ΛΥΣ 10.30–32
Ἐπίλογος: συμβουλή να αγνοηθούν οι ισχυρισμοί του αντιδίκου και προτροπή για την καταδίκη του
Ο ομιλητής απέδειξε ότι ο ισχυρισμός του Θεόμνηστου ότι ο ίδιος είχε προκαλέσει τη θανάτωση του πατέρα του ήταν αβάσιμος (βλ. και ΛΥΣ 10.1–3) και προσπάθησε να ανατρέψει προκαταβολικά κάποια δικονομικού περιεχομένου επιχειρήματα που ανέμενε ότι θα επικαλούνταν ο κατηγορούμενος. Έπειτα συνέκρινε το ήθος του με αυτό του κατηγορουμένου, για να καταλήξει:
[30] Ἀκούω δ’ αὐτόν, ὦ ἄνδρες δικασταί, ἐπὶ τοῦτον τὸν
λόγον τρέπεσθαι, ὡς ὀργισθεὶς εἴρηκε ταῦτα ἐμοῦ μαρ-
τυρήσαντος τὴν αὐτὴν μαρτυρίαν Διονυσίῳ. ὑμεῖς δ’ ἐνθυ-
μεῖσθε, ὦ ἄνδρες δικασταί, ὅτι ὁ νομοθέτης οὐδεμίαν
ὀργῇ συγγνώμην δίδωσιν, ἀλλὰ ζημιοῖ τὸν λέγοντα, ἐὰν
μὴ ἀποφαίνῃ ὡς ἔστιν ἀληθῆ τὰ εἰρημένα. ἐγὼ δὲ δὶς
ἤδη περὶ τούτου μεμαρτύρηκα· οὐ γάρ πω ᾔδη ὅτι ὑμεῖς
τοὺς μὲν ἰδόντας τιμωρεῖσθε, τοῖς δὲ ἀποβαλοῦσι συγ-
γνώμην ἔχετε.
[31] Περὶ μὲν οὖν τούτων οὐκ οἶδ’ ὅ τι δεῖ πλείω λέγειν·
ἐγὼ δ’ ὑμῶν δέομαι καταψηφίσασθαι Θεομνήστου, ἐνθυ-
μουμένους ὅτι οὐκ ἂν γένοιτο τούτου μείζων ἀγών μοι.
νῦν γὰρ διώκω <μὲν> κακηγορίας, τῇ δ’ αὐτῇ ψήφῳ
φόνου φεύγω τοῦ πατρός, ὃς μόνος, ἐπειδὴ τάχιστα ἐδο-
κιμάσθην, ἐπεξῆλθον τοῖς τριάκοντα ἐν Ἀρείῳ πάγῳ. [32] ὧν
μεμνημένοι καὶ ἐμοὶ καὶ τῷ πατρὶ βοηθήσατε καὶ τοῖς
νόμοις τοῖς κειμένοις καὶ τοῖς ὅρκοις οἷς ὀμωμόκατε.
***
Πληροφορούμαι δε, κύριοι δικασταί, ότι αυτός θα ισχυρισθή και τούτο, ότι δηλαδή οργισθείς είπε ταύτα, επειδή εγώ εβεβαίωσα την μαρτυρίαν του Διονυσίου. Σεις δε, κύριοι δικασταί, να έχετε υπ' όψιν σας, ότι ο νομοθέτης ουδεμίαν οργήν συγχωρεί, αλλά τιμωρεί τον κακολογούντα, εάν δεν αποδείξη, ότι είναι αληθή, όσα λέγει. Εγώ δε δύο φοράς μέχρι τούδε έχω μαρτυρήσει περί τούτου· διότι δεν εγνώριζον ακόμη ότι σεις τους μεν ιδόντας, όταν μαρτυρήσουν τους τιμωρείτε, τους δε ρίπτοντας τα όπλα συγχωρείτε.
Περί τούτων μεν λοιπόν δεν ηξεύρω γιατί πρέπει να λέγω περισσότερα. Σας ικετεύω να καταδικάσετε τον Θεόμνηστον έχοντες υπ' όψιν σας ότι δεν δύναται για μένα να υπάρξη μεγαλύτερος αγών του παρόντος. Διότι τώρα μεν συγχρόνως είμαι κατήγορος διά δυσφήμησιν, διά της ιδίας δε περί Θεομνήστου αποφάσεώς σας είμαι κατηγορούμενος διά φόνον του πατρός μου, ο οποίος μόνος, μόλις ενηλικιώθην, κατήγγειλα τους Τριάκοντα εις την βουλήν του Αρείου Πάγου. Ταύτα έχοντες υπ' όψιν σας βοηθήσατε και μένα και τον πατέρα μου, και τους κειμένους νόμους, και τους όρκους που ωρκισθήκατε.
Πληροφορούμαι δε, κύριοι δικασταί, ότι αυτός θα ισχυρισθή και τούτο, ότι δηλαδή οργισθείς είπε ταύτα, επειδή εγώ εβεβαίωσα την μαρτυρίαν του Διονυσίου. Σεις δε, κύριοι δικασταί, να έχετε υπ' όψιν σας, ότι ο νομοθέτης ουδεμίαν οργήν συγχωρεί, αλλά τιμωρεί τον κακολογούντα, εάν δεν αποδείξη, ότι είναι αληθή, όσα λέγει. Εγώ δε δύο φοράς μέχρι τούδε έχω μαρτυρήσει περί τούτου· διότι δεν εγνώριζον ακόμη ότι σεις τους μεν ιδόντας, όταν μαρτυρήσουν τους τιμωρείτε, τους δε ρίπτοντας τα όπλα συγχωρείτε.
Περί τούτων μεν λοιπόν δεν ηξεύρω γιατί πρέπει να λέγω περισσότερα. Σας ικετεύω να καταδικάσετε τον Θεόμνηστον έχοντες υπ' όψιν σας ότι δεν δύναται για μένα να υπάρξη μεγαλύτερος αγών του παρόντος. Διότι τώρα μεν συγχρόνως είμαι κατήγορος διά δυσφήμησιν, διά της ιδίας δε περί Θεομνήστου αποφάσεώς σας είμαι κατηγορούμενος διά φόνον του πατρός μου, ο οποίος μόνος, μόλις ενηλικιώθην, κατήγγειλα τους Τριάκοντα εις την βουλήν του Αρείου Πάγου. Ταύτα έχοντες υπ' όψιν σας βοηθήσατε και μένα και τον πατέρα μου, και τους κειμένους νόμους, και τους όρκους που ωρκισθήκατε.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου