Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2025

Άγιος Αντώνιος ο Μέγας: Ο πρώτος ασκητής – Ο θεμελιωτής του «υγιούς» μοναχισμού που εξύψωσε την απλυσιά και την αγραμματοσύνη

Το προσκύνημα σε πρόσωπα που ζούσαν ακόμη συνέβαινε κατά μίμηση παγανιστικών εθίμων. Παντού στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία προσείλκυαν το πλήθος άνθρωποι κατειλημμένοι από τον «θεό», κήρυκες και θαυματοποιοί, σοφοί, μάντεις, εξάγγελοι της σωτηρίας, μυσταγωγοί, θεόπνευστοι. Και αυτοί οι ζωντανοί «divi», άνθρωποι προικισμένοι, για τους οποίους πίστευαν ότι ήταν πλήρεις θείου πνεύματος και θείας δύναμης, τους οποίους θεωρούσαν απεσταλμένους του Θεού, κινητοποίησαν ολόκληρα πλήθη. Διότι κατά την ελληνιστική περίοδο του θρησκευτικού συγκρητισμού, οι λαϊκές μάζες αγαπούσαν τους «επίγειους» θεούς, τους «επίγειους» αρωγούς, αυτούς θαύμαζαν οι «divi» ήρθαν να αντικαταστήσουν, ούτως ειπείν, τους φιλοσόφους και τους ποιητές της κλασικής περιόδου.

Στους πιο περίφημους από αυτούς τους ειδωλολάτρες συγκαταλέγεται ένας σύγχρονος της εποχής του Ιησού, ο Απολλώνιος ο Τυανέας, η βιογραφία του οποίου, γραμμένη από τον Φιλόστρατο, έχει τόσο εκπληκτικές ομοιότητες με τη βιβλική εικόνα του Ιησού, ώστε σε πολλά κομμάτια της διαβάζεται σαν ευαγγελικό κείμενο. Κι ένας ακόμη πιο σκοτεινός εκπρόσωπος αυτού του θεϊκού σιναφιού είναι ο Περεγρίνος ο Πρωτεύς, ένας κυνικός, ο οποίος αυτοπυρπολείται το 176 μ.Χ. σε μια θεαματική επίδειξη στην Ολυμπία μπροστά στα μάτια πολλών περίεργων περαστικών, αφού προηγουμένως, στη φυλακή, ομολογεί πίστη στον Χριστιανισμό -σύμφωνα με τον Λουκιανό, μόνο και μόνο για να αρπάξει πλούσια δώρα.

Σύμφωνα με τους απολογητές, υπάρχει ωστόσο μεγάλη διαφορά ανάμεσα στο προσκύνημα σε ζώντες ειδωλολάτρες κι εκείνο σε ζώντες χριστιανούς, μεγάλη διαφορά γενικά ανάμεσα σε κάθε ειδωλολατρικό και χριστιανικό προσκύνημα. Παραδέχονται μεν μια εκπληκτική ομοιότητα όσον αφορά τα εξωτερικά γνωρίσματα, ακόμη και ταυτότητα των προσώπων, αλλά ο ειδωλολάτρης αρωγός ενεργούσε από μόνος του, ο χριστιανός όμως μέσω του Θεού -ο ένας είναι η πηγή, ο άλλος το εργαλείο, η μια βοήθεια έχει μαγικές επιρροές, είναι θεουργική πρακτική, η άλλη είναι γνήσια και πραγματικά θρησκευτική. Ωστόσο λένε ότι ο Χριστός είναι πηγή, όπως ο ειδωλολάτρης ήρωας, αλλά ο Χριστός «αποτελεί εδώ εξαίρεση και δεν συγκρίνεται με άλλους» (Kotting).

Η αιτία που γέννησε τον μοναχισμό τον 4ο αιώνα ήταν το τέλος των διωγμών των χριστιανών. Όταν ο χριστιανισμός άρχισε να γίνετε επίσημη κρατική θρησκεία πολλοί χριστιανοί πίστευαν ότι χωρίς πλέον μαρτύριο, θυσία ή βασανιστήρια έχαναν την επίτευξη του στόχου του παραδείσου και του ουράνιου βασιλείου καθώς την εν ζωή ή μετά θάνατον αγιοποίησής τους, τιμών και ικανοποίησης του αρρωστημένου άγιου εγωισμού τους που τον βαφτίζανε ταπεινότητα, αναξιότητα, δουλικότητα, διακονία κ.λπ.

Βέβαια, αυτά τα ξέρουμε και δεν χρειάζεται να ασχοληθούμε με τέτοιου είδους εξυπνάδες, με παπαδίστικα ψέματα, μπορούμε να αγνοήσουμε τέτοιες δήθεν λόγιες διαφοροποιήσεις, που δεν είναι παρά χονδροειδείς απάτες και διδάσκονται για αιώνες. Όπως και να έχει το πράγμα, από τη μια πλευρά έχουμε να κάνουμε με την επιθυμία να βοηθηθούν, την ικανοποίηση της περιέργειας, την πίστη σε θαύματα· και από την άλλη με την κομπορρήμονα εκκεντρικότητα των επιδειξιών, όπως και με την επιδίωξη να βγάλουν κέρδος από τη δυστυχία, την αποβλάκωση· με λίγα λόγια κάθε φορά το θέμα είναι η ανθρώπινη φτώχεια, η μανία για τα θαύματα και η μπίζνα.

Οι ασκητές διέθεταν μεγάλη δύναμη έλξης. Υπήρχαν πολλοί που δεν ήθελαν να γίνουν αντικείμενα της περιέργειας των πιστών. Κάθε φορά που πλησίαζε κάποιο δίποδο, αυτοί κρύβονταν σαν αγρίμια μέσα στη σπηλιά τους, χώνονταν στη γη σαν τυφλοπόντικες, ώστε μιλούσαν και για «άγιους τυφλοπόντικες». Για πολλούς αρκούσε «η μυρωδιά των ανθρώπων», για να το βάλουν στα πόδια. Και πολλές ασκητείες δεν δημιουργήθηκαν για θαυμαστές, όπως βεβαίως οι «έγκλειστοι» ή οι «βοσκοί» κ.α..

Άλλοι ασκητές όμως αγαπούσαν τη «δημοσιότητα» και περιβάλλονταν από πλήθος μαθητών. Ο άγιος Απολλώνιος είχε περισσότερους από πεντακόσιους, όπως πιστοποιεί ο εκκλησιαστικός συγγραφέας Ρουφίνος. Άλλοι πάλι έμοιαζαν μάλλον με επιδειξίες της πιο ακραίας μορφής. Ναι μεν κάλυπταν το «αμαρτωλό» μέλος τους, είτε με μακριά μαλλιά, με μακριές γενειάδες, με φύλλα, είτε απλά κλείνοντας γρήγορα σφιχτά τα πόδια, αλλά κατά τα άλλα επιδείκνυαν τον ηρωισμό τους, την ηρωική αυτοθυσία τους στις υπηρεσίες του άγιου εγωισμού, για την επίτευξη του ουράνιου βασιλείου, επιδείκνυαν ανενδοίαστα την ασκητεία τους και κάθε είδος τρέλας που μπορεί να φανταστεί άνθρωπος. Ύστερα, σε αυτούς τους έρημους τόπους διαδραματίστηκε «ένα πρωτόγνωρο θέατρο, ένα θέατρο στο οποίο ο καθένας δίνει την εντύπωση ότι παίζει έναν αιώνιο ρόλο με ζήλο και οδυνηρή σχολαστικότητα», και το έκαναν με τέτοιο τρόπο, ώστε θα ήταν πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο, «να διακρίνεις εδώ τους πραγματικούς τρελούς από τους δήθεν, τους αληθινούς αγίους από τους ψεύτικους» (Lacarriere).

Όλη αυτή η χριστιανική βλακεία ανθρώπων που πάσχανε από βαριά και ανίατη ψυχοπαθολογική θρησκευτική φρενοβλάβεια, μηδενιστές, αρνησήζωοι και φοβέμποροι, παράσιτα και απόβλητοι της υγιούς κοινωνίας, στις έρημους της Αιγύπτου, της Αραβίας, της Συρίας προκαλούσε την περιέργεια των πιστών. Είχε δημιουργηθεί ένα αντίγραφο των «Αγίων Τόπων» (Raymond Ruyer), οιονεί κομμουνιστικές κοινότητες και εκκεντρικοί όλων των ειδών. Κι έτσι άρχισαν να πηγαίνουν προσκυνητές και σε αυτά τα μέρη, καθώς μάλιστα, για πολλούς που ταξίδευαν στους «Αγίους Τόπους», η χώρα των Φαραώ ήταν μια μικρή εκδρομή. Ήδη από το δεύτερο ήμισυ του 4ου αιώνα επισκέπτονται αναρίθμητοι πιστοί, με οποιαδήποτε κίνητρα, αλλού τους πιο γνωστούς αναχωρητές, αλλού τα σημαντικότερα μοναστικά κέντρα, τα μοναστήρια, στο Πίσπιρ, την Αρσινόη, την Οξύρρυγχο, την Αφροδιτόπολη, τη Βαβυλώνα, τη Μέμφιδα κ.ά. Έτσι, πήγαιναν απλοί άνθρωποι, όπως και «άνθρωποι του κόσμου». Ευγενείς, αξιωματούχοι της αυτοκρατορίας, πλούσιες κυρίες, όπως η πλούσια φίλη του Ιερώνυμου, Παύλα. Και η προσκυνήτρια Αιθερία ήταν ανάμεσα τους, και κατόπιν λαμπρές προσωπικότητες της εκκλησιαστικής ιστορίας από Ανατολή και Δύση, ο Παλλάδιος, ο Ιωάννης, ο Κασσιανός ή ο Ρουφίνος της Ακουιληίας. Και φυσικά, μεγάλα ξενοδοχεία κοντά στα μοναστήρια φρόντιζαν κι εδώ για την παρατεταμένη παραμονή των προσκυνητών.

Ο Άγιος Αντώνιος γεννήθηκε λοιπόν περί το 250 στην Κομά, κώμη της Αιγύπτου κοντά στην Μέμφιδα, από γονείς εύπορους. Από παιδί ήταν ολιγαρκής και αυτάρκης, ουδεμία όμως έτρεφε κλίση προς τα γράμματα, τα οποία «μαθείν ουκ ηνέσχετο». Αγνοούσε ακόμα και αυτή την γραφή και την ανάγνωση της μητρικής του γλώσσας που ήταν η κοπτική. Την ελληνική γλώσσα την αγνοούσε εντελώς.

Μέχρις εδώ πληροφορούμαστε ότι για να κερδίσει κανείς τον τίτλο «Μέγας», πρέπει να είναι εντελώς αγράμματος. Έτσι εξηγείται η αγραμματοσύνη των καλόγερων ανά τους αιώνες. Κι αν δεν προέκυπτε αργότερα η ανάγκη της ανάγνωσης, για λόγους που εξυπηρετούσαν τις χριστιανικές λειτουργίες, μάλλον θα παρέμενε η τάξη αυτή των μοναχών βουτηγμένη εντελώς στα σκοτάδια της παντελούς αγραμματοσύνης. Καθ’ όλον τον ερημικό βίο του ο Αντώνιος ουδέποτε άλλαξε ένδυμα και ουδέποτε ένιψε το σώμα του ή καν τα πόδια του με νερό! (Βίος κεφ. 47 και 95).

Δεύτερο λοιπόν χάρισμα για να αποκαλεστεί κανείς μέγας είναι η παντελής έλλειψη καθαριότητας! Τόσο δε θαύμασαν οι κατοπινοί άγιοι πατέρες την αρετή αυτή της απλυσιάς του Αντωνίου, ώστε φρόντισαν να την καθιερώσουν δια των θείων διδασκαλιών τους και κυρίως δια του επιχειρήματος ότι είναι κάκιστη χειρονομία το «μπανίζεσθαι τον μοναχόν» ένεκα τη διεγέρσεως του σεξουαλικού ενστίκτου, το οποίον τούτο κατηραμένον ένστικτο «εξανίσταται δια της αφής των χειρών επί του σώματος».

Ο Αντώνιος όχι μόνον ήταν αγράμματος αλλά υποστήριζε και θεωρητικά την αγραμματοσύνη. Διέθετε μάλιστα επιχείρημα ατράνταχτο και αδιάσειστο. Όταν λοιπόν προσήλθαν κάποιοι προς αυτόν και θέλησαν να τον πειράξουν για την αγραμματοσύνη του, τους αποστόμωσε λέγων: «Τι λέγετε, τι είναι πρώτον ο νους ή τα γράμματα και ο νους είναι αίτιον των γραμμάτων ή τα γράμματα του νου;». Όταν δε αυτοί του απάντησαν ότι προηγείται ο νους κι ότι αυτός είναι εφευρέτης των γραμμάτων, απάντησε: «Εκείνος λοιπόν όστις έχει υγιή νουν δεν έχει ανάγκη των γραμμάτων» (κ. 73).

Σε κάποιον σοφό που ρώτησε πάλι τον Αντώνιο πώς αντέχει την στέρηση της ευχαρίστησης από την ανάγνωση βιβλίων απάντησε: «Το δικό μου βιβλίο, ω φιλόσοφε, είναι η φύση των γεγονότων και μπορώ όταν θέλω να αναγινώσκω τους λόγους του Θεού».

Για να δούμε όμως τι είδους ανθρώπους παράγουν τέτοιες σκοταδιστικές διδασκαλίες. Ένα συνηθισμένο θέμα των ζωγράφων του Μεσαίωνα ήταν οι πειρασμοί του αγίου Αντωνίου. Με τον Αντώνιο εικονίζονταν συνήθως γυναίκες, ως σύμβολο των σαρκικών πειρασμών, και χοίροι, ως προσωποποίηση των δαιμόνων, τους οποίους υπερνίκησε. Από παρεξήγηση λοιπόν του συμβολισμού αυτού ο Αντώνιος θεωρήθηκε προστάτης των χοίρων και γενικώς των ζώων. Επίσης θεωρήθηκε και ως προστάτης κατά διαφόρων επιδημιών, τις οποίες νόμιζαν ότι προκαλούσαν διαβολικές επιδράσεις και μάλιστα της φοβερής πανωλικής επιδημίας, η οποία ονομάζονταν συνήθως «Αντωνιανόν Πυρ», διότι πιστεύονταν ότι θεραπεύονταν δια της επικλήσεως του ονόματος του αγίου αυτού, και εκ εξ αυτού προέκυψε το τάγμα των Αντωνιανών. Ο πρωτοπόρος τώρα της προώθησης του βρόμικου και άπλυτου σώματος Αντώνιος, γίνεται, αυτός ο ίδιος, το αντίδοτο κατά της επιδημίας που προκάλεσε. Ως προς την ανακήρυξη του αγίου ως προστάτη των χοίρων, τελικά, φαίνεται ότι αποδόθηκε μια φυσική δικαιοσύνη. Ποιος άραγε θα μπορούσε να καταλάβει δικαιότερα την θέση αυτή από έναν άνθρωπο που δεν είχε πλυθεί στη ζωή του ούτε μία φορά.

Ο άγιος ζούσε σχεδόν όλη τη ζωή του μέσα σ’ ένα πηγάδι, τρώγοντας αποκλειστικά μουχλιασμένα παξιμάδια. Μέσα εκεί ο Διάβολος του «έστελνε» διάφορους πειρασμούς για να τον δοκιμάσει όπως θηρία, πόρνες, δαίμονες, πουλιά, σκουλήκια, φίδια κ.ά. Ο άγιος όμως κατάφερνε κι «αντιστεκόταν». Απ’ την πείνα και την κακουχία πολλά είναι αυτά που μπορεί κανείς να δει… Τα πάντα όλα που λέει και ο γνωστός μας Αλέφαντος…

Οράματα σαν μελίσσια και χριστιανική παραζάλη θαυμάτων

Στους ασκητές έρχονται τα οράματα, όπως οι μέλισσες στην κυψέλη. Η παράφρων ασκητεία με την οποία κακομεταχειρίζονται σώμα και πνεύμα, η διαρκής νηστεία, οι αγρυπνίες, μια υποβόσκουσα μανία φαντασμάτων, μέσα σε συχνά τρομακτική μοναξιά, τους καθιστούν εκ των προτέρων επιρρεπείς σε «οπτασίες». Όσο περισσότερο αυτοτιμωρούνται, όσο περισσότερο παλεύουν με δαιμόνια, τόσες περισσότερες παραισθήσεις, οπτασίες, ακροάσεις έχουν και τόσο λιγότερη επαφή με τον υπόλοιπο κόσμο.

Ο άγιος Αντώνιος έχει τόσο συχνά επαφή με υπέργειες ή και υπόγειες δυνάμεις, ώστε ακούει την περίφημη φωνή «άνωθεν», όπως εμείς ακούμε ραδιόφωνο, χωρίς οποιοδήποτε παράσιτο, καθώς, βλέπετε, «έχει συνηθίσει να του μιλάνε έτσι». Και στις ακροάσεις έρχονται να προστεθούν τα οράματα. Κάποτε απειλείται η ίδια του η ανάληψη στους ουρανούς από όλων των ειδών τις αισχρές λάμψεις του αέρα. Μία άλλη φορά βλέπει πώς ένας τρομακτικός δαίμονας που φτάνει μέχρι τα σύννεφα προσπαθεί να σταματήσει άλλες (φτερωτές) ψυχές που ανεβαίνουν αλλά ο Διάβολος δεν κατορθώνει «να νικήσει εκείνους οι οποίοι δεν τον υπάκουσαν».

Ο Αντώνιος «θεράπευσε» εκατοντάδες ανίατους ασθενείς. Κάποτε σε μία θεραπεία παρθένας έβγαιναν διαβολικές εκκρίσεις απ’ τα μάτια, τη μύτη και τ’ αυτιά και μεταμορφώνονταν σε σκουλήκια. Μια άλλη φορά ένας τρομακτικός δαίμονας, που έφθανε μέχρι τα σύννεφα προσπαθούσε να σταματήσει τις ευσεβείς ψυχές πεθαμένων χριστιανών να πηγαίνουν στον Παράδεισο. Ο Αντώνιος προσευχήθηκε και ο δαίμονας διαλύθηκε ως εκ θαύματος. Ο βίος του αγίου Αντωνίου είναι απ’ τους πιο εξωπραγματικούς, γεμάτος από διαβολικές περιπέτειες και οράματα! Φυσικά ο συγγραφέας του βίου του ήταν ο μαθητής του και μεγάλος πλαστογράφος της ιστορίας, ο άγιος Αθανάσιος. «Μ’ όποιον δάσκαλο καθίσεις, τέτοια γράμματα θα μάθεις», λέει μια λαϊκή παροιμία.

Πάρα πολλά στοιχεία της περίφημης κακόφημης βιογραφίας του αγίου Αντωνίου που όπως προαναφέρθηκε γράφτηκε από την πέννα του αγίου πλαστογράφου Αθανάσιου –«ένα έργο παγκόσμιας λογοτεχνίας» (Staats), «ένα βιβλίο με τη μεγαλύτερη επιρροή όλων των εποχών» (Momigliano), όπως εικάζεται, γενικά το πιο επιτυχημένο παραμύθι με αγίους- επαναλαμβάνονται και σε άλλους βίους αγίων, ανάμεσα τους και πολλά οπτασιακά. Όπως π.χ. ο Αντώνιος βλέπει κατά τον θάνατο του μοναχού Αμμούν (Άμμωνα) να ανεβαίνει η ψυχή του στους ουρανούς, έτσι βλέπει και ο άγιος ηγούμενος Βενέδικτος την ψυχή της αδελφής του, κατά τον θάνατό της, να αιωρείται και να ανεβαίνει στους ουρανούς με τη μορφή περιστεριού. Το κατασκεύασμα του Αλεξανδρινού πατριάρχη έγινε το χριστιανικό μπεστ σέλερ του 4ου αιώνα και αποβλάκωσε την ανθρωπότητα, όπως λίγα άλλα του είδους του, έως και σήμερα.

Διαφόρων ειδών άγιοι του Χριστιανισμού (άγιοι της ερήμου, των σπηλαίων, των πηγαδιών, των κελιών, των τσουβαλιών, των στύλων και ό,τι άλλο μπορεί να φανταστεί ένας τελείως άρρωστος νους) κάνουνε θαύματα, που θα τα ζήλευαν ακόμα και οι μεγαλύτεροι μάγοι και ταχυδακτυλουργοί όλων των εποχών, ακόμα και ο Κόπερφιλντ, ή ο Χουντίνι, ξεπερνώντας κατά πολύ τον διδάξαντα διδάσκαλό τους Ιησού. Περπατάνε χιλιόμετρα πάνω σε νερά ποταμών, λιμνών, θαλασσών, ή τα διασχίζουν πάνω στην πλάτη κροκοδείλων, δελφινιών ακόμα και φαλαινών, ανασταίνουν νεκρούς, κάνουν καλά ασθενείς και παράλυτους ακόμα και από χιλιόμετρα μακρυά, στείρες γυναίκες μένουν έγκυες μέσω επιφοίτησης, άγγελοι με σάρκα και οστά τρέφουν τους ασκητές της ερήμου, δαίμονες ουρλιάζουν και χτυπιούνται, σύννεφα από ακρίδες εξαφανίζονται με αγιασμό, ο Ήλιος σταματά την πορεία του κατόπιν διαταγής των αγίων, άγια λείψανα μυρίζουν αρώματα και ευωδίες και άλλα απίστευτα και τραγελαφικά. Με μία προσευχή κάνουν το θαλασσινό νερό γλυκό και πόσιμο, με μία κίνησή τους, που θα ζήλευαν ακόμα και οι πιο εκπαιδευμένοι νίντζα, ρίχνουν κάτω ληστές ακινητοποιώντας τους.

Η νέα αυτή τρέλα των θαυμάτων διαδίδεται παντού με αυξανόμενη μανία. Οι ταπεινόφρονες ταχυδακτυλουργοί άγιοι-μοναχοί λατρεύονται σαν οι επί γης θεοί, ή παρομοιάζονται σαν επουράνιοι άγγελοι, οι πιστοί τούς φιλούν τα πόδια, τούς παρακαλούν να τούς βοηθήσουν, ζητούν την συμβουλή τους σε κάθε θέμα και σε θέματα πίστης. Ακόμα και οι χριστιανοί αυτοκράτορες θεωρούσαν τον εαυτό τους τυχερό, να μπορούσαν να τούς είχαν στο τραπέζι τους. Σε αρκετούς έφτιαχναν εκκλησίες εν ζωή ακόμη, ενώ άλλους τους προόριζαν στο να αποκτήσουν τα λείψανά τους μετά θάνατον.

Οι αρχαίοι αυτοί αμόρφωτοι μοναχοί ήταν σε θέση να κάνουν τα πάντα. Με καθαγιασμένο ύδωρ και λάδι θεράπευαν ζώα και ανθρώπους. Έκαναν εξορκισμούς, θεράπευαν σεληνιασμένους, δαιμονισμένους, βασκανίες, παχυσαρκία, υδρωπικία, ουρολοιμώξεις, αιμορροΐδες, τύφλωση, αναπηρία, όλα αυτά με μία απάλειψη, με μία προσευχή, με ένα άγγιγμα. Φρέσκο ψωμί εξ ουρανού πήγαινε μόνο του (delivery) κάθε Κυριακή στην έρημο, πάνω στους στύλους, ή μέσα στα πηγάδια και στις σπηλιές, όπου ζούσαν οι ασκητές για να τους θρέψουν. Εξ ουρανού «delivery» διέθεταν ο όσιος Συμεών ο Θαυμαστορείτης (24 Μαΐου), ο όσιος ιερομάρτυς Έρασμος («ελάμβανε τροφήν δια των κοράκων», 2 Ιουνίου), πολλοί άλλοι, αλλά και η ίδια η Παναγία, την οποία έτρεφε «ξενοπρεπώς» ο Αρχάγγελος («Η Παρθένος διέμεινε χρόνους δώδεκα, τρεφομένη μεν ξενοπρεπώς από τον Aρχάγγελον Γαβριήλ με τροφήν ουράνιον», Συναξαριστής Εισοδίων της Θεοτόκου).

Οι επιφανέστεροι πατέρες της Εκκλησίας Αθανάσιος, Αμβρόσιος, Ιερώνυμος, Χρυσόστομος υποστήριζαν, ότι όποιος δεν πίστευε στα θαύματα αυτά ήταν πνευματικά διεστραμμένος. Οι πιο γνωστοί πατέρες της εκκλησίας υπερασπίζονταν τέτοια κείμενα ως μαρτυρίες και οι περισσότεροι αρχαίοι θεολόγοι τα θεωρούσαν εντελώς αληθινά. Ποτέ να μην ξεχνάμε επίσης, ότι και με τέτοια σκουπίδια προπαγάνδιζαν τον Χριστιανισμό και με τέτοια σκουπίδια εξαπλώθηκε και εδραιώθηκε η πνευματική και σωματική βαρβαρότητά του.

Με όλα αυτά είμαστε από ώρα χωμένοι βαθιά στο κεφάλαιο του ενός ξεχωριστού είδος μύθου: Το ψεύδος με φωτοστέφανο, την ηθοπλαστική λογοτεχνία, προ πάντων οι ιστορίες των αγίων, οι βίοι των αγίων.

Αυτό το κηφηναριό ο Χριστιανισμός προβάλλει ως πρότυπο στους νέους, ενώ θα έπρεπε να τους προβάλλει ως παραδείγματα προς αποστροφή και αποφυγή. Ο Κ. Παπαρρηγόπουλος γράφει: «Και τώ όντι, μήπως δεν είδομεν πολλάκις εν τοις προηγουμένοις βιβλίοις τους μοναχούς εγκαταλείποντας τον ερημικόν βίον, πληρούντας τάς οδούς και τάς οικίας των πόλεων, αναμιγνυομένους εις τα πολιτικά πράγματα και άλλως ραδιουργούντας, ακολασταίνοντας; Έν γένει προϊόντος του χρόνου ο θεμελιώδης ασκητικός του βίου τούτου χαρακτήρ κατήντησεν εξαίρεσις. Συνήθως οι μοναχοί διήγον ήδη βίον άνετον και ευπαθή εις μοναστήρια πλούσια γενόμενα διά των πολλών κινητών και ακινήτων αναθημάτων, τα οποία αφιέρωνεν είς αυτά η των ανθρώπων ευλάβεια… Το δεινόν, το μέγα δεινόν, ενέκειτο είς τα κοινώς λεγόμενα μοναστήρια, διότι μυριάδες νέων συνέρρεον κατ’ έτος είς τα ενδιαιτήματα ταύτα της απραγμοσύνης, και ενίοτε της ακολασίας, οι πλείστοι ουχί υπό ζέοντος θρησκευτικού αισθήματος ή άλλης ανάγκης φερόμενοι αλλ’ ελαυνόμενοι υπό της είς την αργίαν και την τρυφήν ροπής» (4ο τόμος, «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ»).

Ο καθείς από εμάς θα πρέπει ν’ αποβάλλει όλη αυτή την θρησκευτική παραφροσύνη απ’ την ψυχή του. Μετά θ’ ακολουθήσουν και οι Ρωμιοί ταγοί μας, αν κάποτε μπορέσουν κι αυτοί και ξεφύγουν απ’ την δαγκάνα της θρησκείας. Ζούμε σε μία τριτοκοσμική χώρα, που στραγγαλίζει οτιδήποτε Ελληνικό ή άλλο πολιτισμικό στοιχείο και μας βυθίζει συνεχώς στο απόλυτο σκότος… Ας τελειώσουμε με μία σοφή φράση του φιλόσοφου Επίκουρου: «Είναι αισχρό να ζητάμε από θεούς αυτά, που μπορούμε να δώσουμε μόνοι μας στον εαυτό μας».

ΔΕΣ


Άγιον Όρος - Η ιστορία του, το «Άβατον», ο σκοταδισμός, οι δωσίλογοι, τα σκάνδαλα και οι...πειρασμοί

Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2025

Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία

4.4. Ποίηση

Η ελληνιστική ποίηση στο μεγαλύτερο μέρος της απευθυνόταν σε ένα περιορισμένο, λόγιο ακροατήριο, που μπορούσε να καταλάβει τη δύσκολη γλώσσα της, να θαυμάσει τη μετρική της μαστοριά, να αντιληφθεί και να εκτιμήσει τους υπαινιγμούς σε παλαιότερα κείμενα και σε σπάνιες παραλλαγές των μύθων. Εξαίρεση αποτέλεσε το θέατρο, που απευθυνόταν στο μεγάλο κοινό.

4.4.Α. Δραματική ποίηση

Οι θεατρικές εκδηλώσεις (διονυσιακές γιορτές, θεατρικοί αγώνες κλπ.) συνεχίζονται. Δράματα γράφονται και παριστάνονται πολλά. Στις επικράτειες των Διαδόχων χτίζονται πλήθος καινούργια θέατρα, ανάμεσά τους και το θέατρο στην Έφεσο, που χωρούσε 20.000 θεατές.[1] Οι ηθοποιοί και οι άλλοι περὶ τὸν Διόνυσον τεχνῖται είναι τώρα επαγγελματίες, συγκροτούν θιάσους και περιοδεύουν παρουσιάζοντας έργα κλασικά και νεότερα.

Η στενή σχέση του θεάτρου με τη δημοκρατία είναι γνωστή, και θα το περιμέναμε η ποιότητα της θεατρικής παραγωγής να ξεπέσει, όπως και έγινε. Τελευταία σημαντική αναλαμπή η Νέα κωμωδία, που άνθισε στην Αθήνα από τα τέλη του 4ου ως τα μέσα του 3ου π.Χ. αιώνα. Από τα έργα της σώζονται πολλά και μεγάλα αποσπάσματα,[2] αλλά μόνο μία ολόκληρη κωμωδία, ο Δύσκολος του Μενάνδρου.

ΜΕΝΑΝΔΡΟΣ (342-291 π.Χ.)

«Μένανδρε και ζωή, ποιος απ᾽ τους δυο αντίγραψε τον άλλον
Αριστοφάνης ο Γραμματικός

Ο κυριότερος εκπρόσωπος της Νέας κωμωδίας ήταν Αθηναίος από την Κηφισιά. Στα χρόνια του η πολιτική ζωή της Αθήνας ήταν εξαιρετικά ταραγμένη, αλλά στα έργα του δε βρίσκουμε ούτε έναν πολιτικό υπαινιγμό. Η παράδοση της Παλαιάς κωμωδίας έχει οριστικά χαθεί. Ακολουθώντας σε πολλά τους τρόπους του Ευριπίδη, η Νέα κωμωδία είναι ρεαλιστική: αφορά κοινούς ανθρώπους, με τις αρετές και τα ελαττώματά τους, ανθρώπους που ο συγγραφέας τούς παρουσιάζει να κινούνται στο πλαίσιο μιας πολύπλοκης φανταστικής υπόθεσης με ευχάριστο τέλος. Αποφασιστικό ρόλο στις υποθέσεις αυτές, πέρα από τον έρωτα, παίζει κάθε φορά και η τύχη.

Οι κωμικοί τύποι που σχηματίστηκαν στη Μέση κωμωδία (ο γεροτσιγκούνης, ο ερωτευμένος νέος, η εταίρα, ο καταφερτζής δούλος κλπ.) εξακολουθούν να πρωταγωνιστούν· όμως ειδικά για τον Μένανδρο διαπιστώνουμε ότι κατάφερνε τόσο τους γνωστούς και συνηθισμένους τύπους όσο και κάθε άλλο πρόσωπο να τους μετατρέπει σε ξεχωριστούς, ολοκληρωμένους ανθρώπους.[3] Τους παρουσιάζει με συμπάθεια, και είναι αυτός που έγραψε τον στίχο: Ὡς χαρίεν ἔστ᾽ ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ.[4]

Εκτός από τον Δύσκολο, που ένα αναπάντεχο παπυρικό εύρημα τον διάσωσε ολόκληρο, πολύστιχα αποσπάσματα μας επιτρέπουν να ανασυνθέσουμε τουλάχιστο δύο ακόμα έργα, τη Σαμία και τους Ἐπιτρέποντες.

Ο Μένανδρος έγραψε πάνω από 100 κωμωδίες, αλλά οι νίκες του στους θεατρικούς διαγωνισμούς ήταν λιγότερες από του κυριότερου ανταγωνιστή του, του Φιλήμονα - «Ντροπή!» σημείωσαν οι κατοπινοί κριτικοί, που αναγνώρισαν τον Μένανδρο ως ποιητή μεγάλο.

Ο Φιλήμων (περ. 365-264 π.Χ.) γεννήθηκε στις Συρακούσες, αλλά προτίμησε να ζήσει στην Αθήνα, όπως και ο τρίτος σημαντικότερος ποιητής της Νέας κωμωδίας, ο Δίφιλος, που είχε γεννηθεί στη Σινώπη του Πόντου. Η προσπάθεια του Πτολεμαίου Α' να μεταφυτέψει τη θεατρική κίνηση στην Αλεξάνδρεια απότυχε: ο Μένανδρος δεν αποδέχτηκε καν την πρόσκλησή του, και ο Φιλήμων, που την αποδέχτηκε, παρουσίασε εκεί την κωμωδία του Πανήγυρις και γύρισε στην Αθήνα.

Η Νέα κωμωδία δεν είχε πια καθόλου χορικά τραγούδια· μόνο ενδιάμεσα, στα διαλείμματα θα λέγαμε σήμερα, μια ομάδα από χορευτές-γλεντοκόπους έμπαινε στην ορχήστρα να τραγουδήσει και να χορέψει μιμητικό χορό. Έτσι, ολοκληρώθηκε μια εξέλιξη που είχε ξεκινήσει με τα εμβόλιμα χορικά του Ευριπίδη και του Αγάθωνα και συνεχίστηκε με τα τελευταία έργα του Αριστοφάνη και τη Μέση κωμωδία.

Σχετική είναι και μια άλλη εξέλιξη, που αφορά το θεατρικό κτίσμα. Από τη στιγμή που ο Χορός δε συμμετείχε στο έργο, η ορχήστρα δεν είχε λόγο να επικοινωνεί με το προσκήνιο, όπου έπαιζαν οι ηθοποιοί. Έτσι, μόνο ορισμένα παλιά θέατρα, όπως το θέατρο του Διονύσου στην Αθήνα, διατηρούσαν την παραδοσιακή τους μορφή· στα καινούργια θέατρα που χτίζονταν προς το τέλος του 3ου αιώνα π.Χ. και αργότερα, το προσκήνιο ήταν υπερυψωμένο και στηριζόταν σε μια σειρά από κολόνες, τρία και τέσσερα μέτρα ψηλές.

Η ελληνιστική τραγωδία και το συνακόλουθο σατυρικό δράμα δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Γνωρίζουμε πολλά ονόματα ποιητών,[5] και μας σώθηκαν αρκετά αποσπάσματα και τίτλοι από τα δράματά τους· όμως σε γενικές γραμμές η δραματική παραγωγή ήταν άχρωμη, σχεδόν ασήμαντη, και είναι χαρακτηριστικό ότι τραγικό έργο ολόκληρο δε σώζεται κανένα. Το μεγαλύτερο απόσπασμα που έχουμε είναι 269 στίχοι από την τραγωδία Ἐξαγωγή, με θέμα την έξοδο των Εβραίων από την Αίγυπτο. Ποιητής της ο Ιεζεκιήλ, που έζησε τον 3ο/2ο π.Χ. αιώνα και αποφάσισε να παρουσιάσει ένα επεισόδιο από την ιστορία του λαού του στη μορφή και τη γλώσσα της ελληνικής τραγωδίας.

Ανάμεσα στους δραματικούς ποιητές ξεχωρίζει ο Λυκόφρων από τη Χαλκίδα (4ος/3ος π.Χ. αι.). Τα δράματά του έχουν χαθεί· σώζεται όμως το έργο του Ἀλεξάνδρα, όπου ένας δούλος παρουσιάζεται να μεταφέρει κατά λέξη στον Πρίαμο μια πολύστιχη προφητεία της μάντισσας Κασσάνδρας, που είχε και το όνομα Αλεξάνδρα. Ο μονόλογός του είναι τόσο σκοτεινός στην έκφραση και στο περιεχόμενο, ώστε σίγουρα το έργο δεν προοριζόταν να παρουσιαστεί στο θέατρο αλλά μόνο να διαβαστεί από λόγιους μελετητές και γνώστες της παράδοσης. Μελετητής και γνώστης της παράδοσης, φιλόλογος, ήταν άλλωστε και ο ίδιος ο Λυκόφρονας.

Προς το τέλος του 3ου π.Χ. αιώνα οι παραστάσεις κωμωδίας, τραγωδίας και σατυρικού δράματος σπανίζουν, και θα έρθει ώρα να σταματήσουν τελείως. Τη θέση τους παίρνουν λιγότερο έντεχνα λαϊκότερα θεάματα, σαν αυτά που συνήθως παρουσιάζονταν στα συμπόσια, στα πανηγύρια και σε άλλες ανάλογες εκδηλώσεις: μονόλογοι και διάλογοι σε στίχο ή σε πεζό, φάρσες και σκετς, μυθολογικές παρωδίες,[6] χορευτικά και τραγουδιστικά νούμερα, ακροβασίες και χοντροκοπιές - όλα ρεαλιστικά και αθυρόστομα. Μπορούμε να τα χαρακτηρίσουμε στο σύνολό τους ως μίμους, ή και να ξεχωρίσουμε, όπως ο Πλούταρχος, τα καθαρά «παιχνίδια» (παίγνια) από όσα διάθεταν πλοκή (υποθέσεις). Έχουμε κάποιες απεικονίσεις και σκόρπιες πληροφορίες για το ένα ή το άλλο είδος, αλλά τα κείμενα που διαθέτουμε είναι ελάχιστα.[7]

Ο μίμος έχει οριστεί ως μίμησις βίου τά τε συγκεχωρημένα καὶ τὰ ἀσυγχώρητα περιέχων, «όσα επιτρέπονται, και όσα δεν επιτρέπονται» (Διομήδης ο Γραμματικός). Χαρακτηριστικό του ότι παιζόταν χωρίς μάσκα, αρχικά από ένα μονάχα μιμολόγο, που κρατούσε όλους τους ρόλους, αργότερα από περισσότερους και με τη συμμετοχή γυναικών, ή ακόμα και παιδιών.
-----------------------
1. Την εποχή αυτή κάθε πολιτεία, μικρή μεγάλη, είχε το θέατρό της, που δε χρησίμευε μόνο για παραστάσεις αλλά και για κάθε άλλη κοινωνική εκδήλωση, συνελεύσεις, συναυλίες, διαλέξεις κλπ.

2. Τις γνώσεις μας για τη Νέα κωμωδία ενισχύουν σημαντικά και οι ρωμαίοι κωμωδιογράφοι, που συχνά μιμήθηκαν, διασκεύασαν, ως ένα σημείο και μετάφρασαν τα έργα της.

3. Σε αυτό πρέπει να βοήθησε και ότι δάσκαλός του ήταν ο μελετητής και συγγραφέας των Χαρακτήρων, ο Θεόφραστος.

4. «Χαριτωμένος που είναι ο άνθρωπος, αν είναι άνθρωπος!» (απόσπ. 484).

5. Σε επτά από αυτούς, τους καλύτερους, που διακρίθηκαν στους δραματικούς αγώνες, δόθηκε αργότερα το ομαδικό όνομα Πλειάς, από τον αστερισμό της Πλειάδος (της Πούλιας), που έχει επτά αστέρια.

6. Συνήθως τις ονομάζουμε Ιλαροτραγωδίες ή Φλύακες, με το όνομα που είχαν στην Κάτω Ιταλία, όπου στις αρχές του 3ου π.Χ. αιώνα έδρασε ο πιο γνωστός ποιητής τους, ο Ρίνθων.

7. Πληροφορίες έχουμε και για το ιδιότυπο είδος του Παντόμιμου, όπου οι υποκριτές παρίσταναν τα πάντα με τις κινήσεις τους - χωρίς καθόλου κείμενο!

Οι ερινύες και το δίκ(α)ιο το μητρικό

Ειδώλιο Μητέρας Θεάς από νεολιθικό ιερό
στο Catal Huyuk Ανατολίας
(η γυναίκα εικονίζεται ανάμεσα
σε αιλουροειδή τη στιγμή που γεννάει)
Λέμε ερινύες και ο νους μας πάει στις τύψεις.

Γιατί αυτές, όπως ο μύθος έλεγε, χτύπησαν τον Ορέστη, μετά από εκείνη τη διαβόητη την πράξη την αιματηρή, το έργο της μητροκτονίας του, που ίσως συμβολικά να σήμαινε οριστική διάρρηξη ομφάλιου λώρου κι ενηλικίωση για ένα αγόρι, σύμφωνα με κανόνες που όριζε μια κοινωνία πατριαρχική.

Όμως οι ερινύες αρχικά σημαίναν το μητρικό το δίκ(α)ιο το ίδιο, μια ιστορικά ηττημένη υπόθεση που έπρεπε, ωστόσο, να τακτοποιηθεί, να βρει μια θέση –υποτεταγμένου έστω λόγου– στους ανεξάντλητους τους πίνακες της μνήμης και της μυθικής αφήγησης.

Κι έχει ενδιαφέρον ότι, ενώ ποικίλες άλλες σκοτεινές κι ανεξιχνίαστες δυνάμεις (σαν τον τρόμο τον ιερό ή το κακό το μάτι) έβρισκαν εν τέλει μιαν αναγνωρίσιμη αποτύπωση στους κώδικες των παραστατικών τεχνών, οι ερινύες δεν αναπαρίσταντο ποτέ, ούτε στη γλυπτική ούτε στην αγγειογραφία.

Μέχρι που ο Αισχύλος τις παρέστησε μες στην ενσάρκωσή τους, τους έδωσε μορφή κι οστά, τις δραματοποίησε, τις έκανε Χορό στην τελευταία τραγωδία της μεγάλης τριλογίας του, για να τις υποτάξει, αλίμονο, κι αυτός στο τέλος και να τις κάνει ευμενίδες (ευνοϊκές) στον λόγο του πατέρα, μ’ εκείνην την περίφημη ψήφο της Αθηνάς του Αρεοπαγίτικου Δικαστηρίου: “Γιατί μάνα δεν είναι που μ’ έχει γεννήσει,/ κι ολόψυχα εγώ τον άντρα επαινώ/ σε όλα –μόνο σε γάμο εμένανε να μη μου τύχει– / κι ολότελα είμαι του πατέρα”.

“Κάρτα δ’ εἰμὶ τοῦ πατρός” ήταν η ετυμηγορία, λόγος του κλήρου (δικαστικού κι ιδιοκτησιακού), λόγος της οικογένειας που έμελλε μες στους αιώνες να καθαγιαστεί με φωτοστέφανα και με τρισάγια κληρικών και μ’ άλλα λόγια σήμαινε: Το παιδί είναι του πατέρα –μίλησε το Μεγάλο Άλφα, όπως θα το ‘λεγε ο Λακάν, και μίλησε Οριστικά…

Όμως, προτού δικονομικά δοθεί ετούτη η λύση η θεατρική, οι ερινύες του μητρικού του δίκ(α)ιου είχαν τουλάχιστον προλάβει να φανερώσουν τις δυνάμεις τους σε κυκλικό χορό, σε όρχηση που έδενε με ξόρκια μαγικά κι οδήγαγε στην τρέλα, στην πιο εντυπωσιακή speech act δραματοποίησης, που, όταν την εκτέλεσε ο κορυφαίος μέσα στο θέατρο το διονυσιακό, δεκάδες λιποθύμησαν απ’ την τρομάρα τους –κι η βία αυτής της μνήμης τόσο διατηρήθηκε μέσα στον χρόνο που την κατέγραψε στο τέλος βυζαντινός σχολιαστής– κι έμενε η μνήμη ως ὕμνος δέσμιος που άρχιζε έτσι: “έλα μπρος, τον χορό μας να δέσουμε,/ αφού τώρ’ αποφασίσαμε να ψάλλουμε το φριχτό μας τραγούδι,/ και να πούμε το πώς/ ο όμιλός μας αυτός/ κυβερνά των ανθρώπων τη μοίρα…”

Και τώρα μας μένει ο ύμνος ο δέσμιος για να γεννάει ενοχές;

Ποιος αμφιβάλλει για το μικρό το άλφα;

Η Αληθινή Γνώση

Η Αληθινή Γνώση είναι ο Ορθός Τρόπος να Βλέπεις τα φαινόμενα που αλλάζουν συνεχώς. Δεν είναι κάποια νοητική γνώση, κάποια εμπειρία κάποιας σταθερής κατάστασης ή κάποιου αντικειμένου. Η Αληθινή Γνώση, με άλλα λόγια είναι Δράση, Άμεση Επαφή με την Πραγματικότητα, με αυτό που υπάρχει, με αυτό που συμβαίνει, σε πραγματικό χρόνο, εδώ τώρα. Δεν είναι γνώση ή μνήμη κάποιου πράγματος, δεν είναι δραστηριότητα της σκέψης, που παγιώνεται σε μια «σταθερή» γνώση και κρατάει και χρησιμοποιεί αυτή την αποκρυσταλλωμένη γνώση σαν αλήθεια.

Η Αληθινή Γνώση, η Ζωντανή Ρέουσα Γνώση, η Άμεση Αντίληψη της Πραγματικότητας, Εδώ, Τώρα, είναι έξω από τον χρόνο κι έξω από όλους τους περιορισμούς. Αποκαλύπτει την Ενότητα της Ύπαρξης, πέρα από την δυαδικότητα, πέρα από την σκέψη που διαχωρίζει υποκείμενο-αντικείμενο, πέρα από όλα. Παρακολουθεί, πάντα σε Πραγματικό Χρόνο, δηλαδή στο Αιώνιο Παρόν, στην Στιγμή που Ρέει στην Αιωνιότητα, αυτή τούτη την στιγμή την αλλαγή αυτού που συμβαίνει στην περιοχή των φαινομένων, χωρίς να «αρπάζεται» από τίποτα, χωρίς να απορροφάται σε τίποτα. «Ρέει» με όλα αυτά αλλά δεν ταυτίζεται με όλα αυτά και με τίποτα ιδιαίτερο, διατηρώντας την ελευθερία της ανταπόκρισης παντού, οπουδήποτε. Κάθε στιγμή εγκαταλείπει την εικόνα που έφυγε για να συλλάβει την παρούσα εικόνα, κι έτσι συνέχεια. Είναι μια Αιώνια Ροή, μια Αιώνια Αλλαγή Χωρίς Αλλαγή, γιατί η αλλαγή των φαινομένων δεν επηρεάζει την Πραγματικότητα. Το Αληθινό είναι η Κίνηση, η Ροή όχι το περιεχόμενο, τα φαινόμενα, που όλα είναι στιγμιαία, παροδικά. Τα «σταθερά» πράγματα υπάρχουν μόνο στην σκέψη των ανθρώπων, στην φαντασία τους.

Η Αληθινή Γνώση είναι η Ροή των φαινομένων, σαν Δράση της Παγκόσμιας Ουσίας, όχι οι περιορισμένες δραστηριότητες, τα φαινόμενα. Η Ροή είναι έξω από τον χρόνο, δεν σταματά πουθενά. Το “άρπαγμα” από φαινόμενα, η σταθεροποίηση μιας γνώσης, μιας κατάστασης, είναι πλάνη και δεν είναι Αλήθεια.

Να Ζεις σε Πραγματικό Χρόνο, στην Πραγματικότητα, είναι να ζεις έξω από τον χρόνο, έξω από την ψεύτικη εικόνα του κόσμου που κατασκευάζει η σκέψη, είναι να Ρέεις χωρίς να Αλλάζεις κι ας αλλάζουν όλα γύρω σου. Όλα Αναδύονται Μέσα στην Παγκόσμια Ουσία κι εξαφανίζονται πάλι Μέσα της. Η Κίνηση κι η Ακινησία είναι όλα φαινόμενα. Υπάρχεις πέρα από όλα αυτά.

Αυτοί που Πήγαν Πέρα από την Κίνηση και την Ακινησία κι Υπάρχουν, Αγγίζουν το Μυστήριο της Θεότητας.

Η Απελευθέρωση της Αντίληψης

Πραγματικός Διαλογισμός είναι η Απελευθέρωση της Αντίληψης από παγιωμένες δράσεις, από διαμορφωμένες απόψεις, πεποιθήσεις, γνώσεις, δηλαδή από όλο τον «κατασκευαστικό» και «σωρευτικό» μηχανισμό της σκέψης, έτσι ώστε η Αντίληψη να Λειτουργεί Άμεσα, στο Παρόν, Ανανεούμενη κάθε στιγμή, πάντα Νέα και πάντα Έτοιμη να συλλάβει αυτό που πραγματικά συμβαίνει, χωρίς παραμορφώσεις.

Η σκέψη που στηρίζεται σε επαναλαμβανόμενες, παγιωμένες δράσεις, που χρησιμοποιεί έτοιμες λύσεις, την μνήμη, τις γνώσεις, το παρελθόν, κλπ., πάντα έχει μια διαστρεβλωμένη (μια τεχνητή) αντίληψη της Πραγματικότητας. Οι άνθρωποι αντί να ζουν, ακολουθώντας το Ρεύμα της Ζωής, Ήρεμα, Ειρηνικά, σκέπτονται, βρίσκουν λύσεις μέσα στο μυαλό τους και προσπαθούν (βεβαίως λαμβάνοντας υπόψιν επιθυμίες, επιδιώξεις, αντικειμενικές συνθήκες) να «διαμορφώσουν» την πραγματικότητα που αντιλαμβάνονται. Κι επειδή καθένας αντιλαμβάνεται με τον «δικό» του τρόπο, σπάνια οι άνθρωποι συνεννοούνται κι «ενώνονται» μόνο κάτω από κάποιο κοινό (υποτιθέμενο) «συμφέρον».

Η Απελευθέρωση της Αντίληψης μπορεί να γίνει μόνο όταν «Σταθούμε», όταν δηλαδή αναστείλουμε κάθε «ερμηνευτική» και «σωρευτική» δραστηριότητα και Κοιτάξουμε με Προσοχή. Μέσα στην Σιωπή (από μηδενική αντιληπτική δραστηριότητα, κρατώντας κυριολεκτικά την «ανάσα» μας) μπορούμε να αρχίσουμε να Βλέπουμε. Και πρέπει να Μείνουμε στον Πραγματικό Χρόνο, στην Στιγμή που Ρέει, στην Πραγματική Δράση, στο «Βλέπειν», που είναι η Αληθινή Ζωή που Ρέει, το Αιώνιο Ρεύμα της Ζωής που Ανανεώνεται Συνεχώς, Ισορροπώντας στο Τώρα. Αν κάνουμε το «λάθος» να αρπαχτούμε από οτιδήποτε, αυτό απολιθώνεται γίνεται σκέψη, μνήμη, γνώση, παρελθόν. Κι αν συνεχίσουμε την «επεξεργασία», έχουμε ήδη γλιστρήσει στο επίπεδο της σκέψης, είμαστε «αλλού»… Δυστυχώς έχουμε μάθει να λειτουργούμε έτσι, με την σκέψη, εκπαιδευόμαστε (από την κοινωνία) να λειτουργούμε έτσι, κι ίσως να μην γνωρίζουμε άλλο τρόπο ζωής από αυτόν, δηλαδή να σκεπτόμαστε, να χαρτογραφούμε την πραγματικότητα στο μυαλό μας, να χαράζουμε πορείες με την σκέψη και να δρούμε… Όλη αυτή η δράση όμως είναι που κρατά την ανθρωπότητα μέσα στην άγνοια, στην αυταπάτη, και στην δυστυχία.

Η Απελευθέρωση της Αντίληψης δεν μπορεί να γίνει όταν ήδη υιοθετούμε μια πλαστή αντίληψη για τον εαυτό, όταν διαχωρίζουμε τον εαυτό μας από τον κόσμο, όταν επιδιώκουμε σαν αυτή (η τελικά ψεύτικη) ατομικότητα να αντιληφθούμε την αλήθεια. Τι είναι τελικά ένας «εαυτός»; Είναι η Συνείδηση (η Μία Παγκόσμια Συνείδηση που Είναι Όλα, που είμαστε όλοι) στην οποία «βάζουμε» περιορισμούς, σαν να θέλουμε να οδηγήσουμε τον Ωκεανό μέσα από ένα μικρό κανάλι. Το κάνουμε. Το αποδεικνύει η ζωή. Είμαστε Αυτός ο Ωκεανός Συνειδητότητας που «διοχετεύουμε» μέσα από το μικρό κανάλι του εαυτού, του εγκεφάλου, της ψυχοσωματικής ύπαρξης. Από την Άποψη της Ελεύθερης Συνείδησης αυτό φαίνεται ανόητο. Από την άποψη όμως της «περιορισμένης συνειδητότητας» αυτό είναι η μόνη ύπαρξη που έχουμε… Τελικά όμως όλοι οι «περιορισμοί» δεν είναι πραγματικοί (δεν συμβαίνουν δηλαδή στο Επίπεδο της Πραγματικότητας) είναι μόνο «λειτουργικοί». Κι αν μπορούμε να λειτουργούμε «έτσι», μπορούμε να λειτουργήσουμε κι «αλλιώς». Έτσι είναι Ανοιχτός ο Δρόμος της Απελευθέρωσης. Αυτή είναι η Αρχαία Οδός της Ζωής που Βάδισαν όλοι οι Σοφοί, κι αυτή είναι η μόνη διέξοδος από τον κόσμο της άγνοιας, στον Κόσμο της Πραγματικότητας.

Τελικά η Απελευθέρωση δεν είναι διαδικασία, εξέλιξη, φωτισμός, οτιδήποτε. Είναι απλά Θέληση, ή Απόφαση, να απορρίψουμε τα πάντα και να ξεκινήσουμε από μηδενική (αντιληπτική) βάση να Βλέπουμε, Εδώ, Τώρα, οποιαδήποτε στιγμή, χωρίς προϋποθέσεις. Πρέπει Εξαρχής να Υιοθετήσουμε αυτή την Στάση. Δεν μπορεί ούτε να πραγματοποιηθεί αυτό, ούτε να καταστεί προϊόν κάποιας εξέλιξης του εαυτού, γιατί είναι η ίδια η αντίληψη του εαυτού, της εξέλιξης ενός εαυτού που πρέπει να απορριφθεί. Περνάμε Κατευθείαν στα Βαθιά της Ύπαρξης κι αρχίζουμε να Βλέπουμε. Η «Μετατόπιση» είναι Άμεση, χωρίς εξέλιξη και χρόνο, χωρίς προϋποθέσεις. Οποιοσδήποτε ζωντανός άνθρωπος έχει από την φύση του την δυνατότητα να το κάνει. Απλά πρέπει να το Κάνουμε. Όλα τα άλλα είναι υπεκφυγές.

Η Tέχνη του να Αφήνεις: Ένα Ταξίδι στον Μυστικισμό του Ζεν

Στην καρδιά του μυστικισμού του Ζεν βρίσκεται μια βαθιά και μεταμορφωτική πρακτική γνωστή ως «αφήνοντας να πάει». Αυτή η έννοια, ενώ είναι απλή στην άρθρωση της, ξεδιπλώνεται σε μια πλούσια ταπετσαρία κατανόησης που μας καλεί να εξερευνήσουμε τα βάθη της ύπαρξής μας. Στον πυρήνα του, το να αφήνουμε να φύγει είναι να απελευθερώσουμε τις προσκολλήσεις μας—αυτά τα αόρατα νήματα που μας δένουν με σκέψεις, επιθυμίες και προσδοκίες. Είναι μια πρακτική που μας ενθαρρύνει να εμπλακούμε ενεργά με τον κόσμο γύρω μας, επιτρέποντας σε εμπειρίες να ρέουν μέσα και έξω από τη ζωή μας, όπως η απαλή άμπωτη και η ροή της παλίρροιας.

Η φύση της προσκόλλησης

Για να κατανοήσουμε την τέχνη του να αφήνεις, πρέπει πρώτα να εξετάσουμε τη φύση της προσκόλλησης. Στη φιλοσοφία του Ζεν, η προσκόλληση θεωρείται συχνά ως κύρια πηγή οδύνης. Προσκολλούμαστε στις σκέψεις μας, πιστεύοντας ότι μας καθορίζουν. Κρατάμε τις επιθυμίες, νομίζοντας ότι θα μας φέρουν ευτυχία. δημιουργούμε προσδοκίες, ελπίζοντας ότι θα οδηγήσουν στην εκπλήρωση. Ωστόσο, σε αυτή την προσκόλληση, βρισκόμαστε παγιδευμένοι σε έναν κύκλο απογοήτευσης και λαχτάρας. Όσο περισσότερο πιάνουμε, τόσο περισσότερο υποφέρουμε.

Φανταστείτε ένα όμορφο λουλούδι ανθισμένο. Αν το πιάναμε σφιχτά, θα τσακίζαμε τα ευαίσθητα πέταλά του, καταπνίγοντας την ομορφιά του. Ομοίως, όταν προσκολλούμαστε στις σκέψεις και τις επιθυμίες μας, πνίγουμε τη φυσική ροή της ζωής. Το Ζεν μάς διδάσκει ότι αφήνοντας τον εαυτό μας να φύγει, επιτρέπουμε στον εαυτό μας να βιώσει τον κόσμο στην πληρότητά του, χωρίς να επιβαρύνεται το βάρος των προσκολλήσεών μας.

Η ενεργή δέσμευση του να αφήνεις

Το να αφήνεις δεν είναι μια παθητική πράξη παραίτησης. μάλλον, είναι μια ενεργή ενασχόληση με τη ζωή. Απαιτεί να είμαστε παρόντες, να παρατηρούμε τις σκέψεις και τα συναισθήματά μας χωρίς κρίση και να τα αναγνωρίζουμε ως παροδικά φαινόμενα. Σε αυτή την πρακτική, μαθαίνουμε να παρακολουθούμε τις εμπειρίες μας χωρίς να μπλέκουμε σε αυτές.

Σκεφτείτε τη μεταφορά ενός ποταμού. Καθώς στεκόμαστε στις όχθες του, μπορούμε να δούμε το νερό να κυλάει - κάθε στιγμή μια μοναδική εμπειρία που έρχεται και φεύγει. Αν προσπαθήσουμε να πιάσουμε το νερό, θα βρούμε μόνο τα χέρια μας άδεια και βρεγμένα. Αλλά αν του επιτρέψουμε να ρέει, μπορούμε να εκτιμήσουμε την ομορφιά και τη δύναμή του. Με τον ίδιο τρόπο, το αφήνοντας να πάει μας καλεί να αγκαλιάσουμε την παρούσα στιγμή, αναγνωρίζοντας ότι είναι και φευγαλέα και αιώνια.

Αγκαλιάζοντας το παρόν

Η πράξη της εγκατάλειψης ανοίγει την πόρτα σε μια μυστικιστική μορφή ζωής—που μας καλεί να αγκαλιάσουμε το παρόν όπως είναι. Στο Ζεν, η παρούσα στιγμή θεωρείται ως ένας ιερός χώρος, ένα σημείο σύνδεσης μεταξύ του συνηθισμένου και του υπερβατικού. Όταν απελευθερώνουμε τις προσκολλήσεις μας, αρχίζουμε να βλέπουμε τον κόσμο με φρέσκα μάτια, ανακαλύπτοντας το εξαιρετικό μέσα στο εγκόσμιο.

Αυτή η αλλαγή προοπτικής μας επιτρέπει να βιώσουμε τη ζωή πιο ολοκληρωμένα. Γνωρίζουμε την ομορφιά σε ένα απλό φλιτζάνι τσάι, τη χαρά σε ένα κοινό χαμόγελο και τη γαλήνη σε μια ήσυχη στιγμή μοναξιάς. Κάθε εμπειρία γίνεται ένα πολύτιμο δώρο, μια φευγαλέα ματιά στην απεραντοσύνη της ύπαρξης.

Η ελευθερία του να αφήνεις να πάει

Καθώς εξασκούμαστε στην αφαίρεση, αποκαλύπτουμε μια βαθιά αίσθηση ελευθερίας. Αυτή η ελευθερία δεν είναι η απουσία επιθυμίας ή σκέψης αλλά μάλλον η απελευθέρωση από την ανάγκη να προσκολληθείς σε αυτά. Μαθαίνουμε να πλοηγούμαστε στη ζωή με μια αίσθηση ευκολίας, καταλαβαίνοντας ότι οι σκέψεις και τα συναισθήματά μας δεν είναι ο πραγματικός μας εαυτός αλλά μάλλον περαστικά σύννεφα στον ουρανό της συνείδησής μας.

Σε αυτή την κατάσταση ελευθερίας, μπορούμε να ανταποκριθούμε στη ζωή με χάρη και συμπόνια. Γινόμαστε πιο συντονισμένοι με τις ανάγκες των άλλων, πιο ανοιχτοί σε νέες εμπειρίες και πιο ανθεκτικοί απέναντι στις προκλήσεις. Το να αφήνουμε να φύγει μας επιτρέπει να καλλιεργήσουμε μια αίσθηση εμπιστοσύνης στην εξέλιξη της ζωής, γνωρίζοντας ότι κάθε στιγμή είναι μια ευκαιρία για ανάπτυξη και μεταμόρφωση.

Συμπέρασμα: Το Μυστικό Ταξίδι

Η τέχνη του να αφήνεις είναι ένα μυστικιστικό ταξίδι που μας καλεί να εξερευνήσουμε τα βάθη της ύπαρξής μας. Μας προκαλεί να αντιμετωπίσουμε τις προσκολλήσεις μας και να αγκαλιάσουμε την παρούσα στιγμή με ανοιχτή καρδιά. Καθώς ασχολούμαστε με αυτή την πρακτική, ανακαλύπτουμε την ομορφιά της μονιμότητας και την ελευθερία που προέρχεται από την παραίτηση από την εξουσία μας στη ζωή.

Τελικά, το να αφήνεις δεν είναι να χάσουμε τον εαυτό μας αλλά να βρούμε την αληθινή μας ουσία. Είναι ένα μονοπάτι που μας οδηγεί σε μια βαθύτερη κατανόηση του εαυτού μας και της θέσης μας στο σύμπαν. Καθώς μαθαίνουμε να αφήνουμε τον εαυτό μας, ανοίγουμε τον εαυτό μας στη μαγεία της ύπαρξης, όπου κάθε στιγμή είναι ένας χορός δημιουργίας, μια γιορτή ζωής και μια πρόσκληση να είμαστε πλήρως παρόντες στο εδώ και τώρα.

Το Φως της Κατανόησης

Να Βλέπεις, να Αντιλαμβάνεσαι την Πραγματικότητα Όπως Είναι (Όπως Συμβαίνει), όχι όπως την κατασκευάζει η σκέψη, η μνήμη, ο χρόνος, είναι σαν να βλέπεις τον Κόσμο φωτισμένο με ένα άλλο φως. Τα «πράγματα» είναι υπαρκτά, ζωντανά, καινούργια, και συνεχώς αλλάζουν, σαν την φλόγα του κεριού, Αυτή είναι η ομορφιά τους.

Το Φως της Άμεσης Αντίληψης, της Γνώσης, Χωρίς σκέψη, αποκαλύπτει ένα Κόσμο Τελείως Διαφορετικό από αυτόν που γνωρίζουν συνήθως οι άνθρωποι, τον κόσμο της σκέψης τους. Είναι ο Κόσμος ο Αληθινός, της Αιώνιας Στιγμής που Ρέει, που δεν έχει τέλος, και συνεχώς αλλάζουν όλα τα φαινόμενα Μέσα Της, όλα έξω από τον κοσμικό χρόνο, την κοσμική εξέλιξη (που είναι κατασκευή της σκέψης). Γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί συμβαίνει έτσι; Επειδή Γίνεται Συνεχώς Αντιληπτή η Ενότητα, Μέσα της Αναπτύσσονται και Ολοκληρώνονται και Χάνονται Όλα. Έτσι Ενώ η Ενότητα Παραμένει Πάντα Ταυτόχρονα όλα Φύονται Αναπτύσσονται και «Χάνονται» πάλι στην Ενότητα, Τελείως Φυσικά, Ανεμπόδιστα, και χωρίς τίποτα «καινούργιο» (διαφορετικό από την Ενότητα) να «εμφανισθεί» και τίποτα (διαφορετικό από την Ενότητα) να «χαθεί»…

Ο Αληθινός Κόσμος Ρέει (Μέσα στην Αιωνιότητα), ενώ ο κόσμος της σκέψης είναι «ακίνητος» κι απλά αλλάζουν οι «συσχετισμοί» ανάμεσα στα πράγματα που «περιέχει». Είναι τελείως διαφορετικό… Αυτός που Βλέπει την Ενότητα Βλέπει την Πραγματικότητα Ζωντανή, Δραστήρια, κι Όλα να Ανθίζουν και να Χάνονται Μέσα Της. Αυτός που βλέπει με την σκέψη, βλέπει μόνο «ξεχωριστά» πράγματα να γεννιούνται στο τίποτα και να χάνονται στο τίποτα.

Το να Ζεις Μέσα στο Ερεβοκτόνο Φως είναι Ευλογία. Κι αυτή η Δυνατότητα είναι μέσα στην Φύση του Ανθρώπου. Αρκεί να Ανοίξει τα Μάτια του (την Αληθινή Όραση) στο Τώρα, Εδώ, σε Αυτό που Συμβαίνει πραγματικά. Η Αλήθεια (η Δυνατότητα να Δούμε την Αλήθεια) είναι Μέσα μας. Και για να την Δούμε πρέπει να δούμε με τρόπο διαφορετικό (από αυτόν που βλέπουμε συνήθως, που βλέπαμε μέχρι τώρα), να σταματήσουμε να λειτουργούμε σαν αυτόματα μέσω της συσσωρευμένης γνώσης (που στο μεγαλύτερο μέρος της είναι ψεύτικη), να ξεφύγουμε από το αυτόματο «αυτό το γνωρίζω» και να επικαλούμαστε για αυτό την μνήμη, και να Βλέπουμε το αληθινό, το «ζωντανό» που υπάρχει απέναντί μας.

Κάθε Στιγμή είναι μια Νέα Στιγμή. Κάθε Στιγμή πρέπει να Βλέπουμε. Κάθε Στιγμή πρέπει να Ζούμε την Ζωή σαν Αυτό που Συμβαίνει αυτή την Στιγμή. Τότε μόνο η Ζωή Είναι Αληθινή και δεν μυρίζει μούχλα από παρελθόν και μνήμες… Η Αλήθεια είναι Κάτι που Ζούμε, ένας διαφορετικός τρόπος αντίληψης και συμπεριφοράς, κι αυτό κάνουν οι Αληθινοί Ζωντανοί άνθρωποι. Η Αλήθεια δεν είναι διανοητική γνώση, κάτι που πρέπει να μάθουμε, να αφομοιώσουμε και να «πειθαρχήσουμε» σε αυτό... αυτό το κάνουν οι «πίθηκοι».

Νίτσε: Πέθανε ο Θεός - Ελλήνισε και διαβάζει ο Δημήτρης Λιαντίνης

Ο Τρελός

Δεν έχετε ακουστά για κείνο τον Τρελό, που μέσα στο ντάλα μεσημέρι άναψε ένα φανάρι, όρμησε στη μέση την Αγορά, και άρχισε να φωνάζει:

«Ψάχνω για το θεό, ψάχνω για το θεό!»

- Εκεί υπήρχαν άνθρωποι πολλοί που δεν πίστευαν στο θεό. Και αναμεταξύ τους ο Τρελός ξεσήκωσε άγριο γέλιο. Απολέσθηκε, ρε; είπε ο ένας. Μήπως έχασε το δρόμο του σαν τα μικρά παιδιά; είπε ο άλλος. Μήπως κρύφτηκε κάπου; Μήπως βαρκαρίστηκε σε καράβι, και έσυρε στην ξενιτειά; Έτσι ρώταγαν και γελούσαν.

Τότες ο Τρελός πήδηξε καταμεσής στους άθεους, τους κοίταξε άγρια στα μάτια, και είπε:

«Ρωτάτε πού πήγε ο θεός; Εγώ θα σας πώ. Τον σκοτώσαμε! Εσείς κι εγώ τον σκοτώσαμε. Όλοι εμείς είμαστε οι φονιάδες του.

Μα πώς κάναμε τέτοιο κακό; Πώς φτάσαμε ν' αδειάσουμε τις θάλασσες; Ποιος μας έδωκε το σφουγγάρι και σβήσαμε τους ορίζοντες; Πώς έγινε τρόπος να κόψουμε τη γης από το μαγνήτη του ήλιου; Για πού τραβάει τώρα η γης; Κι εμείς χωρίς τον ήλιο, για πού τραβάμε τώρα εμείς;

Κοίτα πώς γκρεμιζόμαστε μπροστά. Πώς τραβάμε πίσω, πάνου, κάτου, αριστερά, δεξιά. Σε όλα τα σημεία.

Στέκεται στη θέση του ακόμα το Πάνω και το Κάτω; Η στράτα μας δεν είναι μια περιπλάνηση μέσα στο ατελεύτητο Τίποτα; Η απογειάδα του άδειου χώρου δε μας παραφυσάει θανάσιμα; Δε γίνεται πιο παγερή η παγωνιά μας; Νύχτα πάνου στη νύχτα, δε μας κυκλώνει ζοφερότερη η νύχτα; Δέκα η ώρα το πρωί, και πρέπει ν' ανάψουμε τα φανάρια μας.

Ακούστε, λοιπόν τους νεκροθάφτες! Τον κρότο που κάνουν, καθώς παραχώνουν το θεό. Δεν σας παίρνει τη μύτη η θεϊκή αποσύνθεση; Γιατί και οι θεοί σαπίζουν.

Πέθανε ο θεός! Ο θεός είναι νεκρός! Κι αυτοί που τον σκότωσαν είμαστ' εμείς. Είμαστε οι φονιάδες πάνου απ' όλους τους φονιάδες.

Ποιος μπορεί να μας παρηγορήσει τώρα; Το Άγιο και το Ισχυρό, εκείνο που άρμοζε ως τώρα σε τάξη τον κόσμο και τη φύση, στάζει αίματα ανάμεσα στα μαχαίρια μας.

Ποιος θα σκουπίσει τα ματωμένα μας χέρια; Ποια αγιασμένα ύδατα θα μας γίνουν καθαρμοί; Τι λογής αγνιστήριες γιορτές, τι λογής ιερούς αγώνες θα θεσπίσουμε; Το μέγεθος αυτής της πράξης είναι πάνου από το μέτρο των ανθρώπων.

Τώρα πρέπει οι ίδιοι εμείς να γίνουμε θεοί! Έτσι μόνο θα σταθούμε στο ύψος της πράξης του φόνου. Γιατί δεν εξανάγινε στυγερότερη πράξη. Αυτοί που θα ζήσουν μετά από μας, έχοντας πίσω τους ένα τέτοιο πελώριο έργο, θα ζήσουνε σε μια εποχή ανώτερη απ' όλες τις εποχές μέχρι τώρα.»

- Στο σημείο αυτό ο Τρελός σταμάτησε. Γύρισε τη ματιά του τριγύρω στους ανθρώπους, και οι άνθρωποι τον κοίταζαν χαμένοι. Ο Τρελός βρόντηξε τότες το φανάρι του στη γης. Και το φανάρι σβήστηκε σπάζοντας χίλια κομμάτια.

«Φτάνω νωρίς, τους είπε. Φτάνω προτού φτάσει το πλήρωμα του χρόνου. Ετούτη η πελώρια πράξη βρίσκεται καθ' οδόν. Ταξιδεύει. Δε χτύπησε ακόμη στ' αυτιά των ανθρώπων. Χρειάζεται χρόνο η αστραπή και η βροντή. Το φως των αστεριών χρειάζεται χρόνο. Οι πράξεις των ανθρώπων χρειάζουνται χρόνο από τότε που γίνανε, ως τότε που θα φτάσουν στα αυτιά και στα μάτια τους. Και η πράξη τούτη είναι πιο μακρυνή από τα μάκρυνα αστέρια. Και όμως, αυτοί που την κάμανε είμαστ' εμείς!»

- Λένε ακόμη πως εκείνη την ίδια μέρα ο Τρελός μπήκε σε πολλές εκκλησίες, και κλαίγοντας σύνθεσε το δικό του Requiem για τον αιώνιο θάνατο του θεού. Ύστερα βγήκε και είπε τα τελευταία του λόγια:

«Μα τι είναι αυτές οι εκκλησιές των ανθρώπων, αν δεν είναι οι σπηλιές και τα μνήματα του θεού;»

Δ. Λιαντίνη, Γκέμμα
Friedrich Nietzsche, Η χαρούμενη επιστήμη

Η επική απάντηση της Λεόντιον στο Θεόφραστο

Όταν ο Θεόφραστος ο γνωστός μαθητής του Αριστοτέλη και διάδοχός του στο Λύκειο, συνέγραψε βιβλίο περί γάμου στο οποίο δεν εκφραζόταν και τόσο τρυφερά για το γυναικείο φύλλο, η επικούρεια φιλόσοφος Λεόντιον του επετέθη με σφοδρότητα και απέσπασε τον γενικό θαυμασμό γράφοντας μία πραγματεία με τίτλο «Κατά Θεόφραστου». Ακόμη και ο Κικέρων μετά από 250 χρόνια, εκφράζει τον θαυμασμό του για το έργο της Λεοντίου, αλλά και γιατί μία γυναίκα τόλμησε να γράψει μία πραγματεία εναντίον ενός ανδρός γνωστότατου για την σοφία του. Το περί γάμου αυτό έργο της Λεοντίου έχει χαθεί μαζί με σχεδόν όλα τα έργα των επικούρειων. Το παρακάτω πόνημα είναι μια μυθοπλασία ανασύνθεσης του χαμένου κειμένου

Να λοιπόν που μάθαμε ότι τον σεβαστό Λυκειάρχη απασχολεί σοβαρά ο γάμος! Τόσο που αποφάσισε να εκθέσει τους προβληματισμούς του κλούβιου μυαλού του σε περισπούδαστο σύγγραμμα, για να σύρει των γυναικών τα εξ ’αμάξης και να καταλήξει στο σοφό συμπέρασμα ο γελοίος, ότι στους άνδρες δεν συμφέρει ο γάμος σε καμιά περίπτωση.

Γι αυτό και αποφάσισα φίλοι μου δημόσια και με παρρησία να υπερασπιστώ την τιμή των γυναικών της Αθήνας, αλλά και όλης της Ελλάδας ξεμπροστιάζοντας τον μισογύνη και καταρρίπτοντας ένα προς ένα όλα του τα σαθρά επιχειρήματά.

Αν στους άνδρες δεν συμφέρει μια φορά ο γάμος στις γυναίκες δεν συμφέρει χίλιες! Γιατί σ’αυτήν την κοινωνία που την φτιάξαν σαν τα μούτρα τους, αυτοί έχουν πάντα το πάνω χέρι. Και κατ’ αρχήν στα κορίτσια δεν δίνουν καν την στοιχειώδη μόρφωση! Μας θέλουν τούβλα για να μας χειρίζονται κατά πως γουστάρουν. Αυτοί μπορούν να διαλέξουν σύζυγο όποια τους γυαλίσει ή όποια έχει προίκα, εμάς όμως πρέπει να μας διαλέξει σύζυγο ο γεροξεκούτης ο πατέρας μας ή το βλαμμένο ο αδελφός μας κατά πως βολεύει στα συμφέροντά τους, χεστήκανε για το τι θέλουμε εμείς ή ποιόν ποθεί η ψυχούλα μας, και έχουν την απαίτηση να του καθόμαστε όποτε γουστάρει, να του κάνουμε παιδιά και να τον υπηρετούμε αγόγγυστα, να φροντίζουμε το βιός του και να τα φέρνουμε βόλτα στα οικονομικά του σπιτιού με όσα ευαρεστηθεί ο τσιφούτης να μας δώσει. Τώρα πως γίνεται εμείς οι αμόρφωτες να τα καταφέρνουμε μια χαρά στην διαχείριση του σπιτιού και αυτοί οι μορφωμένοι να τα κάνουν μια ζωή μαντάρα με τα οικονομικά της πόλης αποτελεί μυστήριο!

Ούτε από το σπίτι μπορούμε να ξεμυτίσουμε μην τύχει και μας δει η γειτονιά και μας πουν πουτάνες! Μεγάλη προσβολή για την υπόληψη του αφέντη που θέλει το κούτελό του καθαρό και την φωλιά του λερωμένη! Λες και μέσα στο σπίτι αν μας γυρίσει το μυαλό δεν μπορούμε να μπάσουμε όποιο γκομενάκι μας γυαλίσει και να μην πάρει ο κόπανος χαμπάρι! Να σαν την Κλεονίκη του Ευθύδημου ένα πράμα, που έβαλε την δούλα της στην πόρτα να κόβει χαρτάκια με σειρά προτεραιότητας! Και καλά κάνει το κορίτσι δηλαδή! Άσε τον μαλάκα τον γεροξεκούτη σου λέει, δεν πηδάει που δεν πηδάει, άστον να ξημεροβραδιάζεται στην Στοά με εκείνον τον μαυρoκαλιασμένο τον ψευτοφιλόσοφο τον Ζήνωνα, η μοίρα του τόχε άλλωστε να είναι κερατάς!

Αλλά είμαστε λέει ο αχαΐρευτος και πολυέξοδες! Εμείς που αρκούμαστε μόνο στα βασικά! Όλο τον χρόνο είμαστε κλεισμένες στο σπίτι! Και το σπίτι θέλει και αυτό το κάτι τις του για να είναι ζεστό και φιλόξενο, να χαίρεσαι να περνάς τις ώρες σου μέσα του. Και τα επιπλάκια του θέλει και την κουρτινούλα του και τα μπιμπελό του, όχι μόνο την φωτογραφία του μαλάκα με το σόι του στον τοίχο να σου γυρίζει τ’ άντερα. Τις γιορτές περιμένουμε και εμείς οι καημένες για να χαρούμε, να δούμε λίγο κόσμο, κανένα γκομενάκι καινούργιο βρε αδελφέ! Ε! να μην έχεις ένα καινούργιο φορεματάκι, μια καινούργια γοβίτσα ένα βιζόν γιακά να βγεις στην Πασαρέλα; Άλλωστε κάθε γιορτή θέλει και τα δικά της! Καμμιά τουαλετίτσα για τα θεσμοφόρια ,πιο casual ντύσιμο για τα Ανθεστήρια, τζινάκι και farmer look για τα μεγάλα Διονύσια, Trekking εξοπλισμός για τα Παναθήναια! Τι να κάνουμε Γυναίκες είμαστε! Αν δεν είμαστε περιποιημένες αυτά τα Ζαβά οι άντρες, δεν θα παίρνουν τα μάτια τους από τις Εταίρες που άλλωστε είναι και η δουλειά τους να είναι πουτάνες!

Αλλά ούτε και πολιτικά δικαιώματα έχουμε λές και δεν είμαστε άνθρωποι εμείς, ούτε την περιουσία μας μπορούμε να κάνουμε κουμάντο, αλλά πρέπει πάντα να έχουμε έναν ρεμπεσκέ πάνω από το κεφάλι μας να κανονίζει τις υποθέσεις μας, λες και μάς δεν μας κόφτει! Να εκεί είναι που ζηλεύω εκείνες τις σφιχτοκώλες τις Σπαρτιάτισσες με τα στητά βυζιά που μπορούν να κυκλοφορούν και να γυμνάζονται ελεύθερα, αλλά δεν βαριέσαι και εκεί το πανηγύρι κρατάει μέχρι τον γάμο. Μετά τα ίδια και χειρότερα. Αυτός κοιμάται στο στρατόπεδο και αυτή με την φωτογραφία του! Σεξ μετά την εκστρατεία αν γυρίσει ζωντανός και αν δεν έχει χάσει το πουλί του στην μάχη.

Αμ, το άλλο που το πας! 
  • Που μπορεί να έρθει ο κάθε νταγλαράς στον άνδρα σου και να του πει:Δικέ μου η γυναίκα σου
  • Τί η γυναίκα μου;
  • Δικέ μου πολύ την εγουστάρω έτσι τσουποτή που είναι και λέω -αν δεν έχεις αντίρρηση –να της κάνω κανα δυό τρία παιδιά!
  • Άντε με την ευχή μου και φύλαξέ μου ένα κανελλί με βούλες!
Πολιτισμένα πράγματα! Πολύ προχώ οι τύποι και μπράβο τους! Όσο για τις γυναίκες τους, περιμένουν την επόμενη εκστρατεία να την βρούν μεταξύ τους ή να ξεφαντώσουν με τους είλωτες να τους κάνουν νταντέλες και άντε μετά να έχουν οι μαύροι το κουράγιο να εξεγερθούν!

Αλλά ο Σοφός άνδρας έχει και πρόβλημα με την κρεββατομουρμούρα! Και που θα σε πετύχω εγώ ρε κύριε να σου πω τα παράπονά μου; Όλη μέρα κοπροσκυλιάζεις άλλοτε στην Αγορά με τ’ άλλα ρεμάλια φιλοσοφώντας δήθεν περί του νοήματος της ζωής και άλλοτε στην Εκκλησία του Δήμου χάνεις τον καιρό σου ακούγοντας μαζί με τ’ άλλα πρόβατα κενές ρητορείες λες και σείς παίρνετε πια τις αποφάσεις για την πόλη. Και τα περισσότερα βράδια μπεκροπίνετε στα συμπόσια και οργιάζετε με αυλητρίδες παλλακίδες και εταίρες και σε ξεφορτώνουν οι υπηρέτες στο σπίτι το πρωί λάσπη παλιοβρωμιάρη.

Και ναι κύριε έχω πολλά παράπονα γιατί έμαθες να με υποτιμάς και σημασία να μην μου δίνεις! Και όποιο θηλυκό περάσει από μπροστά σου το καρφώνεις με τα μάτια σου ξελιγωμένε μπερμπάντη! Σε μεγαλύτερη υπόληψη έχεις τις Εταίρες από την γυναίκα σου. Και όλο και κάποιο δώρο θα κάνεις σε κάποια εταίρα. Για την μητέρα των παιδιών σου που φροντίζει εσένα και το βιός σου ούτε ένα ευχαριστώ άθλιε!

Όσο για το σεξ άστο καλύτερα! Εδώ διψάει το σπίτι μας εμείς ποτίζουμε τις ξένες γλάστρες! Άσε και που όταν γίνεται κάτι συνήθως μου την πέφτεις μεθυσμένος σαν το ζώο για να σου φύγουν οι κάψες, ιδίως αν δεν σου κάθισε η μικρή που έβαλες στο μάτι – χέστηκες για μένα – και όταν τελειώσεις μου γυρνάς την πλάτη και ροχαλίζεις σαν κάπρος! Και όταν εγώ έχω ορέξεις και τρίβομαι πάνω σου σαν ξαναμμένη γάτα, εσύ το παίζεις Βούδας – ξαναχέστηκες για μένα! Και τ’ ακούω κιόλας από πάνω, γιατί διακόπτω τον διαλογισμό του Σοφού!

Αλλά έχεις και την απαίτηση μετά απ’ όλα αυτά να σε περιποιούμαι στην αρρώστια σου! Κακό ψόφο κοπρόσκυλο να πας να σε περιποιηθούν οι πουτάνες! Αλλά θέλεις και την εκτίμηση των παιδιών σου! Τι θράσος αλήθεια! Τα είδες να μεγαλώνουν; Ασχολήθηκες ποτέ με τα προβλήματά τους ρε ρεμάλι! Τί παραπονιέσαι λοιπόν που παρακαλάνε να τα κακαρώσεις να σε κληρονομήσουν;

Αλλά εγώ προσωπικά φίλοι μου δεν θα’ντεχα μια τέτοια ζωή! Γι’ αυτό και προτίμησα την ζωή της Εταίρας. Τουλάχιστον έτσι εγώ έχω το πάνω χέρι, διαλέγω εγώ ποιους θάχω συντρόφους έχω την ελευθερία μου και την ευκαιρία να συναναστρέφομαι όποιους θέλω χωρίς να φοβάμαι τον κάθε ρουφιάνο! Άλλωστε οι άνδρες τελικά πράγματι εκτιμούν περισσότερο τις Εταίρες παρά τις συζύγους τους. Πάρτε παράδειγμα την Ασπασία την Μηλήσια και την Λαίδα!

Το μουνί σέρνει καράβι λένε στην Κόρινθο. Αλλά το μουνί της Ασπασίας έσυρε ολόκληρο Αθηναϊκό στόλο σε βοήθεια των Μηλήσιων όταν αυτοί πλακώθηκαν με τους Σαμίους τότε που έλυνε και έδενε ο Περικλής! Ο οποίος Περικλής πάντρεψε την γυναίκα του και μητέρα των παιδιών του την Τηλεμνήστη δεύτερο χέρι με κάποιο κορόιδο και την προίκισε κιόλας για να συζήσει με την Ασπασία! Αυτό θα πει ακομπλεξάριστος άνθρωπος!

Αμ η άλλη η Λαίδα που έπαιζε στα δάχτυλα δύο κοτζάμ φιλοσόφους τον Διογένη και τον Αρίστιππο και άφηνε τον Δημοσθένη τον διάσημο ρήτορα να λιώνει απ΄τον καημό του για τα κάλλη της; Να μην αναφέρω την ακατανόμαστη που οργιάζει στον Παρθενώνα με εκείνο το ρεμάλι τον Δημήτριο!

Αλλά εγώ στάθηκα πιο τυχερή απ’ όλες αυτές! Γιατί ένα γκομενάκι που το γούσταρα την είδε Επικούρειος και έτσι ακολουθώντας τον βρέθηκα στον Κήπο και άλλαξε η ζωή μου από την μια μέρα στην άλλη! Πρώτη φορά ένοιωσα πως είναι να σε σέβονται πραγματικά και να σου φέρονται σαν ίσος προς ίσο. Και εκείνον τον Παππού τον μπαρμα-Επίκουρο τον πέρασα στην αρχή για κομμάτι πειραγμένο όταν τον άκουσα να λέει «να φέρεσαι έτσι στην γυναίκα σου ώστε να σε σέβεται και να μην σε φοβάται γιατί δεν την πήρες για υπηρέτρια αλλά για σύντροφο της ζωής σου»! και άλλα τέτοια εξωγήινα! Αλλά να δεις που το εννοούσε! Και έτσι έμεινα μαζί τους και έμαθα να ξεχωρίζω το χρήσιμο από το άχρηστο, το πραγματικό από τα φούμαρα. Να χαίρομαι αυτά που έχω και να μην ποθώ αυτά που δεν έχω. Και έμαθα να μην φοβάμαι τα φαντάσματα. Έμαθα ότι η φιλία είναι η βάση κάθε ανθρώπινης σχέσης και βρήκα την στοργή και την τρυφερότητα δίπλα στον γλυκό μου Μητρόδωρο που είμαστε πλέον αχώριστο ζευγάρι! Και άσε τον μίζερο τον Θεόφραστο να ψάχνει άσχημη γυναίκα για να μην του τα φορέσει! Τέτοια μυαλά πάν ασορτί με τα κέρατα. Γιατί κερατάς γίνεσαι δεν γεννιέσαι. Τουλάχιστον τα ελάφια είναι όμορφα!

ΔΕΣ: Θεόφραστος σε ελευθεριάζουσα απόδοση

ΑΜΦΙΑΡΑΕΙΟΝ: ΟΝΕΙΡΟΜΑΝΤΕΙΟ ΚΑΙ ΘΕΡΑΠΕΥΤΗΡΙΟ

Ο μεγάλος βωμόςΑπό ήρωας ο Αμφιάραος τώρα έγινε θεός με την ειδικότητα του μάντη και του θεραπευτή. Στο μυθικό παρελθόν υπήρχαν περιπτώσεις ηρώων που τιμήθηκαν ως θεοί, όπως ο Τροφώνιος της Λεβαδιάς. Εκεί λοιπόν όπου εξεβράσθηκε ο Αμφιάραος, ιδρύθηκε μεγαλοπρεπής ναός με ονειρομαντείο και θεραπευτήριο φέροντας το όνομά του. Από τον Ηρόδοτο και τον Στράβωνα μαθαίνουμε ότι ο Αμφιάραος αρχικά λατρεύτηκε στην Θήβα. Το θηβαϊκό Αμφιάρειο έχασε την φήμη του από τον 5 π.Χ. αι. Κάποιος ευλαβής Ορώπιος πήρε χρησμό να ιδρύσει νέο ιερό στην τοποθεσία όπου θύμιζε την εξαφάνιση του ήρωα βαθιά στη γη. Στα τέλη του 5ου π.Χ. αι. ιδρύθηκε το Αμφιάρειο του Ωρωπού. Δίπλα στην ιερή πηγή κτίστηκε επιβλητικός βωμός μνημειακής όψης (4,60 Χ 8,90 μ.). Του βωμού σώζεται μόνο το κάτω μέρος. Διακρίνονται και δύο βωμοί παλαιοτέρας εποχής. Στον υπερκείμενο χώρο του βωμού υπάρχουν ίχνη λαξευμένων εδωλίων τα οποία προοριζόταν για τους θεατές των θυσιών όπου γινόταν πάνω στον βωμό από τους ιερείς. Ο βωμός ήταν αφιερωμένος σε διάφορες θεότητες, ήρωες και συζύγους ηρώων, όπως στους Ηρακλή, Δία, Απόλλωνα, Ερμή, Αφροδίτη, Αθηνά, Πανάκεια, Ιασώ, Υγεία, Αμφίλοχο και τα παιδιά του, ενώ ο Αλκμαίων δεν τιμάται επειδή διέπραξε το σχετικό έγκλημα με την Εριφύλη. Τέλος υπάρχει αφιέρωση για τις Νύμφες, τον Πάνα καθώς και για τους ποταμούς Αχελώο και Κηφισό.

Μεταξύ Αττικής και Βοιωτίας προς το μέρος του σημερινού Ωρωπού βρίσκεται το μαντείο-θεραπευτήριο του Αμφιαράου, κρυμμένο μέσα σε μία βαθιά ρεματιά χωρίς ορίζοντα, με πλούσια βλάστηση. Το θαυμάσιο τοπίο του ιερού περιβάλλεται με πεύκα, πικροδάφνες, πλατάνια και με ιαματική πηγή.

Η γεωμορφολογία του ιερού χώρου μας παραπέμπει στον αρχέγονο μύθο του ήρωα Αμφιαράου. Ο Αισχύλος στην τραγωδία του “Επτά επί Θήβας” μας εξιστορεί τα γεγονότα που έγιναν αίτια για την ίδρυση του ιερού. Ο Αμφιάραος ήταν γιος του Οικλέους και εγγονός του μάντη θεραπευτή Μελάμποδος. Ο Αμφιάραος βασίλευσε στο Άργος μαζί με τον Άδραστο, του οποίου την αδελφή του Εριφύλη νυμφεύτηκε. Κάποτε ο Πολυνείκης, υιός του Οιδίποδος εκδιώχτηκε από τον αδελφό του Ετεοκλή, ήλθε στο Άργος και ζήτησε βοήθεια για να καταλάβει την Θήβα. Ο Αμφιάραος ως μάντης που ήταν, αρνήθηκε να πάει επειδή ήξερε πως όσοι θα έπαιρναν μέρος στην εκστρατεία αυτή θα εφονεύοντο, εκτός από τον Άδραστο. Ο Αμφιάραος συμβούλεψε την γυναίκα του Εριφύλη να μη φανερώσει που βρίσκεται ο ίδιος και να μη δεχθεί δώρο από τον Πολυνείκη. Όμως ο Πολυνείκης εξαπάτησε την Εριφύλη χαρίζοντας την το φημισμένο περιδέραιο της Αρμονίας, της γυναίκας του βασιλιά της Θήβας Κάδμου. Ο Αμφιάραος αναγκάστηκε να εκστρατεύσει με τους άλλους έξι αρχηγούς. Πριν φύγει όμως για τον πόλεμο παρότρυνε στα παιδιά του, τον Αμφίλοχο και τον Αλκμαίωνα, όταν ενηλικιωθούν να σκοτώσουν την μητέρα τους και να εκστρατεύσουν κατά των Θηβών. Όπως προέβλεψε ο Αμφιάραος φονεύθηκαν οι στρατηγοί εκτός του Αδράστου. Ο Αμφιάραος καθώς υποχωρούσε με το άρμα του προς την Αττική τη στιγμή που ο διώκτης του ο Περικλύμενος ετοιμαζόταν να τον σκοτώσει, ο Ζευς ρίχνει τον κεραυνό του, άνοιξε η γη και τον κατάπιε μαζί με το άρμα του και τον ηνίοχό του. Ο Αμφιάραος κατέβηκε στον Άδη άτρωτος και τέθριππος. Δεν είχε παρέλθει όμως πολύς χρόνος και ο ήρωας αυτός αναδύθηκε από το χάσμα του εδάφους, από το οποίο ανέβλυζε νερό. Από την ιερή πηγή ξεκίνησε η λατρεία του Αμφιαράου. Σ’ αυτή τίποτε δεν θυσίαζαν, ούτε χρησιμοποιούσαν το νερό της για καθαρμούς. Όταν όμως ένας θεραπευθεί από την αρρώστια κατόπιν μαντείας που του δόθηκε, υπήρχε η συνήθεια να ρίχνει ασημένια ή χρυσά νομίσματα στην πηγή. Με την προσφορά ο θεραπευμένος εξέφραζε την επιθυμία του να αμείψει τον θεό για την ευεργεσία. Σήμερα όταν κάνουμε μία ευχή ρίχνουμε νομίσματα σε κρήνες. Το νερό της ιερής πηγής του Αμφιαράου αναβλύζει κατά καιρούς σε μία μακρόστενη δεξαμενή κοντά στον βωμό.

Η συστηματική ανασκαφή που άρχισε το 1884 από την Αρχαιολογική Εταιρεία με την εποπτεία του αρχαιοδίφη και εφόρου Βασιλείου Λεονάρδου, κράτησε ως το 1929 αποκαλύπτοντας πολλά μνημεία και επιγραφές και μας έδωσε σπουδαίες πληροφορίες σχετικά με την λατρεία του Αμφιαράου και την ακτινοβολία του στον αρχαίο κόσμο. Οι επιγραφές και τα ανάγλυφα που ανακαλύφθηκαν επιβεβαιώνουν την ακριβέστατη περιγραφή του Παυσανία για την λειτουργία του Αμφιαράειου.

Σε μικρή απόσταση δυτικά από τον μεγάλο βωμό βρίσκονται τα ερείπια του μεγάλου ναού του Αμφιαράου του 4 π.Χ. αι. Η θεμελίωση έχει διαστάσεις 29 Χ 14 μ. Στην πλευρά της εισόδου υπήρχε πρόναος με έξι δωρικούς κίονες ανάμεσα σε παραστάδες. Πίσω από την κιονοστοιχία της πρόσοψης υπήρχε ο πρόδομος με μαρμάρινους πάγκους στους τοίχους για να αναπαύονται οι επισκέπτες και κατόπιν ο σηκός ο οποίος ήταν χωρισμένος σε τρία κλίτη, με δύο σειρές από ραβδωτούς ιωνικούς κίονες τοποθετημένους σ’ όλο το μήκος του σηκού. Στο κεντρικό κλίτος υπήρχε μαρμάρινο άγαλμα του Αμφιαράου που είχε τον τύπο του όρθιου Ασκληπιού.

Το άγαλμα σήμερα είναι ακρωτηριασμένο. Μπροστά από το άγαλμα βρισκόταν η μαρμάρινη τράπεζα προσφορών με την χρυσή φιάλη, όπου έκανε σπονδές ο ιερέας. Στο βάθος του σηκού υπήρχε το άδυτο για την φύλαξη λατρευτικών σκευών. Ο ναός ήταν κατασκευασμένος από ντόπιο ασβεστόλιθο. Στην αρχαιότητα ο ναός ήταν γεμάτος από αφιερώματα των πιστών, μικρά ομοιώματα μελών του ανθρώπινου σώματος που έχουν θεραπευτεί και νομίσματα κολλημένα με κερί όπως συμβαίνει και σήμερα στις εκκλησίες με τα τάματα. Σώζεται μόνο το βορειοδυτικό τμήμα του ναού γιατί το υπόλοιπο τμήμα του παρασύρθηκε από τον χείμαρρο Μαυροδήλεσι στα ύστερα Ρωμαϊκά χρόνια. Το ποτάμι παρέσυρε το ανάλημμα που συγκρατούσε τα χώματα πάνω στα οποία ήταν θεμελιωμένος ο ναός. Πριν χτιστεί ο μεγάλος ναός υπήρχε ένας μικρός βορειότερα ο οποίος συνυπήρχε με τον μεγάλο επί ένα τουλάχιστον αιώνα.

Από τα σημαντικότερα μνημεία του Αμφιαρείου θεωρείται η Μεγάλη Στοά που χρησίμευε για την εγκοίμηση των προσκυνητών. Όσοι έπασχαν από κάποια αρρώστια και ήθελαν να βρουν ίαση ή ήθελαν την συμβουλή του Θεού για να λύσουν κάποιο πρόβλημα, ελάμβαναν χρησμό κατά την εγκοίμηση πάνω στην προβιά του κριού που την θυσίαζαν αφού προηγουμένως είχαν κάνει αποχή από οινοποσία και μιας ημέρας νηστεία. Μέσα στον ύπνο ο προσκυνητής δεχόταν σε όνειρο την συμβουλή του Θεού ή ακόμα και θεραπευόταν. Τα όνειρα τα ερμήνευαν οι ιερείς.

Η Μεγάλη Στοά χτίστηκε γύρω στα 350 π.Χ. Είχε μήκος 110,15 μ. και πλάτος 10,78 μ. Στην πρόσοψη είχε 41 πώρινες δωρικές κίονες και στο εσωτερικό είχε 17 κίονες Ιωνικού ρυθμού, οι οποίοι χώριζαν το κτήριο στο μήκος σε δύο κλίτη. Στα δύο πέρατα της στοάς κατασκευάστηκαν ανά ένα δωμάτιο διαστάσεων περίπου 10 Χ 5,5 μέτρων για την εγκοίμηση των αρρώστων και των χρηστηριαζομένων.

Η στοά είναι το πιο χαρακτηριστικό κτήριο της αρχαίας Ελλάδος. Εκτός από την ονειρομαντεία, η στοά χρησίμευε για την διαμονή των επισκεπτών, για την ανάπαυση και την συζήτηση. Ας μη λησμονούμε ότι η στοά ήταν συνδεδεμένη με τις κοινωνικές και πνευματικές συνήθειες των Ελλήνων. Στοές υπήρχαν και στις αγορές. Ο Πλάτων συζητούσε στην στοά, ο δε φιλόσοφος Ζήνων και οι διάδοχοι του χρησιμοποιούσαν την Ποικίλη Στοά για την διδασκαλία τους (Στωϊκοί Φιλόσοφοι).

Απαραίτητο θεραπευτικό στοιχείο του Αμφιαράειου ήταν τα λουτρά, για σωματικό καθαρμό και ψυχική εξυγίανση. Οι εγκαταστάσεις των λουτρών αποτελούνταν από το ανδρείο και το γυναικείο λουτρό. Το δάπεδο των λουτρών ήταν στρωμένο με λίθινες πλάκες και χαραγμένο για να μη γλιστράνε οι λουόμενοι. Υπήρχε υπόκαυστο δηλαδή κάτω από το δάπεδο κυκλοφορούσε ζεστός ατμός που διοχετευόταν από πολλές τρύπες μέσα στους λουτήρες. Το σύστημα αυτό (θέρμες) πέρασε στους Ρωμαίους, στους Βυζαντινούς και αργότερα στους Οθωμανούς με τα λεγόμενα χαμάμ. Οι πάσχοντες πριν υποστούν θεραπεία, έπρεπε να κάνουν χρήση θερμού ή ψυχρού λουτρού, ανάλογα την περίσταση. Σήμερα από τα λουτρά σώζεται μία δεξαμενή και δύο μεγάλες λεκάνες.

Μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού το Αμφιαράειο καταστράφηκε. Μόνο ο χώρος των λουτρικών εγκαταστάσεων στα παλαιοχριστιανικά χρόνια ξαναχρησιμοποιήθηκε. Πάνω στα ερείπια των αρχαίων λουτρών χτίστηκε μία νέα λουτρική εγκατάσταση με επτά συνολικά δωμάτια σε σχήμα του γράμματος L. Δύο από τα δωμάτια είχαν χτιστούς πάγκους για να κάθονται εκείνοι που περίμεναν να λουστούν, άλλο δωμάτιο είχε δεξαμενή νερού, και δύο είχαν υπόκαυστα (θέρμες).

Κάθε μαντείο και θεραπευτήριο είχε κατά γενικό κανόνα και το θέατρο του για μουσικές και λογοτεχνικές εκδηλώσεις. Το θέατρο του Αμφιάρειου διαμορφώθηκε γύρω στα 190 π.Χ. και βρίσκεται ψηλότερα από τη Μεγάλη Στοά. Το κοίλον λαξεύτηκε στην πλαγιά του λόφου του οποίου σώζονται τα πώρινα εδώλια. Η στρογγυλή ορχήστρα έχει διάμετρο 12,36 μ. Στην ορχήστρα ο ιερεύς Νίκων τον 1ο αι. π.Χ. αφιέρωσε πέντε πλουσιοχτοισμένους μαρμάρινους θρόνους. Όλοι τους έχουν την επιγραφή “Νίκων Νίκωνος ιερεύς γενόμενος Αμφιαράωι”.

Απέναντι από την ορχήστρα υψώνεται η αναστηλωμένη κιονοστοιχία του προσκηνίου του θεάτρου με οκτώ δωρικές κολόνες. Ανάμεσα στους κίονες τοποθετούσαν πίνακες, οι οποίοι παρουσίαζαν ζωγραφισμένες τις παραστάσεις σχετικά με τα έργα που παίζονταν στο θέατρο. Πάνω από το προσκήνιο υπήρχε ένας εξώστης. Στα παλαιότερα χρόνια τα έργα παίζονταν στην ορχήστρα από τον χορό και τους ηθοποιούς. Από τον 2ο π.Χ. αι. ο χορός σχεδόν εξαφανίσθηκε, οι ηθοποιοί έπαιζαν τα έργα πάνω στον εξώστη της σκηνής.

Συνεχίζοντας την περιπλάνηση στον αρχαιολογικό χώρο του Αμφιαράειου δυτικά της Μεγάλης Στοάς υπάρχει μία σειρά από μνημειώδεις βάσεις αγαλμάτων. Τα αγάλματα όλα καταστράφηκαν, σώζονται μόνο οι βάσεις, τα βάθρα με χαραγμένες επιγραφές και μικρά γράμματα. Πρόκειται για αφιερώματα σημαντικών προσώπων και κατάλογοι νικητών αγώνων (Αμφιάρεια). Υπάρχουν επίσης στήλες με επιγραφές που αφορούσαν ψηφίσματα για την επισκευή του ιερού και τον Ιερό Νόμο που καθόριζε τον τρόπο διοίκησης του ιερού.

Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι οι Αθηναίοι τίμησαν τον Βρούτο, δολοφόνο του Ιουλίου Καίσαρος, με μία αφιερωματική επιγραφή που χάραξαν πάνω σ’ ένα βάθρο επί του οποίου είχε στηθεί έφιππος ανδριάντας. Μάλιστα οι Ωρώπιοι έσβησαν την επιγραφή του 3ου π.Χ. αι. και χάραξαν τη νέα επιγραφή του Βρούτου στο 42 π.Χ. Άλλο ένα δείγμα υποτελείας και παρακμής ήταν να σβήσουν την αναθηματική επιγραφή κάποιου σπουδαίου Έλληνα του 3ου π.Χ. αι. και να χαράξουν το όνομα του Γαϊου Σκριβωνίου Κουρίωνος συνεργάτη του καταστροφέα Σύλλα. Ο Σύλλας αν και είχε κατεδαφίσει πολλά ιερά της Ελλάδος έκανε δωρεές στον Ωρωπό και στο Αμφιάρειο για την άνθηση των αγώνων.

Οι Ωρώπιοι τιμούσαν τον Αμφιάραο κάθε πέμπτο χρόνο με μουσικούς, ποιητικούς, αθλητικούς και ιππικούς αγώνες (Μεγάλα Αμφιάρεια). Οι αγώνες ήταν πανελλήνιοι και έπαιρναν μέρος από όλη την Ελλάδα, Μικρά Ασία και την Κάτω Ιταλία. Οι αθλητικοί αγώνες διεξάγονταν στο στάδιο που πιθανότατα βρισκόταν μπροστά από την Μεγάλη Στοά. Ως ιππόδρομο χρησίμευαν την μικρή πεδιάδα βόρεια του Ιερού, το αυλοτόπι όπως ονομάζουν οι ντόπιοι σήμερα, γεμάτη με καλλιέργειες κι αμπέλια.

Στην αρχαιότητα για να περάσει κανείς στη δεξιά όχθη του ποταμού υπήρχε μία γέφυρα, η οποία καταστράφηκε. Στη μία άκρη της ήταν τα ανδρικά λουτρά, στην άλλη υπάρχει μία κλεψύδρα. Η Κλεψύδρα ήταν ένα μεγάλο υδραυλικό ωρολόϊ, υπόγειο κτίσμα με χτιστή τετράγωνη λεκάνη που λειτουργούσε ως εξής : Όταν γέμιζε η λεκάνη με νερό, επέπλεε ένα κομμάτι ξύλου. Στον πυθμένα της λεκάνης υπήρχε στενή τρύπα από την οποία άδειαζε με πολύ αργό ρυθμό το νερό από ένα κρούνο και προκαλούσε την πτώση της στάθμης του νερού παρασύροντας προς τον πυθμένα το κομμάτι του ξύλου με τον προσαρμοσμένο σ’ αυτό δείχτη, ο οποίος κατέβαινε κι’ αυτός σε αριθμημένη κλίμακα κι έδειχνε την ώρα πάνω στην κλίμακα. Παρόμοια κλεψύδρα υπήρχε και στην αρχαία αγορά της Αθήνας.

Στην δεξιά όχθη που ήταν κατοικήσιμη περιοχή υπήρχαν ξενώνες, αγορά, αγορανόμιο, κατώγια δηλαδή ξενοδοχεία, για όσους ήθελαν να μείνουν περισσότερο καιρό. Από τις επιγραφές πληροφορούμεθα ότι υπήρχαν καπηλεία, μαγαζιά που εξυπηρετούσαν τους ξένους. Υπήρχαν ακόμη και εργαστήρια για να επισκευάσει κανείς τα παπούτσια του. Ιδιαίτερη ζωντάνια αποκτούσε η δεξιά όχθη όταν τελούσαν τα Μεγάλα Αμφιάρεια. Ο τόπος γέμιζε με ετερόκλητο πλήθος, με σκηνές, πάγκους και παραπήγματα. Κάτι σαν τα σημερινά πανηγύρια της Τεγέας και του Μυστρά.

Το παρθένο δάσος που περιβάλλει τον ιερό χώρο, στο παρελθόν δοκιμάστηκε πολλές φορές από τις πυρκαγιές των νεοβαρβάρων εμπρηστών. Όμως το Αμφιάρειο ως εκ θαύματος έμεινε άθικτο. Ο φανατισμός των πρωτοχριστιανικών αιώνων κι οι βαρβαρικές επιδρομές αν και ερήμωσαν το Αμφιάρειο, εν τούτοις δεν μπόρεσαν να σβήσουν την ανάμνηση και τον μαγνητισμό του ιερού. Ως πότε όμως οι θεοί και οι νύμφες θα προστατεύουν τα δάση και τα διασωθέντα μνημεία της πολιτισμικής μας κληρονομιάς;

Tα αρχαία Ελληνικά Μυστήρια

«Ω! Τυφλή ψυχή! Οπλίσου με τη δάδα των Μυστηρίων,
Και μέσα στη γήινη νύχτα θα ανακαλύψεις το φωτεινό σου διπλό,
Την ουράνια ψυχή σου. Ακολούθησε τον Θείο οδηγό,
και θα γίνει ο δαίμονάς σου, γιατί έχει το κλειδί των υπάρξεων σου
περασμένων και μελλοντικών. Ακούστε μέσα σας και κοιτάξτε στο άπειρο του χώρου και του χρόνου. Εκεί, θα ακούσετε το τραγούδι των άστρων, τη φωνή των αριθμών, την αρμονία των σφαιρών. Κάθε ήλιοςείναι μια σκέψη του Θεού, και κάθε πλανήτης ένας τρόπος αυτής της σκέψης. Γνωρίστε τη Θεία σκέψη, ω! Ψυχές! Είναι ο λόγος για τον οποίο κατεβαίνετε και ανεβαίνετε επίπονα
τον δρόμο των ουρανών. Τι κάνουν τ' άστρα;Τι λένε οι αριθμοί;Τι κυλούν οι σφαίρες; Ω! Ψυχές χαμένες ή λυτρωμένες! Λένε, τραγουδούν, κυλούν τα πεπρωμένα σας
.».
ΕΡΜΗΣ Ο ΤΡΙΣΜΕΓΙΣΤΟΣ

«Το βύθισμα εντός του «αιωνίου» είναι το τέλος της φιλοσοφίας, όπως ακριβώς το τέλος της θρησκείας είναι το βύθισμα εντός των μυστηρίων».
Πλούταρχος

Καταλυτικό ρόλο στα θρησκευτικά δρώμενα και στην Αρχαία Ελλάδα διαδραμάτισαν όπως ήδη αναφέραμε τα Μυστήρια, τα οποία με τα θρησκευτικά δρώμενα προσέφεραν σε εκείνους που ενδιαφέρονταν, μία υπερβατική εμπειρία. Τι ήταν όμως τα μυστήρια, τα οποία αποτελούσαν το σημαντικότερο και βαθύτερο τμήμα του Ελληνικού Θεολογικού Συστήματος;

Η λέξη Μυστήριο όπως είναι γνωστό σήμαινε το απόρρητο, το μυστικό, το άρρητο μέρος μιας τελετής ή λατρείας οι οποίες δεν γινόταν φανερές σε άτομα που δεν είχαν μυηθεί. Η λέξη μύηση προέρχεται από το ρήμα μυώ, που σημαίνει κλείνω. Κλείνωτις αισθήσεις στον αισθητό κόσμο, και ανοίγω άλλου είδους εσωαισθήσεις στον «υπερβατικό ΕΤΕΡΟΝ» αθέατο για τους αρχαίους Έλληνες κόσμο. Πολλοί μελετητές πιστεύουν πως οι πρόγονοί μας επιδίωκαν και επιτύγχαναν την ανόδο της συνείδησης σε συχνότητες υψηλότερες. Τρία ήταν τα κυρίως στάδια των μυστηριακών τελετουργιών:

• Ο έλεγχος των ικανοτήτων του υποψηφίου, η νηστεία και οι καθαρμοί.

• Μύηση και ανακοίνωση των Μυστηρίων.

• Εποπτεία των δρωμένων και απόκτηση της «ευλογίας της διαδοχής».

Σύμφωνα με τον άγγλο Νεοπλατωνιστή Τόμας Τέιλορ πέντε ήταν τα μέρη της μύησης:

α) Εξαγνισμός,

β) η άδεια εισόδου για συμμετοχή στις απόκρυφες τελετές,

γ) η εποπτική αποκάλυψη,

δ) η τελετή ανάληψης καθηκόντων ή ενθρόνιση,

ε) η πέμπτη που προκύπτει από όλες τις προηγούμενες δηλαδή η εξοικείωση και εσωτερική κοινωνία με τον Θεό, και η απόλαυση αυτής της ευδαιμονίας που προέρχεται από την ενδόμυχη συνομιλία με Θεία όντα.

Ο Πλάτων αποκαλεί «εποπτεία» ή προσωπική άποψη την απόλυτη θέαση πραγμάτων που διαισθητικά γίνονται αντιληπτά, ως απόλυτες αλήθειες και ιδέες. Επίσης, θεωρεί το δέσιμο της κεφαλής και τη στέψη ως το ανάλογο της εξουσίας που δέχεται κανείς από τους δασκάλους του για να οδηγήσει άλλους στην ίδια «θέαση».

Η πέμπτη βαθμίδα προξενεί την τελειότερη ευδαιμονία και σύμφωνα με τον Πλάτωνα ταύτιση με το Θείο, όσο αυτό είναι εφικτό στα ανθρώπινα όντα. Στον Φαίδρο ο Πλάτωνας περιγράφει το τελευταίο στάδιο της «εποπτείας» ως εξής:

«Αλλά αυτοί που έλαβαν μέρος σε εκείνη από τις τελετουργίες που είναι νόμιμο να την ονομάζουμε μακαριότατη, βλέπουν τη λαμπρή ωραιότητα και τη μακάρια όψη και την πραγματική θέασή τους, καθώς εν χορό με τους άλλους πανευτυχείς μύστες γίνονται ακόλουθοι του Δία ή κάποιου άλλου πάτρωνα θεού. Και τότε πανηγυρίζουμε ευδαιμονικά, καθώς βιώνουμε μία ολοκλήρωση μέσα μας, και αισθανόμαστε ότι είμαστε πια απρόσβλητοι από οποιαδήποτε κακό, και βλέπουμε παντού τέλειες και καθαρές και βέβαιες εικόνες καθώς αναγορευτήκαμε πια μυημένοι και επόπτες μυστηρίων, λουσμένη σε ένα λαμπρό φως και νοιώθουμε ότι είμαστε εξαγνισμένοι και απαλλαγμένοι από τα δεσμά του σώματος, από αυτό δηλαδή το μνήμα που το περιφέρουμε κολλημένο επάνω μας σαν όστρακο».

Τα μυστήρια αφορούσαν ιερουργίες και δρώμενα που λάμβαναν χώρο υπό άκρα μυστικότητα κατά τη νύχτα μέσα σε σκοτεινούς ναούς και σπηλαία, όπως αναφέρει ο Διόνυσος στις Βάκχες του Ευριπίδη: «γιατί σεμνότητα προσδίδει το σκοτάδι σε αυτές».

Από τα ελάχιστα που γνωρίζουμε φαίνεται πως λάμβαναν μέρος αλληγορικές αναπαραστάσεις υπό τον μύθο κάποιας Θεότητας που συνήθως πέθαινε και αναγεννιόταν, και που συμβόλιζε το πεπρωμένο της ψυχής μετά θάνατον, αλλά ταυτόχρονος και τον νόμο και την ενότητα που συνδέουν όλα τα όντα. Οι μύστες πίστευαν πως όχι μόνον η Θεότητα ήταν παρούσα, αλλά και ότι μετείχαν κατά κάποιο τρόπο στην Θεότητα. Όπως χαρακτηριστικά λέει ο Αριστοτέλης η ψυχή του ανθρώπου περισσότερο πάθαινε παρά μάθαινε στα μυστήρια, άρα μιλάμε για μια βιωματική κατάσταση. Ο Πλωτίνος εξηγεί σχετικά:

«Αυτό είναι το νόημα εκείνης της επιταγής των μυστηρίων “τίποτα να μην αποκαλύπτεται στους αμύητους: το υπέρτατο δεν είναι για να κοινολογείται, τα άγια πράγματα απαγορεύεται να αποκαλυφθούν στον ξένο, σε όποιον δεν έχει καταφέρει ο ίδιος να δει. Δεν υπήρχαν δύο, ο ορών ήταν ένα με το ορώμενο, δεν ήταν όραμα αλλά ένωση. Ο άνθρωπος που διαμορφώνεται απ’ αυτή την ανάμειξη με το υπέρτατο πρέπει –εάν και μόνο θυμηθεί- να φέρει το είδωλό του αποτυπωμένο επάνω του. Έχει γίνει η ενότητα, τίποτα δεν υπάρχει μέσα του ή έξω του που να προκαλεί ποικιλία, τώρα καμιά κίνηση, κανένα πάθος, καμιά επιθυμία που να στρέφεται προς τα έξω, από τη στιγμή που επιτυγχάνεται αυτή η άνοδος. Αδρανεί η λογική και κάθε νόηση, ακόμα και, για να τολμήσουμε τη λέξη, ο ίδιος ο εαυτός: κρατημένος μακριά, πλήρης θεού, έχει επιτύχει στην τέλεια ακινησία την απομόνωση. Με ήρεμο όλο του το είναι, δεν στρέφεται ούτε προς αυτή την πλευρά ούτε προς εκείνη, ούτε καν προς τα μέσα προς τον ίδιο του τον εαυτό. Εντελώς ήρεμος, σε στάση, έχει γίνει η ίδια η στάση». Εννεάδες, VI.9, 11.5-15

Η δομή των μυστηρίων βασίζονταν στον μύθο, στην τελετή και στην μύηση. Οι μύθοι όπως έχουμε σε προηγούμενη μελέτη αποδείξει χρησιμοποιούσαν μία αλληγορική -συμβολική γλώσσα, που απαιτούσε αποκρυπτογράφηση. Για τον αμύητο, ο Μύθος είναι μία ψεύτικη ιστορία, για τον μυημένο όμως γνώστη του αποσυμβολισμού, ο Μύθος αποκαλύπτει μια αληθινή πραγματικότητα, μία ανώτερη γνώση, μια ιερή ιστορία.

Όπως αναφέρει και ο Πλούταρχος:

«Ο μύθος είναι ένα κάτοπτρο σπασμένο της αλήθειας, όπως το Ουράνιο τόξο είναι η αντανάκλαση του φωτός του Ήλιου, του οποίου οι ακτίνες διαθλώνται εντός των νεφών. Από τον σπασμένο όμως καθρέπτη μας είναι δυνατόν να συγκεντρώσουμε τα θραύσματα, να τα συμπλησιασουμε και να ανασυνθέσουμε την αρχική εικόνα…».

Οι αναπαραστάσεις των μυθολογικών σκηνών είχαν σκοπό να αισθανθεί και να βιώσει στο τελευταίο στάδιο ο μυούμενος ότι προσέγγιζε την Θεότητα την οποία επικαλούνταν. Διαμέσου της θεοφάνειας και της «κοινωνίας» με την αποκαλυπτόμενη σε αυτούς Θεότητα, πίστευαν ότι μπορούσαν να τύχουν της Θεϊκής εύνοιας αλλά και σωτηρίας στην μετά θάνατον ζωή. Στην παρούσα μελέτη η μικρή αναφορά που θα γίνει στα δρώμενα των Ελληνικών, μυστήριων θα έχει ως οδηγό τα Ελευσίνια μυστήρια κυρίως. Οι πρωταγωνιστικές Θεότητες στα Ελευσίνια μυστήρια ήταν η Δήμητρα, η κόρη της Περσεφόνη, και ο Ίακχος- Διόνυσος. Ίακχος ήταν το όνομα με το οποίο ήταν γνωστός ο Διόνυσος στην Ελευσίνα, ήταν το βρέφος που θηλάζει, τέκνο του ιερού γάμου του Ιεροφάντη με την αρχιέρεια της Δήμητρας. Όπως αναφέρει ο Στράβων: «αποκαλούν Διόνυσο τον Ίακχο και το πνεύμα που ηγείται των μυστηρίων της Δήμητρας».

Ο ιερός γάμος συμβόλιζε τον ιερό γάμο της ψυχής με τον Διόνυσο το θεϊκό της νυμφίο. Για τον Ιερό γάμο ο Επιφάνιος λέει:

«Μερικοί ετοιμάζουν ένα νυμφώνα και τελούν μία μυστική τελετή προφέροντας ταυτόχρονα ορισμένες λέξεις που χρησιμοποιούνται κατά τη μύηση και λένε ότι είναι ένας πνευματικός γάμος».

Κατά την τελετή του ιερού γάμου υπήρχε κάλυψη της κεφαλής, που υποδεικνύει τον μυστηριακό χαρακτήρα της τελετουργίας. (Το έθιμο επιβιώνει με το τελετουργικό πέπλο της νύφης και της χήρας έως και σήμερα). Της μυήσεως προηγούνταν καθαρμοί δια νερού ή φωτιάς, περιπλανήσεις στο σκότος και δοκιμασίες τόσο σωματικές όσο και ψυχικές. Οι φύλακες της εσωτερικής παράδοσης επέτρεπαν να γίνει δεκτός στον κύκλο των μυημένων εφόσον κρίνονταν ικανός. H τελετή της μύησής που ακολουθούσε, ήταν «αποκαλυπτική», μέσω μιας μυητική διαδικασίας που περιλάμβανε τα Δρώμενα, τα Δεικνυόμενα και τα Λεγόμενα.

•Δρώμενα ήταν οι συμβολικές θεατρικές παραστάσεις που λάμβαναν χώρα. Οι μύστες παρακολουθούσαν την Δήμητρα η οποία καθόταν στον θρόνο της στο κέντρο της αίθουσας, με την Περσεφόνη στα δεξιά της και τον Ίακχος στα αριστερά της. Κατά την διάρκεια των δρώμενων ο υποψήφιος μύστης χρησιμοποιούσε προσωπείο, που αποσκοπούσε στο να υπενθυμίσει στον μύστη, ότι πίσω από το προσωπείο ή την προσωπικότητα υπάρχει η ψυχή, ο ανώτερος εαυτός ο οποίος βρίσκεται φυλακισμένος στο υλικό σώμα, το οποίο δεν είναι παρά μία σκιά του αληθινού εαυτού. Έπινε την «μετάληψη» των Ελευσίνιων μυστηρίων τον «κυκεώνα» που αποτελούταν από κριθάρι, τυρί, κρασί και μέλι ανακατεμένα.

•Τα Λεγόμενα αφορούσαν ότι λεγόταν προφορικά κατά την διάρκεια της μύσης. Εδώ αναφερόταν και η διάσημη φράση «Γνώθι σ’ αυτόν» η οποία σήμαινε ότι η αλήθεια δεν προσφέρεται έτοιμη αλλά πρέπει να την ανακαλύψει καθένας μόνος του μέσα του. Οι ιεροφάντες φρόντιζαν επίσης να δώσουν συμβουλές για τον Άδη, για τα Ηλύσια Πεδία, τα εμπόδια και τα τέρατα που θα συναντούσαν, αλλά και μάθαιναν στους μύστες να απαγγέλλουν τους ύμνους που θα τους προφύλασσαν από τους κινδύνους.

• Τα Δεικνυόμενα ήταν τα ιερά σύμβολα που επιδεικνύονταν και τα οποία φυλάσσονταν στην κίστη, ένα καλάθι πλεκτό από κλαδιά ιτιάς ή λυγαριάς, στα οποία κατά πάσα πιθανότητα τα σύμβολα που υπήρχαν εκτός από το στάχυ που συμβόλιζε τον θάνατο την επαναγέννηση και το πέρασμα στην αθανασία μέσα από τον θάνατο, ήταν το φίδι, το κουκουνάρι, η σφαίρα, ο υάκινθος, και το αυγό.

Οι συμβολισμοί, ακατάληπτοι για τους αμύητους, υποδεικνύονταν στους συμμετέχοντες στα μικρά Μυστήρια, και αποκαλύπτονταν στους μυημένους κατά τα μεγάλα μυστήρια.

• Το κουκουνάρι ήταν σύμβολο της γονιμότητας και της γενέσεως.

• Το κουλουριασμένα φίδι συμβόλιζε την κίνηση της παγκόσμιας ψυχής, την πτώση της στην ύλη και την λύτρωση της με την επάνοδο στην Θεϊκή της μήτρα.

• Το Αυγό συμβόλιζε λόγω του σφαιρικού του σχήματος, το αρχικό σχήμα της ψυχής την Θεία τελειότητα, τον τελικό σκοπό του ανθρώπου που είναι η Θέωση. (Το αυγό σε όλες σχεδόν τις αρχαίες κοσμογονίες συμβόλιζε την γέννηση του σύμπαντος και της ζωής. Στο επίπεδο της μύησης και της φιλοσοφίας, συμβόλιζε τον νεόφυτο που την στιγμή της μύησης έσπαγε το κέλυφος του αβγού και ένας καινούργιος πνευματικός άνθρωπος γεννιόταν).

Στον πρόναο οι υποψήφιοι μύστες ραντίζονταν με αγιασμένο νερό, φορούσαν λευκά ενδύματα ή δέρμα ελαφιού, στεφάνι στο κεφάλι, και αφού πέρναγαν στην μεγάλη αίθουσα του τελεστηρίου, στεκόταν απέναντι από τον ιεροφάντη ο οποίος κράταγε την ράβδο της ισχύος το Κηρύκιο, που συμβόλιζε την θετική και την αρνητική ενέργεια, το πνεύμα και την ύλη, τον Ήλιο και την Σελήνη. Πίσω από τον ιεροφάντη στέκονταν δύο ακόμη πρόσωπα που αντιπροσώπευαν την Ήλιο και την σελήνη, και αντίκριζαν την κίστη με τα ιερά σύμβολα. Τι συμβόλιζαν όμως ο ήλιος και η Σελήνη;

Στον μακρόκοσμο ο Ήλιος ως ο ενεργητικός πόλος και η μέγιστη πηγή Ενέργειας, αποτελεί την πηγή της ζωής και της δραστηριότητας, συμβολίζει λοιπόν την θετική Ενέργεια το Άρρεν, που γονιμοποιεί και μορφοποιεί την παθητική ή θηλυκή ενέργεια, την Ύλη που συμβολίζεται με την Σελήνη, καθώς η σελήνη δεν είναι αυτόφωτη αλλά δανείζεται το φως του Ήλιου, με τον ίδιο τρόπο που το πνεύμα γονιμοποιεί και δίνει ζωή στην ύλη.

Στον μικρόκοσμο και σύμφωνα με την «εσωτερική» παράδοση των αρχαίων Ελλήνων ο άνθρωπος είναι τρισυπόστατος αποτελούμενος από το υλικό σώμα το οποίο λαμβάνει από την Γη, την ψυχή την οποία λαμβάνει από την Σελήνη, και το πνεύμα το οποίο λαμβάνει από τον Ήλιο. (Και για την Ορθοδοξία ο άνθρωπος είναι τρισυπόστατος αποτελούμενος από το σώμα, «χους από της γης» (Γεν. 2,7),η φυσική ή υλική όψη της ανθρώπινης φύσης, την ψυχή, που είναι η δύναμη της ζωής η οποία ζωοποιεί και εμψυχώνει το σώμα, κάνοντάς το να μεγαλώνει να κινείται, να αισθάνεται και να αντιλαμβάνεται. Τέλος αποτελείται και από το πνεύμα, η «αναπνοή» από το Θεό (βλ. Γεν. 2,7), κάτι το οποίο τον διακρίνει από όλα τα άλλα δημιουργήματα.

Μερικές φορές οι Πατέρες δέχονται όχι ένα τριμερές αλλά ένα διμερές σχήμα, περιγράφοντας τον άνθρωπο απλώς σαν μια ενότητα σώματος και ψυχής· σ' αυτή την περίπτωση θεωρούν το πνεύμα ή το νου ως την υψηλότερη όψη της ψυχής. Αλλά το τριπλό σχήμα σώματος, ψυχής και πνεύματος είναι ακριβέστερο και πιο διαφωτιστικό, σύμφωνα με τον Κάλλιστο Γουέαρ, Επίσκοπος Διοκλείας.

Το ανθρώπινο Ον λοιπόν, έχει μία φυσική, μία ψυχική και μία νοητική ζωή, που διαδραματίζεται σε τρεις σφαίρες, τρεις κόσμους. Τον πνευματικό, τον ψυχικό, και τον φυσικό. Το «είδωλο» ήταν το «ενσαρκωμένο εγώ», το φυσικό σώμα και η προσωπικότητα. Ο «Δαίμων» ήταν το πνεύμα ο πραγματικός εαυτός που είναι ο συνδετικός κρίκος του καθενός με τον Θεό.

Τα μυστήρια σαν σκοπό είχαν να βοηθήσουν τον μυημένο να καταλάβει ότι το «είδωλο», ήταν ένας απατηλός εαυτός και πως η πραγματική του ταυτότητα είναι ο «αθάνατος Δαίμων».

Τρεις ήταν και οι πρωταγωνιστικές Θεότητες όπως είδαμε η Δήμητρα, η κόρη, και ο Ίακχος. Συνεπώς ο άνθρωπος γνωρίζει δύο θανάτους σε κάθε μία ενσάρκωση. Ο πρώτος θάνατος λαμβάνει χώρα στην Γη, στη Δήμητρα (Δα-Ματερ, Γή-Μητέρα),όταν το σώμα αποχωρίζεται από την ψυχή. Στην συνέχεια ακολουθεί ο δεύτερος θάνατος «εν τη Σελήνη της Φερεφόνης-Περσεφόνης» όπου αποχωρίζεται η ψυχή από το Πνεύμα Νου. Ο πρώτος θάνατος ανήκει στην επικράτεια της Δήμητρας, ενώ ο δεύτερος στο Βασίλειο της Περσεφόνης.

Η Περσεφόνη συμβολίζει την φωτεινή ψυχή, που καθοδηγεί αυτές που βρίσκονται στο σκοτάδι. Είναι η Θεια ψυχή που θυσιάστηκε με κάθοδο στην ύλη- όπως συμβολίζει και ο μύθος με την αρπαγή της από τον χθόνιο Πλούτωνα-, για να οδηγήσει τις ψυχές στους Θεούς και την αλήθεια. Οι ψυχές κατερχόμενες από τον Ουρανό παρασυρμένες από τον Έρωτα περνάνε όπως περιγράφεται στον μύθο του Ηρός, από την κοιλάδα της Λήθης όπου επικρατεί ζέστη και ξηρασία.

Κάθε ψυχή είναι αναγκασμένη να πιει μία ορισμένη ποσότητα από το νερό αυτό, για να ξεδιψάσει όποια όμως δεν συγκρατείται και λησμονεί την Θεϊκή της καταγωγή περιέρχεται σε κατάσταση λήθης. Για όσες ψυχές όμως γνώριζαν τον προορισμό και την αποστολή τους, η κοιλάδα της λήθης μεταμορφώνεται σε κοιλάδα της αλήθειας, η οποία αντανακλά όχι όπως η σελήνη δανεικό φως, αλλά μετατρέπεται σε αυτό φως όπως ο Ήλιος.

Η σελήνη έχει δύο πεδία το ένα είναι τα Ηλύσια πεδία που είναι στραμμένα προς τον Ήλιο, το άλλο προς τα πεδία της Περσεφόνης που είναι στραμμένα προς την Γη. Από την πρώτη πύλη οι αγνές ψυχές κατευθύνονται προς τον Ήλιο ενώ από την δεύτερη πύλη οι ψυχές επιστρέφουν για μετενσάρκωση προς την Γη. Στην Σελήνη διαλύονται τα ψυχικά πτώματα κατά αντιστοιχία της διάλυσης των σαρκικών πτωμάτων επί της Γης. Ο Πλούταρχος αναφέρει τα εξής:

«Το Πεπρωμένο έχει καθορίσει, πως κάθε ψυχή, είτε με, είτε χωρίς νόηση, όταν εγκαταλείψει το σώμα, για αρκετό χρόνο βρίσκεται μεταξύ γης και σελήνης. Όσες ψυχές είναι άδικες και ακάθαρτες υποφέρουν την τιμωρία, που προκάλεσαν οι πράξεις τους. Όσες είναι καλές κι ενάρετες, μένουν μέχρις ότου εξαγνισθούν και με την κάθαρση αποβάλλουν κάθε στίγμα που δημιούργησε η επαφή με το σώμα, ή που τυχόν είναι αποτέλεσμα κακής υγείας. Αυτές ζουν για ένα καθορισμένο χρονικό διάστημα στους λειμώνες του Άδη, περιοχές εύκρατης ατμόσφαιρας. Ύστερα, σαν να γύριζαν στην πατρίδα τους έπειτα από μακριά περιπλάνηση κι εξορία, αισθάνονται κάποιο προμήνυμα χαράς, που μοιάζει προπαντός με ό,τι νιώθουν, όσοι μυούνται στα ιερά Μυστήρια, προμήνυμα ανάμικτο με συγκίνηση, με θαυμασμό και που για τον καθένα είναι η προσδοκία πραγματοποίησης της ιδιαίτερης ελπίδας του.»

Σύμφωνα με τον Πλούταρχο πιστεύονταν πως από τα ζωδιακά σημεία του Αιγόκερω (χειμερινό ηλιοστάσιο) και του Καρκίνου (θερινό ηλιοστάσιο) αποτελούν τις δύο κοσμικές πύλες από τις οποίες οι ψυχές των ανθρώπων εξέρχονται και εισέρχονται στην ζωή. Για αυτό και τα ιερότερα σημεία στους χώρους μυήσεως ήταν ο Βορράς και ο νότος.

Εφόσον λοιπόν η ψυχή διαφέρει από το σώμα, ίσως να έχει την δυνατότητα με κατάλληλες τεχνικές να το εγκαταλείψει συνειδητά, κάτι που συμβαίνει ούτως ή άλλως κατά την διάρκεια του θανάτου. Ίσως για αυτό ο μύθος των μυστήριών σχετιζόταν με συμβολικό θάνατο και αναγέννηση. Όλοι οι μύστες γνώριζαν ότι η γέννηση σε αυτόν τον κόσμο είναι ο θάνατος σε κάποιον άλλο και αντιστρόφως. Ο Πλούταρχος αναφέρει σχετικά (Ηθικά):

«Τη στιγμή του θανάτου η ψυχή δοκιμάζει μία εμπειρία παρόμοια με εκείνη που δοκιμάζουν αυτοί που έχουν υποβληθεί σε μεγάλες μυήσεις... Αρχικά υπόκειται κανείς σε απροσδιόριστες περιπλανήσεις και σε επίπονες περιφορές, περνάει μέσα από τρομακτικά και σκοτεινά μονοπάτια που δεν έχουν διέξοδο. Αλλά ξαφνικά προς το τέλος, όλα αυτά τα τρομερά πράγματα, ο πανικός και το ρίγος και ο ιδρώτας και η έκπληξη εξαφανίζονται και ένα θαυμάσιο φως έρχεται να σε προϋπαντήσει. Εμφανίζονται καθαροί πια τόποι και ευχάριστοι λειμώνες, με μουσική και χορούς και τελετουργίες, με θείους λόγους και ιερά οράματα. Εκεί λοιπόν ο μυημένος, τέλειος πια, (εξ αιτίας της εξοικείωσης μέσω της ανάμνησης της μυήσεώς του) απαλλαγμένος και απελευθερωμένος από όλα τα δεσμά περιφέρεται στεφανωμένος και πανηγυρίζει με τους άλλους ιερούς και αγνούς μυσταγωγούς».

Φαίνεται πως οι μύστες διδάσκονταν την τεχνική ανόδου της συνείδησης σε υψηλότερες συχνότητες, και σε άλλα επίπεδα ύπαρξης. Ένας τέτοιος βέβαια εκούσιος διαχωρισμός απαιτεί ειδική προετοιμασία και καθοδήγηση. Κάτι που γνωρίζουμε ότι γινόταν ήδη στα Μινωικά μυστήρια, αλλά και στους Σαμάνες μάγους. Πιο συγκεκριμένα γνωρίζουμε ότι οι Μινωίτες ιερείς πέφτοντας σε έκσταση, έβλεπαν την Θεά να κατεβαίνει από τους Ουρανούς και να κάθεται στον βωμό της. Ο Μινωήτης αισθανόταν τη Θεότητα σαν κάτι μυστηριακό, φευγαλέο και άπιαστο, που μόνο στιγμιαία παρουσιαζόταν με ανθρώπινη μορφή ή με διάφορες μορφές ιερών ζώων. Η κορυφαία στιγμή και η πεμπτουσία των όλων των αρχαίων μυστηρίων ήταν η φάση της «εποπτείας».

Η στιγμή δηλαδή κατά την οποία οι μυούμενοι βίωναν άμεσα την ύψιστη υπερβατική αλήθεια την ένωση με το Θείο, την ένατη ημέρα μετά από οχτώ ημέρες νηστείας και καθαρμών, η θεαματική «επιφάνεια» της Θεάς Περσεφόνης ψυχής που ανερχόταν από τον Άδη, στα Ελευσίνια μυστήρια. (Το εννέα ως αριθμός συμβολίζει το κλείσιμο ενός κύκλου και την αρχή κάποιας άλλης. Κάτι που φανερώνει και ο επόμενος αριθμός το δέκα που περιέχει την μονάδα και το μηδέν). Ήταν η στιγμή που ο μύστης πλέον αντίκριζε μέσα από το σκότος τον Ήλιο του μεσονυκτίου.

Με την ανάπτυξη της φιλοσοφίας και τους Προσωκρατικούς, γίνεται για πρώτη φορά όχι μόνο σε Ελληνικό αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο, προσπάθεια για την εξήγηση του Θείου και του κόσμου, πέρα από μυθολογικές προσεγγίσεις. Ο Ξενοφάνης είναι ο πρώτος που κατηγορεί τον Όμηρο και τον Ησίοδο, ότι έδωσαν στους θεούς όλα εκείνα τα στοιχεία που στους ανθρώπους θεωρούνται «άξια ον είδους και ψόγου», χωρίς να είναι ο μόνος. Αργότερα ο Πλάτωνας γράφει στην Πολιτεία:

«Να μη δώσουμε άδεια ποτέ σε κανέναν ούτε σε νέους ούτε σε γέρους, ούτε να λέγουν ούτε να ακούν τέτοιους λόγους είτε με στίχους είτε χωρίς στίχους», και:

«όταν κάποιος ποιητής μας λέει τέτοια για τους Θεούς, θα του γυρίσουμε τις πλάτες και δε θα του δώσουμε τα ψαλτικά του, ούτε και στους δασκάλους θα επιτρέψουμε να τα μεταχειρίζονται για την ανατροφή των παιδιών».

Ο Ευριπίδης αναφέρει πως οι Θεοί που κάνουν αισχρές πράξεις δεν είναι Θεοί, και ο Ισοκράτης πως ο Όμηρος και ο Ησίοδος απέδωσαν στους Θεούς όλα όσα είναι επαίσχυντα και αξιοκατάκριτα στους ανθρώπους, την κλοπή την μοιχεία και την απατή μεταξύ τους. Διαμέσου της φιλοσοφίας εξάλλου η Ελληνική σκέψη πάντα αναζητά την ελευθερία του πνεύματος και της βούλησης. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο ποιητής ΤίτοςΛουκρήτιος100-55 π.χ (περί φύσεως):

«Όταν η ζωή του ανθρώπου πάνω στην γη είναι χαμερπής φόβος συνθλιμμένος από το βάρος της θρησκείας, που το πρόσωπο της σε όλους τους Ουράνιους τόπους κρέμεται, ακτινοβολώντας μίσος για την ανθρωπότητα, πρώτος ένας Έλληνας τόλμησε να της αντιταχθεί, ενάντια σε εκείνη, πολεμούσε κάθε μέρα. Εκείνον ούτε ο θόρυβος των Θεών, ούτε οι κεραυνοί, ούτε ο βρυχηθμός του θυμωμένου ουρανού υπέταξαν, αλλά περισσότερο παρακινούσαν το ευγενές του πνεύμα, που επιθυμούσε τέλος να σπάσει την πύλη της χυδαίας φυλακής, της μοίρας του ανθρώπου...».

Συνεπώς όσοι πιστεύουν ότι οι αρχαίοι Έλληνες που ανέπτυξαν την επιστήμη και την φιλοσοφία υπήρξαν ειδωλολάτρες, πλανώνται ή δεν έχουν γνωρίσει πραγματικά την αρχαία Ελληνική φιλοσοφία. Οι Χριστιανοί βέβαια κατηγόρησαν τους ΜΗ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥΣ ως ειδωλολάτρες. Σταδιακά βέβαια και στον Χριστιανισμό απεικονίστηκαν «καλλιτεχνικά» οι Άγιοι, και λατρεύτηκαν δίπλα στο Ιησού. Είναι σημαντικό επίσης να σημειωθεί πως τα πρωτοχριστιανικά χρόνια απαγορευόταν η απεικόνιση του Ιησού σε εικόνα. Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς υπογράμμιζε πως η δεύτερη εντολή απαγορεύει τις αναπαράσταση του Χριστού ως ειδωλολατρία, ενώ και ο Αστέριος Αμάσειας την απόρριπτε, θεωρώντας πως κάθε αναπαράσταση υποκρύπτει ένα αισθησιακό στοιχείο.

Στα νομίσματα έως το 726 μ.χ υπήρχε μόνο ο σταυρός και όχι η εικόνα του Χριστού, ενώ η μόνη εντολή που ο Θεός αναφέρει τιμωρία για την παράβασή της είναι η δεύτερη, από τις δέκα βασικές που έδωσε στον Μωυσή.

«...Μη ποιήσεις εις σε αυτόν είδωλο, μηδέ ομοίωμα τινός, όσα είναι εν τω ουρανό άνω ή όσα εν τη γη κάτω... μη προσκύνησης αυτά μηδέ λατρεύσεις αυτά, διότι εγώ Κύριος ο Θεός σου είμαι Θεός ζηλότυπος, ανταποδίδων τας αμαρτίας...» Έξοδος 20/κ'4-5.

Στον αντίποδα ο «ειδωλολάτρης» Ηράκλειτος είχε πει σχετικά με αυτούς που λατρεύουν τα είδωλα, πως αυτοί που το πράττουν δεν διαφέρουν σε τίποτα από αυτούς που λατρεύουν τα ντουβάρια.. Ο Πορφύριος δε, διευκρινίζει ακόμη περισσότερο τα πράγματα:

«ΟΣΟΙ ΑΠΟΔΙΔΟΥΝ ΤΟΝ ΠΡΕΠΟΝΤΑ ΣΕΒΑΣΜΟ ΣΤΟΥΣ ΘΕΟΥΣ , ΔΕΝ ΠΙΣΤΕΥΟΥΝ ΟΤΙ Ο ΘΕΟΣ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΣΤΟ ΞΥΛΟ Η ΣΤΟ ΛΙΘΟ Η ΣΤΟ ΧΑΛΚΟ ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΖΕΤΑΙ ΤΟ ΟΜΟΙΩΜΑ ΤΟΥΣ, ΟΥΤΕ ΘΕΩΡΟΥΝ ΟΤΙ ΑΝ ΑΚΡΩΤΗΡΙΑΣΘΕΙ ΕΝΑ ΜΕΡΟΣ ΤΟΥ ΑΓΑΛΜΑΤΟΣ ΜΕΙΩΝΕΤΑΙ Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ. ΤΑ ΟΜΟΙΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΟΙ ΝΑΟΙ ΙΔΡΥΘΗΚΑΝ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΠΡΟΓΟΝΟΥΣ ΜΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΙΑΡΚΗ ΥΠΕΝΘΥΜΙΣΗ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΕΩΣ ΤΩΝ ΘΕΩΝ, ΓΙΑ ΝΑ ΠΑΡΕΧΟΥΝ ΤΗΝ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΣΕ ΟΣΟΥΣ ΦΟΙΤΟΥΝ ΕΚΕΙ ΝΑ ΑΝΑΓΟΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΜΕ ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΚΑΘΑΡΟ ΒΙΟ ΚΑΙ ΣΕ ΟΣΟΥΣ ΠΡΟΣΕΡΧΟΝΤΑΙ ΕΚΕΙ, ΝΑ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΑΠΕΥΘΥΝΘΟΥΝ ΣΤΟΝ ΘΕΟ ΜΕ ΠΡΟΣΕΥΧΕΣ ΚΑΙ ΙΚΕΣΙΕΣ, ΖΗΤΩΝΤΑΣ ΑΠΟ ΑΥΤΟΝ Ο, ΤΙ ΕΧΕΙ Ο ΚΑΘΕΝΑΣ ΑΝΑΓΚΗ. ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ, ΕΑΝ ΚΑΝΕΙΣ ΦΤΙΑΞΕΙ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΕΝΟΣ ΦΙΛΟΥ, ΔΕΝ ΠΙΣΤΕΥΕΙ ΒΕΒΑΙΩΣ ΟΤΙ Ο ΦΙΛΟΣ ΤΟΥ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΟΥΤΕ ΤΑ ΜΕΛΗ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΧΟΥΝ ΕΓΚΛΕΙΣΘΕΙ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΖΩΓΡΑΦΙΑ, ΑΛΛΑ ΘΕΩΡΕΙ ΟΤΙ ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΑΣ ΔΕΙΧΝΕΙ ΤΗΝ ΤΙΜΗ ΠΟΥ ΑΠΟΔΙΔΕΙ ΣΤΟΝ ΦΙΛΟ ΤΟΥ. ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΔΕ ΤΙΣ ΘΥΣΙΕΣ ΠΟΥ ΠΡΟΣΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΟΥΣ ΘΕΟΥΣ, ΑΥΤΕΣ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΠΟΤΕΛΟΥΝ ΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΔΙΑΘΕΣΕΩΣ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΟΝΤΩΝ ΚΑΙ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΘΕΟΥΣ, ΠΑΡΑ ΑΠΟΝΟΜΗ ΤΙΜΗΣ ΣΕ ΑΥΤΟΥΣ. ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ ΕΥΛΟΓΟ ΤΑ ΑΓΑΛΜΑΤΑ ΤΟΥΣ ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΣΧΗΜΑΤΑ, ΕΠΕΙΔΗ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΘΕΩΡΕΙΤΑΙ ΟΤΙ ΥΠΕΡΕΧΕΙ ΣΕ ΚΑΛΛΟΣ ΟΛΑ ΤΑ ΖΩΑ ΚΑΙ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ».

Υπάρχει σαφή διάφορα λοιπόν μεταξύ της δεισιδαιμονίας και της ορθής πίστης ή λατρείας, κάτι που ισχύει έως και σήμερα. Βεβαίως υπάρχουν οι σκοπιμότητες, είναι γνωστό εξάλλου πως η ιστορία γράφεται από τους νικητές….