Η έννοια της μεσότητας, ως κεντρικό σημείο της αριστοτελικής σκέψης στην αναζήτηση της αρετής, έχει επισημανθεί λεπτομερώς και στο έργο «Ηθικά Νικομάχεια» και στα «Ηθικά Μεγάλα». Στα «Ηθικά Ευδήμια» ο Αριστοτέλης θα επαναλάβει τη σημασία της μεσότητας τονίζοντας (για μια ακόμη φορά) ότι οι πράξεις που δεν ορίζονται από το μέτρο του ορθού λόγου είναι αδύνατο να υπηρετούν την αρετή: «Σε όλες τις πράξεις άριστο είναι το μέσον, και ειδικά το μέσον το σε σχέση με εμάς» (1220b 33-34).
Το «σε σχέση με εμάς» μέτρο είναι η κατάδειξη της υποκειμενικότητας, αφού κάθε άνθρωπος πρέπει να γνωρίζει τα όριά του, για να κάνει τις κατάλληλες επιλογές που αρμόζουν σε αυτά. Άλλη ποσότητα φαγητού θα φάει ένας μικροκαμωμένος άνθρωπος που δε γυμνάζεται εντατικά κι άλλη ένας μεγαλόσωμος που επιδίδεται εντατικότερα σε γυμναστικές ασκήσεις. Η αυτογνωσία παρουσιάζεται ως απαραίτητη προϋπόθεση για την αναζήτηση της υποκειμενικής μεσότητας. Ο άνθρωπος που δε γνωρίζει τον εαυτό του είναι αδύνατο να πάρει τις σωστές αποφάσεις, καθώς αγνοεί το μέτρο που του αρμόζει.
Ο Αριστοτέλης θα συνεχίσει: «σε κάθε περίπτωση το μέσον το σε σχέση με εμάς προάγει την άριστη έξη (παγιωμένη ηθική στάση). Είναι κάτι που αποδεικνύεται άμεσα τόσο με την επαγωγική μέθοδο, όσο και με συλλογισμούς» (1220b 35-37). Η έννοια της έξης (εθισμός) έχει επίσης κομβική σημασία στον αριστοτελικό λόγο. Ως εθισμός ορίζονται οι καθημερινές συνήθειες του ανθρώπου που επαναλαμβάνονται ξανά και ξανά και εν τέλει γίνονται ένα με την προσωπικότητά του.
Αυτός που συνηθίζει να εξοργίζεται με το παραμικρό χωρίς να διαθέτει ούτε την ελάχιστη υπομονή στις καταστάσεις που τον περιβάλλουν δεν μπορεί παρά να είναι οργίλος. Κι αυτός που αδυνατεί να καταδείξει την ελάχιστη εγκράτεια σε σχέση με τις σωματικές ηδονές είναι ακρατής. Από αυτή την άποψη, κάθε άνθρωπος που θέλει να γνωρίσει τον εαυτό του δεν έχει παρά να παρακολουθήσει τις καθημερινές του συνήθειες. Αυτά που κάνει, αυτά είναι.
Τα συναισθήματα αποτελούν την επισφράγιση του χαρακτήρα. Σε τελική ανάλυση ο άνθρωπος κάνει αυτά που τον ευχαριστούν. Αν βρίσκει ευχαρίστηση στην εκδήλωση της οργής, θεωρώντας τη εκτονωτικό ξέσπασμα της ψυχής ή ένδειξη υπεροχής ή δυναμική παρουσίαση του εαυτού ή οτιδήποτε άλλο μπορεί να πιστεύει, θα συμπεριφέρεται και ανάλογα. Με τον ίδιο τρόπο, το ακαταμάχητο των σωματικών ηδονών θα καθορίσει τη συμπεριφορά του ακρατή, ο οποίος καθίσταται απολύτως ανίσχυρος μπροστά στα καλέσματά τους.
Ο Αριστοτέλης ξεκαθαρίζει: «κάθε ηθική αρετή σχετίζεται με όσα μας προκαλούν ηδονή και λύπη. Διότι η ψυχή του ανθρώπου βιώνει ηδονή για εκείνα και εν σχέσει με εκείνα με τα οποία εκ φύσεως γίνεται χειρότερη ή καλύτερη. Και λέμε κακούς ορισμένους ακριβώς λόγω της ηδονής και της λύπης, εάν τις επιζητούν ή τις αποφεύγουν, ή εάν τις βιώνουν όπως δεν πρέπει ή εκείνες που δεν πρέπει» (1221b 46-48 και 1222a 1-3).
Για να συμπληρώσει: «Αυτός είναι και ο λόγος που οι πάντες ορίζουν όπως-όπως τις αρετές ως μορφές απάθειας και αδράνειας απέναντι σε όσα μας προκαλούν ηδονή και λύπη, ενώ τις κακίες με τους αντίθετους όρους» (1222a 4-7).
Με άλλα λόγια, η ηθική αρετή ταυτίζεται με τις επιλογές της μεσότητας, όπως την ορίζει η λογική, και η συμπεριφορά του ανθρώπου διαμορφώνεται από τις καθημερινές του συνήθειες (έξεις) που εξ’ ανάγκης αντανακλούν τα συναισθήματά του. Αν κάποιος βρίσκει χαρά με ποιοτικές πράξεις, τότε έχει ποιοτικό εθισμό και οι ποιοτικές του συνήθειες τον καθιστούν άνθρωπο ποιότητας.
Αντίθετα, αυτός που εισπράττει χαρά από ευτελείς πράξεις αποκτά ευτελείς συνήθειες που εν τέλει θα καθορίσουν την προσωπικότητά του αντιστοίχως. Γι’ αυτό έχει μεγάλη σημασία το πώς θα μάθει κανείς να αντλεί χαρά, δηλαδή τι λογής εθισμό θα αποκτήσει. Γιατί αυτός που θα μάθει να αντλεί χαρά κλέβοντας (εθιστεί στην κλοπή) θα γίνει κλέφτης.
Για τον Αριστοτέλη το ζήτημα της αρετής αφορά την αιώνια διαπάλη των άκρων της υπερβολής και της έλλειψης (θυμίζοντας –χωρίς όμως να ταυτίζεται– τη διδασκαλία των Πυθαγορείων): «τα ενάντια φθείρονται αμοιβαία, και τα άκρα είναι ενάντια τόσο το ένα με το άλλο, όσο και με το μέσον, αφού αυτό είναι ενάντιο και με το ένα άκρο και με το άλλο: το ίσο είναι μεγαλύτερο από το μικρότερο, και το μικρότερο από το μεγαλύτερο. Άρα, η ηθική αρετή συνδέεται υποχρεωτικά σε κάθε περίπτωση με το μέσον, και αποτελεί μια μορφή μεσότητας» (1220b 38-43).
Τα αλληλοσυγκρουόμενα άκρα δεν έχουν άλλη επιλογή από το να καταδείξουν το δρόμο της μεσότητας που ξέρει να ισορροπεί ακριβώς ανάμεσά τους υποδεικνύοντας τα όρια της πρέπουσας συμπεριφοράς. Κι όταν γίνεται λόγος για την πρέπουσα συμπεριφορά δεν εννοείται η κενή περιεχομένου εκδοχή του κούφιου καθωσπρεπισμού, αλλά η εκδοχή της ενέργειας που αρμόζει στις τρέχουσες καταστάσεις, δηλαδή της ισορροπίας που θα φέρει τα καλύτερα αποτελέσματα αναδεικνύοντας την ισορροπημένη ψυχή που τίθεται ως βάση της ευτυχίας.
Ο οργίλος πριν από όλα αδυνατεί να εξισορροπήσει τα συναισθήματά του ακόμη και σε καταστάσεις ελάσσονος σημασίας. Η υπερβολή που βιώνει και η ένταση των συναισθηματικών του εκρήξεων είναι η αχρείαστη φθοροποιός έξαρση που πρώτα από όλα ζημιώνει τον εαυτό του. Όμως, και σε κοινωνικό επίπεδο ο οργίλος δημιουργώντας εντάσεις για θέματα ανάξια λόγου ή συμπεριφερόμενος απολύτως ανάρμοστα μέσα στο πλαίσιο της υπερβολής κερδίζει την αντιπάθεια ακόμη και σε περιπτώσεις που ενδεχομένως να έχει δίκιο. Αδυνατώντας να εξισορροπήσει τα συναισθήματά του δυσκολεύει και τη δική του ζωή και των γύρω του. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η έλλειψη που παρουσιάζει ο απαθής κρίνεται προτιμότερη.
Ο Αριστοτέλης σημειώνει: «Ο οργίλος (οξύθυμος) οργίζεται πιο πολύ ή πιο γρήγορα απ’ όσο πρέπει ή με περισσότερους απ’ όσους πρέπει. Ο απαθής, αντίθετα, παρουσιάζει έλλειμμα οργής, και οργίζεται είτε με λιγότερους είτε πιο αργά είτε σε μικρότερο βαθμό από το πρέπον» (1221a 15-17).
Σε κάθε περίπτωση η υπερβολή και η έλλειψη εμποδίζουν την εκδήλωση της ορθής συμπεριφοράς υπονομεύοντας τις ισορροπίες της ευτυχίας. Στην προκειμένη περίπτωση η μεσότητα εκφράζεται μέσα από την πραότητα που είναι σε θέση να διαχειριστεί σωστά τις καταστάσεις. Ο πράος είναι εκείνος που στέκεται επιτυχώς ανάμεσα στα δύο άκρα της οργιλότητας και της απάθειας.
Με τον ίδιο τρόπο ο ανδρείος βρίσκεται ανάμεσα στο θρασύ και τον δειλό: «Και ο θρασύς δε φοβάται ούτε αυτά που πρέπει αλλά ούτε και τη στιγμή που πρέπει ούτε όσο πρέπει. Ο δειλός, αντίθετα, φοβάται και αυτά που δεν πρέπει και όταν δεν πρέπει και πιο πολύ από όσο πρέπει» (1221a 18-20).
Ο Αριστοτέλης θα συνεχίσει: «Τα ίδια ισχύουν και για τον ακόλαστο και τον ακραίο στις επιθυμίες του και γενικά όποιον υπερβάλλει σ’ αυτά που επιδέχονται υπερβολή. Παράλληλα, ο αναίσθητος υστερεί και δεν έχει ούτε όση επιθυμία θα ήταν καλύτερο να έχει, ούτε τις επιθυμίες που αρμόζουν στη φύση, αλλά παραμένει απαθής σαν πέτρα. Επίσης, ο κερδοσκόπος πάει να βγάλει όφελος από παντού, ενώ ο ζημιάρης δε βγάζει από πουθενά ή βγάζει λιγότερο. Ο ψευτοπερήφανος υποκρίνεται ότι έχει περισσότερα απ’ όσα πράγματι έχει, ενώ ο κρυψίνους λιγότερα» (1221a 20-27).
Κι όχι μόνο αυτά: «Ο κόλακας επαινεί, μαζί με τα υπάρχοντα καλά κάποιου, ακόμα περισσότερα από αυτά, ενώ ο εχθρικός λιγότερα από τα όντως υπάρχοντα. Και το να κάνεις τα πάντα για να χαρεί ο άλλος, είναι δουλοπρέπεια, ενώ το να κάνεις λίγα και με το ζόρι είναι εγωπάθεια. Επιπλέον, όποιος δεν αντέχει καμία στενοχώρια, ακόμα κι αν είναι για το καλό του, είναι τρυφηλός, ενώ εκείνος που τις σηκώνει όλες, δεν έχει όνομα και μια λέξη που να τον περιγράφει, αλλά μεταφορικά τον λέμε σκληρό και ταλαίπωρο, άνθρωπο φτιαγμένο για τα βάσανα» (1221a 28-34).
Για να ολοκληρώσει: «Ο κενόδοξος απαιτεί για τον εαυτό του περισσότερα απ’ όσα του αξίζουν, ενώ ο μικρόψυχος λιγότερα. Ακόμη, ο άσωτος υπερβάλλει σε κάθε του δαπάνη, ενώ ο τσιγκούνης και ανελεύθερος υστερεί σε όλες. Παρόμοια και ο μικρόπρεπος και ο ξιπασμένος: ο πρώτος δαπανά λιγότερα από τα πρέποντα, ενώ ο δεύτερος περισσότερα. Ο πανούργος βγαίνει σε κάθε περίπτωση και με κάθε τρόπο κερδισμένος, ενώ ο ευήθης βγαίνει χαμένος ακόμα και εκεί που πρέπει να βγει κερδισμένος. Ο φθονερός λυπάται για τις χαρές του άλλου, φθονώντας μάλιστα και χαρές που αξίζει να τις έχει εκείνος (είναι βέβαιο ότι οι άξιοι της ευτυχίας προκαλούν με τις χαρές τους το φθόνο στους φθονερούς), ενώ αυτός που πράττει το αντίθετο δεν έχει όνομα, είναι πάντως ένας άνθρωπος που υπερβάλλει στο να μη λυπηθεί ακόμα και για κάποιους που ευτυχούν χωρίς να το αξίζουν· καταπίνει μάλιστα τα πάντα πιο εύκολα κι απ’ τον γαστρίμαργο που ορμάει στην τροφή, ενώ ο προηγούμενος, μέσα στον φθόνο του, δεν τα καταπίνει με τίποτε» (1221a 35-45 και 1221b 1-3).
Μετά από αυτό τον καταιγισμό παραδειγμάτων ο Αριστοτέλης θα συμπληρώσει: «Περιττεύει να δώσουμε ορισμούς για όλες αυτές τις περιπτώσεις και να εξηγήσουμε ότι καμιά δε συμβαίνει τυχαία» (1221b 4-5). Με άλλα λόγια, καμιά ανθρώπινη αδυναμία δεν οφείλεται στην τύχη. Όλες έχουν να κάνουν με τις στρεβλές έξεις που οδηγούν σε εσφαλμένες πηγές άντλησης ηδονής. Γι’ αυτό έχει τεράστια σημασία να μάθει ο άνθρωπος από τη μικρή του ηλικία να χαίρεται με αυτά που πρέπει. Γιατί μόνο έτσι θα εθιστεί στις πράξεις της αρετής εξασφαλίζοντας την ψυχική αρμονία προς την κατάκτηση της ευτυχίας.
Ο Αριστοτέλης αναζητά τις ρίζες της υπερβολής στην ανθρώπινη συμπεριφορά: «Όσον αφορά τα ίδια τα πάθη, διακρίνουμε είδη τους ανάλογα με το πού έγκειται η υπερβολή: στο χρόνο, στο ποσό ή στις σχέσεις αυτών που τα εκδηλώνουν» (1221b 11-14).
Για την πλήρη αποσαφήνιση αυτού θα δοθούν επιπλέον παραδείγματα: «Για παράδειγμα, θεωρείται κάποιος οξύθυμος επειδή εκδηλώνει το πάθος πιο γρήγορα απ’ ό,τι πρέπει, ενώ σκληρός και οργίλος επειδή το πάθος του έχει ένταση· και πικρόχολος επειδή η οργή του έχει υπερβολική διάρκεια, ενώ βίαιος και επιθετικός επειδή προβαίνει σε αντεκδικήσεις λόγω της οργής του» (1221b 14-18).
Επί της ουσίας επαναλαμβάνεται η άποψη ότι η ορθή πράξη που ορίζεται σύμφωνα με τους κανόνες της αρετής είναι αυτή που γίνεται τη στιγμή που πρέπει, με τους ανθρώπους που πρέπει, σε σχέση με τα πράγματα που πρέπει, για τους λόγους που πρέπει και με τον τρόπο που πρέπει, όπως είχε διατυπωθεί στα «Ηθικά Νικομάχεια». Σαφώς και πρέπει κάποιος να εκδηλώσει την οργή του όταν τον προσβάλλουν (αλλιώς θα υπέπιπτε στην απάθεια που ορίζει η έλλειψη). Η οργή, όμως, οφείλει να εκδηλώνεται στο σωστό χρόνο, με τους σωστούς ανθρώπους, τα σωστά πράγματα και με το σωστό τρόπο. Και η οριοθέτηση αυτών είναι υπόθεση της μεσότητας.
Όμως, ο εθισμός της μικρής ηλικίας είναι αδύνατο να θεωρηθεί κάτι ξεχωριστό από τα πρότυπα και τις αξίες που προβάλλει η κοινωνία. Η κοινωνία που καθιστά πετυχημένο τον αδίστακτο, ευφυή τον αμοραλιστή, ισχυρό τον ανάξιο, άξιο αυτόν που ξέρει να διαπλέκεται, σοφό τον εγωιστή και ανόητο (ή αδύναμο) τον εγκρατή δεν μπορεί παρά να διαπλάσει και τους πολίτες πάνω σε αυτά τα πρότυπα. Σαν σε παραμορφωτικό καθρέφτη οι αξίες αντιστρέφονται διαστρεβλώνοντας όλες τις έννοιες.
Υπό αυτή τη συνθήκη, η αξιοκρατία, η ανδρεία, η φιλία, η εργατικότητα, η ειλικρίνεια, η μεγαλοπρέπεια, ακόμη και η δικαιοσύνη γίνονται λέξεις που στερούνται νοήματος. Η επικράτηση του κυνισμού, ως υπέρτατου εγωισμού, η θεοποίηση του χρήματος και η εκδοχή της επιτυχίας που μετριέται αποκλειστικά με την ευκολία και το μέγεθος της συσσώρευσης του πλούτου, απαξιώνουν κάθε έννοια αρετής φέρνοντας στην επιφάνεια τα νέα ήθη που θα διαπλάσουν τους ανθρώπους. Με τέτοια κοινωνικά δεδομένα η προσέγγιση της αριστοτελικής ηθικής φαντάζει εκτός πραγματικότητας.
Ο αριστοτελικά ανδρείος παύει να έχει κύρος δίνοντας τη θέση του στο θρασύ, ο φίλος αντικαθίσταται από τον κόλακα και ο ακόλαστος μετατρέπεται σε άνθρωπο που ξέρει να ζει τη στιγμή. Αυτό που μένει είναι η αντανακλαστική υιοθέτηση των κυρίαρχων αξιών μέσα στο σύγχρονο κόσμο της ταχύτητας και της ακρισίας.
Ο σύγχρονος άνθρωπος παρασυρμένος από τη λαίλαπα του πολιτισμού της αυτοματοποίησης λειτουργεί μηχανιστικά κι απελπισμένα όπως αυτός που πνίγεται στη μέση του ωκεανού. Μην έχοντας καμιά επαφή με τον εαυτό του, μη γνωρίζοντας καν τι είναι αυτό που επιθυμεί, αναζητά την ευτυχία αποκλειστικά σ’ αυτό που προβάλλεται, σαν αποπροσανατολισμένο ψάρι που κινείται στη λάθος κατεύθυνση.
Ετεροκαθοριζόμενος, ολοκληρωτικά χαμένος ακολουθεί τα βήματα μιας τυποποιημένης ευτυχίας που τελικά δεν τον εκφράζει. Μοιραία ξεπέφτει στην κατανάλωση. Σταδιακά γίνεται όλο και πιο πρόθυμος να τσαλαπατήσει τους άλλους για το κέρδος. Δρα ανταγωνιστικά και ζηλεύει τα αγαθά των άλλων, αφού τα εκλαμβάνει ως κοινωνική καταξίωση.
Βιώνοντας το παράλογο ξεφαντώνει χωρίς να γλεντάει, γελάει χωρίς να χαίρεται, διασκεδάζει χωρίς να ευχαριστιέται, πολιτεύεται χωρίς να οραματίζεται, συζητά χωρίς να επικοινωνεί, συναναστρέφεται χωρίς να κάνει φιλίες, και γενικώς μιμείται, μην ξέροντας τι άλλο να κάνει. Σ’ αυτό τον άνθρωπο απευθύνεται ο Αριστοτέλης προσπαθώντας να τα εξηγήσει όλα από την αρχή…
Αριστοτέλης, Ηθικά Ευδήμια
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου