Κάθε άνθρωπος ερχόμενος στην ζωή, θα βιώσει κάποια μορφή έλλειψης. Παράλληλα θα εκφράζει τις ανάγκες που επιθυμεί να εκπληρώσει. Είναι τότε που η έλλειψη δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την εκπλήρωση ενός σκοπού.
Έτσι χτίζονται και υλοποιούνται τα όνειρα. Τα ανεκπλήρωτα όμως όνειρα, γεννούν τον φόβο και ελαττώνουν τις προσδοκίες. Είναι σύνηθες επίσης τον φόβο να ακολουθεί ο θυμός. Μέσω του θυμού, αναζητούνται τρόποι, ώστε να κάνει αισθητή την παρουσία της η κάθε ύπαρξη, όταν βιώνει τον αποκλεισμό.
Γι’ αυτό συνήθως όποιος θυμώνει, είναι γιατί φοβάται την απόρριψη και την εγκατάλειψη. Όπως επίσης και όποιος φοβάται συχνά θυμώνει.
Όλοι με κάποιον τρόπο -από τα παιδικά μας χρονιά- έχουμε βιώσει την δυσαρέσκεια μας, για κάτι που επιθυμούσαμε και οι γονείς αλλά και το περιβάλλον που μας φιλοξένησε μας είχαν στερήσει. Αυτή η στέρηση πολλές φορές δημιουργεί τραύματα, τα οποία κουβαλάμε και στην υπόλοιπη ενήλικη ζωής μας.
Έτσι καθίσταται απαραίτητη η δημιουργία σχέσεων και συσχετισμών ένταξης, ώστε μέσα από αυτές, να προκύψει η αίσθηση της ενδυνάμωσης. Αυτή όμως η προσπάθεια, πολλές φορές οδηγεί σε ανούσιους και εξοντωτικούς ανταγωνισμούς.
Όλοι στρεφόμαστε εναντίον όλων, σε μια προσπάθεια να τους εναποθέσουμε τις δικές μας ευθύνες, γι’ αυτά που αδυνατούμε να δούμε και να διαχειριστούμε μέσα μας. Είναι αυτά τα οικεία, τα όποια προφασιζόμαστε ότι μας είναι ξένα.
Αυτά που προβάλλουμε στους άλλους, είναι τα δικά μας που τα θεωρούμε αλλότρια. Με αυτόν τον τρόπο δικαιώνονται οι ψευδείς μας φόβοι, που εν τέλει μεταστρέφονται σε θυμό έναντι των άλλων, και έτσι ενισχύουν την επικράτηση ενός ατέρμονου πολέμου.
Ο μέγας Ηράκλειτος – ο φιλόσοφος της κίνησης και της ροής των αντιθέτων- με τον βαθιά στοχαστικό του λόγο μας υπενθυμίζει ότι:
Τα αντίθετα υπάρχουν μόνο στον φαινόμενο κόσμο και όχι ως προ στην ουσία τους.
Έτσι μας προσκαλεί να αναστοχαστούμε: μήπως εν τέλει οδοιπορούμε, προς την αντίθετη θέση από την οποία θεωρούμε ότι βρισκόμαστε;
«Ενώ ο πόλεμος είναι πατέρας και βασιλιάς για όλους, άλλους ανέδειξε σε θεούς και άλλους σε ανθρώπους, άλλους έκανε δούλους και άλλους ελευθέρους», (απ.53).
Για τον Ηράκλειτο «Ο δρόμος που ανεβαίνει και ο δρόμος που κατεβαίνει είναι ένας και ο αυτός»,(απ.60).
Ομοίως για τον ίδιο: «Ο δρόμος ο ευθύς και ο δρόμος ο λοξός είναι ένας και α αυτός», (απ.59).
Γι’ αυτό: «Η αφανής αρμονία είναι υπέρτερη από την φανερή», (απ.54).
Έτσι η μονή λογική εξήγησης που μπορεί να προκύψει, είναι όταν όλα συναρμόζονται: «Η ομόνοια και η διχόνοια, η συμφωνία και ασυμφωνία: το Ένα γεννιέται απ΄ όλα και από το Ένα Όλα», (απ.10). Ομοίως: «Το καλό και το κακό είναι ένα και το αυτό… Ενώ η θεραπεία έχει τις ίδιες επιπτώσεις που έχουν και οι αρρώστιες» (απ.58).
Προς επίρρωση των στοχασμών του Ηράκλειτου, ο Rogers μας υπενθυμίζει ότι: «H διαφορετικότητα είναι πηγή πλούτου».
Ίσως να πρέπει ενδεχομένως να οδοιπορήσουμε, προς αυτό που θεωρούμε διαφορετικό και το αποποιούμαστε. Μέσα από τις διαφορές, μας δίδεται η δυνατότητα ώστε με μεγαλύτερη ακρίβεια στην οδοιπορία της ζωής, να χαράζουμε νέες συντεταγμένες κατευθύνσεις.
Αν επιθυμούμε να συναντηθούμε με την αυθεντικότητα του εαυτού, θα πρέπει να αναζητήσουμε τα σκιερά σημεία μέσα μας.
Ας αναρωτηθούμε όμως, ποια είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για κάθε ύπαρξη -όπως και η δική μας- ώστε να γεννηθούμε και να επιβιώσουμε; Αυτή μήπως δεν είναι το πρόσφορο και οικείο περιβάλλον μιας κυοφορίας; Κάποιος θα πρέπει να μας διαθέσει το χώρο του, το σώμα του, τον χρόνο και την αγκαλιά του.
Να μας φιλοξενήσει, ώστε εμείς να υπάρξουμε. Να μοιραστεί και να θυσιάσει ένα κομμάτι της δίκης του ζωής, στρέφοντας αποκλειστικά την προσοχή του προς εμάς: μόνον έτσι θα μπορέσουμε να επιβιώσουμε. Αυτό μόνο η μήτρα που μας φιλοξένησε μέσα από την μητέρα που μας γέννησε, μπορεί να μας το παρέχει. Καθώς επίσης και το περιβάλλον που μερίμνησε για τα αναγκαία, ώστε εμείς να επιβιώσουμε.
Αν το συνειδητοποιήσουμε αυτό, τότε το μόνο που απομένει να κάνουμε διά βίου, είναι η βαθιά μας ευγνωμοσύνη, σε όσα ευχάριστα ή ακόμα και δυσάρεστα συνέβαλλαν για την επιβίωση μας. Πρωτίστως οφείλουμε στην μητέρα μας απλόχερα να της αποδίδουμε ευγνωμοσύνη. Με την δική της προσφορά και την φροντίδα, γνωρίσαμε την ζωή.
Με την ίδια φροντίδα και μέριμνα επίσης το περιβάλλον μας διατήρησε στη ζωή. Είναι σαν να είχαμε προσκληθεί και από τους δυο μαζί, ώστε να βιώσουμε τις φωταψίες του Ζειν Αληθώς. Έστω και αν παρ’ ελπίδα, πολλά στην ζωή συμβαίνοντα προέκυψαν να φαντάζουν “λάθος”, από την στιγμή που έχουμε διατηρηθεί στην ζωή, θα πρέπει να αποδώσουμε ευγνωμοσύνη στους γεννήτορες μας. Στους φορείς της ζωής, όταν αναγνωρίσουμε την προσφορά τους, αυτοί θα συμβάλλουν ώστε να συναντήσουμε την γαληνή στις σκέψεις, την ψυχή και στην ζωή μας.
Ο θυμός συνήθως υποκρύπτει κάποιον απροσδιόριστο φόβο, που δύσκολα γίνεται εντοπίσημος μέσα μας. Αυτός που φοβάται αργά ή γρήγορα θα θυμώσει. Θυμώνει διότι θεωρεί ότι δεν έχει βοηθηθεί επαρκώς. Βιώνει πως έχει αδικηθεί και δεν έχει ακουστεί η βιωματική του αλήθεια.
Πολλές φορές και με την σκέψη και μόνο ενός συμβάντος, ξεχειλίζει ο θυμός, ενώ δυσκολευόμαστε να συγκρατήσουμε την εκδήλωση του. Ειδικά όταν νοιώσουμε ότι αδικηθήκαμε, ή δεν έχει ακουστεί ο πόνος της απομόνωσης που βιώνουμε, τότε ψάχνουμε εναγώνια κάπου να εκτονώσουμε τον θυμό μας.
Όταν στρέφουμε τον θυμό μας προς κάποιον άλλο, συνήθως τον αναστατώνουμε και διαταράσσουμε τον συναισθηματικό του κόσμο. Έτσι προκαλούνται οι διενέξεις. Αφού επεκταθούν στο περιβάλλον, εν τέλει θα επιστρέψουν και πάλι προς εμάς να επιλύσουμε, ολοκληρώνοντας τον κύκλο του. Από την άλλη αν παρ’ ελπίδα επιλέξουμε να καταπιέσουμε τα αρνητικά συναισθήματα που έχουμε, και δεν τα εκφράσουμε, αυτά θα στραφούν και πάλι εναντίον μας. Έτσι σωρευτικά θα συμβάλλουν ώστε μέσα από την στέρηση της ελευθερίας της έκφρασης τους, να μας τιμωρούν.
Όταν μας αφαιρείται το σθένος, να διατυπώσουμε και να υπερασπιστούμε την αυθεντικότητα των συνθημάτων μας, ο οργανισμός -ως ενιαίο σύνολο που είναι- θα επιδιώξει να εκτονώσει την εσωτερική πίεση που βιώνει, δημιουργώντας την εκδήλωση μιας ασθένειας. Η έλλειψη ομαλής ροής είναι ο ορισμός της ασθένειας.
Βρίσκεται εκεί για να μας θυμίζει την μεταστροφή και την ολοκλήρωση της εμπειρίας που θα πρέπει να κάνουμε, αν θέλουμε να υγιαίνουμε.
Ο Ανέκφραστος θυμός που συνήθως παραμένει μέσα μας, επιμολύνει καθολικά την ύπαρξη, όσο λιμνάζει ανεπεξέργαστος. Ένας τρόπος για την καλύτερη διαχείριση αυτού του θυμού και των αρνητικών συναισθημάτων που αυτός επιφέρει, είναι το εσωτερικό κάλεσμα σε έναν νοητικό διάλογο, αυτών που τον προκάλεσαν. Δεν είναι απαραίτητο να συναντήσουμε όποιον μας τον προκάλεσε, ώστε να του εκφράσουμε κατά πρόσωπο, αυτό που μας έχει δημιουργήσει. Ούτε όμως και θα έχει χαθεί η ευκαιρία αν δεν τον συναντήσουμε. Την απάντηση μας την δίνει ο Παρμενίδης.
Ο προ πλατωνικός φιλόσοφος Παρμενίδης μας θυμίζει ότι : «το Νοείν εστι Είναι». Η νόηση και μέσω αυτής, ο στοχασμός και η σκέψη, είναι υπερβατική έννοια. Δεν υπόκειται δηλ. στους χωρικούς και χρονικούς περιορισμούς της ύλης. Αυτό που σκεφτόμαστε, στην ουσία μας επισκέπτεται, αποκρινόμενο στις προσκλήσεις των σκέψεων μας. Είναι καλέσματα σε διάλογο. Η σκέψη και το Νοειν είναι αναφορικές έννοιες: πάντοτε αναφέρονται σε κάτι αληθινό, σχετιζόμενο με εμάς και υπαρκτό και ποτέ στο τίποτα.
Όταν ένα συμβάν έχει συντελεστεί -το πρόσωπο που το προκάλεσε- μέσω της σκέψης μπορούμε να το προσκαλέσουμε στον νου. Εκεί μας δίνεται η δυνατότητα να διατυπώσουμε όλες μας τις διαφωνίες και τις αδικίες που τυχών μας έχει προκαλέσει στο παρελθόν. Όταν ο θυμός εκφράζεται, σε έναν εσωτερικό διάλογο ερήμην της φυσικής παρουσίας του άλλου, στην σιωπή της απουσίας του, διαφαίνεται η εξασθένηση και εν τέλει η απουσία αντίλογου.
Η αναζήτηση της διάφανης αλήθειας σε έναν διάλογο, όταν απευθύνεται σε όποιο πρόσωπο, στην ουσία αποτείνεται σε αυτό που εκπροσωπεί: το κοινό και οικείο προς όλους μας Είναι.
Στην διάρκεια ενός ειλικρινούς διαλόγου, αμβλύνονται όλες οι διαφωνίες. Ένας νοητικός διάλογος ουσιαστικός, εκλαμβάνεται ως μια προσπάθεια αποδοχής ενός υποτιθέμενου «σφάλματος», το οποίο έχει προκαλέσει ένα βαθύ στον χρόνο τραύμα, το οποίο επιζητεί την επούλωση του. Έτσι, επανορθώνεται αναδυόμενο στο παρόν, αυτό που είχε προκληθεί στο παρελθόν. Αυτή η μορφή εκτόνωση, θα εξισορροπήσει και θα μεταστρέψει το κάποτε αδύναμο σε δυνάμενο, ως μια εγγενή προσπάθεια εξίσωσης των αντιθέτων. Τότε, η αποδοχή μιας αδικίας, γίνεται μια δυναμική προσπάθεια αμοιβαίας δικαιοσύνης και επανόρθωσης.
Όταν αποδεχόμαστε τον άλλον, εν μέσω της απουσίας της υπερασπιστικής του θέσης -η οποία διατυπώνεται με την σιωπή του- εκλαμβάνεται ως βαθιά και ειλικρινή συγνώμη. Τότε το συν-αισθανόμενο, βρίσκει πάντα τον τρόπο να συγχωρεί. Στην απουσία του λόγου, αίρονται οι περιορισμοί των αισθημάτων, που οι λέξεις αδυνατούν στην ανεπάρκεια τους να εκφράσουν.
Στην αλήθεια της ειλικρινούς συγνώμης, το μόνο που απομένει ώστε να διαπιστευτεί και να επιβραβευτεί, είναι την εκδήλωση μιας αγκαλιάς. Στις αγκαλιές τις νοητικές ή τις φυσικές, η μια επιβεβαιώνει την άλλη. Όπως συναίνει και στην Αληθινή Αγάπη, χάνεται ο εντοπισμός του όποιου αντικείμενου. Όλα εξισώνονται στο ενιαίο Είναι ως υποκείμενα Του. Εντός Του όλα ομογενοποιούνται ως περιεχόμενα, ενώ τα αντικείμενα είναι ανύπαρκτα.
Όταν όλα Ένα Είναι, δεν θυσιάζεται τίποτα. Τότε ο θυμός γίνεται αδύναμος: όταν η συγχώρεση απαλλάσσει τον νου από ατέρμονες και άσκοπες διαιρέσεις.
Στην αγκαλιά της αληθινής Αγάπης, ο Λόγος σιωπά εμπρός στον πλούτο του συναισθήματος. Αποκτά επίγνωση και ανεπάρκειας του και τότε αδυνατεί να εκφράσει με διαιρέσεις ολον ως ενιαίο. Έτσι αφήνεται την ροή της Εν-ώσης ως έμπρακτη φανέρωση του Εν-Είναι.
Εντός του Είναι τίποτα δεν βιώνεται ως ημιτελές. Στο κοινό μας οίκο, όλα της Ύπαρξης είναι προσιτά και οικεία.
Κάθε επανάληψη είναι το δώρο προς την τελείωση μιας ένωσης. Το αλλότριο εν τελεί, είναι αυτό που συμβάλλει στην ολοκλήρωση και την δικαιωματική ένταξη, στο Είναι του οποίου είμαστε όλοι αναπόσπαστο μέρος. Ο άλλος γίνεται τα ματιά αυτών των αδιόρατων, που δεν βλέπουμε ακόμα. Είναι αυτά έτερα, που θεωρούμε ακόμα, ότι δεν είναι ένα με εμένα. Η κάθε επανάληψη είναι αυτό που μας θυμίζει, εκείνο που πρέπει να τελειωθεί στο άχρονο του Είναι οικοδόμημα. Εκεί μόνο η Αγάπη κυριαρχεί και η Αλήθεια φανερώνει τα ερείσματα της. Τα λόγια αλήθειας ως συνοδοιπόροι, ακολουθούν τα συναισθανόμενα, με ύμνους, που μόνο ως θαύμα μπορούν να βιωθούν εσωτερικά και να ερμηνευτούν στην σιωπή τους.
Στην σιωπή τα λόγια γίνονται τόσο φτωχά, που αδυνατούν να εκφράσουν τον πλημμυρίδα των συνθημάτων και της σκέψης που η αγκαλιά του Είναι προκαλεί. Στην σιωπή και όχι στο λόγο, αποκαλύπτονται όλα τα μυστικά της αλήθειας του Είναι. Αυτό που σιωπά, είναι αυτό που δεν μπορεί να ειπωθεί με τα λόγια. Είναι αυτό επίσης που δεν μπορεί να αποδώσει κατηγορία και καταγγελτικό λόγο για τίποτα.
O Γερμανός φιλόσοφος Heidegger, και λάτρης του Αρχαίου Ελληνικού στοχασμού, μας θυμίζει:
«Ο λόγος που δεν εκφράζεται δεν είναι ο λόγος που σιωπά, αλλά αυτός που εκφράζει το μη λεγόμενο (ως Είναι). Είναι αυτός που πρέπει να λεχθεί με τέτοιον τρόπου ώστε να ονομάζεται, όταν δεν λέγεται».
Στην χρονική ακολουθία της ζωής, όλες οι τάσεις αναμένουν κάποτε την συμπόρευση τους. Όταν συμβεί αυτό, τότε ο θυμός ήδη θα έχει μεταλλαχθεί σε δυναμική ενέργεια, η οποία δύναται να παράγει το έργο την ένωσης, το οποίο μόλις απέκτησε ως εμπειρία εκ του Είναι του.
Τέλος, ο επίσης προ πλατωνικός φιλόσοφός Αναξίμανδρος, με τον καταλυτικό του λόγο, στις λίγες γραμμές που έχουν διασωθεί από το έργο που μας άφησε κληρονομιά αναφέρει, (λες και δεν είχαμε ανάγκη την σοφία του, στην ορφάνια που ζούμε): «Τα όντα αποδύσουν αμοιβαία δικαιοσύνη και επανορθώνουν την αδικία, σύμφωνα με την ακολουθία του χρόνου», (του ψευδεπίγραφου χωρισμού τους από το Είναι).
Η έλλειψη μόνο στην σιωπή της γίνεται παρ-ουσία. Η δε φλυαρία και ο πλεονασμός, με ευκολία οδηγεί στην έλλειψη.
Όποιος οφείλει ευχαριστίες αντί για τιμωρίες, λυτρώνεται από τον θυμό του. Εκεί λίγο πριν το ξέφωτο, είναι κρυμμένος ο δρόμος προς στην ελευθέρια του. Στην συγχώρεση του εαυτού μπορείς να ξαναβρεί ο άνθρωπος, αυτά που δεν έζησε ακόμα με αυθεντικό τρόπο. Έτσι ενδεχομένως να εκπληρώνεται η κάθε αποστολή: Όταν τα όνειρα, μας επιβάλουν να τα φέρουμε εις πέρας επάξια.
Υποσημείωση: Οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι διατύπωναν την φράση: “Η σιωπή είναι χρυσός”. Οποιος λέει κάτι, εκφράζει μια ανάγκη του, η οποία ενδέχεται να τον διαψεύσει. Αυτό συμβαίνει διότι, αυτό που κάποτε επιθυμούσε και απέκτησε, θα ατονεί το ενδιαφέρον του στον χρόνο και έτσι θα διαψεύδει την πρότερη ανάγκη του.
Τότε αυτό θα το βιώνει ο ίδιος ως δέσμευση και βάρος ανελευθερίας. Ώσπου κάποτε να του είναι αδιάφορο και ενδεχομένως να το χάσει -ως μη δεδομένο, διότι ακριβώς η ανάγκη του ήταν ψευδής. Η μονή αληθινή ανάγκη είναι η Σχέση μας με το Είναι. Εντός του Είναι το εν-έχειν ή το ελλείπειν είναι ανύπαρκτα και δεν έχουν κανενα νόημα. Αυτό διότι όλα παρόντα είναι: μέσα από την παρ-ουσία ή την απ-ουσία τους, η κοινή ουσία (του Είναι) αιώνια μένει ενωμένη (εν-νω-με-ένα).
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου