Κυριακή 5 Φεβρουαρίου 2023

Η Άδικη Μοίρα των Φεγγαροπαρμένων

ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ ΚΑΒΑΛΑΡΗΣ.

Όταν ο άνεμος, φυσώντας το τραγούδι του επάνω στα κλαδιά των δέντρων και τα κεραμίδια των σπιτιών, φέρνει την νύχτα από τους μακρινούς λόφους, εδώ στον τόπο που κατοικώ και ονειρεύομαι, ντύνομαι με το σκοτεινό μανδύα της και διηγούμαι τις ιστορίες μου…

Ξέρω καλά, πως ο χρόνος που όλα τα σβήνει, σαν το κύμα που σβήνει οτιδήποτε γραφτεί πάνω στην αμμουδιά της ακτής, το κύμα αυτό απλά δροσίζει και βρέχει τα πόδια των ποιητών. Η Ελπίδα και η Μνήμη είναι τα μόνα τους όπλα, ενάντια στη θάλασσα του χρόνου. Μα οι δυο τους είναι καλοί σύμμαχοι. Αυτές οι δύο θολές αδελφές, η Ελπίδα και η Μνήμη, με συντροφεύουν κι εμένα τώρα, μέσα στην αγρύπνια της νύχτας μου. Βγάζω το καπέλο μου και το κουνώ από τ’ αριστερά προς τα δεξιά, παραμερίζοντας το χρόνο και τον τόπο, στέλνοντας τον άνεμο στις μοναχικές καρδιές αυτών που τις ιστορίες μου θέλουν ν’ ακούσουν.

Ακούστε εσείς, ακούστε τον άνεμο που σιγοσφυρίζει το μυστικό μου σύνθημα από τα παράθυρά σας. Κλείστε τα μάτια, χαμογελάστε μ’ ένα μούδιασμα κι ένα ρίγος στην πλάτη, κι αφήστε την σκέψη σας να καβαλήσει τον άνεμο και να ‘ρθει να με βρει… Και ‘Σεις χλωμές αδελφές, συμπονετικοί μου σύμμαχοι στον πόλεμο ενάντια στο χρόνο, σταθείτε δίπλα μου, με το σπαθί και το φτερό σας, δεν έχω κανέναν πέρα από εσάς.

Το φεγγάρι από πάνω μας, χαράζει μονοπάτια μέσα στην νύχτα, και βάρδος αόρατος εγώ, σας τραγουδώ με φεγγαρόσκονη, γρύλους, και μελαγχολική φωνή κουκουβάγιας, το καλωσόρισμα που αρμόζει στους γενναίους ταξιδευτές του ονείρου, που αφήσανε τα σπίτια τους, να βρουν καλέσματα στον άνεμο που κάθε δειλινό διηγείται ιστορίες… Να, κάπου εδώ κατοικώ κι εγώ, αόρατος για τους άπιστους -όπως όλα τα θαύματα- και περπατώ δίπλα σας, σκιά μέσ’ στις σκιές του βραδινού. Τα μάτια μας, ναι, γεμάτα άστρα λάμπουν μέσα στο σκοτάδι, καθώς κοιτάμε κάτω, στο μικρό χωριό…

Οι στέγες του κατηφορίζουν το λόφο. Το φεγγαράκι κρέμεται από πάνω τους σαν ψεύτικο, ή σαν παράξενα αληθινό. Ρίχνει το μελαγχολικό του φως πάνω στα κεραμίδια, στοιχειώνει τις καμινάδες, και γλυκαίνει τον ύπνο των πουλιών. Η νύχτα μπλε, το φεγγαράκι κίτρινο, τα κεραμίδια κόκκινο θαμπό, που σβήνει καθώς το μάτι αγναντεύει τις σκεπές που χάνονται στην κατηφόρα.

Ο άνεμος, πότε ντροπαλός και πότε για λίγο οργισμένος, μουρμουρίζει τον μονόλογό του, που ο άπιστος δεν καταλαβαίνει. Οι λιγοστές λάμπες των μικρών δρόμων, κίτρινες κι αυτές μέσα στο βαθύ μπλε της νύχτας, θολώνουν τα πλινθόστρωτα στενάκια, μικροί λαβύρινθοι που ξετυλίγονται κάτω από τις σκεπές, ανάμεσα στους κήπους….

Αυτή είναι η εικόνα μας. Μ’ αυτήν αρχίζει η στοιχειωμένη απ’ το φεγγάρι ιστοριούλα μας. Η εικόνα μας αυτή, του χωριού με τις σκεπές του και το φεγγάρι του και τους γρύλους του, είναι πιο μεγάλη από κάποια μικρή εικονίτσα στον τοίχο του σπιτιού της γιαγιάς, αλλά πιο μικρή από την θέα ενός μεγάλου παράθυρου.

Κανείς σας δεν είναι μέσα της. Είμαστε από πάνω της, και καταδυόμαστε αργά -πολύ αργά- για να περιπλανηθούμε χαμηλά πάνω από τις καμινάδες της. Λοιπόν, είμαστε πλάσματα της νύχτας (αυτό δεν είναι όλοι οι ονειρευτές;) πετάμε μαγικά, μαζί με τις μικρές νυχτερίδες που φτερουγίζουν νευρικά γύρω από τις λάμπες του δρόμου (με το θολό κίτρινο φως) ή, αν προτιμάτε, αιωρούμαστε καθισμένοι στις πολυθρόνες μας, πάνω από το χωριό, αλλά δεν μας βλέπει κανείς, ή δεν είναι κανείς εκεί για να μας δει.

Ακολουθήστε με, άγνωστοι μου φίλοι. Ακολουθείστε με σιωπηλοί, γιατί κανείς δεν πρέπει να μας αντιληφθεί… Χαμηλώνουμε πάνω από τις στέγες, και καθώς είναι έτσι κοντά η μια με την άλλη, φτιάχνουν μια μικρή θάλασσα από κεραμίδια και καμινάδες, με τα αυλάκια των στενών δρόμων από κάτω τους να τις χωρίζουν, και με τις ανταύγειες από το φεγγαράκι μας να λαμπυρίζουν σαν κυματάκια μαγικά, πάνω από τα κεφάλια των ανθρώπων που κοιμούνται μέσα στα σπίτια.

Πλησιάστε σ’ αυτήν την γκρίζα καμινάδα, και στήστε αυτί… Ακούστε… Μέσα από την καμινάδα ακούγονται μουρμουρητά. Η καμινάδα κάτι μουρμουρίζει. Αλλά, δεν μπορούμε να διακρίνουμε τι λέει. Τα μουρμουρητά δυναμώνουν… Ώσπου, ένα κεφάλι ξεπετάγεται μέσα από την καμινάδα… Το κεφάλι έχει λίγα μαλλιά, ξερά σαν του σκιάχτρου, έχει μια μεγάλη γαμψή μύτη, και λαμπερά μικρά μάτια. Το κεφάλι μουρμουρίζει κάτι, κι ο άνεμος παρασέρνει τα λόγια του από τις σκεπές, και τα ρίχνει κάτω στους λαβύρινθους των δρόμων:

«…Καλικαντζαρόσκονη κι αγγελοφεγγαρόσκονη
τύφλωσ’ τον να μη με δει
για κακό να μην με βρει
φτου, κι ας γίνει κριθαράκι
να το φάει το φεγγαράκι
ξού, κι ας πάει από ζερβά
για να μου ‘ρθει δεξιά…»

Αυτά είπε το κεφάλι, και τα λαμπερά ματάκια του παιχνίδισαν δεξιά κι αριστερά, κι έπειτα τέντωσε τον λαιμό του, τινάχτηκε λίγο, βγήκε κι ένα χέρι, κι έπειτα ακόμα ένα, αρπάχτηκαν από την κορυφή της καμινάδας, και τράβηξαν το κοκαλιάρικο σώμα του έξω. Ο ανθρωπάκος, σαν τρομαγμένη αράχνη, στηρίχτηκε με τα τέσσερα, αναπνέοντας γρήγορα, πάνω στα κεραμίδια της στέγης, και κοίταξε γύρω του με χίλιες προφυλάξεις. Τον βλέπουμε μόνο εμείς, και κανένας άλλος. Μια λιγνή φιγούρα που σέρνεται νευρικά, σαν έντομο, πάνω στην σκεπή -μια από τις πολλές του χωριού- δίπλα από τις καμινάδες και κάτω από το φεγγαρόφωτο.

Προσπαθεί με πολύ κόπο να μην κάνει κανένα θόρυβο. Ο άνεμος θροΐζει τα φυλλώματα των δέντρων που γέρνουν πάνω από τον δρόμο, και βοηθά στο πέταγμα τους τις νυχτερίδες, που κάνουν τις ριψοκίνδυνες βουτιές τους στο θολό φως από τις λάμπες, στα σοκάκια. Ο ανθρωπάκος δεν έκανε μεγαλύτερο θόρυβο, από αυτόν που κάνει μια τρελή νυχτερίδα όταν πετά.

Με τα γόνατα του να τρέμουν σαν της μαριονέτας που το αφεντικό της τραβά χωρίς στοργή τους σπάγκους, πλησίασε μια πιο μικρή καμινάδα στην άκρη της σκεπής -που γειτόνευε κι αυτή με μια άλλη σκεπή- γαντζώθηκε με το ένα χέρι απ’ αυτήν, και τέντωσε το στραβό κορμί του από την άκρη της στέγης. Το κεφάλι τρεμόπαιξε, ερευνώντας με τα λαμπερά του μάτια τους δρόμους ολόγυρα… Τι έψαχνε να δει;

Κοιτάξτε τον πως τεντώνει τα μεγάλα του αυτιά, δεξιά κι αριστερά απ’ τη γαμψή του μύτη…
Τί προσπαθεί ν’ ακούσει;

Ακολουθείστε με λίγο πιο πέρα, πάνω από το μικρό χωριό, για να σας δείξω… Αλλά πρώτα, ακούστε! Τεντώστε κι εσείς τ’ αυτιά σας, και ακούστε…

Οι γρύλοι χαμηλόφωνα κρατάνε το ρυθμό, ο άνεμος παίζει την μουσική του με άρπα τα κλαδιά των δέντρων, μια-δυο-τρεις γάτες νιαουρίζουν θλιμμένα, ένας γέρος ροχαλίζει, μια πόρτα τρίζει… Όχι, όχι δεν εννοώ όλα αυτά. Ακούστε πέρα απ’ αυτά, ακούστε με την καρδιά κι όχι με το νου… Τ’ ακούτε;;

Ακούγεται μέσα από τα σοκάκια, και πλησιάζει προς τα εδώ… Όχι, δεν είναι απλά ο αέρας. Όχι. Έρχεται… Τ’ ακούτε;

Εκεί, κάτω από τις σκεπές, στο φεγγαρόφωτο των μικρών δρόμων, μέσα στην νύχτα, ακούγεται ένας απόμακρος καλπασμός που όλο και πλησιάζει… Έρχεται!

Γρήγορα! Κρυφτείτε μαζί μου πίσω απ’ αυτές τις καμινάδες. Ίσως μπορέσει να μας δει και δεν πρέπει να γίνει κάτι τέτοιο. Εμείς βλέπουμε την ιστοριούλα μας, και όχι αυτή εμάς. Αν και μερικές ιστορίες μπορούν να μας δουν, μπορούν να κοιτάξουν βαθιά μέσα στην μικρή μας καρδιά και να ξυπνήσουν κάτι μέσα εκεί, με το παράξενο βλέμμα τους. Αυτή η ιστορία, όμως, δεν πρέπει να μας δει. Είναι μυστική. Κρυφά την διηγούμαι, και δεν θέλω να μ’ ακούσει… Κρυφτείτε!

Ο καλπασμός δυναμώνει και τώρα ακούγεται σχεδόν από κάτω μας. Βγάλτε προσεκτικά το κεφάλι σας πάνω από την καμινάδα που μας κρύβει, και κοιτάξτε κάτω… Είναι ο πιο παράξενος καβαλάρης που έχετε δει ποτέ. Ο Κολοκυθοκέφαλος, με μαύρη μπέρτα ν’ ανεμίζει στην πλάτη του, πάνω σε μαύρο άλογο…

Ο Κολοκυθοκέφαλος, ο μαύρος καβαλάρης χωρίς σκιά, που τρέχει σαν τον άνεμο -ή μήπως με τον άνεμο;- κάτω στο λιθόστρωτο και στο χλωμό φως του φεγγαριού, μέσα στην νύχτα του χωριού… Ο ανθρωπάκος πάνω στα κεραμίδια τον βλέπει κι αυτός, καθώς κρέμεται γαντζωμένος από την καπνοδόχο στην άκρη της στέγης. Ανασηκώνεται, χοροπηδά και μουρμουρίζει από κατάπληξη, διπλώνεται και τεντώνεται σαν ελατήριο, και τα μικρά του μάτια έχουν τρελαθεί μέσα στις κόγχες τους, καθώς λάμπουν από τον πυρετό των στιγμών…

Ο Κολοκυθοκέφαλος, ένας καβαλάρης με σώμα ανθρώπινο αλλά ακέφαλο, που στην θέση του κεφαλιού έχει μιά μεγάλη κολοκύθα, χαραγμένη με το χαμογελαστό πρόσωπο ενός σκιάχτρου, με μπέρτα που ανεμίζει στο δαιμονικό του καλπασμό, και φεύγει με τον άνεμο σαν τους δαίμονες της νύχτας, και γυρνά πάλι με τον άνεμο, απρόβλεπτος και τρομερός, μπορεί να φοβίσει τον διαβάτη παίρνοντας το κολοκυθοπρόσωπο κεφάλι του στα χέρια, κι ακέφαλος ν’ αρχίσει να χορεύει, σαν φριχτή κούκλα ή σαν μανιασμένο ξωτικό, ή να κλέψει τον ταξιδιώτη και να τον πάει ποιος ξέρει πού, κι αν θα γυρίσει από ‘κει θα είναι τρελός ή πεθαμένος…

Καλπάζει με θόρυβο, κι όμως κανείς από τους κατοίκους του χωριού δεν ξυπνάει, κι αν κάποιος ξυπνήσει τρομαγμένος μέσ’ στην νύχτα από τον καλπασμό του Κολοκυθοκέφαλου, αγκαλιάζει το μεγάλο του μαξιλάρι και σκεπάζεται καλά μέχρι το κεφάλι, αλλά ταυτόχρονα φροντίζει να μην βγαίνουν τα πόδια του έξω από τα σκεπάσματα…γιατί…αν προεξέχουν… χέρι παγερό θα τ’ αρπάξει για να τα παρασύρει στον ξέφρενο καλπασμό του εφιάλτη στα δρομάκια. Γι’ αυτό, τα σκεπάσματα του κοιμισμένου πρέπει πάντα να είναι όσο πιο μακριά γίνεται, για να μπορεί να κουκουλώνεται χωρίς να προεξέχουν τα πόδια…

Ο ανθρωπάκος πάνω στην σκεπή, γαντζωμένος από την καμινάδα όπως θα γαντζωνόταν κάποιος από το μαξιλάρι και τα σεντόνια αν είχε ξυπνήσει από τον καλπασμό, κοιτούσε τον Κολοκυθοκέφαλο αλλά ο Κολοκυθοκέφαλος δεν τον είχε δει. Ούτε εμάς δεν μας έχει δει, και φροντίστε να μην μας δει.

Μην αναπνέετε για λίγο…
Μην κουνιέστε καθόλου…

Κατεβάζουμε για λίγο τα κεφάλια μας πίσω από την καμινάδα, κρυβόμαστε, κι όταν ετοιμαζόμαστε να ξεπροβάλλουμε πάλι, αποκαλύπτουμε στα μάτια μας μια εικόνα μαγική! Πώς να την περιγράψω; Καλπάζοντας μ’ ένα αέρινο σάλτο, ο νυχτερινός καβαλάρης είχε υψωθεί πάνω στις ταράτσες και στις στέγες, με την μπέρτα του να μοιάζει σαν μαύρα φτερά.

Βλέπετε την εικόνα; Δείτε την σαν ένα μικρό παλιό πινακάκι πάνω στον τοίχο του σπιτιού της γιαγιάς. Πλησιάστε τον τοίχο, ελάτε, όλοι μαζί… Το πινακάκι είναι πολύ σκονισμένο, κι εγώ φυσάω πάνω του μ’ ένα μικρό θόρυβο, κι η σκόνη παραμερίζει το πέπλο της. Βλέπετε; Είναι νύχτα στο πινακάκι, μια σκούρη μπλε νύχτα, μ’ ένα κίτρινο -σχεδόν γεμάτο- φεγγάρι, που φωτίζει ένα μικρό δαίδαλο από σκεπές. Δίπλα σε μια καμινάδα, πάνω από μερικά μαύρα δέντρα, μια λιγνή σκιά με μυτερά γόνατα και μυτερή μύτη, στέκεται μ’ ανοιχτά τα χέρια, φοβισμένη.

Λίγο πιο εκεί, λίγο ψηλότερα από τις στέγες, ένας καβαλάρης με το άλογο του, πετάει στο φεγγαρόφωτο, κι ο μανδύας του ανεμίζει δαιμονικά. Αν και δεν είναι τίποτε άλλο πέρα από μια σκιά, με λίγες πιτσιλιές φεγγαρόχρωμα πάνω της, ξεχωρίζετε το κεφάλι της να φαίνεται δυσανάλογο με την υπόλοιπη φιγούρα, και να μοιάζει με κολοκύθα…

Μην φοβάστε. Κοιτάξτε. Ο καβαλάρης χάνεται μέσα στις σκιές της νύχτας, πετώντας αθόρυβα πέρα από τις σκεπές. Μένει μονάχα ο άνεμος να σιγοψιθυρίζει το μονόλογό του, ακατανόητο για τους άπιστους. Ώσπου ο άνεμος οργίζεται και πάλι, και μουγκρίζει, και…να!…ξανάρχεται ο καβαλάρης, μέσα από τις σκιές της νύχτας. Κρυφτείτε πάλι! Γρήγορα!

Τώρα καλπάζει με θόρυβο πάνω στα κεραμίδια, που σπάζουν και πετάγονται κάτω από τις οπλές του μαύρου αλόγου, ή τρίζουν και αντέχουν και παίζουν την τρομερή μουσική του καλπασμού πάνω στις στέγες. Σαλτάρει από σκεπή σε σκεπή, κι ο δίσκος του φεγγαριού είναι από πίσω του, και αντικρίζουμε την σκιά του να πηδά, με τ’ άλογο όρθιο στα πίσω πόδια, πάνω σε μια μεγάλη καμινάδα. Και πίσω του το φεγγάρι.

Μαύρος καβαλάρης πάνω σε κίτρινο φεγγάρι.

Πιο εκεί, ο ανθρωπάκος πέφτει από την άκρη της στέγης, ουρλιάζοντας. Και προσγειώνεται κάτω στο λιθόστρωτο. Και σπάζει το πόδι του.

Το άλλο πρωί, όλοι θα τον κοροϊδεύουν όταν θα λέει τις τρελές ιστορίες του, παρ’ όλο που προσέχανε πολύ την νύχτα να μην βγαίνουν τα πόδια τους έξω από τα σκεπάσματα…

Κι οι νυχτερίδες πετούν τον ξέφρενο χορό τους γύρω από τις θαμπές λάμπες των δρόμων, κι εμείς πετάμε μαζί τους, πλάσματα της νύχτας ανάμεσα στα πλάσματα της νύχτας, κι ο άνεμος μας βοηθά στις ριψοκίνδυνες βουτιές μας.

(Ποιοι είστε εσείς κι από πού έρχεστε, ταξιδιώτες της Μνήμης και της Ελπίδας; Ποια παράδοξη χίμαιρα να σας κυνηγά, ή να την κυνηγάτε, για να βρεθείτε στους μυστικούς τόπους που κατοικώ και ονειρεύομαι; Ας είναι. Δεν θέλω να ξέρω. Ποτέ δεν ξέρω…)

Ακολουθείστε με πάλι. Αφήστε τους φόβους σας ή τους συνετούς δισταγμούς σας, εσείς που την φωνή μου στον άνεμο των διηγήσεων ακούτε… Ακολουθείστε με πιο κάτω, εμένα, που δεν είμαι παρά μια ιστορία μέσα σε μια ιστορία, που διηγείται τον εαυτό της…

ΕΞΩ ΑΠΟ ‘ΔΩ

Άραγε, ποιος να γνωρίζει την παράξενη -και πολλές φορές άδικη- μοίρα των Φεγγαροπαρμένων; Σε άλλους, μακρινούς τόπους, (που μέσα στα δάση τους και κάτω από τους αρχαίους λόφους τους κρύβονται οι νεράιδες), τους φωνάζουν «Νεραϊδοπαρμένους», και τους αποφεύγουν όλοι, από φόβο ή από απέχθεια.

Δεν πρόκειται όμως για κείνους τους ιδιαίτερους ανθρώπους που δραπετεύουν μέσα στο όνειρο, αναζητώντας τα θαύματα που παραμένουν κρυμμένα για τα τυφλά μάτια των άλλων. Όχι, δεν πρόκειται για «ονειροπαρμένους» ή ονειροπόλους.

Αυτοί για τους οποίους σας μιλώ, είναι χαζούληδες, τίποτε παραπάνω, τίποτε λιγότερο… Η μοίρα τους είναι παγιδευμένη από το φεγγαρόφωτο (που τρελαίνει τους άμυαλους και τους λύκους) από τότε που γεννήθηκαν. Δεν είναι σταυροφόροι του ονείρου, (όπως εσείς που ακούσατε το κάλεσμά μου στον άνεμο), που με σπαθί μαγικό, μέρα με την μέρα κατακτούν τους αγίους τόπους των ονείρων τους. Όχι. Αυτοί για τους οποίους σας μιλώ, βρεθήκανε στους αγίους τόπους κατά λάθος, από κάποιο παράξενο παιχνίδι της μοίρας ή της γενετικής. Στέκουν εκεί αποσβολωμένοι, και με το στόμα ανοικτό και γεμάτο σάλια, παρασέρνονται σαν φτερά στον άνεμο, και δεν ξέρουν καθόλου να πετούν…

Ο Ονειροπόλος γνωρίζει καλά τον κόσμο, που είναι γεμάτος φτώχεια και πόνο και αδικία κι ελπίδα και θαύματα, και τον πολεμά με όλη του την ψυχή. Γνωρίζει καλά και το όνειρο, που σαν εξερευνητής το περπατά με φτερά στα πόδια, σαν τον Ερμή…

Ο Φεγγαροπαρμένος, όμως, είναι ένας καημένος χαζούλης, που δεν γνωρίζει ούτε τον κόσμο ούτε το όνειρο. Δεν ξέρει τίποτε. Όμως τα πιο παράξενα πράγματα του συμβαίνουν, χωρίς να τα προκαλεί, ή χωρίς να ξέρει ότι τα προκαλεί… Είναι αυτός που, όπως λέει ο λαός, «του λείπει κάποια μικρή βίδα» από τότε που ήταν μικρός. Στέκει στην άκρη του κόσμου, σε μια γωνιά, αποδιωγμένος, κι έρχονται όλων των ειδών τα πλάσματα και τα πνεύματα, για να τον πειράξουν, να τον κοροϊδέψουν, να τον θαμπώσουν.

Καθώς μεγαλώνει, αποκτά παράξενες συνήθειες, και τα φερσίματα του είναι πάντοτε ακατανόητα για τους αυστηρούς και πρακτικούς ανθρώπους που τον περιστοιχίζουν. Ο ίδιος είναι άμυαλος και άπρακτος, πράγμα που θα συμφωνήσετε ότι είναι πολύ καλύτερο από το να είναι ένας συνετός επιτυχημένος μπακάλης, που κάνει καλούς λογαριασμούς στο λερωμένο του τεφτέρι και κλέβει στο τυρί.

Έτσι λοιπόν, το μόνο κοινό που έχει ο Φεγγαροπαρμένος με τους Ονειροπόλους, είναι ότι μοιράζεται μαζί τους μια παράξενη καθημερινότητα, και το χλευασμό, το φόβο, ή την κοροϊδία των άλλων ανθρώπων…

Άλλωστε, οι Ονειροπόλοι μας είναι κάτι σαν ανιχνευτές, και αργά ή γρήγορα η ανθρωπότητα τους ακολουθεί, και πολλές φορές τους μνημονεύει, πάντα αργά. Ο χαζούλης μας, όμως, ο Φεγγαροπαρμένος, είναι αυτό που θα λέγαμε «μια παράξενη σαβούρα», κάτι σαν ένα πολύ περίεργο σπυράκι στο πλαδαρό και δυσκίνητο σώμα της ανθρωπότητας. Και όχι, όπως ο Ονειροπόλος, ένα νέο μέλος του σώματος, που ξεπροβάλλει από μια θαυμαστή ανάγκη για να εξερευνήσει κάποια νέα χρησιμότητα.

Στις μικρές κοινωνίες των απλών ανθρώπων, ο Φεγγαροπαρμένος είναι απλά «ο τρελός του χωριού», και όχι ο Ονειροπόλος που παίρνει το δισάκι του και χάνεται σε ξένους τόπους για να μην ξαναγυρίσει ποτέ… Ποιός όμως, άραγε, να γνωρίζει την παράξενη -και πολλές φορές άδικη- μοίρα των Φεγγαροπαρμένων;

Ένα μωρό δεν πρέπει ποτέ να μένει εκτεθειμένο στο φως του φεγγαριού ή στην αστροφεγγιά. Κάτι πολύ ανησυχητικό ταξιδεύει πάνω στην αστροφεγγιά, όταν αυτή κατεβαίνει στα δρομάκια, στα μπαλκόνια και στα κεραμίδια των ανθρώπων. Κάτι που τρυπώνει στο σώμα του μωρού από το στόμα ή από τα ρουθούνια, και κάνει τα μάτια να γυαλίζουν, το πρόσωπο να χλωμαίνει, και την μιλιά να χάνεται…

Το Φεγγαροπαρμένο παιδί, συχνά οι γιατροί το αποκαλούν «επιληπτικό» ή «καθυστερημένο», δεν έχουν όμως πάντοτε δίκιο. Είναι κάτι παραπάνω από μια απλή επιληψία, αυτό που πολλές φορές αρπάζει από τα μαλλιά κάποιο παιδί και το ρίχνει στο πάτωμα, με αφρούς στο στόμα, και σπαρταράει σαν ψάρι έξω από το νερό.

Το φεγγάρι, παγιδεύει ένα παιδί, είτε με την αστροφεγγιά και την φεγγαράδα, είτε με εφιάλτες και με ξυπνήματα τις νύχτες με πανσέληνο, είτε με μια λυσσασμένη νυχτερίδα που μπλέκεται ένα βράδυ στα μαλλιά του, είτε με κάποια γητειά μιας γριάς μάγισσας που θέλει να εκδικηθεί τους γονείς, είτε με μια μεγάλη κουκουβάγια που θα καθίσει την νύχτα στην κούνια του, ή αν ο ένας του γονιός είναι ξωτικό, νεράιδα ή στοιχειό. Πολλές φορές, μια μέλλουσα μητέρα κάνει μπάνιο σε μια παράξενη λιμνούλα ή στο ποτάμι, μια νύχτα με φεγγάρι, τότε που το φεγγαρόφωτο χρωματίζει τα νερά, και τότε το μοιραίο συμβαίνει χωρίς αυτή ούτε να το υποψιαστεί… Το φεγγάρι μπαίνει μέσα της μαζί με το νερό.

Κάποιες φορές συμβαίνει με μικρά παράξενα παιδικά ποιήματα, ψιθυρισμένα μέσα στο δάσος ή σε κάποια νυχτερινή αυλή… κάποιες άλλες φορές έρχεται με το χάιδεμα μιας μαύρης γάτας, ή με αστροφωτισμένα βελανίδια που θα του ρίξουν στο κεφάλι τ’ άλλα παιδιά και θα ζαλιστεί…

Δεν θα συνεχίσω τον παράδοξο κατάλογό μου, γιατί δεν χρειάζεται. Το κάνω περισσότερο για να σας στείλω τα συναισθήματα που θέλω να νιώσετε, παρά για να σας διδάξω κάτι που, από την φύση του, δεν μπαίνει σε λόγια κι εξηγήσεις.

Τώρα όμως, έχετε στα μάτια σας ζωγραφισμένη από τον άνεμο της ανήκουστης φωνής μου, την εικόνα του καημένου του Φεγγαροπαιδιού, του Φεγγαροπαρμένου, που θα μεγαλώσει με πειράγματα και απομόνωση, θα είναι φίλος με τους γρύλους και τις νυχτοπεταλούδες, θα μαθαίνει ακατανόητα ποιηματάκια από γριές μάγισσες, θα δίνει δικά του ονόματα σε ανθρώπους, ζώα και πράγματα. Θα φοβάται ένα μανταλάκι, ένα γέρικο δέντρο ή ένα ποντίκι, και θα στέκει άφοβος μπροστά σε καταστροφές, φονικά, φωτιές και πολέμους.

Δεν θα μαθαίνει πολλά ούτε θα μπορεί να δουλέψει, θα κάνει τα πιο απρόσμενα πράγματα τις νύχτες, και τις μέρες θα κρύβεται στο δωμάτιό του. Κι αν γεράσει, θα είναι ένας τρελόγερος, ένας γεροπαράξενος που θα κρύβεται από την λιακάδα και θα χαίρεται την καταιγίδα, θα κυνηγάει με πέτρες τα μικρά παιδιά, και θα ρίχνει καυτό λάδι στις γάτες…

Αυτή είναι η εικόνα του φεγγαροπαρμένου. Παίξτε μαζί της. Νιώστε την, χρησιμοποιείστε την στις φαντασιώσεις σας, ή πετάξτε την. Δεν θα είναι έξω από την φύση του, είναι ένα πλάσμα ακατανόητο, όχι επειδή κρύβει κάτι που δεν γίνεται εύκολα κατανοητό, αλλά επειδή δεν υπάρχει τίποτε να καταλάβετε, μονάχα να νιώσετε, ναι, να νιώσετε… Νιώστε την απλή παιδική ψυχή του ανθρώπου αυτού, νιώστε την άχρηστη αλλά τόσο συμπαθητική μοναδικότητα του, νιώστε την άγνοια της αγωνίας του…

Αυτή η αλλόκοτη αίσθηση, αυτή η κατάρα του, αυτό το αγνά διαβολικό δράμα του, που ο ίδιος το αγνοεί εντελώς, πρέπει να έχουν κάπου την ρίζα τους. Πρέπει να κατάγονται από κάπου, όπως κάθε ποταμάκι έχει την πηγή του σε κάποια σκοτεινή σπηλιά πάνω στο βουνό… Βυθιστείτε μέσα σ’ αυτά τα ακαθόριστα συναισθήματα, που σας στέλνω μέσα στην νύχτα, κι αφήστε με να σας οδηγήσω όπως εγώ θέλω, ή όπως θέλει η ιστοριούλα μας, που πλανιέται ασχημάτιστη ακόμη μέσα στο νου σας…

Μια αχτένιστη γριά με μάλλινη ζακέτα, φτύνει τον κόρφο της και μουρμουρίζει σαν τρελή κότα:
«Έξω από ‘δώ, μακριά,
στα όρη στ’ άγρια βουνά!…»

Θέλει να διώξει ένα κακό συναίσθημα, μια φράση γρουσούζικη, μια κακή σκέψη ή έναν σατανικό οιωνό.

Από τα πολύ παλιά χρόνια (οι πιο πολλοί από σας το ξέρετε), για να μην βάλουν στο στόμα τους το όνομα του Διαβόλου, και για να τον εξορκίσουν ονοματίζοντας τον (γιατί συνήθως το να προφέρεις ένα όνομα είναι σαν να το καλείς, έτσι αν πεις τη λέξη «Σατανάς» είναι σαν να τον φωνάζεις να ‘ρθει, να σταθεί χαμογελαστός δίπλα σου, να σ’ ακουμπήσει στον ώμο, και να σε κοιτάξει μέσα στα μάτια), έτσι λοιπόν, όταν θέλουν ν’ αναφερθούν «σ’ αυτόν», τον ονομάζουν «ο Έξω από ‘δώ», κι έτσι τον διώχνουν την ίδια στιγμή που τον επικαλούνται στην κουβέντα.

Ο «Τρισκατάρατος», αυτός που πρέπει να τον καταραστείς τρεις φορές για να τον αποφύγεις, παραμονεύει κάθε λέξη, κάθε κίνηση, για να την πάρει σαν πρόφαση και να καταφθάσει με τους πιο περίεργους τρόπους για να διαταράξει την ασφαλή και σταθερή καθημερινότητα σου… Τουλάχιστον, αυτό θα έλεγε η γριά η αχτένιστη, με τα τρία δόντια και την τρύπια μάλλινη ζακέτα, αν την ρωτούσατε… Δεν πρέπει να την ρωτήσετε όμως, γιατί δεν πρέπει να μας δει…. Θυμάστε τι σας είπα; Πρέπει να παρακολουθούμε απαρατήρητοι…

Όμως σ’ αυτήν την συγκεκριμένη εικόνα του «Έξω από ‘δώ», θα βρούμε την πηγή της παράξενης μοίρας του Φεγγαροπαρμένου. Στα όρη, στα άγρια βουνά.

Η βραχνή γριά με την γκρίζα ζακέτα και τις τρύπιες κάλτσες, θα κράξει σαν κοράκι και θα πει: «Φτου, σκουληκομυρμηγκότρυπα!» Όμως εσείς μην της δίνετε καμία σημασία.

Μιλάμε για κάτι πολύ ανεπαίσθητο, σχεδόν διάφανο, κάτι που το νιώθεις να σε αγγίζει στον άνεμο, την νύχτα, σ’ ένα ήσυχο μέρος που κοιτά προς τους λόφους, ή προς το βουνό, όταν κάθεσαι στο φως του φεγγαριού. Είναι τόσα πολλά τα παράξενα πράγματα που βιαστικά οι άνθρωποι έχουν διώξει «στα όρη στ’ άγρια βουνά», έξω, μακριά από εδώ, που έχουν συγκεντρωθεί όλα μαζί εκεί, σαν στοιχειά των μακρινών τόπων, στις ερημιές της νύχτας. Και ποιος ξέρει πόσα παράξενα πράγματα να συμβαίνουν τις νύχτες, στα έρημα μέρη της εξοχής, όταν κανένας άνθρωπος δεν είναι εκεί για να τα δει!

Αφήστε με να σας ξεδιψάσω μ’ ένα νερό αλλιώτικο από τ’ άλλα, με μια απλή μαγεία, που θα δώσει στο στόμα σας τις λέξεις που προσπαθώ να πω… Λοιπόν, προσέξτε… Πάρτε στα χέρια σας ένα γυάλινο καθαρό ποτήρι με κρύο νερό. Βγείτε έξω, μέσα στην νύχτα, κι αφήστε τον άνεμο να σας χαϊδέψει τα μαλλιά. Σκεφτείτε πως ο ίδιος αυτός άνεμος, πριν από λίγη ώρα, χάιδευε τα κλαδιά των δέντρων του σκοτεινού βουνού, τους θάμνους και τους έρημους βράχους του. Παρασέρνει κάτι ακαθόριστο από εκείνους τους τόπους, και το φέρνει τώρα πάνω στο πρόσωπό σας.

Σηκώστε το ποτήρι με το νερό στον άνεμο, κι αφήστε τον για λίγες στιγμές να ταράξει την ήρεμη επιφάνεια του κρύου νερού. Φέρτε το διάφανο ποτήρι μπροστά στα μάτια σας, και παίρνοντας βαθιές αναπνοές, κοιτάξτε μέσα από το γυαλί του τον έναστρο ουρανό. Νιώστε το νερό σαν ένα πρίσμα, σαν ένα παράδοξο μικρό τηλεσκόπιο που μέσα του θαυμάζετε την λάμψη των μακρινών άστρων. Έπειτα βάλτε το ποτήρι ανάμεσα στο βλέμμα σας και στο φεγγάρι. Δείτε το φεγγάρι μέσα από το νερό, δείτε το φεγγάρι να τρεμοπαίζει από τον άνεμο που ταράζει το νερό. Τότε, φανταστείτε, ο κίτρινος δίσκος του φεγγαριού δεν είναι πια μεγάλος και άφταστος, ψηλά στον ουρανό, αλλά είναι μικρός και δικός σας, μέσα στο ποτήρι…

Δείτε για λίγο την εικόνα του, σαν το φεγγάρι να ήταν ένα μικρό φωτεινό αντικείμενο βουτηγμένο μέσα στο νερό του ποτηριού σας… Κουνήστε ελαφρά το νερό, και θαυμάστε το φεγγάρι που τώρα το έχετε φυλακισμένο μέσα στο ποτήρι σας.

Τώρα, ήρεμα, κατεβάστε τα χέρια σας με το ποτήρι μπροστά στο στήθος σας, και χαμηλώστε το βλέμμα πάνω στην επιφάνεια του νερού. Μετακινηθείτε ολόγυρα, ώσπου να δείτε το φεγγαρόφωτο να ασημίζει το νερό, και να φωτίζει τους μικρούς κυματισμούς του. Είστε μόνοι σας. Εσείς, το νερό, το ημίφως και το φεγγάρι… Ψιθυρίστε αργά, πολύ αργά: «Φεγγαράκι μου λαμπρό, φέγγε μου να περπατώ…»

Αναπνεύστε πάλι βαθιά, πολύ βαθιά, τον νυχτερινό άνεμο. Σηκώστε αργά το ποτήρι και φέρτε το νερό στα χείλη σας. Μην παραξενευτείτε από την περίεργη γεύση του, είναι η γεύση του φεγγαριού και του ανέμου. Πιείτε αργά και απολαυστικά, το κρύο νερό. Έτσι, έχετε πιει το φεγγάρι! Έχετε μέσα σας κάτι που οι άλλοι αγνοούν, και το διώχνουν από φόβο «έξω από ‘δώ» χωρίς να γνωρίζουν την απλή -σχεδόν παιδιάστικη- μαγεία, που μπορεί να το κάνει φιλικό, και να μεταδώσει συναισθήματα, ήχους, εικόνες, γεύσεις και λέξεις, που δεν μπορούν να εξηγηθούν με την φτωχή περιφραστική λογική, που βασιλεύει στα σοφά τεφτέρια των μπακάληδων. Τώρα, με μια γουλιά, ίσως νιώθετε μέσα σας τις λέξεις που προσπαθούσα να σας πω…

Ο,ΤΙ ΚΑΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ, ΘΑ ΞΑΝΑΡΘΩ ΤΟ ΒΡΑΔΥ…

Το φεγγάρι είναι κρύο σαν νερό πηγής, και το φεγγαρόφωτο είναι ο καταρράκτης της νύχτας. Τ΄ αστέρια είναι μάτια ψαριών, που κολυμπούν στη μεγάλη μαύρη θάλασσα του ουρανού. Περιπλανώμενοι μέσα στις σκιές της νύχτας, είμαστε σαν μικρά μυστικά που δεν πρόκειται να αποκαλύψει το φως της αυγής. Βλέπουμε τα πάντα μέσα από το καθαρό κρύσταλλο του ονείρου μας, που κρυφοξεδιπλώνει αθόρυβα τις φτερούγες του και κανείς δεν ξέρει τ’ αληθινό του όνομα. Το άγνωστο των ερημικών τόπων, δεν είναι πολύ διαφορετικό από το άγνωστο που φωλιάζει στα κεραμίδια των σπιτιών τις νύχτες. Και ο άνεμος πάντοτε μεταφέρει παράξενα μηνύματα γι’ αυτούς που μπορούν να τ’ ακούσουν.

Εδώ, στον τόπο που κατοικώ και ονειρεύομαι, βλέπω τα μάτια σας που περιπλανιούνται πάνω στις σελίδες, πάνω στις εικόνες, πάνω στην νύχτα του μικρού χωριού, με τα κεραμίδια του, τα νυχτοπούλια του που κλαίνε για τους καιρούς που ‘φύγαν, και με τα σοκάκια του που τις νύχτες γεμίζουν φαντάσματα και φευγαλέες γάτες. Ελάτε πιο κάτω μαζί μου, μακρινοί μου φίλοι της Μνήμης και της Ελπίδας… Βλέπετε εκείνο το ερειπωμένο σπίτι, πνιγμένο από τα δέντρα κι απ’ το σκοτάδι; Περιμένετε λίγο μέχρι τα μάτια σας να συνηθίσουν στο σκοτάδι, γιατί το φεγγαρόφωτο δεν φτάνει μέχρι εδώ…

Τώρα, κοιτάξτε καλύτερα στο χαλασμένο κατώφλι αυτού του σπιτιού, μπροστά από την ξεχαρβαλωμένη πόρτα. Βλέπετε εκείνη την ακίνητη σιλουέτα; Αυτή η σκιερή φιγούρα, που μοιάζει να παραμονεύει μέσα στο σκοτάδι, είναι ένα αγόρι περίπου δεκαέξι χρονών. Αυτό που κρατάει στα χέρια του είναι ένας μεγάλος σβηστός φακός. Τα μάτια του γυαλίζουν, όχι όπως θα γυάλιζαν τα μάτια του Φεγγαροπαρμένου, απλά έχουν την πονηρή λάμψη του ασυνείδητου που ετοιμάζει μια φάρσα.

Ακούτε τα βήματα κάποιου που πλησιάζει;… Ακούγονται από το βάθος του μικρού δρόμου, που περνάει μπροστά από το ερειπωμένο σπίτι και καταλήγει λίγο πιο πέρα από την μικρή εκκλησία, σε μια στενή αυλή που την σκεπάζουν τα κεραμίδια των διπλανών σπιτιών. Οι παρέες των παιδιών λένε πως εκείνη η εκκλησία είναι στοιχειωμένη, και τις νύχτες τριγυρνά στο προαύλιο της το φάντασμα του άγιου. Τώρα μπορείτε πια να διακρίνετε την λιγνή φιγούρα του διαβάτη, που ανυποψίαστος για την πονηρή ενέδρα, περπατά μέσα στις σκιές των χαμηλών δέντρων…

Ο διαβάτης ονομάζεται Τρύφων, και δεν είναι άλλος από τον Φεγγαροπαρμένο μας. Αναγνωρίζετε αμέσως πάνω του τα χαρακτηριστικά του ανθρωπάκου της σκεπής. Ο ανθρωπάκος κουτσαίνει πολύ, κι αυτό σας θυμίζει το παράξενο περιστατικό που παρακολουθήσαμε κρυφά μαζί, στις καμινάδες και τα κεραμίδια του φεγγαρολουσμένου χωριού.

Ο Τρύφων έχει ένα περίεργο χαμόγελο, γαμψή μύτη και πεταχτά αυτιά, μαλλιά σαν του σκιάχτρου, κι ένα λερωμένο γιλεκάκι. Τα μάτια του, μικρά κι ευκίνητα, λάμπουν με μια διαφορετική λάμψη από εκείνη στα μάτια του αγοριού, που παραμονεύει λίγα μέτρα πιο πέρα.

Πόσων χρονών να είναι άραγε ο Τρύφων; Η ηλικία του είναι απροσδιόριστη, είναι από εκείνα τα σπάνια όντα που δεν μπορείς να πεις αν είναι τριάντα ή σαρανταπέντε. Ξεχωρίζετε όμως κάτι πολύ παιδιάστικο στο περπάτημα του και στις κινήσεις του, είναι από εκείνα τα σπάνια όντα που όταν τα συναντάς στο δρόμο, ένα χαμόγελο συμπάθειας ή ένα χαμόγελο ειρωνείας σχηματίζεται στο πρόσωπό σου…

Το δικό σας χαμόγελο, τι χαμόγελο θα είναι; Γνωρίζω ότι πολλοί από εσάς θα έχετε το χαμόγελο του αγοριού που ενεδρεύει στο σπασμένο κατώφλι του ερειπωμένου σπιτιού… Εσείς οι άλλοι όμως, θα πρέπει να ξέρετε ότι το χαμόγελο του Ονειρευτή, δεν είναι σαν του αγοριού, αλλά ούτε και σαν του Τρύφωνα. Αλλά, γιατί να μιλάμε για χαμόγελα; Αυτά εμφανίζονται έτσι κι αλλιώς, όπως θέλουν, χωρίς την έγκριση του ιδιοκτήτη τους…

Γρήγορα! Κρυφτείτε πίσω απ’ αυτές τις φυλλωσιές, για να μην μας αντιληφθούν. Πρέπει να παρακολουθούμε αυτήν την κωμωδία -ή αυτό το δράμα (ανάλογα από το πώς το νιώθει το χαμόγελό σας)- πάντοτε κρυμμένοι…

Όταν ο Τρύφωνας φτάνει μπροστά στο σκοτάδι του ερειπωμένου σπιτιού, ο πονηρομάτης της ενέδρας μουγκρίζει κακόφωνα, και ανάβει τον φακό πάνω στο πρόσωπό του, ακουμπώντας τον στο σαγόνι του.

«Ούουουου! Τρύφων, Τρύφων!!…
Είμαι ο Κολοκυθοκέφαλος
και μ’ έστειλε ο άγιος
για να σε πάααρωωω!!!…»

Αντικρίζοντας, ο Τρύφωνας, το αλλόκοτα φωτισμένο πρόσωπο, και ακούγοντας τα λόγια αυτά και τα μουγκρητά, αναπήδησε ξεχνώντας το χτυπημένο του πόδι, έπιασε το αριστερό του αυτί με το δεξί του χέρι, χαμήλωσε το σκιάχτρινο κεφάλι του κι άρχισε να φωνάζει ξόρκια, πολύ τρομαγμένος. Μόλις βρήκε το κουράγιο, άρχισε να τρέχει σαν να τον κυνηγούσε μια στρατιά από δαίμονες. Το πονηρό αγόρι έπεσε στο χώμα από τα γέλια. Ο Τρύφωνας έτρεχε προς την μικρή αυλή του σπιτιού της θείας του, φωνάζοντας ακατάληπτα για βοήθεια… Οι νυχτερίδες πετούσαν σαν τρελές γύρω από τα κεραμίδια, ο άνεμος σιγοσφύριζε τα γέλια του αγοριού, κι εμείς κρυβόμασταν μαζί πίσω από τα φυλλώματα των δέντρων. Εμείς και τα τζιτζίκια…

Δεν ήταν καθόλου παράξενο που μονάχα ο Τρύφωνας είχε δει τον Κολοκυθοκέφαλο να καλπάζει μέσα στην νύχτα. Έπρεπε να παραμονεύσεις υπομονετικά για να τον δεις. Και για να παραμονεύσεις έπρεπε να πιστεύεις πως ο Κολοκυθοκέφαλος καλπάζει τις νύχτες με φεγγάρι, με το μαύρο άλογό του. Οι άλλοι δεν πίστευαν.

Παραμόνευαν όμως συχνά τον καημένο τον Τρύφωνα, για να τον τρομάξουν ή να τον κοροϊδέψουν, επειδή πίστευε τέτοια πράγματα. Βαθιά μέσα στην καρδιά τους όμως, όλοι φοβόντουσαν τον Κολοκυθοκέφαλο, αλλά δεν πίστευαν ότι στ’ αλήθεια υπάρχει. Αν πίστευαν θα έπρεπε να παραδεχτούν και τον τρόμο τους -όλους τους βαθύτερους τρόμους τους- κι αν αναγνώριζαν τον τρόμο τους, κανείς τους δεν θα ξανατολμούσε να βγει από το σπίτι του. Θα φωλιάζανε όλοι μέσα στα ζεστά μακριά τους σκεπάσματα, που δεν αφήνουν τα πόδια να προεξέχουν όταν το κεφάλι είναι κουκουλωμένο…

Έτσι, με το να κοροϊδεύουν τον Τρύφωνα, καθησύχαζαν τους δικούς τους τρόμους, μπορούσαν να εξορκίζουν τα πάντα από μέσα τους, πάνω στην ράχη του Τρύφωνα. Όλο το χωριό εξόρκιζε τους τρόμους του πάνω στον Τρύφωνα. Ίσως γι’ αυτό να ήταν ο Τρύφων τρομακτικός για κάποιους. Κι όταν γελούσαν με τον Τρύφωνα, γελούσαν με τους φόβους τους. Είναι μια αρχαία και παράξενη αλχημεία αυτό…

Το σκοτεινό δωμάτιο του Τρύφωνα ήταν γεμάτο από τρόμους και θαύματα. Ο φόβος περίμενε στο κρεβάτι του, και τα θαύματα στο παράθυρο. Από εκεί έμπαινε τις νύχτες το φεγγαρόφωτο και τον κρατούσε ξάγρυπνο, από εκεί έμπαινε τις νύχτες και ο Φόβος και ξάπλωνε στο κρεββάτι του το χαλασμένο, και τον παραμόνευε κάτω από τα σεντόνια.

Μέσα στο σκοτάδι του δωματίου, ακίνητος ο Τρύφων στην μικρή καρέκλα, κοιτούσε το φεγγαροφωτισμένο παράθυρο. Μια κουκουβάγια καθόταν στο περβάζι, και τον κοιτούσε με τα μελαγχολικά της μάτια. Οι κουκουβάγιες είναι πολύ παράξενα πουλιά. Με τα δικά της μάτια, πλάσματα της νύχτας εμείς, κοιτούμε τον Τρύφωνα τον Φεγγαροπαρμένο. Εξετάζουμε την παράξενη φιγούρα του, καθώς κάθεται εκεί στην καρέκλα, βυθιζόμαστε στο γυάλινο βλέμμα του, και ψαρεύουμε τις εικόνες σαν ψάρια, μέσα απ’ τον σεληνιακό βυθό του μυαλού του.

Ο Τρύφων, όταν ήταν πιο νέος, είχε αγαπήσει παράφορα ένα κορίτσι, που είχε γελάσει πολύ όταν οι φίλες της ψιθύρισαν στ’ αυτί της για τον τρόπο που την κοιτούσε συνέχεια ο Φεγγαροπαρμένος. Όσο γι’ αυτόν, συνήθιζε να πηγαίνει τις νύχτες και ν’ ακολουθεί την διαδρομή που αυτή είχε περπατήσει την ημέρα, ψάχνοντας για κάποιο ίχνος της, κι όταν νόμιζε ότι έβρισκε ένα, ίσως κάποιο σπασμένο ξεροκλαδάκι που είχε πατήσει με το πόδι της, καθόταν από πάνω του με τις ώρες…

Το κορίτσι ήταν πολύ μικρότερό του στην ηλικία, κι οι παρέες της ήταν τα νεότερα παιδιά που συνήθως έστηναν αμέτρητες φάρσες στον Τρύφωνα. Βέβαια, ο Τρύφωνας ήταν ενήλικος, αλλά είχε το μυαλό ενός μικρού παιδιού.

Ένα απόγευμα τον πήρανε σ’ ένα σπίτι, που βρισκόταν πολλά αγόρια και κορίτσια, κι ανάμεσα τους και η Δουλτσινέα του, για να παίξουν την Τυφλόμυγα. Του έδεσαν τα μάτια και τον στριφογύρισαν μέχρι να ζαλιστεί. Γυρνούσε ο Τρύφωνας, γύρω-γύρω και ζαλιζόταν, και ζαλιζόταν, και ζαλιζόταν… Κι έπειτα όλοι άρχισαν να γελούν και να τον χτυπούν. Δεν τον ένοιαζε. Μέσα στα γέλια τους, προσπαθούσε να διακρίνει το όμορφο γελάκι της αγαπημένης του, για να τρέξει να την αρπάξει. Ήξερε πως ήταν η μοναδική ευκαιρία που είχε, για να την αγγίξει, να την χαϊδέψει, να την σφίξει γερά στην αγκαλιά του.

Δεν ξέρουμε αν τα κατάφερε. Ίσως να της άγγιξε φευγαλέα το μπράτσο, ή το πόδι, ίσως και όχι. Δεν μπορούμε να δούμε ξεκάθαρα την εικόνα μέσα στον νου του. Και δεν μπορούμε να διακρίνουμε αν οι εικόνες που βλέπουμε είναι αυτό που έγινε, ή αυτό που θα ήθελε αυτός να είχε γίνει… Ίσως και να μην έπαιξε την Τυφλόμυγα μαζί τους ποτέ.

Μερικά χρόνια αργότερα, το κορίτσι παντρεύτηκε έναν κοκκινομάλλη από το διπλανό χωριό. Έκανε τρία παιδιά. Ο Τρύφωνας είχε τραυματιστεί ανεπανόρθωτα απ’ αυτόν τον αντιπαθητικό γάμο. Αυτός ήταν που έβαζε τους βατράχους στο παράθυρό της, και κάποιος άλλος ήρθε και την πήρε μακριά του, κι αυτή ήταν ευτυχισμένη και χαρούμενη μ’ αυτόν τον άλλον. Έτσι λοιπόν, ο Τρύφωνας δεν ξανακοίταξε άλλη γυναίκα από τότε.

Ξαφνικά άρχισαν να του αρέσουν τα πολύ μικρά κορίτσια. Αυτό τουλάχιστον ψιθύριζαν οι ξέφρενες παρέες των καλοκαιρινών βραδινών. Ερωτευόταν κάθε όμορφο δεκατριάχρονο κοριτσάκι, μ’ έναν δικό του αγνό τρόπο -γιατί ο Τρύφωνας δεν ήταν πονηρός- κι έκανε τα πάντα για να βρίσκεται μαζί με τις παρέες των παιδιών, και ανεχόταν τα πειράγματά τους για να κάθεται δίπλα στα κοριτσάκια… Αυτά, βέβαια, τον απέφευγαν όσο μπορούσαν… Ξεχωρίζουμε τις χαρούμενες εικόνες τους, σαν από όνειρο βγαλμένες, να τρέχουν και να χασκογελάνε, με τα πολύχρωμα φορεματάκια τους, και να μουρμουρίζουν η μια στην άλλη ότι ο Τρύφωνας μύριζε άσχημα και χαμογελούσε σαν χαζός όταν καθόταν δίπλα τους…

Ο Τρύφων φοβόταν το νερό. Ή έστω, το νερό φοβόταν τον Τρύφωνα. Όταν ξυπνούσε, βουτούσε το δάκτυλο στην λεκάνη με το νερό, κι έβρεχε το ένα του μάτι κι έπειτα το άλλο. Αυτό ήταν όλο, κι είχε πλυθεί. Γινόταν μάχη ολόκληρη, όταν η θεία του αποφάσιζε πως έπρεπε να πλυθεί γιατί «τα τριαντάφυλλα του κήπου έχαναν την μυρωδιά τους, όταν βρισκόταν αυτός δίπλα…»
Κι αυτός έλεγε ξανά και ξανά εκείνο το ηλίθιο ποιηματάκι :

«Το ψάρι μέσα στο νερό
κι ο Τρύφωνας απ’ έξω
κι αν, ωχ, βραχεί η μύτη μου
δεν θα μπορώ να παίξω!…»

Δεν ήταν λίγες οι φορές που σκαρφάλωνε στην στέγη, τις νύχτες με φεγγάρι, και καθόταν εκεί με τις ώρες, σαν κάποιο παράξενο νυχτοπούλι. Οι νυχτερίδες τον ήξεραν με τ’ όνομα του, κι έλεγε πως του τραγουδούσαν τραγούδια που μόνο αυτός μπορούσε ν’ ακούσει, η κουκουβάγια τον συντρόφευε από κάποια απόσταση, κοιτώντας με απορία τα καμώματα αυτού του ανθρωπάκου, που σερνόταν στα κεραμίδια και σκαρφάλωνε πάνω στις καμινάδες αγναντεύοντας την μικρή θάλασσα από σκεπές του νυχτερινού χωριού.

«Η νυχτερίδα -νάτη!- πετάει
κι όλο στο φως τριγυρνάει
γύρω-γύρω και ζαλίζεται
και με τις φίλες της οργίζεται
κι όλο στο φως τριγυρνάει
κι όμως η νύχτα είναι που της αρέσει
και τη μέρα για ύπνο θα πέσει…»

Μουρμούριζε αυτό το παράξενο νανούρισμα, και πολλές φορές κοιμόταν πάνω στην σκεπή. Οι χωριάτες που ξεκινούσαν πριν από το χάραμα για να πάνε να φροντίσουν τα πρόβατα τους ή τα χωράφια τους, όταν περνούσαν κοντά από εκεί, συνήθιζαν να πετάνε πετραδάκια πάνω στην σκεπή, χασκογελώντας και λέγοντας: «Πού ξέρεις; Όλο και κάποιον Τρύφωνα θα ρίξουμε κάτω…» Καμιά φορά χτυπούσαν κάποια γάτα, που της άρεσε να κάθεται στα κεραμίδια, κι αυτή νιαούριζε τρομαγμένη, και τότε έλεγαν: «Θα είναι ο Τρύφωνας που θα κατάπιε καμιά γάτα!…» ή «Είναι ο Τρύφωνας που κάνει μιάου-μιάου στα κεραμίδια!…» και γελούσαν. Αν και ο Τρύφων δεν συμπαθούσε τις γάτες. Πίστευε ότι του έφερναν γρουσουζιά, κι όποτε τις έβλεπε τις κυνηγούσε, ίσως γιατί ήταν οι μόνες που μπορούσαν να διεκδικήσουν το κεραμιδένιο του βασίλειο. Έφτυνε τον κόρφο του, κι έκανε σβούρες γύρω από τον εαυτό του, και χτυπούσε με δύναμη το πόδι του στο έδαφος, και ψιθύριζε βιαστικά:

«Όπου γάτα
και κακά μαντάτα
φτου, γατομουστάκι
να γλυτώσει το παιδάκι…»

Μέσα στο σκοτάδι του δωματίου, ακίνητος ο Τρύφων στην μικρή καρέκλα, κοιτούσε το φεγγαροφωτισμένο παράθυρο. Ο άνεμος της νύχτας που εισχωρεί από ‘κει, χαϊδεύει τα αστροφωτισμένα φτερά της κουκουβάγιας, γυρνάει τις σελίδες της μικρής ιστοριούλας μας, κι ανακατεύει και ταράζει τις μνήμες του Τρύφωνα μέσα στο κεφάλι του.

Κι αν τα μάτια είναι τα παράθυρα της ψυχής, τότε τα παράθυρα του Τρύφωνα είναι πάντα φωτισμένα μ’ ένα παράξενο φως, ίσως μιας μικρής σελήνης που λάμπει μέσα εκεί, και περιστρέφεται γύρω από έναν κόσμο ξένο για τους ανθρώπους: τον γεμάτο τρόμους και θαύματα νου του Φεγγαροπαρμένου…

Κοιτώντας εμείς μέσα από το παράθυρο (του δωματίου ή του Τρύφωνα;) με βλέμμα κουκουβάγιας, ονειρευτές ενός νυχτερινού καλέσματος, βλέπουμε το σκοτάδι γύρω του να γεμίζει εικόνες…

Μικροί φτερωτοί δαίμονες πετούν γύρω του και του πειράζουν τ΄ αυτιά και την μύτη, τραγουδώντας ένα εκνευριστικό τραγουδάκι που του στέλνει ρίγη στην πλάτη. Ένα μικροσκοπικό μαύρο άλογο, καλπάζει ξέφρενα κάτω στο ξύλινο πάτωμα του δωματίου, και χλιμιντρίζει με μια λεπτή φωνή. Νάτος κι ο Κολοκυθοκέφαλος, μικρός σαν μαριονέτα που κρέμεται από αόρατες κλωστές, χοροπηδάει σαν φριχτός σκελετός, μπροστά στα μάτια του ζαλισμένου Τρύφωνα. Χαμογελάει με το κολοκυθοχαμόγελο του, και συστρέφοντας όλο του το σώμα, τινάζει πάνω-κάτω τα χέρια και τα πόδια του, σ’ έναν τρομακτικό χορό…

Ο άνεμος σφυρίζει μελωδίες από τα άγρια βουνά, έξω από ‘δώ, και η πολύχρωμη αυλαία ενός ολόκληρου νυχτερινού τσίρκου, έχει ανοίξει, για να αποκαλύψει τα πιο αλλόκοτα πλάσματα. Τα ξωτικά σκαρφαλώνουν με μικρές νευρικές κινήσεις πάνω στους τοίχους του σπιτιού, και στέκουν ακίνητα στο παράθυρο, με μάτια σαν γυάλινες χάντρες που αντιφεγγίζουν το φεγγαρόφωτο.

Και, να! Εκεί… Ένα γκριζόλευκο φάντασμα ουρλιάζει, σαν να τραγουδά κάποιον κακό οιωνό, κι ανοίγει τις φτερούγες του και φτερουγίζει αργά, πολύ αργά, για να χαθεί για λίγο πίσω απ’ τα φυλλώματα των δέντρων, και να ξαναφανεί ακίνητο, πάνω στα κεραμίδια του απέναντι σπιτιού, με μάτια σαν αστέρια, έτοιμο να ορμήξει ξανά στον άνεμο και να φτερουγίσει πάλι στο περβάζι….

Κι ο Τρύφωνας ακίνητος, με γουρλωμένα μάτια, κοιτά τις εικόνες να ξετυλίγονται μέσα στο σκοτάδι του δωματίου, κι ακούει τα τραγούδια τους, κι η παιδιάστικη καρδιά του χορεύει με τον χορό τους.

Όμως, εσείς νυχτερινοί μου φίλοι της Μνήμης και της Ελπίδας, βουτήξτε έξω από τα παράθυρα του προσώπου του Τρύφωνα, κι αφήστε με να σβήσω για λίγο την φωτιά αυτών των μικρών και τρομακτικών θαυμάτων… Κοιτάξτε, να! Οι μικροί φτερωτοί δαίμονες δεν είναι παρά δυο-τρεις μύγες, μαγνητισμένες από την απλυσιά του Τρύφωνα. Το μικροσκοπικό μαύρο άλογο που καλπάζει στα σανίδια, είναι ένα μικρό μαύρο ποντικάκι, που ψάχνει για ψίχουλα. Ο Κολοκυθοκέφαλος που χορεύει το δαιμονικό χορό του, δεν είναι παρά μια μεγάλη αράχνη, που κρέμεται απ’ τον αόρατο ιστό της μπροστά στο πρόσωπο του Τρύφωνα, και παίζει παιχνίδια με το φεγγαρόφωτο. Τα ξωτικά που σκαρφαλώνουν τους τοίχους, δυο-τρεις σαύρες που κάνουν την νυχτερινή τους βόλτα. Το γκριζόλευκο φάντασμα, είναι μια μεγάλη κουκουβάγια. Και η πολύχρωμη αυλαία του τσίρκου αυτού, δεν είναι παρά η κουρτίνα του παραθύρου, που ανεμίζει στο δροσερό αέρα της νύχτας…

Τί σημασία όμως έχει; Ποιός είναι αυτός που μπορεί να κρίνει, έτσι απλά, τι είναι ψέμα και τι αλήθεια; (Θα πρέπει να ‘ναι ένας σκληρός και δυστυχισμένος δικαστής) Ή μήπως δεν ξέρετε ότι πολύ συχνά το θαύμα για κάποιον, δεν είναι παρά μια πλάνη για κάποιον άλλον; Ή μήπως δεν έχετε ποτέ περάσει για φάντασμα, μια παράξενη και τρομακτική κουκουβάγια που έχει φτερουγίσει μέχρι την αντικρινή σκεπή, μέσα στη νύχτα, όταν είστε μόνοι σας σ’ ένα μπαλκόνι, και κάθεται εκεί και σας παρακολουθεί και τραγουδά το δυσοίωνο τραγούδι της;

Ο Τρύφωνας είναι μόνος του. Στο σκοτεινό δωμάτιό του. Και πρέπει ν’ αποκαλύψω αυτό το μικρό μυστικό: η Μοναξιά είναι ο φόρος που βάζει η Φύση στα Θαύματα…

Κι αν κάποιος δεν μπορεί να διακρίνει το ξωτικό πίσω από μια σαύρα, ή τον Κολοκυθοκέφαλο να χορεύει στον ιστό της αράχνης, τότε αυτό σημαίνει πως αυτός ο κάποιος δεν είναι αρκετά μόνος… Όμως, ποιος ξέρει τι παράξενο φόρο να πληρώνουν οι Φεγγαροπαρμένοι, και ποιος να είναι αυτός που έρχεται για να τον εισπράξει;…

Ω, είναι μια σκιά, πιο σκιά κι απ’ τις σκιές, που καβαλάει τον άνεμο που έρχεται από «έξω από ‘δώ» και ταξιδεύει στο σκοτάδι. Βλέπει την λάμψη στο παράθυρο του Τρύφωνα, και βουτάει στο μικρό κρυφό δωμάτιο του. Ο Τρύφωνας κουκουλώνεται με τα σεντόνια, αλλά δεν μπορεί να της κρυφτεί. Άγνωστα συναισθήματα τον κατακλύζουν, νοσταλγία για κάτι που ποτέ δεν γνώρισε, θλίψη για κάτι χαρούμενο, φόβος για κάτι που μοιάζει φιλικό, όνειρα μιας καθημερινότητας που δεν έζησε, οικειότητα με κάτι τελείως άγνωστο… Η σκιά τον αγκαλιάζει και τον παρασέρνει μέσα στον αόρατο κόσμο, που πολλοί επιθύμησαν αλλά λίγοι του ξέφυγαν, και τον αφήνει εκεί μόνο του. Ολομόναχο μαζί με τα θαύματα…

Και λίγο πριν η αυγή φανεί, τον εκσφενδονίζει πάλι εδώ πίσω, σαν ναυαγό που τον ξεβράζει το κύμα σ’ ένα αφιλόξενο νησί. Και η σκιά, λίγο πριν χαθεί στ’ απομεινάρια της νύχτας, αγκαλιάζει τον Τρύφωνα και του ψιθυρίζει στ’ αυτί: «Ό,τι και να γίνει, θα ξανάρθω το βράδυ!»

ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ, Ο ΜΠΑΜΠΟΥΛΑΣ ΚΙ Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ

Λένε πως τα παράθυρα είναι τα μάτια του σπιτιού…

Κι ο Τρύφωνας πολλές φορές έβλεπε τα σπίτια σαν τεράστια ακίνητα ζώα, πολύ τεμπέλικα για να αφήσουν τον τόπο τους και να ταξιδέψουν σε μακρινά μέρη, μόνο τους άρεσε να κάθονται όλα μαζί, σαν κοπάδι ελεφάντων, κάτω απ’ τον ήλιο και το φεγγάρι, φορώντας τα τριγωνικά κεραμιδένια καπελάκια τους, ακίνητα σε μιά αιωνιότητα πέτρινου ύπνου.

Οι άνθρωποι ζούσαν μέσα στα στομάχια αυτών των ακίνητων κοπαδιών, κι όταν πολλές φορές ένιωθαν την ίδια μοναξιά με τους ξενιστές τους, σερνόντουσαν μέχρι τα μεγάλα μάτια τους, τα παράθυρα, για να κοιτάξουν έξω, έξω από ‘δώ, προς τα βουνά, τη θάλασσα, και τα άστρα στον ουρανό, που είναι φωτεινά ψάρια που κολυμπούν αργά στο μαύρο ωκεανό που κρέμεται από πάνω μας…

Και είναι αλήθεια πως τα σπίτια ονειρεύονται.

Ονειρεύονται καιρούς περασμένους και ξεχασμένους, και ποιος ξέρει πόσα άλλα θαυμαστά πράγματα… Κι οι άνθρωποι, καμιά φορά, όταν κάθονται μόνοι τους μέσα στα σκοτεινά δωμάτια στα σωθικά των σπιτιών, ονειρεύονται κι αυτοί τα όνειρα των σπιτιών, και ποιος ξέρει πόσα άλλα θαυμαστά πράγματα.

Κι αν τα παράθυρα, μακρινοί μου φίλοι, είναι τα μάτια των σπιτιών, τότε, ω, τότε ακολουθήστε με, αφήστε τα φτερά της μεγάλης κουκουβάγιας που φτερουγίζουν τώρα έξω από ‘δώ, και καβαλήστε μαζί μου τον άνεμο, κι ας πετάξουμε πάλι μέχρι εκείνο το μάτι, που στο περβάζι του είναι σκαρφαλωμένος ο φεγγαροπαρμένος, κι ας του χαϊδέψουμε με τον άνεμό μας τα λιγοστά του μαλλιά. Κάθεται εκεί, τον βλέπετε; Πάνω στο ετοιμόρροπο περβάζι του ματιού, και αγναντεύει πέρα μακριά, ποιος ξέρει πού, μέσα στην νύχτα. Κι αφού τα μάτια είναι τα παράθυρα της ψυχής, ας κοιτάξουμε κρυφά μέσα απ’ τα παράθυρά του, για μια φορά ακόμη, με την δροσιά του νυχτερινού ανέμου…

Λένε πως ένα ερειπωμένο και εγκατελειμένο χωριό, γεμάτο από νεκρά και σκελετωμένα σπίτια, ένα χωριό φάντασμα, όπως θα έλεγαν κάποιοι άλλοι, είναι σαν ένα νεκροταφείο. Ίσως σαν ένα νεκροταφείο ελεφάντων. Λένε πως οι αναμνήσεις είναι ταφόπλακες μέσα στο κεφάλι μας, μέσα στο αχανές νεκροταφείο της μνήμης, και πως τα φαντάσματα του τριγυρνούν στις σκοτεινές στοές του νου μας, και μας στοιχειώνουν με τους ψιθύρους τους.

Αυτά τα λένε οι ποιητές, και τι περιμένετε από μένα πέρα από το να είμαι ένας μικρός χάρτινος ποιητής, όπως άλλωστε είναι όλες οι μαγικές ιστοριούλες;…

Κι εσείς, σύντροφοί μου της Μνήμης και της Ελπίδας, ίσως να κρύβετε έναν ποιητή μέσα σας, για να είστε τόση ώρα μαζί μου. Όμως, ποιος στ’ αλήθεια να γνωρίζει τι κρύβουν μέσα τους οι Ονειρευτές; Ταξιδιώτες είμαστε, που παρακολουθούμε ιστορίες, και διηγούμαστε ιστορίες, και τίποτε παραπάνω. Κι αν είμαι μια ιστορία, που διηγείται σ’ αυτές τις σελίδες τον εαυτό της, πώς είσαστε τόσο σίγουροι ότι δεν την διηγείστε εσείς σε μένα;

Ά, πόσες κρυφές ιστορίες μπορεί να κρύβει μία και μόνο μία ιστορία. Κι όμως η ίδια ξέρει μόνο μία: τον εαυτό της. Και, όπως κάθε πλάσμα του Θεού, κρύβει, χωρίς το ίδιο να το γνωρίζει, αμέτρητα καθρεφτίσματα του εαυτού του, που μπορεί να τα γνωρίζουν μόνο οι άλλοι… Όμως, ας μη χαθούμε στα μυστήρια της ύπαρξης. Το μυστήριο της ιστορίας μου είναι μικρό, απλό και παιδικό, όπως άλλωστε είναι το μυστήριο όλων των θαυμάτων.

Και τώρα, είμαστε μια σκιά που καβαλάει τον άνεμο της νύχτας, πιο σκιά κι απ’ τις σκιές, κι ελάτε ν’ αγκαλιάσουμε τον Τρύφωνα και να βουτήξουμε μέσα από τα παράθυρά του, προς το νεκροταφείο της μνήμης. Μην φοβάστε. Σας κρατώ από το χέρι και σας οδηγώ.

Κοιτάξτε γύρω σας. Ο άνεμος σφυρίζει το τραγούδι του μέσα από τα σκοτεινά δέντρα, που δεν αποκαλύπτουν το φύλλωμά τους στο φεγγαρόφωτο, όμως το φως του φεγγαριού φανερώνει γύρω μας ένα μικρό δάσος από ταφόπλακες. Δεν είμαστε μόνοι μας εδώ, υπάρχουν εκατοντάδες άνθρωποι γύρω μας, ξαπλωμένοι κάτω από το έδαφος, μέσα στα τούνελ που κρύβουν οι μαρμάρινες καταπακτές των τάφων. Εδώ κατοικούν οι νεκροί!

Μέσα στο μικρό, φεγγαροφωτισμένο νεκροταφείο της νύχτας, οι μαρμάρινες επιγραφές διηγούνται την ιστορία των ενοίκων τους. Είναι η πιο μικρή ιστορία που ειπώθηκε ποτέ. Τα παιδιά -τι παράξενο- ακούνε μεγάλα παραμύθια την νύχτα στο κρεβάτι, που ριζώνουν βαθιά μέσα τους και τους διηγούνται μια μαγική ζωή που δεν έζησαν ακόμη. Κι όταν η ζωή αυτή τους προδώσει, και τους παγιδέψει δύο μέτρα κάτω από το χώμα, μια πέτρα από πάνω τους διηγείται το πιο μικρό παραμύθι, καθόλου μαγικό, γιατί είναι για όλους το ίδιο. «Τον λέγανε έτσι, γεννήθηκε τότε, πέθανε τότε, δεν ξέρουμε τίποτε γι’ αυτόν…»

Κοιτάξτε γύρω σας τις διηγήσεις των νεκρών, και δείτε πώς ο ύπνος του θανάτου προδίδει όλες τις ιστορίες που ειπώθηκαν ποτέ. Κι όμως… Τί είναι μια ιστορία, έστω μικρή σαν κι εμένα, αν όχι ένας κηρυγμένος πόλεμος ενάντια στο θάνατο;

Ακούστε! Όχι, όχι τον άνεμο. Ούτε τα νυχτοπούλια. Ούτε το μακάβριο τρίξιμο των κλαδιών. Ακούστε πίσω απ’ όλα αυτά… Τ’ ακούτε; Βήματα… Μη φοβάστε. Δεν είναι οι νεκροί που περπατούν θλιμμένοι τις νύχτες πάνω στις πέτρινες σκεπές τους. Όχι. Κοιτάξτε εκεί, πίσω από τα γκρεμισμένα κάγκελα, δίπλα από εκείνον το μεγάλο σταυρό… Δυο σκιές πλησιάζουν με αργά βήματα… Δυο μαύρες σιλουέτες μέσα στη νύχτα του νεκροταφείου μας (που είναι ταυτόχρονα και το νεκροταφείο της μνήμης του Τρύφωνα), δυο σκιές που σε λίγο το φεγγαρόφωτο θα αποκαλύψει τα πρόσωπά τους. Όμως, θα αποκαλύψει κι εμάς στα φοβισμένα τους μάτια. Ελάτε γρήγορα να κρυφτούμε, δεν πρέπει να μας δουν, η παρουσία μας σ’ αυτήν την ιστορία -σας το θυμίζω ξανά- είναι μυστική, παράνομη, κι αν δεν ήμασταν τόσο ριψοκίνδυνοι θα ‘πρεπε να ‘ναι και σιωπηλή…

Όμως, γρήγορα, ακολουθήστε με όσο πιο αθόρυβα μπορείτε, νυχτερινοί μου φίλοι. Γρήγορα! Πίσω απ’ αυτήν την μεγάλη χορταριασμένη ταφόπλακα. Κρυφτείτε…

Οι δυο φιγούρες, σαν καρικατούρες ενός θεάτρου σκιών, περπατούν με γόνατα που τρέμουν. Και το φεγγάρι ξεπροβάλλει πίσω από το μικρό σύννεφο που το είχε κρύψει για λίγο, για να κοιτάξει κάτω στο γκρίζο νεκροταφείο, να κοιτάξει τις δυο σκιές, ρίχνοντας το ημίφως του στα πρόσωπα των δύο εισβολέων… Κοιτάξτε… Είναι ο Τρύφωνας μαζί με κάποιον άλλον…

Αυτός ο κάποιος άλλος, λέγεται Έκτορας -πολύ ηρωικό όνομα για τον φοβητσιάρη ιδιοκτήτη του- και θα μπορούσα να πω ότι είναι φίλος του Τρύφωνα. Όμως ο Τρύφωνας δεν έχει φίλους, ποτέ δεν είχε φίλους. Στην αρχή ήταν αναγκασμένος να μην έχει. Έπειτα το συνήθισε και δεν ήθελε να έχει. Άλλωστε όλοι τον κορόιδευαν ή τον φοβόντουσαν. Ήταν ένα αστείο παιχνίδι της μοίρας, που είχε ενώσει για λίγο καιρό τις ζωές των δύο νεαρών. (Γιατί ο Τρύφωνας που βλέπετε τώρα μπροστά σας, είναι νεαρός. Πίσω στο νεκροταφείο της μνήμης, όλοι είναι πιο νέοι…)

Ο Έκτορας, ήταν ένας χοντρούλης κοκκινοπρόσωπος, πάντα ιδρωμένος και λερωμένος, και τους χειμώνες μ’ ένα τρύπιο κόκκινο σκουφί, αφελής μέσα στην κουτοπονηριά του. Αλλά δεν ήταν για όλα αυτά που τον πείραζαν όλα τα άλλα παιδιά. Ήταν γιατί ήταν λίγο τσιβδός, και είχε αστεία φωνή, σχεδόν κοριτσίστικη, κι έλεγε το σίγμα με θήτα, και το ρω με γάμα. Δεν ξέρω πώς το νιώθει το χαμόγελό σας, αλλά μη γελάσετε: ο καημένος ο Έκτορας δεν μπορούσε να πει «σιδηρόδρομος» αλλά έλεγε: «θιδηγόδγομοθ»! Έτσι λοιπόν, ήταν φυσικό πού οι δύο «εξόριστοι» του χωριού, βρέθηκαν να κάνουν λίγο παρέα. Ο ένας εξ αιτίας του φεγγαριού, κι ο άλλος εξ αιτίας της γραμματικής… Ο Τρύφωνας ήταν ο μόνος που δεν έδινε σημασία στην γραμματική του Έκτορα, κι ο Έκτωρ του το πλήρωνε με την ανοχή του…

Νάτοι που στέκονται διστακτικά, εκεί στο ξέφωτο των τάφων, πιασμένοι χέρι – χέρι.

«Νυχτερίδας κοκαλάκι
του λαγού το ποδαράκι
βοηθήστε με κι εμένα
που πηγαίνω για τα ξένα…»

«Αχ, Τγύφων, θταμάτα τα κθόρκια και τα ποιηματάκια, γιατί με φοβίδειθ και δεν μ’ αγέθει καθόλου εδώ πέρα. Πάω θτοίχημα ότι εδώ είναι γεμάτο βγυκόλακεθ. Ναι, βγυκόλακεθ… Αχ, θυμφογά που με βγήκε… Τί ήθελα εγώ ο καημένοθ ν’ αφήθω το κγεβατάκι μου, για να έγθω εδώ να με καταθπαγάκθουν οι βγυκόλακεθ; Πάμε να φύγουμε Τγύφωνα… Έλα τώγα. Πάμε θου λέω!!]

«Του λαγού το ποδαράκι
νυχτερίδας κοκαλάκι
να μου φέρετε καλό
να το ρίξω στο γιαλό…»

Εκείνη την στιγμή, ένα μουγκρητό ακούστηκε από πίσω τους, και αντήχησε σ’ όλο το λόφο του νεκροταφείου. Τα νυχτοπούλια φτερούγισαν τρομαγμένα, και οι δυο σιλουέτες χοροπήδησαν από την τρομάρα τους. Έπειτα, το μουγκρητό άλλαξε ξαφνικά σε βραχνά κακόφωνα γέλια. Ο Έκτορας ψιθύρισε: «Ήγθε ο Μπαμπούλαθ!…» Τα άσχημα γέλια τους πλησίαζαν όλο και πιο πολύ, και ξεχωρίζουμε μια μεγαλόσωμη φιγούρα ν’ ανακατεύεται άτσαλα με τις σκιές των σταυρών και των δέντρων.

Ο Τρύφωνας φωνάζει με προσποιητό κουράγιο:
«Μπαμπούλα εδώ είμαστε,
δεν σε φοβόμαστε!…»

Ο Έκτορας τον πιάνει απότομα από το μπράτσο:
«Αχ, Τγύφωνα, μη του λεθ τέτοια, θα θυμώθει και θα μαθ αγχίθει πάλι θτιθ θφαλιάγεθ! Και ποιόθ μαθ θώδει!…»

Η άτσαλη σκιά, σκοντάφτοντας λίγο σε μια σπασμένη ταφόπλακα, φωνάζει: «Μη μου το παίζετε εμένα γενναίοι, γιατί το βλέπω ότι έχετε κατουρηθεί επάνω σας. Ή μήπως θέλετε να σας αρχίσω πάλι στις σφαλιάρες; Πιάστε τα φτυάρια και σκάβετε… Εμπρός! Γρήγορα!»

Μακρινοί μου φίλοι, μην απορείτε. Η άτσαλη μεγαλόσωμη σκιά με την άσχημη φωνή, είναι ένας μοχθηρός αλήτης της περιοχής, που οι χωρικοί τον φωνάζουν «Μπαμπούλα» για την ασχήμια του και τους κακούς του τρόπους. Και για τις καθόλου λίγες φορές που έδειρε ανθρώπους για τις πιο ασήμαντες αιτίες. Ισοδυναμούσε με σπασμένα πλευρά, το να στραβοκοιτάξεις τον Μπαμπούλα.

Οι φήμες έλεγαν ότι η μάνα του τον είχε γεννήσει μέσα σε μια γούρνα με γουρούνια, και ότι ο πατέρας του τον είχε μάθει να κλέβει ακόμη και ζητιάνους, από μικρό παιδί!…

Ο Μπαμπούλας βασάνιζε συχνά τον Τρύφωνα και τον Έκτορα, και τους ανάγκαζε να κάνουν πράγματα για λογαριασμό του. Τον φοβόντουσαν πάρα πολύ για να του αρνηθούν οτιδήποτε. Ο Τρύφωνας συνήθως κατάφερνε και τον απέφευγε, ο Έκτορας όμως ήταν τυραννισμένος πολύ από τον Μπαμπούλα, που τον εκμεταλλευόταν με τους χειρότερους τρόπους…

Φίλοι μου, ο άνεμος που μας οδήγησε εδώ, στους τόπους της μνήμης του Φεγγαροπαρμένου, έξω από ‘δώ, μας παρέσυρε πίσω στην εποχή των μεγάλων πολέμων. Σε μια εποχή μεγάλης πείνας και φτώχειας, όπου ο Τρύφωνας έτρωγε βελανίδια και ντομάτες με ξύδι, και τα παπούτσια του ήταν γεμάτα με τόσες τρύπες που ήταν σαν να μην τα φορούσε καθόλου. Το φεγγάρι όμως ήταν το ίδιο. Οι γάτες δεν νιαούριζαν στα κεραμίδια, και τα καναρίνια δεν κελαηδούσαν στα κλουβάκια τους. Καταλαβαίνετε, η πείνα ήταν πολύ μεγάλη…

Λοιπόν, ήταν ο Μπαμπούλας που είχε εκείνη την αηδιαστική ιδέα, βγαλμένη από το μοχθηρό μυαλό του, «που τα σκουλήκια θα αηδιάσουν να το φάνε όταν πεθάνει». Αυτός -και όχι μόνο- θα έκανε τα πάντα για λίγο φαγητό ή για λίγα λεφτά. Οι νεκροί θάβονταν στις χωμάτινες κατοικίες τους, μαζί με τα ρούχα τους. Με τα σακάκια τους και τα φορέματά τους, τις κάλτσες τους και τα παπούτσια τους. Όμως δεν τα χρειαζόντουσαν πια, εκεί που πήγαιναν. Έσκαβε λοιπόν, τις νύχτες κάθε τόσο (γιατί πολλοί πέθαιναν, συνέχεια, από πείνα ή από αρρώστια), ξέθαβε τους παγωμένους ενοίκους των μικρών τάφων, και τους έγδυνε. Έπειτα πουλούσε τα ρούχα τους, κάτω στην πόλη, για να βγάλει το πιο μακάβριο μεροκάματο.

Αυτός πουλούσε, ο Τρύφων και ο Έκτωρ έσκαβαν, έπειτα τους έδινε μερικά κέρματα ή λίγο κρέας ή λίγο λάδι.

Ο Μπαμπούλας, απεσταλμένος ποιος ξέρει ποιών δαιμόνων, έφτιαχνε μικρούς νυχτερινούς εφιάλτες, κι έβαζε μέσα τους τις δυο αγαθές μαριονέτες του. Εφιάλτες γεμάτοι από νεκρά παγωμένα κορμιά, ξεριζωμένα μέσα από τις τρύπες τους, με ανοικτά στόματα και μαύρες γλώσσες, γυμνά, μελανιασμένα κορμιά, που σαν κούτσουρα με μαλλιά και χέρια και πόδια, ήταν κάποτε αγαπημένοι κάποιων ανθρώπων, και τα κεφάλια τους ήταν γεμάτα εικόνες, μνήμες, και ελπίδες…

Κάτω στην πόλη, όλοι φορούσαν ανυποψίαστοι τα ρούχα του Μπαμπούλα…

Κι ο Τρύφωνας έκλαιγε τα ξημερώματα, κρυμμένος στην κουφάλα του γέρικου πλάτανου, και έβλεπε τα κενά μάτια των γυμνών πεθαμένων να καθρεφτίζονται στο νερό και στο γυαλί, του ποταμού και του καθρέφτη. Κι έπειτα από τον πόλεμο, ήρθε η κατοχή των ξένων στρατευμάτων, κι έπειτα κι άλλος πόλεμος, κι άλλη φτώχεια, κι άλλοι θάνατοι, κι άλλες τρύπες, κι άλλα γυμνά ξύλινα κορμιά… Κι ο Έκτορας κατουριόταν επάνω του, από το φόβο των φαντασμάτων που θα γυρίσουν για να πάρουν πίσω τα ρούχα τους, τα κλεμμένα τους ρούχα, κι έτρεμε για την ανείπωτη φρίκη της τιμωρίας που θα ερχόταν από τον Θεό…

Στρέψτε το βλέμμα σας μακριά! Μακριά απ’ την μακάβρια και ιερόσυλη σκηνή που ξετυλίγεται μπροστά μας. Μην κοιτάτε την τρύπα στο χώμα, ούτε τις τρεις σκιές που σκύβουν από πάνω της. Μην αφήσετε το μάτι σας να δει τους βλάσφημους καρπούς τους, ούτε τους απαίσιους τρόπους με τους οποίους κάνουν την συγκομιδή…

Δεν είναι εύκολο να γδύσεις έναν νεκρό. Η νεκρική ακαμψία απαγορεύει στα μέλη να λυγίσουν, και στο κορμί να διπλώσει ή να συστραφεί. Ο Μπαμπούλας τραβούσε και έβγαζε τα χέρια των πεθαμένων, σαν να ξερίζωνε τα χέρια μιας κούκλας. Τα χέρια έσπαζαν, σαν ξερά κλαδιά δέντρων χτυπημένων από τον κεραυνό. Ο Έκτορας έκλεινε τα μάτια του και κλαψούριζε σαν κότα, και ο Τρύφωνας κοιτούσε ψηλά τ’ αστέρια που λαμπύριζαν σαν τα μάτια των ψυχών στον ουρανό. Ώσπου να έρθει η στιγμή να ξαναθάψουν τα σπασμένα μαύρα κορμιά.

Πετάξτε! Πετάξτε να φύγουμε από τις εφιαλτικές μνήμες του Τρύφωνα, που τον στοιχειώνουν τις νύχτες μέσα στους λαβύρινθους του κεφαλιού του. Μακριά.

Κι αν θέλετε να μάθετε πώς τέλειωσαν οι τυμβωρυχικές περιπέτειες του Τρύφωνα, του Έκτορα και του Μπαμπούλα, δεν έχω πολλά να σας πω, πέρα από αυτά τα λίγα:

Μια μέρα πέθανε ένας πλούσιος άντρας του χωριού, ένας από τους προύχοντες. Φυσικά δεν ήταν πια πλούσιος -σ’ εκείνες τις εποχές πολέμου και φτώχειας- όμως είχε ακόμη τα πλούσια ρούχα του… Έτσι λοιπόν, τον έθαψαν πολύ καλοντυμένο. Ο Μπαμπούλας έτριβε τα χέρια του, καθώς σκεφτόταν πόσα λεφτά θα έβγαζε στην πόλη, από το κασμίρινο σακάκι με τα κοκάλινα κουμπιά και τα ασημένια μανικετόκουμπα, τα καλογυαλισμένα αγγλικά παπούτσια και τις ολόμαλλες κάλτσες. Φανταζόταν πως μέχρι και το βρακί του νεκρού θα έπρεπε να είναι μεταξωτό.

Ο μακαρίτης ήταν ένας θεόρατος άνθρωπος, σχεδόν δύο μέτρα, κάποτε πολύ χοντρός, τώρα πια αρκετά χοντρός, με πολύ επιβλητική φωνή και αυστηρούς τρόπους. Το βράδυ που πήγαν, ο Μπαμπούλας με τις δύο μαριονέτες του, για να σκάψουν στον μεγάλο του τάφο, ήταν συννεφιασμένο και το φεγγάρι κρυβόταν πίσω από τα σύννεφα, μην θέλοντας να αντικρίσει τα πρόσωπα των ιερόσυλων.

Δυσκολεύτηκαν πολύ για να τον ξετρυπώσουν από την βαθιά του κρυψώνα, κι όταν τα κατάφεραν, άρχισε να βρέχει, και το νεκροταφείο του λόφου γέμισε λάσπες. Τον σήκωσαν όρθιο, και τον στήριξαν σ’ έναν τοίχο. Ο Τρύφωνας κι ο Έκτορας τον κρατούσαν όρθιο, κλαψουρίζοντας, και ο Μπαμπούλας τίναζε και ξανατίναζε τα χέρια του νεκρού, για να του τα ξεκολλήσει…

Όμως, όσο καλά κι αν εφάρμοζε την τέχνη του, τα χοντρά κόκαλα δεν έσπαζαν, κι η παχιά του σάρκα δεν ξεριζωνόταν. Τα χέρια ξαναγύριζαν στην άκαμπτη θέση τους, διπλωμένα πάνω στο στήθος. Τότε διέταξε τον Τρύφωνα και τον Έκτορα να προσπαθήσουν να κρατήσουν τα χέρια του ανοικτά, για να δοκιμάσει να του βγάλει το σακάκι και το πουκάμισο. Όμως έτσι όπως ήτανε βαρύς, πήγε να πέσει πάλι μέσα στις λάσπες, κι ο Τρύφωνας τινάχτηκε για να τον συγκρατήσει, αφήνοντας το τεντωμένο χέρι. Από κάποιο πολύ μακάβριο παιχνίδι της μοίρας, οι μύες του χεριού δεν είχαν σπάσει από τα τραβήγματα του Μπαμπούλα, κι είχαν ακόμη μια τελευταία ελαστικότητα. Έτσι, όταν το χέρι αφέθηκε ελεύθερο, ξαναγύρισε με δύναμη στην νεκρική του θέση, δίνοντας ένα βαρύ χαστούκι στο πρόσωπο του Έκτορα, που προσπαθούσε να ξεκουμπώσει το πουκάμισο, ενώ ο Μπαμπούλας είχε για λίγο σκύψει για το παντελόνι…

Κεραυνοβολημένος από το νεκρικό χαστούκι, ο Έκτορας ούρλιαξε από τρομάρα και λιποθύμησε. Ο παγωμένος νεκρός έπεσε με θόρυβο στις λάσπες, ο Τρύφωνας έκλαιγε και ο Μπαμπούλας έβριζε και φώναζε πώς έτσι που είχαν λασπωθεί τα ρούχα, δεν θα κατάφερνε να τα πουλήσει ακριβά, και οι δυο χαζούληδες δεν θα έπαιρναν απ’ αυτόν ούτε δεκάρα…

Το ίδιο βράδυ, ο Έκτορας, ξαπλωμένος στο μικρό κρεββάτι του, είχε χάσει την μιλιά του από το φόβο του, και είχε κιτρινίσει σαν πανσέληνος. Ένας πεθαμένος τον είχε χαστουκίσει για τις αμαρτίες του, και οι εφιάλτες του είχαν ζωντανέψει και τον περικύκλωναν. Ο καημένος ο Έκτορας ήταν πια μουγκός και είχε κιτρινίσει σαν λεμόνι, γιατί είχε πάθει ίκτερο. Αρρώστια παράξενη, του τρομακτικού ξαφνιάσματος, που σ’ εκείνες τις δύσκολες εποχές κανείς δεν μπορούσε να θεραπεύσει. Ο Έκτορας πέθανε σε μια εβδομάδα, από το χαστούκι εκείνης της νύχτας…

Ο Μπαμπούλας, έβγαλε πολλά λεφτά πουλώντας εκείνα τα ρούχα σ’ έναν αξιωματικό του εχθρού, και κατάφερε να δραπετεύσει από την χώρα μ’ ένα καΐκι. Λένε ότι ένα-δυο μήνες αργότερα, τον μαχαίρωσε ένας Τούρκος σ’ ένα χαρτοπαίγνιο.

Ο Τρύφωνας ήταν μόνος πάλι, χωρίς την συντροφιά της αστείας γραμματικής του φοβητσιάρη Έκτορα, αλλά και ελεύθερος από την τυραννία του Μπαμπούλα. Δεν ήταν όμως λίγες οι φορές, που ξανάβλεπε φευγαλέα τα πρόσωπα τους μέσα στον καθρέφτη του διαδρόμου τις νύχτες. Ο Τρύφωνας -όπως κάθε Φεγγαροπαρμένος- φοβόταν πολύ τον καθρέφτη την νύχτα. Συχνά έβλεπε στο γυαλί του εκείνη την παλιά αγαπημένη, τον Κολοκυθοκέφαλο ασώματο να χαμογελά, τον Έκτορα κατακίτρινο, ή τον Μπαμπούλα με τα σάπια του δόντια.

Την μέρα, συχνά στηνόταν μπροστά στον παλιό καθρέφτη (που εγώ κι εσείς, φίλοι μου, γνωρίζουμε καλά πως είναι ένα παράθυρο που βλέπει στην άλλη όχθη) και έκανε γκριμάτσες, ή επαναλάμβανε τις κινήσεις και τις ομιλίες της χθεσινής ημέρας για να δει πώς φαινόταν στους άλλους…

Τις νύχτες όμως, φοβόταν να δρασκελίσει εκείνον το διάδρομο, γιατί έπρεπε να περάσει μπροστά από το μεγάλο καθρέφτη, και ποιος ξέρει ποιος να τον περίμενε καιροφυλακτώντας στο γυαλί του, για να τον αρπάξει… Δεν ήταν λίγες οι φορές, που όταν ήθελε να περάσει τη νύχτα από ‘κει, σερνόταν σαν σκουλήκι στο δάπεδο, και ξέφευγε έτσι, για να μην αντικρίσει τον καθρέφτη. Ή μάλλον για να μην τον αντικρίσει ο καθρέφτης…

Και το φεγγάρι, φίλοι μου μακρινοί, που καθρεφτίζεται κι αυτό στο νερό των πηγαδιών, ή μέσα στο ποτήρι σας, ήταν πάντοτε το ίδιο, χωρίς ο χρόνος ν’ αφήνει τα σημάδια του πάνω στο φωτεινό του δίσκο, και χαμογελούσε πάντα με το ίδιο αόρατο χαμόγελο, που οι παλιοί πίστευαν πως ήταν από τυρί.

Χαμογελούσε και τότε, που η κυρία Μαρία, η χήρα του πλούσιου προύχοντα με τα γερά κόκαλα, είδε έντρομη κάτω στην πόλη, κάποιον άγνωστο να φορά τα καλογυαλισμένα αγγλικά παπούτσια του νεκρού συζύγου της -με τα χοντρά κορδόνια που είχε πλέξει αυτή η ίδια- και λιποθύμησε πριν κοιτάξει το πρόσωπο του διαβάτη, που νόμισε πως ήταν ο πεθαμένος που ‘χε ζωντανέψει και τριγύρναγε στην πόλη.

ΚΑΙΓΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΙΟΥΔΑ

Κάπου, σε κάποιο παράθυρο της Μνήμης και της Ελπίδας (ποια να ‘ναι άραγε η παράξενη ελπίδα των Φεγγαροπαρμένων;), κάθεται ο κοκαλιάρης Τρύφωνας, μυρίζοντας με τη μυτερή του μύτη τον άνεμο της νύχτας. Κάθεται ριψοκίνδυνα, πάνω στο χαλασμένο περβάζι του παραθύρου εκείνου, και αγναντεύσει πέρα, στο δάσος, όπου σε κάποιο ξέφωτο του καίει μια μεγάλη φωτιά.

«Νάτοι που καίνε τον Ιούδα
κάτω απ’ του φεγγαριού τη φλούδα
να που γελάει ο καημένος
και δεν νοιάζεται που ‘ναι καμένος…»

Γουρλώνει τα μάτια του ο Φεγγαροπαρμένος, και στέλνει το βλέμμα του πέρα στο δάσος, εκεί που καίνε τον Ιούδα. Κι η φωτιά του φαίνεται από μακριά, πολύ μακριά, έξω από ‘δώ… Και ποιος να γνωρίζει την παράξενη, και πολλές φορές άδικη μοίρα των Φεγγαροπαρμένων;

Πόσοι από σας, άγνωστοι μου φίλοι, θυμάστε εκείνο το παλιό αλλόκοτο έθιμο του καψίματος του Ιούδα; Μια φορά το χρόνο, οι χωριάτες μαζεύονται για να γλεντήσουν σε κάποιο ερημικό μέρος, με κρασί και ψημένα κρέατα. Εκεί φτιάχνουν μια κρεμάλα, και κρεμάνε ένα μεγάλο σκιάχτρο, που είναι ο Ιούδας που πρόδωσε λένε, τον Χριστό, και του βάζουν φωτιά και χορεύουν γύρω-γύρω όλοι….

«Γύρω-γύρω όλοι, στην μέση ο Μανώλης,
μ’ έκαψες, αχ, που να καείς
κι από την γλώσσα σου να κρεμαστείς
χέρια-πόδια στην αυλή
κι όλοι κάθονται στην γη…»

Ο Τρύφωνας άκουγε το κοροϊδευτικό τους τραγουδάκι, στον άνεμο που παρασέρνει τα λόγια μακριά, και έτρεμε ολόκληρος. Ποτέ δεν πήγαινε σ’ αυτό το γλέντι, γιατί φοβόταν πολύ αυτό το σκιάχτρο. Την εικόνα του αχυράνθρωπου να καίγεται στην μέση του πλήθους. Μέσα από τις φλόγες, φαινόταν ένα πρόσωπο σαν του Κολοκυθοκέφαλου, να φλέγεται και να γελά, και να λιώνει, έτοιμο να τιναχτεί από την κρεμάλα και ν’ αρπάξει τον Τρύφωνα, και να καλπάσουν μαζί μέχρι την Κόλαση, για να χορέψουν ένα πύρινο βαλς.

Ο ακέφαλος καβαλάρης της νύχτας, παραμόνευε μέσα στο δάσος, εκεί που ο Τρύφωνας έβλεπε τις γλώσσες της φωτιάς να υψώνονται στο φεγγαροφωτισμένο ουρανό.

Κι εμείς, ταξιδευτές που ακούτε την ονειρική μου φωνή να σας καθοδηγεί, δεν είμαστε παρά μια σκιά του δρόμου, απέναντι από το παράθυρο του Τρύφωνα. Μια σκιά πιο σκιά κι απ’ τις σκιές, που καβαλάει τον άνεμο, και ορμάει πάνω στον Τρύφωνα να τον αρπάξει απ’ το περβάζι και να τον παρασύρει στους αόρατους κόσμους. Και πριν την αυγή -που σε λίγο θα φανεί- να τον ξαναφέρει πάλι εδώ πίσω, ανάμεσα σ’ αυτούς που καίνε τους Ιούδες.

Γιατί, πιστέψτε με, αυτό είναι οι Φεγγαροπαρμένοι μας: Ιούδες. Χαζούληδες προδότες που πρόδωσαν τον κόσμο και τους υπόλοιπους ανθρώπους, για τα φευγαλέα θαύματα κάποιου άλλου κόσμου, αόρατου για τα μάτια των απίστων. Έστω κι αν πολλοί απ’ αυτούς είναι μικροί άτσαλοι Μεσσίες, που κανένας δεν θα μάθει ποτέ τίποτε για τον ερχομό τους, θα καούν σαν Ιούδες στον μεγάλο αυλόγυρο του λαού, ντυμένοι με τα ρούχα του παλιάτσου, του τρελού του χωριού, του Μανώλη, που γύρω-γύρω όλοι, τον κλωτσούν και τον χτυπούν, που ‘ναι ψεύτης ο καημένος κι όλο θα βγαίνει χαμένος…

Και δεν είναι μέσα στις επιταγές ούτε της δικής μας μοίρας να διηγηθούμε την ιστορία του. Εμείς διηγούμαστε τις ιστορίες των αδελφών μας, φτιάχνοντας τα θρυλικά έπη των Ονειρευτών, και δεν έχουμε παρά να αφιερώσουμε μιά συμπαθητική ματιά στην ιστοριούλα του Τρύφωνα. Κι αφού, ούτε καν εμείς δεν γνωρίζουμε την παράξενη και άδικη μοίρα του Φεγγαροπαρμένου, τότε δεν την γνωρίζει κανείς. Και γιατί θα ‘πρεπε να την γνωρίζει;

Κανείς δεν ξέρει τίποτε για την θαυμαστή ιστοριούλα μιας τρελής γάτας, ή ενός φοβητσιάρη ποντικού που κρύβεται στις σκιές της τρυπούλας του στον τοίχο. Κανείς δεν ξέρει τις περιπέτειες μιας καρφίτσας. Κανείς δεν ξέρει τίποτε για τη μικρή αγωνία της καρδούλας ενός παιδιού, αν και όλοι κάποτε την έχουν ζήσει.

Γιατί κανείς δεν έχει αληθινή μνήμη.

Και γιατί κανείς δεν γνωρίζει την μαγική τέχνη της Ελπίδας.

Εγώ δεν είμαι παρά μια απλή ιστορία, από ‘κείνες που δεν διηγείται ποτέ κανείς, που μέσα στην μικρή μαγεία της σας παρέσυρε με τον άνεμο του καλέσματος της από τα ανοιχτά παράθυρα του σπιτιού σας. Κι αν τα μάτια είναι τα παράθυρα της ψυχής, τότε η ψυχή είναι το σπίτι, κι η φωτιά στο τζάκι είναι αναμμένη και φιλόξενη για τους ταξιδευτές. Άραγε, εσείς ταξιδέψατε μέσα σε μένα; Ή μήπως εγώ ταξίδεψα μέσα σ’ εσάς;

Είμαι βέβαιος ότι εσείς θα θυμάστε την θλιμμένη ιστοριούλα του Τρύφωνα, και θα ελπίζετε πως κάποτε ο κόσμος μας -αυτός ο σκληρός και δυστυχισμένος δικαστής- θα γίνει τόσο δίκαιος κι ευτυχισμένος, που θα μπορεί να διηγηθεί την ιστορία του Τρύφωνα και των αμέτρητων άγνωστων αδελφών του… Και σας ορκίζομαι ότι αυτή είναι μια αληθινή ιστορία.

Τώρα, φύγετε! Φύγετε μακριά, πίσω εκεί απ’ όπου σας άρπαξα με τον άνεμο μου. Βγάζω το καπέλο μου και το κουνώ απ’ τα δεξιά προς τ’ αριστερά, διώχνοντας σας μακριά. Σας αποχαιρετώ με δροσερό άνεμο και γρύλους, νυχτοπούλια και μια μικρή μελαγχολία που γρήγορα θα ξεχαστεί…

Ο Τρύφωνας πέθανε μια κρύα νύχτα του Φθινοπώρου, σε ηλικία ίσως σαρανταπέντε χρονών, γιατί δεν ήξερε κανείς να πει τ’ αληθινά του χρόνια. Πέθανε από γαστρορραγία, που τον βασάνισε για τρία μερόνυχτα, αλλά κανείς από τους συγγενείς του δεν θέλησε να τον περιποιηθεί. Κανείς δεν ήθελε να έχει στις πλάτες του τον βρομιάρη τον Τρύφωνα τον χαζό, για να τον πάει στον γιατρό. Ούτε θα καταλάβαινε κανείς την απουσία του. Δεν ήτανε ποτέ παρών. Δεν έκανε ποτέ καλό σε κανέναν, εκτός κι αν μετρήσουν τα χαχανητά για καλό. Ούτε έβλαψε ποτέ κανέναν. Τον θάψανε βιαστικά (γιατί είχε ήδη βρομίσει όταν τον ανακάλυψαν ακίνητο στο κρεββάτι του) σε μια απόμερη γωνιά του νεκροταφείου, χωρίς πέτρινη πλάκα γιατί δεν βρέθηκε κανείς να πληρώσει για το μάρμαρο.

Κάποια χρόνια αργότερα, κάποιος γιος ήθελε να ξεθάψει την μητέρα του για να βάλει τα κόκαλα της στο οστεοφυλάκιο της μικρής παλιάς εκκλησίας του κοιμητηρίου. Κάποιος άλλος, που θυμήθηκε τυχαία ότι ο Τρύφωνας ήτανε θαμμένος εκεί κοντά, του είπε: «Ρε ‘συ… Δε ξεθάβεις και τον Τρύφωνα;» Ο άλλος έβαλε απρόθυμα τα κοκαλάκια του Τρύφωνα μέσα σ’ ένα χάρτινο τσουβάλι, απ’ αυτά που έβαζαν το τσιμέντο, και τον πέταξε σε μια γωνιά της αραχνιασμένης εκκλησίτσας, δίπλα σ’ ένα μεγάλο κηροπήγιο. Έπειτα, τον ξέχασε εκεί, κι έφυγε γιατί είχε ήδη νυχτώσει. Δεν ξέρουμε αν είχε φεγγάρι…

Ένας πολύ δυνατός άνεμος, που φύσηξε απ’ τα παράθυρα, έριξε το κηροπήγιο με τα αναμμένα κεριά πάνω στο τσουβάλι. Τα απομεινάρια του Τρύφωνα κάηκαν μέσα στην νύχτα, εκεί, πάνω στο λόφο που δεν μένει κανείς για να τρέξει να σβήσει την φωτιά.

Μετά από μέρες βρήκαν την μισή εκκλησίτσα καμένη, και μόνο τότε ο άλλος θυμήθηκε ότι εκεί στην γωνία είχε αφήσει τα κόκαλα εκείνου του – «πώς τον λέγανε;…» Μόνο εγώ θυμάμαι πια τ’ όνομά του, φίλοι μου λιγοστοί της Μνήμης και της Ελπίδας. Κι η δική μου μελάνη, τελειώνει κι αυτή… Όποιοι κι αν είστε, όπου κι αν είστε, γράψτε την μικρή ιστοριούλα του Τρύφωνα, όταν θα λιώσει αυτό το χαρτί. Ίσως μείνει κάτι απ’ αυτόν στην αβέβαιη μνήμη των ανθρώπων. Όμως, ποιος να γνωρίζει την παράξενη και πολλές φορές άδικη, μοίρα των Φεγγαροπαρμένων;

«For our feet would linger
where beauty has lived, its life of sorrow,
to make us understand
that it is not of this world…»
W. B. YEATS

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου