Με δεδομένο ότι ο Αριστοτέλης έχει ήδη ξεκαθαρίσει ότι η αγάπη του εαυτού είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την υγιή προσέγγιση του άλλου (όποιος δεν αγαπάει τον εαυτό του δεν μπορεί να έχει γνήσιους φίλους) συνεχίζει να διερευνά το ζήτημα της αγάπης του εαυτού θέτοντας το ερώτημα: «Ένα άλλο ερώτημα που προκαλεί συζητήσεις είναι αν πρέπει κανείς να αγαπάει κατά πρώτο και κύριο λόγο τον εαυτό του ή κάποιον άλλο» (1168a 8, 31-32).
Η διερεύνηση μετατίθεται, καθώς η αγάπη για τον εαυτό δεν τίθεται πλέον ως προϋπόθεση για το πλησίασμα του άλλου, αλλά ως πρώτη και απόλυτη προτεραιότητα που θα εξασφαλίσει την ισορροπία της ύπαρξης. Και βέβαια, μια τέτοια εκδοχή δε θα μπορούσε να μην επιφέρει αντιρρήσεις: «Κατηγορούν, πράγματι, οι άνθρωποι αυτούς που αγαπούν κατά πρώτο και κύριο λόγο τον εαυτό τους και, σαν για να χρησιμοποιήσουν γι’ αυτούς μια άσχημη λέξη, τους ονομάζουν φίλαυτους» (1168a 8, 32-33).
Είναι ξεκάθαρο ότι η φιλαυτία αποτελεί αρνητική έννοια και αποδίδεται σε ανθρώπους χαμηλής ποιότητας: «Κατά την κοινή αντίληψη ο ασήμαντος και μικρής αξίας άνθρωπος ό,τι κάνει το κάνει για τον εαυτό του, τόσο μάλιστα περισσότερο όσο πιο κακός είναι» (1168a 8, 33-35). Κι από την άλλη: «ο καλός και αξιόλογος άνθρωπος ό,τι κάνει το κάνει για χάρη του ωραίου (όσο μάλιστα πιο καλός είναι, τόσο πιο πολύ για χάρη του ωραίου), και ακόμη το κάνει για χάρη του φίλου του· το δικό του συμφέρον το αφήνει κατά μέρος» (1168a 8, 36-38).
Το επιχείρημα της αγάπης προς το φίλο, που πρέπει να τίθεται πάνω από τον εαυτό, καταδεικνύει ότι, όταν κάποιος αγαπά τον εαυτό του πάνω από οτιδήποτε άλλο, είναι αδύνατο να συμπλέει με τους κανόνες της αρετής: «Λένε δηλαδή ότι πρέπει να αγαπούμε κατά πρώτο και κύριο λόγο τον καλύτερό μας φίλο, και καλύτερος φίλος είναι αυτός που τα αγαθά που επιθυμούμε γι’ αυτόν τα επιθυμούμε για χάρη εκείνου, έστω κι αν αυτό δε θα γίνει γνωστό σε κανέναν» (1168b 8, 1-3).
Από την άλλη, το δεδομένο ότι οι φιλικές σχέσεις είναι μια προέκταση των σχέσεων με τον εαυτό καταδεικνύει ότι ο φίλος εκλαμβάνεται ως άλλος εαυτός για τον οποίο ενδιαφέρεται κανείς εξίσου: «Έχουμε, πράγματι, ήδη πει ότι από αυτή τη σχέση» (εννοείται τη σχέση με τον εαυτό) «τα χαρακτηριστικά της φιλίας επεκτείνονται και προς τους άλλους ανθρώπους. Και όλες οι παροιμίες συμφωνούν σ’ αυτό, π.χ. “Μια ψυχή”, “Όλα των φίλων κοινά”, “Φιλία θα πει ισότητα”, “Κοντινότερο από την κνήμη είναι το γόνατο”» (1168b 8, 5-9).
Η αντίληψη του φίλου ως «μια ψυχή» με τον οποίο όλα είναι κοινά σε καθεστώς απόλυτης ισότητας καθιστά σαφές ότι η αγάπη του φίλου δεν υπερβαίνει αλλά τίθεται ισάξια με την αγάπη του εαυτού. Με άλλα λόγια, αυτό που αξίζει να αισθάνεται κανείς για το φίλο αξίζει να το αισθάνεται και για τον εαυτό του. Κι αν για το φίλο αξίζει να ενδιαφέρεται κανείς «για χάρη εκείνου», με τον ίδιο τρόπο αξίζει να ενδιαφέρεται και για τον εαυτό του ως (κυριολεκτικά) «μια ψυχή».
Το συμπέρασμα πηγάζει αβίαστα: «Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά μπορούμε να τα βρούμε κατά πρώτο και κύριο λόγο στη σχέση μας προς τον ίδιο τον εαυτό μας· γιατί ο καθένας είναι ο καλύτερος φίλος του εαυτού του, και άρα ο καθένας πρέπει να αγαπάει κατά πρώτο και κύριο λόγο τον εαυτό του» (1168b 8, 9-11).
Όμως, εφόσον ισχύει αυτό που λένε οι πολλοί κατηγορώντας την αγάπη του εαυτού ως φιλαυτία, πώς μπορεί να ισχύει ταυτόχρονα και το συμπέρασμα που θέλει ότι «ο καθένας πρέπει να αγαπάει κατά πρώτο και κύριο λόγο τον εαυτό του»; Με άλλα λόγια: «Ποια από τις δύο απόψεις πρέπει να ακολουθήσουμε, τη στιγμή που και οι δύο είναι αληθοφανείς;» (1168b 8, 12-13).
Ο Αριστοτέλης θα πάρει τα πράγματα από την αρχή: «Ίσως λοιπόν πρέπει να ξεχωρίσουμε τη μια από την άλλη τις απόψεις αυτές και να προσπαθήσουμε να ορίσουμε ως ποιο σημείο και πώς αληθεύει η καθεμιά τους. Αν καταλάβουμε με πιο τρόπο συλλαμβάνουν οι μεν και οι δε το νόημα της φιλαυτίας, το πράγμα θα γίνει αμέσως φανερό» (1168b 8, 13-16).
Εν τέλει, η διαφωνία έχει να κάνει με τον τρόπο που ορίζεται η φιλαυτία στη μια και την άλλη περίπτωση. Ο Αριστοτέλης θα αποσαφηνίσει αρχικά την πρώτη περίπτωση: «Αυτοί λοιπόν που καταλαβαίνουν το πράγμα ως όνειδος ονομάζουν φίλαυτους αυτούς που θέλουν για τον εαυτό τους το μεγαλύτερο μερτικό των χρημάτων, των τιμών και των σωματικών ηδονών – αυτά, πράγματι, λαχταρούν οι περισσότεροι άνθρωποι και γι’ αυτά έδειξαν πολύ μεγάλο ζήλο σαν να είναι ό,τι καλύτερο υπάρχει, πράγμα που τα έκανε να είναι περιπόθητα. Αυτοί λοιπόν που είναι άπληστοι ως προς αυτά τα πράγματα κοιτάζουν πώς να υπηρετήσουν τις επιθυμίες τους και, γενικά, τα πάθη τους και το άλογο μέρος της ψυχής τους· τέτοιοι είναι οι περισσότεροι άνθρωποι· αυτός είναι και ο λόγος που η συνήθης σημασία της λέξης έχει την αρχή της στους πολλούς, που είναι ασήμαντοι και δίχως καμιά αξία άνθρωποι· δικαιολογημένα λοιπόν ψέγονται οι με αυτό το νόημα φίλαυτοι» (1168b 8, 16-26).
Η έννοια της φιλαυτίας θεωρείται στρεβλή μέσα στο πλαίσιο της ολικής στρέβλωσης, που ταυτίζει το συμφέρον του εαυτού με τον εγωισμό και την απληστία. Αν, όμως, τα πράγματα αντιστραφούν και η αγάπη για τον εαυτό εκδηλώνεται με τους όρους της αρετής ως διαρκής επιδίωξη του ωραίου και της δικαιοσύνης, τότε η ερμηνεία αλλάζει: «αν κανείς άλλο δε θέλει συνεχώς παρά να πράττει, περισσότερο αυτός από όλους τους άλλους, τα έργα της δικαιοσύνης ή της σωφροσύνης ή τα έργα οποιασδήποτε άλλης αρετής, και γενικά προσπαθεί συνεχώς να εξασφαλίζει για τον εαυτό του την (ηθική) ομορφιά, κανένας δε θα πει ότι ο άνθρωπος αυτός είναι φίλαυτος, ούτε θα τον ψέξει» (1168b 8, 28-32).
Όμως, για τον Αριστοτέλη η φιλαυτία ως χαρακτηρισμός αρμόζει περισσότερο σ’ αυτή τη δεύτερη εκδοχή του ενάρετου ανθρώπου: «Αυτού του είδους όμως τον άνθρωπο θα μπορούσε κανείς να τον χαρακτηρίσει πιο φίλαυτο από τον άλλο. Πραγματικά ο άνθρωπος αυτός θέλει για τον εαυτό του τα πιο όμορφα και τα καλύτερα πράγματα, και κοιτάζει να υπηρετήσει το κυριότερο μέρος του εαυτού του, και υπακούει σ’ αυτό σε όλα» (1168b 8, 32-35). Και συμπληρώνει: «ο κατεξοχήν λοιπόν φίλαυτος είναι αυτός που αγαπάει και υπηρετεί αυτό το μέρος του εαυτού του» (1168b 8, 37-38).
Σε τελική ανάλυση, όλες οι πράξεις έχουν να κάνουν με την αγάπη προς τον εαυτό, τον οποίο ο καθένας προσπαθεί να ικανοποιήσει. Το ζήτημα είναι η ποιότητα των πράξεων με τις οποίες το πετυχαίνει κανείς. Ο ενάρετος νιώθει χαρά με την πραγμάτωση της αρετής όχι ως άρνηση του εαυτού, αλλά επειδή ικανοποιείται μόνο από τις ωραίες πράξεις (σε αντίθεση με τον τιποτένιο που χαίρεται με τις τιποτένιες). Κι επειδή η ικανοποίηση της αρετής είναι η ύψιστη χαρά, ο ενάρετος καταδεικνύεται ως κατεξοχήν φίλαυτος, αφού φτάνει στην ύψιστη ικανοποίηση του εαυτού ασκώντας την αρετή.
Θα έλεγε κανείς ότι η φιλαυτία, ως έννοια, έχει δύο όψεις: από τη μια την ποταπότητα της φτηνής ικανοποίησης που προέρχεται από τις ανάξιες πράξεις κι από την άλλη τη μεγαλοπρέπεια που γεννιέται από τις υψηλές πράξεις, η οποία όμως έχει και πάλι ως κίνητρο την αγάπη και την ευχαρίστηση του εαυτού. Το ζήτημα είναι πώς έχει μάθει κανείς (με τον εθισμό) να προσφέρει χαρά στον εαυτό του, δηλαδή αν έχει μάθει να ενεργεί σύμφωνα με τη λογική ή να παρασύρεται από τις άλογες παρορμήσεις της ψυχής που αποχαλινώνουν τα πάθη.
Ο Αριστοτέλης ξεκαθαρίζει: «Ο άνθρωπος λέγεται εγκρατής ή ακρατής ανάλογα με το αν ο νους του έχει ή δεν έχει τον έλεγχο του εαυτού του: θέλουν με αυτό να πουν ότι ο καθένας μας δεν είναι παρά ο νους του. Θεωρούν, άλλωστε, ότι κατεξοχήν δικές τους πράξεις και καμωμένες με τη θέλησή τους είναι οι πράξεις που έχουν γίνει σύμφωνα με το λογικό μέρος της ψυχής τους. Ότι αυτό λοιπόν το μέρος του εαυτού του, ή κατά κύριο λόγο αυτό, είναι ο κάθε άνθρωπος, είναι φανερό, όπως και το ότι ο αξιόλογος και ενάρετος άνθρωπος αυτό το μέρος του εαυτού του αγαπάει κατά πρώτο και κύριο λόγο» (1168b 8, 40-41 και 1169a 1-4).
Κι εφόσον η ικανοποίηση του εαυτού καταδεικνύει τη φιλαυτία, αυτός που ευχαριστιέται περισσότερο είναι και ο περισσότερο φίλαυτος: «Γι’ αυτό και θα λέγαμε ότι αυτός είναι ο πραγματικός φίλαυτος – διαφορετικού βέβαια είδους από το είδος που ψέγεται: η διαφορά του από εκείνον είναι όση η διαφορά μιας ζωής που κυβερνιέται από τη λογική από μια ζωή υποταγμένη στα πάθη, ή όση είναι η διαφορά της επιθυμίας για το ωραίο και το καλό από την επιθυμία γι’ αυτό που θεωρεί κανείς συμφέρον του» (1169a 8, 4-8).
Αυτός είναι και ο λόγος που ο ενάρετος άνθρωπος οφείλει να είναι φίλαυτος (οφείλει δηλαδή να θέλει να ευχαριστεί τον εαυτό του) σε αντίθεση με τον τιποτένιο, που θα ήταν καλύτερο να μην είναι: «Ο ενάρετος άνθρωπος πρέπει να είναι φίλαυτος (γιατί πράττοντας ηθικά ωραίες πράξεις και ο ίδιος θα ωφεληθεί και τους άλλους θα ωφελήσει), ενώ ο κακός άνθρωπος δεν πρέπει να είναι· γιατί αυτό θα βλάψει και τον εαυτό του και τους άλλους, καθώς ακολουθεί τα κακά του πάθη» (1169a 8, 13-17).
Από αυτή την άποψη, δε θα μπορούσε να υπάρξει μεγαλύτερη ευχή για μία πόλη από το να αποτελείται από πολίτες που θα ανταγωνίζονται στη φιλαυτία με τον τρόπο της αρετής: «Τους ανθρώπους λοιπόν που δείχνουν εξαιρετικό ζήλο για τις ωραίες πράξεις όλοι τους εγκρίνουν και τους επαινούν· και αν όλοι οι άνθρωποι συναγωνίζονταν ο ένας τον άλλο στο ωραίο και έβαζαν όλες τους τις δυνάμεις στο να πράττουν ό,τι είναι πιο ωραίο, τότε και η κατάσταση της κοινότητας θα ήταν αυτή που πρέπει να είναι και το κάθε επιμέρους άτομο θα είχε τα μεγαλύτερα αγαθά, αφού η αρετή είναι το μεγαλύτερο αγαθό» (1169a 8, 8-13).
Από αυτή την άποψη, η θυσία για το φίλο μπορεί να εκληφθεί ως ύψιστη φιλαυτία, αφού προσφέρει την υπέρτατη χαρά πραγματώνοντας την τέλεια αρετή: «Αληθεύει, επίσης, ότι ο ενάρετος άνθρωπος κάνει πολλά για τους φίλους του και για την πατρίδα του, και ότι, αν χρειαστεί, δίνει και τη ζωή του για χάρη τους· πραγματικά, και τα χρήματα θα τα θυσιάσει και τις τιμές και, γενικά, τα περιπόθητα αγαθά, επιδιώκοντας να κερδίσει για τον εαυτό του την (ηθική) ομορφιά· ο άνθρωπος αυτός θα προτιμούσε μια μικρής διάρκειας έντονη ηδονή από μια μεγαλύτερης διάρκειας ήρεμη και άνετη απόλαυση· θα προτιμούσε να ζήσει ένα χρόνο με (ηθική) ομορφιά παρά πολλά χρόνια με τρόπο ασήμαντο και τυχαίο· θα προτιμούσε μια πράξη όμορφη μεγάλης αξίας παρά πολλές μικρής αξίας. Και μάλλον αυτό είναι που συμβαίνει σ’ αυτούς που δίνουν τη ζωή τους για τους φίλους τους· αυτό, επομένως, που επιλέγουν για τον εαυτό τους είναι κάτι το μεγάλο και ωραίο» (1169a 8, 21-30).
Ο ενάρετος φίλαυτος είναι αυτός που ικανοποιείται όταν έχει το μεγαλύτερο μερίδιο από τις πράξεις της αρετής. Κι αυτή είναι η διαφορά του από τη φιλαυτία των πολλών που δικαίως θεωρείται κακό και ψέγεται: «Με αυτόν, επομένως, τον τρόπο πρέπει κανείς να είναι φίλαυτος, με τον τρόπο όμως των πολλών, όχι» (1169b 8, 1-3).
Η φιλαυτία αυτού του είδους καταδεικνύει και την ανάγκη του ανθρώπου για προσφορά σύμφωνα με τις επιταγές της αρετής. Κι αυτός είναι ακόμη ένας λόγος που καθιστά σαφή την αναγκαιότητα των φίλων: «Αν είναι γνώρισμα του φίλου πιο πολύ το να ευεργετεί παρά το να ευεργετείται· αν οι ευεργεσίες είναι γνώρισμα του ενάρετου ανθρώπου και της αρετής· αν είναι πιο όμορφο πράγμα να ευεργετεί κανείς φίλους παρά ξένους ανθρώπους, τότε ο ενάρετος άνθρωπος δεν μπορεί παρά να χρειάζεται ανθρώπους στους οποίους θα κάνει τις ευεργεσίες του» (1169b 9, 12-15).
Κι ακριβώς έτσι ορίζεται η ευδαιμονία που έχει να κάνει με τη συνύπαρξη που διέπεται σύμφωνα με τους κανόνες της αρετής. Ο ευδαίμων είναι ευδαίμων, όχι γιατί κατάφερε να αποκτήσει την πληρότητα από μόνος του, αλλά επειδή πέτυχε την απόλυτη ισορροπία ανάμεσα σ’ αυτόν και τους άλλους ανθρώπους. Η ύπαρξη των φίλων και η καθημερινή τους συναναστροφή είναι που τον καθιστά ευτυχισμένο – σε συνδυασμό βέβαια και με την καλλιέργεια της ψυχής, που τον πλουτίζει με ενδιαφέροντα. Γι’ αυτό η ευτυχία είναι συνθήκη καθημερινή που απαιτεί την ενέργεια της ψυχής προκειμένου να αποκτηθεί. Και μόνο η αρετή είναι σε θέση να την προσφέρει.
Στο ζήτημα, λοιπόν, της αναγκαιότητας των φίλων δεν μπορεί να υπάρξει καμία αμφισβήτηση. Ο Αριστοτέλης θα επαναλάβει: «Είναι παράδοξο να κάνουμε μοναχικό τον ευδαίμονα άνθρωπο· κανένας, πράγματι, δε θα προτιμούσε να έχει όλα τα αγαθά του κόσμου, αν ήταν να τα χαίρεται μόνος του· γιατί ο άνθρωπος είναι ένα ον προορισμένο να ζει στην κοινωνία της πόλης, που πάει να πει ότι η ίδια η φύση τον προόριζε να ζει μαζί με άλλους ανθρώπους. Το ίδιο λοιπόν ισχύει και για τον ευδαίμονα άνθρωπο, αφού έχει όλα όσα είναι εκ φύσεως αγαθά – και είναι προφανώς προτιμότερο να περνάει κανείς τις ώρες και τις μέρες του μαζί με φίλους και καλούς ανθρώπους παρά με ξένους και με τυχαίους ανθρώπους» (1169b 9, 20-26).
Η αντίληψη που υποστηρίζει ότι ο ευδαίμων δεν έχει ανάγκη από φίλους δεν μπορεί παρά να αναπαράγεται από τη στρέβλωση που υποβαθμίζει τη φιλία ταυτίζοντάς τη με τη ρηχότητα της ωφέλειας ή της επιφανειακής ευχαρίστησης: «Τι ακριβώς λοιπόν λένε οι οπαδοί της πρώτης άποψης» (εννοείται της άποψης ότι ο ευδαίμων δεν έχει ανάγκη από φίλους) «και σε ποιο σημείο πετυχαίνουν την αλήθεια; Μήπως στο ότι για τους περισσότερους ανθρώπους φίλοι είναι αυτοί που μας είναι χρήσιμοι; Τέτοιους φίλους ο ευδαίμων άνθρωπος πραγματικά δε θα τους χρειαστεί, αφού αυτός έχει ήδη όλα τα αγαθά· όπως, επίσης, δε θα χρειαστεί αυτούς που τους κάνει κανείς φίλους του για την ευχαρίστηση που θα του προσφέρουν, ή θα τους χρειαστεί σε μικρό μόνο βαθμό (γιατί η ζωή του, ευχάριστη από μόνη της, δεν έχει καμιά ανάγκη από “εισαγόμενη από έξω” ευχαρίστηση)· επειδή λοιπόν δε χρειάζεται τέτοιους φίλους, ο κόσμος θεωρεί ότι δε χρειάζεται φίλους. Αυτό όμως δεν είναι ασφαλώς αλήθεια» (1169b 9, 26-33).
Η πληρότητα του ανθρώπου δεν έχει να κάνει μόνο με την εκπλήρωση των φυσικών αναγκών ούτε ερμηνεύεται μόνο μέσα από την αντίληψη των αισθήσεων. Μια τέτοια εκδοχή αρμόζει περισσότερο στα ζώα. Ο άνθρωπος διαθέτει και νόηση, που του επιτρέπει να αντιλαμβάνεται με τρόπο πληρέστερο όλα τα ερεθίσματα του περιβάλλοντος. Η νόηση είναι που γεννά και την ανάγκη της αληθινής επαφής και της συντροφικότητας, ως απόρροια της κοινωνικής φύσης που του έχει αποδοθεί. Η ανθρώπινη συνύπαρξη δεν έχει καμία σχέση με εκείνη των ζώων που μπορεί να βρίσκονται στο ίδιο βοσκοτόπι. Η νόηση επιβάλλει μια άλλη δυναμική στις σχέσεις που θα δημιουργηθούν προτάσσοντας την αδιαπραγμάτευτη ανάγκη του κοινωνείν για όλους τους ανθρώπους.
Από αυτή την άποψη, ο ενάρετος άνθρωπος είναι αυτός που ξέρει να εκπληρώνει τις ανάγκες του. Κι αυτός είναι ο λόγος που θα κατακτήσει την ευτυχία. Ο Αριστοτέλης δε θα μπορούσε να γίνει σαφέστερος: «Πρέπει λοιπόν να έχει κανείς συνείδηση για το φίλο του ότι υπάρχει, πράγμα που θα ερχόταν ως αποτέλεσμα του να συνυπάρχει μαζί του στην καθημερινή ζωή και να έχει μαζί του κοινωνία λόγων και σκέψεων – γιατί μόνο έτσι φαίνεται ότι πρέπει να γίνεται κατανοητή η συμβίωση στην περίπτωση των ανθρώπων και όχι όπως στην περίπτωση των ζώων να βόσκουν στον ίδιο τόπο» (1170b 9, 12-16).
Το ερώτημα, λοιπόν, του κατά πόσο ο ευδαίμων χρειάζεται φίλους ή όχι κρίνεται περιττό, αφού η απάντηση είναι δεδομένη. Για την ακρίβεια, οι φίλοι είναι η προϋπόθεση της ευτυχίας του, καθώς χωρίς αυτούς δε θα ήταν ευδαίμων: «Για να είναι ευδαίμων, ο άνθρωπος έχει ανάγκη από ενάρετους φίλους» (1170b 9, 21-22).
Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου