητική τροχιά. Τότε οι λαθεμένες διαδρομές, στις οποίες πολύ σύντομα συνήθως οδηγείται η ανθρωπότητα μετά από κάθε σημαντική πρόοδο, μπορούν να απεικονιστούν με τους επίκυκλους του πτολεμαϊκού συστήματος[5]. Όταν δηλαδή η ανθρωπότητα πραγματοποιήσει μια πλήρη περιφορά γύρω από κάθε έναν τέτοιο επίκυκλο, επιστρέφει και πάλι στο σημείο που βρισκόταν πριν από την περιφορά. Τα μεγάλα κεφάλια όμως που συνεχίζουν να οδηγούν την ανθρωπότητα πάνω σ’ αυτή την πλανητική τροχιά, δεν συμμετέχουν στην κίνηση γύρω από τον εκάστοτε επίκυκλο. Αυτό εξηγεί και τον λόγο που συνήθως, τη δόξα των επόμενων γενεών την πληρώνεις χάνοντας το χειροκρότημα των συγκαιρινών σου, και το αντίστροφο. Ένας τέτοιος επίκυκλος είναι, για παράδειγμα, η φιλοσοφία του Φίχτε και του Σέλινγκ, με τελευταία κορωνίδα την χεγκελιανή καρικατούρα. Αυτός ο επίκυκλος παρεξέκλινε από την κυκλική τροχιά που είχε χαράξει μέχρι τότε ο Καντ, και στο σημείο εκείνο ανέλαβα εγώ αργότερα να συνεχίσω τη χάραξη του κύκλου. Στο μεταξύ όμως οι ψευτοφιλόσοφοι που ανέφερα και μερικοί ακόμα από δίπλα, διέτρεξαν τον δικό τους επίκυκλο, που η περιφορά του είχε μόλις ολοκληρωθεί, δίνοντας έτσι στο κοινό που τους ακολουθούσε να καταλάβει, πως βρισκόταν ακριβώς στο ίδιο σημείο από το οποίο είχε ξεκινήσει.
Με αυτή την εξέλιξη των πραγμάτων συνδέεται και το γεγονός, ότι κάθε τριάντα περίπου χρόνια παρακολουθούμε το επιστημονικό, λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό πνεύμα της εποχής να χρεοκοπεί πανηγυρικά. Σε μια τέτοια εποχή τα εκάστοτε σφάλματα έχουν τόσο πολύ αυξηθεί, που γκρεμίζονται κάτω από το βάρος του παραλογισμού τους, και ταυτόχρονα οι αντιτιθέμενοι ενισχύονται από την κατάρρευση αυτή. Τώρα λοιπόν όλα ανατρέπονται: συχνά όμως ακολουθεί ένα σφάλμα προς την αντίθετη κατεύθυνση. Το σωστό πραγματιστικό υλικό της λογοτεχνικής ιστορίας θα ήταν να καταδείξει την περιοδική επανεμφάνιση της πορείας αυτής των πραγμάτων: ωστόσο αυτή δε φαίνεται να σκέφτεται κάτι τέτοιο. Επιπλέον, η σχετική συντομία τέτοιων χρονικών περιόδων, συχνά δυσκολεύει πολύ τη συγκέντρωση των δεδομένων από τις μακρινές εποχές: γι’ αυτό και είναι πιο άνετο να εξετάζει κανείς το πράγμα στη δική του εποχή. Αν θέλαμε να φέρουμε εδώ ένα παράδειγμα από τις φυσικές επιστήμες, θα μπορούσαμε ν’ αναφέρουμε την νεπτουνιστική γεωλογία του Βέρνερ[6]. Εγώ όμως θα επιμείνω στο παράδειγμα που ήδη ανέφερα, που είναι και πιο κοντινό στο θέμα μας. Την λαμπρή περίοδο του Καντ στην γερμανική φιλοσοφία, διαδέχτηκε αμέσως μια άλλη, στην οποία κάποιοι αντί να πείσουν επεδίωξαν να εντυπωσιάσουν αντί να είναι εμπεριστατωμένοι και σαφείς προτίμησαν να είναι φανταχτεροί και υπερβολικοί, μέχρι και ακατανόητοι- και εκτός απ’ όλα αυτά αντί ν’ αναζητούν την αλήθεια προτίμησαν να μηχανορραφούν. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες βέβαια η φιλοσοφία ήταν αδύνατο να προοδεύσει με οποιοδήποτε τρόπο. Τελικά όλη αυτή η σχολή και η μεθοδολογία χρεοκόπησαν. Το θράσος του Χέγκελ και των φίλων του, αφενός να γεμίζουν χαρτιά με ανοησίες και αφετέρου να εγκωμιάζουν ασύστολα, μαζί με την οφθαλμοφανή σκοπιμότητα της όλης ενέργειας, πήρε τόσο κολοσσιαίες διαστάσεις, που στο τέλος ήταν αναπόφευκτο ο τσαρλατανισμός να κάνει τα μάτια όλων ν’ ανοίξουν διάπλατα. Μάλιστα όταν εξαιτίας ορισμένων αποκαλύψεων, η άνωθεν προστασία της υπόθεσης διεκόπη, διάπλατα άνοιξε και το στόμα όλων, κι έμειναν έτσι να χάσκουν. Οι απόψεις του Φίχτε και του Σέλινγκ, που υπήρχαν μέσα σ’ αυτή την πιο άθλια απ’ όλες τις αμπελοφιλοσοφίες, βύθισαν και την ίδια μέσα στην άβυσσο της δυσφήμισης. Κι έτσι αποκαλύφθηκε η συνολική φιλοσοφική ανικανότητα της πρώτης μετά τον Καντ πεντηκονταετίας στη Γερμανία· αυτό όμως καθόλου δεν μας εμπόδισε να κομπάζουμε στο εξωτερικό για τα φιλοσοφικά χαρίσματα των Γερμανών ιδιαίτερα από τη στιγμή που ένας άγγλος συγγραφέας τούς ειρωνεύτηκε κακόβουλα αποκαλώντας τους «έθνος στοχαστών».
Όποιος όμως θέλει να βρει στην ιστορία της τέχνης αποδείξεις γι’ αυτό το γενικό σύστημα των επίκυκλων που παρουσιάσαμε εδώ, δεν έχει παρά να μελετήσει τη σχολή γλυπτικής του Μπερνίνι, που εξακολούθησε ν’ ακμάζει ακόμα και στον προηγούμενο αιώνα, ιδίως στην εξελιγμένη μορφή που είχε προσλάβει στη Γαλλία. Η σχολή αυτή αντί της αρχαίας ομορφιάς πρόβαλλε την κοινή φύση, και αντί της κλασικής απλότητας και χάρης τόνιζε την ευπρέπεια του γαλλικού μενουέτου. Η κατεύθυνση αυτή χρεοκόπησε, όταν η παρότρυνση του Βίνκελμαν[7] είχε σαν αποτέλεσμα την επιστροφή στα πρότυπα των αρχαίων.
Μια άλλη απόδειξη μας παρέχει η ζωγραφική από το πρώτο τέταρτο του αιώνα μας, όταν η τέχνη αντιμετωπιζόταν απλώς ως μέσο και εργαλείο μιας μεσαιωνικής θρησκευτικότητας επιλέγοντας ως μοναδικό αντικείμενό της μια εκκλησιαστική θεματολογία. Ωστόσο τα θέματα αυτά τα προσέγγισαν ζωγράφοι, από τους οποίους έλειπε η πραγματική σοβαρότητα της πίστης αυτής, που όμως η μανία που προαναφέραμε τους οδήγησε να θεωρήσουν ως πρότυπά τους τον Φραντσέσκο Φράντσια, τον Πιέτρο Περουτζίνο, τον Αντζέλικο ντα Φιέζολε[8] και άλλους παρόμοιους, και μάλιστα αυτούς τους εκτιμούσαν περισσότερο από τους πραγματικά μεγάλους δασκάλους που ακολούθησαν. Σχετικά με την πλάνη αυτή, κι επειδή την ίδια εποχή διαφάνηκε μια ανάλογη τάση στην ποίηση, ο Γκαίτε έγραψε την παραβολή «Pfaffenspiel» (Το παιχνίδι του τραγόπαπα). Όταν αποκαλύφθηκε ότι η σχολή αυτή βασιζόταν σε χίμαιρες, χρεοκόπησε, και σύντομα την ακολούθησε μια επιστροφή στη φύση, που εκφράστηκε με ηθογραφικούς πίνακες και κάθε είδους σκηνές της καθημερινής ζωής, που ενίοτε χάνονταν και σε κοινοτοπίες.
Ανάλογη με την πορεία της ανθρώπινης προόδου που περιγράψαμε, είναι η ιστορία της λογοτεχνίας, που ως επί το πλείστον είναι ο κατάλογος μιας ομάδας τερατογενέσεων. Το οινόπνευμα, μέσα στο οποίο αυτές μπορούν να συντηρηθούν για μεγάλο χρονικό διάστημα, είναι το χοιρόδερμα. Αντίθετα, τις λίγες πετυχημένες δημιουργίες, δε θα τις αναζητήσουμε στον κατάλογο αυτό: έχουν επιβιώσει και τις συναντάμε παντού μέσα στον κόσμο, όπου ως αθάνατες πλέον, απολαμβάνουν μια νιότη παντοτινή. Αυτές οι δημιουργίες και μόνο συγκροτούν αυτό που στην προηγούμενη παράγραφο χαρακτηρίσαμε ως αληθινή λογοτεχνία, της οποίας την φτωχή σε ανθρώπους ιστορία της, την μαθαίνουμε σε νεαρή ηλικία από το στόμα των λίγων μορφωμένων ανθρώπων και όχι από τα εγχειρίδια και τις επιτομές. Ενάντια σ’ αυτή την κυρίαρχη σήμερα μονομανία, να διαβάζουμε την ιστορία της λογοτεχνίας, ώστε να μπορούμε να φλυαρούμε για τα πάντα, χωρίς να γνωρίζουμε πραγματικά τίποτα, έχω να συστήσω ένα εξαιρετικά σημαντικό απόσπασμα του Λίχτενμπεργκ από τα «Ανάμικτα κείμενα». (Τόμ. 2. σελ. 302 της παλιάς έκδοσης.)
Θα ’θελα πάρα πολύ, να γράψει κάποιος μια τραγική ιστορία της λογοτεχνίας, στην οποία να εξιστορεί το πώς τα διάφορα έθνη, που τώρα καμαρώνουν και περηφανεύονται για τους μεγάλους συγγραφείς και καλλιτέχνες που έχουν να επιδείξουν, τους αντιμετώπισαν στη διάρκεια της ζωής τους. Ένα τέτοιο έργο θα μας φανέρωνε τον αδιάκοπο αγώνα που δίνουν τα καλά και γνήσια έργα όλων των εποχών και όλων των εθνών, εναντίον των εκάστοτε κυρίαρχων διεστραμμένων και κακών έργων- θα περιέγραφε το μαρτύριο σχεδόν όλων των αληθινών φωτισμένων μυαλών της ανθρωπότητας, σχεδόν όλων των μεγάλων δασκάλων κάθε είδους και κάθε τέχνης- θα μας αποκάλυπτε ότι, πλην ελάχιστων εξαιρέσεων, έζησαν μια ζωή βασανισμένη, δίχως αναγνώριση, δίχως συμμετοχή, δίχως μαθητές, μέσα στη φτώχεια και στη δυστυχία, ενώ τα ανάξια μέλη του κλάδου τους μοιράζονταν τη δόξα, τις τιμές και τα πλούτη· θα μας έδινε να καταλάβουμε ότι την πάθανε σαν τον Ησαύ, που είχε πάει να κυνηγήσει για τον πατέρα του, ενώ ο Ιακώβ που παρέμεινε στο σπίτι, άλλαξε τα ρούχα του, και παριστάνοντας τον αδερφό του, υπέκλεψε την ευλογία του πατέρα του. Θα έδειχνε, ότι παρ’ όλες αυτές τις αντιξοότητες, η αγάπη τους για τον σκοπό που υπηρετούσαν τους κράτησε όρθιους, μέχρι που τελικά ο σκληρός αγώνας ενός απ’ αυτούς τους παιδαγωγούς του ανθρώπινου γένους να έχει πετύχει, να του γνέψουν οι δάφνες της αθανασίας και να σημάνει η ώρα και να ειπωθεί και για τον ίδιο ότι:
Η βαριά πανοπλία γίνεται ρούχο ανάλαφρο, σύντομος είναι ο πόνος και αιώνια η χαρά.
[Σίλερ, Η παρθένος της Ορλεάνης, 5,14]
-----------------
- [1] Μάλιστα διαβάζοντας συνεχώς και εντατικά, νέα πράγματα, το μόνο που καταφέρνουμε είναι να ξεχνάμε ταχύτερα τα πράγματα που διαβάσαμε στο αμέσως προηγούμενο διάστημα.
- [2] Καρλ Σπίντλερ (1796-1855): Γερμανός συγγραφέας πολλών μυθιστορημάτων. Η ταχύτητα που έγραφε τα μυθιστορήματα του ήταν παροιμιώδης, και συγκαταλεγόταν στους πιο δημοφιλείς συγγραφείς της εποχής του. Τα πιο πολυδιαβασμένα από τα πολυάριθμα μυθιστορήματα του είναι: O μπάσταρδος (1826, Για την εποχή του κάιζερ Ρούντολφ Β, 3 τόμοι), Ο Ιουδαίος (1827, Μια ηθογραφία από το πρώτο μισό του 15ου αιώνα, 4 τόμοι), Ο Ιησουίτης (1829,3 τόμοι), Ο ανάπηρος (1831, Ένα μυθιστόρημα από την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης, 5 τόμοι), και Ο βασιλιάς της Σιών (1837, Διαδραματίζεται στη Βεστφαλία στην εποχή των Αναβαπτιστών, 3 τόμοι).
- [3] Έντουαρντ Μπούλγουερ-Λιτόν (1803-1873): Άγγλος μυθιστοριογράφος και πολιτικός του 19ου αιώνα. Το πιο γνωστό του μυθιστόρημα είναι Οι τελευταίες ημέρες της Πομπηίας, ενώ το όψιμο The coming race, θεωρείται ως μια από τις πρώτες ιστορίες επιστημονικής φαντασίας.
- [4] Ευγένιος Συ (1804-1857): Γάλλος γιατρός συγγραφέας, από τους πρώτους που έγραψαν μυθιστορήματα σε συνέχειες στις εφημερίδες. Το πιο γνωστό του μυθιστόρημα είναι Τα μυστήρια των Παρισίων, που στη συνέχεια βρήκε πολλούς μιμητές.
- [5] Ο Πτολεμαίος θεωρούσε τη Γη σφαιρική κι ακίνητη, και μεγαλύτερη απ’ όλα τα ουράνια σώματα. Για να εξηγήσει την ανάδρομη κίνηση των πλανητών, εισήγαγε στο γεωκεντρικό μοντέλο των έκκεντρων κύκλων και επίκυκλων που είχε ήδη προταθεί από τον Απολλώνιο τον Περγαίο και τον Ίππαρχο, την έννοια του «εξισωτικού σημείου» ή «εξισωτή» (equant). Τοποθετώντας έναν παρατηρητή στο εξισωτικό σημείο, τότε αυτός θα βλέπει το σώμα που περιφέρεται γύρω του σε έναν επίκυκλο, να διανύει σε ίσους χρόνους ίσες γωνίες (κάτι που παραπέμπει στον νόμο των ίσων εμβαδών του Κέπλερ). Το μοντέλο αυτό έδινε ικανοποιητικά αποτελέσματα, με σφάλμα της τάξης μόνο λίγων μοιρών, γι’ αυτό και επικράτησε για 14 αιώνες.
- [6] Άμπραχαμ Γκότλομπ Βέρνερ (1749-1817): Γερμανός ορυκτολόγος που ισχύει ως ιδρυτής της Γεωγνωσίας, μιας έννοιας που χρησιμοποιήθηκε στις αρχές του 19ου αιώνα για το θεωρία της δομής και της διαστρωμάτωσης της επιφάνειας της Γης. Ο Βέρνερ μετά από έρευνες κατέληξε στην άποψη, ότι η δημιουργία των ορυκτών και η αλλαγή της μεταβολής της γήινης επιφάνειας πρέπει να αναζητηθούν στο νερό, και μ’ αυτό τον τρόπο ίδρυσε τον νεπτουνισμό.
- [7] Γιόχαν Γιόαχιμ Βίνκελμαν (1717-1768): Γερμανός αρχαιολόγος που θεωρείται πατέρας της κλασικής αρχαιολογίας ως ανεξάρτητης επιστήμης. Το 1755 κυκλοφόρησε το πρώτο του σύγγραμμα Σκέψεις για τη μίμηση των ελληνικών έργων στη ζωγραφική και τη γλυπτική. Στο έργο αυτό εξέφρασε για πρώτη φορά τις απόψεις του για την ανωτερότητα της αρχαίας ελληνικής τέχνης και προέτρεψε τους καλλιτέχνες να διδαχθούν από αυτήν και να την μιμηθούν. Για την ιστορία της Αρχαιολογίας, όμως, μεγαλύτερη αξία έχει η συνθετική μελέτη του για την Ιστορία της τέχνης της Αρχαιότητας, ένα ώριμο έργο που εκδόθηκε το 1764.
- [8] Φράντσια, Φραντσέσκο Ραϊμπολίνι (π. 1450-1517), Περουτζίνο (Πιέτρο ντι Κριστόφορο Βανούτσι, π. 1450-1523), Φρα Τζοβάνι ντα Φιέζολε (Φρα Αντζέλικο, π. 1395-1455), σπουδαίοι ζωγράφοι της Αναγέννησης.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου