Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2016

Ο Βενιαμίν Φρανκλίνος για τους Ινδιάνους

ΠηγήΟ Μπέντζαμιν Φράνκλιν, εκτός από ένας από τους ιδρυτές των Ηνωμένων Πολιτειών, υπήρξε συγγραφέας, επιστήμονας, εφευρέτης και διπλωμάτης. Παρήγαγε πληθώρα γραπτών, και εδώ μεταφράζω δύο κείμενα σχετικά με τους Ινδιάνους (ή, όπως επίσης τους αποκαλούσαν εκείνη την εποχή, τους άγριους της βόρειας Αμερικής). Το σύνολο των γραπτών του μπορείτε να το βρείτε στα αγγλικά εδώ.

Το πρώτο είναι απόσπασμα από κείμενο που αναφέρεται σε μια πρόσφατη σφαγή Ινδιάνων από άγνωστους (επρόκειτο για κάποιο έγκλημα ανταπόδοσης), στην Πενσυλβανία το 1763.
 
Αν ένας Ινδιάνος με βλάψει, σημαίνει μήπως αυτό πως εγώ μπορώ να πάρω εκδίκηση γι’ αυτήν τη βλάβη προς όλους τους Ινδιάνους; Είναι γνωστό πως οι Ινδιάνοι διαφέρουν κατά Φυλή, Έθνος και Γλώσσα, όπως οι Λευκοί. Στην Ευρώπη, αν οι Γάλλοι, που είναι Λευκοί, βλάψουν τους Ολλανδούς, μπορούν να εκδικηθούν τους Άγγλους, επειδή είναι κι αυτοί Λευκοί; Το μόνο έγκλημα αυτών των κακόμοιρων, φαίνεται να ήταν πως είχαν κοκκινωπό καφέ δέρμα, και μαύρα μαλλιά· και κάποιοι άνθρωποι αυτού του τύπου, φαίνεται, είχαν δολοφονήσει κάποιους που ήταν συγγενικοί με εμάς. Αν είναι σωστό να σκοτώσεις ανθρώπους για τέτοιο λόγο, τότε αν οποιοσδήποτε που έχει φακίδες και κόκκινα μαλλιά σκοτώσει τη γυναίκα ή το παιδί μου, θα ήταν σωστό για μένα να πάρω εκδίκηση σκοτώνοντας όλους τους κοκκινομάλληδες που έχουν φακίδες, άντρες, γυναίκες και παιδιά, όπου κι αν τους συναντούσα.
 
Αλλά φαίνεται πως αυτοί οι άνθρωποι νομίζουν πως έχουν μια καλύτερη δικαιολογία· τίποτα λιγότερο από τον Λόγο του Θεού. Με τις Γραφές στα χέρια και στο στόμα τους, μπορούν να μηδενίσουν τη ρητή εντολή ου φονεύσεις· και δικαιολογούν τη μοχθηρία τους, μέσω της εντολής που δόθηκε στον Ιησού του Ναυή να εξολοθρεύσει τους άπιστους. Φρικτή διαστροφή της Γραφής και της θρησκείας, για την ανατροφή των χειρότερων εγκλημάτων προς τον θεό της ειρήνης και της αγάπης! Ακόμα και οι Εβραίοι, προς τους οποίους εκείνη η συγκεκριμένη εντολή απευθυνόταν, έδειξαν έλεος στους Γαβαωνίτες, λόγω της συμβουλής τους. Αυτή η κυβέρνηση έχει συχνά συμβουλέψει τους Ινδιάνους· αλλά αυτό δεν τους χάρισε ανθρώπους που περιφρονούν την κυβέρνηση[1].
 
Παριστάνουμε πως είμαστε Χριστιανοί, και, με το ανώτερο φως που απολαμβάνουμε, θα έπρεπε να υπερβαίνουμε των άπιστων, των Τούρκων, των Σαρακηνών, των Μαυριτανών, των Νέγρων και των Ινδιάνων, με τη γνώση και πρακτική του τί είναι σωστό. Θα επιχειρήσω να δείξω, με μερικά παραδείγματα από βιβλία και από την ιστορία, τη λογική που εκείνοι οι άνθρωποι επιδείκνυαν σχετικά με τέτοιες πράξεις.
 
Ο Όμηρος έγραψε το ποίημά του, την Οδύσσεια, μερικές εκατοντάδες χρόνια πριν τη γέννηση του Ιησού. Συχνά μιλάει για αυτά που αποκαλεί όχι μόνο καθήκοντα, αλλά ιερά έθιμα φιλοξενίας, (που ασκούνται προς ξένους που βρίσκονται είτε στο σπίτι μας είτε στην περιοχή μας) ως να περιλαμβάνουν, εκτός από τις κοινές περιστάσεις ψυχαγωγίας, πλήρη ασφάλεια και προστασία του ατόμου από όλους τους κινδύνους της ζωής, από κάθε βλάβη, ακόμα και από προσβολές. Τα έθιμα φιλοξενίας καλούνταν ιερά, επειδή ο ξένος, ο φτωχός και ο αδύναμος, όταν ζητούσαν προστασία και αρωγή, θεωρούνταν, στα πλαίσια της θρησκείας εκείνων των καιρών, απεσταλμένοι της θεότητας για να βάλει σε δοκιμασία την καλοσύνη των ανθρώπων, και θα εκδικούνταν για τις βλάβες που ενδεχομένως θα λάμβαναν εκεί που θα έπρεπε να προστατευτούν. Αυτά τα συναισθήματα, λοιπόν, επηρέασαν τα ήθη λαών όλων των ειδών, ακόμα και τους πιο κακούς· γιατί βλέπουμε πως όταν ο Οδυσσέας έφτασε, ως φτωχός ξένος, στην καλύβα του Εύμαιου, του χοιροβοσκού, και τα φοβερά σκυλιά του έτρεξαν για να ξεσκίσουν τον κουρελιασμένο άντρα, ο Εύμαιος τα έδιωξε με πέτρες, και
«Οι σκύλοι παραλίγο, γέροντα, να σ᾿ έκαναν κομμάτια, ξάφνου ως σου χίμιξαν, και θα “ριχνες και τη ντροπή σε μένα. Τα όσα οι θεοί τυράννια μου “δωκαν και βάσανα δε φτάνουν; — που τον ισόθεο κλαίω το ρήγα μου και μύρουμοα όπου κάτσω,  κι οι ολόπαχοί μου χοίροι θρέφουνται για ξένους, να “χουν πάντα  να τρων μα εκείνος λέω σε αλλόγλωσσων ανθρώπων πολιτείες  και χώρες παραδέρνει αδιάκοπα, και το ψωμί του λείπει — αν είναι στη ζωή και χαίρεται του ήλιου το φως ακόμα. Ακλούθα τώρα, στο καλύβι μου να  φάμε, κι ως ευφράνεις  με το ψωμί τα σπλάχνα, γέροντα, και το κρασί, σειρά σου  να πεις πούθε είσαι και τι τράβηξες ως τώρα στη ζωή σου.» Είπε, και μπήκε ο θείος χοιροβοσκός μπροστά για το καλύβι, κι ως φτάσαν, αποκάτω του “βαλε φουντόκλαρα να κάτσει, κι έστρωσε απάνω τους αδρόμαλλο τομάρι αγριογιδίσιο,  παχύ, μεγάλο, εκεί που πλάγιαζε κι ατός του᾿ κι ο Οδυσσέας χαιρόταν που έτσι, τον προσδέχτηκε κι αυτά τα λόγια του “πε: «Ο Δίας μακάρι κι οι άλλοι αθάνατοι θεοί να σου χαρίσουν ό,τι ποθεί η καρδιά σου, ξένε μου, που έτσι καλά με δέχτης!» (Ραψωδία ξ)
 
Αυτοί οι άπιστοι άνθρωποι πίστευαν πως μετά από παράβαση των εθίμων φιλοξενίας, θα έπεφτε κατάρα από τον ουρανό προς όλα όσα έκαναν, και ακόμα και η έντιμη εργασία τους στο κάλεσμά τους θα αποτύγχανε. Έτσι, όταν ο Οδυσσέας λέει στον Εύμαιο, ο οποίος αμφισβήτησε την αλήθεια των λόγων του, «Αν σε εξαπατώ, μου αξίζει θάνατος, και συναινώ να με θανατώσεις εσύ», ο Εύμαιος απορρίπτει την προσφορά, καθώς θα συνεπάγονταν κακοφημία και κακή τύχη.
-------------------

Το δεύτερο είναι ένα αδημοσίευτο κείμενο, το οποίο αναφέρεται πιο γενικά στις διαφορές μεταξύ των θρησκειών και των τρόπων συμπεριφοράς των Ινδιάνων και των Λευκών. Ο τίτλος του είναι «Παρατηρήσεις αναφορικά με τους Άγριους της Βόρειας Αμερικής»[2].
 
Τους αποκαλούμε άγριους, επειδή τα έθιμά τους διαφέρουν από τα δικά μας, τα οποία θεωρούμε ως την τελειότητα της πολιτισμένης συμπεριφοράς. Αυτοί θεωρούν το ίδιο για τα δικά τους.
 
Ίσως αν μπορούσαμε να εξετάσουμε τα έθιμα διάφορων εθνών με αμεροληψία, δε θα βρίσκαμε κανένα λαό τόσο αγενή που να ζει χωρίς κανόνες ευγενείας, ούτε κανέναν τόσο ευγενικό που να μην έχει κάποια υπολείμματα αγένειας.
 
Οι Ινδιάνοι είναι κυνηγοί και πολεμιστές όταν είναι νέοι· όταν είναι ηλικιωμένοι είναι σύμβουλοι· καθώς ολόκληρη η κυβερνητική τους δραστηριότητα γίνεται μέσω συμβουλών από τους σοφούς· δεν υπάρχει εξαναγκασμός, δεν υπάρχουν φυλακές, ούτε αρμόδιοι να υποχρεώνουν υπακοή ή να επιβάλλουν τιμωρία. Έτσι, μελετάνε γενικά τη ρητορική· ο καλύτερος ομιλητής αποκτά τη μεγαλύτερη επιρροή. Οι Ινδιάνες καλλιεργούν τη γη, ετοιμάζουν το φαγητό, φροντίζουν και μεγαλώνουν τα παιδιά, και συντηρούν και μεταβιβάζουν στις επόμενες γενιές τη μνήμη των δημόσιων δοσοληψιών. Αυτές οι ασχολίες των αντρών και των γυναικών θεωρούνται φυσικές και αξιότιμες. Έχοντας λίγες πλαστές επιθυμίες, έχουν άφθονο ελεύθερο χρόνο για βελτίωση μέσω συζητήσεων. Τον κοπιώδη μας τρόπο ζωής συγκρινόμενο με τον δικό τους, τον θεωρούν δουλοπρεπή και ευτελή· και την εκπαίδευση, πάνω στην οποία εμείς αξιολογούμε τους εαυτούς μας, αυτοί την θεωρούν επιπόλαιη και άχρηστη. Ένα παράδειγμα αυτού έλαβε χώρα κατά τη σύναψη της Συνθήκης του Λάνκαστερ στην Πενσυλβανία, το 1774 μ.Χ., μεταξύ της κυβέρνησης της Βιρτζίνια και των Έξι Εθνών[3]. Μετά τη διευθέτηση των κύριων ζητημάτων, οι επίτροποι της Βιρτζίνια γνωστοποίησαν στους Ινδιάνους με την εκφώνηση λόγου πως υπήρχε στο Williamsburg ένα Κολλέγιο που διέθετε ένα κονδύλι για την εκπαίδευση νεαρών Ινδιάνων· και ότι αν τα Έξι Έθνη έστελναν μισή ντουζίνα νέων σ’ αυτό το Κολλέγιο, η κυβέρνηση θα μεριμνούσε για τις ανάγκες τους και για να διδαχτούν ό,τι ακριβώς διδάσκονταν και οι λευκοί. Είναι ένας από τους κανόνες ευγενείας των Ινδιάνων να μην απαντούν την ίδια μέρα σε μια πρόταση που τους γίνεται δημοσίως· θεωρούν ότι, με αυτόν τον τρόπο, θα ήταν σαν να την αντιμετωπίζουν ως ένα ζήτημα ελάσσονος σημασίας, και πως θα έδειχναν ότι την αντιμετωπίζουν με σεβασμό αν αφιερώσουν κάποιο χρόνο για να την εξετάσουν, ως ένα σημαντικό ζήτημα. Έτσι, ανέβαλαν την απάντησή τους για την επόμενη μέρα· όταν ο εκπρόσωπός τους άρχισε την ομιλία του εκφράζοντας τη βαθιά τους εκτίμηση για την καλοσύνη που έδειχνε η κυβέρνηση της Βιρτζίνια κάνοντάς τους μια τέτοια προσφορά, «γιατί γνωρίζουμε», λέει, «ότι τρέφετε μεγάλη εκτίμηση για το είδος της εκπαίδευσης που προσφέρεται σ’ αυτό το Κολλέγιο και ότι η εξασφάλιση των αναγκαίων για τους νέους μας θα σας κοστίσει πολύ. Έχουμε επομένως πεισθεί ότι με την πρότασή σας θέλετε να μας κάνετε καλό και σας ευχαριστούμε γι’ αυτό από καρδιάς. Όμως εσείς που είστε σοφοί πρέπει να γνωρίζετε ότι τα διάφορα έθνη έχουν διαφορετικές αντιλήψεις για τα πράγματα και ότι, επομένως, δεν θα το παρεξηγήσετε αν οι ιδέες μας γι’ αυτό το είδος της εκπαίδευσης τυχαίνει να μην είναι ίδιες με τις δικές σας. Έχουμε αποκτήσει κάποια εμπειρία πάνω σ’ αυτό: Μερικοί από τους νέους μας πήγαν παλαιότερα σε Κολλέγια των βόρειων επαρχιών· διδάχτηκαν όλες σας τις επιστήμες· όμως, όταν ξαναγύρισαν πίσω σ’ εμάς ήταν κακοί στο τρέξιμο, αγνοούσαν όλα τα μέσα επιβίωσης στα δάση, ήταν ανίσχυροι να αντέξουν το κρύο ή την πείνα, δεν ήξεραν ούτε πώς να φτιάξουν ένα καλύβι, ούτε να πιάσουνε ένα ελάφι ή να σκοτώσουν τον εχθρό, δε μιλούσαν καλά την γλώσσα μας και, επομένως, δεν ήταν κατάλληλοι για κυνηγοί, πολεμιστές ή σύμβουλοι, δεν ήταν καλοί σε τίποτα απολύτως. Παρόλα αυτά υποχρεωνόμαστε από την ευγενική σας προσφορά, παρότι αρνούμαστε να την δεχτούμε· και για να σας δείξουμε πόσο ευγνώμονες είμαστε, αν οι κύριοι από τη Βιρτζίνια μας στείλουν μια ντουζίνα από τους γιους τους, θα αναλάβουμε κάθε φροντίδα για την εκπαίδευσή τους, θα τους διδάξουμε όλα όσα γνωρίζουμε και θα τους κάνουμε άνδρες».
 
Έχοντας συχνά αφορμές να συγκαλούν δημόσιες συνελεύσεις, έχουν αποκτήσει σπουδαίες ικανότητες τάξης και κοσμιότητας στη διεξαγωγή τους. Οι ηλικιωμένοι κάθονται στην πρώτη αράδα, οι πολεμιστές στην επόμενη, και οι γυναίκες και τα παιδιά, στην τελευταία. Το καθήκον των γυναικών είναι να αποκτούν σαφή αντίληψη για τα όσα λαμβάνουν χώρα, να τα εντυπώνουν στη μνήμη τους, γιατί δεν διαθέτουν γραφή, και να τα μεταβιβάζουν στα παιδιά τους. Αποτελούν τα αρχεία της συνέλευσης, και συντηρούν τις παραδόσεις αναφορικά με όρους συμφωνιών που έγιναν 100 χρόνια πριν, τα οποία αν τα συγκρίνουμε με τα δικά μας γραπτά, τα βρίσκουμε πάντοτε ακριβή. Αυτός που πρόκειται να μιλήσει, σηκώνεται όρθιος. Οι υπόλοιποι τηρούν άκρα σιγή. Όταν τελειώνει και κάθεται, του αφήνουν 5 με 6 λεπτά για να συγκεντρωθεί ώστε, αν παρέλειψε να πει κάτι που ήθελε, ή αν έχει κάτι να προσθέσει, να σηκωθεί ξανά για να το πει. Το να διακόπτεται κάποιος, ακόμα και σε απλή συζήτηση, θεωρείται εξαιρετικά ανάρμοστο. Πόσο πολύ διαφέρει αυτό από τον τρόπο που συνεδριάζει ένα εξευγενισμένο Βρετανικό Κοινοβούλιο, όπου σπανίως περνά μέρα χωρίς φασαρία, η οποία κάνει τον ομιλητή να βραχνιάζει από τις εκκλήσεις του για τάξη και πόσο πολύ διαφέρει από τον τρόπο με τον οποίο συζητάνε μεταξύ τους πολλές πολιτισμένες παρέες στην Ευρώπη, στις οποίες, αν δεν διατυπώσεις γρήγορα αυτό που θέλεις να πεις, διακόπτεσαι από την ανυπόμονη φλυαρία των συνομιλητών σου και ποτέ δεν καταφέρνεις ούτε να ολοκληρώσεις.
 
Η ευγένεια των άγριων κατά τη συζήτηση τείνει πράγματι στην υπερβολή, αφού δεν τους επιτρέπει να αντικρούσουν ή να αρνηθούν την αλήθεια των όσων υποστηρίζονται ενώπιών τους. Μ’ αυτόν τον τρόπο αποφεύγουν πράγματι τις λογομαχίες, έτσι όμως γίνεται δύσκολο να μάθεις τον τρόπο σκέψης τους, ή τι εντύπωση τους αφήνεις. Οι ιεραπόστολοι που προσπάθησαν να τους προσηλυτίσουν στον Χριστιανισμό, όλοι παραπονούνται γι’ αυτό, ως μία από τις μεγαλύτερες δυσκολίες της αποστολής τους. Οι Ινδιάνοι ακούνε με υπομονή να τους εξηγούν τις αλήθειες του Ευαγγελίου, και δείχνουν τα συνήθη σημάδια συγκατάνευσης και επιδοκιμασίας· Θα νόμιζες πως πείστηκαν. Καθόλου όμως. Είναι απλώς μια πολιτισμένη συμπεριφορά. Ένας Σουηδός ιερέας, αφού συγκέντρωσε τους αρχηγούς των Ινδιάνων Susquehanah, τους έκανε κήρυγμα,  εξοικειώνοντάς τους με τα κύρια ιστορικά γεγονότα πάνω στα οποία θεμελιώθηκε η θρησκεία μας, όπως η πτώση των προπατόρων μας επειδή έφαγαν ένα μήλο· την έλευση του Χριστού για την άρση της τιμωρίας· τα θαύματά του και τη δοκιμασία του κλπ. Όταν τελείωσε, ένας Ινδιάνος ομιλητής σηκώθηκε όρθιος για να τον ευχαριστήσει. «Όσα μας είπατε», είπε, «είναι όλα πολύ ωραία. Είναι πράγματι κακό να τρώει κανείς μήλα. Είναι προτιμότερο να τα μετατρέπεις σε μηλίτη. Σας είμαστε βαθειά υποχρεωμένοι για την καλοσύνη σας να έλθετε από τόσο μακριά για να μας πείτε τα πράγματα που ακούσατε από τις μητέρες σας· σε ανταπόδοση θα σας πω μερικά απ’ όσα ακούσαμε από τις δικές μας. Στην αρχή οι πρόγονοί μας δεν είχαν παρά μόνο το κρέας των ζώων για να συντηρηθούν, και αν το κυνήγι τους δεν είχε επιτυχία, λιμοκτονούσαν. Δύο νεαροί κυνηγοί μας, έχοντας σκοτώσει ένα ελάφι, άναψαν φωτιά στο δάσος για να ψήσουν μερικά κομμάτια από το κρέας του. Όταν κόντευαν να ικανοποιήσουν την πείνα τους, είδαν μια όμορφη νεαρή γυναίκα να κατεβαίνει από τα σύννεφα, και να κάθεται σ’ εκείνον τον λόφο που βλέπετε πέρα εκεί ανάμεσα στα γαλάζια βουνά. Είπαν ο ένας στον άλλο, «είναι ένα πνεύμα που μυρίστηκε το ψημένο ελάφι μας και θέλει να φάει απ’ αυτό. Ας της προσφέρουμε ένα κομμάτι». Της πρόσφεραν τη γλώσσα, εκείνη ευχαριστήθηκε απ’ τη νοστιμιά της και είπε, «Η καλοσύνη σας θα ανταμειφθεί. Ελάτε σ’ αυτό το μέρος μετά από 13 φεγγάρια και θα βρείτε κάτι που θα ωφελήσει πολύ την δική σας διατροφή και την διατροφή των παιδιών σας μέχρι τελευταίας γενιάς». Έτσι έκαναν και, προς μεγάλη τους έκπληξη, αντίκρισαν φυτά που δεν τα είχαν ξαναδεί, τα οποία όμως από εκείνη την αρχαία εποχή φυτρώνουν στιγμιαία δίπλα μας, προς μεγάλο μας όφελος. Εκεί όπου το δεξί της χέρι είχε ακουμπήσει το έδαφος βρήκαν αραβόσιτο· εκεί όπου ακούμπησε το αριστερό της βρήκαν φασόλια, και εκεί όπου ακουμπούσε η πλάτη της, βρήκαν καπνό». Ο καλός ιεραπόστολος, αηδιασμένος απ’ αυτήν την ανάλαφρη ιστοριούλα, είπε, «Ό,τι σας ανέφερα ήταν ιερές αλήθειες, όμως όσα μου λέτε είναι απλός παραμύθι, μυθοπλασία, ψέμα». Ο Ινδιάνος, προσβεβλημένος, απάντησε: «Αδερφέ μου, φαίνεται ότι οι φίλοι σου δεν σου έδωσαν την σωστή εκπαίδευση, δεν σου έμαθαν καλά τους κοινούς κανόνες της πολιτισμένης συμπεριφοράς. Όπως είδες, εμείς, που καταλαβαίνουμε και κάνουμε πράξη αυτούς τους κανόνες, πιστέψαμε όλες τις ιστορίες σας, εσύ γιατί αρνείσαι να πιστέψεις τις δικές μας;»
 
[εδώ παρεμβάλλεται μία σελίδα χωρίς κείμενο, με ένα σκίτσο αερόστατου]
 
Όταν κάποιοι απ’ αυτούς έρχονται στις πόλεις μας, οι δικοί μας συνηθίζουν να μαζεύονται γύρω τους, να τους περιεργάζονται με επίμονο βλέμμα και να τους παρενοχλούν τόσο που επιθυμούν να αφεθούν ήσυχοι· αυτό το θεωρούν μεγάλη αγένεια και ως αποτέλεσμα της έλλειψης εκπαίδευσης σχετικά με τους κανόνες της πολιτισμένης συμπεριφοράς και των καλών τρόπων. «Έχουμε», λένε, «όση περιέργεια όση κι εσείς, και όταν εσείς έρχεστε στις πόλεις μας, γυρεύουμε ευκαιρίες για να σας περιεργαστούμε· γι’ αυτόν όμως τον σκοπό κρυβόμαστε πίσω από θάμνους απ’ όπου δίπλα τους θα περάσετε, και ποτέ δεν επιβάλλουμε την παρουσία μας κοντά σας».
 
Ο τρόπος που έχουν για να εισέρχονται ο ένας στο χωριό του άλλου έχει επίσης τους κανόνες του. Θεωρείται αγένεια οι ξένοι ταξιδιώτες να εισέρχονται σ’ ένα χωριό απροειδοποίητα, δίχως να γνωστοποιήσουν την επικείμενη άφιξή τους. Έτσι, όταν πλησιάζουν σε απόσταση που μπορεί ν’ ακουστεί η φωνή τους, σταματούν και φωνάζουν, περιμένοντας εκεί μέχρι να προσκληθούν για να εισέλθουν. Δύο ηλικιωμένοι άνδρες συνήθως πηγαίνουν να τους βρουν και να τους οδηγήσουν στο χωριό. Σε κάθε χωριό υπάρχει μια άδεια σκηνή, η οποία ονομάζεται ‘το σπίτι του ξένου’. Εγκαθίστανται εκεί, ενώ οι ηλικιωμένοι άντρες πηγαίνουν από σκηνή σε σκηνή, γνωστοποιώντας στους κατοίκους του χωριού την άφιξη των ξένων, οι οποίοι ίσως είναι πεινασμένοι και καταπονημένοι· και όλοι στέλνουν ό,τι τους περισσεύει από προμήθειες και δέρματα για να αναπαυτούν. Αφού οι ξένοι ξεκουραστούν, τους φέρνουν πίπες και καπνό, και μετά, αλλά όχι πιο πριν, αρχίζει η συζήτηση, με ερωτήσεις για το ποιοι είναι, ποιος είναι ο προορισμός τους, τι νέα φέρνουν κλπ. και η συζήτηση συνήθως τελειώνει με κάποιες εξυπηρετήσεις που προθυμοποιούνται να κάνουν στους ξένους, στην περίπτωση που χρειάζονται οδηγό ή ό,τι άλλο απαραίτητο για την συνέχιση του ταξιδιού τους, και τίποτα δεν απαιτείται για την φιλοξενία.
 
Το ίδιο πνεύμα φιλοξενίας, που μεταξύ τους το θεωρούν ως πρωταρχική αρετή, χαρακτηρίζει και τα άτομα, κάτι για το οποίο ο Conrad Weiser, ο διερμηνέας μας, μου έδωσε το ακόλουθο παράδειγμα. Είχε εξοικειωθεί με τα Έξι Έθνη και μιλούσε καλά τη γλώσσα των Mohock. Διασχίζοντας την Ινδιάνικη χώρα για να μεταφέρει ένα μήνυμα του Κυβερνήτη μας στο Συμβούλιο στην Onondaga, σταμάτησε στο μέρος όπου ζούσε ο Κανασετέγκο, μια παλιά γνωριμία, ο οποίος τον αγκάλιασε, του έστρωσε γούνες για να καθίσει, του πρόσφερε τηγανητά φασόλια και κρέας ελαφιού, και ρούμι ανακατεμένο με νερό για να πιει. Αφού ξεκουράστηκε καλά και κάπνισε την πίπα του, ο Κανασετέγκο άρχισε να συζητά μαζί του, τον ρώτησε πώς τα πέρασε όλα αυτά τα χρόνια από τότε που ειδώθηκαν, από πού έρχεται, πού πηγαίνει κλπ κλπ. Ο Conrad απάντησε σε όλες τις ερωτήσεις του, κι όταν η συζήτηση άρχισε να φθίνει, ο Ινδιάνος για να τη συνεχίσει, είπε: «Conrad, έζησες πολύ καιρό ανάμεσα στους λευκούς και ξέρεις κάποια πράγματα για τα έθιμά τους. Έχω πάει μερικές φορές στο Albany και παρατήρησα ότι μια φορά στις επτά μέρες κλείνουν τα μαγαζιά τους, και μαζεύονται όλοι στο μεγάλο σπίτι· πες μου, γιατί γίνεται αυτό; Τι κάνουν εκεί;» «Πάνε εκεί», λέει ο Conrad, «για να ακούσουν και να μάθουν καλά πράγματα». «Δεν αμφιβάλλω», λέει ο Ινδιάνος, «ότι έτσι σου είπαν· το ίδιο είπαν και σε μένα. Όμως αμφιβάλλω για την αλήθεια των όσων λένε, και θα σου πω τους λόγους μου. Πήγα τώρα τελευταία στο Albany για να πουλήσω τα δέρματά μου και για να αγοράσω κουβέρτες, μαχαίρια, μπαρούτι, ρούμι κλπ. Ξέρεις ότι συνήθως παζάρευα με τον Hans Hanson, όμως τη φορά αυτή προτίμησα να δοκιμάσω με κάποιον άλλο έμπορο· πάντως σταμάτησα πρώτα στου Hans και τον ρώτησα τι μου δίνει για δέρμα κάστορα. Μου είπε ότι δεν μπορούσε να μου δώσει πάνω από 4 σελίνια τη λίβρα, «όμως», είπε, «δεν μπορώ να μιλήσω τώρα για δουλειές· σήμερα είναι η μέρα που μαζευόμαστε για να μάθουμε καλά πράγματα, και πηγαίνω στη συγκέντρωση». Έτσι σκέφτηκα ότι «αφού δεν μπορούμε να κάνουμε σήμερα τις δουλειές μας, ας πάω κι εγώ στη συγκέντρωση»· και πήγα μαζί του. Εκεί σηκώθηκε ένας μαυροντυμένος άνδρας και άρχισε να μιλά στον κόσμο πολύ οργισμένος. Δεν καταλάβαινα τί έλεγε, όμως, αφού τον είδα που κοιτούσε συχνά προς τα μένα και τον Hanson, σκέφτηκα ότι ήταν θυμωμένος επειδή έβλεπε εμένα εκεί· έτσι, βγήκα έξω, κάθισα κάτω κοντά στο σπίτι και άναψα την πίπα μου, περιμένοντας να τελειώσει η συγκέντρωση. Σκέφτηκα επίσης ότι ο άντρας αυτός ανέφερε κάτι για το δέρμα κάστορα και υποπτεύθηκα ότι αυτό ήταν το θέμα της συγκέντρωσης. Έτσι, όταν βγήκαν από το σπίτι, πλησίασα τον έμπορό μου. «Λοιπόν Hans», είπα, «ελπίζω να συμφωνείς να μου δώσεις κάτι παραπάνω από 4 σελίνια τη λίβρα». «Όχι», είπε, «δεν μπορώ να δώσω τόσα πολλά, δεν μπορώ να δώσω πάνω από 3 σελίνια και 6 πέννες». Τότε μίλησα με διάφορους άλλους εμπόρους, όμως όλοι τραγουδούσαν τον ίδιο σκοπό: 3,6 σελίνια, 3,6 σελίνια. Για μένα ήταν πια φανερό ότι η υποψία μου ήταν σωστή και όσο κι αν προσποιούνταν ότι συγκεντρώθηκαν για να μάθουν καλά πράγματα, ο πραγματικός λόγος ήταν να συνεννοηθούν για να εξαπατήσουν τους Ινδιάνους σχετικά με την τιμή του δέρματος κάστορα. Σκέψου το λίγο, Conrad, και θα συμφωνήσεις μαζί μου. Αν συγκεντρώνονται τόσο συχνά για να μάθουν καλά πράγματα, σίγουρα θα είχαν μάθει μερικά εδώ και πάρα πολύ καιρό. Όμως παραμένουν ανίδεοι. Ξέρεις την πρακτική μας. Αν ένας λευκός ταξιδεύει διαμέσου της χώρας μας και μπει σε μια σκηνή, του φερόμαστε όπως και σ’ εσένα· τον στεγνώνουμε αν είναι βρεγμένος, τον ζεσταίνουμε αν κρυώνει, του δίνουμε να φάει και να πιει για να πάψει να πεινάει και να διψάει, και του στρώνουμε μαλακές γούνες για να ξαποστάσει πάνω τους και να κοιμηθεί. Δεν ζητάμε τίποτα γι’ ανταμοιβή. Αν όμως πάω εγώ στο σπίτι ενός λευκού στο Albany, και του ζητήσω προμήθειες και νερό, θα πουν: «Πού ‘ναι τα λεφτά σου;» και αν δεν έχω, λένε: «Έξω από ‘δω, Ινδιάνικο σκυλί!» Βλέπεις, δεν έμαθαν ακόμα εκείνα τα καλά πραγματάκια, τα οποία εμείς δεν χρειαζόμαστε συγκεντρώσεις για να τα διδαχτούμε, γιατί οι μανάδες μάς τα έμαθαν όταν ήμασταν παιδιά. Έτσι, είναι αδύνατο οι συγκεντρώσεις τους να είναι τέτοιες που λένε, για τέτοιους σκοπούς, ή να έχουν τέτοια αποτελέσματα. Γίνονται μόνο για να κανονίσουν την εξαπάτηση των Ινδιάνων σχετικά με την τιμή του δέρματος κάστορα.
---------------------
[1] Αναφέρεται στο κεφάλαιο της Παλαιά Διαθήκης Ιησούς του Ναυή 11
[2] Υπάρχει μια έκδοση στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος, η οποία είναι κάκιστη. Εκτός του ότι το μέγεθος του κειμένου δε δικαιολογεί την έκδοση βιβλίου σε οποιαδήποτε ρεαλιστική τιμή που να έχει ανταπόδοση στο όφελος της ανάγνωσης, η μετάφραση είναι, τουλάχιστον, πρόχειρη. Π.χ., η φράση «unable to bear either cold or hunger» μεταφράζεται ως «ήταν ανίσχυροι απέναντι στην αρκούδα, το κρύο ή την πείνα». “Bear”, φυσικά, σημαίνει «αντέχω» ως ρήμα και «αρκούδα» ως ουσιαστικό. Η σωστή μετάφραση είναι «ήταν ανίσχυροι να αντέξουν το κρύο ή την πείνα».
[3] Συνασπισμός Ινδιάνων

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου