Ο Χέρμαν Μπένγκτσον στο βιβλίο του «Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδος» σχετικά με το πολίτευμα της Σπάρτης αναφέρει: «Τις βασικές αρχές που συνθέτουν την πολιτεία των Λακεδαιμονίων καθορίζει η Μεγάλη Ρήτρα, το αρχαιότερο πολιτικό κείμενο της ελληνικής ιστορίας, το οποίο ανήκει τουλάχιστον στις αρχές του 7ου, ίσως και στα τέλη του 8ου αιώνος: Οι αρχές τούτες είναι η διπλή βασιλεία, η αποτελούμενη από 30 μέλη (μαζί με τους δύο βασιλείς) Γερουσία (συμβούλιο των γερόντων) και η συνέλευση των μαχίμων ανδρών, η Απέλλα. Κατά την πρώιμη εποχή, όλες οι σημαντικές πολιτικές υποθέσεις ρυθμίζονταν με τη συνεργασία των τριών παραπάνω οργάνων». Για τους δύο βασιλείς ο Μπένγκτσον γράφει: «Η προέλευση της ιδιότυπης διπλής βασιλείας, που ανήκε κληρονομικά στις δύο οικογένειες των Αγιάδων και των Ευρυπωντιδών, είναι σκοτεινή, παρόλο που δε λείπουν από την Ελλάδα και άλλα, παραπλήσια, παραδείγματα»
Το βέβαιο είναι ότι ο Αριστοτέλης στο δεύτερο βιβλίο των «Πολιτικών» του (τα «Πολιτικά τα ολοκληρώνει μετά το 335 π. Χ.) εκφράζει ξεκάθαρες επιφυλάξεις ως προς την αξιοπιστία των δύο αυτών βασιλιάδων: «Αλλά βεβαίως θα ήταν καλύτερα, κάθε βασιλιάς να εκλέγεται με βάση τον τρόπο της ζωής του, και όχι όπως γίνεται τώρα. Ότι και ο ίδιος ο νομοθέτης δεν πιστεύει ότι μπορεί να κάνει τους βασιλιάδες άριστους είναι φανερό. Δεν τους εμπιστεύεται, διότι δεν τους θεωρεί αρκετά ενάρετους. Γι’ αυτό ακριβώς (ενν. όταν τους έστελναν πρεσβευτές σε άλλες χώρες) έστελναν μαζί τους και τους πολιτικούς τους αντιπάλους και πίστευαν ότι οι αντιπαραθέσεις ανάμεσα στους βασιλιάδες ήταν σωτήριες για την πολιτεία».
Η παρουσία των δύο βασιλιάδων καθιστά σαφές ότι οι Σπαρτιάτες – χωρίς να αμφισβητείται στο ελάχιστο η προτίμησή τους προς την ολιγαρχία – δεν εμπιστεύονταν ούτε την κρίση ούτε την ηθική ακεραιότητα του ενός μόνο άντρα που θα διαχειριζότανε εν λευκώ τις υποθέσεις της πόλης. Οι ύπαρξη δύο ανθρώπων, που θα μπορούσαν να ανταλλάξουν απόψεις και να διαφωνήσουν και να συγκρουστούν και – κυρίως – να ελέγξουν ο ένας τον άλλο, διασφάλιζε τις ισορροπίες και διαβεβαίωνε – στο βαθμό που κάτι τέτοιο είναι δυνατό – ότι όλα λειτουργούν προς όφελος της πόλης. Η παρατήρηση του Αριστοτέλη ότι όταν στέλνονταν ως πρέσβεις για διαπραγματεύσεις σε άλλες πόλεις, όφειλαν να έχουν μαζί τους και τους πολιτικούς τους αντιπάλους, πιστοποιεί τη διάθεση των Σπαρτιατών για διαφάνεια, αφού τίποτε δε θα μπορούσε να μείνει κρυφό. Με δυο λόγια ο θεσμός της βασιλείας στη Σπάρτη δεν έχει καμία σχέση με τον ελέω θεού βασιλιά, που αποφασίζει και διατάζει ανεξέλεγκτα. Όμως η λογική της διαμοίρασης της εξουσίας, στο πλαίσιο της καλύτερης λειτουργίας της, δεν είναι παρά η απαρχή της αναγνώρισης του – έστω στοιχειώδους – εκδημοκρατισμού. Ο Μπένγκτσον σημειώνει: «Η Μεγάλη Ρήτρα απηχεί τον περιορισμό της βασιλικής δυνάμεως εις όφελος του δήμου και αντιπροσωπεύει το τέρμα μιας περιόδου εσωτερικών διενέξεων, κατά τη διάρκεια των οποίων έχασε η σπαρτιατική βασιλεία την κυριαρχία της».
Η ανάγκη της συμμετοχής του λαού στα πολιτικά τεκταινόμενα εκφράζεται πλέον δυναμικά με την παρουσία των πέντε εφόρων. Κατά τον Μπένγκτσον: «Η Μεγάλη Ρήτρα δεν μνημονεύει τους Εφόρους. Αρχικά τούτοι ήσαν φορείς ιερατικού λειτουργήματος, “ουρανοσκόποι”. Αργότερα, με την προοδευτική εκδημοκράτηση της σπαρτιατικής πολιτείας μεταβάλλονται σε “πολιτική αρχή”, η οποία τελικά αποκτά και το δικαίωμα να ζητεί από τους βασιλείς ευθύνες για τη δράση τους. Σαν εκπρόσωποι του “δήμου” περιορίζουν όλο και περισσότερο, ιδίως από τον 6ο π. Χ. αιώνα, τις βασιλικές εξουσίες, μέχρι που απομένει τελικά στους βασιλείς, σαν ουσιαστική δικαιοδοσία, μόνη η ηγεσία του στρατού. Αμφίβολο είναι αν ο αριθμός των πέντε εφόρων προέρχεται από τις πέντε αρχικές κώμες της Σπάρτης».
Για τον Αριστοτέλη και ο θεσμός των πέντε εφόρων δεν κρίνεται ικανοποιητικός: «Πάσχουν όμως και οι σχετικές με το θεσμό των εφόρων ρυθμίσεις. Διότι αυτός ο φορέας εξουσίας αποφασίζει για τις πιο σημαντικές υποθέσεις τους, όμως μέλος του μπορεί να γίνει ο οιοσδήποτε άνθρωπος του λαού, ώστε πολλές φορές γίνονται μέλη αυτού του θεσμικού οργάνου πολύ φτωχοί άνθρωποι, οι οποίοι λόγω της φτώχειας τους συνέβαινε να εξαγοράζονται. Αυτό αποδείχτηκε πολλές φορές και στο παρελθόν και τώρα με την υπόθεση των Ανδρίων». (ενδεχομένως να πρόκειται για το 333 π. Χ. όταν Πέρσες έφτασαν στην Άνδρο για να προκαλέσουν ελληνική εξέγερση εναντίον του Μεγάλου Αλεξάνδρου, χωρίς όμως να είναι σίγουρο). «Μερικοί έφοροι εξαγοράστηκαν και, αφού έκαναν ό,τι μπορούσαν, κατέστρεψαν ολοκληρωτικά την πόλη. Και επειδή η εξουσία τους ήταν τόσο μεγάλη και παρόμοια με κείνη των τυράννων, αναγκάστηκαν ακόμη και οι βασιλιάδες να τους κολακέψουν, με αποτέλεσμα να φθαρεί μ’ αυτόν τον τρόπο το ίδιο το πολίτευμα». Και συμπληρώνει αμέσως: «διότι από αριστοκρατικό έγινε δημοκρατικό».
Είναι φανερό ότι για τον Αριστοτέλη η έννοια της δημοκρατίας υφίσταται περισσότερο ως διαστρέβλωση. Απογοητευμένος από τη λειτουργία της αθηναϊκής δημοκρατίας που παρακολουθεί, την ταυτίζει με την ασυδοσία, τη δημαγωγία και την εξαπάτηση. Αυτός είναι και ο λόγος της εμμονής του με τους άριστους. Θεωρώντας ότι οι λαοπλάνοι καπηλεύονται την εξουσία με απατηλά τεχνάσματα, όπως τα ψηφίσματα που στην ουσία κατέλυαν το νόμο εξυπηρετώντας συγκεκριμένα συμφέροντα, και βλέποντας το λαό ανίκανο να αντισταθεί στις διαθέσεις των δημαγωγών, αναζητά τους άριστους, θα λέγαμε τους άξιους, που πρέπει να αναλάβουν τη διοίκηση. Αν και αναγνωρίζει ότι ο λαός, στο σύνολό του, ξεπερνά τον άριστο, ότι δηλαδή οι δυνατότητες του λαού είναι αναγκαστικά ανώτερες του ενός – μολονότι αρίστου – δε διστάζει να κατατάξει τη δημοκρατία στα στρεβλά πολιτεύματα, θέτοντας ως αντίστοιχο ορθό το πολίτευμα που ονομάζει “πολιτεία”, (ως σχήμα κατεξοχήν, η κατεξοχήν πολιτεία, δηλαδή η επικρατέστερη, που σχεδόν αυτόματα έρχεται στο μυαλό του ακροατή σαν βίωμα που γίνεται αυτονόητη εμπειρία, όπως ο κατεξοχήν ποιητής είναι ο Όμηρος, ο κατεξοχήν ρήτορας ο Δημοσθένης κτλ, αναφερόμενος ίσως στην περίοδο του Περικλή) που καταφέρνει να εμποδίζει όλες τις δημαγωγικές παραφυάδες να έρθουν στο προσκήνιο. Γι’ αυτό πάντα ορίζει ως απόλυτη προτεραιότητα το νόμο. Γιατί βλέπει ότι μόνο όταν ατονεί η εφαρμογή του νόμου εμφανίζονται οι δημαγωγοί. Ο νόμος, ως προστάτης της δημοκρατίας, είναι το θεσμικό όργανο που οφείλει να καθορίζει όλες τις συμπεριφορές. Όταν οι διαχειριστές της εξουσίας τον καταπατούν ατιμώρητα ή επινοούν παραθυράκια για τη νομότυπη παραμέρισή του, η δημοκρατία εκφυλίζεται και αυτό είναι το πεδίο της δράσης των λαοπλάνων. Υπό αυτές τις συνθήκες δεν αναδεικνύεται ο καλύτερος, αλλά ο πιο αδίστακτος. Από εδώ ξεκινά κι ένα άλλο σημείο προβληματικής σχετικά με το θεσμό των εφόρων στη Σπάρτη: «Εκτός τούτου οι έφοροι αποφασίζουν για πολύ σοβαρά ζητήματα, αν και είναι άνθρωποι τυχαίοι. Γι’ αυτό είναι καλύτερα να μην παίρνουν αποφάσεις με βάση τη δική τους γνώμη αλλά με βάση γραπτούς κανόνες και νόμους».
Όσο για το θεσμό της γερουσίας ο Μπένγκτσον αναφέρει: «Η γερουσία, της οποίας μέλη κατά την πιο πρώιμη εποχή ήσαν πιθανώς οι αρχηγοί των επιφανεστέρων γενών, έστεκε στο πλευρό των βασιλέων σαν συμβουλευτικό όργανο και είχε ορισμένες δικαιοδοσίες στον τομέα της ποινικής δικαιοσύνης». Για τον Αριστοτέλη ούτε η γερουσία λειτουργεί υποδειγματικά: «Προβλήματα όμως παρουσιάζει και ο θεσμός της Γερουσίας τους. Επειδή οι γερουσιαστές είναι άνθρωποι ακέραιοι και επαρκώς διαπαιδαγωγημένοι προς την αρετή, θα μπορούσε βεβαίως να πει κανείς ότι ο θεσμός είναι χρήσιμος στην πόλη, αν και είναι αμφισβητήσιμο κατά πόσον είναι σωστό, να έχουν οι άνθρωποι δια βίου την εξουσία να αποφασίζουν για μεγάλα ζητήματα (διότι, όπως ακριβώς γερνάει το σώμα, γερνάει και το πνεύμα). Όταν όμως είναι διαπαιδαγωγημένοι κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να μην τους εμπιστεύεται και ο ίδιος ο νομοθέτης, επειδή δεν είναι ενάρετοι, υπάρχει κίνδυνος. Ακόμη φαίνεται ότι οι φορείς αυτού του θεσμού της εξουσίας είναι πολύ επιρρεπείς στη δωροδοκία και πολλές δημόσιες υποθέσεις τις χειρίζονται ευνοιοκρατικά. Γι’ αυτό θα ήταν καλό να λογοδοτούν για τις πράξεις τους».
Αν και δεν αναφέρεται κάποια συγκεκριμένη περίπτωση χρηματισμού ή οποιασδήποτε άλλης αυθαιρεσίας των γερουσιαστών, είναι σαφές ότι για τον Αριστοτέλη δεν νοείται μηχανισμός εξουσίας που να μπορεί να δρα ανεξέλεγκτα. Όλοι, εφόσον υπάρχουν στοιχεία, οφείλουν να λογοδοτούν, ώστε να αποδίδεται η δικαιοσύνη. Γιατί η δικαιοσύνη αφορά πρωτίστως τους διαχειριστές της εξουσίας. Αν εκείνοι παρανομούν ατιμώρητα τότε και ο λαός δεν έχει παρά να απαξιώσει στη συνείδησή του το νόμο, που πλέον τίθεται σε αχρηστία. Κι αυτή δεν είναι μόνο η απαρχή της αδικίας, αφού πλέον ο νόμος λειτουργεί επιλεκτικά, αλλά, κυρίως, η απαρχή της ασυδοσίας, αφού ο καθένας θα βάλει το προσωπικό του συμφέρον πάνω από το νόμο. Υπό αυτές τις συνθήκες είναι μάλλον οξύμωρο να μιλάμε για πολίτευμα. Γιατί το πολίτευμα είναι η οργάνωση της εξουσίας, δηλαδή η εφαρμογή των κανόνων για τη συνύπαρξη των πολιτών. Αν αυτό που προκύπτει είναι η κατάργηση κάθε κανόνα, τότε δε μιλάμε για οργάνωση, αλλά για αποδιοργάνωση. Γι’ αυτό ο Αριστοτέλης θέλει και οι γερουσιαστές να λογοδοτούν. Γι’ αυτό εκλαμβάνει ως αρνητικό το γεγονός: «αυτό όμως τώρα δε συμβαίνει». Γιατί το ίδιο το πολίτευμα πρέπει να ορίζει τις δικές του δικλίδες ασφαλείας προς αποφυγή των αυθαιρεσιών. Ο Αριστοτέλης διατηρεί επιφυλάξεις και για τον τρόπο εκλογής των γερουσιαστών. Θεωρεί προτιμότερο να επιλέγεται ο άξιος χωρίς να χρειάζεται να προτείνει ο ίδιος τον εαυτό του, αφού από τη στιγμή που μπαίνει σ’ αυτή τη διαδικασία της παρουσίασης του εαυτού είναι αυτονόητο ότι διέπεται από φιλοδοξία. Για τον Αριστοτέλη αυτός που επιλέγεται για ένα αξίωμα πρέπει να μην έχει το δικαίωμα να αρνηθεί, αλλά να το αποδέχεται ως ύψιστη τιμή και καθήκον. Κι αυτό δεν είναι θέμα φιλοδοξίας. Είναι θέμα προτεραιοτήτων και σεβασμού προς την πατρίδα: «Αλλά και η διαδικασία της κρίσης που ακολουθείται κατά την εκλογή των γερόντων είναι παιδαριώδης ο νομοθέτης φαίνεται να κάνει ό,τι ακριβώς κάνει και σχετικά με τα άλλα ζητήματα του πολιτεύματος. Κάνοντας δηλαδή τους πολίτες φιλόδοξους χρησιμοποιεί το στοιχείο αυτό ως βάση για την εκλογή των γερουσιαστών. Διότι κανένας δε θα διεκδικούσε ένα αξίωμα, αν δεν είχε τη σχετική φιλοδοξία. Και βεβαίως τα περισσότερα εκούσια εγκλήματα συμβαίνουν στους ανθρώπους από φιλοδοξία ή φιλαργυρία».
Στη φιλαργυρία όμως οδήγησε τους Σπαρτιάτες ο νομοθέτης και σε σχέση με το ζήτημα των δημόσιων χρημάτων: «Κακή όμως είναι η (ενν. νομοθετική) κατάσταση των Σπαρτιατών και σχετικά με τα δημόσια χρήματα. Διότι το δημόσιο ταμείο είναι άδειο, αφού είναι αναγκασμένοι να διεξάγουν μεγάλους πολέμους, και δεν πληρώνουν κανονικά τους φόρους. Διότι δεν ασκούν αμοιβαίο έλεγχο για τους φόρους που πληρώνουν, επειδή το μεγαλύτερο μέρος της γης ανήκει στους Σπαρτιάτες. Έτσι προκύπτει για το νομοθέτη το αντίθετο απ’ αυτό που θα ήταν συμφέρον (ενν. για την πόλη). Δηλαδή την πόλη την έκανε φτωχή και τους πολίτες φιλοχρήματους». Αν και η αιτιολόγηση «επειδή το μεγαλύτερο μέρος της γης ανήκει στους Σπαρτιάτες» κρίνεται μάλλον ασαφής, το σίγουρο είναι ότι ο Αριστοτέλης καταγγέλλει τη σπαρτιατική νομοθεσία για ελλιπή έλεγχο στην είσπραξη των φόρων. Όταν οι πολίτες μαθαίνουν να αδιαφορούν για τα οικονομικά της πόλης τους (μιλάμε για την πλειοψηφία και όχι για μεμονωμένες περιπτώσεις), αναγκαστικά, η κατάσταση αυτή κρύβει έναν αποτυχημένο νομοθέτη, που δεν κατάφερε να τους εθίσει σωστά. (Μην ξεχνάμε πως για τον Αριστοτέλη ο νομοθέτης είναι ο μεγαλύτερος παιδαγωγός της κοινωνίας). Το αποτέλεσμα των άδειων κρατικών ταμείων δεν αφορά μόνο τον κίνδυνο μιας οικονομικά ευάλωτης πόλης, που οποιαδήποτε έκτακτη συνθήκη μπορεί να τη γονατίσει, αλλά και τη νοοτροπία των πολιτών, που από θέση αρχής γίνονται φιλοχρήματοι. Γιατί η επιθυμία του χρήματος είναι που φέρνει τη φοροδιαφυγή. Όταν ο νόμος αδρανεί και η φοροδιαφυγή γίνεται άτυπο καθεστώς, τότε όλα αντιστρέφονται, καθώς αυτός που πληρώνει είναι περισσότερο κορόιδο παρά νομοταγής. Κι αυτή είναι η απόλυτη αποτυχία του νόμου, αφού τελικά επιφέρει τον εθισμό στην απαξίωσή του.
Ο Αριστοτέλης φαίνεται επικριτικός ακόμη και στον τρόπο που λειτουργεί ο θεσμός των συσσιτίων: «Κακή είναι επίσης η νομοθεσία του εισηγητή των συσσιτίων, που ονομάζονται φιδίτια. Διότι θα έπρεπε τα έξοδα (ενν. των συσσιτίων) να καλύπτονται μάλλον από τους κρατικούς πόρους, όπως στην Κρήτη. Στους Σπαρτιάτες όμως πρέπει ο καθένας να συνεισφέρει το δικό του μερίδιο, αν και μερικοί είναι πολύ φτωχοί και δεν μπορούν να αντέξουν αυτή τη δαπάνη, με αποτέλεσμα να συμβαίνει το αντίθετο προς την πρόθεση του νομοθέτη. Διότι ο νομοθέτης θέλει βεβαίως να είναι δημοκρατικός ο θεσμός των συσσιτίων, όμως, όπως έχει νομοθετηθεί, καθίσταται ελάχιστα δημοκρατικός. Διότι οι πολύ φτωχοί δεν μπορούν να συμμετέχουν (ενν. στα συσσίτια) και σύμφωνα με πατροπαράδοτο όρο του πολιτεύματός τους δεν μπορεί να συμμετέχει στη λειτουργία του πολιτεύματος όποιος δε συνεισφέρει στα συσσίτια». Ο αποκλεισμός του πολίτη από τα ζητήματα της πόλης ισοδυναμεί με την πιο επαίσχυντη περιθωριοποίησή του. Ο πολίτης πρέπει να νιώθει ότι συμμετέχει στα κοινά, ότι συνδιαμορφώνει το πολίτευμα. Η πληθώρα των ανθρώπων που αποκλείονται από το πολίτευμα δε σηματοδοτεί μόνο την αποτυχία του πολιτεύματος να επωφεληθεί από όλους τους πολίτες (κάθε πολίτης μπορεί να προσφέρει), αλλά και τον διαρκή κίνδυνο της αποσταθεροποίησης, αφού ο περιθωριοποιημένος πολίτης είναι ο αδικημένος πολίτης και το πλήθος αυτών των ανθρώπων είναι μια μόνιμη απειλή. Με άλλα λόγια, το πολιτικό σύστημα αυτού του είδους, αντί να χρησιμοποιήσει όλες του τις δυνάμεις για το καλό της πόλης – και οι δυνάμεις του είναι οι πολίτες του – καταφέρνει να στρέψει κομμάτι των δυνάμεων αυτών εναντίον του. Και δεν υπάρχει πιο κραυγαλέα αποτυχία απ’ αυτό. (Φυσικά, σε καμία περίπτωση δε θα μπορούσαμε να πούμε ότι στη Σπάρτη οι άνθρωποι που αδυνατούσαν να συμμετέχουν στα συσσίτια αποτελούσαν πλειοψηφία ή είχαν τέτοιο αριθμό που να μπορεί να καταστεί απειλή για το σύστημα. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι το νομοθετικό πλαίσιο των συσσιτίων – κατά τον Αριστοτέλη πάντα – ήταν πετυχημένο).
Ωστόσο, ο Αριστοτέλης προχωρά στη γενικότερη θετική αποτίμηση του σπαρτιατικού πολιτεύματος παρά τις εγγενείς του αδυναμίες. Γιατί έχει διαμορφωθεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να εξασφαλίζει τη συμμετοχή και την ικανοποίηση της πλειοψηφίας των πολιτών, δηλαδή τη συνοχή του. (Αυτοί που αποκλείονταν από το θεσμό των συσσιτίων δεν αρκούσαν για να ανατρέψουν τη γενική εικόνα): «Πράγματι αυτός ο θεσμός εξουσίας διασφαλίζει τη συνοχή του πολιτεύματος, διότι ο λαός παραμένει ήσυχος, επειδή συμμετέχει στον πιο σημαντικό φορέα εξουσίας, ώστε, είτε στο νομοθέτη είτε στην τύχη οφείλεται αυτό, τα αποτελέσματα να είναι θετικά. Διότι το πολίτευμα που πρόκειται να διατηρηθεί αλώβητο πρέπει να θέλει τη συνέχεια της ύπαρξης και τη διατήρηση της ταυτότητας όλων των μερών της πολιτείας». Πώς πραγματώνονται όλα αυτά; «Έτσι λοιπόν συμπεριφέρονται οι βασιλιάδες εξαιτίας των τιμών που τους αποδίδονται, οι άριστοι, επειδή γίνονται γερουσιαστές (διότι αυτό το αξίωμα αποτελεί επιβράβευση της αρετής) και οι άνθρωποι του λαού, επειδή μπορούν να γίνουν έφοροι (διότι οι έφοροι προέρχονται απ’ όλες τις τάξεις των πολιτών)».
Η συνείδηση ότι η συμμετοχή των πολιτών είναι η καρδιά του συστήματος, ως πραγμάτωση της ενότητας, δε χρειάζεται περαιτέρω επεξηγήσεις. Κι αυτός είναι ένας βασικός παράγοντας που οι Σπαρτιάτες κατάφεραν να αντέξουν τη δύσκολη στρατιωτική τους ζωή. Ισότητα στη διαχείριση της εξουσίας (σχετική βέβαια), ισότητα στο σύστημα της εκπαίδευσης, ισότητα στις στρατιωτικές υποχρεώσεις. Ο Μπένγκτσον σημειώνει: «Πρωτόγονες συνήθειες διατηρούμενες από την εποχή της μεταναστεύσεως, και η σκληρή ανάγκη που επέβαλλε η διαρκής πολεμική ετοιμότης της σπαρτιατικής δυνάμεως, οδήγησαν στη δημιουργία άκαμπτου στρατιωτικού βίου, υποχρεωτικού για ολόκληρη την κοινότητα, του οποίου ανάλογο παράδειγμα δεν υπάρχει άλλο σ’ ολόκληρη την αρχαία ιστορία». Για να καταλήξει: «Αδιάκοπη άσκηση και μόνιμη ετοιμότης έκαναν το λακωνικό στρατό να είναι ένα σχετικά μικρό μεν, αλλά γι’ αυτό πιο ευκίνητο όργανο δυναμικής επιβολής, προς το οποίο ο αρχαίος κόσμος θα μπορούσε να αντιπαραθέσει τον παλαιότερο ασσυριακό στρατό. Η ισότης, που επέβαλλε η φάλαγξ στο πεδίο της μάχης, εδημιουργούσε ίσα δικαιώματα και στην πολιτική ζωή: Έτσι με υπερηφάνεια αποκαλούνταν οι Σπαρτιάτες, που έπαιρναν μέρος στα κοινά γεύματα “Όμοιοι”, έστω και αν υπήρχε μεταξύ τους σημαντική οικονομική ανισότης». Χωρίς όμως να παραβλέπεται και η περίπτωση του αποκλεισμού: «Όποιος δεν ήταν σε θέση να συνεισφέρει το καθορισμένο για τα κοινά γεύματα ποσό σε είδος, μετέπιπτε στην κατηγορία των “Υπομειόνων”. Τούτο εσήμαινε ότι απομονωνόταν από την ομαδική ζωή των πολιτών με τα πλήρη δικαιώματα».
Αριστοτέλης, Πολιτικά
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου