Τρίτη 22 Αυγούστου 2023

Φερνάντο Πεσσόα: Το Βιβλίο της Ανησυχίας

1

Ζηλεύω (χωρίς να ξέρω κιόλας αν στ’ αλήθεια νιώθω ζήλια) τους ανθρώπους αυτούς που μπορεί κανείς να τους γράψει τη βιογραφία ή που μπορούν να τη γράψουν και μόνοι τους. Σ’ αυτές τις ασύνδετες εντυπώσεις, χωρίς την πρόθεση να συνδέονται μεταξύ τους, διηγούμαι την αυτοβιογραφία μου χωρίς γεγονότα, την ιστορία μου χωρίς ζωή. Είναι η Εξομολόγησή μου, κι αν δεν λέω τίποτα, είναι που δεν έχω τίποτα να πω. Τι μπορεί δηλαδή να εξομολογηθεί κανείς που να αξίζει τον κόπο ή που να είναι χρήσιμο; Αυτό που μας έχει συμβεί, είτε συνέβη σ’ όλον τον κόσμο είτε μόνο σ’ εμάς.

Στην πρώτη περίπτωση δεν έχουμε τίποτε το καινούργιο να πούμε, στη δεύτερη κανείς δεν μπορεί να το καταλάβει. Αν γράφω αυτά που αισθάνομαι, είναι για να καταλαγιάσω τον πυρετό των αισθήσεών μου. Αυτά που εξομολογούμαι είναι χωρίς σημασία, γιατί τίποτα δεν έχει σημασία. Σχεδιάζω τοπία με αυτά που νιώθω. Δίνω άδεια στις αισθήσεις μου.

Καταλαβαίνω απόλυτα τις γυναίκες που κεντούν από μελαγχολία κι αυτές που πλέκουν βελονάκι γιατί η ζωή υπάρχει. Η ηλικιωμένη θεία μου έριχνε πασιέντζες στην ατελείωτη νύχτα. Αυτή η εξομολόγηση των αισθήσεών μου είναι η δική μου πασιέντζα. Δεν την ερμηνεύω σαν κι αυτούς που ρίχνουν τα χαρτιά για να γνωρίσουν το μέλλον, ούτε την αναλύω γιατί στις πασιέντζες τα χαρτιά από μόνα τους δεν έχουν καμία αξία.

Ξετυλίγομαι σαν ένα πολύχρωμο κουβάρι ή παίζω μόνος μου πλέκοντας σχήματα με το σκοινί, όπως αυτά που φτιάχνουν τα παιδιά με τα δάχτυλα τεντωμένα κι ύστερα τα περνούν από τον ένα στον άλλο. Προσέχω όμως να μη μου ξεφύγει από τον αντίχειρα ο κόμπος που του αντιστοιχεί. Μετά γυρίζω τα χέρια μου κι ένα νέο σχήμα εμφανίζεται. Και ξαναρχίζω απ’ την αρχή. Ζωή είναι να πλέκεις με το βελονάκι τις προθέσεις των άλλων.

Μερικές φορές, κι ενώ το πλεκτό προχωρεί, η σκέψη μας μένει ελεύθερη, κι όλοι οι πρίγκιπες των παραμυθιών μπορούν να περπατούν στους μαγεμένους κήπους τους ανάμεσα σε δυο περάσματα του φιλντισένιου βελονιού με τη γαμψή του άκρη. Κροσέ των πραγμάτων… διαλείμματα… τίποτα. Κι ύστερα, πώς μπορώ να με ιστορήσω; Μια τρομακτική οξύτητα των αισθήσεων και η βαθύτατη επίγνωση του γεγονότος της αίσθησης… Μία οξυμένη αυτοκαταστροφική ευφυΐα και η εξουσιαστική παρουσία του ονείρου που, άπληστο, ζητά να με αποσπάσει… Μια βούληση νεκρή και μια σκέψη που τη λικνίζει σαν το ζωντανό παιδί της… Ναι, κροσέ…

2

Αγαπώ τα αργοπορημένα εκείνα βράδια του καλοκαιριού, την ησυχία της Κάτω Πόλης, και κυρίως την ησυχία που η αντίθεση κάνει ακόμη εντονότερη στα μέρη που το πρωί σφύζουν από κίνηση και δραστηριότητα. Η Ρούα ντου Αρσενάλ, η Ρούα ντου Αλφαντέγκα, αυτοί οι μακριοί θλιμμένοι δρόμοι που εκτείνονται στα ανατολικά κατά μήκος της έρημης αποβάθρας, όλα αυτά ανακουφίζουν τη μελαγχολία μου, καθώς τα βράδια του καλοκαιριού διεισδύω στη μοναξιά των διαδρομών τους.

Ζω τότε σε μια εποχή παλαιότερη από αυτήν που τώρα ζω, απολαμβάνω την αίσθηση ότι είμαι σύγχρονος του Σεζάριο Βέρντε, και κουβαλώ μέσα μου στίχους που δεν μοιάζουν με τους δικούς του, μα γεννιούνται από την ίδια την ουσία που έφτιαξε κι εκείνους. Γυρνώ στους δρόμους, μέχρις ότου πέσει η νύχτα, με μια αίσθηση ζωής που μοιάζει σ’ αυτούς τους δρόμους. Τη μέρα είναι γεμάτοι με μια οχλοβοή που δεν σημαίνει τίποτα· τη νύχτα είναι γεμάτοι από μια απουσία οχλοβοής που επίσης δεν σημαίνει τίποτα.

Εγώ, τη μέρα, είμαι ένα τίποτα και τη νύχτα είμαι εγώ. Δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα σε μένα και τους δρόμους του λιμανιού, εκτός από το ότι αυτοί είναι δρόμοι κι εγώ ψυχή, διαφορά που μπορεί να μην έχει κανένα νόημα μπροστά σ’ αυτό που είναι η ουσία των πραγμάτων. Υπάρχει ένα πεπρωμένο κοινό -καθότι αφηρημένο- για τους ανθρώπους και για τα πράγματα, ένας προορισμός εξίσου αδιάφορος στην άλγεβρα του μυστηρίου.

Αλλά υπάρχουν κι άλλα πράγματα… Σ’ αυτές τις αργές και κενές ώρες, ανεβαίνει μέσα μου, από την ψυχή στο νου μου, μια θλίψη ολόκληρου του είναι, η πίκρα που όλα είναι, ταυτοχρόνως, μια αίσθηση δική μου κι ένα πράγμα εξωτερικό, στο οποίο και δεν έχω την εξουσία να επέμβω και να το αλλάξω.

Αχ, πόσες φορές τα ίδια μου τα όνειρα ορθώνονται μπροστά μου σαν πράγματα, όχι για να υποκαταστήσουν την πραγματικότητα, μα για να μου εξομολογηθούν πόσο της μοιάζουν, και πως τα αρνούμαι κι αυτά μαζί της, πόσες φορές εμφανίζονται ξαφνικά απέξω, σαν το τραμ που προβάλλει ξαφνικά στην τελευταία στροφή του δρόμου, ή σαν τη φωνή του τελάλη που μέσα στη νύχτα διαλαλεί ποιος ξέρει τι, μα που αντηχεί στους αραβικούς της τόνους, σαν ένας πίδακας νερού που αναβλύζει απρόσμενα μέσα στη μονοτονία του δειλινού.

Περνούν ζευγάρια μελλοντικά, περνούν οι μοδιστρούλες δυο δυο, περνούν νεαροί που κυνηγούν την ηδονή, καπνίζουν στην αιώνια βόλτα τους οι συνταξιούχοι των πάντων, βγαίνουν πού και πού στην πόρτα τους αυτοί οι ακίνητοι τυχοδιώκτες που λέγονται μαγαζάτορες. Αργοί, εύρωστοι και καχεκτικοί, οι νεοσύλλεκτοι υπνοβατούν, σε ομάδες άλλοτε θορυβώδεις, άλλοτε χειρότερες κι από θορυβώδεις. Καμιά φορά εμφανίζεται και κάποιος φυσιολογικός.

Τα αμάξια τούτη την ώρα, εδώ, δεν είναι πολλά. Στην καρδιά μου βασιλεύει μια ειρήνη αγωνιώδης, κι η ηρεμία μου είναι όλη παραίτηση. Περνούνε όλα, και τίποτε απ’ αυτά δεν μου λέει τίποτα, όλα είναι ξένα στις αισθήσεις μου, ήχοι άγνωστων φωνών, συλλογική σαλάτα της ζωής. Η κούραση όλων των προσδοκιών και όλων όσα αυτές περιέχουν, η απώλεια των προσδοκιών, το άχρηστο της ύπαρξής τους, η εκ των προτέρων κούραση που πρέπει να τις έχεις για να τις χάσεις ύστερα, η πληγή που σου αφήνουν, η ντροπή του νου που τις είχες γνωρίζοντας το τέλος τους.

Η συνείδηση της μη συνείδησης της ζωής είναι ο αρχαιότερος φόρος της διάνοιας. Υπάρχουν διάνοιες ασυνείδητες… λάμψεις πνευματικές, ρεύματα διανοητικά, φωνές και φιλοσοφίες που έχουν την ίδια κρίση με τα σωματικά αντανακλαστικά, όση και το συκώτι και τα νεφρά στη διαχείριση των εκκριμάτων τους.

3

Το κυρίαρχο χαρακτηριστικό μου είναι η συνήθεια και το χάρισμα να κάνω όνειρα. Οι συνθήκες της ζωής μου, από παιδί ήμουν μοναχικός και ήσυχος, και δυνάμεις άλλες ίσως, που από μακριά με διαπλάθανε σύμφωνα με τα παιχνίδια σκοτεινών κληρονομικών νόμων και τα μοιραία τους καλούπια, κάνανε το πνεύμα μου μια ροή αδιάκοπη ρεμβασμών και ονειροπολήματος. Ό,τι είμαι ξεκινάει από εκεί, κι ακόμη και τα γνωρίσματά μου που πολύ λίγο ταιριάζουν σ’ έναν ονειροπόλο, ανήκουν, στην πραγματικότητα και χωρίς καμιά αμφιβολία, σε μια ψυχή που αποκλειστικά ονειρεύεται, ζώντας έτσι την υψηλότερη της έκφραση.

Θέλω, για την απόλαυση της αυτοανάλυσης και στο βαθμό που αισθάνομαι διατεθειμένος, να βάλω σιγά σιγά σε λόγια τις νοητικές διαδικασίες που δρουν μέσα μου προς ένα μόνο αποτέλεσμα, μια ζωή ολοκληρωτικά αφιερωμένη στο όνειρο, μια ψυχή εκπαιδευμένη μόνο να ονειρεύεται. Κοιτώντας με από απόσταση, όπως σχεδόν πάντα με κοιτώ, είμαι ένας άνθρωπος ανίκανος για δράση, αμήχανος μπροστά σε κάθε πρωτοβουλία ή κίνηση, αδέξιος στις κουβέντες μου με τους άλλους, χωρίς εκείνη την εσωτερική διαύγεια που θα μου επέτρεπε να διασκεδάζω με ό,τι απαιτεί πνευματική προσπάθεια, και χωρίς καμιά φυσική επιδεξιότητα ώστε να απασχολούμαι με κάποια μηχανική δραστηριότητα, να μπορώ να αφαιρούμαι δουλεύοντας ταυτοχρόνως.

Είναι φυσιολογικό να είμαι έτσι. O ονειροπόλος, εννοείται πως έτσι είναι. Η πραγματικότητα με αναστατώνει. Τα λόγια των άλλων με βυθίζουν σ’ ένα τεράστιο άγχος. Η πραγματικότητα των άλλων ψυχών με αφήνει αδιάκοπα έκπληκτο. Σε κάθε πράξη βλέπω ένα εκτεταμένο δίκτυο ασυνειδησίας, μια παράλογη αυταπάτη, χωρίς καμιά εύλογη συνέπεια, τίποτα.

Αν όμως κρίνει κανείς από αυτά πως αγνοώ τα γρανάζια της ανθρώπινης ψυχολογίας και πως δεν μπορώ να αντιληφθώ με σαφήνεια τα κίνητρα των άλλων και τις ενδόμυχες σκέψεις τους, γελιέται. Διότι εγώ δεν είμαι απλά ονειροπόλος, είμαι ονειροπόλος αποκλειστικά. Η μοναδική μου συνήθεια, να κάνω όνειρα, με έχει προικίσει με μία εξαιρετικής καθαρότητας εσωτερική όραση. Όχι μόνο βλέπω ανάγλυφα, με μια ζωντάνια τρομακτική και καμιά φορά συνταρακτική, τα πρόσωπα και τα σκηνικά των ονείρων μου, αλλά βλέπω ακόμη, εξίσου ζωντανά, τις ιδέες, τα ανθρώπινα συναισθήματά μου (ή ό,τι απομένει απ’ αυτά), τις κρυφές μου παρορμήσεις, την ψυχική μου διάθεση απέναντι στον ίδιο μου τον εαυτό.

Επιμένω πως τις σκέψεις μου τις πιο αφηρημένες τις βλέπω μέσα μου με μία όραση αληθινή τις βλέπω σε έναν εσωτερικό μου χώρο. Έτσι οι μαίανδροι τους μου γίνονται ορατοί στην παραμικρή τους λεπτομέρεια. Γι’ αυτό γνωρίζω τον εαυτό μου ολοκληρωτικά, και γνωρίζοντάς με έτσι, γνωρίζω επίσης ολοκληρωτικά την ανθρωπότητα όλη. Δεν υπάρχει χαμηλή παρόρμηση, όπως δεν υπάρχει ευγενής έμπνευση, που να μην έχει διασχίσει σαν αστραπή την ψυχή μου· και ξέρω με ποια συμπεριφορά αποκαλύπτεται ο καθένας μας.

Εγώ ξέρω να αναγνωρίσω στα βάθη του καθένα μας τις κακές σκέψεις, κάτω από τις μάσκες που φορούν, μεταμφιεσμένες σε γενναιόδωρες ή αδιάφορες σκέψεις. Ξέρω τι είναι αυτό που μέσα μας προσπαθεί να μας εξαπατήσει. Κι έτσι γνωρίζω τους περισσότερους ανθρώπους που συναναστρέφομαι καλύτερα απ’ ό,τι αυτοί τον εαυτό τους. Πολλές φορές αφοσιώνομαι στη βολιδοσκόπηση των προθέσεών τους, γιατί έτσι τους κάνω δικούς μου. Κατακτώ τον ψυχισμό που ερμηνεύω, γιατί, για μένα, ονειρεύομαι σημαίνει κατέχω.

Έτσι φαίνεται πόσο είναι φυσιολογικό, εγώ ο ονειροπόλος, να είμαι ταυτοχρόνως κι ο αναλυτικός στον οποίο αναγνωρίζω τον εαυτό μου. Ανάμεσα από τα ελάχιστα αναγνώσματα που καμιά φορά με ευχαριστεί να διαβάζω, ξεχωρίζω, γι’ αυτόν το λόγο, τα θεατρικά έργα. Κάθε μέρα παίζονται έργα μέσα μου, και γνωρίζω σε βάθος πώς μπορεί να προβάλει κανείς επίπεδα μια ψυχή, όπως για παράδειγμα προβάλλεται η ψυχή του Εμπόρου. Διασκεδάζω, κατά τα άλλα, ελάχιστα – είναι τόσο τεράστια και κοινότοπα τα λάθη των δραματουργών.

Κανένα δραματικό έργο δεν με έχει ποτέ ικανοποιήσει. Καθώς εξερευνώ την ανθρώπινη ψυχολογία με την καθαρότητα της αστραπής, που μ’ ένα βλέμμα μόνο ελέγχει όλες τις κρυφές γωνιές, απογοητεύομαι από τη χονδροειδή ανάλυση και δόμηση των έργων, και τα λίγα που διαβάζω με αποθαρρύνουν σαν λεκές από μελάνι στη μέση μιας καλλιγραφημένης σελίδας. Τα πράγματα αποτελούν το υλικό των ονείρων μου: υιοθετώ γι’ αυτό μια στάση αφηρημένης αλλά και υπερβολικής προσοχής σε ορισμένες λεπτομέρειες της πραγματικότητας.

Για να δώσω πνοή στα όνειρά μου, χρειάζεται να ξέρω πώς φαίνονται, στην πραγματική τους διάσταση, τα πραγματικά τοπία και τα πρόσωπα της αληθινής ζωής. Διότι η οπτική του ονειροπόλου διαφέρει από αυτήν του ανθρώπου που βλέπει τα πράγματα. Στο όνειρο, η ματιά δεν καρφώνεται, όπως στην πραγματικότητα, πάνω στις σημαντικές ή τις ασήμαντες πτυχές ενός δεδομένου αντικειμένου. Το μόνο σημαντικό είναι αυτό που ο ονειροπόλος βλέπει.

Η αληθινή πραγματικότητα ενός αντικειμένου είναι ίσα ίσα ένα τμήμα του, το υπόλοιπο δεν είναι παρά το βαρύ τίμημα που πληρώνει στην ύλη, σε αντάλλαγμα για την ύπαρξή του στο χώρο. Με τον ίδιο τρόπο, στο χώρο στερούνται πραγματικότητα μερικά φαινόμενα που, στο όνειρο, εμφανίζονται σε μία παλλόμενη από ζωή πραγματικότητα. Ένα πραγματικό ηλιοβασίλεμα είναι κάτι το απροσμέτρητο και το εφήμερο. Το ηλιοβασίλεμα του ονείρου είναι σταθερό και αιώνιο.

Ξέρει να γράφει αυτός που ξέρει να βλέπει τα όνειρά του με καθαρότητα (και είναι πράγματι έτσι), ή αυτός που ονειρεύεται τη ζωή, που ξέρει να βλέπει τη ζωή άυλα, και να τη φωτογραφίζει με τη μηχανή της φαντασίας, την οποία και αφήνουν ανέπαφη οι ακτίνες του χρήσιμου, της βαρύτητας και του συγκεκριμένου, γιατί απλά καλύπτουν την πλάκα του πνευματικού.

Η στάση αυτή, όπου η συνήθεια του ονείρου είναι βαθιά ριζωμένη, με κάνει να διακρίνω πάντα το τμήμα της πραγματικότητας που είναι ονειρικό. Η δική μου οπτική αφαιρεί πάντοτε από τα πράγματα αυτό που για το όνειρο μου είναι άχρηστο. Έτσι ζω πάντα μέσα στο όνειρο, ακόμα κι όταν ζω τη ζωή. Να θαυμάζω ένα ηλιοβασίλεμα μέσα μου ή Εξωτερικά είναι για μένα το ίδιο πράγμα, γιατί βλέπω με τον ίδιο τρόπο, γιατί η όρασή μου λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο.

Γι’ αυτό η γνώμη που έχω για τον εαυτό μου μπορεί να φανεί σε πολύ κόσμο λανθασμένη. Κατά κάποιο τρόπο είναι. Εγώ όμως ονειρεύομαι τον εαυτό μου, και διαλέγω από μένα το ονειρικό: έτσι, συνθέτω και ανασυνθέτω τον εαυτό μου με όλους τους δυνατούς τρόπους, μέχρις ότου καταλήξω σε μια ικανοποιητική εικόνα, σύμφωνη με τις απαιτήσεις μου – ποιος είμαι και ποιος δεν είμαι.

Μερικές φορές ο καλύτερος τρόπος να δεις ένα αντικείμενο είναι να το αναιρέσεις, αυτό όμως επιζεί -δεν ξέρω να εξηγήσω πώς- από το υλικό της ίδιας του της άρνησης και της κατάργησης· έτσι κάνω με μεγάλα κομμάτια του πραγματικού μου είναι που, αφού καταργηθούν από το πορτραίτο μου, χρησιμεύουν στη μεταμόρφωσή μου για την προσωπική μου πραγματικότητα.

Πώς γίνεται τότε να μην αυτοεξαπατώμαι στην ανάλυση αυτών των μύχιων διεργασιών φαντασίωσης του ίδιου μου του εαυτού; Γιατί η διαδικασία που οδηγεί σε μια πραγματικότητα περισσότερο πραγματική μία όψη του κόσμου ή μία φιγούρα του ονείρου, οδηγεί επίσης στο πέρα από το πραγματικό ένα συναίσθημα ή μια σκέψη: τα απογυμνώνει λοιπόν από την ελκυστική τους ευγένεια και τη γοητευτική τους αγνότητα, όταν αυτές, όπως σχεδόν πάντοτε συμβαίνει, είναι ψεύτικες. Πρέπει να σημειωθεί πως η αντικειμενικότητα μου είναι απόλυτη, η πιο απόλυτη απ’ όλες. Πλάθω το απόλυτο αντικείμενο με τις ιδιότητες του απόλυτου παρά τη συγκεκριμένη φύση του.

Δεν δραπέτευσα από τη ζωή με την πλήρη έννοια της λέξης, με την έννοια του να εξασφαλίσω ένα μαλακότερο στρώμα για την ψυχή μου, απλά μετακόμισα από τη ζωή και βρήκα στα όνειρά μου την ίδια αντικειμενικότητα που έβρισκα και στη ζωή. Τα όνειρά μου -φαινόμενο που μελετώ σε άλλες σελίδες- υψώνονται μέσα μου ανεξάρτητα από τη θέλησή μου, και συχνά με προσβάλλουν και με πληγώνουν. Πολλές φορές, αυτό που ανακαλύπτω μέσα μου με φέρνει σε απελπισία, με κάνει να νιώθω ντροπή (ίσως από κάποιο απομεινάρι ανθρωπιάς μέσα μου – τι θα πει ντροπή;) και με τρομάζει.

Το αδιάκοπο ονειροπόλημα έχει αντικαταστήσει μέσα μου την προσοχή. Έχω φτάσει στο σημείο να συσσωρεύω πάνω σε πράγματα που έχω δει, ακόμα κι αν είναι ιδωμένα σε όνειρο, άλλες εντυπώσεις ονείρων που κουβαλώ μαζί μου. Αρκετά απρόσεχτος για να φέρω καλά σε πέρας αυτό που ονομάζω να βλέπεις τα πράγματα σε όνειρο -απροσεξία που προκαλεί το αέναο ονειροπόλημα και η, όχι πάντως υπερβολικά προσεκτική, φροντίδα για τη ροή των φαντασιώσεων μου-, όντας έτσι απρόσεκτος λοιπόν, συσσωρεύω αυτό που ονειρεύομαι πάνω στο ίδιο το όνειρο που βλέπω, και διχοτομώ την πραγματικότητα, απογυμνωμένη ήδη από την ύλη, απολύτως άυλη.

Εξ ου και η ικανότητα που απέκτησα ακολουθώντας πολλές σκέψεις ταυτοχρόνως, να παρατηρώ τα πράγματα και συγχρόνως να ονειρεύομαι ιστορίες τελείως διαφορετικές: να ονειρεύομαι ένα πραγματικό ηλιοβασίλεμα πάνω από τον πραγματικό Τάγο, την ώρα που ακριβώς ονειρεύομαι ένα φανταστικό ξημέρωμα σ’ έναν εσωτερικό Ειρηνικό ωκεανό.

Τα δύο αντικείμενα του ονείρου διασταυρώνονται χωρίς να συγχέονται, χωρίς άλλο μπέρδεμα εκτός από αυτό που προξενούν οι δύο διαφορετικές συγκινησιακές καταστάσεις· και τελικά είναι σαν να βλέπω το πλήθος που περνά στο δρόμο και να νιώθω το πνεύμα του καθενός μέσα μου, πράγμα δυνατό μόνο σε έναν κόσμο ενότητας των αισθήσεων, την ίδια στιγμή που βλέπω τα διαφορετικά κορμιά τους – γιατί αυτά βέβαια θα ’πρεπε να τα βλέπω διαφοροποιημένα- να διασταυρώνονται στο δρόμο, γεμάτο από πόδια εν κινήσει.

Φερνάντο Πεσσόα, Το Βιβλίο της Ανησυχίας.
---------------------------------
Αποσπασματικό, κρυφό ημερολόγιο, κείμενο εναγώνιας ενδοσκόπησης, απόπειρα εξερεύνησης του φαινομένου της ύπαρξης, ανίχνευση των ορίων ανάμεσα στο είναι και το μη είναι, μα πάνω απ’ όλα μια ατέρμονη αυτο-εξιστόρηση, είναι το “Βιβλίο της Ανησυχίας” όπου, πίσω από τις εξομολογήσεις του διάφανου λογιστή Μπερνάντο Σουάρες, διακρίνουμε μια από τις δεσπόζουσες φυσιογνωμίες της παγκόσμιας λογοτεχνίας του 20ού αιώνα, τον Πορτογάλο ποιητή Φερνάντο Πεσσόα.

Το έργο που άφησε ανέκδοτο σχεδόν στο σύνολό του, πεθαίνοντας το 1935, είναι τεράστιο και πολύμορφο: ένα μεγάλο τμήμα του υπογράφεται από τους “ετερώνυμους”, δημιουργήματα της φαντασίας του ποιητή που διαθέτουν αυτόνομο λογοτεχνικό ύφος και έργο, όπως και αυτόνομη πλαστή βιογραφία. Καθώς αρχίζει να γίνεται πλέον γνωστό με τη σταδιακή έκδοσή του αποκαλύπτει τον άνθρωπο που θέλησε να οικοδομήσει μόνος του μια ολόκληρη λογοτεχνία. Το “Βιβλίο της Ανησυχίας” κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στην Πορτογαλία το 1982 για να αναγνωριστεί με τις πολλαπλές μεταφράσεις του σαν ένα από τα έργα-κλειδιά που σφραγίζουν τον αιώνα.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου