Ο Αριστοτέλης στο ξεκίνημα του τέταρτου βιβλίου των «Ηθικών Νικομαχείων» είναι ξεκάθαρος στο πώς αντιλαμβάνεται την ελευθεριότητα: «Η ελευθεριότητα θεωρείται ότι είναι η μεσότητα στον χώρο των χρημάτων και, γενικά, των υλικών αγαθών». (1119b 1, 22-23).
Και διευκρινίζει: «Επαινείται, πράγματι, ο ελευθέριος όχι ενσχέσει με τις πολεμικές του πράξεις, ούτε ενσχέσει με αυτά για τα οποία επαινείται ο σώφρων, ούτε, επίσης, ενσχέσει με τις δίκαιες αποφάσεις του, αλλά ενσχέσει με τη δόση και τη λήψη χρημάτων και υλικών αγαθών, και μάλιστα πιο πολύ με τη δόση». (1119b 1, 23-26). Όσο για το τι είναι τα χρήματα, το ξεκαθαρίζει επίσης: «Με τη λέξη χρήματα εννοούμε καθετί που η αξία του μετριέται με τη βοήθεια του νομίσματος». (1119b 1, 26-28).
Αντιλαμβανόμενοι ότι, όταν ο Αριστοτέλης κάνει λόγο για χρήματα, δεν εννοεί τα νομίσματα καθαυτό αλλά οποιοδήποτε στοιχείο εκπροσωπεί χρηματική αξία, γίνεται σαφές ότι ο όρος χρήμα αντιστοιχεί περισσότερο σ’ αυτό που ονομάζουμε περιουσία ή πλούτο (με την υλική έννοια) του καθενός. Θα έλεγε κανείς ότι το χρήμα εμπεριέχει οτιδήποτε υλικό μπορεί να έχει χρηστική αξία. Κι αφού γίνεται λόγος για χρήση, πρέπει να διευθετηθεί και ο τρόπος της: «Τα πράγματα που προορίζονται για χρήση μπορούν να χρησιμοποιηθούν και καλά και κακά». (1120a 1, 5-6).
Κι εδώ έγκειται ο ορισμός της ελευθεριότητας που δίνεται, αφού ο ελευθέριος άνθρωπος είναι αυτός που αντιλαμβάνεται ότι τα χρηστικά αντικείμενα είναι τα αναλώσιμα υλικά για το ζην, που, όσο αναγκαία κι αν κρίνονται, δεν πρέπει να συγχέονται με το ευ ζην. Με άλλα λόγια, ο ελευθέριος είναι ο άνθρωπος που κατέχει την αρετή να αποδίδει στα υλικά αγαθά την αξία που τους αρμόζει χωρίς να τα υπερεκτιμά: «ο πλούτος είναι ένα από τα πράγματα που είναι για χρήση· την καλύτερη, πάλι, χρήση κάθε πράγματος την κάνει εκείνος που έχει τη σχετική με το πράγμα αυτό αρετή· και τον πλούτο, επομένως, θα τον χρησιμοποιήσει με τον καλύτερο τρόπο αυτός που έχει τη σχετική με τα χρήματα και τα υλικά αγαθά αρετή· ο άνθρωπος αυτός είναι ο ελευθέριος». (1120a 1, 6-9).
Κι αυτό που πρέπει να ξεκαθαριστεί είναι ότι άλλο η χρήση κι άλλο η κτήση των χρημάτων: «“Κάνω χρήση των χρημάτων και, γενικά, των υλικών αγαθών” θα πει “τα ξοδεύω” και “τα δίνω”, ενώ με τις εκφράσεις “τα παίρνω” και “τα φυλάγω” αναφερόμαστε μάλλον στην κτήση τους». (1120a 1, 10-11).
Η εμμονή στην κτήση, που αναγκαστικά γίνεται σε βάρος της χρήσης, είναι διαστρέβλωση, καθώς ο κάτοχος του χρήματος γίνεται δέσμιος των διαδικασιών της απόκτησης, χωρίς να απολαμβάνει τις υποσχόμενες διευκολύνσεις. Η απόκτηση δίχως προοπτική ξοδέματος δεν έχει κανένα νόημα, αφού είναι παράλογο να αγωνίζεται κανείς να συγκεντρώσει αυτά που δε θα του χρειαστούν. Υπό αυτές τις συνθήκες, η συσσώρευση του πλούτου μετατρέπεται σε υποδούλωση, καθώς στερούμενη ορθολογικής διαχείρισης μετατρέπεται σε πάθος, που λειτουργεί περιοριστικά.
Η έννοια «αποκτώ» νοηματοδοτείται μόνο μέσα από την έννοια «ξοδεύω» και η ισορροπία αυτών είναι η μεσότητα που χαρακτηρίζει τον ελευθέριο άνθρωπο. Κι αυτός είναι ο λόγος που πρέπει να δίνεται μεγαλύτερη βαρύτητα στο δώσε απ’ ότι στο πάρε: «Γι’ αυτό και είναι γνώρισμα του ελευθέριου ανθρώπου πιο πολύ το να δίνει σ’ αυτούς που πρέπει παρά το να παίρνει από όπου πρέπει και να μην παίρνει από όπου δεν πρέπει». (1120a 1, 12-13).
Η βαρύτητα που τίθεται στο να δίνει κανείς δεν αφορά τη διατάραξη της μεσότητας ανάμεσα στην απόκτηση και το ξόδεμα, αλλά την κατάδειξη του κινδύνου που κρύβεται συνήθως στην αδυναμία ξοδέματος: «το να μην πάρει κανείς είναι πιο εύκολο από το να δώσει· πραγματικά, οι άνθρωποι κλίνουν σε μικρότερο βαθμό στο να στερηθούν κάτι το δικό τους παρά στο να μην πάρουν το ξένο». (1120a 1, 20-21).
Εξάλλου, η προτεραιότητα που βάζει ο Αριστοτέλης στο να δίνει κανείς με το σωστό τρόπο από το να παίρνει αφορά και την ορθότερη κατάδειξη των εννοιών: «Αυτοί που δεν παίρνουν, δεν επαινούνται για ελευθεριότητα, αλλά μάλλον για δικαιοσύνη, ενώ αυτοί που παίρνουν, δεν επαινούνται καθόλου». (1120a 1, 22-25).
Κι όταν ο Αριστοτέλης γράφει «παίρνουν» και «δεν παίρνουν» εννοεί «από όπου πρέπει» θέτοντας τα όρια στην απόκτηση, που σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να γίνεται με παράνομο ή ανήθικο τρόπο. Οι περισσότεροι άνθρωποι φαίνονται πρόθυμοι να πάρουν «από όπου πρέπει», χωρίς όμως να είναι το ίδιο πρόθυμοι να δώσουν «όπου πρέπει». Με άλλα λόγια, η δικαιοσύνη είναι πιο εύκολο να αποκτηθεί από την ελευθεριότητα: «ελευθέριοι λέγονται αυτοί που δίνουν». (1120a 1, 22).
Φυσικά, όταν κάποιος δεν εκπληρώνει τη δικαιοσύνη παίρνοντας από εκεί που δεν πρέπει είναι αδύνατο να λέγεται ελευθέριος, ακόμη κι αν ξοδεύει όλα όσα παίρνει. Η δικαιοσύνη είναι η απαραίτητη προϋπόθεση της ελευθεριότητας, αφού, αν κάποιος διατίθεται να εκμεταλλευτεί τους άλλους ή να τους αδικήσει προκειμένου να αποκτήσει περισσότερα, είναι αδύνατο να έχει ισορροπημένες σχέσεις με το χρήμα: «Ούτε θα πάρει ο ελευθέριος άνθρωπος από εκεί που δεν πρέπει· γιατί μια τέτοια λήψη δεν προσιδιάζει σ’ έναν άνθρωπο που δεν τρέφει ιδιαίτερη τιμή για τα χρήματα και για τα υλικά αγαθά». (1120a 1, 37-38).
Κι εδώ βρίσκεται η ουσία του ελευθέριου ανθρώπου, ο οποίος ξέρει να κρατά τις σωστές αποστάσεις από το χρήμα. Η φράση «δεν τρέφει ιδιαίτερη τιμή για τα χρήματα και για τα υλικά αγαθά» είναι η κατάδειξη της ισορροπίας που θα καθορίσει την ορθότητα στην αναλογία της κτήσης και της χρήσης. Αυτός που δε θεοποιεί το χρήμα είναι σε θέση να το απολαύσει ξοδεύοντάς το για τους λόγους που πρέπει και με τους ανθρώπους που πρέπει.
Η κοινωνία που αποτελείται από τέτοιους ανθρώπους έχει τεράστιο προβάδισμα στην πραγμάτωση της δικαιοσύνης από εκείνη που οι πολίτες αντιλαμβάνονται τον πλούτο ως υπέρτατη αξία. Γιατί, όταν ο πλούτος γίνεται κοινωνικό πρότυπο και αντικείμενο λατρείας, είναι βέβαιο ότι θα επισκιάσει τη δικαιοσύνη επιφέροντας όχι μόνο τη διατάραξη της συνύπαρξης, αλλά και τη στρέβλωση της ευτυχίας που γίνεται πλαστή και μετριέται με την απόκτηση. Μια τέτοια κοινωνία δεν μπορεί να προσδοκά κι πολλά. Η ανομία, η εκμετάλλευση, η ανισότητα, η αντικατάσταση της ευτυχίας με την κατανάλωση, με δυο λόγια η συλλογική δυστυχία είναι το μόνο που μπορεί να ελπίζει.
Από την άλλη, τα ανήθικα ή παράνομα κέρδη είναι πολύ δύσκολο (αν όχι αδύνατο) να ξοδευτούν και με σωστό τρόπο. Ο άμετρος πλουτισμός των «ευκαιριών», που πολλές φορές συγκαλύπτουν την παρανομία, δεν μπορεί παρά να συνοδευτεί από την άμετρη σπατάλη. Εν τέλει, το χρήμα χάνει την αξία του, καθώς ευτελίζονται οι επιθυμίες. Γιατί ο άμετρος πλούτος θα επιφέρει και τις άμετρες υλικές επιθυμίες, και οι άμετρες επιθυμίες αυτού του είδους είναι καταδικασμένες στην ευτέλεια. Γι’ αυτό ο ελευθέριος είναι δύσκολο να είναι πλούσιος. Γιατί ο πλούτος είναι η ανισορροπία ανάμεσα στην κτήση και τη χρήση.
Ο άμετρος πλούτος, ως απόλυτα ασύδοτη κτήση, το μόνο που μπορεί να γεννήσει είναι την ασυδοσία της χρήσης διαστρεβλώνοντας κάθε έννοια του μέτρου: «Να είναι και να παραμείνει πλούσιος ο ελευθέριος άνθρωπος δεν είναι εύκολο, αφού ούτε την τάση να παίρνει έχει ούτε την τάση να φυλάγει αυτά που έχει, αλλά την τάση να χαρίζει· ούτε τρέφει τιμή για τα χρήματα και, γενικά, για τα υλικά αγαθά καθεαυτά, αλλά μόνο για να μπορεί να δίνει». (1120b 1, 16-19).
Με άλλα λόγια, ο ελευθέριος θα φροντίσει για την αποκατάσταση των ισορροπιών, κι εφόσον η κτήση υπερβαίνει τη χρήση, θα αυξήσει το ξόδεμα. Με αυτή την τακτική είναι ζήτημα χρόνου το πότε θα πάψει να είναι πλούσιος. Ο ελευθέριος άνθρωπος επιδιώκοντας το μέσο δεν μπορεί παρά να οδηγηθεί στη μεσαία τάξη, την οποία ο Αριστοτέλης στα «Πολιτικά» την παρουσιάζει ως προτιμότερη και πιο κοντά στην επίτευξη της ευτυχίας. Ο άνθρωπος της μεσαίας τάξης, για τον Αριστοτέλη, απαλλαγμένος από τις στερήσεις της φτώχειας, αλλά και από τις ευθύνες και τους κινδύνους του περιττού πλούτου είναι σε θέση να απολαύσει με τον καλύτερο τρόπο τη ζωή βάζοντας τις σωστές προτεραιότητες, ώστε να ευτυχήσει.
Γι’ αυτό και η μεσαία τάξη έχει (πέρα από το οικονομικό) και ιδεολογικό υπόβαθρο. Πρέπει, δηλαδή, να θέλει κανείς να ανήκει στη μεσαία τάξη και να αντιλαμβάνεται την ανωτερότητα του επιπέδου της ζωής που εκείνη προσφέρει. Αυτός είναι ο ελευθέριος άνθρωπος. Αντίθετα, εκείνος που δεν το εκτιμά αυτό επιδιώκοντας διαρκώς τον πλούτο ή δυσφορώντας που δεν τον έχει, δεν είναι ελευθέριος, αλλά δέσμιος μιας άχρηστης επιθυμίας.
Η ελευθεριότητα δεν έχει να κάνει με τον πλούτο, αλλά με την αντίληψη που έχει κάποιος στη διαχείριση και την αξία του χρήματος: «Όταν μιλούμε για “ελευθεριότητα”, την εννοούμε πάντοτε σε αναλογία προς την πραγματική περιουσία του καθενός· γιατί η ελευθεριότητα δε βρίσκεται στο μεγάλο αριθμό των διδόμενων πραγμάτων, αλλά στην έξη του ανθρώπου ο οποίος δίνει, και αυτή τον κάνει να δίνει ανάλογα με την πραγματική του περιουσία. Τίποτε, επομένως, δεν εμποδίζει να είναι πιο ελευθέριος ο άνθρωπος που δίνει τα λιγότερα, αν τα δίνει από μια μικρότερη περιουσία». (1120b 1, 8-12).
Κι όταν τονίζεται από τον Αριστοτέλη η σημασία του να δίνει κανείς δεν εννοείται το ασύδοτο της προσφοράς σε πράγματα και ανθρώπους που δεν το αξίζουν, αλλά η τήρηση της μεσότητας που θα εκπληρώνει όλες τις προϋποθέσεις, δηλαδή στους ανθρώπους που πρέπει, για τα πράγματα που πρέπει, για τους λόγους που πρέπει, τη στιγμή που πρέπει και με τον τρόπο που πρέπει: «Και, φυσικά, ο ελευθέριος άνθρωπος δε θα δώσει σε ανθρώπους που δεν πρέπει, σε στιγμή που δεν πρέπει και τα υπόλοιπα γνωστά μας· γιατί τότε οι πράξεις του δε θα ήταν πια κατά τους κανόνες της ελευθεριότητας, και αν είχε ξοδέψει τα χρήματά του σε τέτοιες περιστάσεις, δεν είχε πια τη δυνατότητα να ξοδέψει εκεί που πρέπει. Γιατί όπως είπαμε, ελευθέριος είναι ο άνθρωπος που ξοδεύει ανάλογα με την περιουσία που διαθέτει και στις περιστάσεις που πρέπει· όποιος ξεπερνά το μέτρο αυτό, είναι άσωτος». (1120b 1, 23-28).
Και βέβαια, η ελευθεριότητα είναι ατράνταχτη απόδειξη αρετής, αφού συμβάλλει στην επίτευξη των ωραίων πράξεων: «Απόδειξη αρετής είναι, πράγματι, πιο πολύ το να κάνει κανείς το καλό παρά να το δέχεται, και πιο πολύ το να κάνει ωραίες πράξεις παρά το να μην κάνει άσχημες πράξεις· και δεν είναι δύσκολο να δει κανείς ότι το να δίνει κανείς, το να κάνει το καλό και το να κάνει ωραίες πράξεις πηγαίνουν μαζί». (1120a 1,14-15).
Κι αυτός είναι ο λόγος που ο ελευθέριος άνθρωπος νιώθει χαρά με την ορθότητα της οικονομικής του διαχείρισης και κυρίως όταν ξοδεύει για λόγους που αξίζουν. Γιατί μόνο η συναισθηματική συγκατάθεση εξασφαλίζει την αρετή. Αν ξοδεύει κανείς, αλλά λυπάται γι’ αυτό δεν είναι ελευθέριος. Γιατί δεν απολαμβάνει πραγματικά τη χρήση των χρημάτων. Και είναι θέμα χρόνου να αλλάξει τακτική: «κάνει μάλιστα ο ελευθέριος την πράξη αυτή με ευχαρίστηση, ή δίχως λύπη· καθετί, πράγματι, που γίνεται σύμφωνα με την αρετή είναι ευχάριστο ή δίχως λύπη, και πάντως σε καμία περίπτωση λυπηρό». (1120a 1, 31-33).
Ο τελικός ορισμός του ελευθέριου είναι έτοιμος: «Με την ελευθεριότητα λοιπόν να είναι η μεσότητα στη δόση και στη λήψη χρημάτων, ο ελευθέριος και θα δώσει και θα ξοδέψει για όσα πρέπει και στο ύψος που πρέπει και όλα αυτά με ευχαρίστηση. Θα πάρει, επίσης, από εκεί που πρέπει και όσα πρέπει. Αφού, πράγματι, η αρετή είναι μεσότητα και στα δύο αυτά είδη ενέργειας, ο ελευθέριος θα ενεργήσει και στις δύο περιπτώσεις με τον τρόπο που πρέπει: μια σωστή δόση ακολουθείται από μια σωστή λήψη, ενώ μια μη σωστή λήψη είναι το αντίθετό της». (1120b 1, 31-38).
Η εξισορρόπηση της σχέσης με το χρήμα καθιστά τον άνθρωπο ελευθέριο σε ατομικό επίπεδο φέρνοντάς τον πιο κοντά στην κατάκτηση της ευτυχίας. Όμως, ένας τέτοιος άνθρωπος συμβάλλει θετικά και στη συλλογική ευημερία της πόλης υπηρετώντας το δίκαιο, καθώς είναι απρόθυμος να πάρει από εκεί που δεν πρέπει, αλλά και διατηρώντας υγιείς σχέσεις με τους γύρω του. Θα έλεγε κανείς ότι η καθολική υιοθέτηση των αρχών της ελευθεριότητας θα επέφερε την ιδανική κοινωνία. Κι αυτή είναι η στιγμή που η ηθική φιλοσοφία συναντά την πολιτική φιλοσοφία, ή πιο σωστά, είναι η κατάδειξη ότι η ηθική φιλοσοφία είναι κομμάτι της πολιτικής φιλοσοφίας.
Η ηθική φιλοσοφία, ως απόπειρα προσέγγισης της ενάρετης συμπεριφοράς, αποτελεί την προετοιμασία του πολίτη σε ατομικό επίπεδο προκειμένου να ενταχθεί στο γενικότερο σύνολο της πόλης. Η ενάρετη συμπεριφορά δεν αφορά μόνο την ατομική ευτυχία, αλλά και τη συλλογική, καθώς συμβάλλει στην αρμονικότητα της συνύπαρξης. Από αυτή την άποψη, η διαμόρφωση των πολιτών στην κατεύθυνση της ελευθεριότητας γίνεται θέμα πολιτικό, αφού θα επηρεάσει την ποιότητα της πόλης.
Η πόλη που διαμορφώνει πολίτες προβάλλοντας την κατανάλωση σαν μοναδική ευτυχία μετατρέπει τη στρέβλωση σε κοινωνικό κανόνα. Σε μια τέτοια πόλη η απληστία και η επιδεικτική σπατάλη γίνονται πρότυπα. Υπό αυτές τις συνθήκες, η δικαιοσύνη κρίνεται ιδιαίτερα εύθραυστη. Ο αριστοτελικά ενάρετος άνθρωπος δεν έχει θέση εκεί, αφού μιλάμε για άλλες αρχές. Κι αυτοί δεν είναι καλοί οιωνοί για την κατάκτηση της ευτυχίας.
Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου