Οι μετασχηματισμοί της φιλοσοφίας δεν είχαν τέλος κατά τους τελευταίους αιώνες της αρχαιότητας. Σκοπός της τώρα δεν είναι τόσο η γνώση του κόσμου, αυτού εδώ του αισθητού κόσμου· ούτε, βεβαίως, η αλλαγή του. Δεν είναι μόνο (αν ήταν κάποτε μόνο) η επιδίωξη της θεωρητικής σοφίας. Δεν είναι μόνο (όπως ήταν κάποτε κυρίως) μια αἵρεσις βίου, η επιλογή ενός τρόπου ζωής από τους πολλούς διαθέσιμους.
Οι έξι πιο αγαπητοί ορισμοί της φιλοσοφίας, που κυκλοφορούσαν στα σχολικά εγχειρίδια κατά την Ύστερη Αρχαιότητα και για τουλάχιστον χίλια χρόνια, δείχνουν ποιος ήταν ο χαρακτήρας και ο ρόλος της φιλοσοφίας. Η φιλοσοφία ορίζεται ως η γνώση ανθρώπινων και θεϊκών πραγμάτων, ορατών και αοράτων. Σύμφωνα με το πλατωνικό παράδειγμα, σχετίζεται με τη ζωή του ανθρώπου: είναι μελέτη θανάτου, μας προετοιμάζει για την έξοδο από αυτή τη ζωή (μήπως και για την είσοδο σε κάποια άλλη;), και ὁμοίωσις πρὸς τὸν Θεόν, πορεία μίμησης ενός ανώτερου προτύπου. Επιπλέον, κατά την αριστοτελική εκδοχή της, είναι η ύψιστη τέχνη και επιστήμη (τέχνη τεχνῶν καὶ ἐπιστήμη ἐπιστημῶν). Τέλος, κατά τον πολύ παλαιό ετυμολογικό ορισμό της, η φιλοσοφία είναι η αγάπη προς τη σοφία, η κίνηση προς αυτή, μια και η κατάκτηση της σοφίας είναι αδύνατη από τον άνθρωπο και αποτελεί προνόμιο του Θεού.
Οι χριστιανοί δέχονταν και επαναλάμβαναν τους παραπάνω ορισμούς της φιλοσοφίας, προχωρούσαν όμως και σε μια άλλη διαίρεσή της. Από τη μια πλευρά είναι η φιλοσοφία των εθνικών, η ἔξωθεν, η ματαία φιλοσοφία, και από την άλλη πλευρά η δική τους, η αληθινή, η ὄντως φιλοσοφία. Εδώ η διάκριση δεν είναι απλώς περιγραφική αλλά αξιολογική. Ο πραγματικός φιλόσοφος είναι πλέον ο χριστιανός.
Ο χριστιανός συνέχιζε να φορά την τήβεννο του φιλοσόφου και ουσιαστικά δεν απαρνιόταν τη φιλοσοφική παιδεία του· παράλληλα, και κυρίως, ήταν ένας θεολόγος. Υπήρχαν χριστιανοί στοχαστές (σαν τον Γρηγόριο Νύσσης ή τον Ψευδοδιονύσιο Αρεοπαγίτη) που μπορούν να ονομαστούν «πλατωνικοί», με την έννοια ότι χρησιμοποίησαν όσες θεωρητικές αρχές του Πλατωνισμού τούς φάνηκαν κατάλληλες για να υπερασπιστούν τον λογικό χαρακτήρα των πεποιθήσεών τους και για να ασκήσουν κριτική στους αντιπάλους τους. Όπως ο Πλατωνισμός της Ύστερης Αρχαιότητας «απορρόφησε» τις άλλες φιλοσοφικές παραδόσεις, ήρθε η ώρα του να τον εκμεταλλευτεί ο χριστιανισμός.
2. Χριστιανισμός και ελληνισμός: συγκατοίκηση χωρίς διαχειριστή;
Στη συνάντηση ελληνισμού και χριστιανισμού δεν πρέπει να φανταστούμε ότι οι δύο πλευρές προσήλθαν δεδομένες και εξαρχής διαμορφωμένες. Αυτό το ξεχνούμε για τον χριστιανισμό, που τότε πρωτοεμφανιζόταν και διαμόρφωνε σταδιακά το δόγμα του (ενώ παράλληλα εξαπλωνόταν και οργανωνόταν ως εκκλησία). Και συχνά το αγνοούμε για τον ελληνισμό, τον οποίο αντιμετωπίζουμε σαν κάτι που είχε ήδη παγιωθεί εκείνη την εποχή. Ωστόσο, οι δύο πλευρές άρχισαν να συγκροτούν, να διευκρινίζουν ή να τροποποιούν την ταυτότητά τους μέσα από τη διαμάχη τους – μέσα από τη διαφορά και τη σύγκρουση.
Αν ο ελληνισμός ήταν ολόκληρος ο πολιτισμός της εποχής, οι χριστιανοί καλούνταν να δώσουν το δικό τους στίγμα – μέσα ή έξω από τον πολιτισμό. Από επιλογή ή και από ανάγκη, δέχθηκαν κάποια μέρη του, απέρριψαν άλλα, και δημιούργησαν καινούργια. Η στάση που κράτησαν καθόρισε την πορεία του πολιτισμού στην Ευρώπη, στη Βόρεια Αφρική και στη Μέση Ανατολή για πολλούς αιώνες (και ίσως ακόμη η σχέση ελληνισμού και χριστιανισμού παραμένει ανοικτό ιστορικοφιλοσοφικό και ιδεολογικό ζήτημα).
Έτσι συνέβη και με τη φιλοσοφία. Η φιλοσοφία, το λεξιλόγιό της, τα θεωρητικά της προβλήματα και οι λύσεις τους, ήταν μέρος του κόσμου στον οποίο ζούσαν οι χριστιανοί, όπως ήταν και η ελληνική (ή η λατινική) γλώσσα και παιδεία, η λογοτεχνία, η τέχνη, οι θεσμοί της δημόσιας ζωής, οι μορφές της κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Όσο κι αν απαρνήθηκαν με πολλούς τρόπους τον κόσμο, δεν έπαυαν να ζουν μέσα του, να τον συντηρούν και να τον αλλάζουν. Οι χριστιανοί στοχαστές, για να στοχαστούν και για να γίνουν κατανοητοί, όφειλαν να μιλήσουν τη φιλοσοφική γλώσσα του καιρού τους.
Αυτό δεν σημαίνει ότι μέσα στο πολεμικό κλίμα της εποχής ο χώρος της φιλοσοφίας αποτέλεσε εξαίρεση. Οι χριστιανοί επιτέθηκαν ανοιχτά στην εθνική φιλοσοφία, και οι πολλές κατηγορίες τους συμπληρώνουν τον κατάλογο της χριστιανικής πολεμικής κατά της αρχαίας ελληνικής θρησκείας (ειδωλολατρία, αιματηρές θυσίες κ.ά.) και των αρχαίων πρακτικών στην καθημερινή ζωή (ανηθικότητα κ.ά.):
(α) Η φιλοσοφία με την τεχνική ορολογία και τις λεπτολόγες αναλύσεις της είχε απομακρυνθεί από τη ζωή και την πράξη και είχε καταντήσει προνόμιο των λίγων και ακατανόητη για τους πολλούς.
(β) Οι διάφορες φιλοσοφικές σχολές δεν ομονοούσαν αλλά συχνά τόνιζαν τις ανυπέρβλητες μεταξύ τους αντιθέσεις.
(γ) Οι ίδιοι οι φιλόσοφοι χρησιμοποιούσαν την τέχνη τους για βιοποριστικούς σκοπούς (τέχνη τοῦ πορίζειν) και με κερδοσκοπική διάθεση, διευρύνοντας έτσι την απόσταση ανάμεσα στη θεωρία και την πράξη. Έτσι, η ζωή τους δεν στηριζόταν στις αρχές της ηθικής που οι ίδιοι επικαλούνταν.
(δ) Στο εσωτερικό της φιλοσοφίας είχαν υποστηριχθεί αρκετές απόψεις αντίθετες προς τις χριστιανικές, όπως ο πανθεϊσμός Στωικών, ο αδιάφορος θεός του Αριστοτέλη, ο αθεϊσμός του Επίκουρου, η μετεμψύχωση των πλατωνικών, ο ηδονισμός.
(ε) Η φιλοσοφία αποτελούσε την πηγή, τη «μητέρα των αιρέσεων».
Τι σπουδαίο και θαυμαστό κάνουν οι φιλόσοφοί σας; Αφήνουν γυμνό τον έναν ώμο, μακρύ το μαλλί και το μούσι, τριγυρνούν με τα θηριώδη νύχια τους και ισχυρίζονται ότι δεν έχουν ανάγκη από κανέναν. […] Ακολουθείς τις διδασκαλίες του Πλάτωνα και σε αντικρούει αυτός που φιλοσοφεί κατά τον Επίκουρο. Θέλεις να είσαι με τον Αριστοτέλη και σε λοιδορεί ο οπαδός του Δημόκριτου.
Τατιανός, Προς Έλληνας 25
Ό, τι κι αν έγραφαν ρητά εναντίον της φιλοσοφίας (που έγραψαν πολλά και διάφορα), όσο σκληροί ή άδικοι υπήρξαν συχνά στην κριτική τους, οι χριστιανοί την υπολόγιζαν, τη γνώριζαν (λιγότερο ή περισσότερο) και πάντως τη χρησιμοποίησαν – την πλατωνική και τη στωική παράδοση και λιγότερο (τους πρώτους αιώνες) την αριστοτελική. Εξάλλου, υπήρχαν αρκετοί και σημαντικοί χριστιανοί που κρατούσαν πιο μετριοπαθή στάση (όπως ο Μέγας Βασίλειος) ή που υποστήριζαν την αξία της φιλοσοφίας (όπως ο Ιουστίνος και ο Κλήμης).
«Και τι μπορείς να ωφεληθείς εσύ τόσο πολύ από τη φιλοσοφία όσο από τον νομοθέτη σου και τους προφήτες σου;»
«Γιατί όχι; Μήπως οι φιλόσοφοι με κάθε τους λόγο δεν μιλούν για τον Θεό, και οι συζητήσεις τους δεν περιστρέφονται γύρω από την μοναρχία (τη μοναδικότητα του Θεού) και τη θεία πρόνοια; Ή, μήπως, δεν είναι έργο της φιλοσοφίας αυτό, το να εξετάσει το πρόβλημα περί του θείου;»
Ιουστίνος, Διάλογος προς Τρύφωνα 1.3
Μπορούσαν να δεχθούν πολλές από τις θέσεις των φιλοσόφων: τον θεό-δημιουργό του κόσμου, την ανωτερότητα του νοητού κόσμου, την αθανασία της ψυχής, την αδυναμία του ανθρώπου να γνωρίσει τον θεό ή να μιλήσει γι᾽ αυτόν κ.ά. Όχι όμως την αιωνιότητα του κόσμου, τον αθεϊσμό, την ανυπαρξία σκοπού στον κόσμο κ.ά. Μπορούσαν να υιοθετήσουν π.χ. την αλληγορική μέθοδο ερμηνείας των κειμένων ή την αριστοτελική λογική γενικά, όχι όμως την εφαρμογή όλων των αριστοτελικών κατηγοριών στον θεό. Οι χριστιανοί φιλόσοφοι ακολούθησαν ένα είδος εκλεκτικισμού: έπαιρναν ό,τι έκριναν πως τους χρειαζόταν για να φτιάξουν τη δική τους φιλοσοφία ή για να καταπολεμήσουν την εθνική, και άφηναν τα υπόλοιπα.
Με πρώτο τον Ωριγένη, συγκροτήθηκε η «χριστιανική φιλοσοφία», αυτή που θα κυριαρχήσει υπό διάφορες μορφές έως τους νεότερους χρόνους. Είχε σκοπούς εσωτερικούς (να διαμορφώσει, να συστηματοποιήσει και να διδάξει το δόγμα) και εξωτερικούς (αμυντικούς: να αντικρούσει τους εθνικούς και τους αιρετικούς· και επιθετικούς: να μεταστρέψει εθνικούς στον χριστιανισμό). Στον διάλογο με τους εθνικούς οι χριστιανοί δεν μπορούσαν να επικαλούνται χωρία της Αγίας Γραφής αλλά φιλοσοφικά επιχειρήματα, τα οποία απευθύνονται στο λογικό και θα πρέπει να πείσουν ανεξάρτητα από τη θρησκευτική πίστη του συνομιλητή. Ακόμη και ερωτήματα που είναι θεολογικά, π.χ. για τη θεϊκή φύση του Ιησού, παρουσίαζαν φιλοσοφικό ενδιαφέρον, γιατί εξαρτώνται από τις αντιλήψεις για τον άνθρωπο και τη σχέση ψυχής και σώματος.
Η συγκατοίκηση ελληνισμού και χριστιανισμού, όπως κάθε συγκατοίκηση, είχε τα προβλήματά της. Αν δεν κατέληξε σε διαζύγιο ίσως ήταν γιατί δεν υπήρχε άλλος τόπος: καταδικασμένοι να ζουν στο ίδιο σπίτι, έπαιξαν διαδοχικά το παιχνίδι της επιβολής (με την πειθώ ή με τη βία). Σε μια μεγάλη κλίμακα, μπορεί να εντοπιστούν τα αίτια και τα αποτελέσματα αυτής της διαμάχης στο κοινωνικό και στο πολιτικό επίπεδο, ανάμεσα σε φυλές, τάξεις και ομάδες, στη φιλοσοφία ή στη θεολογία. Αν όμως στραφούμε στο ίδιο το άτομο, αποκαλυπτικό είναι να διαβάσει κάποιος ορισμένες πραγματείες ενός χριστιανού φιλοσόφου σαν τον Γρηγόριο Νύσσης, για να κατανοήσει αυτή την ένταση όπως εσωτερικεύεται σε μια ευαίσθητη προσωπικότητα. Και πολύ περισσότερο να διαβάσει κάποια ποιήματα του άλλου Γρηγορίου από τη Ναζιανζό, για να νιώσει τον δραματικό χαρακτήρα αυτής της έντασης, όταν η βεβαιότητα του θεολόγου δεν εξαφανίζει τον μετεωρισμό του ποιητή και την απαισιοδοξία του φιλοσόφου για την αστάθεια των ανθρώπινων πραγμάτων:
Μια ρόδα άστατα καρφωμένηαυτή η μικρή πολύτροπη ζωή μας.Μια πάει προς τα ψηλά, μια πέφτει χαμηλά,δεν μένει σταθερή κι ας δείχνει καρφωμένη.Φεύγοντας μένει στάσιμη, και όταν στέκει τρέχει.Αναπηδά συχνά εδώ και κει, μα δεν μπορεί να ξεφύγει.Γυρνά και κινούμενη παρασέρνει τη στασιμότητα.Οι γύροι της γράφουν ένα μηδενικό, τη ζωή μας,καπνό, όνειρο κι άνθος εφήμερο.
Έπη ηθικά 19
Όπως κι αν κρίνει κάποιος σήμερα εκείνη τη συγκατοίκηση, θα πρέπει να παραδεχθεί ότι ήταν γόνιμη και ότι οι καρποί της, νόμιμοι ή νόθοι, ἔφεραν κι ἄλλο.
3. Ο ελληνισμός αντεπιτίθεται: Κέλσος και Ιουλιανός
Όσο οι χριστιανοί αποτελούσαν μια σχετικά μικρή ομάδα, οι εθνικοί (δηλαδή οι μη χριστιανοί) στοχαστές είχαν την ευχέρεια να τους περιφρονούν και να μην κάνουν τον κόπο να τους καταλάβουν. Σχετικά γρήγορα αναγκάστηκαν να τους δουν διαφορετικά – ανεξάρτητα από τα μέτρα καταστολής που έλαβε κατά τόπους η ρωμαϊκή διοίκηση (διωγμούς ποικίλης έντασης και έκτασης).
Πρέπει να ήταν γύρω στο 180 μ.Χ. όταν πρώτος ο πλατωνικός φιλόσοφος Κέλσος μοιάζει να αντιλήφθηκε τον κίνδυνο που αντιπροσώπευαν οι χριστιανοί και τους επιτέθηκε με σφοδρότητα στο έργο του Λόγος αληθής. Βέβαια, ήταν ακόμη σε θέση να χαριτολογεί: «Κι αν όλοι ήθελαν να γίνουν χριστιανοί, οι χριστιανοί δεν θα τους δέχονταν.» (Φρούδες ελπίδες… Όχι μόνο οι χριστιανοί δέχθηκαν όποιον ήθελε να πάει μαζί τους, αλλά τελικά όλοι ήθελαν να γίνουν χριστιανοί.)
Η πρόκληση που ένιωθε ένας εθνικός φιλόσοφος απέναντι στους χριστιανούς ήταν να υπερασπιστεί αυτό που ένιωθε το σπίτι του, τον πολιτισμό του και την αυτοκρατορία του. Είχε ήδη συμβιβαστεί και είχε δεχθεί στο εσωτερικό του ελληνισμού του πολιτιστικές παραδόσεις και άλλων αρχαίων εθνών – αρκεί όλοι να αποδέχονταν έναν ελάχιστο κοινό πυρήνα πίστεων και αξιών. Το ίδιο περίμενε να κάνουν και οι χριστιανοί: να ενσωματωθούν στον ενιαίο πολιτισμό – και θα βρισκόταν ένας τρόπος συνύπαρξης (όπως βρέθηκε με τόσες ομάδες και φυλές, όπως λ.χ. τους εβραίους).
Επειδή όμως οι χριστιανοί ευαγγελίζονταν τον εκχριστιανισμό της αυτοκρατορίας και από περιθωριακή ομάδα αποκτούσαν δύναμη, οι εθνικοί ένιωθαν για αυτούς ότι αποτελούν τη μεγαλύτερη απειλή για τον ελληνισμό. Σαν να τους έλεγαν: «Αν πετύχετε τον σκοπό σας, την αλλαγή αυτού του κόσμου, τότε θα αυτοκαταργηθείτε, γιατί απλούστατα αυτός ο κόσμος (η αυτοκρατορία) θα χαθεί και θα έρθουν οι βάρβαροι» – που δεν είναι ούτε μιὰ κάποια λύσις. Έμοιαζε αδιανόητη για έναν εθνικό η ριζική απόρριψη του εδώ κόσμου, αν και δεν ήταν μόνο οι χριστιανοί που την πρέσβευαν. Γι᾽ αυτό τους θεωρούσαν μισάνθρωπους, φανατικούς και απειλή για τη συνοχή της αυτοκρατορίας.
Για έναν εθνικό φιλόσοφο της εποχής οι χριστιανοί εγκατέλειψαν τον ἀληθὴ λόγο όχι επειδή πίστευαν σε έναν Θεό (υπήρχε και ο εθνικός μονοθεϊσμός) ή είχαν ένα ιερό βιβλίο. Οι φιλοσοφικά σημαντικές αποκλίσεις τους αφορούσαν την ενσάρκωση του θεού, τη θεανθρώπινη φύση του Ιησού και την ανάσταση. Μερικές από τις φιλοσοφικά ενδιαφέρουσες κατηγορίες εναντίον του χριστιανισμού ήταν:
(α) ότι δεν έχει ελληνική καταγωγή (η χριστιανική απάντηση: ο ελληνισμός οφείλει τα πάντα στους «βαρβάρους», στη σοφία της Ανατολής),
(β) ότι είναι πρόσφατος και καινοτόμος, επειδή απορρίπτει τις προγονικές παραδόσεις (απάντηση: είναι κληρονομιά από τον ιουδαϊσμό, που είναι αρχαιότερος του ελληνισμού),
(γ) ότι η πίστη αυτή είναι παράλογη (απάντηση: διατύπωση επιχειρημάτων για τη δικαιολόγηση των δογμάτων),
(δ) ότι η χριστιανική ηθική δεν είναι κάτι το καινούργιο (απάντηση: είναι θετικό ότι υπάρχουν κοινές ιδέες για την αρετή).
Με τα χρόνια η αντίδραση των εθνικών γινόταν οξύτερη, αλλά τον 4ο αι. μ.Χ. ο Κωνσταντίνος έδωσε την πολιτική λύση, με την αναγνώριση του χριστιανισμού. Οι εθνικοί φιλόσοφοι είχαν αρχίσει να παίρνουν στα σοβαρά τον χριστιανισμό και δεν έμειναν ανεπηρέαστοι από τις θέσεις του. Στα συναξάρια των χριστιανών αγίων απαντούσαν με τις βιογραφίες των δικών τους «αγίων», των θείων ἀνδρῶν, των νεοπλατωνικών φιλοσόφων.
Τον 2ο και τον 3ο αιώνα μ.Χ. οι χριστιανοί, στο πλαίσιο της παλαιότερης πολεμικής τους, ταύτιζαν τον ελληνισμό και τους ἕλληνας με την ειδωλολατρία και αδιαφορούσαν για τα άλλα πολιτιστικά στοιχεία του. Όταν όμως χρειάστηκε να τον «εκμεταλλευτούν», έκαναν το αντίθετο: ταύτισαν τον ελληνισμό ακριβώς με τα πολιτιστικά στοιχεία (αποσιωπώντας τον πολυθεϊσμό του). Ήταν μια κίνηση αποτελεσματική και στο πεδίο της φιλοσοφίας: η οικοδόμηση του καινούργιου κόσμου προϋποθέτει ρήξη με τα καταδικαστέα στοιχεία του παλαιού κόσμου αλλά και αφομοίωση των τυχόν επιτευγμάτων του.
Ο Ιουλιανός ήταν ιδιαίτερα έξυπνος για να καταλάβει ότι όφειλε να ανατρέψει αυτήν ακριβώς την κατάσταση. Η πολιτικοθρησκευτική του μεταρρύθμιση (361-363 μ.Χ.) ήταν η τελευταία απόπειρα ανάσχεσης του χριστιανισμού. Ο αυτοκράτορας πρόβαλε μια δική του, πιο αυστηρή, διαχρονική εκδοχή του ελληνισμού: ταύτισε τον ελληνισμό και με τον πολυθεϊσμό και με τον υψηλό πολιτισμό του παρελθόντος, σε ένα αδιαίρετο σύνολο παιδείας, κοσμοαντίληψης και λατρείας. Ακολουθώντας έναν απλουστευμένο νεοπλατωνισμό, υποστήριξε ότι η πραγματικότητα έχει δομή ιεραρχική. Οι πατρῷοι θεοί και οι άνθρωποι εντάσσονται στα διάφορα επίπεδα του σύμπαντος (ανώτερα και κατώτερα) και όλα υποτάσσονται στον ένα Θεό.
Η προσπάθεια του Ιουλιανού ήταν να μην αφήσει τίποτε για τους χριστιανούς, να τους αποκλείσει ακόμη και από τα ελληνικά γράμματα. Να τους κάνει να καταλάβουν ότι ένα θεμελιώδες συστατικό του ελληνισμού ήταν η θρησκεία του και ότι δεν δικαιούνταν να διαλέξουν οι ίδιοι τους όρους της ένταξής τους στον ελληνικό πολιτισμό – για παράδειγμα, να κρατήσουν την παιδεία και τη φιλοσοφία και να πετάξουν τον πολυθεϊσμό. Δεν επρόκειτο όμως για απλές ενταξιακές διαπραγματεύσεις, αλλά για έναν σκληρό αγώνα. Και τον 4ο αιώνα μ.Χ. οι χριστιανοί είχαν τη δύναμη να διεκδικήσουν και να κατακτήσουν για λογαριασμό τους πλευρές του ελληνισμού που τις θεωρούσαν συμβατές με τον χριστιανισμό.
Ήταν μια απέλπιδα προσπάθεια; Ίσως ακόμη και οι εθνικοί φίλοι του Ιουλιανού το έβλεπαν (με λόγο καβαφικό):
Μὰ δὲν μποροῦσαν κιόλαςνὰ παίζουν σὰν κι αὐτόνα (τὸν Χριστιανομαθημένο)μὲ σύστημα καινούριας ἐκκλησίας,ἀστεῖον καὶ στὴν σύλληψι καὶ στὴν ἐφαρμογή.Ἕλληνες ἦσαν ἐπὶ τέλους. Μηδὲν ἄγαν, Αὔγουστε.
Οι χριστιανοί θορυβήθηκαν για λίγο, αλλά ο θάνατος του Ιουλιανού ήρθε γρήγορα και η αποτυχία του θεωρήθηκε, εκ των υστέρων, προδιαγεγραμμένη. Εξάλλου, όπως θα έλεγαν και οι Αντιοχείς, το ουσιώδες ήταν που έσκασε!
4. Πότε η αρχαία ελληνική φιλοσοφία σταματά να είναι ελληνική, πότε να είναι αρχαία, πότε να είναι φιλοσοφία…
(1) Αν η αρχαία φιλοσοφία ήταν «ελληνική» ανεξάρτητα από την καταγωγή και τη φυλή του φιλοσόφου, τότε το γεγονός ότι από τα αυτοκρατορικά χρόνια όλο και περισσότεροι «ξένοι» ή «βάρβαροι» φιλοσοφούσαν δεν σημαίνει πολλά για την ελληνική ταυτότητα της φιλοσοφίας. Διότι όλοι φιλοσοφούσαν ελληνικά και στα ελληνικά, με τον τρόπο αλλά και τη γλώσσα των Ελλήνων. Εξάλλου, το γλωσσικό όργανο δεν αλλάζει σε τόσο μεγάλο βαθμό κατά το πέρασμα στα βυζαντινά χρόνια, ώστε να το χρησιμοποιήσουμε ως αποφασιστικό κριτήριο της αλλαγής. Όσο Έλληνας, στην παιδεία και τη γλώσσα, ήταν ο Πλωτίνος τόσο ήταν και ο Ωριγένης – ο Λουκιανός και ο Ιωάννης Δαμασκηνός. Αν, πάλι, η φιλοσοφία ήταν ελληνική όσο αντιστοιχούσε στον «ελληνικό πολιτισμό», το πρόβλημα παραμένει: ποιος ήταν αυτός ο «ελληνικός πολιτισμός», ειδικά μετά τον 3ο αιώνα μ.Χ.; Καθοριστικό για οποιαδήποτε απάντηση είναι το κριτήριο της πολιτισμικής (και της γλωσσικής) συνέχειας.
Σε μια εποχή σαν την Ύστερη Αρχαιότητα, στην οποία κατασκευάζονταν γνήσιες και πλαστές ταυτότητες (φυλετικές, πολιτισμικές, θρησκευτικές, φιλοσοφικές) και τα όρια πολλών πεδίων (π.χ. φιλοσοφίας και θεολογίας) παρέμεναν ασαφή, ο ἑλληνισμός ήταν το μήλον της έριδος. Στο πεδίο της φιλοσοφίας, οι εθνικοί υπερασπίζονταν τον ἑλληνισμό (τον πολιτισμό τους) σαν ενιαίο σύνολο, που κάποιος το δέχεται όπως είναι ή το απορρίπτει. Αν απορρίψει κάποιος μία όψη του (π.χ. τη θρησκεία), είναι σαν να τον απορρίπτει ολόκληρο – τότε όμως, όπως συμβαίνει με τους χριστιανούς, τίθεται εκτός πολιτισμού. Ο Ιουλιανός το έθεσε ξεκάθαρα. Οι χριστιανοί, από την πλευρά τους, αντιδρούσαν στην αξίωση των εθνικών να είναι οι προνομιούχοι διαχειριστές μιας πανάρχαιας και αδιαίρετης κληρονομιάς. Διεκδικούσαν για τον εαυτό τους όψεις αυτού του ἑλληνισμοῦ, όπως την παιδεία ή ουσιαστικό μέρος της φιλοσοφίας, τις οποίες θεωρούσαν συμβατές με τον χριστιανισμό.
Μια παλαιά ιστορία… Υπήρχε, τελικά, τότε ένας ἑλληνισμός- για να τον υπερασπιστείς ή να τον καταδικάσεις; Πάνω στα ερείπια ενός αρχαίου ναού (εγκαταλελειμμένου ή κατεστραμμένου), ο εθνικός θρηνούσε για τα απομεινάρια μιας μεγάλης μέρας και αναπολούσε τα περασμένα μεγαλεία, ενώ ο χριστιανός έβλεπε το οικοδομικό υλικό για την καινούργια βασιλική που υψωνόταν.
(2) Πότε σταματά η φιλοσοφία να είναι «αρχαία»; Αν η φιλοσοφία προχωρεί μέσα στον κόσμο που την παράγει, τότε πρέπει να θέσουμε το παράλληλο ερώτημα: πότε σταματά αυτός ο κόσμος να είναι «αρχαίος» και γίνεται κάτι διαφορετικό; Αν αυτό που οι ιστορικοί σήμερα ονομάζουν Ύστερη Αρχαιότητα σταματά τον 7ο ή και τον 8ο αιώνα, μήπως πρέπει να δεχθούμε ότι ανάλογα και η αρχαία φιλοσοφία σβήνει τότε; Ή θα δεχθούμε την παραδοσιακή περιοδολόγηση της ιστορίας και θα σταματήσουμε στο 330 μ.Χ., όταν αρχίζουμε πλέον να μετράμε την ιστορία με βυζαντινούς ρυθμούς; Μήπως όμως οι αλλαγές αυτές (π.χ. η ίδρυση της Κωνσταντινούπολης και η «έναρξη» της βυζαντινής ιστορίας) δεν ήταν τόσο ριζικές και γρήγορες όσο παραδοσιακά υποθέταμε; Εξάλλου, δεν είναι δεδομένο ότι η φιλοσοφική δραστηριότητα προσδιορίζεται σε τόσο μεγάλο βαθμό και με τόσο άμεσο τρόπο από τις ιστορικές αλλαγές.
Ένα εσωτερικό κριτήριο ίσως βοηθούσε περισσότερο: η φιλοσοφία παύει να είναι «αρχαία», όταν αλλάζει ο χαρακτήρας που είχε κατά την αρχαιότητα – αρκεί, βεβαίως, να δεχθούμε ότι είχε έναν ενιαίο χαρακτήρα από τον 6ο αι. π.Χ. έως τον 6ο αι. μ.Χ. Αυτό το κριτήριο μας οδηγεί στο πιο δύσκολο ερώτημα: πότε παύει να είναι φιλοσοφία;
(3) Αν κρίναμε αυστηρά με βάση τη σημερινή αντίληψη για το τι είναι φιλοσοφία (μια αντίληψη που ίσως δεν είναι μία και κοινή σε όλους), δεν θα δεχόμασταν ότι είναι φιλοσοφία πολλά από όσα δέχεται η έρευνα της αρχαιότητας. Πολλά, για παράδειγμα, θα τα θεωρούσαμε θεολογία. Αλλά τι κερδίζουμε στην κατανόηση της φιλοσοφίας και του πολιτισμού, του αρχαίου ας πούμε, αν βγάλουμε εκτός κείμενα και μνημεία επειδή μας φαίνονται σήμερα μη φιλοσοφικά;
Ας αναλογιστούμε πρώτα (ίσως και καλύτερα) ποια εικόνα είχε η ίδια η εποχή για τον εαυτό της. Τι θεωρούσαν «φιλοσοφία» στην Αθήνα του Περικλή και των σοφιστών ή του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, στις μεγάλες πόλεις και σχολές της ελληνιστικής οικουμένης, στη ρωμαϊκή μονοκρατορία, στις κρίσιμες στιγμές του 4ου αιώνα μ.Χ. Βλέποντας τα πράγματα μέσα στην εποχή τους, πρέπει να δεχθούμε ότι η φιλοσοφία του 3ου αιώνα μ.Χ. διαφέρει από εκείνη της κλασικής Αθήνας του 4ου αιώνα π.Χ. (και πολύ περισσότερο από τη φιλοσοφία της Αναγέννησης, του Διαφωτισμού ή του καιρού μας).
Η φιλοσοφία στην αντίληψη πολλών αρχαίων, παράλληλα με τον θεωρητικό και γνωστικό χαρακτήρα της, ήταν η αναζήτηση ενός τρόπου ζωής – του φιλοσόφου βίου. Ήδη στην Ύστερη Αρχαιότητα οι εθνικοί (οι μη χριστιανοί) φιλόσοφοι είχαν θέσει ως ύψιστο σκοπό της φιλοσοφίας την ένωση με τον Θεό, ενώ ορισμένοι νεοπλατωνικοί φιλόσοφοι ήταν οι ίδιοι «θεουργοί». Επομένως, τα όρια της φιλοσοφίας με τη θεολογία δεν ήταν πάντοτε ευδιάκριτα – και αυτό χωρίς την άμεση παρέμβαση του χριστιανισμού.
Όσοι έζησαν σύμφωνα με τον Λόγο είναι χριστιανοί, ακόμη και αν θεωρήθηκαν άθεοι, όπως ανάμεσα στους Έλληνες ο Σωκράτης, ο Ηράκλειτος και οι όμοιοί τους. Οι διδασκαλίες του Πλάτωνα δεν είναι ξένες προς τον Χριστό, δεν είναι ωστόσο και παντελώς όμοιες, όπως δεν είναι και των άλλων, των Στωικών, των ποιητών και των συγγραφέων. Γιατί ο καθένας τους μίλησε σωστά, επειδή είδε από τον σπερματικό θεϊκό λόγο ό,τι ήταν συγγενικό με τη φύση του. […] Όσα ορθά έχουν πει όλοι, ανήκουν σε μας τους χριστιανούς. Γιατί όλοι οι συγγραφείς μπορούσαν να βλέπουν τα όντα αμυδρώς, χάρη στην έμφυτη σπορά του Λόγου.
Ιουστίνος, Απολογία Α’ 46.3
Έτσι μπορούμε να καταλάβουμε την αξίωση των χριστιανών να εμφανιστούν αυτοί ως οι αληθινοί φιλόσοφοι. Από τη μια πλευρά, χρησιμοποιούσαν τις θεωρητικές αρχές του πλατωνισμού και ήταν σε θέση να υποστηρίξουν ότι η πίστη τους είναι λογική. Από την άλλη, δεχόμενοι μαζί με τους εθνικούς ότι η φιλοσοφία είναι μια «πνευματική άσκηση», διεκδικούσαν για τον εαυτό τους το δικαίωμα να επανακαθορίσουν το περιεχόμενο αυτής της άσκησης. Σε λίγα χρόνια θα είχαν, έτσι κι αλλιώς, τη δύναμη να το κάνουν. Έτσι, ο φιλόσοφος βίος(κατάκτηση του εθνικού πνεύματος) ταυτίστηκε με τον κατεξοχήν ασκητικό βίο που είχαν να προβάλουν οι χριστιανοί, με τον μοναχικό βίο.
Η πρόκληση έπεφτε πλέον στην πλευρά των χριστιανών. Οι ίδιοι ισχυρίζονταν ότι είναι (και ζουν σαν) περαστικοί από αυτό τον κόσμο. Ωστόσο, όσο το τέλος του κόσμου δεν έφτανε και το πέρασμα των χριστιανών από τα επίγεια συνεχιζόταν τόσο οργάνωναν τα πρότυπα του βίου τους. Εκεί ο διάλογος με τη φιλοσοφία ήταν, για πολλούς λόγους, αναγκαίος. Και έτσι ξεκινά μια νέα περιπέτεια για τη φιλοσοφία. Αλλά αυτός ο κόσμος αρχίζει να μην είναι πια ο αρχαίος κόσμος (του Ομήρου ή του Πλάτωνα), και δεν είναι ούτε ο δικός μας κόσμος.
Πότε, λοιπόν, σταματά η φιλοσοφία – αφού όλοι συνεχίζουν να την επικαλούνται;
5. Αντί επιλόγου: ο θάνατος των φιλοσόφων και η συνέχεια της φιλοσοφίας
Το 531 μ.Χ. επτά σοφοί, όχι βέβαια οι επτά σοφοί που συναντήσαμε στις απαρχές της φιλοσοφίας αλλά πάλι επτά, όσοι και οι πλανήτες που λάτρευαν, περνούν τα σύνορα της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Αναζητούν καλύτερη τύχη στην αυλή του νέου πέρση βασιλιά Χοσρόη. Είχαν ξεκινήσει το ταξίδι τους από μια μικρή πόλη, όπου μέχρι πριν από δύο χρόνια δίδασκαν φιλοσοφία. Εκείνη η πόλη, τόσο μακρινή και διαφορετική από την ακόμη εντυπωσιακή Αλεξάνδρεια, ήταν η Αθήνα. Αν κάτι άνθιζε πάλι εκεί, από τον 5ο αιώνα μ.Χ., ήταν ο πλατωνισμός και η Ακαδημία με σχολάρχη τον Δαμάσκιο.
Όμως το 529 μ.Χ. ο Ιουστινιανός, πιθανώς στο πλαίσιο μιας εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, απαγόρευσε να διδάσκονται στην πάλαι ποτέ πνευματική πρωτεύουσα φιλοσοφία και νομικά (που ήταν ίσως ο κύριος στόχος του). Η κεντρική εξουσία της Κωνσταντινούπολης ήθελε να ελέγχει την ανώτατη εκπαίδευση και, με κριτήρια αδιαφανή, έκλεινε όσες σχολές θεωρούσε ασύμφορες. Εξάλλου, και ο Ιουστινιανός, που πρόσφατα είχε ανέβει στον θρόνο, ήταν επιρρεπής σε εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες, αντίθετα από πολλές που ακολούθησαν αργότερα, κράτησαν για πολύ.
Το μακρύ ταξίδι, της αρχαίας φιλοσοφίας, που ξεκίνησε από τις πόλεις της Μεγάλης Ελλάδας και της Μικράς Ασίας, από τη Μίλητο, την Έφεσο, την Ελέα, πέρασε από την Αθήνα και από εκεί κατέληξε στις πόλεις των ελληνιστικών βασιλείων, στη διασπορά, στην Αλεξάνδρεια, στην Αντιόχεια, στη Ρώμη. Και τελείωσε, συμβολικά πιο πολύ, στην Αθήνα.
Οι καθηγητές δεν διώχθηκαν, αλλά και τι να έκαναν στην Αθήνα; Κανείς τους δεν ήταν Αθηναίος. (Μα κανείς Αθηναίος δεν ήταν, στον καιρό τους, φιλόσοφος;) Ογδοηκοντούτης γέρων ο Δαμάσκιος από τη Συρία, από την Κιλικία ο Σιμπλίκιος, από τη Γάζα (της γνωστής λωρίδας στην Παλαιστίνη) ο Ισίδωρος, από τη Φρυγία ο Ευλάμιος, από τη Φοινίκη ο Διογένης και ο Ερμείας, και από τη Λυδία ο Πρισκιανός. Αλήθεια, τι γύρευαν, σχεδόν στα μέσα του 6ου αιώνα, όλοι αυτοί οι Νεοπλατωνικοί στην παρακμασμένη Αθήνα και όχι, ας πούμε, στην Αλεξάνδρεια, όπου η φιλοσοφία συνέχιζε να διδάσκεται;
Έξω από τη ρωμαϊκή οικουμένη, στην αυλή του πέρση μονάρχη, οι επτά σοφοί καταλαβαίνουν γρήγορα πως η φήμη του ότι αποτελεί την ενσάρκωση του πλατωνικού φιλοσόφου-βασιλιά είναι σαν τις περισσότερες φήμες – ανυπόστατη. Απογοητευμένοι από μια κοινωνία όχι τόσο εξελληνισμένη όσο τη φαντάζονταν, παίρνουν τον δρόμο της επιστροφής και μερικοί εγκαθίστανται κοντά στα σύνορα Συρίας και Περσίας, στις βυζαντινές Κάρρες (το Χαρράν), την «πόλη των ειδωλολατρών» (ἑλλήνων πόλιν). Εκεί, από όπου είχε περάσει (ή είχε γεννηθεί) ο γενάρχης των Εβραίων Αβραάμ, ζουν ανενόχλητοι από τον Ιουστινιανό, ο οποίος τους επιτρέπει να πιστεύουν στη δική τους θρησκεία, μετά από ειδική συμφωνία με τον πέρση ηγεμόνα το 532 μ.Χ.
Στα όρια του βυζαντινού και του περσικού κόσμου, ο Σιμπλίκιος ιδρύει μια μικρή νεοπλατωνική σχολή. Η σχολή εκείνη, ή η συνέχειά της, έζησε άλλους τέσσερις αιώνες, πρώτα σε χριστιανικό και λίγο αργότερα σε ισλαμικό περιβάλλον. Το Χαρράν απέκτησε μια ιατρική σχολή (που λέγεται ότι μεταφέρθηκε από την Αλεξάνδρεια) και ένα κέντρο μετάφρασης ελληνικών και συριακών κειμένων στα αραβικά. Οι συνεχιστές του Σιμπλίκιου διαφύλαξαν τη μεταφυσική πλατωνική διδασκαλία (όπως και τις τελετές), και η ελληνική φιλοσοφία έφτασε μέσω της σχολής στη Βαγδάτη. Από εκεί, μεταφρασμένη στα αραβικά και ερμηνευμένη μέσα από το Ισλάμ, πέρασε στην Ισπανία και μέσω αυτής στη Δυτική Ευρώπη, η οποία μόνο από τον 12ο αιώνα στράφηκε στα ίδια τα κείμενα των αρχαίων ελλήνων φιλοσόφων.
Η σχολή, απομεινάρι της διέλευσης των επτά σοφών, διατηρήθηκε μάλλον έως την καταστροφή του τελευταίου ειδωλολατρικού ναού στο Χαρράν με την έλευση των Σελτζούκων Τούρκων το 1081. Μερικούς μήνες αργότερα, το 1082, και χιλιάδες χιλιόμετρα μακρύτερα, στην Κωνσταντινούπολη, ένας άλλος πλατωνικός φιλόσοφος που καταγόταν από τη μακρινή Ιταλία, ο Ιωάννης ο Ιταλός, καταδικάστηκε (τουλάχιστον αυτή ήταν η επίσημη δικαιολογία) γιατί δεν δίδασκε Πλάτωνα απλώς για χάρη της εκπαίδευσης των μαθητών του, αλλά γιατί ακολουθούσε τις ιδέες του σε ζητήματα θεολογικά.
Στην Κωνσταντινούπολη η ελληνική φιλοσοφική παράδοση είχε ήδη μεταφερθεί με διπλό τρόπο: φιλτραρισμένη στη σκέψη και στα κείμενα των χριστιανών Πατέρων αλλά και πιο άμεσα, με τα κείμενα των ίδιων των αρχαίων φιλοσόφων. Λίγες δεκαετίες μετά το κλείσιμο της Σχολής των Αθηνών, και όταν άρχιζε η αραβική κατάκτηση της Αιγύπτου, ο αυτοκράτορας Ηράκλειος είχε καλέσει από την Αλεξάνδρεια τον Στέφανο, χριστιανό, νεοπλατωνικό και σχολιαστή του Αριστοτέλη. Του πρόσφερε μια έδρα φιλοσοφίας στη νέα πρωτεύουσα, όχι πλέον της φιλοσοφίας αλλά του χριστιανικού κόσμου, την Κωνσταντινούπολη. Αυτός ο τελευταίος Αλεξανδρινός, που ονομάστηκε οἰκουμενικὸς διδάσκαλος, μετέφερε μια φιλοσοφική παράδοση η οποία, με διακοπές και δυσκολίες, κρατήθηκε ζωντανή στη διάρκεια του Μεσαίωνα.
Ο «θάνατος» της φιλοσοφίας δεν συμπίπτει με τον θάνατο του αρχαίου κόσμου. Εξάλλου, ο κόσμος αυτός έσβησε σταδιακά, δίνοντας επίσης σταδιακά τη θέση του σε έναν νέο κόσμο – εκείνον που αιώνες αργότερα ο … πιο «νέος κόσμος» ονόμασε «Μεσαίωνα».
Ανάλογα και η φιλοσοφία: δεν ήταν πάντοτε η ίδια. Γεννήθηκε, αναπτύχθηκε, ασχολήθηκε με όλο το επιστητό, έφτιαξε δικά της πεδία έρευνας και έχασε άλλα προς όφελος της επιστήμης· ορισμένα χαρακτηριστικά της άλλαζαν κατά περιόδους, ορισμένα ατόνησαν, καινούργια εμφανίστηκαν. Δώδεκα αιώνες τομών και συνέχειας, διαλόγου και διαμαχών. Οι κοσμολογικές ανησυχίες του Θαλή λίγο μοιάζουν με τις περίτεχνες εξηγήσεις των νεότερων Στωικών, η πρώιμη θεολογία του Ξενοφάνη με τις επεξεργασμένες προτάσεις του Πρόκλου, ο ζωντανός πλατωνικός διάλογος με τα συστηματικά «σχολικά» εγχειρίδια των μέσων Πλατωνικών.
Μέσα σ᾽ αυτή την ποικιλία υπάρχει ενότητα; Είναι μία η φιλοσοφία; Και τι είναι αυτό που ενώνει τις διαδοχικές και συχνά αντιθετικές προσπάθειες να δοθεί μια έγκυρη και πειστική ερμηνεία του κόσμου, του ανθρώπου, της κοινωνίας, ώστε όλες να στεγάζονται υπό τον όρο «φιλοσοφία»; Φτάνοντας στο τέλος, τίθεται το πρωταρχικό (και πάντα ανοικτό) ερώτημα: τι είναι φιλοσοφία;
Παρακολουθήσαμε τη θεωρητική διερώτηση του ανθρώπου για τον κόσμο και τον εαυτό του και για τη γνώση τους· την προσπάθειά του να διαμορφώσει έγκυρα εργαλεία σκέψης και να τα εφαρμόσει σε προβλήματα καθημερινά αλλά και μεταφυσικά· την αγωνία του να αντιμετωπίσει τα ερωτήματα της ύπαρξής του, να ξεφύγει από τα επιμέρους και να επιτύχει μια συνολική εξέταση των πραγμάτων.
Τι είναι αυτό που πραγματικά υπάρχει; Πώς δημιουργήθηκε και πώς λειτουργεί ο κόσμος; Μπορούμε να τον γνωρίσουμε και πώς; Τι είναι ο άνθρωπος και τι ο θεός; Τι είναι καλό και τι κακό; Τι είναι ωραίο; Ποια είναι η άριστη πολιτεία; Ποιος είναι ο σκοπός της ζωής; Αυτά τα θεμελιώδη ερωτήματα έθεσαν και επιχείρησαν να απαντήσουν οι αρχαίοι έλληνες φιλόσοφοι. Και πίστευαν ότι η απάντηση που δίνουμε στα ερωτήματα αυτά (ακόμη και η προσπάθεια που κάνουμε για να τα απαντήσουμε) καθορίζει τη δική μας πορεία προς τον σκοπό της ζωής, τη σχέση μας με τους άλλους ανθρώπους, τη συμμετοχή μας στην κοινωνική και πολιτική ζωή.
Έτσι, μελετώντας την αρχαία φιλοσοφία, γνωρίσαμε και μια ιδιαίτερη στάση ζωής, που επέλεξαν συνειδητά άλλοτε λίγοι και άλλοτε πολλοί άνθρωποι· «έναν» τρόπο βίου (με πολλές εκδοχές) που έτεινε να απαλείψει τη διάσταση θεωρίας/λόγου και πράξης· και υποσχόταν την, μετά από άσκηση, εκπλήρωση του σκοπού της ζωής, σαν να ᾽ναι ταυτόχρονα ο δρόμος και ο προορισμός.
Όλα τούτα τα είδαμε σαν στιγμές και πτυχές της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας. Γιατί η φιλοσοφία κατά την Αρχαιότητα ήταν τόσο μια θεώρηση της πραγματικότητας όσο και μια στάση ζωής, και κάποτε γινόταν (κυρίως μέσα στα σχολεία) και η μελέτη των δύο αυτών πλευρών της.
Σε κάθε περίπτωση φάνηκε ότι η φιλοσοφία ήταν μια δραστηριότητα (συχνά μοναχική) συγκεκριμένων ατόμων (λίγων ή πολλών – κάποτε οργανωμένων σε ομάδες) μέσα στην αρχαία πόλη ή την ελληνορωμαϊκή οικουμένη. Μια χωρίς τέλος περιπέτεια του ανθρώπου που δοκίμαζε τις δικές του δυνάμεις για να μεταμορφώσει αν όχι τον κόσμο, πάντως τον εαυτό του – τουλάχιστον μέσα στα όρια ενός φιλοσοφικού βίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου