Από την εποχή του Ηρόδοτου μέχρι σήμερα έχουν περάσει χιλιάδες χρόνια, τα οποία χωρίζονται από τους ερευνητές σε διάφορες περιόδους, ωστόσο ολόκληρο αυτό το διάστημα ονομάζεται εποχή της Ιστορίας. Πριν τον «πατέρα της ιστορίας», όπως τον αποκάλεσε πρώτος ο Κικέρωνας, υπήρχε ένα άλλο ακόμα μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, το οποίο ονομάζεται προϊστορία. Η διαφορά ανάμεσα στις δύο περιόδους είναι πως στην ιστορία υπάρχει γραπτή καταγραφή των γεγονότων και ακριβή μεταφορά των πληροφοριών του ιστορικού από γενιά σε γενιά, ενώ στην προϊστορία έχουμε τη μεταφορά του γεγονότος από στόμα σε στόμα το οποίο οδηγεί στην προφορική παράδοση. Κατά αυτό τον τρόπο, όπως είναι φυσιολογικό, κάποιες λεπτομέρειες χάνονται ή και μεταφέρονται με τον τρόπο που τις αντιλαμβάνεται ο αφηγητής της ιστορίας με αποτέλεσμα το γεγονός, δηλαδή η απάντηση του ΤΙ, να μη μπορεί να συνδυαστεί με τις απαντήσεις των ΠΟΥ, ΠΩΣ, ΠΟΤΕ, ΠΟΙΟΣ, ΓΙΑΤΙ.
Παρόλα ταύτα η ανάγκη του ανθρώπου να μεταφέρει σημαντικά γεγονότα του προσωπικού και κοινωνικού βίου του δεν εμφανίστηκε ξαφνικά μαζί με τη γραφή, αντιθέτως προϋπήρχε αυτής και μπορούμε να πούμε ότι εμφανίζεται με τη δημιουργία των πρώτων κοινωνικών ομάδων και την ανάγκη θωράκισης της συλλογικότητας αυτών από τις αντίστοιχες «αντίπαλες» ομάδες με τις οποίες ανταγωνίζονταν για τον έλεγχο της περιοχής τους. Η ανάγκη μεταλαμπάδευσης των κοινωνικών αξιών και των συλλογικών και προσωπικών γνώσεων του ανθρώπου από γενιά σε γενιά, «πατάει» πάνω στην πρωταρχική ανάγκη της διαιώνισης και στο βασικό ερώτημα της προέλευσης της ανθρώπινης ύπαρξης.
Λόγω αυτής της ανάγκης δημιουργήθηκε ένα μέσο, μία μορφή προφορικής παράδοσης, η οποία διέδιδε το γεγονός στο χώρο και το χρόνο. Όπως γίνεται αντιληπτό -και προαναφέρθηκε- η απόσταση του χωρόχρονου από το σημείο τέλεσης του συμβάντος επηρέαζε την ιστορία ως προς τη γνώση ορισμένων λεπτομερειών, τις οποίες ο αφηγητής αναγκαζόταν να συμπληρώνει με φανταστικά στοιχεία, στα οποία πρωταγωνιστούσαν δαίμονες, θεοί ή οτιδήποτε θα άγγιζε το υποσυνείδητο και το συναίσθημα του ανθρώπου. Σε αυτό το πλαίσιο λοιπόν γεννήθηκε ο μύθος, ο οποίος αποτελούσε τη μορφή «ιστορίας» για τις προϊστορικές κοινωνίες.
Μύθος ή παραμύθι;
Θα πρέπει να σημειώσουμε σε αυτό το σημείο ότι ο μύθος δεν είναι παραμύθι. Άλλωστε οι δύο λέξεις από μόνες τους, εννοιολογικά, υποδηλώνουν τη διαφορά τους. Το παραμύθι είναι κάτι «παρά του μύθου», κάτι δηλαδή λιγότερο, που υπολείπεται τρόπο τινά του μύθου, κάτι που πλησιάζει στο μύθο, αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι μύθος. Το παραμύθι είναι μία ιστορία η οποία μπορεί να προέρχεται από ένα πραγματικό γεγονός το οποίο ενέπνευσε τη δημιουργία του, αλλά σε όλα τα υπόλοιπα ερωτήματά του δίνει εντελώς φανταστικές απαντήσεις. Στον αντίποδα ο μύθος είναι μία πραγματική ιστορία, η οποία αλλοιώθηκε κατά τη μετάδοσή της, μέσω της ανθρώπινης φαντασίας. Στο παραμύθι δεν υπάρχει ουσιαστικά η ανάγκη για την μετάδοση ενός γεγονότος. Δεν αναφέρεται ο χρόνος (μια φορά κι έναν καιρό), δεν αναφέρεται ο τόπος (σε κάποιο βασίλειο), παρά μόνο το γεγονός -που είναι η αφήγηση- και ο κεντρικός ήρωας, ο οποίος έχει ονομαστεί από κάποιο εμφανές χαρακτηριστικό (Κοντορεβιθούλης, Χιονάτη, Κοκκινοσκουφίτσα).
Για να καταλάβουμε ακόμα περισσότερο τη διαφορά του μύθου και του παραμυθιού θα χρησιμοποιήσω το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα: τον Αίσωπο! Οι ιστορίες του Αισώπου δεν περιλαμβάνουν πραγματικούς χαρακτήρες, αλλά ζώα. Το ίδιο μπορούμε να παρατηρήσουμε και σε κάποια παραμύθια, όπως επί παραδείγματι, στο παραμύθι με τα τρία γουρουνάκια. Παρόλα ταύτα δεν ονομάζονται παραμύθια του Αισώπου, όπως αντιστοίχως των αδελφών Γκριμ, του Άντερσεν κτλ., αλλά μύθοι του Αισώπου…
Η χρήση της σημειολογίας στο μύθο
Ο Αίσωπος μέσω των μύθων του χρησιμοποιούσε φανταστικούς χαρακτήρες ζώων προκειμένου να αναδείξει ένα συγκεκριμένο ανθρώπινο χαρακτηριστικό, βάσει της λαογραφίας του τόπου του. Ουσιαστικά τα ζώα δεν αποτελούσαν χαρακτήρες, αλλά σύμβολα ανθρώπινης συμπεριφοράς. Τοιούτο τρόπο τα σύμβολα αποκτούσαν μία γενικευμένη φύση για τον ακροατή, ο οποίος δε μπορούσε να αποφύγει το ηθικό δίδαγμα που ακολουθούσε. Σε αντίθετη περίπτωση, η χρήση οποιουδήποτε χαρακτήρα θα ανάλωνε την ιστορία σε λεπτομέρειες, που θα λειτουργούσαν ως ψυχολογικά παράθυρα διαφυγής για τον ακροατή, ο οποίος θα ερχόταν αντιμέτωπος με το χαρακτήρα και τις πράξεις του. Ωστόσο η σκοπιμότητα ήταν άλλη…
Η μοναδικότητα του μύθου στη λαϊκή παράδοση
Αυτή είναι η σημαντικότερη διαφορά μεταξύ των μύθων και των παραμυθιών, μυθιστοριών, μυθιστορημάτων κτλ. Ο μύθος αποσκοπεί στην πρόκληση του πνεύματος και της λογικής. Η φαντασία στο μύθο χρησιμοποιείται για τη δημιουργία συμβόλων, τα οποία μέσα από το συμβολισμό τους μεταφέρουν πληροφορίες. Το παραμύθι από την άλλη αποσκοπεί στο συναίσθημα και η φαντασία χρησιμοποιείται προκειμένου να αγγίξει ο αφηγητής τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου. Επί της ουσίας μπορούμε να πούμε ότι ο μύθος μεταφέρει γνωστικές πληροφορίες, ενώ το παραμύθι συναισθηματικές πληροφορίες.
Επίσης άλλη μία σημαντική διαφορά είναι πως ο μύθος καταλήγει πάντα με ένα ηθικό συμπέρασμα, το οποίο μάλιστα αφήνεται να εννοηθεί, προκειμένου να εκμαιευθεί από τον ακροατή, εν αντιθέσει με το παραμύθι το οποίο καταλήγει στη λύτρωση και την ψυχική ανάταση (έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα). Ο μύθος δεν χρησιμοποιεί έναν από μηχανής θεό, όπως το παραμύθι, αντιθέτως εξιστορεί «τη ζωή του ίδιου του από μηχανής θεού», ενός πρωταγωνιστή με υπεράνθρωπες ικανότητες, για τις οποίες αξίζει η ακρόαση της ιστορίας του.
Άλλωστε η φαντασία στο μύθο πολλές φορές χρησιμοποιείται για να καλύψει την ανάγκη του αφηγητή να μεταφέρει πληροφορίες τις οποίες άκουσε, αλλά δε μπόρεσε να κατανοήσει λόγω της “γήινης” φύσης του. Αυτό είναι απολύτως φυσιολογικό, αφού οι ικανότητες του πρωταγωνιστή διαθέτουν μία υπεράνθρωπη φύση, την οποία ο αφηγητής δε μπορεί να αντιληφθεί και να κατανοήσει, με αποτέλεσμα να ελλοχεύει ο κίνδυνος της απώθησης της λεπτομέρειας από τη μνήμη. Γι’ αυτό το λόγο ο αφηγητής, κατά την αποστήθιση της ιστορίας, φροντίζει να μεταφράζει τα γεγονότα με πιο απλοϊκό και πιο προσφιλή τρόπο προς την αντίληψή του και τη λαογραφία του κοινωνικού συνόλου στο οποίο διαβιεί. Είναι ένας ανθρώπινος μηχανισμός σκέψης, ο οποίος σημειώνεται πάντα κατά την προσπάθεια μετάδοσης ή λήψης εννοιών.
Η προσπέλαση των δυσχερειών της επικοινωνίας γεννάει το μύθο
Οι λέξεις από μόνες τους δεν μεταφέρουν την έννοια, δηλαδή την πληροφορία, εφόσον ο ακροατής δεν διαθέτει το ανάλογο γνωστικό υπόβαθρο. Επί παραδείγματι, ένα κείμενο στην κινεζική διαθέτει λέξεις, οι οποίες αντιπροσωπεύουν έννοιες, αλλά αν δεν γνωρίζει ο αναγνώστης του τη γλώσσα δε θα μπορέσει ποτέ να τις λάβει. Οι λέξεις είναι χρήσιμες μεταξύ πομπού και δέκτη, μόνο όταν και οι δύο διαθέτουν το ίδιο γνωστικό υπόβαθρο. Μεταξύ αυτών των δύο καταστάσεων, πλήρους γνώσης και πλήρους άγνοιας υπάρχει και μία «γκρίζα ζώνη», η οποία αντιπροσωπεύεται από την «ελλιπή γνώση». Επί παραδείγματι, αν αναφέρουμε τη λέξη μπρίκι σε έναν καφετζή και σε έναν ναυτικό, ο πρώτος θα αντιληφθεί άμεσα την έννοια του μαγειρικού σκεύους, λόγω προσωπικών εμπειριών, ο δε δεύτερος, για τους ίδιους λόγους, θα αντιληφθεί το είδος πλοίου.
Κατά τη διαδικασία δημιουργίας του μύθου σημειώνεται ακριβώς ο ίδιος μηχανισμός με αυτόν που προαναφέρθηκε και ο οποίος βοηθάει τον καθένα μας να υπερκεράσει τα εμπόδια του αγνώστου και του ανεξήγητου, προκειμένου να εξελιχθεί η αφήγηση της ιστορίας, η οποία απαγγέλλεται σε ένα κατακερματισμένο και διάφορο, από πλευράς γνώσεων και εμπειριών, κοινωνικό σύνολο. Ο ακροατής, που στη συνέχεια θα γίνει αφηγητής, αρχικά αντιλαμβάνεται την ιστορία με τα δικά του δεδομένα και τις δικές του εμπειρίες. Εν συνεχεία τη φιλτράρει, μέσω της αντίληψής του και την αναμεταδίδει. Αυτός είναι και ο λόγος που μπορούμε να δούμε μικρές παραλλαγές στον ίδιο μύθο, αναλόγως και του τοπικού σημείου, στο οποίο αυτός διαδόθηκε. Ως εκ τούτου, αυτό που έχει σημασία στο μύθο, για όσους τον αναμετέδιδαν, είναι το κεντρικό νόημα της ιστορίας, το οποίο αποδίδεται αναλλοίωτο, ενώ στις λεπτομέρειες αυτής γίνεται έκπτωση στην αξία τους και προσαρμογή στα δεδομένα του αφηγητή.
Ο μύθος της Τροιζήνας
Έχοντας ξεκαθαρίσει τις διαφορές μεταξύ μύθων και παραμυθιών ή άλλων ιστοριών φαντασίας, μπορούμε να δούμε ένα μικρό παράδειγμα ενός μύθου και της ανάλυσής του. Ο μύθος της περιοχής της Τροιζηνίας είναι αρχαιότερος από αυτόν του Θησεά και αφορά την περιοχή, από την οποία κατάγεται ο μυθικός ήρωας. Ως πρώτος βασιλιάς της Τροιζηνίας αναφέρεται ο Ώρος. Το όνομα Ώρος σημαίνει έτος, χρόνος και φυσικά μόνο τυχαίο δεν είναι ότι έτσι λένε τον πρώτο βασιλιά της περιοχής. Ο μύθος θέλει να δηλώσει ότι πρώτος βασιλιάς ήταν ο ίδιος ο χρόνος, ο αρχαιότερος και παλαιότερος όλων των εννοιών (η αρίθμηση του χρόνου ξεκινάει από τη στιγμή που ο άνθρωπος μπόρεσε να αντιληφθεί το εν λόγω μέγεθος). Εν ολίγοις, η κοινωνία των Τροιζηνίων ήταν από τις πρώτες οργανωμένες κοινωνίες του ελλαδικού χώρου, κάτι που επιβεβαιώνουν και οι αρχαιολογικές αναφορές στην Αρχαία Τροιζήνα, την οποία αναφέρουν ως πόλη αρχαιοτάτη. Πράγματι δεν είναι τυχαίο ότι η αρχαιότερη πόλη της Ευρώπης, σύμφωνα με ιστορικά στοιχεία που δημοσιοποίησε η ιστοσελίδα One-Europe, θεωρείται πως είναι το Άργος, από το οποίο προέρχεται σύμφωνα με το μύθο ο Ώρος (γιος του Αιγύπτου και γαμπρός του Δαναού βασιλιά του Άργους).
Κατόπιν των ανωτέρω αρχίζει να διαφαίνεται πως στη σύγχρονη ιστορία προκύπτουν ευρήματα, τα οποία φαινομενικά δεν γνώριζαν οι προϊστορικοί κάτοικοι της περιοχής. Παρόλα αυτά η λαϊκή παράδοση, από την οποία γεννήθηκε ο μύθος, δείχνει πως διαθέτει μία συλλογική γνώση, που επιβεβαιώνεται, βάσει της γλωσσολογικής ανάλυσης, από τα σύγχρονα ευρήματα της αρχαιολογικής σκαπάνης. Δεύτερος βασιλιάς της περιοχής ορίζεται όχι κάποιος γιος του Ώρους, αλλά ο εγγονός του, Άλθηπος. Σε αυτό το σημείο μπορούμε να δούμε δύο σημαντικές πληροφορίες, το όνομα του βασιλιά και το βαθμό συγγενείας με τον προηγούμενο. Το γεγονός ότι έχουμε έναν εγγονό να διαδέχεται τον Ώρο και όχι γιο σημαίνει πως ο μύθος αποφεύγει την αναφορά σε κοντινή εποχή με αυτή του Ώρους, δηλαδή μεταφερόμαστε αρκετές γενιές μετά την ίδρυση της πρώτης μορφής ευνομούμενης κοινωνίας. Ως δε προς τη γλωσσολογική ανάλυση του ονόματος του Άλθηπου βλέπουμε πως η λέξη σημαίνει αυτός που αυξάνεται. Η ιστορία μας, επομένως, μπορεί να μεταφραστεί ως ότι έχουμε μπροστά μας μία κοινωνία, εκ των αρχαιοτέρων, η οποία επιτυγχάνει να αυξηθεί πληθυσμιακά, αλλά και γεωγραφικά ως προς τα όρια τα οποία ελέγχει.
Η επιλογή αυτού του ονόματος του Άλθηπου, αποκτά ιδιαίτερη σημασία, ώστε να αναδειχθεί η αντίθεση με τον τρίτο βασιλιά της περιοχής και γιο του, τον Σάρωνα, που σημαίνει καταστροφέας εκ του σαρώνω. Ιδιαίτερη αίσθηση προκαλεί ο μύθος της ζωής και ιδιαίτερα του θανάτου του Σάρωνα που ολοκληρώνει έναν μικρό κύκλο μύθων, συντάσσοντας έτσι μυθολογία. Το όνομά του αποτελεί ένα ετεροχρονισμένο προσωνύμιο, που μπορεί να αποδίδεται σε έναν άρχοντα της εποχής, λόγω των καταστροφών που επήλθαν ακούσια ή εκούσια επί των ημερών του. Κατά τη ζωή του – βασιλεία του – ήταν πολύ καλός κυνηγός, γεγονός που μάλλον δείχνει ότι πλέον οι κάτοικοι της περιοχής είχαν προσθέσει στη διατροφή τους και το κρέας του κυνηγιού ή ότι η πανίδα της περιοχής είχε αυξηθεί αρκετά, ώστε να αποτελεί κύρια μορφή διατροφής. Εδώ θα αντιπαραθέσουμε τα επίσημα αρχαιολογικά στοιχεία βάσει των οποίων παρατηρείται μία μεταστροφή στις διατροφικές συνήθειες των κατοίκων από το 8000 π.Χ., όταν και βρίσκουμε κόκκαλα ελαφιών και βουβαλιών σε σπήλαια και οικισμούς.
Μία μέρα κυνηγιού, εμφανίστηκε μπροστά του το ελάφι της Αρτέμιδος και ο Σάρωνας αποφάσισε να το κυνηγήσει. Αυτό τρομαγμένο βούτηξε στον κόλπο για να γλυτώσει. Ο Σάρωνας πήδηξε κι εκείνος και το κυνήγησε κολυμπώντας. Όταν κάποια στιγμή κατάλαβε δεν διαθέτει άλλες δυνάμεις, αποφάσισε να εγκαταλείψει την προσπάθειά του, αλλά πλέον ήταν πολύ αργά, διότι βρισκόταν μακριά από την ακτή, με αποτέλεσμα να πνιγεί. Οι αρχαίοι Έλληνες προς τιμή του ονόμασαν τον Κόλπο Σαρωνικό και την ακτή που ξεβράστηκε το πτώμα του, Σαρωνίδα.
Ο μύθος αυτός δείχνει ότι ο εν λόγω βασιλιάς ήταν καταστροφικός για το βασίλειό του και μάλιστα η καταστροφή αυτή ήταν θαλάσσιου χαρακτήρα, με χαρακτηριστικά σαρώματος. Με τα δύο αυτά στοιχεία συμπεραίνουμε ότι ο βασιλιάς Σάρωνας δεν κατέστρεψε ο ίδιος το βασίλειό του, αλλά αντιθέτως είχε την ατυχία να βασιλεύει την εποχή που ένα παλιρροιακό κύμα βύθισε όλο το βασίλειό του, σαρώνοντας τις ακτές, έως την ενδοχώρα. Το ελάφι που σώθηκε συμβολίζει τις διασωθείσες περιοχές, ήτοι τα βουνά και τα δάση στα οποία ζουν τα ελάφια. Ιστορικά και γεωλογικά αυτό στηρίζεται με στοιχεία, αφού όπως φαίνεται ο κόλπος του Σαρωνικού δεν υπήρχε και είναι προϊόν βύθισης!
Ο μύθος της Τροιζήνας συνεχίζει με τον φερτό (!) βασιλιά Άνθα, γιο του Διημάχου. Σε αυτό το σημείο βλέπουμε πως η εξέλιξη του μύθου συνεχίζει αρμονικά μέσω της αναφοράς σε έναν φερτό βασιλιά, ο οποίος διαθέτει ένα όνομα παρόμοιο με αυτό του Άλθηπου (Άνθας εκ του άνθημι, δηλαδή ανθίζω). Είναι απολύτως λογικό ότι έπειτα μίας κατακλυσμιαίας καταστροφής έρχεται η στιγμή της άνθισης και της ανάκαμψης της φύσης και της ζωής. Ο βασιλιάς ορίζεται ως φερτός, διότι πολύ απλά συμβολίζει τη μετοίκιση μίας κοινωνίας με συγκεκριμένη ιεραρχική δομή, σε μία περιοχή η οποία είναι αρκετά πλούσια σε βλάστηση, φαινόμενο σύνηθες ιστορικά μετά από κατακλυσμικές περιόδους. Αυτό φαίνεται και από το όνομα του πατέρα του Άνθα, Διημάχου, που στα δωρικά σημαίνει ο βασανισμένος και ο δυστυχής (εκ του δηιόω: φονεύω, σφάζω, ερημώνω, λεηλατώ). Επίσης η μητέρα του είναι η Αλκυόνη ή Χιόνη, γεγονός που υποδηλώνει είτε τη διαδοχή μίας περιόδου παγετώνων, από μία εποχή άνθισης της φύσης (γεγονός που εξηγεί και το κατακλυσμιαίο γεγονός μία μεσο-παγετώδους περιόδου) είτε (στην περίπτωση της Αλκυόνης) στην ανάκαμψη της περιοχής εν μέσω δυσκολιών, που συμβολίζει ο αστερισμός της Αλκυόνης, κατά τον ίδιο τρόπο που οι αρχαίοι ημών πρόγονοι χρησιμοποίησαν τον αστερισμό για την ονομασία των αλκυονίδων ημερών του χειμώνα.
Ο βασιλιάς Άνθας δεν είναι μόνος του σε αυτό το σημείο του μύθου. Διαθέτει έναν αδελφό, τον Υπέρη, ο οποίος σημαίνει μακρινός. Σε άλλες παραλλαγές ο Υπέρης και ο Άνθας αναφέρονται ως γιοι του Ποσειδώνα, γεγονός που εξηγείται ως έλευση αυτών από τη θάλασσα. Η ύπαρξη δύο βασιλέων δείχνει την ανάπτυξη δύο κοινωνιών στην περιοχή, αμφότερες φερτές , όπως διαφαίνεται από την ύπαρξη δύο πόλεων, της Υπερείας και της Άνθειας. Καμία εκ των δύο δεν επικρατεί της άλλης, εξού και ο όρος «αδέλφια» που χρησιμοποιείται από το μύθο.
Ο Άνθας διαθέτει ένα γιο, τον πρίγκιπα Αέτιο, ο οποίος σκοπεύει να μετονομάσει την πόλη του «θείου» του από Υπέρεια σε Ποσειδωνία, τιμής ένεκεν για τον παππού του. Η λέξη Ποσειδωνία δείχνει το επίπεδο της σχέσης του τοπικού στοιχείου με τη θάλασσα, δηλαδή τη γνώση της ναυσιπλοΐας, εν συγκρίσει με άλλα τοπικά στοιχεία του ελλαδικού χώρου, ενώ η χρήση ενός προσώπου στο μύθο, που δεν είναι βασιλιάς δείχνει την πρόθεση για να πραγματοποιηθεί κάτι, το οποίο όμως δεν υλοποιείται. Η αδυναμία αυτή έγκειται στο γεγονός πως την περιοχή καταλαμβάνουν οι γιοι του Πέλοπα, Τροιζήν (από τον οποίο ονομάστηκε η Τροιζήνα) που σημαίνει κομμάτι Διός (τιτρώσκω + ζην) και Πιτθίας (εκ του πίτθιμι ήτοι επεκτείνομαι). Ο Αέτιος με τον πατέρα του Άνθα κατέφυγαν στην Κάρια δηλαδή τη νότια Μ.Ασία και έχτισαν την Αλικαρνασσό, εξού και οι πολύ καλές σχέσεις που διέθετε η Αλικαρνασσός με την Τροιζήνα, όπως φαίνεται από ευρήματα σε ναούς της περιοχής, ενώ ο Υπέρης μαζί με άλλους Καλαβρούς (όπως ονομάζονταν οι κάτοικοι της Υπερείας) κατέφυγαν στη Ν.Ιταλία στη σημερινή Καλαβρία. Αυτές οι μετακινήσεις επιβεβαιώνουν και την προαναφερθείσα εκτίμηση για το επίπεδο της γνώσης της ναυσιπλοΐας από το τοπικό στοιχείο.
Βλέπουμε λοιπόν πως η μετάφραση των μύθων, μέσω ευρημάτων γεωλογικών, αρχαιολογικών κ.α., αλλά και μέσω της γλωσσολογικής ανάλυσης, αποτελεί σοβαρό ενδείκτη της συλλογικής γνώσης των προϊστορικών κοινωνιών, η οποία μας μεταφέρεται, όπως μεταφερόταν και τότε, από γενιά σε γενιά, μέσω της μυθολογίας. Η μυθολογία σίγουρα δε μπορεί να καταστεί ιστορία, αφού δε διαθέτει τα κύρια χαρακτηριστικά αυτής, ωστόσο δε μπορεί να αντιμετωπίζεται και ως αποκύημα φαντασίας, αφού στηρίζεται, όπως διαφαίνεται σε πραγματικά γεγονότα. Η περίπτωση των Ομηρικών Έπων και της εύρεσης της Τροίας από τον Σλήμαν αποτελεί οδηγό για τον τρόπο αντιμετώπισης όσων πιστεύουμε ότι ανήκουν απλά στη λαϊκή παράδοση και ότι δε διαθέτουν καμία περεταίρω αξία.
Παρόλα ταύτα η ανάγκη του ανθρώπου να μεταφέρει σημαντικά γεγονότα του προσωπικού και κοινωνικού βίου του δεν εμφανίστηκε ξαφνικά μαζί με τη γραφή, αντιθέτως προϋπήρχε αυτής και μπορούμε να πούμε ότι εμφανίζεται με τη δημιουργία των πρώτων κοινωνικών ομάδων και την ανάγκη θωράκισης της συλλογικότητας αυτών από τις αντίστοιχες «αντίπαλες» ομάδες με τις οποίες ανταγωνίζονταν για τον έλεγχο της περιοχής τους. Η ανάγκη μεταλαμπάδευσης των κοινωνικών αξιών και των συλλογικών και προσωπικών γνώσεων του ανθρώπου από γενιά σε γενιά, «πατάει» πάνω στην πρωταρχική ανάγκη της διαιώνισης και στο βασικό ερώτημα της προέλευσης της ανθρώπινης ύπαρξης.
Λόγω αυτής της ανάγκης δημιουργήθηκε ένα μέσο, μία μορφή προφορικής παράδοσης, η οποία διέδιδε το γεγονός στο χώρο και το χρόνο. Όπως γίνεται αντιληπτό -και προαναφέρθηκε- η απόσταση του χωρόχρονου από το σημείο τέλεσης του συμβάντος επηρέαζε την ιστορία ως προς τη γνώση ορισμένων λεπτομερειών, τις οποίες ο αφηγητής αναγκαζόταν να συμπληρώνει με φανταστικά στοιχεία, στα οποία πρωταγωνιστούσαν δαίμονες, θεοί ή οτιδήποτε θα άγγιζε το υποσυνείδητο και το συναίσθημα του ανθρώπου. Σε αυτό το πλαίσιο λοιπόν γεννήθηκε ο μύθος, ο οποίος αποτελούσε τη μορφή «ιστορίας» για τις προϊστορικές κοινωνίες.
Μύθος ή παραμύθι;
Θα πρέπει να σημειώσουμε σε αυτό το σημείο ότι ο μύθος δεν είναι παραμύθι. Άλλωστε οι δύο λέξεις από μόνες τους, εννοιολογικά, υποδηλώνουν τη διαφορά τους. Το παραμύθι είναι κάτι «παρά του μύθου», κάτι δηλαδή λιγότερο, που υπολείπεται τρόπο τινά του μύθου, κάτι που πλησιάζει στο μύθο, αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι μύθος. Το παραμύθι είναι μία ιστορία η οποία μπορεί να προέρχεται από ένα πραγματικό γεγονός το οποίο ενέπνευσε τη δημιουργία του, αλλά σε όλα τα υπόλοιπα ερωτήματά του δίνει εντελώς φανταστικές απαντήσεις. Στον αντίποδα ο μύθος είναι μία πραγματική ιστορία, η οποία αλλοιώθηκε κατά τη μετάδοσή της, μέσω της ανθρώπινης φαντασίας. Στο παραμύθι δεν υπάρχει ουσιαστικά η ανάγκη για την μετάδοση ενός γεγονότος. Δεν αναφέρεται ο χρόνος (μια φορά κι έναν καιρό), δεν αναφέρεται ο τόπος (σε κάποιο βασίλειο), παρά μόνο το γεγονός -που είναι η αφήγηση- και ο κεντρικός ήρωας, ο οποίος έχει ονομαστεί από κάποιο εμφανές χαρακτηριστικό (Κοντορεβιθούλης, Χιονάτη, Κοκκινοσκουφίτσα).
Για να καταλάβουμε ακόμα περισσότερο τη διαφορά του μύθου και του παραμυθιού θα χρησιμοποιήσω το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα: τον Αίσωπο! Οι ιστορίες του Αισώπου δεν περιλαμβάνουν πραγματικούς χαρακτήρες, αλλά ζώα. Το ίδιο μπορούμε να παρατηρήσουμε και σε κάποια παραμύθια, όπως επί παραδείγματι, στο παραμύθι με τα τρία γουρουνάκια. Παρόλα ταύτα δεν ονομάζονται παραμύθια του Αισώπου, όπως αντιστοίχως των αδελφών Γκριμ, του Άντερσεν κτλ., αλλά μύθοι του Αισώπου…
Η χρήση της σημειολογίας στο μύθο
Ο Αίσωπος μέσω των μύθων του χρησιμοποιούσε φανταστικούς χαρακτήρες ζώων προκειμένου να αναδείξει ένα συγκεκριμένο ανθρώπινο χαρακτηριστικό, βάσει της λαογραφίας του τόπου του. Ουσιαστικά τα ζώα δεν αποτελούσαν χαρακτήρες, αλλά σύμβολα ανθρώπινης συμπεριφοράς. Τοιούτο τρόπο τα σύμβολα αποκτούσαν μία γενικευμένη φύση για τον ακροατή, ο οποίος δε μπορούσε να αποφύγει το ηθικό δίδαγμα που ακολουθούσε. Σε αντίθετη περίπτωση, η χρήση οποιουδήποτε χαρακτήρα θα ανάλωνε την ιστορία σε λεπτομέρειες, που θα λειτουργούσαν ως ψυχολογικά παράθυρα διαφυγής για τον ακροατή, ο οποίος θα ερχόταν αντιμέτωπος με το χαρακτήρα και τις πράξεις του. Ωστόσο η σκοπιμότητα ήταν άλλη…
Η μοναδικότητα του μύθου στη λαϊκή παράδοση
Αυτή είναι η σημαντικότερη διαφορά μεταξύ των μύθων και των παραμυθιών, μυθιστοριών, μυθιστορημάτων κτλ. Ο μύθος αποσκοπεί στην πρόκληση του πνεύματος και της λογικής. Η φαντασία στο μύθο χρησιμοποιείται για τη δημιουργία συμβόλων, τα οποία μέσα από το συμβολισμό τους μεταφέρουν πληροφορίες. Το παραμύθι από την άλλη αποσκοπεί στο συναίσθημα και η φαντασία χρησιμοποιείται προκειμένου να αγγίξει ο αφηγητής τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου. Επί της ουσίας μπορούμε να πούμε ότι ο μύθος μεταφέρει γνωστικές πληροφορίες, ενώ το παραμύθι συναισθηματικές πληροφορίες.
Επίσης άλλη μία σημαντική διαφορά είναι πως ο μύθος καταλήγει πάντα με ένα ηθικό συμπέρασμα, το οποίο μάλιστα αφήνεται να εννοηθεί, προκειμένου να εκμαιευθεί από τον ακροατή, εν αντιθέσει με το παραμύθι το οποίο καταλήγει στη λύτρωση και την ψυχική ανάταση (έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα). Ο μύθος δεν χρησιμοποιεί έναν από μηχανής θεό, όπως το παραμύθι, αντιθέτως εξιστορεί «τη ζωή του ίδιου του από μηχανής θεού», ενός πρωταγωνιστή με υπεράνθρωπες ικανότητες, για τις οποίες αξίζει η ακρόαση της ιστορίας του.
Άλλωστε η φαντασία στο μύθο πολλές φορές χρησιμοποιείται για να καλύψει την ανάγκη του αφηγητή να μεταφέρει πληροφορίες τις οποίες άκουσε, αλλά δε μπόρεσε να κατανοήσει λόγω της “γήινης” φύσης του. Αυτό είναι απολύτως φυσιολογικό, αφού οι ικανότητες του πρωταγωνιστή διαθέτουν μία υπεράνθρωπη φύση, την οποία ο αφηγητής δε μπορεί να αντιληφθεί και να κατανοήσει, με αποτέλεσμα να ελλοχεύει ο κίνδυνος της απώθησης της λεπτομέρειας από τη μνήμη. Γι’ αυτό το λόγο ο αφηγητής, κατά την αποστήθιση της ιστορίας, φροντίζει να μεταφράζει τα γεγονότα με πιο απλοϊκό και πιο προσφιλή τρόπο προς την αντίληψή του και τη λαογραφία του κοινωνικού συνόλου στο οποίο διαβιεί. Είναι ένας ανθρώπινος μηχανισμός σκέψης, ο οποίος σημειώνεται πάντα κατά την προσπάθεια μετάδοσης ή λήψης εννοιών.
Η προσπέλαση των δυσχερειών της επικοινωνίας γεννάει το μύθο
Οι λέξεις από μόνες τους δεν μεταφέρουν την έννοια, δηλαδή την πληροφορία, εφόσον ο ακροατής δεν διαθέτει το ανάλογο γνωστικό υπόβαθρο. Επί παραδείγματι, ένα κείμενο στην κινεζική διαθέτει λέξεις, οι οποίες αντιπροσωπεύουν έννοιες, αλλά αν δεν γνωρίζει ο αναγνώστης του τη γλώσσα δε θα μπορέσει ποτέ να τις λάβει. Οι λέξεις είναι χρήσιμες μεταξύ πομπού και δέκτη, μόνο όταν και οι δύο διαθέτουν το ίδιο γνωστικό υπόβαθρο. Μεταξύ αυτών των δύο καταστάσεων, πλήρους γνώσης και πλήρους άγνοιας υπάρχει και μία «γκρίζα ζώνη», η οποία αντιπροσωπεύεται από την «ελλιπή γνώση». Επί παραδείγματι, αν αναφέρουμε τη λέξη μπρίκι σε έναν καφετζή και σε έναν ναυτικό, ο πρώτος θα αντιληφθεί άμεσα την έννοια του μαγειρικού σκεύους, λόγω προσωπικών εμπειριών, ο δε δεύτερος, για τους ίδιους λόγους, θα αντιληφθεί το είδος πλοίου.
Κατά τη διαδικασία δημιουργίας του μύθου σημειώνεται ακριβώς ο ίδιος μηχανισμός με αυτόν που προαναφέρθηκε και ο οποίος βοηθάει τον καθένα μας να υπερκεράσει τα εμπόδια του αγνώστου και του ανεξήγητου, προκειμένου να εξελιχθεί η αφήγηση της ιστορίας, η οποία απαγγέλλεται σε ένα κατακερματισμένο και διάφορο, από πλευράς γνώσεων και εμπειριών, κοινωνικό σύνολο. Ο ακροατής, που στη συνέχεια θα γίνει αφηγητής, αρχικά αντιλαμβάνεται την ιστορία με τα δικά του δεδομένα και τις δικές του εμπειρίες. Εν συνεχεία τη φιλτράρει, μέσω της αντίληψής του και την αναμεταδίδει. Αυτός είναι και ο λόγος που μπορούμε να δούμε μικρές παραλλαγές στον ίδιο μύθο, αναλόγως και του τοπικού σημείου, στο οποίο αυτός διαδόθηκε. Ως εκ τούτου, αυτό που έχει σημασία στο μύθο, για όσους τον αναμετέδιδαν, είναι το κεντρικό νόημα της ιστορίας, το οποίο αποδίδεται αναλλοίωτο, ενώ στις λεπτομέρειες αυτής γίνεται έκπτωση στην αξία τους και προσαρμογή στα δεδομένα του αφηγητή.
Ο μύθος της Τροιζήνας
Έχοντας ξεκαθαρίσει τις διαφορές μεταξύ μύθων και παραμυθιών ή άλλων ιστοριών φαντασίας, μπορούμε να δούμε ένα μικρό παράδειγμα ενός μύθου και της ανάλυσής του. Ο μύθος της περιοχής της Τροιζηνίας είναι αρχαιότερος από αυτόν του Θησεά και αφορά την περιοχή, από την οποία κατάγεται ο μυθικός ήρωας. Ως πρώτος βασιλιάς της Τροιζηνίας αναφέρεται ο Ώρος. Το όνομα Ώρος σημαίνει έτος, χρόνος και φυσικά μόνο τυχαίο δεν είναι ότι έτσι λένε τον πρώτο βασιλιά της περιοχής. Ο μύθος θέλει να δηλώσει ότι πρώτος βασιλιάς ήταν ο ίδιος ο χρόνος, ο αρχαιότερος και παλαιότερος όλων των εννοιών (η αρίθμηση του χρόνου ξεκινάει από τη στιγμή που ο άνθρωπος μπόρεσε να αντιληφθεί το εν λόγω μέγεθος). Εν ολίγοις, η κοινωνία των Τροιζηνίων ήταν από τις πρώτες οργανωμένες κοινωνίες του ελλαδικού χώρου, κάτι που επιβεβαιώνουν και οι αρχαιολογικές αναφορές στην Αρχαία Τροιζήνα, την οποία αναφέρουν ως πόλη αρχαιοτάτη. Πράγματι δεν είναι τυχαίο ότι η αρχαιότερη πόλη της Ευρώπης, σύμφωνα με ιστορικά στοιχεία που δημοσιοποίησε η ιστοσελίδα One-Europe, θεωρείται πως είναι το Άργος, από το οποίο προέρχεται σύμφωνα με το μύθο ο Ώρος (γιος του Αιγύπτου και γαμπρός του Δαναού βασιλιά του Άργους).
Κατόπιν των ανωτέρω αρχίζει να διαφαίνεται πως στη σύγχρονη ιστορία προκύπτουν ευρήματα, τα οποία φαινομενικά δεν γνώριζαν οι προϊστορικοί κάτοικοι της περιοχής. Παρόλα αυτά η λαϊκή παράδοση, από την οποία γεννήθηκε ο μύθος, δείχνει πως διαθέτει μία συλλογική γνώση, που επιβεβαιώνεται, βάσει της γλωσσολογικής ανάλυσης, από τα σύγχρονα ευρήματα της αρχαιολογικής σκαπάνης. Δεύτερος βασιλιάς της περιοχής ορίζεται όχι κάποιος γιος του Ώρους, αλλά ο εγγονός του, Άλθηπος. Σε αυτό το σημείο μπορούμε να δούμε δύο σημαντικές πληροφορίες, το όνομα του βασιλιά και το βαθμό συγγενείας με τον προηγούμενο. Το γεγονός ότι έχουμε έναν εγγονό να διαδέχεται τον Ώρο και όχι γιο σημαίνει πως ο μύθος αποφεύγει την αναφορά σε κοντινή εποχή με αυτή του Ώρους, δηλαδή μεταφερόμαστε αρκετές γενιές μετά την ίδρυση της πρώτης μορφής ευνομούμενης κοινωνίας. Ως δε προς τη γλωσσολογική ανάλυση του ονόματος του Άλθηπου βλέπουμε πως η λέξη σημαίνει αυτός που αυξάνεται. Η ιστορία μας, επομένως, μπορεί να μεταφραστεί ως ότι έχουμε μπροστά μας μία κοινωνία, εκ των αρχαιοτέρων, η οποία επιτυγχάνει να αυξηθεί πληθυσμιακά, αλλά και γεωγραφικά ως προς τα όρια τα οποία ελέγχει.
Η επιλογή αυτού του ονόματος του Άλθηπου, αποκτά ιδιαίτερη σημασία, ώστε να αναδειχθεί η αντίθεση με τον τρίτο βασιλιά της περιοχής και γιο του, τον Σάρωνα, που σημαίνει καταστροφέας εκ του σαρώνω. Ιδιαίτερη αίσθηση προκαλεί ο μύθος της ζωής και ιδιαίτερα του θανάτου του Σάρωνα που ολοκληρώνει έναν μικρό κύκλο μύθων, συντάσσοντας έτσι μυθολογία. Το όνομά του αποτελεί ένα ετεροχρονισμένο προσωνύμιο, που μπορεί να αποδίδεται σε έναν άρχοντα της εποχής, λόγω των καταστροφών που επήλθαν ακούσια ή εκούσια επί των ημερών του. Κατά τη ζωή του – βασιλεία του – ήταν πολύ καλός κυνηγός, γεγονός που μάλλον δείχνει ότι πλέον οι κάτοικοι της περιοχής είχαν προσθέσει στη διατροφή τους και το κρέας του κυνηγιού ή ότι η πανίδα της περιοχής είχε αυξηθεί αρκετά, ώστε να αποτελεί κύρια μορφή διατροφής. Εδώ θα αντιπαραθέσουμε τα επίσημα αρχαιολογικά στοιχεία βάσει των οποίων παρατηρείται μία μεταστροφή στις διατροφικές συνήθειες των κατοίκων από το 8000 π.Χ., όταν και βρίσκουμε κόκκαλα ελαφιών και βουβαλιών σε σπήλαια και οικισμούς.
Μία μέρα κυνηγιού, εμφανίστηκε μπροστά του το ελάφι της Αρτέμιδος και ο Σάρωνας αποφάσισε να το κυνηγήσει. Αυτό τρομαγμένο βούτηξε στον κόλπο για να γλυτώσει. Ο Σάρωνας πήδηξε κι εκείνος και το κυνήγησε κολυμπώντας. Όταν κάποια στιγμή κατάλαβε δεν διαθέτει άλλες δυνάμεις, αποφάσισε να εγκαταλείψει την προσπάθειά του, αλλά πλέον ήταν πολύ αργά, διότι βρισκόταν μακριά από την ακτή, με αποτέλεσμα να πνιγεί. Οι αρχαίοι Έλληνες προς τιμή του ονόμασαν τον Κόλπο Σαρωνικό και την ακτή που ξεβράστηκε το πτώμα του, Σαρωνίδα.
Ο μύθος αυτός δείχνει ότι ο εν λόγω βασιλιάς ήταν καταστροφικός για το βασίλειό του και μάλιστα η καταστροφή αυτή ήταν θαλάσσιου χαρακτήρα, με χαρακτηριστικά σαρώματος. Με τα δύο αυτά στοιχεία συμπεραίνουμε ότι ο βασιλιάς Σάρωνας δεν κατέστρεψε ο ίδιος το βασίλειό του, αλλά αντιθέτως είχε την ατυχία να βασιλεύει την εποχή που ένα παλιρροιακό κύμα βύθισε όλο το βασίλειό του, σαρώνοντας τις ακτές, έως την ενδοχώρα. Το ελάφι που σώθηκε συμβολίζει τις διασωθείσες περιοχές, ήτοι τα βουνά και τα δάση στα οποία ζουν τα ελάφια. Ιστορικά και γεωλογικά αυτό στηρίζεται με στοιχεία, αφού όπως φαίνεται ο κόλπος του Σαρωνικού δεν υπήρχε και είναι προϊόν βύθισης!
Ο μύθος της Τροιζήνας συνεχίζει με τον φερτό (!) βασιλιά Άνθα, γιο του Διημάχου. Σε αυτό το σημείο βλέπουμε πως η εξέλιξη του μύθου συνεχίζει αρμονικά μέσω της αναφοράς σε έναν φερτό βασιλιά, ο οποίος διαθέτει ένα όνομα παρόμοιο με αυτό του Άλθηπου (Άνθας εκ του άνθημι, δηλαδή ανθίζω). Είναι απολύτως λογικό ότι έπειτα μίας κατακλυσμιαίας καταστροφής έρχεται η στιγμή της άνθισης και της ανάκαμψης της φύσης και της ζωής. Ο βασιλιάς ορίζεται ως φερτός, διότι πολύ απλά συμβολίζει τη μετοίκιση μίας κοινωνίας με συγκεκριμένη ιεραρχική δομή, σε μία περιοχή η οποία είναι αρκετά πλούσια σε βλάστηση, φαινόμενο σύνηθες ιστορικά μετά από κατακλυσμικές περιόδους. Αυτό φαίνεται και από το όνομα του πατέρα του Άνθα, Διημάχου, που στα δωρικά σημαίνει ο βασανισμένος και ο δυστυχής (εκ του δηιόω: φονεύω, σφάζω, ερημώνω, λεηλατώ). Επίσης η μητέρα του είναι η Αλκυόνη ή Χιόνη, γεγονός που υποδηλώνει είτε τη διαδοχή μίας περιόδου παγετώνων, από μία εποχή άνθισης της φύσης (γεγονός που εξηγεί και το κατακλυσμιαίο γεγονός μία μεσο-παγετώδους περιόδου) είτε (στην περίπτωση της Αλκυόνης) στην ανάκαμψη της περιοχής εν μέσω δυσκολιών, που συμβολίζει ο αστερισμός της Αλκυόνης, κατά τον ίδιο τρόπο που οι αρχαίοι ημών πρόγονοι χρησιμοποίησαν τον αστερισμό για την ονομασία των αλκυονίδων ημερών του χειμώνα.
Ο βασιλιάς Άνθας δεν είναι μόνος του σε αυτό το σημείο του μύθου. Διαθέτει έναν αδελφό, τον Υπέρη, ο οποίος σημαίνει μακρινός. Σε άλλες παραλλαγές ο Υπέρης και ο Άνθας αναφέρονται ως γιοι του Ποσειδώνα, γεγονός που εξηγείται ως έλευση αυτών από τη θάλασσα. Η ύπαρξη δύο βασιλέων δείχνει την ανάπτυξη δύο κοινωνιών στην περιοχή, αμφότερες φερτές , όπως διαφαίνεται από την ύπαρξη δύο πόλεων, της Υπερείας και της Άνθειας. Καμία εκ των δύο δεν επικρατεί της άλλης, εξού και ο όρος «αδέλφια» που χρησιμοποιείται από το μύθο.
Ο Άνθας διαθέτει ένα γιο, τον πρίγκιπα Αέτιο, ο οποίος σκοπεύει να μετονομάσει την πόλη του «θείου» του από Υπέρεια σε Ποσειδωνία, τιμής ένεκεν για τον παππού του. Η λέξη Ποσειδωνία δείχνει το επίπεδο της σχέσης του τοπικού στοιχείου με τη θάλασσα, δηλαδή τη γνώση της ναυσιπλοΐας, εν συγκρίσει με άλλα τοπικά στοιχεία του ελλαδικού χώρου, ενώ η χρήση ενός προσώπου στο μύθο, που δεν είναι βασιλιάς δείχνει την πρόθεση για να πραγματοποιηθεί κάτι, το οποίο όμως δεν υλοποιείται. Η αδυναμία αυτή έγκειται στο γεγονός πως την περιοχή καταλαμβάνουν οι γιοι του Πέλοπα, Τροιζήν (από τον οποίο ονομάστηκε η Τροιζήνα) που σημαίνει κομμάτι Διός (τιτρώσκω + ζην) και Πιτθίας (εκ του πίτθιμι ήτοι επεκτείνομαι). Ο Αέτιος με τον πατέρα του Άνθα κατέφυγαν στην Κάρια δηλαδή τη νότια Μ.Ασία και έχτισαν την Αλικαρνασσό, εξού και οι πολύ καλές σχέσεις που διέθετε η Αλικαρνασσός με την Τροιζήνα, όπως φαίνεται από ευρήματα σε ναούς της περιοχής, ενώ ο Υπέρης μαζί με άλλους Καλαβρούς (όπως ονομάζονταν οι κάτοικοι της Υπερείας) κατέφυγαν στη Ν.Ιταλία στη σημερινή Καλαβρία. Αυτές οι μετακινήσεις επιβεβαιώνουν και την προαναφερθείσα εκτίμηση για το επίπεδο της γνώσης της ναυσιπλοΐας από το τοπικό στοιχείο.
Βλέπουμε λοιπόν πως η μετάφραση των μύθων, μέσω ευρημάτων γεωλογικών, αρχαιολογικών κ.α., αλλά και μέσω της γλωσσολογικής ανάλυσης, αποτελεί σοβαρό ενδείκτη της συλλογικής γνώσης των προϊστορικών κοινωνιών, η οποία μας μεταφέρεται, όπως μεταφερόταν και τότε, από γενιά σε γενιά, μέσω της μυθολογίας. Η μυθολογία σίγουρα δε μπορεί να καταστεί ιστορία, αφού δε διαθέτει τα κύρια χαρακτηριστικά αυτής, ωστόσο δε μπορεί να αντιμετωπίζεται και ως αποκύημα φαντασίας, αφού στηρίζεται, όπως διαφαίνεται σε πραγματικά γεγονότα. Η περίπτωση των Ομηρικών Έπων και της εύρεσης της Τροίας από τον Σλήμαν αποτελεί οδηγό για τον τρόπο αντιμετώπισης όσων πιστεύουμε ότι ανήκουν απλά στη λαϊκή παράδοση και ότι δε διαθέτουν καμία περεταίρω αξία.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου