ΞΕΝ ΚΑναβ 2.3.21–2.3.29
Οι Έλληνες στρατηγοί εξηγούν γιατί ακολούθησαν τον Κύρο – Ανταλλαγή όρκων με τον Τισσαφέρνη
Οι Μύριοι και ο Αριαίος αντάλλαξαν όρκους συμμαχίας (βλ. σχετικά και ΞΕΝ ΚΑναβ 2.1.7–2.1.20) και προσπάθησαν να διαφύγουν με πορεία προς τον βορρά για λόγους επισιτισμού του στρατεύματος. Ο Αρταξέρξης από την πλευρά του στέλνει στους Έλληνες τον Τισσαφέρνη, που υπόσχεται ότι θα τους οδηγήσει ο ίδιος στα μικρασιατικά παράλια, αν του εξηγήσουν για ποιο λόγο εξεστράτευσαν εναντίον του Μ. Βασιλιά.
[2.3.21] πρὸς ταῦτα μεταστάντες οἱ
Ἕλληνες ἐβουλεύοντο· καὶ ἀπεκρίναντο, Κλέαρχος δ’ ἔλεγεν·
Ἡμεῖς οὔτε συνήλθομεν ὡς βασιλεῖ πολεμήσοντες οὔτε
ἐπορευόμεθα ἐπὶ βασιλέα, ἀλλὰ πολλὰς προφάσεις Κῦρος
ηὕρισκεν, ὡς καὶ σὺ εὖ οἶσθα, ἵνα ὑμᾶς τε ἀπαρασκεύους
λάβοι καὶ ἡμᾶς ἐνθάδε ἀγάγοι. [2.3.22] ἐπεὶ μέντοι ἤδη αὐτὸν
ἑωρῶμεν ἐν δεινῷ ὄντα, ᾐσχύνθημεν καὶ θεοὺς καὶ ἀνθρώπους
προδοῦναι αὐτόν, ἐν τῷ πρόσθεν χρόνῳ παρέχοντες ἡμᾶς
αὐτοὺς εὖ ποιεῖν. [2.3.23] ἐπεὶ δὲ Κῦρος τέθνηκεν, οὔτε βασιλεῖ
ἀντιποιούμεθα τῆς ἀρχῆς οὔτ’ ἔστιν ὅτου ἕνεκα βουλοίμεθα
ἂν τὴν βασιλέως χώραν κακῶς ποιεῖν, οὐδ’ αὐτὸν ἀποκτεῖναι
ἂν ἐθέλοιμεν, πορευοίμεθα δ’ ἂν οἴκαδε, εἴ τις ἡμᾶς μὴ λυποίη·
ἀδικοῦντα μέντοι πειρασόμεθα σὺν τοῖς θεοῖς ἀμύνασθαι· ἐὰν
μέντοι τις ἡμᾶς καὶ εὖ ποιῶν ὑπάρχῃ, καὶ τούτου εἴς γε
δύναμιν οὐχ ἡττησόμεθα εὖ ποιοῦντες. [2.3.24] ὁ μὲν οὕτως εἶπεν·
ἀκούσας δὲ ὁ Τισσαφέρνης, Ταῦτα, ἔφη, ἐγὼ ἀπαγγελῶ
βασιλεῖ καὶ ὑμῖν πάλιν τὰ παρ’ ἐκείνου· μέχρι δ’ ἂν ἐγὼ
ἥκω αἱ σπονδαὶ μενόντων· [2.3.25] ἀγορὰν δὲ ἡμεῖς παρέξομεν. καὶ
εἰς μὲν τὴν ὑστεραίαν οὐχ ἧκεν· ὥσθ’ οἱ Ἕλληνες ἐφρόντιζον·
τῇ δὲ τρίτῃ ἥκων ἔλεγεν ὅτι διαπεπραγμένος ἥκοι παρὰ
βασιλέως δοθῆναι αὐτῷ σῴζειν τοὺς Ἕλληνας, καίπερ πάνυ
πολλῶν ἀντιλεγόντων ὡς οὐκ ἄξιον εἴη βασιλεῖ ἀφεῖναι
τοὺς ἐφ’ ἑαυτὸν στρατευσαμένους. [2.3.26] τέλος δὲ εἶπε· Καὶ νῦν
ἔξεστιν ὑμῖν πιστὰ λαβεῖν παρ’ ἡμῶν ἦ μὴν φιλίαν παρέξειν
ὑμῖν τὴν χώραν καὶ ἀδόλως ἀπάξειν εἰς τὴν Ἑλλάδα ἀγορὰν
παρέχοντας· ὅπου δ’ ἂν μὴ ᾖ πρίασθαι, λαμβάνειν ὑμᾶς ἐκ
τῆς χώρας ἐάσομεν τὰ ἐπιτήδεια. [2.3.27] ὑμᾶς δὲ αὖ ἡμῖν δεήσει
ὀμόσαι ἦ μὴν πορεύσεσθαι ὡς διὰ φιλίας ἀσινῶς σῖτα καὶ
ποτὰ λαμβάνοντας ὁπόταν μὴ ἀγορὰν παρέχωμεν, ἐὰν δὲ
παρέχωμεν ἀγοράν, ὠνουμένους ἕξειν τὰ ἐπιτήδεια. [2.3.28] ταῦτα
ἔδοξε, καὶ ὤμοσαν καὶ δεξιὰς ἔδοσαν Τισσαφέρνης καὶ ὁ τῆς
βασιλέως γυναικὸς ἀδελφὸς τοῖς τῶν Ἑλλήνων στρατηγοῖς
καὶ λοχαγοῖς καὶ ἔλαβον παρὰ τῶν Ἑλλήνων. [2.3.29] μετὰ δὲ ταῦτα
Τισσαφέρνης εἶπε· Νῦν μὲν δὴ ἄπειμι ὡς βασιλέα· ἐπειδὰν
δὲ διαπράξωμαι ἃ δέομαι, ἥξω συσκευασάμενος ὡς ἀπάξων
ὑμᾶς εἰς τὴν Ἑλλάδα καὶ αὐτὸς ἀπιὼν ἐπὶ τὴν ἐμαυτοῦ
ἀρχήν.
***
Δια να δώσουν απάντησιν εις αυτά, απεμακρύνθησαν ολίγον οι Έλληνες και συνεσκέπτοντο. Επιστρέψαντες δε κατόπιν έδωκαν την εξής απάντησιν δια στόματος του Κλεάρχου. «Ημείς ούτε συνηθροίσθημεν με τον σκοπόν να κάμωμεν πόλεμον εναντίον του βασιλέως ούτε ηθέλομεν να βαδίσωμεν εναντίον του, αλλά πολλά προσχήματα ο Κύρος προέβαλλε, όπως και συ καλώς γνωρίζεις, ίνα και σας σας προλάβη απροπαρασκεύους και ημάς μας οδηγήση εδώ. Επειδή όμως τον εβλέπομεν πλέον να ευρίσκεται εις δεινήν θέσιν, ηντράπημεν και θεούς και ανθρώπους να τον προδώσωμεν, αφού εις το παρελθόν εδεχόμεθα να μας ευεργετή. Αφού όμως τώρα ο Κύρος είναι νεκρός, ούτε προς τον βασιλέα διεκδικούμεν την εξουσίαν, ούτε υπάρχει κανείς λόγος, δια τον οποίον θα ηθέλαμεν να κακοποιούμεν την χώραν του βασιλέως, ούτε αυτόν τον ίδιον θα είχομεν καμίαν πρόθεσιν να τον φονεύσωμεν, παρά θα ηθέλαμεν να πορευθώμεν προς την πατρίδα μας, αν δεν θα μας ηνώχλει κανείς. Αν όμως κανείς επιχειρήση να μας βλάψη, τότε θα προσπαθήσωμεν με την βοήθειαν των θεών να αμυνθώμεν κατ' αυτού. Όπως απεναντίας, αν κανείς αρχίση πρώτος να μας κάμνη καλόν, και από τούτον κατά την δύναμιν μας τουλάχιστον, δεν θα φανώμεν κατώτεροι εις το να του ανταποδίδωμεν το καλόν». Ο μεν Κλέαρχος έτσι ωμίλησεν. Άμα δε τα ήκουσεν αυτά ο Τισσαφέρνης, «Αυτά, είπε, εγώ θα τα διαβιβάσω εις τον βασιλέα, καθώς και εις εσάς κατόπιν όσα θα μου παραγγείλη εκείνος. Μέχρις ότου δε εγώ επιστρέψω, ας εξακολουθήση να υπάρχει η ανακωχή. Τρόφιμα δε προς αγοράν ημείς θα σας παρέχωμεν».
Και εντός μεν της επομένης ημέρας δεν επέστρεψεν, ώστε οι Έλληνες ανησύχουν. Την τρίτην δε ημέραν επιστρέψας έλεγεν ότι ήλθεν, αφού είχε κατορθώσει, ώστε να του επιτραπεί παρά του βασιλέως να σώση τους Έλληνας, μολονότι πολλοί προέβαλλον αντιρρήσεις και έλεγον ότι δεν ήτο αξιοπρεπές δια τον βασιλέα να αφήση να απέλθουν άνθρωποι που εξεστράτευσαν εναντίον του. Καταλήγων δε ο Τισσαφέρνης είπε∙ «Και τώρα ημπορείτε να λάβετε διαβεβαιώσεις εκ μέρους ημών ότι όντως φιλικήν στάσιν θα τηρούμεν προς εσάς κατά την δια μέσου της χώρας ημών πορείαν σας και χωρίς δόλον θα σας οδηγήσωμεν οπίσω εις την Ελλάδα παρέχοντες εις σας τρόφιμα προς αγοράν. Όπου δε δεν θα είναι δυνατόν να αγοράσετε, θα σας επιτρέπωμεν να λαμβάνετε απ' εκεί που θα ευρίσκεσθε τα τρόφιμα. Σεις δε πάλιν θα πρέπη να ορκισθήτε εις ημάς ότι όντως θα πορεύεσθε όπως δια μέσου φιλικής χώρας, λαμβάνοντες εξ αυτής, χωρίς να προξενήτε καμίαν βλάβην, τρόφιμα και ποτά, οσάκις δεν θα σας παρέχωμεν ημείς προς αγοράν∙ άμα όμως σας παρέχωμεν ημείς προς αγοράν, τότε θα τα λαμβάνετε αγοράζοντες αυτά». Αυτά έγιναν αποδεκτά, και ωρκίσθησαν και από τα δύο μέρη και έδωσαν την δεξιάν των χείρα ο Τισσαφέρνης και ο γυναικάδελφος του βασιλέως εις τους στρατηγούς και τους λοχαγούς των Ελλήνων και αντήλλαξαν χειραψίαν με αυτούς. Μετά ταύτα δε ο Τισσαφέρνης είπε∙ «Τώρα πλέον θα απέλθω, δια να υπάγω εις τον βασιλέα∙ ευθύς δε ως φέρω εις πέρας όσα ζητήματά μου έχω να διευθετήσω, θα ετοιμασθώ και θα επανέλθω εδώ, δια να σας οδηγήσω εις την Ελλάδα και να επιστρέψω και εγώ ο ίδιος εις την σατραπείαν μου».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου