Παρασκευή 3 Ιουνίου 2022

Γλώσσα και Λόγος

Λέγοντας γλώσσα εννοούμε ένα σύστημα συμβόλων που μας επιτρέπει να εκφραζόμαστε και, όπως θα δούμε στη συνέχεια, να σκεπτόμαστε. Η ιδιότητα του ανθρώπου ως όντος κοινωνικού, που δημιουργεί την ιστορία του αλλά και δημιουργείται από αυτή, μας υποχρεώνει να θεωρήσουμε την επικοινωνία μεταξύ των ατόμων ως συστατικό στοιχείο της ανθρώπινης φύσης. Μπορούμε ασφαλώς να φανταστούμε τον πρωτόγονο χωρίς έναρθρο λόγο, δεν μπορούμε όμως να τον φανταστούμε χωρίς κάποιο υποτυπώδη έστω κώδικα επικοινωνίας (κραυγές, χειρονομίες κτλ.), που τον εξυπηρετούσε στις αμεσότερες ανάγκες του. Η γλώσσα, όπως την εννοούμε σήμερα, ήταν και αυτή ένας παρόμοιος κώδικας επικοινωνίας που διαμορφώθηκε με μια αργή διαδικασία και αποτέλεσε σπουδαία πολιτιστική κατάκτηση. Αυτό το καταλαβαίνουμε καλύτερα, αν σκεφτούμε ότι ανάμεσα στη φωνολογική μορφή κάθε λέξης και τη σημασία της -ανάμεσα στο «σημαίνον» και στο «σημαινόμενον»- δεν υπάρχει καμιά αιτιώδης σχέση. Η σύνδεσή τους είναι καθαρά συμβατική. Μια μέλισσα, για να μεταφέρει κάποιο μήνυμα στις υπόλοιπες μέλισσες της κυψέλης, θα διαγράψει ορισμένους κύκλους ή θα αρχίσει ένα είδος «χορού», δηλαδή θα προβεί στη μετάδοση καθαρά ενστικτωδών σημάτων που ενυπάρχουν στο είδος και είναι βιολογικά καθορισμένα. Αντίθετα, οι λέξεις που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος είναι στοιχεία συμβατικά και γι’ αυτό παρουσιάζουν μεγάλη ευλυγισία και κινητικότητα. Μπορούν να προσαρμοστούν σε όλες τις περιστάσεις και παρέχουν τη δυνατότητα για σύνθετες και υψηλές πνευματικές συλλήψεις.

Η γλώσσα πολιτιστική κατάκτηση. Γλώσσα, κοινωνία και ιστορία

Η γλώσσα γεννιέται μέσα στην κοινωνία, η κοινωνία όμως δεν είναι ένα αφηρημένο σύνολο αποτελούμενο από ομοιόμορφα στοιχεία. Περιλαμβάνει πολλές επιμέρους ομάδες, πολλά υποσύνολα, στα οποία κατατάσσονται τα μέλη της ανάλογα με την περιοχή από την οποία κατάγονται, το επάγγελμα που ασκούν, το οικονομικό επίπεδο στο οποίο κινούνται, το βαθμό μόρφωσης που έχουν πετύχει κτλ. Κάθε υποσύνολο μπορεί να επιφέρει με τον καιρό στην ενιαία γλώσσα ορισμένες διαφοροποιήσεις που τις υιοθετούν και τις αναπαράγουν τα άτομα, τα οποία υπάγονται σε αυτό (πρβλ. τις τοπικές διαλέκτους, τις τεχνικές ορολογίες διαφόρων ειδικοτήτων, τις κάθε λογής «αργκώ» κτλ.). Αν μάλιστα λάβουμε υπόψη μας ότι κάθε άτομο ανήκει κατά κανόνα σε περισσότερα από ένα υποσύνολα, τότε καταλαβαίνουμε πόσο περίπλοκη και ρευστή είναι η μορφή κάθε γλώσσας παρά την ύπαρξη βασικών και σταθερών γνωρισμάτων. Αλλά και η κίνηση της ιστορίας με τις συνέπειές της στην οικονομική, την πολιτική, την πολιτιστική κτλ. ζωή κάθε λαού δεν αφήνει ανεπηρέαστη τη γλώσσα. Έχει λ.χ. παρατηρηθεί ότι στην αγγλική γλώσσα χρησιμοποιούνται για την ονομασία ορισμένων ζώων δύο λέξεις, που της μιας η ετυμολογική προέλευση είναι σαξονική και δηλώνει το ζώο «καθ’ εαυτό», ενώ της άλλης είναι γαλλική και δηλώνει το ζώο ως φαγώσιμο κρέας, όπως δείχνει ο πιο κάτω πίνακας:

.

Ετυμολογική προέλευση

Διατυπώθηκε η άποψη πως η διαφοροποίηση θα μπορούσε να αποδοθεί στο ότι οι Σάξονες, ως υποτελείς στους Νορμανδούς (που είχαν έρθει από τη Γαλλία), έτρεφαν τα ζώα χωρίς να τα τρώνε, ενώ οι Νορμανδοί, ως κατακτητές, έτρωγαν τα ζώα χωρίς να τα τρέφουν… Η γλώσσα, θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε, είναι πολιτιστική κατάκτηση που προέκυψε από την κοινωνική ζωή του ανθρώπου ως καρπός ιστορικής διεργασίας.

Η γλώσσα είναι λειτουργία πολιτιστική

«Συγκεκριμένα, το βάδισμα είναι μια βιολογική λειτουργία έμφυτη στον άνθρωπο. Δε συμβαίνει το ίδιο με τη γλώσσα. Είναι αυτονόητη αλήθεια ότι κατά ένα μέτρο το άτομο είναι προορισμένο και να μιλά, αλλά αυτό οφείλεται ολοκληρωτικά στο ότι γεννιέται όχι μόνο στο πλαίσιο της φύσης αλλά και στους κόλπους μιας κοινωνίας που είναι ικανή να το κάνει να υιοθετήσει τις δικές της παραδόσεις. Αν παραμερίσετε την κοινωνία, υπάρχει κάθε λόγος να πιστεύετε ότι θα μάθει οπωσδήποτε να περπατά, με την προϋπόθεση ότι θα επιζήσει. Αλλά είναι απόλυτα βέβαιο ότι δε θα μάθει ποτέ να μιλά, δηλαδή να μεταδίδει τις ιδέες του σύμφωνα με το παραδοσιακό σύστημα μιας ιδιαίτερης κοινωνίας. Ή, ακόμη, μπορείτε να αποσπάσετε το νεογέννητο άτομο από τον κοινωνικό περίγυρο στον οποίο βρίσκεται και να το μεταφυτέψετε σε έναν άλλο περίγυρο εντελώς ξένο. Θα μάθει την τέχνη του βαδίσματος σε αυτόν τον καινούριο περίγυρο σχεδόν όπως θα την είχε μάθει στον παλιό. Αλλά η ομιλία του θα είναι εντελώς διαφορετική από την ομιλία του πρωτογενούς περιβάλλοντος. Το βάδισμα, επομένως, είναι μια γενική ανθρώπινη δραστηριότητα που δεν παραλλάσσει παρά μόνο σε ορισμένα όρια, όταν περνάμε από το ένα άτομο στο άλλο. Αυτές οι παραλλαγές είναι ακούσιες και χωρίς σκοπό. Η ομιλία είναι μια ανθρώπινη δραστηριότητα που παραλλάσσει χωρίς καθορισμένα όρια όσο πηγαίνει κανείς από κοινωνική ομάδα σε κοινωνική ομάδα, γιατί αποτελεί καθαρή ιστορική κληρονομιά της ομάδας, το προϊόν μιας μακροχρόνιας κοινωνικής χρήσης. Παραλλάσσει, όπως παραλλάσσει κάθε δημιουργική προσπάθεια, όχι ίσως το ίδιο συνειδητά, αλλά εξίσου συνειδητά όπως οι θρησκείες, οι πίστεις, τα έθιμα και η τέχνη των διαφόρων λαών. Το βάδισμα είναι μια λειτουργία οργανική, ενστικτώδης. Η ομιλία είναι μια λειτουργία όχι ενστικτώδης αλλά επίκτητη, μια λειτουργία πολιτιστική.»
Ed. Sapir, Η γλώσσα [γαλλ. μτφρ.], Παρίσι, 1967.

Γλώσσα και σκέψη

Υπάρχει στενή σχέση ανάμεσα στη γλώσσα και τη σκέψη. Γλώσσα και σκέψη όμως δεν είναι το ίδιο πράγμα. Η γλώσσα είναι ένα σύστημα συμβόλων κατά συνθήκη, συμβατικό, άρα διαφοροποιείται από τόπο σε τόπο και εξελίσσεται από εποχή σε εποχή. Η σκέψη είναι έμφυτη ικανότητα του ανθρώπου, η οποία μεταδίδεται κληρονομικά ως προδιάθεση και αναπτύσσεται σταδιακά χάρη στους ερεθισμούς του κοινωνικού και του πολιτιστικού περιβάλλοντος. Άλλωστε γι’ αυτό το λόγο υπάρχουν τόσες γραμματικές όσες και γλώσσες, ενώ η λογική, δηλαδή οι κανόνες που διαγράφουν τα γενικά πλαίσια ορθής λειτουργίας της σκέψης, είναι — τουλάχιστον στους μη πρωτόγονους — μόνο μία. Γλώσσα και σκέψη όμως διαμορφώνονται χάρη στην αλληλεπίδρασή τους, συνυφαίνονται και «συλλειτουργούν», σε σημείο να είναι προβληματική αν όχι αδύνατη η διάκριση της μιας από την άλλη. Επομένως δεν είναι ορθή η άποψη, σύμφωνα με την οποία η σκέψη προηγείται και η γλώσσα ακολουθεί, για να την εκφράσει. Ούτε, πάλι, είναι σωστό να θεωρούμε τη γλώσσα ως «ένδυμα» της σκέψης. Η γλώσσα είναι σάρκα από τη σάρκα της σκέψης. Ο άνθρωπος δε μιλάει μόνο, αλλά και σκέπτεται με τη γλώσσα. Όσο περισσότερο ωριμάζει πνευματικά ένα άτομο τόσο περισσότερο χρησιμοποιεί καθώς σκέπτεται λέξεις-σύμβολα και εγκαταλείπει τις εικόνες-παραστάσεις. Η σκέψη αναδύεται μαζί με τη μορφή που την εκφράζει και μέσα σε αυτήν.

Σκέψη, σε τελευταία ανάλυση, είναι ο διάλογος της «ψυχής» με τον εαυτό της -ένας διάλογος που γίνεται διαμέσου της γλώσσας- και γλώσσα είναι η προφορική ή γραπτή έκφραση της σκέψης. Επομένως η φράση που ακούμε συχνά: «το σκέπτομαι, το ξέρω, αλλά δεν μπορώ να το διατυπώσω» δείχνει ότι ο συνομιλητής μας αγνοεί ότι η σκέψη του, που είναι τάχα έτοιμη, αλλά δεν μπορεί να εκφραστεί, στην πραγματικότητα είναι ένα νεφέλωμα, κάτι το συγκεχυμένο που πρέπει να δουλευτεί ακόμη, για να σχηματιστεί. Όταν ο εσωτερικός διάλογος γίνει ευκρινέστερος, έτσι ώστε ο συνομιλητής μας να συνειδητοποιήσει πλήρως αυτό που θέλει να πει και να το δαμάσει λογικά, τότε ο τελευταίος δε θα είναι αναγκασμένος να ψάξει για τις κατάλληλες λέξεις, γιατί αυτές θα βρίσκονται ήδη έτοιμες στη διαμορφωμένη σκέψη του. Χωρίς αμφιβολία, υπάρχουν ανάμεικτα συναισθήματα, μεταφυσικές ενατενίσεις ή μυστικά οράματα που δεν είναι δυνατόν να τα εκφράσει κανείς γλωσσικά. Η εξήγηση όμως είναι απλή: αυτά όλα είναι βιώματα και πνευματικές δραστηριότητες έξω από το χώρο της λογικής σκέψης. Το «άρρητο», δηλαδή το ανέκφραστο, είναι κατά βάθος «αδιανόητο», δηλαδή κάτι που δεν μπορεί κανείς να το συλλάβει λογικά.

Θα μπορούσαμε να πούμε πως η γλώσσα καθυποτάσσει και ταυτόχρονα ελευθερώνει τη σκέψη. Την καθυποτάσσει, γιατί την τοποθετεί σε όρια, την υποβάλλει σε περιορισμούς, την υποχρεώνει σε πειθαρχία. Και την ελευθερώνει, γιατί την ανασύρει από την αμορφία, τη σύγχυση και το νεφέλωμα: χάρη στη γλώσσα η σκέψη παύει να είναι αδιαμόρφωτη πρόθεση και μετατρέπεται σε συγκροτημένο λόγο. Αν όμως η σκέψη χωρίς τη γλώσσα είναι ανεκπλήρωτη δυνατότητα, η γλώσσα χωρίς τη σκέψη είναι σώμα χωρίς ψυχή. Το ότι η σκέψη ταυτίζεται με τον ενδιάθετο και συνυφαίνεται με τον προφορικό ή το γραπτό λόγο δε σημαίνει ότι πίσω από κάθε γλωσσική έκφραση βρίσκεται αναγκαστικά και μια λογική σκέψη. Υπάρχουν άνθρωποι που προσπαθούν να εκφραστούν λογικά, ενώ απλώς και μόνο μιλούν και άλλοι που μιλούν χωρίς να μπορούν (ή χωρίς να θέλουν…) να πουν τίποτα.

Η σκέψη ως διάλογος διαμέσου της γλώσσας. Η έννοια του λόγου

Από τη γραμματική ξέρουμε ότι οι λέξεις χωρίζονται σε διάφορες γενικές κατηγορίες, είναι δηλαδή, ανάλογα με τη λειτουργία τους, ουσιαστικά, ρήματα, επίθετα, αντωνυμίες κτλ. Σε έναν όμως σωστά οργανωμένο λόγο οι πιο πάνω κατηγορίες -τα «μέρη του λόγου»– εξαφανίζονται και οι λέξεις διαπλέκονται σε άπειρους πολύπλοκους συνδυασμούς, μέσα από τους οποίους αναδύεται κάτι ολοκληρωμένο και ζωντανό: ένα συγκεκριμένο, κάθε φορά, νόημα. Στο πλαίσιο του νοήματος αυτού η κάθε λέξη αποκτά μια ορισμένη σημασιολογική απόχρωση που δεν την είχε στο αντίστοιχο λήμμα του λεξικού. Αυτό φαίνεται αν προσέξουμε λ.χ. το ειδικό νοηματικό περιεχόμενο και την ιδιαίτερη συναισθηματική φόρτιση της λέξης «θάλασσα» σε καθεμιά από τις ακόλουθες τρεις περιπτώσεις: στη φράση «τα έκανες θάλασσα», στο στίχο «η θάλασσα στα βάθη της πήρ’ έναν ναύτη» ή στο «θάλαττα, θάλαττα!» του αρχαίου ιστορικού. Η ομιλία ή το γραπτό κείμενο, που η άψογη, γλωσσικά, οργάνωσή τους ζωοποιείται από μια συγκροτημένη λογική σκέψη, αποτελούν λόγο.

Οι αρχαίοι Έλληνες όχι μόνο είχαν συναιρέσει γλώσσα και σκέψη στην πολυσήμαντη έννοια του λόγου, αλλά και πρώτοι τοποθέτησαν το λόγο στο κέντρο της πολιτιστικής ζωής τους, έτσι ώστε αυτός να αποτελέσει το κύριο επίτευγμα του ελληνικού πνεύματος. Επιστήμη, φιλοσοφία, σύστημα αξιών, δημοκρατία κτλ. γεννήθηκαν στην Ελλάδα χάρη στο λόγο, δηλαδή χάρη στην προσπάθεια των Ελλήνων όχι μόνο να αντιμετωπίσουν λογικά τα μεγάλα ανθρώπινα προβλήματα, αλλά και με τη γλώσσα να αντιπαραθέτουν ελεύθερα τις απόψεις τους, ώστε η αλήθεια να φωτίζεται πολύπλευρα. Η μεγάλη μάλιστα σημασία που οι Έλληνες είχαν αποδώσει στο λόγο τους έκανε να τον δουν ως το πρότυπο της οργάνωσης, της τάξης, της κανονικότητας. Και ακόμη να πιστέψουν ότι ανάλογη τάξη και οργάνωση, με τη μορφή του καθολικού λόγου, υπάρχει και στην ίδια τη φύση, ως απαρασάλευτη αρχή που ρυθμίζει τη λειτουργία του κόσμου. Ο λόγος, για τον Ηράκλειτο, είναι αρχή που διέπει τον κόσμο και ταυτόχρονα την ανθρώπινη σκέψη, ενώ ανάλογες θέσεις θα υποστηρίξουν και οι Στωικοί. Ακόμη και το λογοκλεμένο ευαγγελικό «εν άρχη ην ο λόγος…» οφείλει την προέλευσή του στην πανάρχαιη εκείνη αναγωγή του ανθρώπινου λόγου σε κοσμολογική αρχή, που τώρα βέβαια προσαρμόζεται στο χριστιανικό δόγμα.

Δεν υπάρχει σκέψη χωρίς γλώσσα

«Πρώτα πρώτα η ομιλία δεν είναι ένα «σημείο» της σκέψης, αν με αυτό εννοεί κανείς ένα φαινόμενο που αναγγέλλει ένα άλλο, όπως ο καπνός αναγγέλλει τη φωτιά. Η ομιλία και η σκέψη δε θα επιδέχονταν αυτή την εξωτερική σχέση παρά μόνο αν η μια και η άλλη ήταν θεματικά δεδομένες· στην πραγματικότητα τυλίγονται η μια στην άλλη, το νόημα πιάνεται μέσα στην ομιλία και η ομιλία είναι η εξωτερική ύπαρξη του νοήματος. Πρέπει, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, η λέξη και η ομιλία να πάψουν να είναι ένα μέσο για να δηλωθεί το αντικείμενο ή η σκέψη και να γίνουν η παρουσία αυτής της σκέψης στον αισθητό κόσμο, όχι το ένδυμά της αλλά το έμβλημα και το σώμα της. Η σκέψη δεν είναι τίποτα το «εσωτερικό», δεν υπάρχει έξω από τον κόσμο και έξω από τις λέξεις. Αυτό που μας απατά στην προκειμένη περίπτωση, αυτό που μας κάνει να πιστεύουμε σε μια σκέψη που θα υπήρχε «καθ’ έαυτήν» πριν από την έκφραση είναι οι ήδη συγκροτημένες και οι ήδη εκφρασμένες σκέψεις που μπορούμε σιωπηρά να τις θυμηθούμε και με τις οποίες έχουμε την ψευδαίσθηση μιας εσωτερικής ζωής. Αλλά στην πραγματικότητα αυτή η δήθεν σιγή βουίζει από κουβέντες, αυτή η εσωτερική ζωή είναι μια εσωτερική γλώσσα. Η «καθαρή» σκέψη ανάγεται σε ένα ορισμένο συνειδησιακό κενό, σε μια στιγμιαία ευχή».
Μ. Merleau-Ponty, Φαινομενολογία της αντίληψης, Παρίσι, 1945.

Αλλά και στις μέρες μας οι λεγάμενες «επιστήμες του ανθρώπου» (ψυχολογία, κοινωνιολογία, ιστορία, πολιτική οικονομία και ανθρωπογεωγραφία) εμπνέονται από τη μελέτη της γλώσσας και θεωρούν τη γλωσσολογία επιστήμη-κλειδί για την αντιμετώπιση των προβλημάτων τους. Αυτό για δύο αιτίες: πρώτον, γιατί οι επιστήμες αυτές εισάγουν στη μελέτη του αντικειμένου τους την έννοια της δομής που τη συναντούμε στη γλώσσα περισσότερο από οπουδήποτε αλλού. Και δεύτερον, γιατί οι γλωσσικές δομές, με όλες ασφαλώς τις παραλλαγές τους από γλώσσα σε γλώσσα, εμφανίζουν κάποια σταθερότητα, έτσι ώστε η μελέτη της γλωσσολογίας να αποκαλύπτει μια βαθύτερη λογική οργάνωση που χαρακτηρίζει το ανθρώπινο πνεύμα και -κατά την άποψη ορισμένων- την ίδια τη φύση των πραγμάτων. Αλλά δε χρειάζεται να πάει κανείς τόσο μακριά, για να αντιληφθεί τη σχέση της λογικής με τη γλώσσα. Ο καθημερινός γραπτός ή προφορικός λόγος μάς προσφέρει επί του προκειμένου πολλά πρόχειρα παραδείγματα. Η φράση λ.χ. «άνθρωπος είμαι, έκανα ένα λάθος» υποδηλώνει παραγωγικό συλλογισμό, ενώ η φράση «όλοι πεθαίνουν μια μέρα» είναι καρπός επαγωγικού συλλογισμού. Ο λόγος μάς ανοίγει το δρόμο της λογικής.

Λογική είναι ο κλάδος εκείνος της φιλοσοφίας που ερευνά τα γενικά πλαίσια, μέσα στα οποία πρέπει να κινηθεί η σκέψη, ώστε να τηρεί τις θεμελιώδεις αρχές της και να καταλήγει σε συμπεράσματα χωρίς άλματα, κενά και αντιφάσεις.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου