O Adam Smith δεν ήταν μόνον ο θεμελιωτής των αρχών της κλασικής Πολιτικής Οικονομίας, αλλά μελέτησε διεξοδικά τις συγκινήσεις, τα συναισθήματα και την έκφρασή τους.
Στο βιβλίο του «Η Θεωρία των Ηθικών Συναισθημάτων» (The Theory of Moral Sentiments, 1759), γράφει πως ο κοινωνικός ιστός υφαίνεται από συναισθήματα.
Για να κατανοήσουμε καλύτερα τη δομή της σκέψης του Smith, ας κάνουμε ένα νοερό ταξίδι ως το Πανεπιστήμιο της Γλασκόβης, τον 18ο αιώνα, όπου οι φιλόσοφοι του οικονομικού γίγνεσθαι, όπως ο Smith, δίνουν διαλέξεις για τη Φιλοσοφία της Ηθικής, το Δίκαιο και την Πολιτική Οικονομία.
Σε μία τέτοια διάλεξη, ο Smith λέει, πως ο άνθρωπος έχει μία εγγενή τάση προς την αρμονία, συγχρόνως όμως, με τις όχι και τόσο εύτακτες δραστηριότητές του, προκειμένου να εξασφαλίσει αγαθά προς την επιβίωσή του.
Σαν να ακούμε, δηλαδή, πως ο αγώνας για την επιβίωση μπορεί να δημιουργήσει χάος και κάπως έτσι τίθεται το ερώτημα πως ο άνθρωπος, ένα ον «ιδιοτελές», μπορεί να σκέπτεται με τρόπο δίκαιο ή κοινωνικό και να δημιουργεί ηθικούς κανόνες.
Για τον Smith, η απάντηση στο ερώτημα, βρίσκεται στην ικανότητα του ανθρώπου να αναστέλλει την ιδιοτέλειά του και να μπαίνει στη θέση του παρατηρητή. Η ικανότητα αυτή, μετασχηματίζει τον άνθρωπο σε κοινωνικό ον με ομοφροσύνη, σταθερότητα και λογική.
Πράγματι, το κάθε πρόσωπο από εμάς γεννιέται με βιολογικές ανάγκες που πρέπει καλυφθούν, και με ένα ψυχικό δυναμικό που θα το εξελίξει, από μία απλή σε μία σύνθετη προσωπικότητα.
Ως βρέφη, εξαρτόμαστε εξ ολοκλήρου από τον φροντιστή μας, ενώ με την πάροδο του χρόνου και μέσα από σταθερές διεργασίες αλληλεπίδρασης με το περιβάλλον, κι επεξεργασίας των εμπειριών μας, μεταβαίνουμε στην ανεξαρτησία και προσπαθούμε να βιώσουμε τη ζωή μας, όσο το δυνατόν περισσότερο ικανοποιητικά.
Κάθε νέα εμπειρία, προσπαθούμε να την αξιολογήσουμε και να την κατατάξουμε ως θετική ή αρνητική.
Οι θετικές εμπειρίες θα μας επιτρέψουν να αναπτυχθούμε και να ζήσουμε όσο πιο κοντά γίνεται στις εσωτερικές μας αξίες, πεποιθήσεις κι αντιλήψεις, αντίθετα με τις αρνητικές που δεν ταιριάζουν με τις εσωτερικές μας αξιολογικές διαδικασίες, μας είναι δύσκολες στην κατανόηση, και τις βιώνουμε οδυνηρά ή με στρεβλωμένο τρόπο.
Αν αναγκαστούμε να ενυπάρξουμε σε ένα περιβάλλον αρνητικών όρων αξίας, που δεν μας ταιριάζουν, κινδυνεύουμε να δημιουργήσουμε έναν εξαρτημένο, μη λειτουργικό εαυτό, που θα ενυπάρχει «με όρους», προκειμένου να επιβιώσει στο εχθρικό αυτό περιβάλλον.
Ανάμεσα στον αυθεντικό εαυτό -και τον εαυτό που δημιουργήθηκε ως άμυνα της δύσκολης εμπειρίας- δημιουργείται ένα χάσμα, μία εσωτερική σύγκρουση, μία ουσιαστική ασυμφωνία.
Ως αποτέλεσμα, η τάση αυτοπραγμάτωσης των δυνατοτήτων του αυθεντικού εαυτού έρχεται σε σύγκρουση την τάση αυτοπραγμάτωσης του «υπό όρους» εαυτού, και το πρόσωπο που βιώνει μία τέτοια συνθήκη αρχίζει να εμφανίζει συμπτώματα αβεβαιότητας, δυσφορίας, αβοηθησίας, άγχους, και φόβου.
Κι αυτό, διότι ο άνθρωπος, επιθυμώντας να είναι αποδεκτός από τον κοινωνικό ιστό και τους σημαντικούς άλλους, μπορεί να υιοθετήσει συμπεριφορές αντίθετες από το εσωτερικό πλαίσιο αναφοράς του.
Οι επιτηδευμένες αυτές συμπεριφορές συγκρούονται με τις αυθεντικές και πηγαίες αναφορές του, δημιουργώντας ένα εσωτερικό χάος που παρατηρείται και στην επικοινωνία του με το περιβάλλον, αποδιοργανώνοντας τόσο τη σύνδεσή του με τους άλλους, όσο και τον ίδιο του τον εαυτό.
Όσο μεγαλύτερη είναι, δε, η ασυμφωνία, οι συνδέσεις κι οι σχέσεις διέπονται από έλλειψη κατανόησης κι επικοινωνίας, από ανεπαρκή προσαρμογή, και γενικότερα από μία δυσάρεστη αίσθηση για την ίδια την σχέση (επαγγελματική, κοινωνική, προσωπική).
Μία άλλη στρέβλωση που μπορεί να μας συντροφεύει στην ώριμη ζωή μας, είναι η ηχώ από το παρελθόν ότι οι σημαντικοί άλλοι της ζωής μας θα αντιληφθούν τις σημερινές μας ανάγκες, χωρίς εμείς να χρειαστεί να τις εκφράσουμε.
Είναι μία ηχώ που έρχεται από τη βρεφική μας ηλικία, στο παρελθόν όταν δεν είμασταν σε θέση να φροντίσουμε τον εαυτό μας, αλλά ούτε και να επικοινωνήσουμε, ή να εκφράσουμε επαρκώς τις ανάγκες μας, οπότε οι φροντιστές μας, προσπαθούσαν να μαντέψουν τι χρειαζόμαστε, ώστε να μας το παράσχουν.
Με τον τρόπο αυτόν μας προστάτευαν και μας φρόντιζαν, για να αναπτυχθούμε και να εξελιχθούμε σε ώριμα πρόσωπα.
Η επικοινωνία είναι πράγματι, ένα μέσο μοιράσματος, ένας τρόπος ενδυνάμωσης των σχέσεων με τον εαυτό μας και τους πολύτιμους άλλους, είναι ένας τρόπος διατήρησης της συνοχής στην κοινωνία.
Ως κοινωνικά όντα, έχουμε ευθύνη να αλληλοεπιδρούμε μεταξύ μας με εντιμότητα, στο παρόν αλλά και με την έγνοια μας στο μέλλον.
Είναι στοιχείο ωριμότητας να γνωρίσουμε τον εαυτό μας τόσο, ώστε να βιώνουμε λιγότερο απειλητικές τις εμπειρίες της καθημερινότητάς μας, στηρίζοντας παράλληλα και την τάση πραγμάτωσης, δηλαδή την ανάπτυξη όλων των δυνατοτήτων μας, ώστε να ζήσουμε ως πρόσωπα σε πλήρη λειτουργία.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου